ΡΕΝΑΡΝΤ ΜΟΡΙΣ ΣΕΡΤΖ ΡΟΤΖΙΕΡ ν. DAVID DAVID, Αριθμός Αγωγής: 07/2021, 31/1/2025
print
Τίτλος:
ΡΕΝΑΡΝΤ ΜΟΡΙΣ ΣΕΡΤΖ ΡΟΤΖΙΕΡ ν. DAVID DAVID, Αριθμός Αγωγής: 07/2021, 31/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.

 

                                                                                                                       

      Αριθμός Αγωγής: 07/2021

 

 

ΡΕΝΑΡΝΤ ΜΟΡΙΣ ΣΕΡΤΖ ΡΟΤΖΙΕΡ

 

    Ενάγοντας

 

-και-

 

 

DAVID DAVID

 

 

                                                                                                                                                                                                  Εναγόμενος

 

 

Ημερομηνία: 31/01/2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Εναγόμενο/Αιτητή: κυρία Χαραλάμπους για Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κύριος Κωνσταντινίδης για Μιχαηλίδης & Παντελή Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Αίτηση για παραμερισμό Απόφασης του Δικαστηρίου)

 

 

I.          Εισαγωγή

 

 

1.         Επίδικη στην παρούσα διαδικασία είναι η Αίτηση ημερομηνίας 29/09/2022 δια της οποίας ζητείται ο παραμερισμός ή/και η ακύρωση της Απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14/02/2022 που εκδόθηκε στην απουσία του Εναγόμενου.

 

2.         Με την παρούσα Αγωγή ο Ενάγοντας διεκδικεί εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €10.00,00 Ευρώ. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, το ποσό αυτό το είχε κατ’ ισχυρισμό δανείσει στον Εναγόμενο και ο τελευταίος θα το επέστρεφε εντός δύο μηνών από την καταβολή του, ήτοι όχι αργότερα από τις 06/05/2019.

 

Το δικονομικό ιστορικό

 

3.         Η επίδικη Αγωγή καταχωρίστηκε στις 24/09/2021 και η Αίτηση για Απόφαση λόγω μη καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης καταχωρίστηκε στις 16/11/2021.

 

4.         Στις 26/01/2022 καταχωρίστηκε Ένορκη Δήλωση Απόδειξης. Στις 14/02/2022 και αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, εξέδωσε την Απόφαση του στην απουσία του Εναγόμενου.

 

5.         Η Απόφαση του Δικαστηρίου επιδόθηκε στον Εναγόμενο στις 27/04/2022.

 

6.         Ακολούθησε στις 20/05/2022 η καταχώριση Αίτησης για Οικονομική Εξέταση του Εναγόμενου.  Ο Εναγόμενος καταχώρισε Σημείωμα Εμφάνισης στις 19/09/2022.

 

7.         Στις 29/09/2022, ο Εναγόμενος καταχώρισε την επίδικη Αίτηση με αίτημα τον παραμερισμό της Απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην απουσία του. 

 

8.         Παράλληλα με παραμερισμό της Απόφασης του Δικαστηρίου ζητείται και η αναστολή εκτέλεσης της Απόφασης. Εκ προοιμίου σημειώνεται ότι στον βαθμό που με την επίδικη Αίτηση ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της Απόφασης του Δικαστηρίου, η θεραπεία δεν μπορεί να αποδοθεί. Από την νομική βάση της επίδικης Αίτησης ελλείπει η αναφορά στην Δ.40 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία θα ενεργοποιούσε την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει και να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα.[1]

 

 

 

 

 

 

II.        Νομική Πτυχή

 

9.         Η νομική βάση μιας αίτησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για να είναι έγκυρο ένα δικονομικό μέτρο, θα πρέπει να καθορίζονται στη νομική βάση της ενδιάμεσης Αίτησης οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται το αίτημα.[2]

 

10.      Νομική βάση της επίδικης Αίτησης είναι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 θ. 2 και θ. 8 (1) (ee), Θ. 9 (h), Δ.57 θ. 2, Δ.64, Δ.16 θ. 1, Δ.17 θ. 10, Δ.26 θ. 4, ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 6, άρθρα 4, 5, 7 και 9, ο περί Δικαστηρίων Νόμος 14/60, Άρθρα 31 και 32, το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η νομολογία, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

11.      Νομική βάση της Ένστασης είναι Δ.39 Θ . 1 και 2, Δ.40Θ. 7 και 11, Δ.17 Θ. 1 Ο, Δ.26 Θ . 14, Δ.33 Θ. 5, Δ.48 Θ.1 - 4, Δ.57 και Δ.64, στον άρθρο 14Ν του περί Δικηγόρων Νόμου (ΚΕΦ.2), στο άρθρο 21 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών, στον Περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Καταχώριση) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2021 (1/2021), στα άρθρα 23, 24, 27, 29, 34 και 36 του Περί Αποδείξεως Νόμου (ΚΕΦ.9), επί του άρθρου 30.2 και 30.3 του Συντάγματος, επί του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως και επί της πρακτικής , νομολογίας και συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

 

12.      H Δ.17 θ. 10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δίνει την δυνατότητα παραμερισμού Δικαστικής Απόφασης παρέχοντας προς τούτο διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο.

 

13.      Από μια συνδυαστική ανάγνωση της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου προκύπτει το ακόλουθο νομολογιακό πλέγμα αρχών σχετικά με τον παραμερισμό Απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην απουσία του Εναγόμενου.

 

14.      Καταρχάς, εκεί και όπου η Απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε παράνομα, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας τότε η Απόφαση παραμερίζεται ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης (ex debito justitiae) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας.[3] Μια τέτοια περίπτωση είναι η κακή επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος. Δεν εγείρεται όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς δεν εξετάζεται το σημείο αυτό.

 

15.      Σε περίπτωση που δεν παραμερίζεται η Απόφαση του Δικαστηρίου ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εξισορροπούνται διάφοροι παράγοντες. Πρώτον, το δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουστεί. Δεύτερον, η ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων. Τρίτον, η διαφύλαξη της τελεσιδικίας των Δικαστικών Αποφάσεων.

 

16.      Η ύπαρξη καλής υπεράσπισης είναι πρωταρχικής σημασίας. Κατά την αξιολόγηση της «εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης» που προβάλλει ο εκάστοτε Αιτητής, αυτή θα πρέπει να καταδειχθεί, χωρίς το Δικαστήριο να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού.[4]

 

17.      Το Δικαστήριο στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της Υπεράσπισης που προβάλλει ο Αιτητής  και δεν θα κάνει οποιαδήποτε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί των ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλει ο Αιτητής.[5] Αυτό το οποίο εξετάζεται είναι το κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία που να δικαιολογούν το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Για να καταστεί αυτό εφικτό θα πρέπει να παρουσιαστούν κάποια αποδεικτικά στοιχεία και γεγονότα που διαθέτουν κάποιο βαθμό πειστικότητας και τεκμηρίωσης.[6]

 

18.      Πρόκειται για ένα περιορισμένο βάρος, το οποίο βρίσκεται στους ώμους του εκάστοτε Αιτητή. Σε περίπτωση που προβληθεί υπεράσπιση χωρίς τα πιο πάνω χαρακτηριστικά τότε η Αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.[7] Απλή αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σε αυτούς κάποια βαρύτητα ισοδυναμεί με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.[8]

 

19.      Παράλληλα θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι υπήρχε σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ο Αιτητής και άφησε την υπόθεση να εκδικαστεί στην απουσία του και ότι έδρασε με επιμέλεια και ταχύτητα μετά την έκδοση απόφασης εναντίον του.[9]

 

20.      Ο Αιτητής έχει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί στο Δικαστήριο και απλή εξήγηση της καθυστέρησης δεν συνιστά και ικανοποιητική δικαιολόγησή της.[10] Σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε ένας διάδικος απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα καθίσταντο άνευ αντικειμένου, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης. Όταν καταδειχθεί ότι η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό της απόφασης ισοδυναμεί με καταφρόνηση του Δικαστηρίου ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση.[11]

 

21.      Με άλλα λόγια το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του Αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό Απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.[12]

 

22.      Από την άλλη όμως το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.[13]

 

23.      Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του Αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιερώνει η νομολογία ώστε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ασκηθεί υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του.

 

24.      Το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία που αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης.[14]

 

25.      Καταληκτικά, το τι πρέπει να καταδείξει ο Αιτητής για παραμερισμό απόφασης (όχι να αποδείξει) είναι, αν δεν καταδειχθεί παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, μια εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία.[15]  

 

III.      Η επίδικη Αίτηση

 

26.      Οι Συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο Δικαστήριο τις γραπτές αγορεύσεις τους, τις οποίες το Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη. Εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο θα γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε αυτές. Εκ προοιμίου σημειώνεται ότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. 

 

27.      Κάθε επιχείρημα συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.[16] Όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.[17] Σημειώνεται δε ότι καμία πλευρά δεν επέλεξε να αντεξετάσει ή να υποβάλει αίτημα για να καταχωρίσει Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση προς απάντηση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς.[18]

 

28.      Στην επίδικη Αίτηση, ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση προβάλλοντας 23 λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να επιτύχει η Αίτηση. Επιχειρώντας μια ομαδοποίηση των λόγων ένστασης, αυτοί συνοψίζονται ως ακολούθως (α) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος ή/και η Νομολογία ή/και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (β) οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου είναι αόριστοι, γενικοί, αστήρικτοι, αβάσιμοι, σκανδαλώδεις και ενοχλητικοί, (γ) ο Εναγόμενος παραδέχεται την «οικειοποίηση των χρημάτων που του δόθηκαν ως δάνειο» και «τα όσα αναφέρει είναι προφάσεις, επινοήσεις και φανταστικές δικαιολογίες» με αποτέλεσμα να μην έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που έχει στους ώμους του (δ) ο Εναγόμενος δεν κατέδειξε καμία καλή υπεράσπιση (ε) ο Εναγόμενος επέδειξε μεγάλη καθυστέρηση στον χειρισμό της υπόθεσης και η συμπεριφορά του είναι περιφρονητική (στ) η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση είναι ελαττωματική (ζ) θα προκληθεί μεγάλη αδικία στα συμφέροντα του Ενάγοντα αν επιτύχει η επίδικη Αίτηση (η) η επίδικη Αίτηση είναι καταχρηστική (θ) το Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. κωλύεται να εκπροσωπεί τον Αιτητή λόγω «διαφαινόμενης σύγκρουσης συμφερόντων».

 

Σύνοψη της επιχειρηματολογίας του Αιτητή

 

29.      Η επιχειρηματολογία του Αιτητή, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση είναι συνοπτικά η ακόλουθη:

 

(i)            Το ποσό που διεκδικεί ο Ενάγοντας, δεν καταβλήθηκε έναντι δανείου αλλά ως αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών προς τον Ενάγοντα και την Εταιρεία ZILLIEN REAL ESTATE LTD και παράλληλα αποδίδει την καταχώριση της Αγωγής σε «τσακωμό» που είχε με τον Ενάγοντα περί τον Δεκέμβριο του 2019.

 

(ii)          Αφότου ο Εναγόμενος εξέφρασε την δυσαρέσκεια του προς τον Ενάγοντα για την καταχώριση της Αγωγής, έλαβε την διαβεβαίωση του σε δύο διαφορετικές συναντήσεις για την απόσυρση της Αγωγής. Η πρώτη από τις συναντήσεις αυτές έλαβε χώρα στις 30/01/2021 και η δεύτερη περί τον Νοέμβριο του 2021. Σε μια εκ των δύο συναντήσεων, ο Ενάγοντας διαβεβαίωσε τον Εναγόμενο ότι το ποσό οφειλόταν για τις υπηρεσίες που προσέφερε ο Εναγόμενος προς τον Ενάγοντα.

(iii)         Όσο αφορά την υπεράσπιση του στην Αγωγή, ο Εναγόμενος προβάλλει ότι μεταξύ του Ενάγοντα και του Εναγόμενου είχαν αναπτυχθεί σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης. Επειδή ο Ενάγοντας ήταν κάτοικος εξωτερικού, ο Εναγόμενος του παρείχε βοήθεια και υπηρεσίες για τις υποθέσεις του στην Κύπρο.  Αρχικά παρείχε την βοήθεια του αυτή αμισθί και στην συνέχεια, περί τον Απρίλιο του 2018, ζήτησε και συμφωνήθηκε ότι θα του καταβαλλόταν μισθός. Ωστόσο, ο Ενάγοντας ανέβαλλε την καταβολή του μισθού σε μεταγενέστερο χρόνο.   

 

(iv)         Οι Υπηρεσίες στις οποίες κάνει αναφορά ο Εναγόμενος είναι η αναζήτηση των «καλύτερων ευκαιριών» για αγορά ακινήτων, η δημιουργία επαφών με επιχειρηματίες και η διευθέτηση διάφορων συναντήσεων και η οργάνωση του προγράμματος των επαγγελματικών υποχρεώσεων του Ενάγοντα. Επιπλέον, εκτελούσε χρέη οδηγού του Ενάγοντα ενώ πήγαινε ο ίδιος ο Εναγόμενος σε συναντήσεις που θα έπρεπε να παρίστατο ο Ενάγοντας και τον βοηθούσε με τις οικογενειακές του εκκρεμότητες. Τέλος, ο Ενάγοντας είχε αναθέσει στον Εναγόμενο προσωπικά την «διεκπεραίωση της ανακαίνισης της οικίας του» ενώ επέβλεπε προσωπικά τις εργασίας που γίνονταν με τον Εναγόμενο να πληρώνει τα έξοδα από προσωπικά του χρήματα και τον Ενάγοντα να του τα επιστρέφει αργότερα.

 

(v)          Εν τέλει ο Ενάγοντας κατέβαλε τον Μάρτιο του 2019 το ποσό των 10.000 Ευρώ προς τον Εναγόμενο ως αμοιβή για τις μέχρι τότε υπηρεσίες του κατόπιν απαίτησης του Εναγόμενου να του καταβληθεί κάποιο ποσό για τις υπηρεσίες του.

 

(vi)         Μετά την καταβολή του πιο πάνω ποσού, Ενάγοντας και Εναγόμενος συνεργάστηκαν μέσα από την Εταιρεία ZILLIEN REAL ESTATE LTD, στην οποία ο Εναγόμενος κατείχε το 20% των μετοχών της. Επειδή η Εταιρεία αυτή απαιτούσε αφοσίωση ο Εναγόμενος παραιτήθηκε από το εστιατόριο που διατηρούσε και εργαζόταν αποκλειστικά στην εν λόγω Εταιρεία. Ακολούθως, ο Ενάγοντας περιθωριοποίησε τον Εναγόμενο αφού δεν του παρείχε καμία ενημέρωση για τις εξελίξεις στην Εταιρεία. Αποκορύφωμα αυτού ήταν οι μετοχές που κατείχε ο Εναγόμενος στην ως άνω Εταιρεία να μεταβιβαστούν σε τρίτο πρόσωπο χωρίς την συγκατάθεση του. 

 

(vii)        Τέλος, αρνείται ο Ενάγοντας ότι του είχε ζητηθεί το ποσό των 10.000 Ευρώ και διερωτάται πως είναι δυνατό να του ανατίθεντο νέα καθήκοντα ενώ εκκρεμούσε η πληρωμή του ποσού αυτού.

 

 

           Σύνοψη της επιχειρηματολογίας του Καθ’ ου η Αίτηση  

 

30.      Ο Ενάγοντας/Καθ’ ου η Αίτηση αρνείται τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Εναγόμενος/Αιτητής και επιχειρηματολογεί ότι οι όποιοι ισχυρισμοί προβάλλονται από την πλευρά του Εναγόμενου είναι γενικοί και αόριστοι.

 

31.      Αποτελεί θέση του Ενάγοντα ότι το χρηματικό ποσό ύψους 10.000 Ευρώ το παραχώρησε προς τον Εναγόμενο δυνάμει δανείου και ο Εναγόμενος οικειοποιήθηκε το ποσό αυτό καταχρώμενος την σχέση εμπιστοσύνης που υφίστατο μεταξύ τους. Ο Ενάγοντας τονίζει ότι ο δεν έδρασε εκδικητικά εναντίον του Εναγόμενου με την καταχώριση της Αγωγής αλλά ο μοναδικός λόγος για τον οποίο προχώρησε στην καταχώριση της Αγωγής είναι για να λάβει τα χρήματα που δάνεισε στον Εναγόμενο.

 

32.      Για να υποστηρίξει την θέση του ο Ενάγοντας επισυνάπτει και σχετικά τεκμήρια από τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του προκύπτει ότι τα χρήματα δόθηκαν υπό μορφή δανείου στον Εναγόμενο. Επιπλέον, ο Ενάγοντας επισυνάπτει και ηλεκτρονική αλληλογραφία αλλά και επιστολογραφία δια μέσου της οποίας ζητά από τον Εναγόμενο την καταβολή του ποσού των 10.000 Ευρώ.

 

33.      Αρνείται ο Ενάγοντας ότι έδωσε στον Εναγόμενο την διαβεβαίωση ότι θα απέσυρε την Αγωγή. Αποτελεί επιπλέον θέση του Ενάγοντα ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την καταχώριση της επίδικης Αίτησης.

 

Έχει καταδειχθεί καλή υπεράσπιση από την Εναγόμενο/Αιτητή;  

 

34.      Με δεδομένο ότι σε τέτοιας φύσης Αιτήσεις όπως η επίδικη, το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσο ο Εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή, ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει θα εξεταστεί ο λόγος ένστασης του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση που αφορά το σημείο αυτό.

 

35.      Είναι νομολογημένο ότι τα υπόλοιπα κριτήρια, πέραν δηλαδή της κατάδειξης εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε ο Εναγόμενος και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που μετρούν στην κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, την ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. [19]

 

36.      Μια αναδρομή στη δικογραφία και στους ισχυρισμούς του Ενάγοντα καταδεικνύει ότι η αγωγή στηρίζεται σε παράβαση σύμβασης Δανείου η οποία καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων προφορικά. Δυνάμει της Συμφωνίας αυτής, ο Ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των 10.000 Ευρώ ως Δάνειο προς τον Εναγόμενο, το οποίο ο τελευταίος θα έπρεπε να το επιστρέψει εντός δύο μηνών.

 

37.      Για να τεκμηριώσει την θέση του αυτή ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην Ένορκη Δήλωση του κατάσταση λογαριασμού στην οποία αναγράφεται «loan, to return at least before 08/2019» (βλ. το Τεκμήριο 2). Επιπλέον, ο Ενάγοντας στην σχετική ένορκη δήλωση του επισυνάπτει ως Τεκμήριο 3 ηλεκτρονική αλληλογραφία του Σεπτεμβρίου του 2019 και μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 2020 από την οποία φαίνεται να ζητά την επιστροφή των χρήματων από τον Εναγόμενο. Πέραν τούτων ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην ένορκη δήλωση του ως Τεκμήριο 4, 5 και 6 τις ακόλουθες επιστολές:

 

(i)        Επιστολή ημερομηνίας 23/06/2020, η οποία επιδόθηκε την ίδια ημέρα στον Εναγόμενο/Αιτητή.

 

(ii)       Επιστολή ημερομηνίας 26/06/2020, η οποία επιδόθηκε στις 26/06/2020 στον Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση προσωπικά.

 

(iii)      Επιστολή ημερομηνίας 29/10/2020, η οποία  επιδόθηκε στις 30/10/2020 στον Εναγόμενο/Καθ’ ου η Αίτηση προσωπικά.

 

Αυτό το οποίο καταδεικνύεται μέσα από τις επιστολές αυτές, είναι ότι αποτελούσε εξαρχής θέση του Ενάγοντα ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε στον Εναγόμενο με την προοπτική της επιστροφής του.

 

38.      Από την άλλη, ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση προβάλλει, τον ισχυρισμό ότι τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν από τον Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση ως «μισθός» ή ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρείχε προς αυτόν από την περίοδο που εκτείνεται από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019. 

 

39.      Ωστόσο, ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση δεν έχει προσκομίσει κανένα Τεκμήριο για να θεμελιώσει ή να προσδώσει κάποια πειστικότητα στους ισχυρισμούς του αυτούς ως η νομολογία απαιτεί. Παρά δηλαδή το γεγονός ότι η κατ’ ισχυρισμό συνεργασία του με τον Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση εκτεινόταν σε ένα χρονικό διάστημα δύο ετών, εντούτοις κανένα έγγραφο δεν προσκομίστηκε για να υποστηρίξει τα όσα ανέφερε ο Εναγόμενος/Αιτητής στην Ένορκη Δήλωση του.

 

40.      Εντύπωση προκαλεί μάλιστα το γεγονός ότι ο Εναγόμενος δεν απάντησε ποτέ στις επιστολές του Ενάγοντα και ούτε δόθηκε κάποια εξήγηση για την παράλειψη του αυτή.

 

41.      Πέραν της μη προσκόμισης κάποιου τεκμηρίου, οι αναφορές του Εναγόμενου στις υπηρεσίες που κατ’ ισχυρισμό παρείχε προς τον Ενάγοντα και η συμφωνία για καταβολή αμοιβής για τις υπηρεσίες αυτές είναι, με κάθε σεβασμό, αόριστες και σε κάποιο βαθμό αντιφατικές.

42.      Πρώτα και κύρια, σημειώνεται ότι μια Συμφωνία μπορεί να καταρτιστεί και προφορικά χωρίς την ανάγκη τήρησης διατυπώσεων.[20]  Όμως από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει να υπήρξε μεταξύ των διαδίκων σύμπτωση των βουλήσεων τους σχετικά με την καταβολή ενός συγκεκριμένου ποσού έναντι της παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του Εναγόμενου προς τον Ενάγοντα.[21] Η όποια αναφορά του Εναγόμενου στην Συμφωνία του με τον Ενάγοντα είναι αόριστη αφού δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό.  Από την μια, ο Εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι είχε συμφωνηθεί περί τον Απρίλιο του 2018 να του καταβάλλεται «μισθός» χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται το ποσό που συμφωνήθηκε. Από την άλλη, σε άλλο σημείο της Ένορκης Δήλωσης του Εναγόμενου προβάλλεται ότι ο Εναγόμενος είχε ζητήσει από τον Ενάγοντα «να του καταβάλει κάποια λεφτά» με τον Ενάγοντα να του το αναβάλλει.

 

43.      Η πιο πάνω αοριστία που διαπιστώνεται στους ισχυρισμούς του Εναγόμενου, ενισχύεται και από το ότι από το Τεκμήριο 2, ήδη από την καταβολή του ποσού των 10.000 Ευρώ προς τον Εναγόμενο, ο Ενάγοντας θεωρούσε ότι τα χρήματα αυτά θα έπρεπε να είχαν επιστραφεί.[22] Για τον λόγο αυτό αμέσως μετά που παρήλθε η προθεσμία που είχε τάξει προς τον Εναγόμενο, ο Ενάγοντας διεκδικούσε την επιστροφή του ποσού αυτού δια μέσου επιστολών, στις οποίες ο Εναγόμενος δεν απάντησε και δεν παρείχε καμία εξήγηση για τον λόγο που δεν απάντησε στις επιστολές αυτές.

 

44.      Όπως αναφέρει ο Εναγόμενος το ποσό των 10.000 Ευρώ του είχε δοθεί αφού ζήτησε από τον Ενάγοντα να «του δώσει κάποιο χρηματικό ποσό για την μέχρι τότε εργασία του» με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να του καταβάλει το επίδικο ποσό.

 

45.      Ωστόσο, όπως σημειώνεται σε άλλο σημείο της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου (βλ. παράγραφο 10), το ποσό αυτό του είχε δοθεί και για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει προς τον Ενάγοντα σε σχέση με την Εταιρεία ZILLIEN REAL ESTATE LTD. Όμως η Εταιρεία αυτή είχε συσταθεί τον Ιούλιο του 2019 (βλ. Τεκμήριο 4 α και 4 β στην Ένορκη Δήλωση του Εναγόμενου που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση), δηλαδή λίγους μήνες μετά τον Μάρτιο του 2019, ημερομηνία κατά την οποία είχε γίνει η μεταφορά του επίδικου ποσού από τον Ενάγοντα προς τον Εναγόμενο. Η θέση αυτή του Εναγόμενου έρχεται σε αντίφαση με τα όσα αναφέρει αμέσως προηγουμένως, δηλαδή ότι το ποσό αυτό είχε δοθεί «για την μέχρι τότε εργασία του».

 

 

46.      Δεν αναμενόταν από τον Εναγόμενο να αποδείξει τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση του, να αποδείξει αμφισβητούμενα γεγονότα ή να θεμελιώσει την Υπεράσπιση του ως εάν να διεξαγόταν δίκη επί της ουσίας[23] αλλά αναμενόταν από αυτόν να παραθέσει θετικά γεγονότα με τρόπο πειστικό.[24]  Χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης στο στάδιο αυτό και κατόπιν εξέτασης των ενώπιον του στοιχείων δεν διαπιστώνεται να υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο.[25] Ο Εναγόμενος με βάση τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο δεν κατέδειξε ότι η υπεράσπιση που προβάλλει έχει κάποιο βαθμό πειστικότητας.

 

47.      Οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου όπως αναφέρθηκε πιο πάνω είναι γενικοί και αόριστοι και σε κάποιο βαθμό αντιφατικοί. Τα όσα αναφέρονται στην σχετική ένορκη δήλωση δεν υποστηρίζονται από το οποιοδήποτε τεκμήριο ενώ δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση για τον λόγο που ο Εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στις επιστολές του Ενάγοντα.

 

48.      Στις γραπτές αγορεύσεις που καταχώρισαν οι Συνήγοροι του Εναγόμενου/Αιτητή, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι το Τεκμήριο 2 που επισυνάπτεται στην Ένορκη Δήλωση του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση είναι προϊόν πλαστογραφίας. Ωστόσο, ο Εναγόμενος επέλεξε να μην αντεξετάσει τον Ενάγοντα ή έστω να αιτηθεί την καταχώριση Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης, προβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την δική του εκδοχή ή έστω να προσκομίσει κάποιο έγγραφο που να καταρρίπτει τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Ενάγοντας, στον βαθμό που θα ήταν απαραίτητο για να προσδώσει κάποια πειστικότητα στις θέσεις του.

 

49.      Συνεπώς ο Εναγόμενος/Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει να καταδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης επί της ουσίας της Αγωγής.

 

IV.        Κατάληξη

 

50.      Υπό το φως των όσων έχουν σημειωθεί η Αίτηση απορρίπτεται.

 

51.      Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Εναγόμενου.

 

                                                                                                   (Υπ.)…………………………………………..

                                                                                                  Χ. Στρόππος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Μιχαήλ Χριστάκης ν. Μιχαήλ Σκορδή (2003) 1 ΑΑΔ 1108

[2] Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1A.A.Δ. 965, Φλουρέντζου κ.ά ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά (2007) 1 A.A.Δ. 393 και Egiazaryan κ.ά ν. Denoro Investments Limited (2013) 1 A.A.Δ. 409.

[3] βλ. Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ.247, Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ v. 1. Ιωάννη Κυριακίδη 2. Σόλωνα Συμεού (2000) 1Α Α.Α.Δ 601, Bank de Binary Limited v Philip Lalor, Πολιτική Έφεση  E41/18 ημερ.31/10/2023.

[4] Φραντζής v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1094.

 

[5] Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954.

 

[6] Λοΐζου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε419/16 ημερ. 7.2.2024.

 

[7] Τεγγεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289, Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118.

 

[8] Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 793, 799.

 

[9] βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, Πίττας v. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1761 και Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 (Γ) ΑΑΔ 1774.

[10] Φραντζής v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1094.

 

[11] Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης, (1997) 1Β ΑΑΔ 941.

 

[12] βλ. και Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ.893.

 

[13] Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (2000) 1(Α) ΑΑΔ 364.

 

[14] Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τραπ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938.

 

[16] Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490.

 

[17] Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020.

 

[18] Iacovou Bros. v. Fashionwise Ltd (2000) 1 (B) Α.Α.Δ. 1377 και Thinking Steel International BV ν. Caramondani Bros Public Co Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1460

 

[19] ΒλΒίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χαράλαμπου Σπανούδη (1997) 1 ΑΑΔ 28 και David Charles Orams κ.ά. v. Μελέτη Αποστολίδη (2006) 1 ΑΑΔ 1402.

[20] Limassol Drugs Co Ltd v Λάμπρου κ. α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 371.

 

[21] Βλ. άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) και τα όσα αναφέρονται σε Πολυβίου Γ.Π., Το Δίκαιο των Συμβάσεων (Α Τόμος) (Νομική Βιβλιοθήκη 2021), σελ. 33.

 

[22] Βλ. Chitty on Contracts, 32η έκδοση, Τόμος 2, όπου στην παρ. 39-259 αναφέρεται ότι η Συμφωνία δανείου είναι: 

 

«A contract of loan of money is a contract whereby one person lends or agrees to lend a sum of money to another, in consideration of a promise express or implied to repay that sum on demand, or at a fixed or determinable future time, or conditionally upon an event which is bound to happen, with or without interest».

[23] Φυλακτού v. Μιχαήλ (1982) 1 C.L.R. 204.

 

[24] ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΙΝΑ ΛΕΥΚΙΔΟΥ ν. ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΝΝΑΟΥΡΙΔΗ (1999) 1 ΑΑΔ 528.

 

[25] Βλ. ΜΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΙΝΑ (ανωτέρω). 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο