
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3825/19
Μεταξύ:
Μαρία Κ. Λοΐζου
Ενάγουσα
- και -
Λουκής Γ. Λουκαΐδης
Εναγόμενος
----------------
Αίτηση, ημερ. 29.10.24, για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
Ημερομηνία: 11 Μαρτίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για ενάγουσα – καθ’ ης η αίτηση: κα Α. Λυκούργου
Εναγόμενος – αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ενάγουσα, ως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, στο πλαίσιο άσκησης των δικαστικών της καθηκόντων καταδίκασε τον εναγόμενο μετά από ακροαματική διαδικασία σε ποινική υπόθεση. Λίγες μέρες μετά, ο εναγόμενος απέστειλε επιστολή στην ίδια και σε άλλους με «ψευδείς, κακόπιστους, σκαιούς και επιζήμιους χαρακτηρισμούς για την προσωπικότητα και την επαγγελματική υπόστασή της». Ζητά αποζημιώσεις άνω των €100.000 συνεπεία δυσφήμισης και επιζήμιας ψευδολογίας.
Ο εναγόμενος στην υπεράσπισή του επικαλείται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου το οποίο του επιτρέπει να σχολιάσει μια «σκανδαλώδη», ως αναφέρει, απόφαση και να ασκήσει νόμιμη και δικαιολογημένη κριτική.
Μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο ο εναγόμενος προσέφυγε σε σχέση με την καταδικαστική απόφαση εναντίον του, εξέδωσε τη Loucaides v. Cyprus, application nο. 60277/19, ημερ. 18.10.22. Το ΕΔΑΔ, για τους λόγους που εκεί αναφέρονται, κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και επιδίκασε αποζημιώσεις.
Επικαλούμενος την απόφαση του ΕΔΑΔ, ο εναγόμενος με την κυρίως αίτηση ζητά:
«Α. Άδεια του Δικαστηρίου να παραδώσει περαιτέρω συμπληρωματική υπεράσπιση σε σχέση με θέματα ή στοιχεία που έχουν αναφυεί μετά που ο εναγόμενος παρέδωσε την υπεράσπισή του.
Β. Προσθήκη νομικού σημείου σύμφωνα με τη Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με το οποίο ο εναγόμενος ζητά από το Δικαστήριο άδεια να προσθέσει ανταπαίτηση διότι αυτό επιβάλλει ο κανόνας της ισότητας των όπλων σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα (Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O’ Boyle and Warbrick, σελ.145) και ότι η άποψη ότι ο μεν Δικαστής δικαιούται να κινήσει αγωγή ενός διάδικου αλλά ο τελευταίος δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του Δικαστού μέσω του Άρθρου 172 του Συντάγματος ιδιαίτερα εφόσον η Δικαστής στράφηκε εναντίον του διαδίκου επί προσωπικής βάσεως με αγωγή και ο εναγόμενος διάδικος ο οποίος είναι ο πιο πάνω εναγόμενος επιδιώκει να ασκήσει το δικαίωμα του να προσφύγει στο δικαστήριο εναντίον της Δικαστού για το ίδιο θέμα μέσω του Άρθρου 172 του Συντάγματος.»
Η κυρίως αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του εναγόμενου, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δικαιώνει τις θέσεις του.
Η ενάγουσα καταχώρισε ένσταση στην κυρίως αίτηση. Επικαλείται 13 λόγους ένστασης, μεταξύ αυτών ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν στοιχειοθετεί αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, ούτε μπορεί να προβληθεί ως υπεράσπιση από τον εναγόμενο.
Με την παρούσα αίτηση ο εναγόμενος ζητά:
«Α. Άδεια του Δικαστηρίου να παραδώσει ο αιτητής περαιτέρω συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην πιο πάνω υπόθεση η οποία επιβάλλεται λόγω της ένστασης της ενάγουσας ημερομηνίας 12 Σεπτεμβρίου 2024 σε σχέση με ορισμένα θέματα που χρήζουν απάντησης ως εξής:
1. Με την ως άνω ένσταση της η ενάγουσα ήγειρεν διάφορα συμπληρωματικά και καινούρια θέματα σε δεκασέλιδη ένσταση, ορισμένα εκ των οποίων εγέρθηκαν για πρώτη φορά. Είναι λοιπόν δίκαιο το δικαστήριο να ακούσει και την άλλη πλευρά σε αυτά τα θέματα: Audi alteram partem. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η [κυρίως αίτησή] μας πρέπει να απορριφθεί διότι δεν καταγράφει το νομικό υπόβαθρο, η απάντηση είναι ότι οι αιτήσεις και οι απαντήσεις γίνονται με βάση τους παλιούς κανονισμούς όπως η ενάγουσα κινήθηκε με βάση τους ίδιους κανονισμούς κινούμαι και εγώ. Και απαντώ ότι η μη παράθεσης κανονισμών κ.τ.λ. είναι θεραπεύσιμη παράλειψης με βάση το άρθρο 64 των εν λόγω κανονισμών με την προσθήκη στην παρούσα αίτηση των σχετικών πιο κάτω κανονισμών όπως προβλέπει το εν λόγω άρθρο.
2. Με την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση θα απαντήσω μόνο ορισμένα θέματα από τα 16 τα οποία αναφέρει η ένσταση της ενάγουσας και παρακαλώ το δικαστήριο να επιτρέψει την καταχώριση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για το περιεχόμενο της απάντησης αυτής η οποία επισυνάπτεται.»
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του εναγόμενου, η οποία είναι ταυτόσημη με την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση (στο περιεχόμενο της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης θα επανέλθω αργότερα).
Η ενάγουσα ενίσταται. Επικαλείται 7 λόγους ένστασης.
Έλαβα υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, περιλαμβανομένων των αγορεύσεων, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο κείμενο της απόφασης. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο.
Η Δ.48 θ.4(2) προνοεί ότι το Δικαστήριο μπορεί «για καλό λόγο» να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Το θέμα επαφίεται στη διακριτική ευχέρειά του (Ματθαίου κ.ά. (2008) Α.Α.Δ. 510). Σκοπός είναι, όπως λέχθηκε στην Παπακόκκινου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Ε154/22, ημερ. 29.3.23, να γίνει η ακρόαση της κυρίως αίτησης στη βάση των αναγκαίων γεγονότων για την επίλυση των επίδικων θεμάτων.
Καλός λόγος υπάρχει όταν υφίσταται κάποια ανάγκη με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της κυρίως αίτησης (Κοκκίνου v. Κόκκινος (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523) ή όπου είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του σφαιρική εικόνα των γεγονότων (A. Messios & Sons Ltd κ.ά. ν. Λεωνίδα (Aρ. 1) (2010) 1 Α.Α.Δ. 195). Λαμβάνονται υπόψη η φύση και οι ανάγκες της κυρίως αίτησης (Warner Trust, Πολιτική αίτηση 45/21, ημερ. 2.4.21).
H επιχειρηματολογία δεν συνιστά καλό λόγο (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 643).
Έχω μελετήσει την προτεινόμενη ένορκη δήλωση, έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές. Με κάθε σεβασμό, τα όσα επιχειρεί να προσθέσει ο εναγόμενος με την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του δεν αποτελούν γεγονότα, αλλά προώθηση των επιχειρημάτων του. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενό της:
Παράγραφος 1 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«1. Η απάντηση στη παράγραφο 3(β) της ένστασης είναι ότι το σύστημα στη δημοκρατία της Κύπρο απαγορεύει μεν την έγερση αγωγής απευθείας εναντίον της ενάγουσας αλλά επιτρέπει με βάση το άρθρο 172 του Συντάγματος αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα ως εκπροσώπου της Δημοκρατίας για αστικά αδικήματα των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας ως εξής: Η Δημοκρατία ευθύνεται δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Ήδη δόθηκε στο δικαστήριο απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου η οποία εξηγεί πως επιτρέπεται αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας λόγω συμπεριφοράς δικαστού. Αυτή η απόφαση είναι ορθή. Η αντίθετη απόφαση άλλου Επαρχιακού Δικαστού κρίθηκε λανθασμένα διότι δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 172. Η λανθασμένη αυτή απόφαση δεν δεσμεύει το δικαστήριο διότι η απαίτηση δεν στρέφεται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα και εμμέσως εναντίον της δικαστού.»
Ο εναγόμενος αναφέρεται σε επιχειρηματολογία, με παραπομπή σε νομολογία και στο Σύνταγμα, και όχι σε γεγονότα.
Παράγραφος 2 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«2. Όσον αφορά την παράγραφο 5 της ένστασης η απόφαση του ΕΔΑΔ δίνει επαρκή γεγονότα για την άδικη δίκη εναντίον της εναγόμενης και τα οποία θα είναι τα γεγονότα της αιτούμενης ανταπαίτησης. Δεν είναι λογικό ούτε και ηθικό να καταδικάζεται ένας αθώος και να μην μπορεί να ανταπαιτεί για το δίκαιο του. Με την ευκαιρία αυτή αναφέρω ότι η κριτική και οι απόψεις που εξέφρασε και δημοσίευσε ο εναγόμενος είναι το ελάχιστο που μπορούσε ένας να πει για την αδικία που του προκλήθηκε. Δεν πρέπει να τον αποκλείσουμε από το να τις αναφέρει για να δικαιωθεί.»
Ο εναγόμενος αναφέρεται σε επιχειρηματολογία, και όχι σε γεγονότα.
Παράγραφος 3 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«3. Το αντικείμενο της υπόθεσης δεν είναι απλά η επιστολή ημερομηνίας 28.11.2018 αλλά η όλη διαδικασία που κατέληξε στην αβάσιμη καταδίκη του εναγόμενου.»
Ο εναγόμενος αναφέρεται στο «αντικείμενο της υπόθεσης», δηλαδή τα επίδικα θέματα. Τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τα δικόγραφα. Δεν καθορίζονται από τη μαρτυρία ή την επιχειρηματολογία των διάδικων.
Παράγραφος 4 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«4. Οι παράγραφοι 7, 8 και 9 τα ένστασης της ενάγουσας δεν χρειάζονται κατά την γνώμη μου απάντηση. Όσο αφορά την παράγραφο 10 δεν υπάρχει καμιά αδικαιολόγητη καθυστέρηση από πλευράς του εναγόμενου έχοντας υπόψη ότι ενεργεί μετά από μια απόφαση του ΕΔΑΔ που ακολούθησε την αγωγή και εδόθησαν αρκετές αναβολές υπέρ της ενάγουσας η οποία έχει το κέντρο των αποφάσεων της στο Λουξεμβούργο και αρνείται να δώσει την ευκαιρία στο αδίκως καταδικασθέντα να εκφράσει τη διαμαρτυρία του.»
Ο εναγόμενος επιθυμεί να αναφέρει ότι ουδεμία αδικαιολόγητη καθυστέρηση υπήρξε εκ μέρους του. Η θέση αυτή υπέχει μορφή συμπεράσματος και επιχειρηματολογίας.
Παράγραφος 5 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«5. Όσο αφορά την παράγραφο 11 κρίνω ότι το θέμα της ανταπαίτησης προβλήθηκε από την αρχή στις αιτήσεις του εναγόμενου μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ.»
Ο εναγόμενος αναφέρεται σε επιχειρηματολογία, παραπέμποντας σε προηγούμενες αιτήσεις, οι οποίες είναι ήδη μέρος του φακέλου του Δικαστηρίου.
Παράγραφος 6 της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
«6. Η παράγραφος 12 δεν χρειάζεται απάντηση. Προσωπικά ο εναγόμενος βιάζεται περισσότερο από την ενάγουσα να δικαιωθεί με απόφαση της χώρας του για το κακό που του έγινε και αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και όχι το αστήρικτο επιχείρημα της ενάγουσας. Ο εναγόμενος είναι [ ] ετών και προσέφερε όλη του την ζωή στη δικαιοσύνη, βιάζεται να δικαιωθεί και να πάρει και ένα συγνώμη από την ενάγουσα προτού φύγει από την ζωή.»
Ο εναγόμενος επιθυμεί να επιχειρηματολογήσει ότι «βιάζεται περισσότερο από την ενάγουσα» για να εκδικαστεί η ουσία της αγωγής.
Εν ολίγοις, ο εναγόμενος με την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του επιθυμεί να αναφερθεί, όχι σε γεγονότα, αλλά σε επιχειρηματολογία. Αυτό δεν αποτελεί «καλό λόγο» για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Στην Παπακόκκινου (2012) (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε:
«…δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τι περισσότερο επιθυμούν οι εφεσείουσες να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν της επανάληψης του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως ημερ. 12.7.2011 και της επιχειρηματολογίας τους. Ούτε όμως η επανάληψη, ούτε και η επιχειρηματολογία των εφεσειουσών, δικαιολογούν το ζητούμενο διάταγμα για συμπληρωματική ένορκη δήλωση.»
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η νομολογιακή αρχή ότι η επιχειρηματολογία δεν αποτελεί «καλό λόγο» για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προκύπτει από την πάγια αρχή ότι οι ένορκες δηλώσεις περιέχουν μόνο γεγονότα. Στη Vourna Limited κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 295/13, ημερ. 24.10.19, ECLI:CY:AD:2019:A439, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι «ως θέμα τάξης αυτές οι νομικές εισηγήσεις δεν αναμένεται και δεν πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να περιορίζονται στα γεγονότα και μόνο. Η νομική επιχειρηματολογία είναι έργο των δικηγόρων τους» στο στάδιο των αγορεύσεων.
Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα, αφού δεν εντοπίζεται λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, επιδικάζονται εναντίον του εναγόμενου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της αγωγής και εγκριθούν από το Δικαστήριο, οπόταν και θα είναι πληρωτέα.
(Υπ.) …………………….
Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο