
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αγωγή υπ’ αριθμό: 6193/2014
1. CAT. Trading Ges.m.b.H, από Αυστρία
2. Coraline Limited, από Κύπρο
3. Joma Industrial Source Corp. από Βρετανικές Παρθένες Νήσους
Ενάγοντες
και
1. C.A.T. GMBH Consulting Agency Trade & Company (Cyprus), από Κύπρο
2. AB PCO Investment Ltd, από Κύπρο
3. Anna Brinkmann, από Γερμανία
4. Dr. Walter Höft, από Γερμανία
5. Ελπίδα Παπαστυλιανού, από Κύπρο
6. Fairtune Ltd, από Κύπρο
Εναγόμενοι
και όπως έχει τροποποιηθεί δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.2.2017
Μεταξύ:
1. CAT. Trading Ges.m.b.H, από Αυστρία
2. Coraline Limited, από Κύπρο
3. Joma Industrial Source Corp. από Βρετανικές Παρθένες Νήσους
4. Semyon Vainshtock, από Ισραήλ
Ενάγοντες
και
1. C.A.T. GMBH Consulting Agency Trade & Company (Cyprus), από Κύπρο
2. AB PCO Investment Ltd, από Κύπρο
3. Anna Brinkmann, από Γερμανία
4. Dr. Walter Höft, από Γερμανία
5. Ελπίδα Παπαστυλιανού, από Κύπρο
6. Fairtune Ltd, από Κύπρο
Εναγόμενοι
22 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες 1, 2 και 3: κ. Α. Χαβιαράς με κ. Λ. Χαβιαρά για Χαβιάρας & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., μαζί με κ. Ν. Τσαρδελή και κα Χ. Πιρκώτου και κα Ευσταθίου για Elias Neokleous & Co LLC και μαζί με κ. Ν. Μακρίδη για Μακρίδη & Μακρίδη Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ενάγοντα 4: κ. Π. Νεοκλέους
Για Εναγόμενους 2, 3 και 5: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης με κ. Λοΐζου και κα Κότσαπα για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο 4: κ. Α. Δημητρίου με κα Α. Χρίστου για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
1 Εισαγωγή. Η αγωγή είναι ορισμένη για ακρόαση μεταξύ 17.2.2025 - 20.2.2025 με σκοπό εκείνες τις ημερομηνίες να ολοκληρωθεί η μαρτυρία της ΜΕ1. Η μάρτυρας θα προσέλθει από το εξωτερικό για να καταθέσει.
Με τη σύμφωνη γνώμη όλων των παραγόντων της δίκης αποφασίστηκε όπως παρουσιαστεί εκ των προτέρων αντίγραφο ελληνικής μετάφρασης της γραπτής δήλωσης που προτίθεται να παρουσιάσει η ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέταση της, μαζί με αντίγραφο των εγγράφων που προτίθεται να παρουσιάσει. Εγέρθηκαν ενστάσεις από την πλευρά των Εναγόμενων σε σχέση με την αποδεκτότητα της προτεινόμενης δήλωσης και σε σχέση με κάποια από τα προτεινόμενα τεκμήρια. Οι συνήγοροι των Εναγόμενων παρουσίασαν γραπτώς τις ενστάσεις τους και δόθηκε η ευκαιρία στους συνηγόρους των Εναγόντων να απαντήσουν γραπτώς. Παράλληλα ακούστηκαν και προφορικές τοποθετήσεις.
Η ρύθμιση αυτή έγινε προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, αλλά και προς την – κατά το δυνατόν – ομαλή διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας. Να σημειώσω παρενθετικά ότι με τους νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, απόφαση ζητημάτων που αφορούν αποδεκτότητα μαρτυρίας, πριν από την ακρόαση, θα είναι πλέον ο κανόνας και θα είναι μέρος του σταδίου διαχείρισης της υπόθεσης.
Η παρούσα είναι η απόφαση μου σε σχέση με τις ενστάσεις που εγέρθηκαν από τους Εναγόμενους στην προτεινόμενη γραπτή δήλωση και τα προτεινόμενα τεκμήρια.
Πριν προχωρήσω, αναφέρω ότι μελέτησα όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου. Εξέτασα το περιεχόμενο της προτεινόμενης δήλωσης, τα προτεινόμενα τεκμήρια και τις αγορεύσεις των συνηγόρων (γραπτές και προφορικές) καθώς και τη νομολογία και αρχές στην οποία παρέπεμψαν. Έλαβα επίσης υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Είμαστε σε ένα ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας που δεν είναι κατάλληλο για εις βάθος αξιολόγηση. Η εξέταση μου επομένως, αφορά τον περιορισμένο σκοπό του παρόντος σταδίου.
Δεν θα επεκταθώ στην παράθεση των θέσεων και ισχυρισμών των εμπλεκόμενων γιατί δεν είναι αναγκαίο. Σημειώνω μόνο ότι τα επίδικα θέματα είναι σύνθετα, περιλαμβάνουν ζητήματα πραγματικά (κάποια εξειδικευμένης φύσεως) και νομικά (ημεδαπού και αλλοδαπού δικαίου), εγείρονται ισχυρισμοί για δόλο και απάτη που, κατά κανόνα, αποδεικνύονται έμμεσα και με αναφορά σε διάφορα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση από τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο να καταλήξει σε σχετικά ευρήματα. Σε κάποιο βαθμό, τα πραγματικά και νομικά ζητήματα είναι αλληλένδετα και ο αυστηρός διαχωρισμός στο στάδιο παρουσίασης της μαρτυρίας, δεν είναι εύκολος. Η γραμμή δεν είναι ευδιάκριτη ούτε απόλυτη.
2 Γενικότερες επισημάνσεις. Η ΜΕ1 θα καταθέσει (σύμφωνα με την προτεινόμενη δήλωση της) ως ειδικός στον τομέα δικανικών οικονομικών ελέγχων σε θέματα απάτης και διαφθοράς. Στην προτεινόμενη γραπτή δήλωση, η ΜΕ1 φαίνεται ότι βασίζεται στην επαγγελματική της κατάρτιση και έρευνα, σε γεγονότα για τα οποία έχει προσωπική γνώση αλλά και σε πληροφόρηση που έλαβε από άλλες πηγές. Το περιεχόμενο της προτεινόμενης δήλωσης είναι μια σύνθεση έρευνας, ανάλυσης δεδομένων, εκτιμήσεων και απόψεων της ΜΕ1 σε θέματα που υποστηρίζει ότι εμπίπτουν στον τομέα της. Δηλαδή, η προτεινόμενη δήλωση συνιστά μια έκθεση που προκύπτει από το αντικείμενο της ειδικότητας της, διάφορες παραμέτρους και δεδομένα που έλαβε υπόψη και την υποκειμενική της κρίση. Σκοπός της προτεινόμενης δήλωσης είναι η παρουσίαση εγγράφων και πληροφοριών και, στη βάση αυτών, η διατύπωση της ανάλυσης και αντίληψης της ΜΕ1 για κάποια από τα επίδικα θέματα.
Ένεκα της φύσης των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή, όπως έχω περιγράψει πιο πάνω, δεν είναι εύκολο εγχείρημα να αποφασιστεί σε αυτό το στάδιο ο αποκλεισμός προτεινόμενης μαρτυρίας. Ο κίνδυνος είναι να αποκλειστεί μαρτυρία ή στοιχεία μαρτυρίας που στο τέλος της δίκης, κατά το στάδιο της αξιολόγησης, να διαπιστωθεί ότι ίσως θα ήταν χρήσιμα. Το Δικαστήριο μεριμνά ώστε η δίκη να διεξάγεται στα πλαίσια των δικογράφων, της δικονομίας και των κανόνων απόδειξης. Παράλληλα, δεν πρέπει να στερεί τον εαυτό του από αποδεικτικά στοιχεία κάποιας δυνητικά σημασίας που στο στάδιο της αξιολόγησης και εις βάθους μελέτης, ενδεχομένως διαφανεί ότι είναι χρήσιμα και βοηθητικά στην απόφαση του επί των επίδικων θεμάτων[1]. Στην παρούσα απόφαση προσπάθησα να διατηρήσω την ισορροπία μεταξύ αυτών των επιδιώξεων.
Αρκετά από τα ζητήματα που πραγματεύεται η ΜΕ1 στην προτεινόμενη δήλωση της είναι θεωρητικά, και το εγχείρημα απομόνωσης και αποκλεισμού μαρτυρίας γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Παρότι η απόφαση για αποδοχή ή αποκλεισμό μαρτυρίας είναι ζήτημα νομικό, εντούτοις αποφασίζεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά δεδομένα που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση.
Η δυσκολία με την οποία είναι αντιμέτωπο το Δικαστήριο όταν αποφασίζει εάν θα αποκλείσει μαρτυρία εμπειρογνωμοσύνης σε υποθέσεις που τα επίδικα θέματα είναι σύνθετα, θεωρητικά, εμπλέκουν νομικά και πραγματικά ζητήματα και έχουν κάποια υποκειμενική υφή, αποτυπώνεται στην ενδιάμεση Αγγλική απόφαση του Hildyard J, στην υπόθεση The RBS Rights Issue Litigation, [2015] EWHC 3433 (Ch). Είχε κληθεί να αποφασίσει στο στάδιο διαχείρισης της υπόθεσης κατά πόσο να επιτρέψει την παρουσίαση μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα των εναγόμενων σε ζητήματα equity analysis. Μετά από μια εκτενή ανάλυση της νομολογίας, των επίδικων θεμάτων, των θέσεων και επιχειρημάτων των δύο πλευρών, κατέληξε αναφέροντας:
«I have remained unsettled lest, at a stage when my grasp of the case is necessarily incomplete, I exclude evidence from which I might have extrapolated some assistance as well as general interest.»
Με αυτή τη διαπίστωση κατέληξε ότι ήταν ορθότερο να μην αποφασίσει το ζήτημα σε εκείνο το στάδιο αλλά να δώσει τη δυνατότητα στους εναγόμενους να αιτηθούν ξανά να παρουσιάσουν τον εμπειρογνώμονα αφού παρουσιαστούν εκθέσεις άλλων εμπειρογνωμόνων. Αυτό επιτρέπεται από τους Αγγλικούς Civil Procedure Rules όμως τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται εδώ, στη βάση των Θεσμών στη μορφή που εφαρμόζονται. Το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί τώρα. Παρενθετικά σημειώνω ότι αυτή η ευελιξία παρέχεται πλέον για υποθέσεις που εμπίπτουν στους νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Στην απόφαση μου επιδιώκω να εξισορροπήσω τα εκατέρωθεν δικαιώματα, διασφαλίζοντας ότι η κάθε πλευρά θα έχει μια δίκαιη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσης της. Καθοδηγήθηκα από τις καθιερωμένες αρχές και κανόνες που διέπουν την αποδεκτότητα μαρτυρίας και οριοθέτηση της διεξαγωγής της δίκης καθώς και τη σχετική νομολογία, Κυπριακή και κοινοδικαίου.
Σημειώνω ότι η προτεινόμενη γραπτή δήλωση εκτείνεται πέραν των 100 σελίδων και η ΜΕ1 προτίθεται να παρουσιάσει πέραν των 600 εγγράφων. Επί των 292 παραγράφων της γραπτής δήλωσης έχουν εγερθεί 296 ενστάσεις. Κάποιες από τις ενστάσεις αφορούν τόσο αναφορές στην ίδια τη δήλωση όσο και τα προτεινόμενα τεκμήρια. Επιπρόσθετα, έχουν εγερθεί ενστάσεις σε σχέση με την γενικότερη αποδεκτότητα της μαρτυρίας της ΜΕ1.
Έκρινα ευχερές να ομαδοποιήσω τις ενστάσεις που εγέρθηκαν και να τις εξετάσω κατ’ αυτό τον τρόπο, ανά ενότητα. Όπου διαπιστώθηκε ότι συγκεκριμένη ένσταση πρέπει να οδηγήσει σε αποκλεισμό/διαγραφή μέρους της προτεινόμενης μαρτυρίας, τότε καθορίζω τα συγκεκριμένα σημεία του κειμένου ή προτεινόμενα τεκμήρια. Τονίζω ότι δεν θα προβώ σε μικροσκοπική ανάλυση του κειμένου της προτεινόμενης δήλωσης, ούτε σε επανασύνταξη του κειμένου. Δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου να συντάσσει ή να προσαρμόζει το λεκτικό ή τη δομή δηλώσεων μαρτύρων. Η επέμβαση στο κείμενο περιορίζεται στον αναγκαίο βαθμό, ώστε να διαφυλάττονται τα εκατέρωθεν δικαιώματα αλλά και να διατηρείται η συνοχή του κειμένου.
Δεν παραθέτω με λεπτομέρεια τα επιχειρήματα των συνηγόρων, υπέρ ή κατά των ενστάσεων, γιατί θεωρώ ότι δεν θα εξυπηρετούσε κάποιο πρακτικό σκοπό. Τα εκατέρωθεν επιχειρήματα καταγράφονται στις τοποθετήσεις των μερών και στα πρακτικά της διαδικασίας. Εξηγώ μόνο τη δική μου κρίση επί των ενστάσεων.
Προχωρώ στην ουσία. Όπως ανέφερα, οι ενστάσεις έχουν ομαδοποιηθεί και εξετάζονται ανά ενότητα.
3 Αποκλεισμός μαρτυρίας ΜΕ1 στην ολότητα της. Οι Εναγόμενοι εισηγήθηκαν ότι η ΜΕ1 δεν είναι πρόσωπο ικανό να μαρτυρήσει ως ειδικός επί των θεμάτων που πραγματεύεται στην προτεινόμενη δήλωση της. Υποστηρίζουν ότι η ΜΕ1 επιδιώκει να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην ειδικότητα της. Εισηγήθηκαν επίσης ότι δεν πρέπει να της επιτραπεί να μαρτυρήσει ως πραγματογνώμονας γιατί η μαρτυρία της δεν είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη και αμερόληπτο, ένεκα της γενικότερης εμπλοκής και σχέση της ΜΕ1 με τους Ενάγοντες.
Προκύπτει από το κείμενο της προτεινόμενης δήλωσης ότι η μαρτυρία της ΜΕ1 προσφέρεται ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα επί του αντικειμένου που περιγράφεται στην αρχή της δήλωσης της. Μέρη της προτεινόμενης δήλωσης σχετίζονται με την κατάρτιση που αναφέρει. Άλλα μέρη περιλαμβάνουν μαρτυρία σε σχέση με γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση για τα οποία έχει προσωπική γνώση ή έλαβε πληροφόρηση από άλλες πηγές.
Θεωρώ ότι αυτά που οι Εναγόμενοι προβάλλουν, δεν μπορούν a fortiori να αποκλείσουν την ΜΕ1 ως μάρτυρα. Είναι ζητήματα που μπορούν να αναδειχθούν κατά την αντεξέταση. Εάν στοιχειοθετηθούν δεδομένα που θέτουν σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία, αμεροληψία ή αντικειμενικότητα των χειρισμών της ΜΕ1, αυτό θα ληφθεί υπόψη στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της. Οι κανόνες αξιολόγησης μαρτυρίας πραγματογνωμόνων[2] αλλά και μαρτύρων γεγονότων, είναι γνωστές.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί ως μάρτυρας η ΜΕ1.
4 Εξ ακοής μαρτυρία. Υπάρχουν σημεία στην προτεινόμενη γραπτή δήλωση όπου η ΜΕ1 προβαίνει σε αναφορές για ζητήματα που δεν έχει προσωπική γνώση αλλά η πληροφόρηση της προέρχεται από άλλες πηγές. Εγέρθηκε ένσταση ως προς την αποδεκτότητα αυτών των σημείων της δήλωσης.
Η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής[3]. Στο τέλος της δίκης, στο στάδιο της αξιολόγησης, το Δικαστήριο αποφασίζει τη βαρύτητα και αποδεικτική αξία που θα αποδοθεί σε αυτήν λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένων των παραμέτρων που καθορίζονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9.
Συμφωνώ με τη θέση των Εναγόμενων ότι η εξ ακοής μαρτυρία μπορεί να μην είναι η καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Εάν διαπιστωθεί ότι η ποιότητα τέτοιας μαρτυρίας υστερεί, τότε ο διάδικος που την παρουσίασε θα υποστεί τις συνέπειες.
Αυτό όμως, δεν είναι λόγος αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας που περιλαμβάνεται στην προτεινόμενη δήλωση. Από το κείμενο φαίνεται ποια σημεία της δήλωσης δεν βασίζονται σε προσωπική γνώση της ΜΕ1 αλλά προέρχονται από άλλες πηγές. Δεν τίθεται θέμα παραπλάνησης ούτε του Δικαστηρίου ούτε των Εναγόμενων, που επισημαίνουν στις ενστάσεις τους όλα αυτά τα σημεία.
Συνεπώς, δεν διακρίνω ανάγκη αποκλεισμού των σχετικών μερών της δήλωσης για αυτό το λόγο.
5 Έκφραση άποψης/έσχατο συμπέρασμα. Σε διάφορα σημεία της προτεινόμενης δήλωσης, η ΜΕ1 εκφράζει απόψεις και συμπεράσματα με αναφορά στο περιεχόμενο εγγράφων ή πληροφόρησης που είχε, ως προς το κατά πόσο προκύπτει κακή πρόθεση ή δόλος από τους εμπλεκόμενους.
Η έκφραση απόψεων, σχολίων, συμπερασμάτων από μάρτυρα δεν επιτρέπεται. Οι Εναγόμενοι παραπέμπουν επίσης στον κανόνα ότι οι μάρτυρες, ακόμα και εμπειρογνώμονες, δεν δικαιούνται να εκφέρουν άποψη ως προς το έσχατο συμπέρασμα. Εισηγούνται ότι σημεία της προτεινόμενης δήλωσης πρέπει να αποκλειστούν για τον λόγο αυτό.
Ασφαλώς, η ιδιότητα του πραγματογνώμονα δεν δίνει σε ένα μάρτυρα το δικαίωμα να εκφράζει απόψεις και συμπεράσματα επί παντός θέματος, ανεξέλεγκτα. Όμως, η πρόσφατη Αγγλική νομολογία εισηγείται ότι ο γενικός κανόνας δεν εφαρμόζεται πλέον με την ίδια αυστηρότητα. Όπως σχολίασε ο Aikens J στην ενδιάμεση απόφαση του στην υπόθεση (1) JP Morgan Chase Bank (formerly known as The Chase Manhattan Bank) and others v Sprongwell Navigation Corporation [2006] EWHC 2755(Comm), παράγραφος 21:
«Although in former years it was said that experts should not give opinions on “the very issue which the court has to decide”, that restriction is no longer in force, at least in civil actions… However it is not for experts to attempt to make findings of fact. Instead they should express their opinion on the area in which they have their expertise on the basis of assumed facts which should be clearly identified and stated in their expert report.»
Στην ίδια απόφαση, ο Aikens J παραπέμπει στην Barings Plc (On Liquidation) v Coopers & Lybrand [2001] Lloyds L.R. (Banking) 85[4]. Εκεί, ο Evans-Lombe J, αφού αναλύει την εξέλιξη της νομολογίας σημειώνει τα ακόλουθα:
«It is frequently the case that experts are instructed to give their opinion based on a statement of the relevant facts prepared by their instructing solicitor without reference to any sources. When experts come to give their evidence they may be cross-examined and in the course of that cross-examination their description of the background facts may be challenged, and if successfully challenged, the authority of their conclusions undermined.»
Το ίδιο ισχύει και στην παρούσα υπόθεση. Όπως ανέφερα, στην προτεινόμενη δήλωση φαίνεται στο κείμενο ποιες απόψεις που εκφράζει η ΜΕ1 βασίζονται σε προσωπική γνώση ή προέρχονται από άλλες πηγές πληροφόρησης. Μπορεί να αντεξεταστεί σε σχέση με τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε και να αμφισβητηθεί η ορθότητα των θέσεων της.
Πριν κλείσω αυτή την ενότητα, σημειώνω ότι υπάρχουν σημεία της προτεινόμενης δήλωσης όπου η ΜΕ1 αναπαράγει ή αναλύει το κείμενο εγγράφων. Αυτό είναι γενικά αχρείαστο και ανεπιθύμητο. Επέλεξα να μην επέμβω και να αποκλείσω αυτά τα σημεία για να διαφυλάξω τη συνοχή του κειμένου. Όμως, είναι δεδομένο ότι για την έκδοση της τελικής απόφασης στη δίκη, το Δικαστήριο εξετάζει το περιεχόμενο κάθε εγγράφου που κατατίθεται ως τεκμήριο. Εξετάζει επίσης κάθε στοιχείο μαρτυρίας που θα κριθεί αξιόπιστη. Δεν βασίζεται στην περιγραφή, επεξήγηση ή ερμηνεία που δίδεται στα έγγραφα ή γεγονότα από τους μάρτυρες. Το έσχατο συμπέρασμα της δίκης ανήκει στο Δικαστήριο.
Συνεπώς, δεν κρίνω αναγκαίο να αποκλείσω μαρτυρία ή προτεινόμενα έγγραφα για αυτόν το λόγο.
6 Ζητήματα εκτός δικογράφων/άσχετη μαρτυρία. Οι Εναγόμενοι παραπονούνται ότι πολλά σημεία της προτεινόμενης δήλωσης περιλαμβάνουν αναφορές που είναι εκτός δικογράφων ή που δεν συνάδουν με τις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόντων.
Πολλά από τα σημεία του κειμένου για τα οποία εγείρεται αυτή η ένσταση αφορούν ισχυρισμούς που περιέχονται στα Απαντητικά δικόγραφα των Εναγόντων.
Η απόφαση μου σε σχέση με αυτή την ένσταση προέρχεται από τη δομή της Απάντησης στην Υπεράσπιση & Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση των Εναγόμενων 2, 3 & 5 καθώς και της Απάντησης στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 4. Συγκεκριμένα στην Απάντηση στην Υπεράσπιση των Εναγόμενων 2, 3 & 5 υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί της Απάντησης στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 4. Ακολούθως όλοι οι ισχυρισμοί στα Απαντητικά δικόγραφα, υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται για σκοπούς Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση των Εναγόμενων 2, 3 & 5.
Η Απάντηση δεν καθορίζει επίδικα θέματα. Όμως σε αυτή την περίπτωση το περιεχόμενο των Απαντητικών δικογράφων ενσωματώνεται στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
Παράλληλα, δεν διαπιστώνω προσπάθεια ουσιαστικής μεταβολής της φύσης της απαίτησης και των αξιώσεων μέσω της προτεινόμενης γραπτής δήλωσης.
Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων, δεν συμφωνώ ότι αυτές οι ενστάσεις πρέπει να οδηγήσουν σε αποκλεισμό σημείων της προτεινόμενης δήλωσης.
Για τις αναφορές σε μεταβιβάσεις μετοχών στην CAT Holding από την Flextop Ltd προς τον Εναγόμενο 1, στην εταιρεία PFCS Limited καθώς και άλλες αναφορές στην αρχή της προτεινόμενης δήλωσης, κρίνω ότι συνθέτουν το υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν στην διαμόρφωση του Ομίλου CAT (σύμφωνα με την ΜΕ1) και που περιβάλλουν την υπόθεση. Θεωρώ ορθό να επιτραπούν για αυτό τον λόγο.
Για άλλα σημεία της προτεινόμενης δήλωσης, οι Εναγόμενοι παραπονούνται ότι οι αναφορές της ΜΕ1 είναι αντίθετες με παραδοχές στα δικόγραφα. Υποστηρίζουν ότι η σύναψη κάποιων συμφωνιών, μεταβιβάσεις μετοχών και άλλες διεργασίες είναι παραδεκτές εκ των δικογράφων όμως στην προτεινόμενη δήλωση φαίνεται να αμφισβητούνται. Παράλληλα, σημειώνουν ότι υπάρχουν αναφορές στην προτεινόμενη δήλωση σε φυσικά πρόσωπα, εταιρείες και ζητήματα για τα οποία καμία αναφορά εντοπίζεται στα δικόγραφα.
Εξέτασα το κάθε ένα από αυτά τα σημεία της προτεινόμενης δήλωσης όμως δεν συμφωνώ ότι συντρέχει λόγος αποκλεισμού μαρτυρίας σε αυτή τη βάση.
Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται δόλο, απάτη και συνομωσία από την πλευρά των Εναγόμενων, στις οποίες βασίζουν τις αξιώσεις που εγείρουν.
Η δίκη αναμφίβολα διεξάγεται στη βάση των δικογράφων που καθορίζουν τα επίδικα θέματα και το πλαίσιο[5]. Τα δικόγραφα περιλαμβάνουν ισχυρισμούς ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. Δεν αναμένεται δικογράφηση κάθε επιμέρους γεγονότος, ούτε τα δικόγραφα υποκαθιστούν τη μαρτυρία.
Όπως σημείωσα πιο πάνω, η ύπαρξη απάτης και δόλου σπάνια αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Συνήθως είναι ένα συμπέρασμα στο οποίο καλείται να καταλήξει το Δικαστήριο βασισμένο στις περιβάλλουσες συνθήκες μιας κατάστασης. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρώ ότι πρέπει να ιδωθούν τα σημεία της προτεινόμενης δήλωσης για τα οποία εγείρεται ένσταση σε αυτή τη βάση.
Η αποσπασματική εξέταση σημείων της δήλωσης σε αντιπαραβολή με τα δικόγραφα θεωρώ ότι θα ήταν λανθασμένη. Από το σύνολο των δικογράφων διαφαίνεται η θέση των Εναγόντων, ότι αμφισβητούν τις συνθήκες στις οποίες έγιναν οι επίδικες συμφωνίες/συναλλαγές.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η προτεινόμενη μαρτυρία που αφορά τον Edward Brinkmann, την Sivani Ltd, την Harrison United Corp (BVI), την Weston Europe Corp (BVI), τις συγκριτικές απολαβές Εναγόμενης 1, ισοτιμίες δολαρίου και ευρώ και κατ’ ισχυρισμό ετεροχρονισμένα/προχρονολογημένα ή και μεταχρονολογημένα έγγραφα.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, βρισκόμαστε σε ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας. Η ανάλυση του κειμένου της δήλωσης και της δικογραφίας γίνεται στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν σημεία ξεκάθαρα ανεπίτρεπτα, που πρέπει να αποκλειστούν.
Σταθμίζοντας τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι δεν θα ήταν ορθό να αποκλειστούν τα σημεία που εισηγούνται οι Εναγόμενοι στο παρόν στάδιο. Οι θέσεις τους θα εξεταστούν ενδελεχώς στο τέλος.
Σε αυτή την ενότητα εντάσσω και τις ενστάσεις που εγέρθηκαν και αφορούν στο ότι δεν δικαιολογείται επαρκώς η σχετικότητα κάποιων από τα προτεινόμενα τεκμήρια.
Εξετάζοντας τα εν λόγω έγγραφα σε συνάρτηση με το κείμενο της προτεινόμενης δήλωσης και τα δικόγραφα, φαίνεται εξ όψεως να συνδέονται με τα επίδικα θέματα. Το γεγονός ότι η ΜΕ1 δεν είναι ο συντάκτης, δεν την εμποδίζει να τα παρουσιάσει ως έγγραφα στην κατοχή της. Εναπόκειται στους Ενάγοντες να συνδέσουν επαρκώς τα έγγραφα με τις δικογραφημένες θέσεις και τις αξιώσεις που εγείρονται και να παρουσιάσουν μαρτυρία που να τους προσδίδει ικανή αποδεικτική αξία. Αυτό δεν είναι κάτι που θα απασχολήσει το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο. Κρίνω ότι δεν πρέπει να αποκλειστούν ως μαρτυρία.
7 Μαρτυρία από ηλεκτρονικά αρχεία/metadata/best evidence rule. Αυτή η ενότητα συνδέεται και με όσα αναφέρω στην παράγραφο 4 πιο πάνω σε σχέση με εξ ακοής μαρτυρία.
Εγέρθηκε ένσταση σε σχέση με την αποδεκτότητα μαρτυρίας στην προτεινόμενη δήλωση και τεκμηρίων που προέρχονται από αρχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών καθώς και με διαγραμμένα αρχεία που δεν μπορούσαν να ανακτηθούν. Ένσταση εγείρεται επίσης στην παρουσίαση στοιχείων από metadata, από ηλεκτρονικά αρχεία, καθώς και στην παρουσίαση εγγράφων που, σύμφωνα με την ΜΕ1, προέρχονται από αυτά.
Η θέση των Εναγόμενων είναι ότι δεν πρέπει να επιτραπούν γιατί έχουν τύχει επεξεργασίας ώστε να βρίσκονται σε μορφή pdf, χωρίς όμως να αποκαλύπτεται από ποιόν, πότε και πώς έγινε η επεξεργασία. Παράλληλα αμφισβητείται η αυθεντικότητα των προτεινόμενων τεκμηρίων. Είναι επίσης η θέση των Εναγόμενων ότι, ως δευτερογενής μαρτυρία, πρέπει να αποκλειστούν γιατί προσκρούουν στον κανόνα καλύτερης δυνατής μαρτυρίας (best evidence rule).
Στην Αγγλική απόφαση Masquerade Music Ltd and others v Bruce Springsteen [2001] EWCA Civ 513, το Αγγλικό Court of Appeal αναλύει τη νομολογία σε σχέση με την αποδεκτότητα δευτερογενούς μαρτυρίας σε συνάρτηση με τον κανόνα για παρουσίαση καλύτερης δυνατής μαρτυρίας. Απαγγέλοντας την ομόφωνη απόφαση του Court of Appeal, ο Parker LJ, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής, στις παραγράφους 64 και μετέπειτα της απόφασης:
«I turn first to the question of the admissibility of secondary evidence of the contents of a document, and to the existence and scope of the so-called "best evidence rule".
Even in its heyday, the best evidence rule was not an absolute rule; its application depended on the particular circumstances of each case…
Καταλήγει ως εξής για αυτό το ζήτημα:
«In my judgment the authorities to which I have referred establish that by the mid-nineteenth century, if not earlier, the so-called "best evidence rule" was recognised by the courts as no more than a rule of practice to the effect that the court would attach no weight to secondary evidence of the contents of a document unless the party seeking to adduce such evidence had first accounted to the satisfaction of the court for the non-production of the document itself. But even if that conclusion be open to doubt, there can in my judgment be no room for doubt that as the law stands today, some 150 years later, that is the position…
In my judgment, the time has now come when it can be said with confidence that the best evidence rule, long on its deathbed, has finally expired. In every case where a party seeks to adduce secondary evidence of the contents of a document, it is a matter for the court to decide, in the light of all the circumstances of the case, what (if any) weight to attach to that evidence. Where the party seeking to adduce the secondary evidence could readily produce the document, it may be expected that (absent some special circumstances) the court will decline to admit the secondary evidence on the ground that it is worthless. At the other extreme, where the party seeking to adduce the secondary evidence genuinely cannot produce the document, it may be expected that (absent some special circumstances) the court will admit the secondary evidence and attach such weight to it as it considers appropriate in all the circumstances. In cases falling between those two extremes, it is for the court to make a judgment as to whether in all the circumstances any weight should be attached to the secondary evidence. Thus, the "admissibility" of secondary evidence of the contents of documents is, in my judgment, entirely dependent upon whether or not any weight is to be attached to that evidence. And whether or not any weight is to be attached to such secondary evidence is a matter for the court to decide, taking into account all the circumstances of the particular case.»
Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό, σημειώνω ότι στην παρούσα περίπτωση δίνεται κάποια εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο τα Metadata και λοιπά αρχεία περιήλθαν στην κατοχή της πλευράς των Εναγόντων και της ΜΕ1. Δεν είναι του παρόντος να αποφασιστεί εάν η εξήγηση αυτή είναι ικανοποιητική. Είναι όμως επαρκής για να καταστήσει τα συγκεκριμένα μέρη της προτεινόμενης δήλωσης και τα αντίστοιχα έγγραφα αποδεκτά. Όσα προβάλλονται από την πλευρά των Εναγόμενων δεν αφορούν την αποδεκτότητα αλλά τη βαρύτητα και την αποδεικτική αξία αυτών των εγγράφων.
Αναφορικά με τα ίδια αρχεία, υποστηρίζουν επίσης οι Εναγόμενοι ότι δεν πρέπει να επιτραπεί μαρτυρία για διαγραμμένα αρχεία γιατί δεν έχει στοιχειοθετηθεί η σχετικότητα τους. Επί αυτού σημειώνω ότι ενόψει των γενικότερων ισχυρισμών για απάτη και τις προθέσεις και ενέργειες που αποδίδονται στους Εναγόμενους, θεωρώ εκ πρώτης όψεως ότι είναι σχετικά.
8 Προσχέδια εγγράφων/ελλιπή ή ανυπόγραφα. Ενστάσεις έχουν εγερθεί στην παρουσίαση προσχεδίων ή ανυπόγραφων εγγράφων, συμφωνιών, πρακτικών συνελεύσεων, οικονομικών καταστάσεων κτλ. Η θέση των Εναγόμενων είναι ότι η παρουσίαση τους δεν πρέπει να επιτραπεί γιατί καμία αποδεικτική αξία έχουν. Από την άλλη, η θέση των Εναγόντων είναι πως αυτά τα έγγραφα πρέπει να επιτραπούν γιατί συνδέονται με τα ζητήματα της κακοπιστίας, απάτης και δόλου.
Κατά πόσο αυτά τα έγγραφα υπέχουν αποδεικτική αξία είναι ζήτημα αξιολόγησης και όχι αποδεκτότητας. Κρίνω ότι αυτά που οι Εναγόμενοι προβάλλουν δεν συνιστούν λόγο αποκλεισμού των εν λόγω εγγράφων. Αφορούν την αξιολόγηση τους, που δεν θα γίνει στο παρόν στάδιο αλλά στο τέλος της δίκης.
9 Προνομιούχα έγγραφα/Απόρρητο. Έχει εγερθεί ένσταση στην παρουσίαση κάποιων εγγράφων με επίκληση προνομίου. Κάποια από τα έγγραφα αυτά, υποστηρίζουν οι Εναγόμενοι, καλύπτονται από δικηγορικό απόρρητο, άλλα από τραπεζικό απόρρητο και άλλα συνιστούν προσωπικά δεδομένα που δεν επιτρέπεται να παρουσιαστούν χωρίς τη συγκατάθεση του υποκείμενου προσώπου.
Η πλευρά των Εναγόντων δε δέχεται αυτή τη θέση. Παράλληλα υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν διαπιστωθεί ότι πρόκειται για προνομιούχα έγγραφα, πρέπει να επιτραπεί η παρουσίαση τους γιατί είναι απαραίτητα ώστε να στοιχειοθετηθεί η ισχυριζόμενη απάτη.
Ξεκινώ από τα έγγραφα για τα οποία προβάλλεται η θέση ότι καλύπτονται από δικηγορικό απόρρητο. Εξ όψεως φαίνεται ότι πρόκειται κυρίως για αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε εκ μέρους και για τον Εναγόμενο 1 συνεταιρισμό. Δηλαδή, το πρόσωπο που, ενδεχομένως, απολαμβάνει της προστασίας προνομίου είναι ο Εναγόμενος 1 συνεταιρισμός και όχι οι υπόλοιποι Εναγόμενοι.
Περαιτέρω, στην Αγγλική υπόθεση Three Rivers District Council and others v The Governor and Company of the Bank of England [2003] EWCA Civ 474, το Court of Appeal συνοψίζει την σχετικά πρόσφατη νομολογία του κοινοδικαίου. Διαχωρίζει το δικηγορικό απόρρητο (legal professional privilege) από το δικαστικό απόρρητο (litigation privilege).
Στην κατηγορία του litigation privilege εμπίπτουν έγγραφα και επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, «κυρίαρχος σκοπός» (dominant purpose) των οποίων είναι η λήψη συμβουλής για υφιστάμενη ή επικείμενη δικαστική διαμάχη (in aid of existing or contemplated litigation). Τέτοια έγγραφα και επικοινωνίες καλύπτονται από προνόμιο το οποίο είναι απόλυτο.
Άλλα έγγραφα και επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, που ανταλλάσσονται στα πλαίσια της ευρύτερης σχέσης, με σκοπό τη λήψη νομικής συμβουλής εμπίπτουν στην κατηγορία του legal professional privilege και δεν απολαμβάνουν την ίδια, απόλυτη, προστασία.
Το Court of Appeal στην υπόθεση Three Rivers (ανωτέρω) παραπέμπει σε απόσπασμα από την απόφαση του House of Lords στην Waugh v British Railways Board [1980] AC 521 και αναφέρει τα εξής:
«Lord Simon of Glaisdale's speech is to similar effect at pages 536A-B (where he cites Cotton LJ's judgment in Southwark v Quick as being a case of pending or anticipated litigation) and 538A. Lord Edmund-Davies at pages 541G-542C expressly draws attention to the distinction between the two categories of legal professional privilege and makes it clear that the case with which the House was dealing was privilege in aid of existing or contemplated litigation. He then cites Anderson v Bank of British Columbia, sets out the possible candidates for the appropriate test in relation to a document prepared for use in such litigation and states that the House of Lords was free to choose and declare the proper test. He continues (page 543C):-
"..in my judgment we should start from the basis that the public interest is, on balance, best served by rigidly confining within narrow limits the cases where material relevant to litigation may be lawfully withheld. Justice is better served by candour than by suppression. For, as it was put in the Grant v. Downs majority judgment, at p. 686: '...the privilege ... detracts from the fairness of the trial by denying a party access to relevant documents…'"
He then comes down in favour of Barwick CJ's "dominant purpose" and quotes in full the passage set out in paragraph 22 above. But the context is all litigation privilege and it is clear that he was not considering legal advice privilege. If he had been considering legal advice privilege, it is unlikely, in the light of the considerations advanced in the above passage, that Lord Edmund-Davies would have wished to extend legal advice privilege in any way.»
Στην παρούσα περίπτωση, τα έγγραφα για τα οποία εγέρθηκε ένσταση δεν ετοιμάστηκαν ούτε ανταλλάχθηκαν έχοντας ως κυρίαρχο σκοπό να δοθεί νομική συμβουλή σε σχέση με υφιστάμενη (τότε) ή επικείμενη δικαστική διαμάχη. Στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω από το περιεχόμενο, φαίνεται ότι αφορούν συμβουλή ως προς τον νομικό χειρισμό εσωτερικών εταιρικών και συμβατικών ζητημάτων. Άρα δεν απολαμβάνουν απόλυτης προστασίας.
Με αυτό το δεδομένο, θεωρώ ότι θα ήταν λάθος να αποκλειστούν ως μαρτυρία, ειδικότερα, ενόψει των γενικότερων ισχυρισμών για δόλιες ενέργειες και απάτη των εμπλεκόμενων. Θεωρώ ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να παρουσιαστούν. «Justice is better served by candour than by suppression», όπως επισημαίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα.
Αναφορικά με το επιχείρημα για τραπεζικό απόρρητο, δεν διαπιστώνω να υφίσταται τέτοιο ζήτημα, στη βάση του Ν.66(Ι)/1997. Δεν ζητείται η αποκάλυψη από τραπεζικό ίδρυμα, προστατευόμενων στοιχείων. Η ΜΕ1 εξηγεί πως περιήλθαν τα σχετικά έγγραφα στην κατοχή της. Περαιτέρω, εάν κάποια από αυτά τα εν λόγω έγγραφα έχουν αλλοιωθεί (όπως υποστηρίζουν οι Εναγόμενοι), αυτό είναι ζήτημα που μπορεί να τεθεί κατά την αντεξέταση.
Σε σχέση με την ένσταση που προβλήθηκε για προσωπικά δεδομένα, σημειώνω ότι οι απολαβές κάποιου προσώπου δεν εμπίπτουν στα στοιχεία που καθορίζονται και προστατεύονται ως «προσωπικά δεδομένα» δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας (Ν.125(Ι)/2018). Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού των εν λόγω εγγράφων σε αυτή τη βάση. Ακόμα όμως και αν προκύπτουν ζητήματα προσωπικών δεδομένων από τα προτεινόμενα τεκμήρια, το γενικότερο συμφέρον της δικαιοσύνης και οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν να υποχωρήσει η σχετική προστασία και να επιτραπεί η παρουσίαση τους στη δίκη.
Συνεπώς τα μέρη της προτεινόμενης δήλωσης και σχετικά έγγραφα που αφορά αυτή η ένσταση, κρίνω ότι δεν πρέπει να αποκλειστούν.
10 Δεδικασμένο. Οι Εναγόμενοι εγείρουν ζήτημα δεδικασμένου σε σχέση με κάποια από τα επίδικα θέματα. Είναι η θέση τους ότι το δεδικασμένο προκύπτει από το αποτέλεσμα διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε από αλλοδαπό σώμα και αναγνωρίστηκε στη Δημοκρατία. Ενίστανται στην αποδεκτότητα σχετικών αναφορών στην προτεινόμενη δήλωση και στην παρουσίαση σχετικών εγγράφων.
Στα δικόγραφα υπάρχουν αναφορές στη διαιτησία που διεξήχθη στη Στοκχόλμη και στο αποτέλεσμα αυτής καθώς και στη διαδικασία εγγραφής της σχετικής απόφασης στην Κύπρο. Προκύπτει ότι στον χρόνο που μεσολάβησε από το κλείσιμο της δικογραφίας, η πρωτόδικη διαιτητική απόφαση επικυρώθηκε κατ΄ έφεση από αρμόδιο σώμα στη Σουηδία.
Κρίνω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για να αποφασιστεί ζήτημα δεδικασμένου στο παρόν στάδιο όμως, εξ όψεως, δεν φαίνεται να υπάρχει ταύτιση διαδίκων μεταξύ των δύο διαδικασιών. Συνεπώς δεν διαπιστώνω εμπόδιο να παρουσιαστεί η σχετική μαρτυρία.
11 Αυτοενισχυτική μαρτυρία. Οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι κάποια από τα προτεινόμενα τεκμήρια δεν πρέπει να επιτραπούν γιατί προσκρούουν στον κανόνα αποκλεισμού αυτοενισχυτικής μαρτυρίας. Πρόκειται για έγγραφα που φαίνεται να ετοιμάστηκαν από τη ΜΕ1 και τα οποία παρουσιάζει ως μέρος του πορίσματος της.
Οι Ενάγοντες απαντούν ότι με τα εν λόγω έγγραφα επιδιώκεται να συνδεθούν δεδομένα που θεωρεί σημαντικά η πλευρά τους και πρέπει να επιτραπούν.
Ο κανόνας ενάντια στην αυτό-ενίσχυση (rule against self-corroboration ή rule against narrative) κωδικοποιείται στο άρθρο 30 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης φαίνεται ότι ο αποκλεισμός τέτοιας μαρτυρίας δεν είναι απόλυτος.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι τα ενστάσιμα έγγραφα δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτό-ενίσχυσης. Είναι μέρος του πορίσματος της ΜΕ1 και, εξ όψεως, καταγράφουν στοιχεία που εντόπισε στην έρευνα της ΜΕ1 και που θεωρεί σχετικά για το πόρισμα της (όπως αυτή τα αντιλαμβάνεται).
Ακόμα και αν τα εν λόγω έγγραφα θεωρηθούν αυτοενισχυτικά, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις και ένεκα της φύσης των επίδικων θεμάτων θα ήταν ορθό να δοθεί άδεια για παρουσίαση τους στη βάση του άρθρου 30(2)(α) του Κεφ. 9.
12 Χαρτοσήμανση. Εγέρθηκε ένσταση στην παρουσίαση κάποιων συμφωνιών στη βάση του ότι δεν φαίνεται να έχουν χαρτοσημανθεί.
Οι υποχρεώσεις που δημιουργεί ο περί Χαρτοσήμων Νόμος είναι δεδομένες. Όμως, οι απόψεις των μερών διίστανται αναφορικά με το κατά πόσο αυτά τα έγγραφα υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμων. Ενόψει αυτής της διαφωνίας κρίνω ορθότερο να επιτρέψω σε αυτό το στάδιο την παρουσίαση τους και να αποφασιστεί στην πορεία κατά πόσο τα εν λόγω έγγραφα υπόκεινται σε χαρτοσήμανση και κατά πόσο οι Ενάγοντες είναι υπόχρεοι προς πληρωμή των σχετικών τελών.
Υπάρχει η δυνατότητα να δοθούν οδηγίες για χαρτοσήμανση όταν διαπιστωθεί ότι υφίσταται τέτοια υποχρέωση.
13 Λοιπά θέματα. Οι πιο πάνω ενότητες καλύπτουν, θεωρώ, την ουσία των ενστάσεων.
Για κάποια τελευταία ζητήματα που εγέρθηκαν αναφέρω τα εξής. Σε σχέση με έγγραφα που είναι συνταγμένα σε ξένη γλώσσα, αυτό δεν συνιστά λόγο αποκλεισμού τους αλλά δίνονται σχετικές οδηγίες πιο κάτω. Επίσης, εγέρθηκαν ενστάσεις αναφορικά με τη μη αποκάλυψη κάποιων προτεινόμενων τεκμηρίων. Δεν εντόπισα αυτό να ισχύει. Για τα προτεινόμενα τεκμήρια που επιδιώκεται να παρουσιαστούν εις διπλούν, δίνονται οδηγίες πιο κάτω.
Γενικότερα, δεν έχω διαπιστώσει άλλο λόγο που να επιβάλλει τον αποκλεισμό της προτεινόμενης δήλωσης και προτεινόμενων τεκμηρίων.
14 Κατάληξη. Όπως ανέφερα στην αρχή, κάποια από τα επίδικα ζητήματα έχουν θεωρητική υφή, είναι σύνθετα και η κρίση επί αυτών ενέχει υποκειμενικότητα. Όπως συμβαίνει συχνά με τέτοια επίδικα θέματα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της απολύτως απαραίτητης, σχετικής μαρτυρίας από τη μια και του πλεονασμού από την άλλη, δεν είναι πάντα ευδιάκριτη.
Με εξαίρεση κάποια σημεία της προτεινόμενης δήλωσης και κάποια προτεινόμενα τεκμήρια, θεωρώ πως είναι ορθό να επιτραπεί στην ΜΕ1 να θέσει το υπόβαθρο που κρίνει αναγκαίο για να παρουσιάσει τα δεδομένα στα οποία στηρίχθηκε για την εργασία που εκτέλεσε.
Ακόμα και αν παρεισφρήσει μαρτυρία που προσκρούει στους κανόνες απόδειξης ή εκφεύγει των ζητημάτων για τα οποία μάρτυρας (έστω και εμπειρογνώμονας) επιτρέπεται να καταθέσει ή που είναι εκτός δικογράφων, δεν θα επηρεάσει την τελική απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή. Το Δικαστήριο διατηρεί πάντα τη δυνατότητα, στο στάδιο της αξιολόγησης και όταν θα έχει ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας, να διαχωρίσει τα σχετικά από τα μη σχετικά στοιχεία της μαρτυρίας, τα βοηθητικά από τα μη βοηθητικά, αυτά που αφορούν τα επίδικα θέματα και αυτά που είναι εκτός δικογραφίας καθώς και να αποφασίσει τη βαρύτητα και αποδεικτική αξία κάθε στοιχείου μαρτυρίας.
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ως εξής αναφορικά με τις ενστάσεις που εγέρθηκαν σε σχέση με τη προτεινόμενη γραπτή δήλωση της ΜΕ1 και σε σχέση με τα προτεινόμενα τεκμήρια:
(α) Προτεινόμενη δήλωση.
Γίνονται αποδεκτές οι ενστάσεις αναφορικά με τις ακόλουθες παραγράφους της προτεινόμενης γραπτής δήλωσης της ΜΕ1, οι οποίες αποκλείονται:
(i) Παράγραφος 78, δεν επιτρέπεται το μέρος της παραγράφου που αρχίζει «Δεν είμαι εμπειρογνώμονας αποτίμησης» μέχρι «της τιμής μετοχής της Μεταβίβασης του 30%».
Διαφορετικά προς όσα ανέφερα στην παράγραφο 5 πιο πάνω, σε αυτή την περίπτωση η ΜΕ1 επιδιώκει να εκφράσει απόψεις σε σχέση με ζήτημα για το οποίο δηλώνει ρητά ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο των γνώσεων ή του αντικειμένου της.
(ii) Παράγραφος 91, δεν επιτρέπεται η φράση «Επισυνάπτω ως Τεκμήριο 107…συμφωνήθηκε από τον Πανίκο Καούρη».
Απαντώντας στην ένσταση που εγέρθηκε (υπό σημείο«ΑΑΕ118R117»), οι Ενάγοντες δεν διαφωνούν με τον αποκλεισμό των υπό αναφορά εγγράφων που, με τη σειρά μου, κρίνω αχρείαστα.
Οι υπόλοιπες ενστάσεις απορρίπτονται για τους λόγους που εξηγήθηκαν και το υπόλοιπο μέρος της προτεινόμενης δήλωσης επιτρέπεται.
(β) Προτεινόμενα τεκμήρια.
Επιτρέπεται η παρουσίαση εγγράφων για τα οποία δεν εγέρθηκε ένσταση.
Επίσης, επιτρέπεται η παρουσίαση των εγγράφων που αναφέρονται στις παραγράφους της προτεινόμενης δήλωσης στις οποίες εγέρθηκε ένσταση αλλά η ένσταση απορρίφθηκε.
Δεν επιτρέπεται η κατάθεση του προτεινόμενου Τεκμηρίου 107, ενόψει του ότι δεν επιτράπηκε το σχετικό μέρος της παραγράφου 91 της προτεινόμενης δήλωσης.
(γ) Έγγραφα συνταγμένη σε ξένη γλώσσα.
Όπου έγγραφα δεν είναι συνταγμένα στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα, η πλευρά των Εναγόντων να μεριμνήσει για την παρουσίαση ελληνικής μετάφρασης.
Για έγγραφα συνταγμένα στα αγγλικά, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται ελληνική μετάφραση. Όμως, εάν οποιοσδήποτε διάδικος επιθυμεί τη μετάφραση εγγράφων που είναι συνταγμένα στα αγγλικά, τότε να ενημερώσει έγκαιρα τους αντίδικους δικηγόρους ώστε να μεριμνήσουν ανάλογα.
(δ) Συνέχεια της διαδικασίας.
Ως προς τα περαιτέρω, δίνονται οδηγίες όπως διενεργηθούν οι απαραίτητες τροποποιήσεις στην προτεινόμενη γραπτή δήλωση της ΜΕ1 και η αναγκαία αναρίθμηση των παραγράφων ώστε το κείμενο να διαμορφωθεί σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.
Τυχόν λάθη/αποκλείσεις/ασυμφωνίες στην αρίθμηση των εγγράφων στο κείμενο, να διορθωθούν.
Στις περιπτώσεις που προτεινόμενα τεκμήρια επιδιώκεται να κατατεθούν εις διπλούν, να γίνει σχετική διόρθωση ώστε να αποφευχθεί διπλότητα (duplication) τεκμηρίων.
Στην επόμενη δικάσιμο, να παρουσιαστεί προς κατάθεση το αναθεωρημένο κείμενο της δήλωσης και Ελληνική μετάφραση. Προτρέπονται οι συνήγοροι να διαβουλευτούν μεταξύ τους ώστε να συμφωνηθεί πως η μετάφραση που θα παρουσιαστεί συνιστά πιστή μετάφραση της πρωτότυπης δήλωσης.
Να ετοιμαστεί κατάλογος (index) με τα προτεινόμενα τεκμήρια που κρίθηκε ότι μπορούν να επιτραπούν, προς διευκόλυνση της κατάθεσης τους.
Θα ήταν βοηθητικό να ετοιμαστεί επίσης κατάλογος των προτεινόμενων τεκμηρίων με την υφιστάμενη αρίθμηση (ως παραδόθηκαν στο Δικαστήριο στις 23.10.2024) και τη νέα αρίθμηση (με βάση το τελικό κείμενο της δήλωσης), προς διευκόλυνση της διαδικασίας κατάθεσης τους.
Το τελικό κείμενο της δήλωσης της ΜΕ1 και ο κατάλογος εγγράφων (index) να δοθούν στους αντίδικους το αργότερο μέχρι 7.2.2025. Αντίγραφο να σταλεί, ταυτόχρονα, και προς το Δικαστήριο. Αυτό ώστε να μη χρειαστεί η ανάγνωση της δήλωσης από τη ΜΕ1 κατά την ακρόαση, προς εξοικονόμηση χρόνου.
………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Νεοπτόλεμος Γεωργίου ν Ροξάνη Νεοπτολέμου Γεωργίου, Πολιτική Έφεση 16/2006, ημερομηνίας 11.2.2010
[2] Μεταξύ άλλων Cybarco Ltd v Kovascik (2001)1(Γ) Α.Α.Δ.2013.
[3] Άρθρο 24(1), περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9
[4] Διαφωτιστική είναι και η ανάλυση του Sir Michael Burton GBE, στην Mad Atelier International BV v Mr Axel Manes [2021]EWHC 1899 (Comm).
[5] Παπαγεωργίου ν Louis Clappas Investment Services Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 24, Ελένη Βραχίμη ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Νικόλα Σάσσου ν Πάρη Κουλουμπρή (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 836
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο