
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4513/17
Μεταξύ:
ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ενάγοντα
-και-
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΤΔ
Εναγόμενης
Αρ. Αγωγής: 4514/17
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ενάγοντα
-και-
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΤΔ
Εναγόμενης
Συνενωθείσες δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 11.11.2018
Ημερομηνία: 12 Φεβρουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κα Σ. Δημητριάδου για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες
Για Εναγόμενη: κ. Α. Χατζηιωάννου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Με τις χωριστές αγωγές τους οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της Εναγόμενης αποζημιώσεις για ζημιές που, σύμφωνα με τις θέσεις τους, υπέστηκαν συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που έλαβε χώρα στις 30.5.2017 μεταξύ του Ενάγοντα στην Αγωγή με αρ. 4513/17 («η Πρώτη Αγωγή») και φυσικού προσώπου στο οποίο η Εναγόμενη παρείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ασφαλιστική κάλυψη έναντι τρίτου, δυνάμει του άρθρου 16Α του Ν.96(1)/2000 («ο ΑΦ» και «το Ατύχημα», αντίστοιχα). Ο Ενάγων στην αγωγή με αρ. 4514/17 («η Δεύτερη Αγωγή») ήταν κατά το χρόνο του Ατυχήματος συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή. Η Εναγόμενη αρνείται τόσο την ευθύνη του ΑΦ ως προς το Ατύχημα όσο και την ύπαρξη και το ύψος των ισχυριζόμενων ζημιών των Εναγόντων.
ΙΙ. ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ
2. Αποτέλεσε τη δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή ότι, ο ίδιος, ήταν ιδιοκτήτης και οδηγός του οχήματος το οποίο οδηγούσε κατά το χρόνο του Ατυχήματος («το Πρώτο Αυτοκίνητο») και ότι ήταν 23 ετών, χαίροντας άκρας υγείας. Η Εναγόμενη ήταν ασφαλιστική εταιρεία νόμιμα εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με έδρα τη Λευκωσία και είχε ασφαλισμένο για ευθύνη έναντι τρίτου όχημα το οποίο οδηγείτο κατά το χρόνο της σύγκρουσης από τον ΑΦ του οποίου ήταν και ο οδηγός («το Δεύτερο Αυτοκίνητο».) Ισχυρίστηκε ότι κατά ή περί την 30.5.2017 ο Ενάγων στην Πρώτη Αγωγή οδηγούσε το Πρώτο Αυτοκίνητο νόμιμα και κανονικά το όχημα του με ευθεία πορεία, στον κύριο δρόμο Πέρα Ορεινής – Ψημολόφου, με κατεύθυνση προς Λευκωσία και ότι ο Ενάγων στην Δεύτερη Αγωγή ήταν συνεπιβάτης επί του Πρώτου Αυτοκινήτου. Ισχυρίζεται ότι σε κάποιο σημείο του δρόμου ο ΑΦ ο οποίος οδηγούσε το Δεύτερο Αυτοκίνητο, σε πάροδο η οποία βρισκόταν στα αριστερά του Ενάγοντα ανάλογα με την πορεία του, και δη στην οδό Ταμασσού, επιχείρησε παράνομα και αντικανονικά να εξέλθει της εν λόγω παρόδου για να εισέλθει στον κύριο δρόμο Πέρα Ορεινής – Ψημολόφου, χωρίς να σταματήσει στο σήμα STOP της δικής του πορείας και χωρίς να αναμένει το Πρώτο Αυτοκίνητο του Ενάγοντα να περάσει, με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία του Πρώτου Αυτοκινήτου και τη σύγκρουση. Παραθέτει, ακολούθως, λεπτομέρειες αμέλειας οι οποίες επίκεντρο έχουν την ισχυριζόμενη παράλειψη του ΑΦ να ελέγξει τον κυρίως δρόμο προτού εξέλθει από την εν λόγω πάροδο.
3. Συνεχίζει ότι συνεπεία της σύγκρουσης υπέστη ειδικές ζημιές συνολικού ύψους €817,90, οι οποίες αποτελούνται από έξοδα έκδοσης ιατρικού πιστοποιητικού και επίσκεψης (€250), ζημιές επί του Πρώτου Αυτοκινήτου (€487,90) και έξοδα εκτίμησης ζημιών αυτού (€80). Επίσης, ότι υπέστη «διάστρεμμα αυχενικής Μ/ΣΣ με ευθειασμό λόγω μυϊκού σπασμού τραπεζοειδών μυών και περιορισμό κινητικότητας ΑΜ/ΣΣ» και «(β) θλάση οσφυϊκής της Μ/ΣΣ»[1]. Ισχυρίζεται επίσης ότι υπέστη πόνους και ταλαιπωρία αναφέροντας, ειδικότερα, ότι, μετά το Ατύχημα εξετάστηκε από το ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, παραπονούμενος για ζάλη, κεφαλαλγία και δυσκαμψία σπονδυλική στήλης, όπου ο κλινικός και ακτινολογικός έλεγχος έδειξαν διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης με ευθειασμό. Αναφέρει ότι του συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή, χρήση κολάρου αυχένα και αναρρωτική άδεια. Στις 14.7.17 ο Ενάγων επισκέφτηκε το ιατρείο του Δρ. Παπαγιάννη, Ορθοπεδικού Χειρούργου, για περαιτέρω εκτίμηση. Διαπιστώθηκε εκεί ότι η συμπτωματολογία του είχε βελτιωθεί και παρουσίαζε μικρό πόνο και περιορισμό στην κίνηση της ΑΜ/ΣΣ. Του συνεστήθη φυσιοθεραπεία και με αναμενόμενη σταδιακή βελτίωση σε χρονικό διάστημα περίπου 2 – 3 εβδομάδων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι τραυματισμοί του δεν αποκλείεται να τον ταλαιπωρούν και στο μέλλον, με υποτροπή των ενοχλημάτων του κατά διαστήματα και ανάγκη επανάληψης της φαρμακευτικής και φυσιοθεραπευτικής αγωγής του.
4. Ο Ενάγων στη Δεύτερη Αγωγή προβάλλει ότι ο ίδιος ήταν συνεπιβάτης στο Πρώτο Αυτοκίνητο. Επαναλαμβάνει τις θέσεις του Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή ως προς την ιδιότητα των διαδίκων και τις περιστάσεις του Ατυχήματος. Ισχυρίζεται ότι συνεπεία του Ατυχύματος υπέστη ειδικές ζημίες ύψους €250 ως έξοδα έκδοσης ιατρικού πιστοποιητικού και ιατρικής εξέτασης του Δρ. Παπαγιάννη. Επίσης, ότι υπέστη «διάστρεμμα αυχενικής Μ/ΣΣ με ευθειασμό λόγω μυϊκού σπασμού τραπεζοειδών μυών και περιορισμό κινητικότητας ΑΜ/ΣΣ», «(β) θλάση οσφυϊκής της Μ/ΣΣ» και (γ) «θλάση οσφυϊκής Μ/ΣΣ με αναλγητική σκολίωση λόγω μυϊκού σπασμού ιερονωτιαίων μυών.»[2] Ισχυρίζεται επίσης ότι υπέστη πόνους και ταλαιπωρία αναφέροντας, ειδικότερα, ότι, μετά το Ατύχημα εξετάστηκε από το ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, παραπονούμενος για ζάλη, κεφαλαλγία και δυσκαμψία σπονδυλική στήλης, όπου ο κλινικός και ακτινολογικός έλεγχος έδειξαν «διάστρεμμα αυχενικής Μ/ΣΣ με ευθειασμό λόγω μυϊκού σπασμού τραπεζοειδών μυών και περιορισμό κινητικότητας αυχένα, θλάση θωρακικής Μ/ΣΣ και θλάση οσφυϊκής Μ/ΣΣ με αναλγητική σκολίωση λόγω μυϊκού σπασμού ιερονωτιαίων μυών.»[3] Αναφέρει ότι του συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή, χρήση κολάρου αυχένα και αναρρωτική άδεια. Στις 14.7.17 ο Ενάγων επισκέφτηκε το ιατρείο του Δρ. Παπαγιάννη, Ορθοπεδικού Χειρούργου, για περαιτέρω εκτίμηση. Διαπιστώθηκε εκεί ότι η συμπτωματολογία του είχε βελτιωθεί και παρουσίαζε μικρό πόνο και περιορισμό στην κίνηση της ΑΜ/ΣΣ. Του συνεστήθη αγωγή και φυσιοθεραπεία και με αναμενόμενη σταδιακή βελτίωση σε χρονικό διάστημα περίπου 2 - 3 εβδομάδων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι τραυματισμοί του δεν αποκλείεται να τον ταλαιπωρούν και στο μέλλον, με υποτροπή των ενοχλημάτων του κατά διαστήματα και ανάγκη επανάληψης της φαρμακευτικής και φυσιοθεραπευτικής αγωγής του.
5. Δια της Υπεράσπισης της η Εναγόμενη παραδέχεται την ιδιότητα των διαδίκων καθώς και του ασφαλισμένου της ΑΦ, προβάλλοντας όμως ότι η σύγκρουση ήταν ελαφριά και η ζημιά του Πρώτου Αυτοκινήτου μικρή και δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε σωματική βλάβη των Εναγόντων. Προβάλλει ότι το Ατύχημα προκλήθηκε συνεπεία της αποκλειστικής ή της συντρέχουσας αμέλειας των Εναγόντων. Σε σχέση με τον Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή ισχυρίζεται ότι οδηγούσε επικίνδυνα, με πλήρη αδιαφορία προς άλλους χρήστες του δρόμου, με ιλιγγιώδη ταχύτητα ενώ δεν φρέναρε έγκαιρα ούτε και έκαμε οιοδήποτε ελιγμό με σκοπό να αποφύγει τη σύγκρουση, ότι δε είχε αναμέννα τα φώτα πορεία του ούτε όμως και κόρναρε. Σε σχέση με τον Ενάγοντα στη Δεύτερη Αγωγή προβάλλει τη θέση ότι «συνέτεινε στην πρόκληση τροχαίου ατυχήματος και στα τραύματα του (αν έπαθε που οι Εναγόμενου αρνούνται) διότι δεν έφερε ζώνη ασφαλείας.»
6. Με το Απαντητικό τους δικόγραφο οι Ενάγοντες, κατ΄ ουσίαν, επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους επί των Εκθέσεων Απαιτήσεων τους.
ΙΙΙ. ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
7. Για τους Ενάγοντες κατέθεσαν οι ίδιοι (ΜΕ1 και ΜΕ2). Ο ΜΕ1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α και κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 9. Κατά την αντεξέταση του κατατέθηκε το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α. Ο ΜΕ2 επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Β και κατέθεσε τα Τεκμήρια 10 μέχρι 14. Για τους Ενάγοντες κατέθεσε και ο Δρ. Παπαγιάννης, Ειδικός Ορθοπεδικός Χειρούργος (ΜΕ3), ο οποίος εξέτασε τους Ενάγοντες μετά το Ατύχημα και κατέθεσε ακτινογραφίες των Εναγόντων, ως οι Δέσμες Τεκμηρίων 15 και 16, αντίστοιχα. Τέλος, κατέθεσε και ο κ. Παντελής Μιχαηλίδης, εκτιμητής αυτοκινήτων (ΜΕ4). Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από πλευράς της Εναγόμενης.
(α) Σύνοψη μαρτυρίας ΜΕ1
8. Ο ΜΕ1 επανέλαβε κατ’ ουσίαν τις δικογραφημένες θέσεις του, προσθέτοντας ότι αμέσως μετά το Ατύχημα, ο ΑΦ παραδέχθηκε ότι είναι εκείνος που ανέκοψε την πορεία του ΜΕ1 και επήλθε η σύγκρουση. Σημειώνει πρόσθετα ότι πίσω από το Πρώτο Αυτοκίνητο βρισκόταν και περιπολικό της Αστυνομίας, όπου ο Αστυνομικός είχε σταματήσει και εκείνος στην σκηνή του Ατυχήματος και συνομίλησε τόσο μαζί με τους Ενάγοντες όσο και με τον ΑΦ. Αρνείται το σύνολο των θέσεων που παρουσίασε η Εναγόμενη επί του δικογράφου της ως προς την ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του, χαρακτηρίζοντας τα όσα εκεί καταγράφονται εκ των υστέρων σκέψεις σε μια προσπάθεια τους να αποφύγουν να τον αποζημιώσουν. Προς επίρρωση των θέσεων του κατέθεσε τα εξής έγγραφα ως Τεκμήρια: (α) ως Τεκμήριο 1 αντίγραφο πιστοποιητικού εγγραφής του Πρώτου Αυτοκινήτου, (β) ως Τεκμήριο 2 εκτίμηση του Πρώτου Αυτοκινήτου από την εταιρεία P. Michaelides Ltd – Auto Consultants & Assessors, (γ) ως Τεκμήριο 3 τιμολόγιο αναφορικά με την εκτίμηση του Πρώτου Αυτοκινήτου, (δ) ως Τεκμήριο 4 αντίγραφο της έκθεσης εκτίμησης της ζημιάς του Πρώτου Οχήματος που διενεργήθηκε από την Εναγόμενη το οποίο έλαβε από τους δικηγόρους του στα πλαίσια αποκάλυψης και ανταλλαγής εγγράφων, (ε) ως Τεκμήριο 5 βεβαίωση από το ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για αναρρωτική άδεια, (στ) Ως Τεκμήριο 6 συνταγολόγιο του ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για χρήση μαλακού αυχενικού κολάρου, (ζ) ως Τεκμήριο 7 παραπεμπτικό για διενέργεια ακτινογραφιών αυχενικής, οσφυϊκής και θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης ημερ. 30.5.17 του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ως Τεκμήριο 8 ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Παπαγιάννη ημερ. 28.7.17 και ως Τεκμήριο 9 τιμολόγιο ημερ. 28.7.17 του Δρ. Παπαγιάννη της ίδιας ημερομηνίας. Συνεχίζει ότι μέχρι σήμερα συνεχίζει να έχει κατά διαστήματα ενοχλήσεις, ιδίως στον αυχένα, κατά τις καιρικές αλλαγές ή μετά από έντονη σωματική δραστηριότητα ή κόπωση.
9. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν θυμόταν αν είχε ανοιχτά τα φώτα του Πρώτου Αυτοκινήτου, ότι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα, ότι δεν είχε χρόνο να σταματήσει το Πρώτο Αυτοκίνητο, ούτε και να προβεί σε ελιγμό καθώς θα προκαλούσε άλλο ατύχημα. Του υποδείχθηκε έγγραφο από την «rescue line», ως του αναφέρθηκε, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α. Ο ίδιος, ανέφερε, ότι ήρθε κάποιο άτομο στην σκηνή του Ατυχήματος από την «rescue line». Ακολούθως, αναφέρθηκε στα συμπτώματα που αισθανόταν αμέσως μετά το Ατύχημα. Ερωτηθείς ως προς τους τραυματισμούς του ανέφερε ότι ο ίδιος κατέγραψε ότι του είπαν οι ιατροί. Ανέφερε ότι δεν έκαμε χρήση του αυχενικού κολάρου που του συστήθηκε αλλά ότι πιστεύει ότι το έχει αγοράσει και ότι δεν δούλεψε τις δύο από τις τρεις ημέρες αναρρωτικής άδειας που του χορηγήθηκε. Περιπλέον, ανέφερε ότι δεν έκανε οποιαδήποτε φυσιοθεραπεία ενώ δεν θυμόταν κατά πόσο πλήρωσε το ποσό των €80, ως έξοδα εκτίμησης αυτοκινήτου.
(β) Σύνοψη μαρτυρίας ΜΕ2
10. Ο ΜΕ2 επίσης επανέλαβε τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς προς επίρρωση των οποίων κατέθεσε τα εξής έγγραφα ως τεκμήρια (α) ως Τεκμήριο 10 βεβαίωση του ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ημερ. 30.5.17 για αναρρωτική άδεια, (β) ως Τεκμήριο 11 παραπεμπτικό για διενέργεια ακτινογραφιών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, (γ) ως Τεκμήριο 12 συνταγολόγιο ημερ. 30.5.17 του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, (δ) ως Τεκμήριο 13 ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 28.7.17 του Δρ. Παπαγιάννη και (ε) ως Τεκμήριο 14 τιμολόγιο ημερ. 28.7.17 που εκδόθηκε από τον Δρ. Παπαγιάννη. Συνεχίζει ότι μέχρι σήμερα συνεχίζει να έχει κατά διαστήματα ενοχλήσεις, ιδίως στον αυχένα, κατά τις καιρικές αλλαγές ή μετά από έντονη σωματική δραστηριότητα ή κόπωση. Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε ξανά στις περιστάσεις του Ατυχήματος, ενώ ανέφερε ότι πριν από το Ατύχημα είχε ιστορικό με τον σπόνδυλο. Ανέφερε ότι τοποθέτησε αυχενικό κολάρο αλλά δεν προέβη σε φυσιοθεραπείες.
(γ) Σύνοψη μαρτυρίας Δρ. Παπαγιάννη (ΜΕ3)
11. Ο Δρ. Παπαγιάννης ανέφερε ότι είναι Ειδικός Ορθοπεδικός Χειρουργός από το έτος 1981 παραθέτοντας τα προσόντα και την πείρα του. Ανέφερε ότι είναι ο ίδιος που συνέταξε τα Τεκμήρια 8 και 13, ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με τους Ενάγοντες («τα Ιατρικά Πιστοποιητικά»). Κατέθεσε ακτινογραφίες των Εναγόντων ως Δέσμες Τεκμηρίων 15 και 16, αντίστοιχα. Ακολούθως αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των Ιατρικών Πιστοποιητικών. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να θυμάται ποια έγγραφα του είχαν προσκομιστεί από τους Ενάγοντες οκτώ χρόνια κατόπιν, ενώ ερωτηθείς ως προς τις διαγνώσεις του Γενικού Νοσοκομείου με εκείνες που καταγράφονται επί των Ιατρικών Πιστοποιητικών, αναφέρθηκε στον φόρτο εργασίας των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου. Ανέφερε επίσης ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο οι Ενάγοντες υιοθέτησαν τις συστάσεις του για υποβολή τους σε φυσιοθεραπεία.
(δ) Σύνοψη μαρτυρίας ΜΕ4
12. Ο ΜΕ4 ανέφερε ότι είναι εκτιμητής αυτοκινήτων αναφέροντας επίσης τα προσόντα και την πείρα του. Ανέφερε ότι ο ίδιος είναι διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας «Π. Μιχαηλίδη» αναφέροντας ότι είναι ο ίδιος που ετοίμασε την έκθεση εκτίμησης επί του Τεκμηρίου 2. Ακολούθως με παραπομπή στις εκεί φωτογραφίες, επεξήγησε πού ήταν η ζημιά επί του Πρώτου Αυτοκινήτου. Αναγνώρισε και το Τεκμήριο 4 το οποίο, ως ανέφερε, είναι η έκθεση εκτίμησης αναφορικά με το Πρώτο Αυτοκίνητο, την οποία ετοίμασε ο κ. Τελεβάντος, εκ μέρους της Εναγόμενης. Ο ίδιος συμφωνεί με εκείνη την εκτίμηση τονίζοντας ότι οι δύο εκτιμήσεις είναι, στην ουσία, οι ίδιες, με την διαφορά ότι ο ίδιος χρέωσε και το Φ.Π.Α.
IV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
(α) Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς τις περιστάσεις του Ατυχήματος
13. Μαρτυρία ως προς τις περιστάσεις του Ατυχήματος δόθηκε από τους ΜΕ1 και ΜΕ2 οι οποίοι, επί των σχετικών τους θέσεων, παρέμειναν σταθεροί παρέχοντας κατά την αντεξέταση τους πλήρεις λεπτομέρειες και επεξηγήσεις. Η υποβολή του συνηγόρου της Εναγόμενης δια το ότι ο ΜΕ1 θα μπορούσε να είχε «σταματήσει» και να μην συγκρουστεί με το Δεύτερο Αυτοκίνητο, ουδόλως στηρίζεται στην ενώπιον μου μαρτυρία. Αντιθέτως, ο ΜΕ1 κατέθεσε ότι ο ΑΦ «μπήκε μέσα τζιαι εν πρόλαβα να κάνω κάτι, έδωκε μας την»[4] διαφωνώντας με την πιο πάνω τοποθέτηση του συνηγόρου. Συναφώς, η σχετική εισήγηση δεν έχει έρεισμα ούτε και στη λογική. Ο ΜΕ1 παρέμεινε πλήρως σταθερός στην πιο πάνω τοποθέτησή του προσθέτοντας ακόμη ότι, είδε το Δεύτερο Αυτοκίνητο όταν ήταν δίπλα του και όχι προηγουμένως. Εν τη απουσία οιοδήποτε στοιχείου περί του αντιθέτου, αποδέχομαι τις πιο πάνω θέσεις του. Διευκρίνισε πρόσθετα ότι δεν ήταν σε θέση να κινηθεί προς τη δεξιά λωρίδα καθώς θα προκαλούσε ατύχημα,[5] θέση η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και επίσης την αποδέχομαι. Η πλευρά της Εναγόμενης ουδόλως προσκόμισε μαρτυρία δια των όσων κατέγραψε στην Έκθεση Υπεράσπιση της ως προς τις περιστάσεις του Ατυχήματος, για παράδειγμα, είτε ως προς τον ισχυρισμό της για ιλιγγιώδη ταχύτητα του Πρώτου Αυτοκινήτου είτε ως προς τον ισχυρισμό της ότι ο Ενάγων στη Δεύτερη Αγωγή δεν έφερε ζώνη ασφαλείας. Ούτε και οι υποβολές του συνηγόρου της Εναγόμενης ως προς το τί λέχθηκε μεταξύ του οδηγού και του ΜΕ2 ή του αντιπροσώπου της εταιρείας Rescue Line υποστηρίχθηκαν από μαρτυρία και δεν τις αποδέχομαι, ούτε βεβαίως οιαδήποτε εκ υποβολών του στηρίζονται επί του Τεκμηρίου Α προς Αναγνώριση το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, αποδέχομαι τις θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς τις περιστάσεις του Ατυχήματος, στην πλήρη τους έκταση.
(β) Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς τις ισχυριζόμενες ειδικές ζημιές των Εναγόντων
14. Μαρτυρία επί του σημείου δόθηκε από όλους τους μάρτυρες.
15. Η μαρτυρία των Εναγόντων δια το ότι το Πρώτο Αυτοκίνητο υπέστη ζημιές στο ύψος για το οποίο αξιώνεται, ερείδεται επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 2, ήτοι, της έκθεσης εκτίμησης της εταιρείας της P. Michaelides Ltd, όπου εκεί καταγράφεται ότι το ποσό των €487,90 αντανακλά το κόστος για την πλήρη επιδιόρθωση και επαναφορά του Πρώτου Αυτοκινήτου στην προ του Ατυχήματος κατάσταση. Πρόσθετα, ερείδεται και επί του Τεκμηρίου 4, το οποίο, ως αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ4 επεξήγησαν και δεν αμφισβητήθηκε, αποτελεί την εκτίμηση των ζημιών του Πρώτου Αυτοκινήτου από εκτιμητή που διόρισε η ίδια η Εναγόμενη και εκεί οι ζημιές κοστολογούνται σε αντίστοιχο ποσό. Ο ΜΕ4, το πρόσωπο που συνέταξε το Τεκμήριο 2, επεξήγησε τον τρόπο υπολογισμού της ζημιάς του Πρώτου Αυτοκινήτου, παραμένοντας πλήρως σταθερός στις θέσεις του επί τούτου, προσθέτοντας ότι το ποσό αυτό είχε συμφωνηθεί με τον ίδιο τον εκτιμητή της Εναγόμενης, ως εξάλλου προκύπτει και το από Τεκμήριο 4. Ο ΜΕ1 παρέμεινε πλήρως σταθερός στο σύνολο των θέσεων του και το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία του στην πλήρη της έκταση.
16. Η θέση του ΜΕ4 ότι πληρώθηκε το ποσό που καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 3 αυτό από τον ΜΕ1, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης κατά την αντεξέταση του και την αποδέχομαι. Η παράλειψη προσκόμισης απόδειξης δεν αναιρεί το κατά τα άλλα αξιόπιστο της εκδοχής του ενόψει και του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος από το έτος 2018, οπότε και εκδόθηκε η εκτίμηση του ΜΕ4, σύμφωνα με το Τεκμήριο 2.
17. Σε ό,τι αφορά το ποσό των €250 για κάθε έναν από τους Ενάγοντες το οποίο αφορά επίσκεψη τους στον Δρ. Παπαγιάννη αλλά και την έκδοση των Ιατρικών Πιστοποιητικών, σημειώνω εδώ ότι ως αναφέρθηκε από τους ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ4 και δεν αμφισβητήθηκε, για τις υπηρεσίες αυτές του Δρ. Παπαγιάννη εκδόθηκαν τα τιμολόγια επί των Τεκμηρίων 9 και 14. Πράγματι ανατρέχοντας στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 9 και 14, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, προκύπτει ότι το εν λόγω ποσό αφορά «ιατρικό πιστοποιητικό & ιατρική εξέταση». Των πιο πάνω δοθέντων, αποδέχομαι τις ως άνω θέσεις των μαρτύρων.
(γ) Μαρτυρία ως προς τις σωματικές βλάβες και ταλαιπωρία των Εναγόντων
18. Μαρτυρία ως προς τις σωματικές βλάβες και ταλαιπωρία των Εναγόντων δόθηκε από τους ίδιους και τον Δρ. Παπαγιάννη (ΜΕ3).
19. Η σχετική μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 έβριθε ασάφειας, αοριστολογίας, έλλειψης τεκμηρίωσης, έστω και ισχνής. Από το εδώλιο του μάρτυρα αμφότεροι ήταν αμήχανοι και ανασφαλείς με τη μαρτυρία τους να χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές και, πρόσθετα, παντελή έλλειψη οιασδήποτε αυθόρμητης ή άλλως πως γνήσιας ή, έστω, κάποιας λεπτομερούς περιγραφής, ως προς τον πόνο και ταλαιπωρία που κατά τη θέση τους υπέστηκαν. Η όλη στάση τους από το εδώλιο του μάρτυρα χαρακτηριζόταν από πλήρη αποστασιοποίηση από τα όσα καταγράφηκαν στη γραπτή τους δήλωση, κατά τρόπο που δεν συνάδει με την εξιστόρηση γεγονότων από πρόσωπο που γνησίως υπέστη πόνο και ταλαιπωρία για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ως και πάλιν, γενικώς και αορίστως, καταγράφεται επί των εκατέρωθεν γραπτών τους δηλώσεων.
20. Σχετικά με την μαρτυρία του ΜΕ3 σημειώνω, κατ’ αρχάς, ότι αποδέχομαι ότι ο ΜΕ3 αποτελεί ειδικό ορθοπεδικό ιατρό και συνεπώς εμπειρογνώμονα να καταθέσει αναφορικά με τις ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες των Εναγόντων (Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (2013) 1 ΑΑΔ 438), συμπέρασμα που εξάγεται από τα όσα κατέθεσε ως προς την πείρα και τα προσόντα του,[6] το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε.[7] Όμως, η μαρτυρία του ΜΕ3 για τους λόγους που καταγράφονται με λεπτομέρεια πιο κάτω, έβριθε επίσης από ασάφεια και αοριστολογία, σε τέτοια έκταση που αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του.
21. Για τους πιο πάνω λόγους αλλά και στη βάση των όσων καταγράφονται πιο κάτω, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τη μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3 ως προς τους ισχυριζόμενους τραυματισμούς, πόνο και ταλαιπωρία που υπέστησαν οι Ενάγοντες συνεπεία του Ατυχήματος, εκτός μόνο στην έκταση που αυτή δεν αμφισβητήθηκε ως επεξηγείται αμέσως πιο κάτω.
22. Η θέση των Εναγόντων ότι αμέσως μετά το Ατύχημα μετέβηκαν στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου και εξετάστηκαν από τον επί καθήκοντι ιατρό, δεν αμφισβητήθηκε και την αποδέχομαι. Σε κάθε περίπτωση ερείδεται και επί των Τεκμηρίων 5 μέχρι 7, σε σχέση με τον ΜΕ1, και επί των Τεκμηρίων 10 μέχρι 12, σε σχέση με τον ΜΕ2. Αντίστοιχα, η θέση των Εναγόντων ότι κατά την επίσκεψη τους στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αντιμετώπιζαν συμπτώματα ζάλης, κεφαλαλγίας και δυσκαμψίας της σπονδυλικής στήλης και ότι εκεί υποβλήθηκαν σε κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης και την αποδέχομαι. Εξάλλου, ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 5 και 10, οι Ενάγοντες εκεί διαγνώστηκαν με θλάση μυών της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και κρίθηκε αναγκαίο, με βάση τα Τεκμήρια 7 και 11 να υποβληθούν σε ακτινολογικό έλεγχο ενώ, με βάση τα Τεκμήρια 6 και 12, τους συνεστήθη η χρήση αυχενικού κολάρου. Τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία πλην όμως λαμβάνω υπόψιν ότι εμπεριέχουν πρώτου βαθμού εξ ακοής δηλώσεις, οι οποίες και μεταφέρθηκαν εγγράφως και αυτούσιες, ενώ, στη βάση του περιεχομένου τους, εκδόθηκαν σε χρόνο που, ως κατέθεσαν οι Ενάγοντες, επισκέφθηκαν το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Λαμβάνω επίσης υπόψιν ότι εκδόθηκαν από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, χωρίς να προκύπτει η οποιαδήποτε συσχέτιση του εκεί επί καθήκοντι ιατρού με τους διαδίκους, διαπίστωση από την οποία αναδύεται το στοιχείο της αντικειμενικότητας στα όσα εκεί καταγράφονται. Επίσης, εν τη απουσία οιασδήποτε αμφισβήτησης επί της αυθεντικότητας ή του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων, εύλογη κρίνεται και η ενέργεια των Εναγόντων να μην κλητεύσουν τους συντάχτες τους. Υπό το φως των πιο πάνω, τα πιο πάνω τεκμήρια παρέχουν επαρκή τεκμηρίωση των όσων οι ΜΕ1 και ΜΕ2 κατέθεσαν ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Πρόσθετα, τα όσα καταγράφονται επί των πιο πάνω τεκμηρίων και στη βάση του συνόλου των πιο πάνω στοιχείων, παρέχουν ανεξάρτητο έρεισμα και στα ως άνω αναφερόμενα συμπτώματα των Εναγόντων, αμέσως μετά το Ατύχημα και κατά την επίσκεψη τους στο Γενικό Νοσοκομείο.
23. Η θέση των Εναγόντων ότι στο Νοσοκομείο τους συστάθηκε η χρήση κολάρου αυχένα στηρίζεται στα Τεκμήρια 6 και 12, αντίστοιχα, δεν αμφισβητήθηκε και την αποδέχομαι. Όμως, σε σχέση με τον ΜΕ1, δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του ότι προέβη σε χρήση αυχενικού κολάρου. Αντιθέτως, ως ο ίδιος αποδέχθηκε κατά την αντεξέταση του δεν χρησιμοποίησε αυχενικό κολάρο.[8]
24. Αναντίλεκτη απέμεινε η θέση του ΜΕ1 ότι του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια, γεγονός που εξάλλου προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 και αποδέχομαι. Παρά τούτο, δεν αποδέχομαι τη θέση του ότι απέμεινε εκτός εργασίας εφ’ όσον, κατά την αντεξέταση του, δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί με σαφήνεια για το κατά πόσο πράγματι εργάστηκε ή όχι.[9]
25. Σε ό,τι αφορά τις αντίστοιχες θέσεις του ΜΕ2 σημειώνω τα εξής. Η θέση του ότι του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και επίσης ερείδεται επί του Τεκμηρίου 10 και συνεπώς την αποδέχομαι. Παρά τούτο, αστάθεια παρατηρείται στη θέση του ως προς το κατά πόσο χρησιμοποίησε την αναρρωτική αυτή άδεια. Ερωτηθείς ευθέως επί τούτου, κατέφυγε στην τοποθέτηση, ότι, δεν εργαζόταν εκείνο το χρονικό διάστημα, θέση την οποία μετέβαλε αμέσως μετά σε απάντηση πρόσθετης ερώτησης του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγόμενης, για ποιον λόγο του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια, προβάλλοντας ότι εργαζόταν στη βάση μερικούς απασχόλησης «σε κάποια μαγαζιά.» Πέραν της μεταβολής που παρουσιάζεται επί των σχετικών του θέσεων, ουδέποτε απάντησε την ερώτηση του συνηγόρου της Εναγόμενης δια το κατά πόσο πράγματι χρησιμοποίησε την αναρρωτική άδεια αυτή. Συναφώς, δεν δύναμαι να εξαγάγω ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ομοίως, σε ό,τι αφορά τη θέση του ΜΕ2 ότι χρησιμοποίησε το αυχενικό κολάρο, η θέση του αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του, με γενικό και ασαφή τρόπο, χωρίς να παρατίθενται λεπτομέρειες ως προς το χρονικό διάστημα δια το οποίο, έστω και κατά προσέγγιση, χρησιμοποίησε τον αυχενικό κολάρο. Τίποτε δεν ανέφερε στην γραπτή του δήλωση επί τούτου. Εύλογα αναμενόταν από τον ίδιο να είναι σε θέση να παραθέσει κάποιες, έστω, λεπτομέρειες επί τούτου, στην απουσία των οποίων δεν δύναμαι να αποδεχθώ την σχετική του θέση.
26. Η θέση των Εναγόντων ότι στις 14.7.2017 επισκέφθηκαν τον ΜΕ3 για εκτίμηση δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης, προκύπτει από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 8 και 13 και την αποδέχομαι.
27. Ανατρέχοντας όμως με προσοχή στα όσα οι Ενάγοντες κατέθεσαν στα πλαίσια των γραπτών τους δηλώσεων, αναδύεται αβίαστα το στοιχείο της υπερβολής αλλά και της αοριστολογίας. Ειδικότερα, ενώ κατέθεσαν στα πλαίσια της γραπτής τους δήλωσης ότι ο τραυματισμός που υπέστησαν συνεπεία του Ατυχήματος τους «ταλαιπώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα» και τους «ανάγκασε να παραμείν(ουν) κλινήρ(ει)ς», ουδόλως ήταν αυτή η εικόνα που αναδύθηκε κατά την αντεξέταση τους.
28. Ειδικότερα, ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν χρησιμοποίησε αυχενικό κολάρο, ότι δεν υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία και ότι σίγουρα εργάστηκε δύο από τις τρεις ημέρες που του χορηγήθηκε άδεια ασθενείας από το Νοσοκομείο. Αυτό το οποίο εξάγεται από τις εν λόγω θέσεις του, είναι ότι ο ίδιος επέλεξε να μην ακολουθήσει τις συστάσεις του ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας αλλά και του ίδιου του Δρ. Παπαγιάννη (σε σχέση με τη φυσιοθεραπεία). Ουδεμία επεξήγηση δόθηκε για την ως άνω επιλογή του. Οι ως άνω διαπιστώσεις μου εκθεμελιώνουν ως ζήτημα λογικής τη θέση του περί πόνου και ταλαιπωρίας, εφ’ όσον η μοναδική λογική εξήγηση που δύναται ευλόγως να αποδοθεί στην έκδηλη αδιαφορία του ως προς την υιοθέτηση ιατρικών συστάσεων είναι ότι έπαυσε να ταλαιπωρείται από οιονδήποτε πόνο.
29. Επιπρόσθετα, η αναφορά του ότι εργάστηκε τις ημέρες εκείνες αντικρούεται με τη σαφή θέση που εξέφρασε κατά την κυρίως εξέταση του δια το ότι παρέμεινε «κλινήρης», εφ΄ όσον ταλαιπωρείτο από πόνους «για μεγάλο χρονικό διάστημα», ενώ, ως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση του, τούτο ήταν αναληθές. Σημειώνω εδώ ότι αφού απάντησε ότι εργάστηκε στην αναρρωτική του άδεια, αμέσως μετά επιχείρησε να μεταβάλει τη θέση του προβάλλοντας ότι «νομίζει» ότι «δεν δούλεψε τις πρώτες δύο μέρες, τώρα ό,τι τζιαι να σου πω εν να ψέματα, πήγα όμως δεν καθυστέρησαν να πάω δουλειά.»[10] Τα πιο πάνω στοιχεία παρουσιάζουν μεταβολές κατά τρόπο που καταδεικνύουν ότι ο μοναδικός λόγος δια τον οποίο κατέθεσε στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης ότι παρέμεινε «κλινήρης» ήταν με σκοπό να αποδοθεί εσφαλμένη εικόνα ως προς τον πραγματικό πόνο και ταλαιπωρία που αντιμετώπιζε, διαπίστωση που πλήττει την αξιοπιστία του ΜΕ1 ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου.
30. Αντίστοιχα συμπεράσματα διαπιστώνονται και από την μαρτυρία του ΜΕ2 για αντίστοιχους λόγους. Ειδικότερα, ο ΜΕ2 κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία ενώ δεν απάντησε αναφορικά με το κατά πόσο εργάστηκε. Η πιο πάνω στάση του αντικρούεται με την αντίστοιχη θέση που εξέφρασε κατά την κυρίως εξέταση του, δια το ότι παρέμεινε «κλινήρης» εφ΄ όσον ταλαιπωρείτο από πόνους «για μεγάλο χρονικό διάστημα».
31. Πρόσθετα, ενώ ο ΜΕ2 ανέφερε στην γραπτή του δήλωση ότι του δόθηκαν, μεταξύ άλλων, οδηγίες και για επανεξέταση,[11] εντούτοις, δεν έκρινε σκόπιμο με τη λήξη της προαναφερθείσας άδειας ασθενείας να μεταβεί εκ νέου στο Γενικό Νοσοκομείο για την εν λόγω επανεξέταση. Ως ζήτημα λογικής εξάγεται το ίδιο συμπέρασμα ως έχει καταγραφεί στην παρ. 28 πιο πάνω σε σχέση με τον ΜΕ1.
32. Η δε θέση αμφότερων των ΜΕ1 και ΜΕ2 περί ταλαιπωρίας τους δεν διασυνδέθηκε, έστω σε επίπεδο ισχυρισμών, με οιοδήποτε άλλο στοιχείο επί γεγονότων, πέραν του «πόνου» που, κατά τη θέση τους, τους ταλαιπώρησε «για μεγάλο χρονικό διάστημα» και του ισχυρισμού τους ότι παρέμειναν «κλινήρεις». Εν τη απουσία οιασδήποτε άλλης θέσης και στη βάση των όσων έχουν παρατεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν αποδέχομαι τη θέση τους περί ταλαιπωρίας τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
33. Δεν αποδέχομαι ούτε και τη θέση τους περί «απώλειας προσωπικής άνεσης»[12] εφ’ όσον ουδέν στοιχείο παρατέθηκε, έστω, και πάλιν, σε επίπεδο ισχυρισμών σε τί έγκειτο η αναφερόμενη απώλεια προσωπικών τους ανέσεων. Συναφώς, η εν λόγω θέση τους απέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και ουδεμία αξία δύναμαι να αποδώσω σε αυτήν.
34. Δεν δύναμαι να αποδώσω βαρύτητα ούτε στους ιατρικούς όρους που κατέγραψε ο ΜΕ1 στην παρ. 12 της γραπτής του δήλωσης και επανέλαβε ο ΜΕ2 στην παρ. 11 της δικής του γραπτής δήλωσης. Τούτο διότι, ο ΜΕ1 επεξήγησε κατά την αντεξέταση του, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ακριβή του διάγνωση, παραπέμποντας κατ’ επανάληψη στα όσα ανέφεραν «οι ιατροί» του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και ο Δρ. Παπαγιάννης. Αντιστοίχως, κατά την αντεξέταση του ο ΜΕ2 σε υποβολή του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι δεν υπέστη κανένα τραυματισμό απάντησε «ο γιατρός ξέρει.»[13] Οι εν λόγω αναφορές τους σαφώς αφορούν τις βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (Τεκμήρια 5 μέχρι 7 και 10 μέχρι 12) και το περιεχόμενο των Ιατρικών Πιστοποιητικών του Δρ. Παπαγιάννη, Τεκμήρια 8 και 13.
35. Όμως, ως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος της Εναγόμενης:
(α) Υπάρχει σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των διαγνώσεων που κατέγραψε ο Δρ. Παπαγιάννης επί του Τεκμηρίου 8 σε σχέση με τον ΜΕ1 και της διάγνωσης που καταγράφεται επί του Τεκμήριου 5. Ειδικότερα, ενώ στο Τεκμήριο 5 που εκδόθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αναφέρεται ως διάγνωση η θλάση των μυών αυχένα, στο Τεκμήριο 8 αναφέρεται ως διάγνωση το διάστρεμμα αυχένα με ευθειασμό και περιορισμό κινητικότητας και η θλάση οσφύος.
(β) Αντίστοιχη διαφοροποίηση παρατηρείται μεταξύ των διαγνώσεων σε σχέση με τον ΜΕ2 που καταγράφονται επί του Τεκμήριου 10 και επί του Τεκμηρίου 13. Ειδικότερα, ενώ στο Τεκμήριο 10 που εκδόθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αναφέρεται, και πάλιν, ως διάγνωση η θλάση των μυών αυχένα, στο Τεκμήριο 13 που εκδόθηκε από τον Δρ. Παπαγιάννη αναφέρεται ως διάγνωση το διάστρεμμα αυχένα με ήπιο ευθειασμό και περιορισμό κινητικότητας, θλάση της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και η θλάση οσφύος.
36. Όμως, από μια απλή ανάγνωση των Τεκμηρίων 8 και 13 προκύπτει η καταγραφή από τον Δρ. Παπαγιάννη των πιο πάνω διαγνώσεων αναφορικά με τους ισχυριζόμενους τραυματισμούς των Εναγόντων, δεν αποτελούσε προϊόν δικής του ανεξάρτητης εκτίμησης και γνωμάτευσης. Κατά την παράθεση των πιο πάνω αναφορών του, σαφώς επιχειρεί να καταγράψει αυτά που είχαν ήδη λάβει χώρα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και να καταγράψει το τί εκεί διαπιστώθηκε. Η δική του εκτίμηση περιορίστηκε (α) στο να εντοπίσει βελτίωση συμπτωματολογίας των Εναγόντων, (β) αναφορικά με τον ΜΕ1 «μικρό πόνο περιορισμό στην κίνηση της ΑΜ/ΣΣ» (βλ. Τεκμήριο 8) και (γ) αναφορικά με τον ΜΕ2 να επισημάνει ότι ο ίδιος «παραπονείτο για περιορισμό της κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης, κυρίως κάμψης» (βλ. Τεκμήριο 13).
37. Όπως όμως προανέφερα, ο ιατρός του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας δεν φαίνεται, στη βάση των Τεκμηρίων 5 και 10, να έχει διαγνώσει αυτά που ο Δρ. Παπαγιάννης κατέγραψε επί των Ιατρικών Πιστοποιητικών. Ερωτηθείς επί τούτου σε σχέση με τη διάγνωση που κατέγραψε στο Τεκμήριο 8, κατέφυγε σε ασαφείς επεξηγήσεις οι οποίες στερούνται πειστικότητας. Ειδικότερα, επικαλέστηκε τον φόρτο εργασίας των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου, ώστε να προβάλει τη θέση ότι δεν έχουν χρόνο να εξετάσουν τον τραυματία. Δεν αποδέχομαι τη θέση του αυτή. Πέραν της γενικότητας με την οποία τέθηκε η ως άνω εισήγηση, ουδεμία διασύνδεση προκύπτει των όσων ανέφερε με το περιστατικό του ΜΕ1 ή του ΜΕ2. Σαφώς πρόκειται για εικασία η έκταση της οποίας αναδύεται και από το γεγονός ότι, στη βάση του Τεκμηρίου 7, ο ΜΕ1 υπεβλήθη σε ακτινολογικό έλεγχο τόσο της αυχενικής μοίρας, όσο και της οσφυϊκής μοίρας και του θώρακα. Εύλογα συνάγεται συνεπώς, ότι εάν διαπιστωνόταν οτιδήποτε πέραν της θλάσης αυχένα, αυτά θα είχαν καταγραφεί.
38. Δεν μου διαφεύγει ότι στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του ο ΜΕ3 ανέφερε ότι «κατόπιν μελέτης των ακτινογραφιών»[14] διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω, αφήνοντας, ενδεχομένως, να νοηθεί ότι επρόκειτο για διαγνώσεις κατόπιν δικής του εκτίμησης. Δεν δύναμαι να υιοθετήσω μια τέτοια εισήγηση. Και πάλιν δεν ξεκαθάρισε κατά πόσο είναι ο ίδιος που διαπίστωσε τα όσα κατέγραψε επί των Ιατρικών του Πιστοποιητικών «κατόπιν μελέτης των ακτινογραφιών» ή κατά πόσο επρόκειτο για διαπίστωση των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου που κατέγραψε, με τον ίδιο να αναφέρει μόνο ότι «διαπιστώθην».[15] Πέραν του ότι δεν υποστήριξε με σαφήνεια ότι είναι ο ίδιος που διέγνωσε, ενάμιση μήνα μετά το Ατύχημα, τα πιο πάνω και πέραν των όσων έχουν καταγραφεί στην παρ. 35 – 37 πιο πάνω, είναι ο ίδιος ο Δρ. Παπαγιάννης που ενώπιον του Δικαστηρίου πρόσθετα επιβεβαίωσε ότι δεν είναι θέση να καταθέσει για οτιδήποτε εκπίπτει του περιεχομένου των Ιατρικών Πιστοποιητικών (Τεκμήρια 8 και 13).[16] Ειδικότερα, ο ίδιος δεν θυμόταν, έστω, ότι εξέτασε τους ΜΕ1 και ΜΕ2 αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να τους εξέτασα όταν ήρθαν στην ημερομηνία που αναφέρεται εάν θυμάμαι, δεν έχω κάποιο χαρτί μπροστά μου, δεν μπορώ να επιβεβαιώσω τίποτε».[17] Δηλαδή, στην απουσία των Ιατρικών Πιστοποιητικών, δεν ήταν σε θέση να καταθέσει με βεβαιότητα ότι, έστω, είχε εξετάσει τους ΜΕ1 και ΜΕ2, πόσω δε μάλλον ότι είχε λάβει υπόψιν του ακτινογραφίες που, ίσως, του είχαν προσκομιστεί από αυτούς. Η διαπίστωση μου αυτή επιρρώνεται και από το γεγονός ότι, ως ξεκαθάρισε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θυμόταν ποια έγγραφα του είχαν προσκομιστεί από τους Ενάγοντες, ερωτηθείς κατά πόσο του προσκομίστηκαν ακτινογραφίες.[18] Ακόμη όμως, ερωτηθείς τί έλαβε υπόψιν του για την καταγραφή των εκεί διαγνώσεων παρέπεμψε στον «έλεγχο ο οποίος γίνει τον Μάιο του 2017 από τους συναδέλφους στις Πρώτες Βοήθειας, οι οποίοι έκαναν τον έλεγχο, την κλινική εξέταση, την ακτινογραφία».[19]
39. Υπό το φως των πιο πάνω αλλά και της διάστασης που υπάρχει μεταξύ των εγγράφων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και των Ιατρικών Πιστοποιητικών του Δρ. Παπαγιάννη επί της διάγνωσης των τραυματισμών των Εναγόντων (βλ. Τεκμήρια 5, 8, 10 και 13), απέμεινε άγνωστο επί ποιας βάσης ο Δρ. Παπαγιάννης κατέγραψε επιπρόσθετες διαγνώσεις και τραυματισμούς, πέραν των όσων καταγράφονται επί των βεβαιώσεων του Γενικού Νοσοκομείου. Η διαπίστωση αυτή από μόνη της δημιουργεί τέτοιο κενό στη μαρτυρία του κατά τρόπο που να αποστερεί από το Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του και να διαμορφώσει δική του κρίση (βλ. Παναγρίτη ν. Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 439, Σαρρής ν. Καλλέγια (2011) 1 ΑΑΔ 958 και Γιαννάκης Πελεκάνος κ.ά. ν. Ανδρέα Πελεκάνου (2010) 1 ΑΑΔ 1746). Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Cornelius Desmond O’ Dwyer v. Χριστοφόρου Καραγιαννά Πολ. Έφ. 47/15, 1.12.23 (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):
«Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. Κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd. V. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (πιο πάνω) […] Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να δέχεται τη μαρτυρία πραγματογνώμονα, έστω και αν αυτή δεν αντικρούεται από την άλλη πλευρά, έχει όμως το καθήκον, στην κάθε περίπτωση, να αιτιολογεί την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας αυτής. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1746, ‘δεν υπάρχει καμιά αναγνωρισμένη αρχή σύμφωνα με την οποία, επειδή σε μια υπόθεση δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία, το Δικαστήριο οφείλει χωρίς άλλο να αποδεχθεί τη θέση που έχει προσφέρει ο ένας και μοναδικός εμπειρογνώμονας (…) Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ευριπίδου (2015) 2 Α.Α.Δ. 140, ‘Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Αγιώτου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1020) (…) Ορθή ήταν, επομένως, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Ε.6 δεν επεξήγησε με ακρίβεια τα συμπεράσματα του και ότι είχε παραλείψει να παραθέσει στοιχεία από τα οποία να εξακριβώνεται κατά πόσο ακολούθησε κάποια διαδικασία που να βασίζεται σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να καταλήξει σε μια αξιόπιστη διάγνωση. Καμία αναφορά, καμία επεξήγηση δεν έγινε στις ‘σταθερές ιατρικές μεθόδους’ που, όπως ο Μ.Ε.6 ισχυρίστηκε, είχε ακολουθήσει στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην απόφαση του στην υπόθεση Αυγουστή κ.ά. v. Ιωάννου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1498, η γνώμη του πραγματογνώμονα θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται με απόλυτη επάρκεια και πειστικότητα. Διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί και να στηριχτεί στη μαρτυρία του, έστω και αν είναι ο μόνος πραγματογνώμονας που κατάθεσε στο Δικαστήριο αναφορικά με τα ψυχολογικά προβλήματα που ο Εφεσείων παρουσίαζε.»
40. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χρίστου Σωκράτους Ιωάννου ν. Yiangos I Socratous & Sons Ltd Πολ. Εφ. 149/15, 3.2.25 τονίστηκε με παραπομπή σε αυθεντίες, ότι η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα, ενώ παράλληλα η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία οι ως άνω μάρτυρες που κατέθεσαν ως πραγματογνώμονες προσέγγισαν το έργο τους, αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης τους. Επί τού σημείου παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα από το σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Β' Έκδοση, Λευκωσία, Hippasus Publishing, 2016, στις σελ. 580 - 582 ώστε να καταδειχθεί το εύρος των καθηκόντων ενός εμπειρογνώμονα που καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου).
«Ρόλος του Πραγματογνώμονα.
(α) Καθήκοντα Και Υποχρεώσεις Πραγματογνωμόνων
Το καθήκον των πραγματογνωμόνων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευρέως την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης (Παναγρίτη ν. Χαραλάμπους (2012) 1(Α) ΑΑΔ 439, Σαρρής ν. Καλλεγίας και Άλλων (2011) 1(Β) ΑΑΔ 958, Cybarco Ltd v. Kouascik (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 2013, Πιττάλης και Άλλων v. Ianira Enterprises Ltd και άλλων (1997) 1(Β) ΑΑΔ 814, Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1). Το καθήκον αυτό έχει προτεραιότητα έναντι των όποιων υποχρεώσεων του πραγματογνώμονα προς τον πελάτη (Inman v. Abbot and Haliburton (2015) 2 SCR 182, Stanton v. Callaghan (1998) 3 All ER 961) [...] Η μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, ιδίως στις μέρες μας όπου οι επιστήμες κάθε μορφής αναπτύσσονται ραγδαίως και γίνονται όλο και πιο εξιδεικευμένες, ενδείκνυται όπως παρατίθεται με σαφήνεια και λεπτομέρεια, σε καταληπτή γλώσσα και (στο μέτρο του πρακτικώς δυνατού), χωρίς περίπλοκους και δυσνόητους επαγγελματικούς και τεχνικούς όρους (R v. Reed (2009) EWCA Crim 2698), για να μπορεί να γίνεται κατανοητή και αντιληπτή από το Δικαστήριο και τους δικηγόρους (Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1825, Syncon Ltd v. Σπύρου (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1314) και να ερμηνεύεται σωστά (Sand Others v. R (2012) EWCA Crim 1433), δίχως πιθανότητα σύγχυσης ή παραπλάνησης [...] Στην R v. Harris (2006) 1 Cr App R 55, τονίστηκε σχετικώς και εν είδει καθοδήγησης επί του θέματος, ότι:
(i) Η πραγματογνωμοσύνη που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο πρέπει να είναι το ανεξάρτητο προϊόν του πραγματογνώμονα, ανεπηρέαστο από τις ανάγκες της υπόθεσης.
(ii) Ο πραγματογνώμονας πρέπει να παρουσιάζει στο Δικαστήριο ανεξάρτητη επικουρία με την αντικειμενική και ανεπηρέαστη γνώμη του και δεν πρέπει να αναλαμβάνει το ρόλο δικηγόρου.
(iii) Ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να αναφέρει τα γεγονότα και τα συμπεράσματα πάνω στα οποία βασίζει τη γνώμη του και δεν πρέπει να παραλείπει ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη γνώμη του. […]
(v) Αν ο πραγματογνώμονας κρίνει ότι δεν έχει στην κατοχή του ικανοποιητικά στοιχεία ώστε να διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη για αυτά που ζητούνται, θα πρέπει να το δηλώσει στην έκθεση του (ή ακόμα και τη μαρτυρία του), με την επισήμανση ότι ένεκα τούτου η γνώμη του εν μπορεί παρά να είναι προκαταρκτική (provisional).»
41. Για τους λόγους που προανέφερα, ο ΜΕ3 δεν εκπλήρωσε το καθήκον του ως εμπειρογνώμονας που κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου να παραχωρήσει στο Δικαστήριο τα επιστημονικά κριτήρια επί των οποίων βασίσθηκε ώστε να παράσχει στο Δικαστήριο τα αναγκαία εφόδια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του. Τούτων δοθέντων, οι θέσεις του ΜΕ3 ως προς τους τραυματισμούς των Εναγόντων δεν δύνανται να γίνουν αποδεκτές εκτός μόνο στην έκταση που αυτές συνάδουν με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 5 και 10, ήτοι τις βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου όπου εκεί καταγράφεται ότι οι Ενάγοντες υπέστησαν «θλάση των μυών ΑΜΣΣ».
42. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου δεν αλλοιώνονται από το γεγονός ότι, ως ο ΜΕ3 κατέγραψε επί του Τεκμηρίου 8 σε σχέση με τον ΜΕ1, ο ΜΕ1 παρουσίαζε «μικρό πόνο περιορισμό στην κίνηση της ΑΜ/ΣΣ». Τούτο διότι, καθώς, ως ο ίδιος ο ΜΕ3 επεξήγησε δια ζώσης,[20] ένα τέτοιο συμπέρασμα ερείδεται επί των συμπτωμάτων πόνου του ίδιου του ασθενή, τα οποία ο ίδιος του αναφέρει κατά την κλινική του εξέταση. Σε σχέση μάλιστα με τον ΜΕ2, ο ΜΕ3 καταγράφει επί του σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού, Τεκμήριο 13, ότι είναι ο ίδιος ο ασθενής που «παραπονείτο» για περιορισμό της σπονδυλικής στήλης. Με δεδομένο το γεγονός ότι η εξέταση των Εναγόντων από τον ΜΕ3 έλαβε χώρα ενάμιση μήνα μετά το Ατύχημα, με δεδομένη και την απόρριψη της θέσης των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς το ότι οι ίδιοι ταλαιπωρούντο από πόνους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το Ατύχημα και με δεδομένη τη θέση του ίδιου του ΜΕ3 ότι είναι στη βάση των αναφορών των Εναγόντων που εξήγαγε το συμπέρασμα του για περιορισμό κινητικότητας, η επί τούτου θέση του δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παρέχει ανεξάρτητο έρεισμα στις θέσεις των Εναγόντων για πόνο και ταλαιπωρία για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ούτε και βεβαίως δύναται να επενεργήσει κατά τρόπο διορθωτικό της μαρτυρίας τους (βλ. Ευσταθίου ν. Alpha Bank (2012) 1 ΑΑΔ 1682).
43. Δεν δύναμαι σε κάθε περίπτωση να υιοθετήσω ούτε και το συμπέρασμα του ΜΕ3 ότι τα όποια συμπτώματα εντόπισε ο ίδιος κατά την εκτίμηση των Εναγόντων προκλήθηκαν από το Ατύχημα. Τούτο διότι, ως ο ίδιος ανέφερε, το Ατύχημα έλαβε χώρα στις 30.5.2017 και οι Ενάγοντες τον επισκέφθηκαν στις 14.7.2017, ήτοι, ενάμιση μήνα κατόπιν. Ο ίδιος είναι μόνο στη βάση του γεγονότος ότι η ιατρική εξέταση των Εναγόντων ήταν χρονικά μεταγενέστερη του Ατυχήματος, που προέβηκε στην «εικασία»[21] ως χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι τα ενοχλήματα των Εναγόντων συνδέονταν με το Ατύχημα. Παρά όμως το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία για τη συνέχιση των συμπτωμάτων Εναγόντων. Μάλιστα δε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1, δεν σταμάτησε να εργάζεται, δεν υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπείες, ούτε και χρησιμοποίησε αυχενικό κολάρο. Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τον ΜΕ2. Σχετικά είναι τα όσα έχουν καταγραφεί στις παρ. 35 μέχρι 38 πιο πάνω. Ως εκ τούτου απουσιάζει ολοσχερώς μαρτυρία δια της οποίας να καταδεικνύεται η συνέχιση των συμπτωμάτων των Εναγόντων μέχρι και την ημερομηνία της κλινικής εξέτασης τους από τον ΜΕ3. Περιπλέον, σε σχέση με τον ΜΕ2, ο ίδιος ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι αντιμετώπιζε προϋπάρχον πρόβλημα με την σπονδυλική του στήλη στοιχείο το οποίο δεν φαίνεται να έχει αξιολογηθεί σε οιοδήποτε στάδιο από τον ΜΕ3.
44. Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ3 μόνο στην έκταση που αυτή συνάδει με τις βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, Τεκμήρια 5 και 10, ήτοι ότι οι Ενάγοντες υπέστησαν συνεπεία του Ατυχήματος θλάση αυχένα της αυχενικής μοίρας. Κατά τα λοιπά, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του.
V. ΕΥΡΗΜΑΤΑ
45. Στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας βρίσκω ότι στις 30.5.17 και η ώρα 20:45 περίπου, ο Ενάγων στην Πρώτη Αγωγή, ιδιοκτήτης του Πρώτου Αυτοκινήτου οδηγούσε το Πρώτο Αυτοκίνητο στον κύριο δρόμο Πέρα Ορεινής – Ψημολόφου, με κατεύθυνση προς τη Λευκωσία και με συνοδηγό τον Ενάγοντα στην Δεύτερη Αγωγή. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο ΑΦ, ασφαλιζόμενος της Εναγόμενης, ο οποίος οδηγούσε το Δεύτερο Αυτοκίνητο σε πάροδο η οποία βρισκόταν αριστερά της πορείας του Πρώτου Αυτοκινήτου, εξήλθε της εν λόγω παρόδου για να εισέλθει στον κύριο δρόμο επί του οποίου κινείτο το Πρώτο Αυτοκίνητο, επιχειρώντας στροφή προς τα αριστερά ως η πορεία του Δεύτερου Αυτοκινήτου, χωρίς να σταματήσει στο STOP της πορείας του και χωρίς να αναμένει το Πρώτο Αυτοκίνητο να προχωρήσει. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να ανακόψει την πορεία του Πρώτου Αυτοκινήτου και τα δύο αυτοκίνητα να συγκρουστούν.
46. Αμέσως μετά το Ατύχημα οι Ενάγοντες μετέβηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο, με συμπτώματα ζάλης, κεφαλαλγίας και δυσκαμψίας της σπονδυλικής στήλης. Εκεί εξετάστηκαν από τον επί καθήκοντι ιατρό και υποβλήθηκαν σε κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο. Αμφότεροι διαγνώσθηκαν με θλάση μυών του αυχένα. Τους συστάθηκε η χρήση κολάρου και τους παραχωρήθηκε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 2.6.17. Στις 30.5.2017 οι Ενάγοντες επισκέφθηκαν τον ΜΕ3 ο οποίος τους εξέτασε και εξέδωσε τα Ιατρικά Πιστοποιητικά (Τεκμήρια 3 και 8). Οι ΜΕ1 και ΜΕ2 τιμολογήθηκαν το ποσό των €250 έκαστος για την εξέταση τους από τον ΜΕ3 και την έκδοση των εν λόγω ιατρικών πιστοποιητικών.
47. Επίσης, συνεπεία της σύγκρουσης το Πρώτο Αυτοκίνητο υπέστη ζημιές οι οποίες εκτιμήθηκαν σε ποσό ύψους €487,90. Πρόσθετα, ο ΜΕ1 επωμίστηκε κόστος ύψους €80 για την έκδοση της εκτίμησης των ζημιών του Πρώτου Αυτοκινήτου, Τεκμήριο 2.
VI. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
(α) Ευθύνη
48. Η βάση αγωγής εδράζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας που καθορίζεται στο άρθρο 51 του Κεφ. 148 καθότι, ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται, λόγω της αμελούς οδήγησης του ΑΦ προκλήθηκε το Ατύχημα και οι ίδιοι τραυματίστηκαν και υπέστηκαν ζημιές. Από τις εκατέρωθεν Εκθέσεις Απαίτησης, προκύπτει ότι οι Ενάγοντες βασίζουν τις αξιώσεις τους και σε «παράβαση των εκ του Νόμου και/ή Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων» του ΑΦ.
49. Σχετικά με την τελευταία αιτία αγωγής διαπιστώνεται ότι αυτή δεν δικογραφείται επαρκώς. Το Δικαστήριο υιοθετεί το ακόλουθο απόσπασμά από την πρωτόδικη απόφαση στην Χατζημάρκου ν. Cyprus Popular Public Co Ltd, πρώην Marfin Popular Bank Co Ltd κ.ά. Αρ. Αγ. 7022/12, 4.12.20, υπό τον Έντιμο Χ. Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ. ως ήταν τότε (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):
«Σε αρκετές αποφάσεις, με πιο πρόσφατη τη Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Εφ. 140/11, ημερ. 22.12.16, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε εμφαντικά πως το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από τη θεμελίωση της παράβασης νόμιμου καθήκοντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.α. (2008), 1(Α) Α.Α.Δ. 432, Μ. Σ. Ιακωβίδης και Σία Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. 378/09 κ.α. ημερ. 10.7.15). Όπως έχει λεχθεί, η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παράβασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί θεραπεία του Κοινοδικαίου και δεν πρέπει να συγχύζεται ή να αναμειγνύεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια, έστω και αν κάποια συγκεκριμένη ζημιά είναι δυνατό να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με συνήθη αμέλεια είτε από συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νόμιμου καθήκοντος. Για αυτό και η ορθή δικογράφηση απαιτεί ξεχωριστή καταγραφή των δύο αγώγιμων δικαιωμάτων και περαιτέρω απαιτείται ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν σε παράβαση νομίμων καθηκόντων (Bullen and Leak "Precedents of Pleadings", 12η έκδοση, σελ. 59, Annual Practice 1958, σελ. 468). Όπως διαπιστώνεται, στην παρούσα περίπτωση υπήρξε δεόντως χωριστή δικογράφηση και διάκριση των λεπτομερειών αμέλειας αφενός και αυτών της παράβασης καθηκόντων αφετέρου, ενώ υπήρξε και εξειδίκευση των κανόνων που κατ' ισχυρισμόν στοιχειοθετούν παράβαση νόμιμου καθήκοντος, όπως επιτάσσει η πιο πάνω νομολογία.»
50. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει χωριστή δικογράφηση για παραβίαση νόμιμου καθήκοντος. Στις λεπτομέρειες που παρέχονται δεν υπάρχει ούτε αναφορά σε ποια νομοθεσία ερείδεται η κατ’ ισχυρισμό παράβαση. Όμως για σκοπούς δικογράφησης παραβίασης νόμιμου καθήκοντος επιβάλλεται αναφορά στη συγκεκριμένη νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς ενάγοντα, δημιουργείτο το νόμιμο καθήκον έναντί του και το οποίο ο εναγόμενος παράβηκε (βλ. σχετικά παραδείγματα Bullen & Leake & Jacob’s “Precedents of Pleadings”, Sweet & Maxwell, 18η έκδοση, σελ. 460, ενότητα 81-Χ2). Αυτό κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι απαγορεύεται η αναφορά σε νομοθεσία επί των δικογράφων, ούτως ώστε η πλευρά του εναγόμενου να γνωρίζει και λαμβάνει επαρκή ειδοποίηση αναφορικά με το περιεχόμενο και το εύρος της απαίτησης του ενάγοντα. Συναφώς η απαίτηση των Εναγόντων δεν δύναται να επιτύχει στην πιο πάνω βάση.
51. Στρεφόμενη στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, αυτό ορίζεται από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο αποτελεί κωδικοποίηση των αρχών του κοινοδικαίου (Στρατμάρκο Λτδ ν. Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1 ΑΑΔ 453). Η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 51, Κεφ.148 σε περιπτώσεις τροχαίων αδικημάτων είναι πλούσια με τις πράξεις ή παραλείψεις του οδηγού να κρίνονται με βάση το επίπεδο του «μέσου συνετού οδηγού».[22] Επομένως, οι Ενάγοντες θα πρέπει να αποδείξουν ότι ο ΑΦ (α) τέλεσε πράξη την οποία υπό τις περιστάσεις ένας λογικός συνετός οδηγός δεν θα τελούσε ή παρέλειψε να τελέσει πράξη που ένας τέτοιος οδηγός θα οδηγούσε και (β) υπείχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις να μην επιδείξει αμέλεια.
52. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρίας Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Άντρης Σωτηρίου Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 420, αναγνωρίστηκε ότι το καθήκον οδηγού «γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο τη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειας τους».[23]
53. Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, η έννοια της αμέλειας αποτελεί ζήτημα πραγματικών γεγονότων τα οποία θα πρέπει να εξακριβωθούν υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΔΑ 457). Το κριτήριο για τον καθορισμό αμέλειας δεν συναρτάται με τους υποκειμενικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τις δυνατότητες του οδηγού για επιμελή οδήγηση αλλά κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο από εύλογα προβλεπτούς κινδύνους (βλ. Jamal Ismail v. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά., Π.Ε. 333/09 12.2.14, Παλαιομυλίτης ν. Τροχαίας (1996) 2 ΑΑΔ 300 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες και Αλεξάνδρου (ανωτέρω)). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην Αριστείδου ν. Πολυδώρου Π.Ε. 346/10 15.1.2016:
«Ο Εναγόμενος θα πρέπει να έχει συμπεριφερθεί και θα πρέπει να έχει επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις, από το επίπεδο που αναμένεται από έναν λογικό, συνετό, ικανό και έμπειρο οδηγό. Το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου οδηγού, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού.»
54. Αναφορικά με το θέμα ευθύνης, σημειώνεται ότι για να δικαιούνται οι Ενάγοντες στις αξιούμενες αποζημιώσεις θα πρέπει εκτός από την πράξη αμέλειας από τον ΑΦ, να αποδείξουν και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του εν λόγω αστικού αδικήματος και της προκληθείσας ζημίας, δηλαδή να αποδείξουν με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων πώς το αστικό αδίκημα προκάλεσε ή ουσιαστικά συνέδραμε στην προκληθείσα ζημιά τους (βλ. Παρασκευαϊδης ν. Συμεωνίδης και Υιοί Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ 560).
55. Εάν αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος του ΑΦ σύμφωνα με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, τότε το Δικαστήριο, εφόσον εγείρεται το ζήτημα, όπως στην παρούσα περίπτωση, εξετάζει με βάση του άρθρο 57 του Κεφ. 148 εάν οι Ενάγοντες έχουν συντρέχουσα αμέλεια. Εφαρμόζοντας τις ίδιες αρχές ως προς την αιτιώδη συνάφεια, αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγόμενων, από τη μια, και ενάγοντα, από την άλλη, και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα (βλ. κατ’ αναλογίαν Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 AAΔ 1013). Ο δε καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες· το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness) κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency) (Βλ. Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460, Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντης κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284, Βελάρης ν. Ηροδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 881, Γεωργίου ν. Παναγιωτίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 80, Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41 και Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938). Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη (βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178, Βελάρης (ανωτέρω), Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polycarpou v. Adamou (1989) 1 C.L.R. 727).
56. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών και στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου διαπιστώνω τα εξής. Ο ΜΕ1 αμέσως πριν από τη σύγκρουση οδηγούσε το Πρώτο Αυτοκίνητο σε κύριο δρόμο, με τον ΑΦ να επιχειρεί να εισέλθει επί του εν λόγω δρόμου από πάροδο. ΑΦ παρέλειψε να σταματήσει στο ΑΛΤ της εν λόγω παρόδου και να ελέγξει με επάρκεια τον κύριο δρόμο προτού προχωρήσει να εισέλθει σε αυτόν. Όφειλε ο ΑΦ προτού εξέλθει στον κύριο δρόμο να βεβαιωθεί ότι ήταν ελεύθερος από την παρουσία οποιοδήποτε οδηγού, ως η επιχειρούμενη πορεία του, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε σύγκρουση (βλ. Χατζηνικόλα ν. Χριστοδούλου Πολ. Εφ. 68/15, 20.12.23 («Χατζηνικόλα»)).
57. Δια των ως άνω παραλείψεων του παράβηκε το καθήκον επιμέλειας που υπείχε έναντι των Εναγόντων ως χρήστες του δρόμου. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, οδηγοί που κατευθύνονται κατά μήκος της κύριας οδού έχουν προτεραιότητα και εύλογα μπορεί να αναμένουν ότι οι οδηγοί αυτοκινήτων που προσεγγίζουν την κύρια οδό δεν θα παρεμβάλουν εμπόδια στην πορεία τους. Κάθε παρέμβαση στο δικαίωμα αυτό συνιστά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας που επιβαρύνει τους οδηγούς που προσεγγίζουν την κύρια οδική αρτηρία από τις παρόδους (Ιωαννίδου ν. Γιάννη (1990) 1 ΑΑΔ 213), Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 ΑΑΔ 980 και Meemanage v. Νατάσας Αναστασίου κ.ά. (2008) 1 ΑΔΑ 59). Συνάγεται ότι είναι γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης ήταν οι εν λόγω παραλείψεις του ΑΦ οι οποίες αποτέλεσμα είχαν την παράλειψη του να αντιληφθεί την παρουσία του Πρώτου Αυτοκινήτου και κατ’ επέκταση την ανακοπή της πορείας του (βλ. Χατζηνικόλα).
58. Από την άλλην και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ουδόλως προκύπτει οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους των Εναγόντων με τις δικογραφημένες θέσεις της Εναγόμενης επί τούτου να μην έχουν αποδειχθεί. Ούτε υφίσταται οιοδήποτε ενώπιον μου στοιχείο στη βάση του οποίου θα δύνατο να εξαχθεί ότι όφειλε ο ΜΕ1 να αντιληφθεί την ενέργεια του ΑΦ εκ των προτέρων και να λάβε προληπτικά μέτρα, ως η εισήγηση της πλευράς της Εναγόμενης. Ως ο ΜΕ1 ανέφερε κατά την αντεξέταση του, σε περίπτωση ελιγμού προς τα δεξιά, ως η εισήγηση του συνηγόρου της Εναγόμενης, θα προκαλούσε άλλο ατύχημα, θέση η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης. Όπως επίσης αναφέρθηκε στην Χρίστος Χρίστου ν. 1. Ανδρούλλας Χρίστου κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 1527 (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):
«Είναι δε καλώς εδραιωμένη νομολογιακή αρχή ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους άλλους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο. Γι' αυτό, κατά κανόνα, καταλογίζεται αποκλειστική ευθύνη στους οδηγούς που εισέρχονται σε κύριο δρόμο από παρόδους και οι οποίοι ανακόπτουν τη νόμιμη πορεία οδηγών που κινούνται στον κύριο δρόμο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν όπως επιμεριστεί κάποιο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του κυρίου δρόμου (βλ. μεταξύ άλλων Ιωαννίδη ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, Παναγιώτου ν. Χατζηπαναγή (1994) 1 Α.Α.Δ. 178, Νικολάου ν. Καϊμακκάκη (2004) 1 Α.Α.Δ. 570 και Μeemanage v. Αναστασίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 59), οι οποίες αναφέρονται και στην πρωτόδικη απόφαση. Όμως, όπου ο οδηγός του κυρίου δρόμου εξ αντικειμένου δεν έχει δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα που εισέρχεται στην πορεία του από πάροδο πριν αυτό εισέλθει στον κύριο δρόμο - όπως συμβαίνει στην παρούσα - η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη. (Βλ. Meemanage ανωτέρω, η οποία παραπέμπει στις Ιωαννίδη (ανωτέρω) και Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815).»
59. Όπως επίσης τονίστηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κοσιαρής κ.ά. ν. Λεωνίδου Πολ. Εφ. 60/16 και 61/16, 19.6.2025 με παραπομπή στην Ανδρέας Ν. Σόλου ν. Νιόκα Πολ. Εφ. 245/14, 20.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D251 και άλλες αυθεντίες, το ζήτημα της συντρέχουσας αμέλειας είναι θέμα πραγματικό και όχι θεωρητικό, το οποίο εξετάζεται υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κινδύνου που παρουσιάζεται την δεδομένη στιγμή. Ως αναφέρθηκε στην Χατζηνικόλα για να αποδοθεί ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας, θα πρέπει να υπάρχει ένας εύλογα αναμενόμενος κίνδυνος ο οποίος θα πρέπει να ενεργοποιήσει την προσοχή του οδηγού. Παράλληλα το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγιών (βλ. Χρίστος Χρίστου ν. Ανδρούλλας Χρίστου κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 1527, Κυριάκου Παύλου ν. Ανδρέα Παπακυπριανού (2000) 1 ΑΑΔ 974, και Νικολαϊδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 ΑΑΔ 442).
60. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να αποδοθεί οποιοδήποτε ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας σε οιονδήποτε εκ των Εναγόντων. συναφώς, αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο ΑΦ είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόσκληση του Ατυχήματος.
(β) Αποζημιώσεις
61. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου οι ζημιές που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέχρι τη δίκη και ο αριθμητικός υπολογισμός τους είναι δυνατός, επιδικάζονται ως ειδικές αποζημιώσεις. Οι μελλοντικές απώλειες, δαπάνες και οι αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια της προσωπικής άνεσης συναποτελούν και επιδικάζονται υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων (Jamal Ismail v. Αντωνίου κ.ά. Πολ. Εφ. 333/2009 12.2.2014 και Κυριακή Κολάνη ν. Δημήτρη Ταμπούρα (2001) 1 ΑΑΔ 1108).
62. Όσον αφορά την κατηγορία γενικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο δύναται να αποδώσει ποσό στη βάση της αρχής της αποκατάστασης (Alfa Concrete Public Company Ltd ν. Γλυκύ Πολ. Εφ. 316/13 21.7.20), ECLI:CY:AD:2020:A253 και όχι τιμωρίας του παραβάτη. Η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση δεν πρέπει να επενεργεί ως επαύξηση των αποζημιώσεων (Μαυρομετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66). Στόχος των αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα (βλ. Ismail (ανωτέρω) και εκεί αναφερόμενες αποφάσεις).
63. Προς τούτο το Δικαστήριο καθοδηγείται από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια τους αρχής του stare decisis (Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 ΑΑΔ 1303). Η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος λαμβάνεται σοβαρά υπόψη με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου να δείχνει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων (βλ. Ismail (ανωτέρω), Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου (1999) 1 ΑΑΔ 687, Λαγοπίδης ν. Αναστασίου Αναστασιάδη άλλως Τάσος Πολ. Εφ. 250/2011 28.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A180 και G&L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 ΑΑΔ 948) με το Ανώτατο Δικαστήριο να έχει τονίσει την ανάγκη για δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου (Ismail (ανωτέρω) και εκεί αναφερόμενες αποφάσεις. Επομένως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πάροδος του χρόνου από την επιδίκαση αποζημιώσεων σε ανάλογα ατυχήματα σε παλαιότερα χρόνια (Alfa Concrete Public Company Ltd ν. Γλυκύ Πολ. Εφ. 316/13 21.7.20), ECLI:CY:AD:2020:A253. Στην Χατζηνικόλα ν. Χριστοδούλου Πολ. Έφ. 68/15, 23.12.23 παρατέθηκαν οι σχετικές αρχές ως εξής (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):
«Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και στόχος είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στον τραυματισθέντα χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα. Στην υπόθεση Alfa Concrete Public Company Ltd v. Γλυκύ, Πολ. Έφεση Αρ. 316/2013, ημερ. 21.7.2020, επισημάνθηκε ότι η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Στην υπόθεση Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 384 λέχθηκε ότι η απόδοση των αποζημιώσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος στη δεδομένη στιγμή, ώστε να προσεγγίζεται με εύλογο τρόπο η αποκατάσταση της ζημιάς.»
64. Ως προς τις γενικές αποζημιώσεις, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου συνάγεται ότι συνεπεία του Ατυχήματος οι Ενάγοντες υπέστησαν θλάση μυών αυχένα. Πλην όμως, ουδεμία ταλαιπωρία απέδειξαν ότι υπέστησαν πέραν των συμπτωμάτων που παρουσίασαν κατά την ημερομηνία του Ατυχήματος. Τούτο επαναλαμβάνω επιμαρτυρείται από το γεγονός ότι ουδείς εξ αυτών υποβλήθηκε σε οιαδήποτε φυσιοθεραπεία, ούτε χρησιμοποίησε την άδεια ασθενείας που παραχωρήθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο ούτε και προέβη σε χρήση αυχενικού κολάρου, στάση η οποία υποδηλώνει ότι στην πραγματικότητα δεν αντιμετώπιζαν πόνους. Η μαρτυρία τους περί του αντιθέτου δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη. Τούτων δοθέντων και στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, συμπεραίνω ότι συνεπεία της θλάσης μυών αυχένα που υπέστησαν οι ίδιοι αντιμετώπισαν συμπτώματα ζάλης, κεφαλαλγίας και δυσκαμψίας της σπονδυλικής στήλης από τον χρόνο του Ατυχήματος, ήτοι από τις 30.5.2017 μέχρι και τη λήξη της άδειας ασθενείας που τους παραχωρήθηκε από το Γενικό Νοσοκομείο, ήτοι μέχρι τις 2.6.24.
65. Στην Χριστοδούλου ν. Hoffer Πολ. Έφ. Αρ. 263/2012, ημερ. 10.1.2018, η εφεσείουσα συνεπεία ατυχήματος διαγνώστηκε με κάκωση του αυχένα, τραυματισμό στην περιοχή του θώρακα και φούσκωμα στο πηγούνι. Την επόμενη μέρα του ατυχήματος επισκέφθηκε τα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας όπου παραπονέθηκε για πόνο στον αυχένα, κεφαλαλγία και ζάλη. Της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και της συστήθηκε να χρησιμοποιεί κολάρο αυχένα. Την 21.6.2008 επισκέφθηκε τον Δρα Σεργίου, ορθοπεδικό ιατρό, ο οποίος διέγνωσε κάκωση του αυχένα, με τις κινήσεις αυτού να είναι επώδυνες και περιορισμένες. Παρουσίαζε ζάλη και κεφαλαλγία. Της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Εξετάστηκε ξανά από τον Δρα Σεργίου στις 10.7.2008, 19.7.2008 και 25.8.2008. Κατά την τελευταία εξέταση, η βελτίωση της κατάστασης της ήταν ικανοποιητική, εξακολουθούσε όμως να παραπονείται για ελαφριά ζάλη. Τα συμπτώματα ζάλης διήρκησαν για δύο με τρεις μήνες περίπου μετά το ατύχημα, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιπλέον, 6 μήνες μετά το ατύχημα, εξετάστηκε από ειδικό νευρολόγο κατόπιν παραπομπής από τον ειδικό ορθοπεδικό χειρούργο που την παρακολουθούσε. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για γενικές αποζημιώσεις ύψους €4500. Η εν λόγω υπόθεση είναι σαφώς σοβαρότερη από την υπό κρίση περίπτωση εφόσον 6 μήνες μετά το ατύχημα αποζητούσε θεραπεία και υποβαλλόταν σε ιατρικές εξετάσεις. Παράλληλα υπήρχαν πολλαπλοί τραυματισμοί, στοιχείο που δεν υφίσταται στην παρούσα υπόθεση.
66. Στην Χριστοφίνη ν. Φραντζή Πολ. Εφ. 328/11, 31.5.17, ECLI:CY:AD:2017:A202, η εφεσίλβητη υπέστη διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και αιμωδίες άνω άκρων, θλάση προσθίου θωρακικού τοιχώματος και μώλωπες στην περιοχή στέρνου. Έγινε θεραπεία με τοποθέτηση αυχενικού κολλάρου για 15 μέρες, αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα, φυσιοθεραπεία και ανάπαυση. Περαιτέρω, έγινε αποδεχτό ότι υπήρχαν κατάλοιπα κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης υπό μορφή άλγους, δυσκαμψίας του αυχένα και αιμωδίες των άνω άκρων κατά τις αλλαγές του καιρού ή αρκετής κούρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των €7000 ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις. Η πιο πάνω υπόθεση είναι σαφώς σοβαρότερη με δεδομένη την ύπαρξη μόνιμων καταλοίπων για αρκετά χρόνια μετά το ατύχημα, την περίοδο αποθεραπείας αλλά και την έκταση των τραυματισμών.
67. Στην Ιωαννίδου ν. Αναστασίου Πολ. Εφ. 15/11 11.9.17, ECLI:CY:AD:2017:A288, το τραύμα του Εφεσίβλητου συνίστατο σε κάκωση θωρακοοσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, η οποία του προκάλεσε άλγος και περιορισμό των κινήσεων της συγκεκριμένης μοίρας. Έμεινε δύο μέρες στο Νοσοκομείο, εξήλθε φέροντας ειδική ζώνη, υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία και αξονική τομογραφία και του δόθηκαν αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά. Του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια για δύο μήνες, από 30.9.2006 μέχρι 30.11.2006. Δεν φαίνεται να απέμεινε οποιοδήποτε κατάλοιπο στον Εφεσίβλητο. Κρίθηκε ότι το ποσό των €5500 που επιδικάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό τύπον γενικών αποζημιώσεων υπέρ του Εφεσίβλητου ήταν υψηλό αλλά όχι υπερβολικό. Η πιο πάνω υπόθεση είναι σαφώς σοβαρότερη με δεδομένη την έκταση του εύρους των θεραπευτικών παρεμβάσεων συγκριτικά με την υπό κρίση περίπτωση, την μεγαλύτερη χρονική περίοδο αποθεραπείας και την περίοδο νοσηλείας.
68. Στην Προδρόμου ν Gan Direct Insurance Ltd, Αρ. Αγωγής 4492/2012, 11/09/2018, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επιδίκασε υπέρ της Ενάγουσας αποζημίωση ύψους €3000 η οποία υπέστη διάστρεμμα αυχένα, πόνο, ζάλη και περιορισμό κινήσεων αφού είχε τραυματιστεί στο δεξιό καρπό του χεριού. Έφερε αυχενικό κολάρο για ένα μήνα. Στην Θεμιστοκλέους ν. Παγκυπρίας Ασφαλιστικής Εταιρείας Αρ. Αγωγής 1565/19, 4.11.2019, ο Ενάγων, 42 ετών, τραυματίστηκε συνεπεία επίδικου τροχαίου ατυχήματος στο οποίο ενεπλάκη και μεταφέρθηκε στις πρώτες βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Παραπονείτο για άλγος αυχένος και οσφύος. Υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο αυχενικής και οσφυϊκής μοίρας, ο οποίος ανέδειξε ευθειαμσμό αυχένος. Απολύθηκε από το Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, αφού διαγνώστηκε με κάκωση αυχένος και οσφύος. Του συνεστήθη όπως φέρει αυχενικό κολάρο και δόθηκαν οδηγίες για περαιτέρω παρακολούθηση του από ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ως αποτέλεσμα των τραυματισμών του αναγκάστηκε να φορέσει αυχικό κολάρο, ενώ για περίπου δύο μήνες είχε πόνους ζαλάδες και ταλαιπωρία. Του δόθηκε συνολική άδεια 47 ημερών. Επιδικάστηκε ποσό ύψους €2500 για γενικές αποζημιώσεις. Και αυτή η περίπτωση ήταν σοβαρότερη ενόψει του χρόνου αποθεραπείας του εκεί ενάγοντα.
69. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αυθεντίες αλλά και τις γενικές αρχές επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων ως έχουν παρατεθεί πιο πάνω, την αυξητική τάση των αποζημιώσεων, τη ραγδαία και συνεχή μείωση του χρήματος (βλ. Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384 και Lankuttis v. Νικόλα (2002) 1 ΑΑΔ 1128) αλλά και το γεγονός ότι οι Ενάγοντες ταλαιπωρήθηκαν για διάστημα μόνο ολίγων ημερών, κρίνεται ότι το ποσό το οποίο εύλογα θα μπορούσε να επιδικασθεί για γενικές αποζημιώσεις ανέρχεται στο ποσό των €2500 για κάθε έναν από τους Ενάγοντες.
70. Η αρχή της αποκατάστασης εφαρμόζεται και σε σχέση με την κατηγορία των ειδικών αποζημιώσεων. Στα πλαίσια αυτά ενάγοντας έχει το βάρος να αποδείξει με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία τα κονδύλια που διεκδικεί ως ειδικές ζημιές με την απόδειξη τους να κυμαίνεται σε αυστηρά πλαίσια (Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 ΑΑΔ 687, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (Αρ.2) (2012) 1 ΑΑΔ 753).
71. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω και στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας ο Ενάγων στην Πρώτη Αγωγή έχει αποδείξει τον ισχυρισμό του περί ειδικών ζημιών στα ποσά που αξιώνει ως έξοδα (α) για επιδιόρθωση του Πρώτου Αυτοκινήτου στο ποσό των €487,90 και (β) για την έκδοση της εκτίμησης των ζημιών του Πρώτου Αυτοκινήτου, Τεκμήριο 2, στο ποσό των €80.
72. Πρόσθετα, παρά το ότι οι Ενάγοντες έχουν τιμολογηθεί το ποσό των €250 έκαστος από τον ΜΕ3, σημειώνω εδώ ότι πρόκειται για κόστος το οποίο, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν ήταν ευλόγως αναγκαίο να επωμιστούν οι Ενάγοντες. Ειδικότερα, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, τα συμπτώματα πόνου σε σχέση με τους Ενάγοντες, συνεπεία της θλάσης αυχένος που υπέστηκαν, διήρκησαν για περίοδο τριών ημερών. Οι ίδιοι, δια των παραλείψεων τους να ακολουθήσουν τις ιατρικές συστάσεις του επί καθήκοντι ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, κατέδειξαν ότι δεν ταλαιπωρούντο από πόνους. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι ήταν ευλόγως αναγκαία η εκτίμηση τους από τον ΜΕ3 ενάμιση μήνα κατόπιν (βλ. Panayides A. Contracting Ltd v. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 16, Αντωνίτσα Φιλίππου κ.ά. ν. Νίκου Παναγή κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1275, Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1 και Dieti v. Loizides (1978) 1 CLR 233. Συνεπώς, το ποσό το οποίο έχουν τιμολογηθεί δεν δικαιούνται να το εισπράξουν υπό τη μορφή ειδικής αποζημιώσης.
73. Τούτων δοθέντων, ο Ενάγων στην Πρώτη Αγωγή δικαιούται το συνολικό ποσό των €567,90 ως ειδικές αποζημιώσεις. Η δε αξίωση του Ενάγοντα στην Δεύτερη Αγωγή για ειδικές αποζημιώσεις δεν μπορεί να επιτύχει.
VII. ΤΟΚΟΣ
74. Το θέμα του καθορισμού του τόκου εμπίπτει εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια (Μιρέλα Μαρκίδου ν. Χριστάκης Παπαμάρκου, Πολ. Έφ. Αρ. 288/18, 16.7.24.
75. Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις του Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή, το σύνολο των ποσών που αποδίδονται αφορούν στο κόστος επιδιόρθωσης του Πρώτου Αυτοκινήτου και των εξόδων της σχετικής εκτίμησης. Η σχετική εκτίμηση και τιμολόγιο στη βάση των Τεκμηρίων 2 και 3, εκδόθηκαν στις 7.2.2018, ημερομηνία μεταγενέστερης της αγωγής. Συναφώς, κρίνω ότι ο νόμιμος τόκος επί του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων θα πρέπει να αποδοθεί από τις 7.2.2018.
76. Ως προς τις γενικές αποζημιώσεις εκτός εάν διαπιστωθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή ολιγωρία εκ μέρους του Ενάγοντα (Καμπούρης ν. Εταιρείας Βιοχρώμ Λτδ (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1246), επιδικάζεται νόμιμος τόκος επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα που προκύπτει το αγώγιμο δικαίωμα (βλ. Μιρέλα Μακρίδου (ανωτέρω), άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, και άρθρο 33(2)-(4) του περί Δικαστηρίων Ν.14/60). Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι αγωγές καταχωρήθηκαν έξι μήνες μετά το Ατύχημα. Η εν λόγω καθυστέρηση δεν επιχειρήθηκε να επεξηγηθεί. Συναφώς, κρίνω ότι ο τόκος επί των γενικών αποζημιώσεων θα πρέπει να επιδικαστεί από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
VIII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
77. Υπό το φως των πιο πάνω οι δύο συνεκδικαζόμενες αγωγές 4513/17 και 4514/17 αποσυνενώνονται και εκδίδονται αποφάσεις ως εξής:
(α) Στην Αγωγή με αρ. 4513/17 επιδικάζεται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης (i) το ποσό των €2500 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, (ii) το ποσό των €567,90 ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από τις 7.2.2018 μέχρι εξόφλησης και (iii) έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον Φ.Π.Α.
(γ) Στην Αγωγή με αρ. 4514/17 επιδικάζεται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης το ποσό των €2500 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον Φ.Π.Α. Η αξίωση του Ενάγοντα για το ποσό των €250 ως ειδικές αποζημιώσεις απορρίπτεται.
(Υπ.)……………………….
Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
[1] Βλ. παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα στην Πρώτη Αγωγή.
[2] Βλ. παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα στην Δεύτερη Αγωγή.
[3] Βλ. παρ. 6 της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα στην Δεύτερη Αγωγή.
[4] Βλ. πρακτικά 18.9.24, σελ. 12.
[5] Βλ. πρακτικά ημερ. 18.9.24, σελ.12.
[6] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ. 4.
[7] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ.4.
[8] Βλ. πρακτικά ημερ. 18.9.24, σελ. 12.
[9] Βλ. πρακτικά ημερ. 18.9.24, σελ.21.
[10] Βλ. πρακτικά 18.9.24, σελ.21.
[11] Βλ. παρ. 7 του Εγγράφου Β.
[12] Βλ. παρ. 13 της γραπτής δήλωσης του ΜΕ1 και παρ. 12 τ ης γραπτής δήλωσης του ΜΕ2.
[13] Βλ. πρακτικά 23.9.24, σελ.9.
[14] Βλ. πρακτικά 10.10.24, σελ. 8.
[15] Βλ. πρακτικά 10.10.24, σελ.8.
[16] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ. 5.
[17] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ.5.
[18] Βλ. πρακτικά 10.10.24, σελ.13.
[19] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ. 11.
[20] Βλ. πρακτικά ημερ. 10.10.24, σελ. 10.
[21] Βλ. πρακτικά 10.10.24, σελ. 10.
[22] Βλ. Στρατμάρκο (ανωτέρω), Αριστείδου ν. Πολυδώρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2010, απόφαση ημερ. 15.1.2016,
[23] Βλ. επίσης Κυριάκος Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 378: «Η αμέλεια ενός οδηγού βασίζεται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος εκδήλωσης μέριμνας και φροντίδας για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο» και Παλαιομυλίτης ν. Τροχαίας (1996) 2 ΑΑΔ 300.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο