
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4956/16
Μεταξύ:
ABSOLUTE COOLING & HEATING LTD
Ενάγουσας
-και-
ΕΛΛΗ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
Εναγόμενης
Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Μ. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη: κ. Θ. Αγγελίδης για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
i. Εισαγωγή
1. Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης το ποσό των €27.173,35 ποσό το οποίο, ως ισχυρίζεται, της οφείλει δυνάμει χρεωστικού υπόλοιπου λογαριασμού, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η Εναγόμενη αμφισβητεί ότι συμβλήθηκε καθ΄ οιονδήποτε χρόνο με την Ενάγουσα, προβάλλοντας ότι την όποια συμβατική σχέση η Ενάγουσα διατηρούσε με τον σύζυγο της, ο οποίος δεν είναι διάδικος και ως εκ τούτου ζητά την απόρριψη της αγωγής εναντίον της με έξοδα.
ii. Δικογραφία
2. Η Ενάγουσα δια της Έκθεσης Απαίτησης της ισχυρίζεται ότι το έτος 2009, η ίδια και ο σύζυγος της Εναγόμενης, συμφώνησαν όπως η Ενάγουσα προμηθεύσει μηχανήματα, εξοπλισμό και εργατικό προσωπικό για εγκατάσταση θέρμανσης σε οικία που ανήκε στην Εναγόμενη και στον ίδιο («η Πρώτη Συμφωνία»). Συνεχίζει ότι, προς τούτο, η Ενάγουσα άνοιξε συγκεκριμένο λογαριασμό επ΄ ονόματι της Εναγόμενης, κατόπιν συμφωνίας της με αυτήν, ο οποίος θα χρεοπιστωνόταν αναλόγως («ο Λογαριασμός»). Το άνοιγμα του Λογαριασμού επ’ ονόματι της Εναγόμενης έγινε κατόπιν της αποδοχής της Εναγόμενης να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του συζύγου της αναλαμβάνοντας έτσι την πληρωμή και εξόφληση του Λογαριασμού. Η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγια επ’ ονόματι της Εναγόμενης, η Εναγόμενη προέβαινε σε πληρωμές προς την Ενάγουσα με επιταγές και ο Λογαριασμός χρεοπιστωνόταν αναλόγως. Στις 25.5.2009 ο σύζυγος της Εναγόμενης, συνοδευόμενος από την Εναγόμενη, συμβλήθηκε εκ νέου με την Ενάγουσα. Η συμφωνία αυτή προνοούσε ότι η Ενάγουσα θα προμηθεύσει μηχανήματα, εξοπλισμό και εργατικό προσωπικό για την εγκατάσταση γεωθερμικού συστήματος ψύξης και θέρμανσης στην οικία της Εναγόμενης και του συζύγου της με εμπορεύματα της εταιρείας REHAU, την οποία η Ενάγουσα εταιρεία αντιπροσώπευε και αντιπροσωπεύει στην Κύπρο. Οι διάδικοι συμφώνησαν όπως οι χρεοπιστώσεις για την συγκεκριμένη εγκατάσταση, καταγράφονται επί του Λογαριασμού. Συνεχίζει ότι, η Ενάγουσα εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της ως προς την εγκατάσταση τόσο της θέρμανσης δαπέδου όσο και του γεωθερμικού συστήματος ψύξης και θέρμανσης. Στις 4.12.2009 ο Λογαριασμός της Εναγόμενης δείκνυε το αξιούμενο ποσό, ενώ η Εναγόμενη διαβεβαίωσε την Ενάγουσα ότι αναγνωρίζει την οφειλή της και ότι θα το αποπλήρωνε. Παρά ταύτα, παρέλειψε να το καταβάλει.
3. Με την Έκθεση Υπεράσπισης της, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι ουδεμία συμβατική σχέση έχουν οι διάδικοι και ότι, εάν συνήφθη οιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών, αυτή έγινε μεταξύ του συζύγου της και της εταιρείας REHAU. Πρόσθεσε ότι ουδέποτε η ίδια απεδέχθη οιονδήποτε λογαριασμό και οποιαδήποτε ποσά και, ότι, εάν τα κατέβαλε προς την Ενάγουσα οποιαδήποτε ποσά τούτο ήταν κατόπιν παράκλησης του συζύγου της και όχι γιατί αναγνώρισε οποιαδήποτε οφειλή της. Άνευ επηρεασμού των πιο πάνω, η Εναγόμενη προβάλλει ότι η Ενάγουσα δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, παρέχοντας λεπτομέρειες κακοτεχνιών.
4. Με την Απάντηση της η Ενάγουσα επαναλαμβάνει τις θέσεις της στην Έκθεση Απαίτησης της ενώ τοποθετείται και επί των ως άνω ισχυριζόμενων κακοτεχνιών αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι η εγκατάσταση «του συστήματος» έγινε από τον σύζυγο της Εναγόμενης, ο οποίος παρουσίαζε τον εαυτό του ως μηχανολόγο σε συνεργασία με τότε εργοδότρια του εταιρεία.
iii. Σύνοψη μαρτυρίας
5. Για την Ενάγουσα κατέθεσε ο κ. Ανδρέας Χρίστου, Διευθυντής της Ενάγουσας (ΜΕ1) ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του και η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Επίσης, κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 5 κατά την κυρίως εξέταση του, ενώ κατά την αντεξέταση του κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 6 μέχρι 16. Για την Εναγόμενη κατέθεσε η ίδια (ΜΥ1) η οποία επίσης ετοίμασε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της και σημειώθηκε ως Έγγραφο Β. Κατά την κυρίως εξέταση της κατέθεσε τα Τεκμήρια 17 μέχρι 21.
(α) Σύνοψη μαρτυρίας ΜΕ1
6. Ο ΜΕ1 στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης επανέλαβε κατ’ ουσίαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, καταθέτοντας τα εξής έγγραφα ως τεκμήρια: (α) Ως Τεκμήριο 1 έρευνα του Έφορου Εταιρειών δια της οποίας προκύπτει ότι ο ίδιος είναι διευθυντής της Ενάγουσας, (β) ως Τεκμήριο 2 έγγραφο το οποίο, ως ανέφερε, αποτελεί πρόταση της REHAU με ημερ. 25.5.09 για την εγκατάσταση του γεωθερμικού συστήματος, αναφέροντας και ότι την πρόταση αυτή ενέκρινε ο σύζυγος της Εναγόμενης, (γ) ως Τεκμήριο 3, ως ανέφερε, την κατάσταση του Λογαριασμού, (δ) ως Δέσμη Τεκμηρίων 4, 12 τιμολόγια που αφορούν, ως ανέφερε, τον Λογαριασμό και (ε) ως Τεκμήριο 5, δέσμη τεσσάρων αποδείξεων είσπραξης που αφορούν τον Λογαριασμό.
7. Κατά την αντεξέταση του κατατέθηκε το Τεκμήριο 6, το οποίο, ως απεδέχθη ο ΜΕ1, αποτελεί ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο ίδιος από την ηλεκτρονική διεύθυνση της Ενάγουσας. Κατατέθηκαν και ως Τεκμήρια 7, 8 και 9 επιταγές με ημερ. 13.3.09, 18.6.09 και 16.9.09, αντίστοιχα, που αφορούν τις αποδείξεις πληρωμών οι οποίες, ως δηλώθηκε, περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 5 πλην όμως κατατέθηκαν εκ νέου για σκοπούς ευχερέστερης παρακολούθησης. Ως Δέσμη Τεκμηρίων 10 κατατέθηκαν τρία έγγραφα που αφορούν προκαταβολές ύψους €20.000 και, συγκεκριμένα, δύο επιταγές και μία απόδειξη με ημερομηνίες εντός του μήνα Νοεμβρίου του 2009. Ως Δέσμη Τεκμηρίων 11, 12, 14 και 15 κατατέθηκαν διάφορες συνομιλίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ως Τεκμήριο 13 κατατέθηκε αντίγραφο τηλεομοιότυπου ημερ. 25.11.09 που και πάλιν συνέταξε ο ΜΕ1 και ως Τεκμήριο 15 έγγραφο το οποίο, ως περιέγραψε ο ΜΕ1, αποτελεί «δελτίο παραλαβής» της Ενάγουσας, ημερ. 24.11.09. Διευκρίνισε αντεξεταζόμενης ότι η συμφωνία που ανέφερε στην παρ. 3 της δήλωσης του, συνήφθη μεταξύ της Ενάγουσας και του συζύγου της Εναγόμενης. Ανέφερε ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης, ανέλαβε να εγκαταστήσει τα δύο συστήματα καθώς, ως ο ίδιος ανέφερε, ήταν μηχανολόγος μηχανικός. Συνέχισε ότι, η συμφωνία πληρωμής, συνήφθη μεταξύ της Ενάγουσας και της ίδιας της Εναγόμενης, στο σπίτι της Εναγόμενης. Ήταν δε, ως ανέφερε, ο ίδιος που σύναψε την εν λόγω προφορική συμφωνία με την Εναγόμενη, εκ μέρους της Ενάγουσας. Ερωτηθείς σχετικά ανέφερε ότι της απέστελλε αποδείξεις, μέσω του συζύγου της και ότι της τηλεφωνούσε σε περίπτωση που καθυστερούσε να πληρώσει. Αποδέχθηκε επίσης ότι οι επιταγές επί των Τεκμηρίων 7, 8, 9 και 10 υπογράφονται όχι μόνο από την Εναγόμενη και τον ίδιο τον σύζυγο της. Αναφέρθηκε και εν μέρει στις περιστάσεις σύναψης της Πρώτης και της Δεύτερης Συμφωνίας προβάλλοντας και τη θέση ότι η Εναγόμενη και ο σύζυγος της μετέβησαν σε κάποιο σημείο στην Αθήνα όπου και συζήτησαν με την REHAU την προμήθεια υλικών για γεωθερμικό σύστημα. Προέβαλε και τη θέση ότι τα τιμολόγια και οι αποδείξεις εκδίδονται στο όνομα της Εναγόμενης ώστε η ίδια να δυνηθεί να λάβει, ως ιδιοκτήτρια της κατοικίας, επιχορήγηση από το κράτος.
(β) Σύνοψη μαρτυρίας ΜΥ1
8. Η ΜΥ1 στα πλαίσια της γραπτής της δήλωσης ανέφερε ότι ουδέποτε είχε δεσμευτεί να εξοφλήσει οποιαδήποτε οφειλόμενα ποσά προς την Ενάγουσα. Ανέφερε ότι οι επιταγές που δόθηκαν στην Ενάγουσα έφεραν και τη δική της υπογραφή, καθώς ο λογαριασμός από τον οποίο εκδόθηκαν ήταν κοινός με τον σύζυγο της και χρειαζόταν η υπογραφή αμφοτέρων, ώστε να είναι έγκυρη οποιαδήποτε επιταγή εκδιδόταν. Ανέφερε ότι η ίδια ουδέποτε μετέβη στην Αθήνα για την σύναψη οιασδήποτε συμφωνίας. Επίσης, ότι ουδέποτε τα συστήματα τέθηκαν σε λειτουργία και απέρριψε τον ισχυρισμό του ΜΕ1 ότι θα λάμβανε οποιαδήποτε κρατική χορηγία είτε η ίδια είτε ο σύζυγος της. Προς επίρρωση της θέσης της ανέφερε πρόσθετα ότι το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται η οικία παραχωρήθηκε στον σύζυγο της για τον λόγο ότι είναι πρόσφυγας και το σπίτι έχει δοθεί με καθεστώς αυτοστέγασης και για αυτό, ακόμη, δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Προς υποστήριξη της θέσης της αυτής κατέθεσε τα Τεκμήρια 17 μέχρι 19 τα οποία, ως ανέφερε, αποτελούνται από την άδεια οικοδομής, το συμβόλαιο παραχώρησης οικοπέδου και τους όρους παραχώρησης οικοπέδου, από το οποίο, ως αναφέρει, προκύπτει ξεκάθαρα ότι καμία ανάμειξη είχε η ίδια με την ανέγερση της οικίας. Πρόσθετα, ως Τεκμήριο 20 κατέθεσε Παγκύπρια έρευνα του Κτηματολογίου επ’ ονόματί της και ως Τεκμήριο 21, έρευνα αποξένωσης ακίνητης ιδιοκτησίας από το έτος 1.1.09 μέχρι 9.10.24, από όπου επίσης προκύπτει ότι η ίδια δεν έχει ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Κατοικίας. Σημειώνει ότι η ίδια ουδέποτε εξουσιοδότησε τον σύζυγο της να την αντιπροσωπεύσει με την Ενάγουσα. Μάλιστα, σημειώνει, ο ΜΕ1 την επισκέφτηκε ζητώντας της να του υπογράψει τιμολόγια, γεγονός το οποίο αρνήθηκε, ζητώντας του να αποταθεί στον σύζυγο της. Η ίδια θεωρεί ότι η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον της, καθώς ο σύζυγος της είναι άνεργος από το έτος 2013 ενώ η ίδια είναι αξιόχρεη. Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι διερωτάται για ποιον λόγο τοποθετήθηκε το όνομα της επί της κατάστασης του Λογαριασμού και επί των τιμολογίων, επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση της. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο υπέγραψε τις επιταγές ανέφερε ότι την ανέγερση της Κατοικίας την ανέλαβε το σύζυγος της και του υπέγραφε ενίοτε και κενές επιταγές για να προχωρήσει η ανέγερση.
iv. Μη αμφισβητούμενα γεγονότα και επίδικα θέματα
9. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να αναφέρω ότι η Εναγόμενη κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι υπήρχε κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του συζύγου της για την τοποθέτηση κάποιου είδους συστήματος θέρμανσης δαπέδου και γεωθερμικού συστήματος ψύξης και θέρμανσης στην κατοικία. Συνεπώς προβαίνω σε ανάλογο εύρημα.
10. Επίκεντρο της διαφωνίας των μερών ήταν κατά πόσο η Ενάγουσα, πέραν της όποιας συμφωνίας είχε συνάψει με τον σύζυγο της της Εναγόμενης, ο οποίος δεν είναι διάδικος, συμφώνησε πρόσθετα με την ίδια την Εναγόμενη όπως η τελευταία εξοφλήσει οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο δυνάμει της παροχής των ως άνω προϊόντων και υπηρεσιών. Παρεμβάλλω εδώ τα όσα έχουν δικογραφηθεί στην παρ. 7 της Υπεράσπισης ως προς την ελαττωματικότητα των προϊόντων που τοποθέτησε η Ενάγουσα στην ως άνω κατοικία, δεν έχουν προωθηθεί και συναφώς θεωρείται ότι έχουν εγκαταλειφθεί (βλ. Στέλιος Σάββα & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής 1/2019, 28.5.2020, απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου).
v. Αξιολόγηση μαρτυρίας
11. Στα πλαίσια του πρωταρχικού καθήκοντος του παρόντος Δικαστηρίου για αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεταν και διεξήλθα με προσοχή την ενώπιον μου μαρτυρία στην πλήρη της έκταση χωρίς να περιορίζομαι στα όσα παρέθεσα συνοπτικώς πιο πάνω. Η ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης επέτρεψε στο Δικαστήριο να παρακολουθήσει την αμεσότητα με την οποία οι μάρτυρες απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο αφήγησης της εκδοχής τους και γενικά την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν και την όλη στάση τους από το εδώλιο του μάρτυρα.[1] Έλαβα υπόψιν μου τα πιο πάνω χωρίς να αποδίδω υπέρμετρη βαρύτητα στα ως άνω εξωτερικά γνωρίσματα των μαρτύρων, έχοντας κατά νουν ότι ένας αναξιόπιστος μάρτυρας συμβαίνει να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα.[2] Συναφώς, έλαβα υπόψιν μου επιπλέον την λογικοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη ή έλλειψη υπερβολών η ουσιωδών αντιφάσεων[3] ή οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος τους. Το Δικαστήριο έχει επίσης υπόψιν του ότι αντιφάσεις που εντοπίζονται στη μαρτυρία για να καθιστούν αναξιόπιστο ένα μάρτυρα, πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή, να πλήττουν ουσιωδώς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί και να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο.[4] Λαμβάνω επίσης υπόψιν μου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά,[5] αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές[6] και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων.[7] Στα πλαίσια αυτά το Δικαστήριο έχει υπόψιν του ότι το πρωταρχικό έργο του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας είναι διακριτό από την εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων στη βάση του βάρους και επιπέδου απόδειξης.
(α) Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1
12. Ο ΜΕ1 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα παρουσίασε υπέρμετρη νευρικότητα και βεβαιότητα επί των όσων κατέθετε, ώστε στη συνέχεια να διαφανεί ότι πολλές φορές οι θέσεις του ερείδονταν επί δικών του υποκειμενικών εικασιών. Η ουσία των θέσεων χαρακτηρίζεται από ασάφεια, αοριστολογία, συνεχείς μεταβολές, υπερβολή, έλλειψη ειρμού, συνοχής και πειστικότητας ενώ αντίκειται στο περιεχόμενο της ενώπιον μου έγγραφης μαρτυρίας. Αντεξεταζόμενος κατέφευγε σε συνεχείς μεταβολές των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας αλλά και των δικών του θέσεων που προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση του. Στρέφομαι στις επί μέρους θέσεις του.
13. Η θέση του ΜΕ1 ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης ανέλαβε μέσω και της εταιρείας που τότε εργαζόταν, να εγκαταστήσει και τα δύο συστήματα[8] δεν δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης. Αντιθέτως, η δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας στην Έκθεση Απαίτησης ήταν ότι οι διάδικοι και ο σύζυγος της Εναγόμενης συμβλήθηκαν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες δια την «προμήθεια μηχανημάτων, εξοπλισμού και εργατικού προσωπικού για την εγκατάσταση» των δύο συστημάτων θέρμανσης δαπέδου και γεωθερμικού συστήματος ψύξης και θέρμανσης (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).[9] Στη βάση δηλαδή της ίδιας της δικογραφημένης εκδοχής της Ενάγουσας, η ίδια ανέλαβε και την «εγκατάσταση» των δύο συστημάτων, με παράλληλη σαφή και θετική υποχρέωση εκ μέρους της δια την παροχή εργατικού προσωπικού προς επίτευξη της εν λόγω εγκατάστασης. Η θέση της αυτή επαναλαμβάνεται και στην παρ. 6 της Έκθεσης Απαίτησης της όπου αναφέρει ότι εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις αναφορικά με την «εγκατάσταση» των δύο συστημάτων. Η θέση του ΜΕ1 δια το ότι, τελικώς, είναι ο σύζυγος της Εναγόμενης μαζί με την εργοδότρια εταιρεία του που ανέλαβαν την εγκατάστασή των συστημάτων, παραπέμπει σε τροποποίηση των δύο συμφωνιών και, ως εκ τούτου, αποτελεί ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος ανήκε στην Έκθεση Απαίτησης της. Στην απουσία ενός τέτοιου ισχυρισμού επί της Έκθεσης Απαίτησης της Ενάγουσας, η θέση του ΜΕ1 ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης «ανέλαβε» την εγκατάσταση δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (Investment Services Ltd) (1991) 1 AAΔ 24, Λ.Δ. ν. Μ.Φ. Πολ. Έφ. 188/14, 19.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:A11 και Speed Line Autoservices Ltd v. Υδρόγειος Ασφαλιστική Εταιρεία Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 324/2014, 7.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:A102.) Το γεγονός ότι η εν λόγω θέση του ΜΕ1 εντοπίζεται στο δικόγραφο της Απάντησης, δεν αλλοιώνει τα πιο πάνω καθώς το δικόγραφο της αυτό δεν αποτελεί forum διαφοροποίησης των γεγονότων που περιβάλλουν μια αξίωση ούτε και προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης (βλ. Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 2258 και Borna Alikhani, ως Διαχειριστής της Περιουσίας του Αποβιώσαντος Hossein Alikhani v. Γεώργιου Προδρόμου (2012) 1 ΑΑΔ 657.)
14. Άνευ επηρεασμού της πιο πάνω διαπίστωσης μου και για σκοπούς πληρότητας, σημειώνω και τα εξής. Η πιο πάνω θέση του ΜΕ1 αντίκειται στην ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία και δη στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13, το οποίο, ως ο ΜΕ1 επεξήγησε, αποτελεί επιστολή που απέστειλε ο ίδιος προς την Rehau με τηλεομοιότυπο. Κατά την αντεξέταση του ισχυρίστηκε ότι αυτό το οποίο έπραξε μέσω του Τεκμηρίου 13 ήταν το εξής: «(ε)γώ σαν αντιπρόσωπος της εταιρείας Rehau και αφού έχω προμηθεύσει την πελάτισσα σας με τα συγκεκριμένα υλικά και η πελάτισσά σας μαζί με τον σύζυγό της έπρεπε να τα εγκαταστήσουν, εγώ προσπάθησα με τον καλύτερο μου τρόπο να τους εξυπηρετήσω και μεσολαβούσα σαν αντιπρόσωπος της εταιρείας ούτως ώστε να στείλει άτομα στην Κύπρο για να τους βοηθήσουν να ξεκινήσουν το σύστημα δεδομένου ότι ο σύζυγος της πελάτισσάς σας ήταν μηχανολόγος και ανέλαβε ο ίδιος να τα εγκαταστήσουν.» [10]
15. Η ως άνω τοποθέτηση του στερείται πειστικότητας. Ειδικότερα, δεν είναι σαφές για ποιον λόγο ο ίδιος θεώρησε ότι θα έπρεπε να είχε «μεσολαβήσει» για να «στείλει» η Rehau εργατικό προσωπικό την Κύπρο για την εγκατάσταση ή το «ξεκίνημα» του συστήματος γεωθερμίας, με δεδομένη πάντοτε τη δική του θέση ότι την εγκατάσταση «ανέλαβε» ο σύζυγος της Εναγόμενης. Ούτε και σε οιοδήποτε σημείο προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η «εγκατάσταση» του συστήματος αποτελούσε υποχρέωση του συζύγου της Εναγόμενης, αλλά, το «ξεκίνημα» του συστήματος, αποτελούσε την υποχρέωση της Ενάγουσας. Ούτε και βεβαίως πρόβαλε οιαδήποτε θέση ως προς τη διαφορά των δύο. Συνεπώς, γεννάται το εύλογο πλην αναπάντητο ερώτημα για ποιον λόγο, δια του Τεκμηρίου 13, να αναλάβει η Ενάγουσα την εκπλήρωση μίας υποχρέωσης η οποία, με βάση τους δικούς του ισχυρισμούς, βρισκόταν στους ώμους του συζύγου της Εναγόμενης και όχι της ίδιας, απαιτώντας μάλιστα από την Rehau να αποστείλει καταρτισμένο προσωπικό επί τούτου, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13. Ούτε και αυτή του η ενέργεια δύναται να επεξηγηθεί στη βάση της προσωπικής διάθεσης του ΜΕ1 να εξυπηρετήσει τον σύζυγο της Εναγόμενης, εκτός του πλαισίου της συμφωνίας. Τούτο διότι, ως ο ίδιος ο ΜΕ1 δήλωσε κατ’ επανάληψη ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδεμία προσωπική ή φιλική σχέση διατηρούσε με τον σύζυγο της Εναγόμενης. Ούτε και μια σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της Ενάγουσας και της Rehau παρέχει οιαδήποτε πειστική επεξήγηση ως προς αυτή την ισχυριζόμενη αντίληψη του ΜΕ1 ότι ενήργησε ως «διαμεσολαβητής», εφ’ όσον, ουδέποτε αποτέλεσε τη θέση του ότι η Rehau ανέλαβε την οιαδήποτε συμβατική υποχρέωση εγκατάστασης των δύο συστημάτων.
16. Στην πραγματικότητα, η εικόνα που αβίαστα αναδεύεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 είναι ότι ο ΜΕ1 εναγωνίως αξίωνε τη συνδρομή της Rehau για την αποστολή προσωπικού για σκοπούς ολοκληρωτικής εγκατάστασης του συστήματος γεωθερμίας. Το λεκτικό και ο τόνος της όλης επιστολής του ουδόλως παραπέμπουν σε οιαδήποτε απλή «εξυπηρέτηση» προς την Εναγόμενη ή τον σύζυγο της, αλλά, ακριβώς, στην δική του αντίληψη ότι η Ενάγουσα υπείχε συγκεκριμένες συμβατικές υποχρεώσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος γεωθερμίας σε συγκεκριμένο, μάλιστα, χρόνο. Ο τόνος των γραφθέντων του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τίποτε άλλο από αγωνιώδης. Χαρακτηριστικό είναι ότι απαιτεί τη συνδρομή από συγκεκριμένο πρόσωπο από το προσωπικό της Rehau. Πρόσφερε και φιλοξενία του εν λόγω προσώπου, ώστε να διασφαλίσει την έγκαιρη συνδρομή της Rehau καταλήγοντας, με δικό του τονισμό, ότι, «το σημαντικότερο στην όλη υπόθεση είναι να ευρίσκεται πανέτοιμο το μηχανοστάσιο για ξεκίνημα μέχρι και τις 30/11/09» και προσθέτοντας, ακόμη, ότι θα πρέπει να δοθεί «γραπτή ειδοποίηση» για το ξεκίνημα του συστήματος, δίδοντας και ένδειξη ως προς τον χρόνο που αναμένεται να δοθεί η γραπτή αυτή ειδοποίηση ώστε, προφανώς, η Rehau να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί, χωρίς καθυστέρηση. Των πιο πάνω δοθέντων, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 όχι μόνο δεν επιρρώνει τη θέση του ότι είναι ο σύζυγος της Εναγόμενης που «ανέλαβε» την εγκατάσταση των δύο συστημάτων, αλλά την αποδυναμώνει αποκαλύπτοντας πρόσθετα ότι είναι η Ενάγουσα που υπείχε την υποχρέωση εγκατάστασης και ότι η περί του αντιθέτου θέση του αποτελεί απλή επινόηση. Έρεισμα για την εν λόγω διαπίστωση μου αντλείται και στη βάση του Τεκμηρίου 6 όπου ο ΜΕ1 αναφέρει «(σ)την επίσκεψη του στην Κύπρο» (αναφερόμενος σε προσωπικό της Rehau) θα στείλω μηχανικούς για να εγκαταστήσουν όλα τα απαραίτητα για το Γεωθερμικό.»
17. Έλλειψη πειστικότητας παρατηρείται και στα πλαίσια της προσπάθειας του ΜΕ1 να αποστασιοποιηθεί από την όποια συσχέτιση του με τον σύζυγο της Εναγόμενης, εις απάντηση της υποβολής του συνηγόρου της, ότι, «ο μοναδικός λόγος που εν έκαμες γραπτή συμφωνία είναι γιατί είχες φιλικές, πολύ στενές σχέσεις με τον κύριο Στέλιο Στυλιανού.»[11] Αρχικώς περιορίστηκε σε καγχασμό, κατόπιν ανέφερε ότι προτιμά να μην απαντήσει και τέλος διευκρίνισε ότι δεν έχει καμία σχέση με τον σύζυγο της Εναγόμενης. Όπως όμως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος της Εναγόμενης, επί του Τεκμηρίου 6 (ηλεκτρονικό μήνυμα του ΜΕ1 προς την εταιρεία Rehau), ο ΜΕ1 κοινοποιούσε στη Rehau ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης «θα αναλάβει» «το γραφείο» της Ενάγουσας «στη Λευκωσία». Ερωτηθείς επί τούτου, απάντησε ότι η προηγούμενη απάντηση του αφορούσε στα των «φιλικών σχέσεων». Σε υποβολή μάλιστα του συνηγόρου της Εναγόμενης δια το κατά πόσο τον «ήξερες και είχατε πολύ καλές σχέσεις» απάντησε «καμία σχέση». Με όλο το σέβας, η προσέγγιση του ΜΕ1 επί του σημείου διακατέχεται από το στοιχείο της υπερβολής. Δεν έχει έρεισμα στην κοινή λογική ότι το πρόσωπο στο οποίο εμπιστεύθηκε την εγκαθίδρυση του γραφείου της Ενάγουσας στην Λευκωσία να μην έχει «καλές σχέσεις» ή προσωπική γνωριμία μαζί του. Η ανειλικρινής στάση του επί του σημείου συνάγεται και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6, δυνάμει το οποίου ζητά από την Rehau μια «ειδική τιμή» για τον σύζυγο της Εναγόμενης αλλά και ανακοινώνει ότι «δεν είναι ανάγκη να δώσουμε προσφορά αλλά απευθείας εγκατάσταση». Τα πιο πάνω στοιχεία τείνουν να καταδείξουν ότι μεταξύ του ΜΕ1 και του συζύγου της Εναγόμενης υπήρχε προσωπική συσχέτιση εν αντιθέσει με την εικόνα που επιχείρησε να αποδώσει ενώπιον Δικαστηρίου. Τούτο ναι μεν δεν αποτελεί επίδικο θέμα πλην όμως σχετίζεται με την ευρύτερη αξιοπιστία του ΜΕ1, ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου και ειδικότερα τη διάθεση του να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πραγματικά γεγονότα.
18. Ερωτηθείς ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του από ποια ενέργεια της Εναγόμενης προκύπτει, κατά την αντίληψη του, ότι η Εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής του Λογαριασμού ως αναφέρει στην παρ. 3 της γραπτής του δήλωσης, παρέπεμψε στις «επιταγές» τις οποίες, ως ανέφερε, υπογράφει και η ίδια προβάλλοντας μάλιστα ότι «δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση με την υπογραφή της, με το ποσό της, με το όνομά της με τους λογαριασμούς στο όνομά μας, με τις αποδείξεις στο όνομα της».[12] Οι αναφερόμενες «επιταγές» και «αποδείξεις», περιλαμβάνονται επί των Τεκμηρίων 5 και 7 μέχρι 10. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο των εν λόγω επιταγών προκύπτει ότι υπογράφονται τόσο από την Εναγόμενη όσο και από το σύζυγο της. Η Εναγόμενη παρείχε λογική και πειστική επεξήγηση για τον λόγο που η ίδια υπογράφει τις εν λόγω επιταγές. Η εν λόγω επεξήγηση ήταν ότι οι πληρωμές γίνονταν από κοινό λογαριασμό και θα έπρεπε να υπογράψει και η ίδια ώστε να μπορεί να γίνει πληρωμή από τον σύζυγο της. Η θέση της αυτή βρίσκει έρεισμα και επί του ιδίου του περιεχομένου των επιταγών, όπου σε όλες αναγράφονται τα ονόματα και των δύο δίπλα από τις υπογραφές τους, παραπέμποντας έτσι σε πληρωμές από κοινό λογαριασμό της Εναγόμενης και του συζύγου της. Σημειώνεται επίσης ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης η θέση της ότι τις εν λόγω επιταγές υπέγραψε και ο σύζυγος της. Όπως επίσης ούτε και οι θέση της ότι οι πληρωμές γίνονταν από τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό αμφισβητήθηκε, με την αντεξέταση της Εναγόμενης να κυμαίνεται επί αυτής της βάσης.[13] Συνεπώς, την αποδέχομαι.
19. Δοθείσας της πιο πάνω διαπίστωσης μου, η υπογραφή και μόνο της Εναγόμενης επί των εν λόγω επιταγών δεν δύναται από μόνη της να παράσχει έρεισμα στην θέση του ΜΕ1 ότι η ίδια αποδέχθηκε με τον τρόπο αυτόν την εξόφληση του Λογαριασμού ή, ότι, συμβλήθηκε με την Ενάγουσα για την εξόφληση των οφειλόμενων προς την Ενάγουσα ποσών. Δεν δύναται να αγνοηθεί και το γεγονός ότι ο ΜΕ1 στα πλαίσια των επεξηγήσεων που παρείχε στο Δικαστήριο παρέλειψε άνευ εύλογης επεξήγησης να αναφέρει ότι οι εν λόγω επιταγές υπογράφονταν και από τον ίδιο τον σύζυγο της Εναγόμενης, σαφώς σε μια προσπάθεια του να αποδώσει κάποιου είδους αποδοχή εκ μέρους της Εναγόμενης, διακριτή από τις όποιες συμβατικές υποχρεώσεις του συζύγου της, έναντι της Ενάγουσας. Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, ούτε και το γεγονός ότι η Ενάγουσα εξέδωσε τις ως άνω αποδείξεις στο όνομα της Εναγόμενης, δύναται να παράσχει έρεισμα στη θέση της ότι η Εναγόμενη ανέλαβε και τη συμβατική υποχρέωση να εξοφλήσει οιαδήποτε οφειλόμενα προς την Ενάγουσα ποσά. Είναι η ίδια η Ενάγουσα που εξέδωσε τις εν λόγω αποδείξεις και σε κανένα σημείο δεν περιλαμβάνεται η υπογραφή της Εναγόμενης. Η μαρτυρία του ΜΕ1 δια το ότι «απέστελλε» τις αποδείξεις στην Εναγόμενη, μέσω του συζύγου της, παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτη και άνευ εξειδίκευσης ώστε να δύναται να αξιολογηθεί περαιτέρω. Δεν κρίνεται ούτε πειστική εφ’ όσον δεν επεξηγήθηκε για ποιον λόγο «αποστέλλονταν» οι αποδείξεις αυτές στην Εναγόμενη, μέσω του συζύγου της, με δεδομένη τη θέση του ΜΕ1 ότι την Εναγόμενη συνάντησε πάρα πολλές φορές.[14] Ούτε και υποβλήθηκε μια τέτοια θέση στην ίδια την Εναγόμενη. Συναφώς, δεν αποδέχομαι ούτε και αυτή τη θέση του ΜΕ1.
20. Αντεξεταζόμενος επί της επιλεκτικότητας της μαρτυρίας του, ο ΜΕ1 κατέφυγε στην εξής τοποθέτηση: «(τ)ο σύστημα το οποίο η Εναγόμενη και ο σύζυγός της ήθελαν να εφαρμόσουν ήταν να παρέχουν επιχορήγηση από το κράτος. (…) Για να λάβεις επιχορήγηση πρέπει όλη η διαδικασία, τα τιμολόγια, οι αποδείξεις, να βγουν στο όνομα του ιδιοκτήτη της κατοικίας.»[15] Η πιο πάνω θέση του αποτελεί προϊόν έκδηλης αναλήθειας. Όπως προέκυψε κατά τη μαρτυρία της Εναγόμενης και δη τα τεκμήρια 17 μέχρι 21, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, η Εναγόμενη ουδέν ιδιοκτησιακό συμφέρον διατηρεί επί της εν λόγω οικίας. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η πιο πάνω αναληθής θέση του ΜΕ1, τέθηκε με σκοπό τον αποπροσανατολισμό, διαπίστωση η οποία κλονίζει την αξιοπιστία του ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου.
21. Επιπρόσθετα, η μαρτυρία του ως προς τις περιστάσεις σύναψης των δύο συμφωνιών χαρακτηρίζεται εξίσου από ασάφεια, σύγχυση, μεταβολές θέσεων και έλλειψη πειστικότητας. Για παράδειγμα, ερωτηθείς κατά την αντεξέταση του ως προς τον τόπο σύναψης της Πρώτης Συμφωνίας, ανέφερε ότι αυτή συνήφθη στην «οικία της Εναγόμενης». Σε απάντηση του εύλογου ερωτήματος του συνηγόρου της Εναγόμενης για ποιον λόγο έκρινε τότε σκόπιμο να αναφέρει ότι ο σύζυγος της εναγόμενης ήταν «συνοδευόμενος» από την ίδια εφόσον η συμφωνία συνομολογήθηκε στο σπίτι τους, δεν απάντησε, αλλά, παρέπεμψε σε μία συνάντηση που, κατά τη θέση του, διενεργήθηκε μεταξύ της Rehau, της Εναγόμενης και του συζύγου της, στην Αθήνα, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο χρονικό σημείο, αλληλουχία γεγονότων ή, ακόμη, τη σχετικότητα της συνάντησης αυτής με τις συμφωνίες, με δεδομένο και το ότι δεν περιέχεται μια τέτοια αναφορά στη δικογραφία. Ακόμη, ενώ φαίνεται οι ως άνω απαντήσεις του αφορούσαν την Πρώτη Συμφωνία, τη θέση του για την εν λόγω συνάντηση στην Αθήνα επανέλαβε και σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης του σε απάντηση ως προς τον τόπο σύναψης της Δεύτερης Συμφωνίας. Εύλογα διερωτήθηκε και ερώτησε ο συνήγορος της Εναγόμενης τον ΜΕ1, κατά πόσο ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη και ο σύζυγος της, μετέβηκαν δύο χωριστές φορές στην Αθήνα για να συναντήσουν αντιπρόσωπους της Rehau, στα πλαίσια σύναψης των δύο συμφωνιών. Όμως, τελικώς, απάντησε ότι «(δ)εν το γνωρίζω»,[16] επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από τα όσα ο ίδιος κατέθεσε ως προς τις ως άνω αναφερόμενες συναντήσεις στην Αθήνα καταδεικνύοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι θέσεις του περί μιας τέτοιας συνάντησης ήταν προϊόν δικής του εικασίας. Η ίδια η Εναγόμενη ξακαθάρισε ότι καμία συνάντηση διενεργήθηκε στην Αθήνα, θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι ο ΜΕ1 δεν δίστασε να προβεί σε διάφορες εικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή γεγονότων χωρίς οιοδήποτε έρεισμα. Κατόπιν, προέβη σε διάφορους ισχυρισμούς, χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης ή συνοχής και χωρίς να παρέχει επαρκείς επεξηγήσεις ή να τοποθετείται με σαφήνεια ως προς τις περιστάσεις σύναψης των δύο συμφωνιών. Η μαρτυρία του επί τούτου απέμεινε στη σφαίρα της ασάφειας και της σύγχυσης, παρά τις προσπάθειες του συνηγόρου της Εναγόμενης και της ευχέρειας που του παρείχε, κατ’ επανάληψη, μέσω της αντεξέτασης του, να συγκεκριμενοποιήσει τις θέσεις του ως προς τις περιστάσεις σύναψης των δύο συμφωνιών.
22. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι στην Αθήνα έγινε «η πρόταση» για την παροχή του συστήματος γεωθερμίας από την Rehau, αναφερόμενος στο Τεκμήριο 2. Ανατρέχοντας επί του Τεκμηρίου 2, ήτοι, επί της ισχυριζόμενης «πρότασης» προκύπτει ότι η Rehau απέστειλε μέσω του ΜΕ1 προς τον σύζυγο της Εναγόμενης, συγκεκριμένους όρους και περιγραφή προϊόντων, αναφορικά με το σύστημα γεωθερμίας, αναφέροντας ρητώς και το κόστος αγοράς του. Στο τέλος υπάρχει κενό προς τοποθέτηση υπογραφής με την αναφορά «(ε)γκρίνεται για εγκατάσταση ως έχει προταθεί», όπου τοποθετείται η υπογραφή μόνο του συζύγου της Εναγόμενης. Καμία αναφορά γίνεται στο ότι η πληρωμή θα καταβληθεί από την Εναγόμενη. Ο ΜΕ1 αντιμέτωπος με την διαπίστωση αυτή κατέφυγε στην τοποθέτηση ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο ο ΜΕ1 ενεργούσε «ως αντιπρόσωπος» της Εναγόμενης στα πλαίσια εκτέλεσης παραγγελιών από την Rehau θέση την οποία επανέλαβε και σε κατοπινό στάδιο της αντεξέτασης του.[17] Η θέση του αυτή δεν δικογραφείται και συναφώς δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν.
23. Ακόμα και ως προς τη θέση του περί παράδοσης προϊόντων από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, ούτε και αυτή κρίνεται πειστική. Η θέση του αυτή καταρρίπτεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 16 από το οποίο προκύπτει ότι η ίδια η Ενάγουσα, δυνάμει του εκεί δελτίου παραλαβής, βεβαιώνει ότι παρέδωσε προϊόντα προς τον σύζυγο της Εναγόμενης. Σε απάντηση ανέφερε ότι το εν λόγω δελτίο παραλαβής δεν έχει τιμολογηθεί και ότι αφορά κάποια υδραυλικά,[18] χωρίς όμως, και πάλιν, να τοποθετείται με σαφήνεια ή να απαντά την ερώτηση του συνηγόρου της Εναγόμενης.
24. Εύλογη κρίνεται και η τοποθέτηση του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το Τεκμήριο 2 δεν αποτελεί τίποτε άλλο από μια συμφωνία, εφ’ όσον, στη βάση του κειμένου του εν λόγω εγγράφου, προκύπτει ότι υπήρχε μια πρόταση την οποία ο σύζυγος της Εναγόμενης αποδέχθη για συγκεκριμένο, μάλιστα ποσό. Στη βάση αυτού του εγγράφου, μάλιστα, η Rehau με ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερ. 26.5.2009 προς την Ενάγουσα (βλ. Τεκμήριο 11) ενημερώνει την τελευταία ότι το Τεκμήριο 2 θα πρέπει να επιστραφεί υπογεγραμμένο «για να προβούμε σε παραγγελία από τα εργοστάσια.» Ερωτηθείς ο ΜΕ1 επί του σημείου να υποδείξει κάτι διαφορετικό από το συγκεκριμένο κείμενο, παρέπεμψε στα τιμολόγια τα οποία όμως είναι ανυπόγραφα και συνεπώς καταδεικνύουν πράξη μονομερή από την Ενάγουσα (βλ. Ανδρέας Νεοκλέους & Σια ν. Μάριος Αφαμής Γενικές Κατασκευές Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1661, Εμπορικά Ψυγεία Βόρειος Πόλος Λτδ ν. Φάρμα Ρένου Χ’’Ιωάννου (2012) 1 ΑΑΔ 1358 και Θεόδωρος Θεοδώρου ν. Χριστάκη Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1492.)
25. Ασάφεια εντοπίζεται και ως προς τη βάση επί της οποίας εκδίδονταν τιμολόγια. Ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ξεκαθάρισε ότι δεν είναι μόνο στη βάση του Τεκμηρίου 2 που εκδόθηκαν τα τιμολόγια. Του δόθηκε η ευχέρεια να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση του, ήτοι, επί ποιων συμβατικών όρων τιμολογήθηκαν τα ποσά που αξιώνει η Ενάγουσα και ο ίδιος απάντησε «(υ)πάρχουν και διάφορα άλλα τα οποία προστέθηκαν σε αυτά τα πράγματα»,[19] αναφέροντας όμως αμέσως μετά ότι η βάση για το Δεύτερο Σύστημα ήταν το Τεκμήριο 2.
26. Δεν μπορεί παρά να τονισθεί ότι δεν έχει παρασχεθεί από τον ΜΕ1 οιαδήποτε πειστική ή αξιόπιστη επεξήγηση ως προς τον λόγο που κατά τη θέση του ΜΕ1, ενώ οι δύο συμφωνίες συνομολογήθηκαν με τον Ενάγοντα, εντούτοις, την «πληρωμή» ανέλαβε η Εναγόμενη. Παρά το ότι τούτο δεν θα αποτελούσε βάση προς ερμηνεία των συμφωνιών προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, εντούτοις αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε, ως ζήτημα κοινής λογικής, να παράσχει έρεισμα στην ίδια την ύπαρξη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Η απουσία οιασδήποτε πειστικής επί τούτου επεξήγησης, δεν μπορεί παρά να επεξηγηθεί στη βάση του ότι, στην πραγματικότητα, ουδέποτε η Εναγόμενη συμβλήθηκε με την Ενάγουσα ώστε να αναλάβει την οιαδήποτε πληρωμή προς την Ενάγουσα αναφορικά με την αγορά των δύο συστημάτων. Πέραν των όσων έχουν καταγραφεί πιο πάνω ως προς τις επί μέρους θέσης του ΜΕ1, σημειώνεται πρόσθετα ότι εάν υπήρχε ίχνος αξιοπιστίας της εκδοχής του ΜΕ1 περί ανάληψης μιας τέτοιας συμβατικής ευθύνης από την Εναγόμενη έναντι της Ενάγουσας, εύλογα θα αναμενόταν ότι τούτο θα δύνατο να εξαχθεί και από τον όγκο μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του ΜΕ1, της Rehau και του συζύγου της Εναγόμενης. Αντιθέτως, παρά το εκτενές της αλληλογραφίας που παρουσιάστηκε μέσω των Τεκμηρίων 6, 11, 12, 13, 14 και 15 ουδεμία αναφορά γίνεται στην Εναγόμενη ή στην υποχρέωση της για να αποπληρώσει οιαδήποτε ποσά προς την Ενάγουσα και ούτε καν κοινοποιείται η Εναγόμενη επί της εν λόγω αλληλογραφίας.
27. Αντιμέτωπος με τα πιο πάνω ο ΜΕ1 και πάλιν κατέφυγε σε επεξήγηση ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης ενεργούσε ως «αντιπρόσωπος» της στα πλαίσια εκτέλεσης παραγγελιών από τη Rehau, θέση η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και εκπίπτει των δικογράφων. Για σκοπούς πληρότητας όμως σημειώνεται ότι η πιο πάνω θέση του καταρρίπτεται και από το γεγονός ότι, ως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος της Εναγόμενης, επί της ως άνω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ο ίδιος ο σύζυγος της Εναγόμενης αναφέρεται σε πληρωμές που ο ίδιος διενέργησε (βλ. λ.χ. ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 13.12.10 επί του Τεκμηρίου 12: «((…) πλήρωσα €20.000 στην εταιρεία Absolute ξέροντας ότι ΘΑ ερχόταν συνεργείο για να τελειώσει το σύστημα») και που θα διενεργήσει (βλ. λ.χ. ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 25.11.10 επί του Τεκμηρίου 12: «(η) πρόταση μου παραμένει ως προηγουμένως με τη διαφορά του ποσού που θα σας πληρώσω μόλις έρθετε και βάλετε σε πλήρη λειτουργία το συστημα. Με την παρέμβαση του Ανδρέα, θα σας πληρώσω €7000.»). Αντιμέτωπος και με τα πιο πάνω, απάντησε ο ΜΕ1 ότι ο Εναγόμενος είναι και για τις πληρωμές που ενεργούσε και πάλιν «σαν αντιπρόσωπος της Εναγόμενης».[20] Η πιο πάνω θέση του και πάλιν εκπίπτει του πεδίου της δικογραφίας και δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν. Σε κάθε περίπτωση και για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι δεν δύναται να γίνει αποδεκτή ως στερούμενη πειστικότητας σε τέτοια έκταση που μόνο ως επινόηση της στιγμής δύναται να χαρακτηρισθεί, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της αντεξέτασης του.
28. Στη βάση επίσης της ενώπιον μου έγγραφης μαρτυρίας, καταρρίπτεται και η θέση του ΜΕ1 δια το ότι η Εναγόμενη και ο σύζυγος της, εξέφρασαν την πλήρη ικανοποίηση τους εν σχέσει με την εγκατάσταση των δύο συστημάτων. Ειδικότερα, από τα Τεκμήρια 12, 14 και 15 προκύπτει ότι ο σύζυγος της Εναγόμενης εξέφρασε έντονα συγκεκριμένα παράπονα προς την Rehau. Ερωτηθείς ο ΜΕ1 επί του σημείου, ανέφερε ότι είναι ο ίδιος ο σύζυγος της Εναγόμενης που ανέλαβε την εγκατάσταση των συστημάτων και επομένως τα όσα εκεί αναγράφονται αφορούσαν τον ίδιο. Πέραν των όσων καταγράφονται αναφορικά με τη θέση του αυτή πιο πάνω, είναι ο ίδιος ο ΜΕ1 που επαναλαμβάνει στα πλαίσια της δικής του μαρτυρίας ότι είναι για την «συμφωνία εγκατάστασης του γεωθερμικού συστήματος ψύξης και θέρμανσης» που η Εναγόμενη και ο σύζυγος της εξέφρασαν την πλήρη ικανοποίηση τους,[21] διαπίστωση μου που καταρρίπτει την πιο πάνω θέση του.
29. Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 να παρέχει σταθερό βάθρο επί του οποίου το Δικαστήριο δύναται να βασισθεί για να εξαγάγει οιαδήποτε συμπεράσματα και δεν την αποδέχομαι ως αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον μου.
(β) Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1
30. Η ΜΥ1 από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με ειλικρίνεια και σταθερότητα ενώ η ουσία των θέσεων της χαρακτηρίζονταν από απόλυτη συνοχή, τόσο στη βάση της ενώπιον μου έγγραφης μαρτυρίας όσο και στη βάση της λογικής.
31. Πρωταρχική της θέση στην οποία παρέμεινε πλήρως σταθερή, ήταν ότι ο σύζυγος της ήταν που προέβη σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με την Ενάγουσα και ότι η ίδια ουδεμία εμπλοκή είχε στη διαχείριση της ανέγερσης της κατοικίας. Το εύλογο της ως άνω θέσης της επιρρώνεται και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, ως η ίδια ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, ουδέν ιδιοκτησιακό συμφέρον είχε επί της κατοικίας αλλά ούτε και επί του οικοπέδου επί του οποίου ανεγειρόταν. Η θέση της αυτή στηρίζεται και στο περιεχόμενο των τεκμηρίων 17 μέχρι 21, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Περαιτέρω, επιρρώνεται και από τα όσα έχουν καταγραφεί στις παρ. 26 - 27 πιο πάνω. Εύλογη επί τούτου κρίνεται και η θέση της ότι επειδή οι πληρωμές για την ανέγερση της κατοικίας διενεργούντο από κοινό λογαριασμό με τον σύζυγό της, η ίδια τις υπέγραφε ώστε να δύναται να γίνουν οι πληρωμές, θέση η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Η ίδια μάλιστα διερωτήθηκε για ποιον λόγο τοποθετήθηκε το όνομα της επί της κατάστασης Λογαριασμού και των τιμολογίων παραμένοντας απολύτως σταθερή στη θέση της ότι ουδέποτε αποδέχθηκε τα έγγραφα αυτά. Το γεγονός ότι είχε κοινό δάνειο με τον σύζυγο της για την ανέγερση της εν λόγω οικίας, δεν αναιρεί την πιο πάνω εικόνα εφ’ όσον ως η ίδια περαιτέρω επεξήγησε, ο ίδιος ως μηχανολόγος, είχε τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισης της ανέγερσης της κατοικίας. Η πιο πάνω τοποθέτηση κρίνεται εξίσου εύλογη και πειστική.
32. Αποτέλεσε τη θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι η ΜΥ1 «ανέτρεψε» την δικογραφημένη θέση της ότι «η Εναγόμενη ουδέποτε απεδέχθη οποιονδήποτε λογαριασμό και οποιαδήποτε ποσά και αν κατέβαλε προς την Ενάγουσα ήταν κατόπιν παράκλησης του συζύγου της και όχι γιατί αναγνώρισε οποιαδήποτε οφειλή προς την Ενάγουσα.»[22] Πράγματι, η ΜΥ1 ανέφερε κατά την ακροαματική διαδικασία ότι δεν υφίστατο οιαδήποτε «παράκληση» του συζύγου της επί τούτου. Τούτο όμως από μόνο του δεν δύναται να πλήξει την αξιοπιστία της με δεόμενο το γεγονός ότι οι επεξηγήσεις που άλλως πως παρείχε κρίνονται εύλογες και πειστικές, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω.
33. Αποτέλεσε πρόσθετα τη θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι η ΜΥ1, ως οικονομολόγος και ως πρόσωπο που είχε κοινό δάνειο με τον σύζυγο της για την ανέγερση της οικίας, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η θέση της ότι ουδεμία εμπλοκή είχε στην τοποθέτηση των δύο συστημάτων. Η θέση αυτή δεν έχει έρεισμα και τα πιο πάνω στοιχεία ούτε σωρευτικά ούτε και το κάθε ένα από μόνο τους δύναται να στηρίξει μια τέτοια θέση. Η ίδια επεξήγησε τους λόγους που δεν είχε εμπλοκή στα της ανέγερσης της κατοικίας, με την ίδια να παραμένει απολύτως σταθερή στις εν λόγω θέσεις της.
34. Η δε υποβολή του συνηγόρου της Ενάγουσας δια το ότι το έτος 2009 τόσο η Εναγόμενη όσο και ο σύζυγος της συμφώνησαν με την Ενάγουσα για την παροχή συγκεκριμένου εξοπλισμού για την εγκατάσταση των δύο συστημάτων[23] εκπίπτει της δικογραφίας και δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν. Η δικογραφημένη εκδοχή της Ενάγουσας ήταν ότι είναι ο σύζυγος της ο οποίος συνήψε τις ισχυριζόμενες συμφωνίες με την Ενάγουσα και ότι η Εναγόμενη «αποδέχθηκε έναντι της Ενάγουσας την εκπλήρωση των πιο πάνω συμβατικών υποχρεώσεων του συζύγου της».[24] Τα ίδια επαναλήφθηκαν και από τον ΜΕ1 στα πλαίσια του Εγγράφου Α.
35. Δεν δύναμαι ούτω να εξαγάγω οιαδήποτε δυσμενή συμπεράσματα ως προς την επιλογή της να μην προωθήσει τους ισχυρισμούς στην παρ. 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης της. Εν πρώτοις, δεν αντεξετάστηκε επί της εν λόγω επιλογής της ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως. Δεύτερον, η μη προώθηση εκείνων των ισχυρισμών συνάδει απόλυτα με την θέση που προώθησε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ότι η ίδια ουδεμία εμπλοκή ή γνώση είχε αναφορικά με την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών της Ενάγουσας. Θα ήταν επομένως ασύμβατο με την πιο πάνω θέση της, η ίδια να προωθήσει τους εκεί ισχυρισμούς οι οποίοι βρίθουν τεχνικών ζητημάτων τοποθέτησης και λειτουργίας των δύο συστημάτων, ως προκύπτει από μια απλή ανάγνωση των εν λόγω ισχυρισμών.
36. Υπό το φως όλων των πιο πάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην πλήρη της έκταση ως αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον μου.
vi. Ευρήματα και συμπεράσματα
37. Στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας, πέραν των όσων έχουν καταγραφεί στην παρ. 9 πιο πάνω, βρίσκω πρόσθετα ότι η Εναγόμενη ουδόλως ενεπλάκη στην μεταξύ του συζύγου της και της Ενάγουσας συμφωνία. Ο λόγος δια τον οποίο οι επιταγές πληρωμών φέρουν και την δική της υπογραφή, είναι διότι τούτο ήτο απαραίτητο για σκοπούς εκτέλεσης των πληρωμών καθώς διενεργούντο από κοινό λογαριασμό της Εναγόμενης και του συζύγου της. Ιδιοκτησιακό συμφέρον επί της κατοικίας στην οποία τοποθετήθηκαν τα προϊόντα έχει ο σύζυγος της και όχι η ίδια. Η ίδια ουδέποτε υποσχέθηκε να αποπληρώσει οιοδήποτε ποσό προς την Ενάγουσα.
38. Στη βάση των πιο πάνω, η Ενάγουσα δεν απέδειξε τη δικογραφημένη εκδοχή της, ότι συνήψε συμφωνία με την Εναγόμενη δια της οποίας η τελευταία συμφώνησε την πληρωμή και εξόφληση του Λογαριασμού. Η πληρωμή επιταγών από κοινό λογαριασμό που διατηρούσε με το σύζυγο της δεν αποτελεί γεγονός που από μόνο του δύναται να στοιχειοθετήσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων το ότι η ίδια συμβλήθηκε με την Ενάγουσα. Η πιο πάνω διαπίστωση μου επισφραγίζει την αποτυχία της απαίτησης της έναντι της Εναγόμενης.
vii. Kατάληξη
39. Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)………………………….
Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273.
[2] Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401 και βλ. ΧΧΧ Κουσουλίδης ν. Αστυνομία Ποιν. Έφ. 10/18, 9.11.2018, Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 2192.
[3] Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 ΑΑΔ 2192.
[4] Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98, R.K.B. LEATHERGOODS LIMITED v. Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787.
[5] Rana και Άλλου ν Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489.
[6] Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1(B) ΑΑΔ 1172.
[7] Βασιλείου ν Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 159/09, 4.5.12.
[8] Βλ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ.13, γρ. 18-19 και 22, σελ. 17, γρ. 13.
[9] Βλ. παρ. 3 και 5 της Έκθεσης Απαίτησης.
[10] Βλ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ. 13.
[11] Βλ. πρακτικά 2.10.24, σελ.23.
[12] Βλ. πρακτικά 2.10.24, σελ.25, γρ. 15 – 18.
[13] Βλ. πρακτικά 22.10.24, σελ.6, γρ. 11-12.
[14] Βλ. πρακτικά 2.10.24, σελ. 30.
[15] Βλ. πρακτικά 2.10.24, σελ. 27.
[16] Βλ. πρακτικά 2.10.24, σελ. 29.
[17] Βλ. λ.χ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ. 32 – 33.
[18] Βλ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ.39.
[19] Βλ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ.31.
[20] Βλ. πρακτικά ημερ. 2.10.24, σελ. 36, γρ. 4.
[21] Βλ. Έγγραφο Α, παρ. 6.
[22] Βλ. παρ. 5 της Έκθεσης Υπεράσπισης.
[23] Βλ. πρακτικά ημερ. 22.10.24, σελ. 8.
[24] Βλ. παρ. 3 της Έκθεσης Απαίτησης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο