
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3777/2021
Μεταξύ:
1. HUSSEYIN ALI
2. ΠΑΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,
ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Hussein Ali Hindo
Ενάγοντες
και
1. ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εναγόμενων
9 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες/Αιτήτες: κ. Ν. Παναγιώτου με κ. Β. Παναγιώτου
Για Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση: κα Ελ. Φλωρέντζου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
την Αίτηση Εναγόντων/Αιτητών ημερομηνίας 13.6.2024
για διαγραφή υπεράσπισης και απόφαση υπέρ Εναγόντων στην αγωγή
Με την παρούσα Αίτηση, οι Ενάγοντες ζητούν τη διαγραφή της Υπεράσπισης των Εναγόμενων επί του ότι δεν αποκαλύπτει εύλογη και/ή έγκυρη υπεράσπιση, είναι κακόβουλή και ενοχλητική, οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνει καλύπτονται από δεδικασμένο, είναι αχρείαστοι και τείνουν να προκαλέσουν αμηχανία ή καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Διαζευκτικά ζητούν τη διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων και φράσεων της Υπεράσπισης. Παράλληλα με τα προ-αναφερόμενα, ζητούν την έκδοση απόφασης υπέρ τους στην αγωγή, ως η απαίτηση. Σημειώνω ότι στην αγόρευση του επί της Αίτησης ο συνήγορος των Εναγόντων περιόρισε την απαίτηση σε συγκεκριμένες αξιώσεις του παρακλητικού της αγωγής.
Η πλευρά των Εναγόντων έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Η δική της θέση είναι ότι όλοι οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης είναι θεμιτοί, επιτρεπτοί και αναγκαίοι, ότι πρέπει να επιτραπεί να προβληθούν στα πλαίσια τη δίκης και δεν συντρέχει κανένας λόγος διαγραφής.
Τα πλείστα γεγονότα που αφορούν την αγωγή είναι κοινώς αποδεκτά. Η επίδικη διαφορά εστιάζεται στον τρόπο που η κάθε πλευρά προσεγγίζει τα γεγονότα, στην ερμηνεία και νομικές επιπτώσεις που τους αποδίδει.
Προκύπτει ότι ο Ενάγοντας 1 είναι Τουρκοκύπριος και το 1972 μετοίκησε στο Λονδίνο όπου εξακολουθεί να διαμένει μόνιμα. Είναι επίσης ο μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας της μητρικής γιαγιάς του που απεβίωσε το 1965 και μοναδικός κληρονόμος του πατέρα του Hussein Ali Hindo που απεβίωσε το 1983. Σχετικές είναι οι διαχειρίσεις υπ’ αριθμούς 80/1968 και 112/2006 του Επ. Δικ. Λεμεσού. Εκ της ιδιότητας αυτής, ισχυρίζεται ότι έχει το δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης όλης της ακίνητης περιουσίας των αποβιωσάντων και να συναλλάσσεται σε σχέση με αυτήν. Ο Εναγόμενος 2 είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του Ενάγοντα 1.
Περί τον Μάρτιο 2012 η τότε κυβέρνηση ακολουθούσε πολιτική για απόκτηση τουρκοκυπριακής γης της οποίας οι ιδιοκτήτες διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό από το 1974, με σκοπό να διατεθεί για τις ανάγκες στέγασης εκτοπισμένων οικογενειών. Ο τότε Υπουργός Εσωτερικών είχε έρθει σε φιλικό διακανονισμό με τον Ενάγοντα 1 που προέβλεπε ότι η Δημοκρατία θα αποκτούσε δια απαλλοτρίωσης τρία ακίνητα έναντι ποσού €2.500.000 τα οποία θα διέθετε για σκοπούς στέγασης προσφυγικών οικογενειών. Παράλληλα, θα ενέκρινε κατ΄ εξαίρεση την πώληση άλλων δέκα ακινήτων. Για σκοπούς του φιλικού διακανονισμού, τα εν λόγω ακίνητα θα αποδεσμεύονταν κατ’ εξαίρεση από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στις 27.3.2012, ο φιλικός διακανονισμός εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και οι Ενάγοντες συγκατατέθηκαν γραπτώς στην απαλλοτρίωση των τριών ακινήτων.
Κατόπιν μελέτης από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης στα τρία ακίνητα, διαπιστώθηκε ότι το υπέδαφος ήταν ακατάλληλο για την ανέγερση κατοικιών. Μετά τη διαπίστωση αυτή το ποσό της απαλλοτρίωσης μειώθηκε σε €920.000. Η θέση των Εναγόντων είναι πως η μείωση τελούσε υπό αίρεση που ουδέποτε εκπληρώθηκε και συνεπώς η μείωση ουδέποτε κατέστη δεσμευτική.
Στο μεταξύ, στις 15.2.2013 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης των τριών τεμαχίων και, στις 22.2.2023 το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι έκτοτε η Δημοκρατία έχει κατοχή των τριών τεμαχίων τα οποία έχει διαθέσει σε τρίτα πρόσωπα.
Τελικά, στις 10.12.2014 το Υπουργικό Συμβούλιο ανακάλεσε τον φιλικό διακανονισμό που είχε εγκριθεί στις 27.3.2012 λόγω αλλαγής στην σχετική πολιτική.
Οι Ενάγοντες και νομικά πρόσωπα που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν τα 10 ακίνητα, καταχώρησαν προσφυγές εναντίον της ανάκλησης του φιλικού διακανονισμού και το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 2.10.2018 ακύρωσε την ανάκληση.
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου καθιστά εκ νέου τον φιλικό διακανονισμό δεσμευτική συμφωνία στα πλαίσια της οποίας οι Εναγόμενοι είναι υπόχρεοι να πληρώσουν τα συμφωνημένα ποσά για την απαλλοτρίωση των τριών τεμαχίων και ο Κηδεμόνας εμποδίζεται να διατηρεί υπό την κηδεμονία του τα δέκα άλλα τεμάχια. Οι Εναγόμενοι διαφωνούν ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης.
Με την αγωγή, οι Ενάγοντες ουσιαστικά ζητούν αναγνωριστική απόφαση ότι ο φιλικός διακανονισμός συνιστά δεσμευτική συμφωνία και επιδιώκουν την ειδική εκτέλεση του. Εγείρουν και άλλες αξιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις και άλλες συναφείς θεραπείες.
Στην Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενοι εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι στο βαθμό που η αγωγή βασίζεται σε αστικό αδίκημα, το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί.
Επίσης διαφωνούν ότι ο Ενάγοντας 1 έχει το δικαίωμα να συνάπτει οποιαδήποτε συμφωνία σε σχέση με ακίνητη περιουσία της οποίας είναι ιδιοκτήτης ή δικαιούχος γιατί η περιουσία αυτή βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας.
Ισχυρίζονται ότι ο φιλικός διακανονισμός δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία και ότι δεν υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγόμενων.
Είναι επίσης η θέση των Εναγόμενων ότι δεν τίθεται θέμα αποζημίωσης των Εναγόντων στη βάση του άρθρου 146(6) του Συντάγματος εφόσον όλη η ακίνητη περιουσία τελεί υπό κηδεμονία και συνεπώς καμία ζημιά έχουν υποστεί οι Ενάγοντες.
Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι εξέτασα τόσο την Αίτηση όσο και την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν. Έχω επίσης μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων επί της Αίτησης και όσα ανέφεραν αγορεύοντας προφορικά κατά την ακρόαση αυτής. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.
Η Αίτηση εδράζεται στις Δ. 27 Θ.3 και Δ. 19 Θ. 26 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στη μορφή που εφαρμόζονται για αγωγές που καταχωρήθηκαν πριν την 1.9.2024).
Σύμφωνα με τη Δ.27 Θ.3:
«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»
Αυτή η δικονομική πρόνοια επιτρέπει στο Δικαστήριο, ως ζήτημα δικαίου[1], να εξετάσει προκαταρτικά κατά πόσο ένα δικόγραφο αποκαλύπτει ή όχι εύλογο αγώγιμο δικαίωμα ή υπεράσπιση. Εάν η κατάληξη είναι αρνητική τότε το Δικαστήριο διατάζει τη διαγραφή του δικογράφου. Η απόρριψη δικογράφου στη βάση της Δ.27 θ.3 αποτελεί, όπως επισημαίνεται στη νομολογία, εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις όπου το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο[2]. Όπως επεξηγήθηκε στην In Re Pelmaco Development Ltd. (ανωτέρω):
«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσο το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1 του Συντάγματος.»
Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1958, σελ. 575 σε σχέση με την Ο. 25 r. 4 των παλαιών Αγγλικών θεσμών που είναι πανομοιότυπη με τη Δ. 27 Θ.3 των δικών μας Θεσμών:
«So long as the Statement of Claim or the particulars … disclose some cause of action, or raise some question fit to be decided by a Judge or a jury, the mere fact that the case is weak and not likely to succeed, is no ground for striking out…»
Το ερώτημα, επομένως, που πρέπει να απαντηθεί στην προκείμενη περίπτωση είναι κατά πόσο το δικόγραφο της Υπεράσπισης αποκαλύπτει εύλογη υπεράσπιση στην αγωγή. Όπως εξήγησα πιο πάνω, πρόκειται για ζήτημα νομικό που θα απαντηθεί με βάση το ίδιο το δικόγραφο.
Ο πήχης ως προς το τί συνιστά λογική βάση αγωγής (reasonable cause of action) ή εύλογη υπεράσπιση, αντίστοιχα, δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός. Στα πλαίσια μιας τέτοιας αίτησης, το Δικαστήριο πρέπει να ανιχνεύσει εάν το περιεχόμενο του δικογράφου αποκαλύπτεται βάση αγωγής ή υπεράσπιση με κάποια προοπτική επιτυχίας[3].
Στην Χατζηκυριάκος ν Κυθρεώτη (1992) 1 ΑΑΔ 1119 αναφέρθηκε ότι:
«Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο επιβάλλει την διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη.»
Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις όπου το δικόγραφο του οποίου ζητείται η διαγραφή είναι η Υπεράσπιση. Εφόσον εντοπίζεται κάποια αναγνωρισμένη υπεράσπιση στο αγώγιμο δικαίωμα ή έστω κάποιο ζήτημα κατάλληλο προς εκδίκαση τότε η διαδικασία πρέπει να διατηρηθεί εν ζωή ακόμα και αν η προοπτική επιτυχίας της δικογραφημένης θέσης είναι απομακρυσμένη.
Αναφέρθηκα πιο πάνω στους ισχυρισμούς και αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή καθώς και στις θέσεις που προβάλλονται στην Υπεράσπιση. Οι Εναγόμενοι, μεταξύ άλλων αμφισβητούν την νομιμοποίηση του Ενάγοντα 1 να συνάπτει συμφωνίες σε σχέση με τα επίδικα ακίνητα, αμφισβητούν την ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας και αμφισβητούν ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημίωση συνεπεία των προαναφερόμενων γεγονότων. Πρόκειται για ισχυρισμούς που αναγνωρίζονται στο δίκαιο ως ικανές υπερασπίσεις για αγωγές με τις οποίες ζητείται ειδική εκτέλεση συμφωνίας και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Ενόψει των πιο πάνω, ως ζήτημα δικαίου, δεν συμφωνώ με τη θέση των Εναγόντων ότι το δικόγραφο των Εναγόμενων είναι έκδηλα ανυπόστατο και πρέπει να διαγραφεί. Εγείρονται μέσω της Υπεράσπισης ζητήματα προς απόφαση στα πλαίσια της δίκης. Ακόμα και αν οι πιθανότητες επιτυχίας των δικογραφημένων ισχυρισμών των Εναγόμενων θεωρηθούν απομακρυσμένες ή περιορισμένες, αυτό δεν συνιστά λόγο απόρριψης της Υπεράσπισης στο παρόν στάδιο. Διαγραφή δικογράφου και απόρριψη αγωγής στη βάση της Δ.27 Θ3 επιτρέπεται μόνο σε ξεκάθαρες περιπτώσεις αντινομικής δικογράφησης[4]. Στην παρούσα περίπτωση, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Συνεπώς η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει στη βάση της Δ. 27 Θ. 3.
Οι Ενάγοντες επικαλούνται επίσης τη Δ. 19 Θ.26 στην νομική βάση της Αίτησης, σύμφωνα με την οποία:
«The Court of a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.»
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι δεν δικαιούνται να αμφισβητούν πως ο φιλικός διακανονισμός συνιστά έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία καθότι αυτό το ζήτημα έχει ήδη αποφασιστεί από το Διοικητικό Δικαστήριο που είναι το μόνο αρμόδιο. Υποστηρίζουν ότι η ακύρωση της ανάκλησης και η διαπίστωση ότι ο Ενάγοντας 1 διέθετε έννομο συμφέρον εμποδίζουν τους Εναγόμενους να αμφισβητούν την ύπαρξη συμφωνίας.
Δεν συμφωνώ ότι η Υπεράσπιση ή οι παράγραφοι αυτής που αναφέρονται στην Αίτηση, πρέπει να διαγραφούν ως αχρείαστες ή σκανδαλώδεις ή αντικανονικές. Αρμόδιο Δικαστήριο να διαπιστώσει εάν ήταν παράνομη η ανάκληση διοικητικής πράξης, σαφώς είναι το Διοικητικό Δικαστήριο. Όμως κατά πόσο διοικητική πράξη συνιστά συμφωνία στην έννοια του Κεφ. 149 είναι ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το έννομο συμφέρον για σκοπούς του άρθρου 146 του Συντάγματος δεν εξισώνεται αυτόματα με συμβατικό δικαίωμα. Ακόμα και αν διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, κατά πόσο αυτή είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης ή το ορθό μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράβασης της, επίσης είναι ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Συνεπώς, διαφωνώ ότι η Υπεράσπιση είναι σκανδαλώδης, αχρείαστη και αντικανονική σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται η διαγραφή της ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται. Κρίνω ότι το δικόγραφο περιλαμβάνει θέσεις που χρήζουν εξέτασης στα πλαίσια δίκης. Δεν διαπιστώνω δικογραφικά ελαττώματα τέτοιας έκτασης και φύσης που να δικαιολογούν διαγραφή στο παρόν στάδιο, χωρίς να προχωρήσει η αγωγή σε εκδίκαση.
Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, δεν διακρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση τα δεδομένα δικαιολογούν την δραστικότατη ενέργεια της διαγραφής της Υπεράσπισης εν όλω ή εν μέρει.
Συνεπώς, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον των Εναγόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………………….…………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 146
[2] Σχετικές ενδεικτικά οι Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316, Κozinskaya River Limited v KLCC Holdings Limited Πολιτική Έφεση Ε43/2013 ημερομηνίας 23.3.2017, Ν. Σιακόλας ν Federal Bank of Lebanon (1998) 1 A.A.Δ. 1338
[3] Drummons Jackson v British Medical Association and others [1970]1 All ER 1094.
[4] Λοϊζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 ΑΑΔ 1316
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο