
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2682/2017
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΟΛΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ
Ενάγοντα
και
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εναγόμενοι
Αίτηση ημερομηνίας 20/06/2024 για Τροποποίηση του Γενικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος και Έκθεσης Απαίτησης
Ημερομηνία: 17 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα-Αιτήτρια: κκ Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους-Καθ’ ών η Αίτηση: κκ Τάσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021,η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.
Με την υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι παράνομα και αυθαίρετα ρευστοποίησαν εγγυητική επιστολή με αριθμό 74/2007 ημερομηνίας 17/05/2007 που εξέδωσε η ίδια, αξιώνοντας σχετικές θεραπείες. Επίσης ισχυρίζεται ότι σύμβαση δανείου που καταρτίστηκε περί την 20/03/2014 με τη ΣΠΕ Λακατάμιας-Δευτεράς είναι ακυρώσιμη ως προϊόν δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, παραπλανητικών διαβεβαιώσεων, παράνομων ενεργειών αλλά και ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των Εναγόμενων παραβίασαν έναντι της Ενάγουσας το καθήκον επιμέλειας με αποτέλεσμα να ευθύνονται έναντι της σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της για αμέλεια. Παραθέτει δε λεπτομέρειες τόσο ψευδών παραστάσεων/δόλου αλλά και αμέλειας και παράβασης των νόμιμων καθηκόντων των Εναγόμενων.
Πολύ συνοπτικά μέσα από την Έκθεση Απαίτηση της προβάλλεται ως ισχυρισμός ότι περί την 17/05/2007 η τότε Νέα ΣΠΕ Λακατάμιας εξέδωσε την εγγυητική επιστολή με αριθμό 74/2007 για το ποσό των ΛΚ45.000 και δικαιούχο το Σταύρο-Ζάνο. Η εν λόγω εγγυητική σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης ανανεώθηκε μέχρι την 14/02/2014. Περί την 03/02/2014 ως ισχυρίζεται αυθαίρετα και παράνομα ρευστοποιήθηκε η εγγυητική. Περί την 05/02/2014 η Εναγόμενη απέστειλε επιστολή προς την Ενάγουσα πληροφορώντας αυτήν ότι ενόψει του ότι δε τηρήθηκαν οι όροι της εγγυητικής θα προέβαιναν σε έκδοση δανείου στο όνομα της για εξόφληση του λογαριασμού. Στις 20/03/2014 οι Εναγόμενοι ως ισχυρίζεται η Ενάγουσα την εξανάγκασαν να υπογράψει τη σύμβαση δανείου. Είναι ισχυρισμός της ότι οι Εναγόμενοι ενήργησαν με τέτοιο τρόπο ώστε επηρέασαν την ελεύθερη βούληση της.
Με την υπό κρίση Αίτηση (στο εξής «ως η Αίτηση») η Ενάγουσα επιθυμεί να τροποποιήσει το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αλλά και την Έκθεση Απαίτησης. Επιθυμεί να διαγράψει αξιώσεις αλλά και να προσθέσει αξιώσεις που θα στηρίζονται στον ισχυρισμό και βάση ότι η εγγυητική επιστολή ημερομηνίας 17/05/2007 δεν καταρτίστηκε με τη δική της συγκατάθεση αλλά με παράνομες πράξεις των Εναγόμενων και/ή μονομερώς ζητώντας την ακύρωση αυτής αλλά και ότι η σύμβαση δανείου ημερομηνίας 20/03/2014 είναι ανύπαρκτη, ότι ουδέποτε αιτήθηκε ή συμβλήθηκε η Ενάγουσα με την τότε ΣΠΕ Λακατάμιας με σκοπό τη δανειοδότηση αλλά και ότι ουδέν έγγραφο ή συμφωνία δανείου υπόγραψε. Το τι επιθυμεί η Ενάγουσα να τροποποιήσει φαίνεται στην Αίτηση. Κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να παρατεθούν αυτολεξεί οι αιτούμενες τροποποιήσεις.
Η Αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της Ενάγουσας κας Πόλας Θεοδοσιάδου. Ως αναφέρει μεταξύ άλλων όταν ανέλαβαν ως νέοι δικηγόροι το δικηγορικό γραφείο που την εκπροσωπεί σήμερα μελετώντας τη δικογραφία της αγωγής, διαπίστωσαν ότι το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα όσο και η Έκθεση Απαίτησης χρήζουν τροποποίησης ούτως ώστε να αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση αλλά και για να καθοριστεί το ορθό νομικό πλαίσιο όπου τα πραγματικά αυτά δεδομένα και ζητήματα αφορούν. Μέσω της ένορκης δήλωσης της η Ενάγουσα αναφέρει ότι προώθησε την αγωγή μετά από συμβουλή της τότε δικηγόρου της λαμβάνοντας ως δεδομένη και ορθή τη νομική υπόσταση των εγγράφων και όσων ανάφεραν οι Εναγόμενοι με επιστολές τους στην Ενάγουσα περί εγγυητικής επιστολής και συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 20/03/2014. Το έτος 2021 αποτάθηκαν σε νέο δικηγόρο και μετά από συμβουλή τους και έρευνα διαπίστωσαν ότι ποτέ δε συνάφθηκε συμφωνία δανείου ημερομηνίας 20/03/2014 ούτε υπογράφηκε εγγυητική επιστολή την 17/05/2007. Ζήτησαν αντίγραφα των εγγράφων και δεν τους δόθηκαν ποτέ. Ισχυρίζεται ότι ο λογαριασμός της παράνομα χρεώθηκε. Έκανε προσπάθειες διευθέτησης, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας λόγοι που είχαν σαν αποτέλεσμα να μη μπορεί να προχωρήσει νωρίτερα σε καταχώρηση αίτησης τροποποίησης.
Ως αναφέρει η αιτούμενη τροποποίηση είναι αναγκαία και απαραίτητη για τον ορθό καθορισμό των επίδικων θεμάτων, τη διασαφήνιση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και το ορθό νομικό πλαίσιο αυτής. Πρωτίστως εισηγείται ότι η προώθηση της αγωγής βασίστηκε λαμβάνοντας ως λανθασμένο δεδομένο, ότι υπήρχε αφενός συμφωνία δανείου μεταξύ αυτής και της τότε ΣΠΕ Λακατάμιας ημερομηνίας 20/03/2014 και αφετέρου αίτηση της για παραχώρηση εγγυητικής προς όφελος του αγοραστή. Τέτοια έγγραφα δεν υπάρχουν. Εισηγείται επίσης ότι η παράλειψη συμπερίληψης των σημείων εξ’ αρχής, η προσθήκη των οποίων επιδιώκεται με την Αίτηση αποτελεί καθαρά παραδρομή του συντάκτη του αρχικού κειμένου και στη λανθασμένη εντύπωση ύπαρξης μιας ανύπαρκτης συμφωνίας. Οι ισχυρισμοί ως αναφέρει εκ των υστέρων περιήλθαν εις γνώση της.
Οι Εναγόμενοι περί την 08/11/2024 καταχώρησαν Ένσταση στην Αίτηση εγείροντας 13 λόγους ένστασης οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:
α) Η αίτηση είναι αβάσιμη, παράτυπη, αστήρικτη και αντίθετη με τη Δ.25 θ. 1(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως τροποποιήθηκε. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν αφορούν και δε σχετίζονται με νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης Κλητήριου Εντάλματος ούτε καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας.
β) Τίθεται ζήτημα παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων ως αναδύεται μέσα από τα δικόγραφα της υπόθεσης.
γ) Η Αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση πολύ μεταγενέστερα της Κλήσης Οδηγιών χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία. Η Ενάγουσα θα μπορούσε να αποταθεί νωρίτερα στο Δικαστήριο και να αιτηθεί τροποποίηση τουλάχιστον από το έτος 2022.
δ) Τυχόν έγκριση των αιτούμενων τροποποιήσεων θα επιφέρει ριζική μεταβολή στο χαρακτήρα της Έκθεσης Απαίτησης, θα εκτροχιάσει τη διαδικασία και τα επίδικα θέματα ως έχουν διαμορφωθεί μέσω των δικογράφων.
ε) Η Εναγόμενη θα βρεθεί σε δυσμενή θέση και θα επέλθουν επιπτώσεις στα δικαιώματα της Εναγόμενης αφού θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τις υπερασπιστικές της θέσεις.
Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση υιοθετούνται οι λόγοι ένστασης. Επισημαίνει η ενόρκως δηλούσα ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται η Δ.25 των παλαιών θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως τροποποιήθηκε και δεν επιτρέπεται η τροποποίηση εκτός των περιπτώσεων που έχουν ρητά καθοριστεί.
Επιπροσθέτως μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση περιγράφεται διαδικαστικά πως εξελίχθηκε η παρούσα αγωγή δηλαδή, πότε καταχωρήθηκε η κλήση για οδηγίες και πόσες φορές ορίστηκε η αγωγή και οδηγίες. Ως αναφέρεται μέχρι το Φεβρουάριο του 2023 καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης εγγράφων και ο κατάλογος μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας εκ μέρους των Εναγόμενων. Στις 10/02/2023 δικηγόρος από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα σήμερα (η αλλαγή δικηγόρων έγινε το έτος 2021) ανάφερε ότι πρόθεσή τους ήταν την 13/02/2023 να καταχωρηθεί εκ μέρους της Ενάγουσας αίτηση τροποποίησης. Ενόψει εκείνης της εξέλιξης ζήτησαν να παραμείνει η υπόθεση για οδηγίες. Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε εν τέλει στις 20/06/2024. Ως επίσης αναφέρει η ενόρκως δηλούσα περί την 19/05/2022 η κόρη της Ενάγουσας καταχώρησε την αγωγή με αριθμό 873/2022 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της οποίας καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση. Εκείνη την ενδιάμεση αίτηση συνόδευσε ένορκη δήλωση της θυγατέρας της Ενάγουσας στην οποία συμπεριέλαβε τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας που προτίθεται να εισαγάγει στην παρούσα αγωγή με τροποποίηση περί ανυπαρξίας της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 20/03/2014, ισχυρισμοί που αποτελούν ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα τον κεντρικό πυρήνα της επιδιωκόμενης τροποποίησης.
Σύμφωνα με τους Εναγόμενους η αιτούμενή τροποποίηση θα έχει ως συνέπεια την ριζική μεταβολή των επίδικων ζητημάτων τη βάση και χαρακτήρα της αγωγής αφού ο ισχυρισμός της Ενάγουσας είναι ότι δεν υπογράφηκε ποτέ σύμβαση δανείου. Η αγωγή προωθήθηκε με δεδομένο την υπογραφή της συμφωνίας δανείου. Η ενόρκως δηλούσα επιπροσθέτως ισχυρίζεται ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν έχουν στόχο να διορθώσουν ένα καλόπιστο λάθος που έγινε στο ξεκίνημα της διαδικασίας αλλά θέλουν να αλλάξουν τα επίδικα θέματα της αγωγής θέτοντας μία διαφορετική εκδοχή με ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας της σύμβασης δανείου. Εισηγείται επίσης ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ένα νέο δεδομένο μη υπαρκτό κατά την έγερση της αγωγής αφού η αγωγή στηρίζεται στη συμφωνία δανείου. Υποδεικνύει δε ότι σε κάθε περίπτωση η Ενάγουσα επέδειξε ολιγωρία στην προώθηση αιτήματος για την τροποποίηση του δικογράφου. Ως επίσης αναφέρει τυχόν έγκριση αιτήματος θα προκαλέσει προβλήματα στην έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης και θα προκαλέσει καθυστερήσεις. Σε κάθε περίπτωση οι Εναγόμενοι θα βρεθούν σε δυσμενή θέση από την ενδεχόμενη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων τροποποίησης αφού θα κληθούν να αναπτύξουν την υπερασπιστική γραμμή σε ένα καινούριο νομικό πλαίσιο και θα προκληθεί τέτοια ζημιά που δε θα μπορέσει να αποκατασταθεί με έξοδα.
Σημειώνεται ότι η Αίτηση βασίζεται επί των παλαιών θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δη στηρίζεται στη Δ.25.
Πρωτίστως να αναφερθεί ότι η υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρήθηκε στις 30.06.2017 επί γενικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος. Η Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε την 08/02/2019 και η Υπεράσπιση των Εναγόμενων καταχωρήθηκε την 11/10/2019. Μέσω της Υπεράσπισης τους οι Εναγόμενοι αρνούνται τις θέσεις της Ενάγουσας και δη ισχυρίζονται ότι η σύμβαση δανείου ημερομηνίας 20/03/2014 δεν καταρτίστηκε κατόπιν εξαναγκασμού της Ενάγουσας. Αρνούνται τις λεπτομέρειες δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και αμέλειας αναφέροντας παράλληλα ότι η σύμβαση είναι έγκυρη.
Σημειώνεται ότι το αίτημα για τροποποίηση εκ μέρους της Ενάγουσας τέθηκε πριν την έναρξη ακροαματικής διαδικασίας ενώ η αγωγή βρισκόταν σε στάδιο οδηγιών αφού εκκρεμούσε να καταχωρηθεί εκ μέρους της Ενάγουσας ονομαστικός κατάλογος μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων έχουν εφοδιάσει το Δικαστήριο με γραπτά κείμενα αγορεύσεων.
Εφόσον η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το έτος 2017 τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.25 Θ.1-9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών μετά την τροποποίηση ως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.9.2014. Υπενθυμίζω ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε μετά την κλήση οδηγιών. Σύμφωνα με τη Δ.25 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών «(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.».
Με τις πρόνοιες της Δ.25 θ. 3 ως τροποποιήθηκε καθίσταται σαφές ότι μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες οι περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η τροποποίηση κάποιου δικογράφου περιορίζεται σημαντικά και δη θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο εάν πληρούνται οι δύο προυποθέσεις που ορίζονται στη Δ.25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Εάν και εφόσον κριθεί ότι πληρείται μια εκ των προϋποθέσεων που ορίζεται στη Δ.25 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών θα εξεταστούν οι γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων οι οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) ως έχουν εκτεθεί στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α., (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. σελ. 33 και αναλύονται από τον Δικαστή Πική ως ακολούθως:
«1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμώνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.
3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο. Ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευτεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.
4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave. Case 28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά τη δίκη».
Η Ενάγουσα-Αιτήτρια εισηγείται ότι το Δικαστήριο δε θα πρέπει να εφαρμόσει τη Δ.25 ως τροποποιήθηκε με περιοριστικό τρόπο και αυτό διότι σύμφωνα με τους νέους κανονισμούς πολιτικής Δικονομίας το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τις αρχές και το πνεύμα που διέπουν τους Κανονισμούς του έτους 2023. Εισηγείται ότι αυτό μπορεί να γίνει με βάση το μέρος 60.2 των Κανονισμών του έτους 2023.
Στο μέρος 60.2. των Κανονισμών του έτους 2023 αναγράφονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:
«Όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια από το δικαστήριο σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύoς των παρόντων κανονισμών, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές οι οποίες καθορίζονται στους παρόντες κανονισμούς και, συγκεκριμένα, στο Μέρος 1 (ο πρωταρχικός σκοπός και καθήκον δικαστηρίου να διαχειρίζεται υποθέσεις) και στο Μέρος 30 (Συνήθεις Απαιτήσεις).»
Καθίσταται σαφώς ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια εξετάζοντας μια υπόθεση που καταχωρήθηκε όταν ίσχυε το παλαιό καθεστώς να εφαρμόσει τις αρχές του Μέρους 1 και 30. Το Μέρος 1 καθορίζει τον πρωταρχικό σκοπό που δεν είναι άλλος από την παροχή της δυνατότητας στο Δικαστήριο χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος με γνώμονα κάθε φορά το συμφέρον της δικαιοσύνης. Σε καμία περίπτωση δεν παρέμειναν σε αχρησία οι παλαιοί θεσμοί. Επίσης σε καμία περίπτωση η δυνατότητα που παρέχεται με βάση το Μέρος 60.2 των νέων Κανονισμών του 2023 δεν ισοδυναμεί με κατάργηση της Διαταγής 25 ως τροποποιήθηκε και η οποία εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση. Η δυνατότητα του Δικαστηρίου σε κάθε περίπτωση να λάβει υπόψη του τις αρχές που προάγουν τον πρωταρχικό σκοπό ως καθορίζεται στο Μέρος 1 των Κανονισμών του έτους 2023, δε συνεπάγεται ότι θα πρέπει να εξεταστεί η υπό κρίση Αίτηση με το Μέρος 18 των νέων Κανονισμών 2023 ως εισηγείται η Ενάγουσα.
Πρωτίστως συμφωνώ ότι η υφιστάμενη νομολογία περί των γενικών αρχών περί τροποποίησης εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στην τροποποιηθείσα Διαταγή 25 με τις διευκρινήσεις ως ανωτέρω όσο και κατά την εφαρμογή των νέων Κανονισμών του έτους 2023. Στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε207/2018 Σοφία Μπουντακίδου κ.α. v Hellenic Bank Public Company Limited κ.α. το Εφετείο ανάφερε ότι οι αρχές ως καθορίστηκαν με βάση τη παλαιά Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών μπορούν να εφαρμοστούν σε περιπτώσεις που διέπονται με το Μέρος 18 των Κανονισμών του έτους 2023. Το Εφετείο ουσιαστικά συσχέτισε τις πρόνοιες της παλαιάς Δ.25 με το Μέρος 18 των Κανονισμών του έτους 2023 σε συνάρτηση με τις νομολογιακές αρχές που καθορίστηκαν για τροποποίηση δικογράφων προκειμένου να εξηγήσει ότι εφαρμόζεται η ίδια νομολογία. Σε κάθε περίπτωση το Εφετείο ως επισήμανε οι αρχές και προϋποθέσεις ήταν οι ίδιες. Σ’ εκείνη την υπόθεση κατά το χρόνο καταχώρησης αίτησης τροποποίησης ίσχυε η Δ.25 πριν την τροποποίησης της. Εν προκειμένω είναι ξεκάθαρο ότι η υπό κρίση αγωγή χρονικά καταχωρήθηκε κατά το χρόνο εφαρμογής της Δ.25 ως τροποποιήθηκε. Υπενθυμίζεται όμως ότι την 03/07/2023 τέθηκαν σε ισχύ για το Εφετείο οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 βλ. Μέρος 60.1(1). Είναι σαφές ότι για το Εφετείο δεν υπάρχει ειδική πρόνοια για εφαρμογή των παλαιών θεσμών σε εκκρεμούσες διαδικασίες που καταχωρίστηκαν πριν την εφαρμογή των Κανονισμών του 2023 όπως συμβαίνει στη δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων όπως εν προκειμένω. Ως αναφέρεται ξεκάθαρα στο Μέρος 60.1(2) οι κανονισμοί του έτους 2023 τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες (εκτός Εφετείου), στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023. Κατά συνέπεια τα Επαρχιακά Δικαστήρια δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους νέους Κανονισμούς 2023 σε εκκρεμούσες διαδικασίες.
Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ανωτέρω τι εξετάζεται και τις νομικές αρχές που λαμβάνονται υπόψη αλλά και πότε λαμβάνονται υπόψη οι νομικές αρχές και νομολογία που έχουν καθιερωθεί μέχρι σήμερα για τροποποίηση δικογράφων. Επισημαίνω ότι το Μέρος 60.2 των Κανονισμών 2023 δεν ισοδυναμεί με κατάργηση της Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Νοείται ότι το Δικαστήριο θα εξετάσει την Αίτηση υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε και διέπει την υπό κρίση Αίτηση. Ασκώντας όμως τη διακριτική του ευχέρεια δύναται να λάβει υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό ως καθορίζεται στους Κανονισμούς 2023 χωρίς όμως να αγνοήσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν επιτακτικά (ως προβλέπεται στη Δ.25 τροποποιηθείσα) για να επιτραπεί τροποποίηση δικογράφου. Εν κατακλείδι δε συμφωνώ ότι πρέπει εν προκειμένω να εφαρμοστεί το Μέρος 18 των Κανονισμών του 2023.
Κρίνω ορθό να επισημάνω ότι σε κάθε περίπτωση στη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης δε συμπεριλαμβάνονται οι πρόνοιες των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του έτους 2023. Ούτε η Αίτηση ούτε η διαδικασία που ακολουθείται γίνεται με βάση τα έντυπα των Κανονισμών του 2023.
Προχωρώ πρωτίστως να εξετάσω εάν συντρέχει η πρώτη προυπόθεση της Διαταγής 25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι η μη συμπερίληψη των ισχυρισμών στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και Έκθεση Απαίτησης συνιστά καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας (υπογράμμιση δική μου).
Στο σημείο εδώ παρεμβάλλω να τονίσω ότι κατά τη σύνταξη της δικογραφίας εξ’ υπακούεται το λάθος να συνέβηκε κατά το χρόνο σύνταξης της δικογραφίας. Επισημαίνω ότι όταν το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια.
Βλ.Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C.531,543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963)2C.L.R.429 και Γεωργίου v. Total Properties Ltd (2011) 1B 1358.
Αναφορικά με την έννοια «καλόπιστο», πράγματι δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί η νομολογία μας με συγκεκριμένα παραδείγματα. Το Δικαστήριο κάθε φορά εξετάζει το καλόπιστο με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Αναφορικά με το καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας δεν έχει προσδιοριστεί ούτε υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός. Εξετάζεται κάθε φορά η έννοια αυτή με τη σύνηθη έννοια της μεν αλλά με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά. Ουσιαστικά το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας φαίνεται να συνδέεται με λάθος στη σύνταξη ή πλημμέλεια κατά το χρόνο της σύνταξης και δε φαίνεται να συνδέεται με παράλειψη συμπερίληψης ισχυρισμών. Νοείται ότι το λάθος δε συνδέεται με σφάλμα που να συνιστά παράλειψη καταγραφής γεγονότων αλλά αναμένεται να συνδέεται κυρίως με λάθη τυπογραφικά ή λεκτικά χωρίς αυτό να είναι απόλυτο.
Επιπρόσθετα λάθη στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να είναι λάθη μικρής έκτασης που πράγματι εμφιλοχωρούν κατά το χρόνο σύνταξης του δικογράφου όπως η εκ παραδρομής αναγραφής λάθους τοποθεσίας, ονόματος, ημερομηνίας ή αριθμού. Δεν είναι στενή η ερμηνεία του τι σημαίνει λάθος στη σύνταξη δικογράφου αλλά σαφώς δεν αφορά εκτενείς ισχυρισμούς ή παράλειψη αναφοράς γεγονότων ή θέσεων ή ακόμα και θέσεων που ενδεχομένως εκ παραδρομής να μην συμπεριλήφθηκαν αλλά να μην αποτελούν λάθη κατά τη σύνταξη του δικογράφου. Παραπέμπω σχετικά σε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση με αρ. 3919/2017 Μ. Παναγίδη κ.α. v Alpha Bank ημερ. 24/05/2024 και απόφαση αρ. 2297/2016 Γιαννάκη Στεφάνου v Ασφαλιστική Εταιρεία «η Κεντρική» Λτδ ημερομηνίας 24/07/2024.
Στο σύγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings 12η έκδοση σελ. 130, αναφέρονται τα ακόλουθα:
« good faith means that the amendment is sought for the purpose of raising 'the real question in controversy between the parties" and is not dishonest or intended to overreach the opposite party, or made for any other ulterior motive and relies on facts which are substantially true and germane to the matters in controversy between the parties. If, therefore, the court is not satisfied as to the truth and substantiality of the proposed amendment, it will be refused».
Εξετάζοντας τις εκτεταμένες αιτούμενες τροποποιήσεις που επιδιώκει η Ενάγουσα να εισάξει στο δικόγραφο, κρίνω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί που δε συμπεριλήφθηκαν στο δικόγραφο της δε συνιστούν καλόπιστα λάθη κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Και εξηγώ. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή προωθήθηκε από τους προηγούμενους δικηγόρους της στη βάση λανθασμένων δεδομένων τα οποία εντοπίστηκαν με τους νέους δικηγόρους και ότι η μη αναγραφή των αιτούμενων με τροποποίηση ισχυρισμών ότι δηλαδή δεν συνάφθηκε ποτέ συμφωνία δανείου και η εγγυητική επιστολή αποτελούν παραδρομή του συντάκτη λόγω λανθασμένης εντύπωσης.
Η παράλειψη καταγραφής στο δικόγραφο ότι δε συνάφθηκε ποτέ η συμφωνία δανείου ή εγγυητική επιστολή ή η παράλειψη έγερσης άλλης ή διαζευκτικής βάσης αγωγής ή αξιώσεων ή η επιδίωξη ριζικής μεταβολής ισχυρισμών και της φύσης και ύφος της Έκθεσης Απαίτησης δεν συνιστούν λάθη στη σύνταξη. Περαιτέρω, κρίνω ότι η εσφαλμένη εντύπωση του δικηγόρου ή του διαδίκου περί των γεγονότων τα οποία συγκροτούν τη βάση της απαίτησής του, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας.
Έχοντας κατά νου λοιπόν όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι το λάθος μη συμπερίληψης στο δικόγραφο εξαρχής των ισχυρισμών και δη των εκτεταμένων ισχυρισμών, δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του «καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας» και σε καμία περίπτωση το λάθος δεν αφορά λεκτικό ή τυπογραφικό λάθος που εμφιλοχώρησε στη σύνταξη της δικογραφίας. Αντιθέτως πρόκειται για εκτεταμένες θέσεις και ισχυρισμούς και μεταβολή της θέσης της Ενάγουσας περί της μη σύναψης τελικά της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 20/03/2014.
Επιπλέον εξετάζοντας τη δεύτερη προϋπόθεση δεν έχω διαπιστώσει οι αιτούμενες τροποποιήσεις να αφορούν νέα δεδομένα τα οποία να μην ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών με σκοπό την έγερση της αγωγής. Η δικαιολογία που παράθεσε η Ενάγουσα είναι ότι κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής δεν ήταν εις γνώση της οι ισχυρισμοί που επιθυμεί να εισάξει με τροποποίηση. Υπενθυμίζω ότι οι ισχυρισμοί που θέλει να εισάξει είναι ότι ουδέποτε συνάφθηκε η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 20/03/2014 αλλά και ότι η εγγυητική επιστολή ημερομηνίας 17/05/2007 συνάφθηκε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση της. Η Ενάγουσα μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση ισχυρίζεται ότι η ΣΠΕ-Λακατάμιας το έτος 2014 την ενημέρωσε ότι έπρεπε να υπογραφεί μια συμφωνία δανείου. Η ίδια η Ενάγουσα μέσω της ένορκης δήλωσης της προβαίνει σε αναφορά στη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 20/03/2014 λέγοντας παράλληλα ότι ρευστοποιήθηκε μια εγγυητική επιστολή που κατ΄ ισχυρισμό της ΣΠΕ-Λακατάμιας εκδόθηκε το έτος 2007 με αίτηση της Ενάγουσας. Προκύπτει αβίαστα ότι ήταν υπαρκτά τα γεγονότα από το έτος 2014 και τα οποία προφανώς τέθηκαν στη σφαίρα γνώση της. Η Αγωγή καταχωρήθηκε το έτος 2017 προφανώς με οδηγίες της ίδιας της Ενάγουσας στη βάση του ότι η σύμβαση δανείου που κατ΄ ισχυρισμό συνάφθηκε το έτος 2014 ήταν προιόν εξαναγκασμού. Ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι δεν ήταν εις γνώση της τα γεγονότα ή τα ορθά δεδομένα τα οποία οδηγούν στον ισχυρισμό ότι δεν συνάφθηκε συμφωνία δανείου στερείται λογικής. Σε κάθε περίπτωση η υπογραφή ή όχι ενός εγγράφου ή συμφωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί γεγονός που ξεφεύγει από τη σφαίρα γνώσης κάποιου προσώπου.
Επισημαίνω ότι ακόμα και λανθασμένα να αντιλήφθηκε τα δεδομένα κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής η Ενάγουσα αυτό δεν ερμηνεύεται ούτε ως λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας αλλά ούτε αναιρεί το γεγονός ότι οι εκτεταμένοι ισχυρισμοί που επιδιώκεται σήμερα να εισαχθούν αφορούσαν γεγονότα υπαρκτά κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής. Σαφέσταστα ήταν εις γνώση της το γεγονός υπογραφής ή όχι μιας συμφωνίας δανείου. Επισημαίνω ότι μέσω της αγωγή η Ενάγουσα παρουσιάζεται να γνώριζε ότι υπόγραψε συμφωνία δανείου αλλά ισχυρίζεται εξαναγκασμό. Το 2021 ισχυρίζεται ότι δε γνώριζε την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας και δη ότι δε υπόγραψε αυτή. Αυτό όμως επαναλαμβάνω δε αποτελεί νέο γεγονός μη υπαρκτό κατά το χρόνο που η ίδια έδωσε οδηγίες να καταχωρηθεί αγωγή.
Υπό το φως των ανωτέρω κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στη Δ.25 ως τροποποιήθηκε για να κριθεί αναγκαία η τροποποίηση ενός δικογράφου. Όμως για σκοπούς πληρότητας κρίνω ορθό όπως αναφέρω τα ακόλουθα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ενάγουσα μέσω της αγωγής που καταχώρησε το έτος 2017 δεν αρνείται την υπογραφή και σύναψη της εγγυητικής επιστολής ημερομηνίας 17/05/2007 και της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 20/03/2014. Αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι εξαναγκάστηκε να υπογράψει την προαναφερόμενη συμφωνία δανείου προβάλλοντας ισχυρισμούς για δόλο, απάτη και αμέλεια. Δεν αμφισβητείται δηλαδή η ύπαρξη και η υπογραφή της συμφωνίας δανείου μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης όπου η Ενάγουσα επιθυμεί να αλλάξει αυτό τον ισχυρισμό θέτοντας ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας συνομολόγησης αυτής της συμφωνίας. Ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας της σύμβασης δανείου ουσιαστικά σκοπό έχει να επιφέρει εκ βάθρων ανατροπή της μέχρι σήμερα δικογραφημένης εκδοχής στη βάση της οποίας βασίστηκε και η Υπεράσπιση των Εναγόμενων. Είναι σαφές ότι εάν επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση θα επέλθει αλλοίωση της βάσης της αγωγής. Τα γεγονότα που επιθυμεί να εισάξει με τροποποίηση η Ενάγουσα τείνουν να υποστηρίξουν μια νέα βάση απαίτησης στη βάση της ανυπαρξίας πλέον σύναψης συμφωνίας δανείου. Δεν επιδιώκεται δηλαδή η προσθήκη ισχυρισμών που να σχετίζονται άμεσα με τον κεντρικό ισχυρισμό που προβλήθηκε εξ αρχής αλλά επιδιώκεται να εισαχθούν εντελώς αντίθετοι ισχυρισμοί που να εξουδετερώνουν την αρχική φύση της αξίωσης.
Στις συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Εφέσεις αρ. 137/2013 και 138/2013 IKOS CIF LTD v. 1. Martin Coward κ.α. ημερ. 20/3/2014 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία δεν επιτράπηκε η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης καθότι με την αιτούμενη τροποποίηση ο αιτητής επεδίωκε να «δημιουργήσει» νέο αγώγιμο δικαίωμα. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση.
....................
Με δεδομένο, λοιπόν, το πραγματικό υπόβαθρο, είναι ξεκάθαρο ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής και, ταυτόχρονα, η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των νέων διαδίκων, εφεσιβλήτων 2-13. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος τροποποίησης θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της αγωγής, κατά τρόπο που θα μετέβαλλε εξολοκλήρου το χαρακτήρα της.»
Όπως αναφέρθηκε στη Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012 ημερ. 04.03.13 η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.
Εν κατακλείδι ενόψει του ότι στην προκείμενη ο βαθμός και η έκταση των αιτουμένων τροποποιήσεων όπως είναι διατυπωμένα είναι τέτοια εάν αυτές εγκρίνονταν θα προσέδιδαν μια ριζικά διαφορετική μορφή στην έκθεση απαίτησης από ότι η υφιστάμενη παρουσιάζει αλλά θα άλλαζε ριζικά και τη φύση της αγωγής, γεγονός καταλυτικό που θα οδηγούσε από μόνο του σε απόρριψη της Αίτησης. Παραπέμπω επιπροσθέτως στο σύγγραμμα The Annual Practice 1956, Τόμος 1 όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο απορρίπτει μια αίτηση τροποποίησης «where the amendment would change the action into one of a substantially different character which would more conveniently be the subject of a fresh action». Τυχόν έγκριση της Αίτησης θα ισοδυναμούσε με αλλοίωση τόσο της βάσης της αγωγής όσο και των αξιώσεων. Επίσης τυχόν έγκριση των αιτουμένων τροποποιήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό των επιδίκων θεμάτων και γενικότερα τον εκτροχιασμό της υπόθεσης καθώς και πρόκληση καθυστέρησης στην αποπεράτωση της δικαστικής διαδικασίας θέτοντας τους Καθ' ων η αίτηση σε δυσμενή θέση αφού θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις υπερασπιστικές τους θέσεις και να αντικρούσουν νέα ζητήματα και γεγονότα που ανάγονται στο έτος 2014 και που εκφεύγουν των ήδη υφιστάμενων επιδίκων θεμάτων, πράγμα που δεν αποζημιώνεται με την κατάλληλη διαταγή για έξοδα.
Υπό το φως των πιο πάνω είναι ξεκάθαρο ότι τυχόν έγκριση της Αίτησης η οποία επισημαίνω θα συνεπάγετο δραματική αλλαγή της βάσης και φύσης της Έκθεσης Απαίτησης και των αξιώσεων και δε θα εξυπηρετούσε το συμφέρον της δικαιοσύνης και δη το πρωταρχικό σκοπό που προσδιορίζει ότι το πρωτεύον είναι ο χειρισμός μιας υπόθεσης δίκαια και με αναλογικό κόστος. Μια τελευταία παρατήρηση είναι ότι ο πρωταρχικός σκοπός σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετείται όταν με τροποποίηση ενός δικογράφου θα επανερχόταν ένας διάδικος με θέματα που ενδεχομένως να εμπίπτουν στις πρόνοιες του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (Ν. 66 (Ι)/2012. Ο συγκεκριμένος νόμος τέθηκε σε ισχύ την 01/01/2016. Τα γεγονότα ανάγονται στο έτος 2014 και επιχειρείται η τροποποίηση 10 χρόνια μετά.
Εν κατακλείδι η τύχη της Αίτησης είναι προδιαγεγραμμένη με συνέπεια να παρέλκει η εξέταση οιουνδήποτε άλλου ζητήματος. Η Αίτηση λοιπόν απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων-Καθ’ ών η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας-Αιτήτριας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………..
Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο