
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Γενική Αίτηση Αρ. 1/2022
Αναφορικά με τον περί Κυρωτικό Νόμο της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής
Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για
παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου,
Νόμος 172/86
-και-
Αναφορικά με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση,
Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000)
Μεταξύ:
Promsvyazbank PJSC
Αιτήτριας
-και-
Wipasena Holding Ltd
Καθ’ ης η Αίτηση
---------------------------
Αίτηση ημερ. 25.10.2024
7 Ιανουαρίου 2025
Για Καθ’ ης η Αίτηση – Αιτήτρια: κ. Τ. Παντελή με κα Ι. Σπηλιωτοπούλου για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία ΔΕΠΕ
Για Αιτήτρια - Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ε. Χριστοφή για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Σύμφωνα με το κοινά παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, η Promsvyazbank PJSC (για τους σκοπούς της υπό εξέταση Αίτησης θα αναφέρεται ως η Καθ’ ης η Αίτηση) με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση της αξιώνει την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ως δεσμευτική και να διατάζει την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας, η οποία εκδόθηκε εναντίον της Wipasena Holding Ltd (για τους σκοπούς της υπό εξέταση Αίτησης θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) κατά την 27.6.2019 στην υπόθεση αρ. Α40 – 183868/18-7-1395. Κατά την 14.6.2022 η Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση με την οποία αξίωσε τον παραμερισμό ή και την ακύρωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης. Το Δικαστήριο κατά την 8.4.2024 με ενδιάμεση απόφαση του, η οποία εξεδόθη κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, απέρριψε την ως άνω αίτηση. Την 22.4.2024 η Αιτήτρια καταχώρισε ειδοποίηση έφεσης κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, ζητώντας τον παραμερισμό ή και την αντικατάσταση της με απόφαση του Εφετείου η οποία να απορρίπτει ή και παραμερίζει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση.
Η Αιτήτρια με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει την αναστολή της διαδικασίας της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης μέχρι την εκδίκαση και την έκδοση απόφασης του Εφετείου στην έφεση την οποία καταχώρισε εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Η Αίτηση περιλάμβανε και δεύτερο αίτημα για αναβολή της ακρόασης η οποία ήταν ορισμένη την 1.11.2024, το οποίο όμως αποσύρθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Άγγονας, διευθύντριας της Αιτήτριας, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Οι λόγοι έφεσης που προωθεί η Αιτήτρια είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης για την Αναγνώριση και Εκτέλεση της Ρωσικής Δικαιτητικής Απόφασης, ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση και προώθηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης και ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να την εξετάσει, καθότι καταχωρίστηκε λανθασμένα ή και παράτυπα η και κατά παράβαση ρητών προνοιών της Συνθήκης. Ως ενημερώνεται από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, η απόφαση του Εφετείου θα είναι καταλυτικής και ύψιστης σημασίας στην πορεία και τη δίκαιη εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης. Σε περίπτωση δε που η Αιτήτρια πετύχει στην έφεση της, τότε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση θα παραμεριστεί. Συνεπώς, είναι προς το συμφέρον της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης όπως πρώτα εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου και μετά να ολοκληρωθεί η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης.
Εάν δεν ανασταλεί η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης και το Δικαστήριο προλάβει να εκδώσει την απόφαση του πριν την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο το Δικαστήριο να διατηρήσει το ίδιο σκεπτικό με την ενδιάμεση απόφαση του, εφόσον οι λόγοι ένστασης που προωθούνται από την Αιτήτρια κατά της Γενικής Αίτησης αφορούν κυρίως νομικά ζητήματα, επί των οποίων το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί με την ενδιάμεση απόφαση του. Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση πριν την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, θα πληγούν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα και δικαιώματα της Αιτήτριας για το λόγο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση θα δύναται να λάβει μέτρα εκτέλεσης εναντίον της πριν προλάβει να ακουστεί στο Εφετείο η θέση της ότι η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση πάσχει εξ υπαρχής λόγω του ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση της, ως και λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να την εξετάσει. Περαιτέρω, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της Αιτήτριας. Σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου, ακόμα και αν δικαιώσει την Αιτήτρια, δεν θα έχει πλέον ουσία η αποτελεσματικότητα ή πρακτική εφαρμογή, καθώς η Αιτήτρια θα έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από τα μέτρα εκτέλεσης που θα λάβει η Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον της. Επομένως, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα καταστήσει την έφεση της Αιτήτριας άνευ αντικειμένου.
Αντίθετα, σε περίπτωση που η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης ανασταλεί και η έφεση της Αιτήτριας αποτύχει, η Καθ’ ης η Αίτηση διατηρεί το δικαίωμα της να ακουστεί επί της ουσίας της Γενικής Αίτησης, η οποία θα μπορεί μεταγενέστερα να ολοκληρωθεί και η Καθ’ ης η Αίτηση θα μπορεί να απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας της σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση προς όφελος της. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης δεν ανασταλεί και μεταγενέστερα το Εφετείο αποφασίσει ότι το παρόν Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να της επιληφθεί και ή ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείτο στην καταχώριση της, θα σπαταληθεί αχρείαστα και άσκοπα δικαστικός χρόνος για μια διαδικασία, η οποία εκ προοιμίου είναι άκυρη και καταδικασμένη σε αποτυχία. Αντίθετα, η τυχόν αναστολή της διαδικασίας θα οδηγήσει στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και εξόδων, εφόσον η απόφαση του Εφετείου θα κρίνει και το αποτέλεσμα της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης.
Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν καταχώρισε ένσταση και περιορίστηκε να αγορεύσει, μέσω της ευπαίδευτης συνηγόρου της, προς αντίκρουση της Αίτησης.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.35, θ.θ. 1 – 20, 23 – 32 και Δ.48 θ.θ. 1 – 13 ως και στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, άρθρα 2, 21, 22, 25, 29, 30, 31, 32, 35, 36 και 47.
Όπως διευκρινίζεται στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας, η υπό εξέταση Αίτηση στηρίζεται στη σύμφυτη ή και εγγενή εξουσία του Δικαστηρίου (inherent jurisdiction) και όχι στη Δ.35 θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ή στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Αναγνωρίζεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους ότι τα αμέσως πιο πάνω άρθρα δεν παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να αναστέλλει τη συνέχιση εκκρεμούσας διαδικασίας, αλλά εφαρμόζονται μόνο σε διαδικασία εκτέλεσης προς ικανοποίηση αυτοτελούς απόφασης (In Re E.S., an infant (1986) 1 C.L.R. 119).
Πρωτίστως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως είναι νομολογημένο, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και την αποτελεσματική άσκηση των δικαιοδοσιών του. Περιγράφεται δε ως το απόθεμα των εξουσιών του Δικαστηρίου τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα δημιουργείτο αδικία. Δεν διευρύνει τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχει ως λόγο την επέκταση τους (Ρόπας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718).
Το ζήτημα της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας ή της εκδίκασης αγωγής εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Merck & Co Inc. κ.ά. ν. Medochemie Ltd (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2184, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου να διατάσσει την αναστολή της διαδικασίας ή της εκδίκασης εκκρεμούσας αγωγής εξασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., τόμος 47, σελ. 323. Η κρατούσα πρακτική είναι ότι οι αγωγές δεν πρέπει να αναστέλλονται εκτός αν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία καθιστούν αναγκαία την αναστολή. Βλ. The Municipality of Limassol v. Archbishop of Cyprus Chrysostomos and Another (1981) 1 C.L.R. 445 στη σελίδα 452.
Στην Παπακόκκινου κ.ά. ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου (1997) 1(B) A.A.Δ. 692 αναφέρεται:
Κατ' αρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, αναστολή χωρεί σε σχέση μόνο με την εκτέλεση απόφασης όχι με τη συνέχιση της εξέλιξης της μη συμπληρωθείσας διαδικασίας. Το ίδιο, καθώς νομολογήθηκε, είναι το αποτέλεσμα και δυνάμει του κ. 18 της Δ.35: βλ. Fotiou and another v. Petrolina Ltd (1984) 1 C.L.R. 708. In re E.S. (an infant) (1986) 1 C.L.R. 119 και Aftomata Eleourgia Lythrodonta Ltd v. Holy Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524. Η αναφορά στον εν λόγω κανονισμό σε "....stay of .... proceedings under the decision appealed from .... "δεν αποβλέπει στην αναστολή της ευρύτερης διαδικασίας από την οποία προέκυψε ενδιάμεση απόφαση αλλά μόνο της διαδικασίας που εκπορεύεται αυτοτελώς από απόφαση της οποίας σκοπείται η ικανοποίηση: παραδείγματα προσφέρονται από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην In re E.S. (an infant) (ανωτέρω).»
Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση οι εφεσείοντες, ενάγοντες σε αγωγή που καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες για ισχυριζόμενη προσβολή ή παραβίαση του Κυπριακού Προνομίου Ευρεσιτεχνίας αρ. 1813. Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για αναστολή της εκδίκασης της ανωτέρω αγωγής μέχρι την εκδίκαση και ή έκδοση τελεσίδικης απόφασης στην προσφυγή την οποία καταχώρισαν με την οποία επιδίωξαν την ακύρωση της διοικητικής πράξης του Εφόρου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που αφορούσε την εγγραφή στο Μητρώο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και έκδοση του πιστοποιητικού με αρ. 1813 στο όνομα της εφεσείουσας 1. Το αίτημα αναστολής, κατόπιν ακρόασης, έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχαν καταδειχθεί λόγοι οι οποίοι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία καθιστούσαν αναγκαία την αναστολή της εκδίκασης της αγωγής, γι’ αυτό και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση.
Περαιτέρω, στην υπόθεση The Municipality of Limassol v. Archibishop of Cyprus (1981) 1 C.L.R. 445 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«The first question raised in this appeal is whether the trial Court has jurisdiction to stay proceedings pending the determination of the recourse filed by defendant 2 before the Supreme Court of Cyprus. Time and again it has been said the Court has an inherent jurisdiction to stay proceedings and that such jurisdiction is a discretionary one to be exercised by the Court if it thinks fit and in a proper case, terms may be imposed, but it ought to be very sparingly exercised and only in very exceptional cases. The general practice is, however, that you should not stay actions unless the action, beyond all reasonable doubt, ought not to go on. (See Vaughan Williams, Lord Justice in Shackleton v. Swift [1913] 2 K.B. at p. 312).»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Όπως καταδεικνύει η ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, η εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει τη δικαστική διαδικασία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία όμως ασκείται σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η κα Άγγονας στην ένορκη δήλωση της υποστηρίζει ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την αναστολή της διαδικασίας της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης μέχρι την έκδοση της απόφασης στην έφεση που καταχώρισε η Αιτήτρια εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Αμέσως πιο κάτω θα εξετάσω τις περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η κα Άγγονας.
Όπως αναφέρεται, σε περίπτωση που η Γενική Αίτηση προχωρήσει και το Δικαστήριο εκδώσει τελική απόφαση προς όφελος της Καθ’ ης η Αίτηση, τα δικαιώματα της Αιτήτριας θα πληγούν ανεπανόρθωτα για το λόγο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση θα μπορεί να λάβει μέτρα εκτέλεσης εναντίον της, ακόμα δε υπάρχει κίνδυνος να εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της, εφόσον η Καθ’ ης η Αίτηση προωθήσει τέτοια διαδικασία, πριν ακόμα ακουστεί η θέση της Αιτήτριας στην έφεση που καταχώρισε εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης. Σε τέτοια δε περίπτωση, ακόμα και αν η έφεση της επιτύχει και εκδοθεί απόφαση προς όφελος της, δεν θα έχει πλέον οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα ή πρακτική εφαρμογή, καθώς θα έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την εναντίον της εκτέλεση της απόφασης στη Γενική Αίτηση.
Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται τους ως άνω φόβους της Αιτήτριας. Ακόμα και στην περίπτωση που εκδοθεί απόφαση εναντίον της στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση, με την οποία θα αναγνωρίζεται η Ρωσική Διαιτητική Απόφαση, θα έχει κάθε δικαίωμα να την προσβάλει με νέα ειδοποίηση έφεσης και συγχρόνως να επιδιώξει την αναστολή εκτέλεσης της μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που τυχόν θα καταχωρίσει. Αναμφισβήτητα δε η αίτηση αναστολής εκτέλεσης που τυχόν θα καταχωρίσει, θα έχει εύλογες πιθανότητες επιτυχίας. Το γεγονός ότι θα αναγκαστεί να προβεί σε καταχώριση δεύτερης έφεσης δεν συνιστά, κατά την ταπεινή μου άποψη, εξαιρετική περίσταση, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναστολή της διαδικασίας στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση.
Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω, δεν θεωρώ ότι η έφεση της Αιτήτριας η οποία καταχωρίστηκε εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, ακόμα δε και η απόφαση του Εφετείου που δυνατό να εκδοθεί προς όφελος της, δεν θα έχει οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα ή και πρακτική αξία σε περίπτωση που προχωρήσει η εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης. Κατ’ επέκταση, δεν θα μπορούσα να συμμεριστώ ούτε τη θέση της κας Άγγονας ότι θα πληγεί ανεπανόρθωτα το δικαίωμα της Αιτήτριας να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις της ενώπιον του Εφετείου. Συνεπώς δεν τίθεται κίνδυνος επηρεασμού του δικαιώματος της Αιτήτριας για δίκαιη δίκη εκ του λόγου ότι η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης θα προχωρήσει κανονικά.
Υποστηρίζεται ακόμα από την κα Άγγονας ότι η προώθηση και εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης θα έχει ως αποτέλεσμα την αχρείαστη και άσκοπη σπατάλη δικαστικού χρόνου και πόρων τόσο του Δικαστηρίου όσο και των διαδίκων, σε περίπτωση που η έφεση της Αιτήτριας επιτύχει και αποφασιστεί ότι το παρόν Δικαστήριο δεν είχε εξουσία ή και δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης ή και ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείτο στην καταχώριση της. Με κάθε σεβασμό προς την Αιτήτρια και τους ευπαίδευτους συνηγόρους της, έχω την ταπεινή άποψη ότι είναι αυτή που με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης και την πορεία που επέλεξε να ακολουθήσει συνέβαλε στην σπατάλη δικαστικού χρόνου και στη δημιουργία αχρείαστων και περιττών εξόδων. Ειδικότερα, ενώ θα μπορούσε να προχωρήσει άμεσα με την καταχώριση ένστασης στη Γενική Αίτηση, στην οποία θα μπορούσε να εγείρει όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που συνιστούσαν την υπεράσπιση της και, κατ’ αυτό τον τρόπο, να εκδικαστεί τάχιστα η Γενική Αίτηση, επέλεξε να καταχωρίσει την ενδιάμεση αίτηση στην οποία ήγειρε όλα τα ζητήματα, τα οποία ως έχει ήδη αναφερθεί, θα μπορούσε να εγείρει με την ένσταση της στη Γενική Αίτηση. Συνεπώς, μόνο τον εαυτό της θα πρέπει να μέμφεται για τη σπατάλη δικαστικού χρόνου και τη δημιουργία αχρείαστων εξόδων με τον τρόπο που επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση.
Κάτω από τα δεδομένα τα οποία έχω παραθέσει πιο πάνω, καταλήγω ότι η Αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της εκδίκασης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης μέχρι την εκδίκαση και έκδοση απόφασης στην έφεση που καταχώρισε εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας στη γραπτή τους αγόρευση, προς ενδυνάμωση της θέσης τους για αναστολή της διαδικασίας στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση, μνημονεύουν την Αγγλική υπόθεση του Εφετείου Athena Capital Fund SICAV-FIS SCA a.o v. Secretariat of State for the Holy See (2022) EWCA Civ 1051. Αυτό το οποίο έχω διαπιστώσει, μελετώντας προσεκτικά την εν λόγω υπόθεση, είναι ότι δεν υπήρξε παρέκκλιση από την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η αναστολή της διαδικασίας παραχωρείται από το Δικαστήριο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Για του λόγου το αληθές παραθέτω αυτούσια την παράγραφο 59:
«There is, as it seems to me, no reason to doubt that it is only in rare and compelling cases that it will be in the interests of justice to grant a stay on case management grounds in order to await the outcome of proceedings abroad. After all, the usual function of a court is to decide cases and not to decline to do so, and access to justice is a fundamental principle under both the common law and article 6 ECHR. The court will therefore need a powerful reason to depart from its usual course and such cases will by their nature be exceptional. In my judgment all of the guidance in the cases which I have cited is valuable and instructive, but the single test remains whether in the particular circumstances it is in the interests of justice for a case management stay to be granted. There is not a separate test in “parallel proceedings” cases. Rather, considerations such as the existence of an exclusive English jurisdiction clause and the danger of circumventing a statutory scheme for the allocation of jurisdiction (such as the Judgments Regulation) will be weighty and often decisive factors pointing to where the interests of justice lie.»
Έχω την ταπεινή άποψη ότι η εν λόγω απόφαση, κάθε άλλο παρά βοηθά τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας. Όμως ούτε και η επίκληση από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας του Πρωταρχικού Σκοπού, όπως; αυτός καθορίζεται στο Μέρος Ι των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 θα μπορούσε να διασώσει την υπό εξέταση Αίτηση, καθότι, ως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει την συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της παραχώρησης της αιτούμενης αναστολής.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει γι’ αυτό και θα πρέπει να απορριφθεί.
Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Καθ’ ης η Αίτηση.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση (Αιτήτριας στη Γενική Αίτηση) και εναντίον της Αιτήτριας (Καθ’ ης η Αίτηση στη Γενική Αίτηση), τα οποία υπολόγισα κατ’ αποκοπή στο ποσό των €3.000 πλέον Φ.Π.Α..
Η Γενική Αίτηση ορίζεται για ακρόαση την 4.2.2025, η ώρα 09.00.
(Υπ.) …………………………………
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο