
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 1352/19
Μεταξύ:-
Κωστάκης Θεοδοσίου Σάββα
Ενάγων
-και-
1. Svetlana Sergeyeva
2. Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λίμιτεδ
Εναγόμενες
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ημερομηνία: 17 Απριλίου 2025
Για Ενάγοντα: κα Ε. Κωμοδρόμου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη 2: κ. Σ. Χατζηαδάμου
Με την ως άνω αγωγή, ο Ενάγων αξιώνει ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για έξοδα, σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία που κατ’ ισχυρισμό του υπέστη συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, το οποίο έλαβε χώρα στις 14/12/2018, εντός του χώρου στάθμευσης ξενοδοχείου, μεταξύ του οχήματος με αρ. εγγραφής [] (εφεξής «το Όχημα Α») και του οχήματος με αρ. εγγραφής [] (εφεξής «το Όχημα Β»).
Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενώ ο Ενάγων οδηγούσε το Όχημα Α, δικής του ιδιοκτησίας, εντός του χώρου στάθμευσης σε ευθεία πορεία, η Εναγόμενη 1, οδηγώντας το Όχημα Β, στο οποίο παρείχε ασφαλιστική κάλυψη η Εναγόμενη 2, εξήλθε από δεξιά πάροδο, ως η πορεία του Ενάγοντα, παραλείποντας να σταματήσει, με αποτέλεσμα να αποκόψει την ελεύθερη πορεία του Οχήματος Α και να συγκρουστούν. Ο Ενάγων αποδίδει το ατύχημα στην αποκλειστική αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της Εναγομένης 1 παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες. Συνεπεία του ατυχήματος, ο Ενάγων υπέστη ειδικές ζημιές, λεπτομέρειες των οποίων παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτηση, και σωματικές βλάβες, ήτοι διάστρεμμα αυχένα, εγκεφαλική διάσειση, κάκωση δεξιού γόνατος, καθώς και έντονο άλγος και ταλαιπωρία.
Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, και συναφώς προβαίνω σε ανάλογο εύρημα, ότι η Εναγόμενη 2 είναι δεόντως εγγεγραμμένη ασφαλιστική εταιρεία και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο Όχημα Β. Ως εκ τούτου, υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης του Ενάγοντα ανάλογα με το ποσοστό ευθύνης της οδηγού του εν λόγω ασφαλισμένου οχήματος, ήτοι της Εναγομένης 1. Ενόψει της εν λόγω δήλωσης, η αγωγή εναντίον της Εναγομένης 1 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε και η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε εναντίον της Εναγομένης 2 μόνο.
Με την Υπεράσπιση της, η Εναγομένη 2 αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα σε σχέση με την αμέλεια της Εναγομένης 1, η οποία γίνεται παραδεκτό ότι οδηγούσε το Όχημα Β, και ισχυρίζεται ότι η υπερβολική ταχύτητα του Οχήματος Α και/ή ο αμελής τρόπος με τον οποίο οδηγούνταν από τον Ενάγοντα και/ή το γεγονός ότι προσέκρουσε στο οπίσθιο μέρος του Οχήματος Β, το οποίο οδηγούνταν νόμιμα και κανονικά σε ευθεία πορεία, αποτέλεσαν την αποφασιστική αιτία και/ή «εκ των αιτιών» πρόκλησης του επίδικου τροχαίου ατυχήματος. Αποτελεί θέση της Εναγομένης 2 ότι το Όχημα Β οδηγούνταν επιμελώς και σε καμιά περίπτωση η οδηγός του δεν έπραξε κατά τρόπο αμελή και/ή απρόσεκτο. Θέση της Εναγομένης 2 είναι ότι το ατύχημα προκλήθηκε λόγω της αποκλειστικής και/ή κατά μεγάλο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας και/ή παράβασης των εκ των νόμων και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του Ενάγοντα, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες. Η Εναγόμενη 2 αρνείται τις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών και σωματικών βλαβών του Ενάγοντα και άνευ βλάβης προβάλλει ότι είναι υπερβολικές και/ή μη εύλογα αναμενόμενες και/ή προβλεπτές και/ή προϋπήρχαν, καθώς και ότι οι ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες του Ενάγοντα δεν σχετίζονται με το επίδικο ατύχημα. Προβάλλεται, επίσης, ότι ο Ενάγων δεν έλαβε κανένα μέτρο προς μετριασμό της ζημιάς του και/ή των σωματικών βλαβών του.
Ο Ενάγων με την Απάντηση του αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Εναγομένης 2.
Κατά την ακροαματική διαδικασία από πλευράς του Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ1), ο Δρ Οδυσσέας Αθάνατος (ΜΕ2) και η Ελένη Τσολάκκη (ΜΕ3). Από πλευράς της Εναγομένης 2 κατέθεσε η Ιφιγένεια Γεωργίου (ΜΥ).
Όλη η μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά και δεν θεωρώ σκόπιμο να την επαναλάβω στην ολότητα της. Την έχω διεξέλθει με πολλή προσοχή και λαμβάνεται υπόψη στην ολότητα της, όπως και τα κατατεθειμένα τεκμήρια.
Σύνοψη μαρτυρίας
Ο Ενάγων (ΜΕ1), στο Έγγραφο Α’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του και του οποίου πιστή και ακριβής μετάφραση στα ελληνικά αποτέλεσε το Έγγραφο Α1, ως κατέστη παραδεκτό, αναφέρθηκε στις συνθήκες του επίδικου ατυχήματος, στην μετάβαση στο χώρο του ατυχήματος λειτουργού της οδικής βοήθειας και στις φωτογραφίες που έλαβε (Τεκμήριο 2) καθώς και στην ενημέρωση της Εναγομένης 2 για επιθεώρηση του Οχήματος Α (Τεκμήριο 3) και την έγερση της αγωγής (Τεκμήριο 4). Αναφέρθηκε, επίσης, στους σωματικούς τραυματισμούς του, στην επίσκεψη του στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Απολλώνειου Νοσοκομείου (Τεκμήριο 5), στην εξέταση του από τον ΜΕ2 (Τεκμήρια 6 έως και 8), στην επίσκεψη του στο νευροχειρουργό, Δρ Χριστόφορο Χριστοφόρου, (Τεκμήριο 9) και στη φυσιοθεραπευτική αγωγή που έλαβε (Τεκμήριο 10). Τέλος, αναφέρθηκε στα έξοδα που υπέστη (Τεκμήρια 11 έως και 18).
Ο Ενάγων αντεξετάστηκε σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα σε σχέση με την ταχύτητα του Οχήματος Α, τη σήμανση αλτ, τα σημεία σύγκρουσης επί των Οχημάτων Α και Β και την τελική τους θέση. Αντεξετάστηκε, επίσης, σε σχέση με τους αναφερόμενους τραυματισμούς του και ειδικότερα αναφορικά με τον τραυματισμό στον καρπό, τις επισκέψεις του στο νοσοκομείο στις 31/12/2018 και στο Δρ Αθάνατο, τις φυσιοθεραπείες, την εξέταση MRI και την επίσκεψη στον Δρ Χριστοφόρου.
Ο Δρ Οδυσσέας Αθάνατος (ΜΕ2), ορθοπεδικός χειρούργος (Τεκμήριο 19), κατά την κυρίως εξέταση του εξήγησε τα Τεκμήρια 6 (παραπεμπτικό για ακτινογραφία αυχένα και δεξιού γόνατος) και 7 (παραπεμπτικό για φυσιοθεραπεία) και υιοθέτησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8. Αναφέρθηκε, επίσης, στη θλάση αυχένα, στην εγκεφαλική διάσειση, στην κάκωση γόνατος, στη θεραπεία που συνέστησε καθώς και στις επισκέψεις του Ενάγοντα.
Ο ΜΕ2 αντεξετάστηκε σε σχέση με τους ισχυριζόμενους τραυματισμούς και κακώσεις του Ενάγοντα και την αποθεραπεία τους.
Η Ελένη Τσολάκκη (ΜΕ3), φυσιοθεραπεύτρια (Τεκμήριο 20), κατά την κυρίως εξέταση της αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 10, στις συνεδρίες φυσιοθεραπείας στις οποίες υπεβλήθη ο Ενάγων και στις μεθόδους που χρησιμοποίησε.
Η ΜΕ3 αντεξετάστηκε σε σχέση με την πρόκληση των αναφερομένων στο Τεκμήριο 10 τραυματισμών, τις επισκέψεις του Ενάγοντα και τη συχνότητα τους καθώς και την εγγραφή της στο ΓΕΣΥ.
Η Ιφιγένεια Γεωργίου (ΜΥ), υπεύθυνη στο Τμήμα Ευθύνης Ατυχημάτων της εταιρείας Rescue Line Auto Services Ltd (εφεξής «η Rescue Line»), στο Έγγραφο Β’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της, αναφέρθηκε στη μετάβαση του [], λειτουργού της εν λόγω εταιρείας, στο χώρο του επίδικου ατυχήματος για την καταγραφή του και κατέθεσε ως Τεκμήριο 21 τη σχετική δήλωση. Κατέθεσε, επίσης, το Τεκμήριο 21Α και ανέφερε ότι αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 21.
Η ΜΥ αντεξετάστηκε σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 21 και τη δική της εμπλοκή.
Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Ενάγοντα και της Εναγομένης 2, οι οποίες έχουν μελετηθεί και δεν κρίνεται σκόπιμη η λεπτομερής αναφορά σε αυτές.
Επίδικα θέματα
Τα επίδικα θέματα της υπό κρίση αγωγής αφορούν τόσο στην ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος όσο και στις σωματικές βλάβες και οικονομική ζημιά που κατ’ ισχυρισμό του ο Ενάγων υπέστη συνεπεία του ατυχήματος.
Παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα
Στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των μερών, των γεγονότων που δηλώθηκαν ως παραδεκτά και του συνόλου της μαρτυρίας και των τεκμηρίων, προκύπτουν ως παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα εξής:
- Ο Ενάγων ήταν ο ιδιοκτήτης (Τεκμήριο 1) και οδηγός του Οχήματος Α.
- Η Εναγόμενη 1 ήταν η οδηγός του Οχήματος Β, στο οποίο παρείχε ασφαλιστική κάλυψη η Εναγόμενη 2.
- Στις 14/12/2018, περί τις 14:15, επεσυνέβη σύγκρουση μεταξύ των Οχημάτων Α και Β σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου.
Για όλα τα πιο πάνω, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
Αρχές αξιολόγησης
Η προσκομισθείσα μαρτυρία αξιολογείται με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα (δέστε Wynne v Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138).
Μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με κάθε δυνατή προσοχή τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Όπως λέχθηκε στην C&A Pelecanos Associates Limited v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273, «η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά παραγόντων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν στην σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, την ύπαρξη υπερβολών και ουσιαστικών αντιφάσεων, τη λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν. Πέραν τούτου, με βάση τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα θα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της, συγκρινόμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506). Όπως λέχθηκε στην Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.» (δέστε, επίσης, Ναούμ ν Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 291/2013, ημερομηνίας 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A321)
Περαιτέρω, έχω κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο «έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται σε συγκεκριμένο περιορισμό. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης. (Βλ. Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).» (Λαζάρου κ.α. ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633) (δέστε, επίσης, Mustafa v Κακούρη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165, Χρίστου ν Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454). Στην πρόσφατη απόφαση Παυλίδης ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολ. Εφ. Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/11/2023 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: «Εν πρώτοις είναι νομολογημένο ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207) και δεν είναι επιλήψιμο, μέρος μαρτυρίας να γίνεται αποδεκτό ενώ άλλο να απορρίπτεται. Τούτο, όμως, είναι δυνατό εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2154) και όταν μέσα από μια αξιόπιστη μαρτυρία προσφέρονται στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την αξιόπιστη μαρτυρία.».
Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, οι σχετικές αρχές είναι πολύ καλά γνωστές και δεν θεωρώ ότι απαιτείται εξαντλητική παράθεση τους. Αρκεί να λεχθεί ότι «…για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση. (Βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298).» (Μελικίδης ν Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832). Σημειώνεται, δε, ως λέχθηκε στην Star Fiberglass Ltd v Elneda Trading Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 875, ότι «…η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους παρόλο που παραμένει ένα από τα στοιχεία για να κριθεί η αξία της γνώμης τους…». Το διαφοροποιητικό στοιχείο σε σχέση με άλλους, συνήθεις μάρτυρες, είναι πως οι εμπειρογνώμονες δύνανται να αναφέρουν τα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από γεγονότα και, περαιτέρω, τη γνώμη τους για θέματα που άπτονται της ειδικότητας ή της εμπειρίας τους (δέστε Τ. Ηλιάδη & Ν. Γ. Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, Εκδ. Hippasus, Λευκωσία 2014, σελ. 573 και επόμενες). Αυτό, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν αποδυναμώνει την υποχρέωση στοιχειοθέτησης των γεγονότων επί των οποίων ο κάθε εμπειρογνώμονας στηρίζεται, δηλαδή του υποβάθρου στο οποίο βασίζει τα συμπεράσματα του (δέστε Νικολάου ν Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746).
Σημειώνω, περαιτέρω, ως λέχθηκε στην Πελεκάνος κ.α. ν Πελεκάνου κ.α (2010) 1 ΑΑΔ 1746, ότι «…δεν υπάρχει καμιά αναγνωρισμένη αρχή σύμφωνα με την οποία, επειδή σε μια υπόθεση δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία, το Δικαστήριο οφείλει χωρίς άλλο να αποδεχθεί τη θέση που έχει προσφέρει ο ένας και μοναδικός εμπειρογνώμονας. Και αν ακόμα υπήρχε διαφορετική άποψη και μαρτυρία, το Δικαστήριο θα μπορούσε να προτιμήσει τη μια ή να αγνοήσει και τις δύο και να προβεί στη δική του ανάλυση. (Παπαχριστοφόρου v. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 488).». Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, με αναφορά στην Πιττάλης κ.α. ν Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 814, λέχθηκε ότι η αιτιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα δεν διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων και το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μόνο μέρος της μαρτυρίας του ή και καθόλου. Στην Χαραλάμπους ν Αβραάμ κ. α. (1999) 1 ΑΑΔ 1441 λέχθηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα: «Η δεκτικότητα μαρτυρίας εμπειρογνώμονα απασχόλησε το δικαστή Jacob πρόσφατα στην υπόθεση Routest Ltd. v. Minories Finance Ltd., Ch. D., 16/5/96. Παρόλο που η έκφραση γνώμης από εμπειρογνώμονα υπό ορισμένες συνθήκες είναι αποδεκτή σαν μαρτυρία εντούτοις:
"......it by no means follows that the court must follow it .......What really matters in most cases is the reasons given for the opinion. As a practical matter a well constructed expert's report containing opinion evidence sets out the opinion and the reasons for it. If the reasons stand up the opinion does, if not, not. A rule of evidence which excludes this opinion evidence serves no practical purpose."».
Ανάλυση και αξιολόγηση μαρτυρίας
Ο ΜΕ1, Ενάγων, μου άφησε γενικά καλή εντύπωση και δεν θεωρώ ότι ήρθε στο Δικαστήριο με σκοπό να αποκρύψει την αλήθεια. Η μαρτυρία του δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολή και σε γενικές γραμμές συνάδει με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ορισμένες πτυχές της μαρτυρίας του, όμως, οι οποίες φαίνεται να αποτέλεσαν προϊόν υποκειμενικής, δικής του εκτίμησης και αντίληψης, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές είτε στη βάση της μη αμφισβητηθείσας μαρτυρίας ή αντιπαραβαλλόμενες με άλλη μαρτυρία.
Ο ΜΕ2, ορθοπεδικός χειρούργος, κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας αναφορικά με τους τραυματισμούς του Ενάγοντα. Η εμπειρογνωμοσύνη του ουδόλως αμφισβητήθηκε και λαμβάνοντας υπόψη το βιογραφικό του, Τεκμήριο 19, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, δέχομαι ότι κατέχει τα σχετικά προσόντα και πληροί τα κριτήρια ώστε να καθίσταται εμπειρογνώμονας στο πεδίο της ορθοπεδικής χειρουργικής. Λεπτομερώς, με επάρκεια και σαφήνεια, εξήγησε τις θέσεις του δίδοντας ξεκάθαρα την εντύπωση ότι σκοπός της παρουσίας του στο Δικαστήριο ήταν να παρουσιάσει τα όσα διαπίστωσε σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του Ενάγοντα και όχι να την αλλοιώσει υπέρ του.
Η ΜΕ3, φυσιοθεραπεύτρια, κλήθηκε να καταθέσει σε σχέση με τις φυσιοθεραπείες στις οποίες υπέβαλε τον Ενάγοντα. Η εμπειρογνωμοσύνη της ουδόλως αμφισβητήθηκε και λαμβάνοντας υπόψη το βιογραφικό της, Τεκμήριο 20, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, δέχομαι ότι κατέχει τα σχετικά προσόντα και πληροί τα κριτήρια ώστε να καθίσταται εμπειρογνώμονας στο πεδίο της φυσιοθεραπείας. Η ΜΕ3 έδωσε την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει έντιμα τα όσα εμπίπτουν στο πεδίο της γνώσης και εμπειρογνωμοσύνης της σε σχέση με τον Ενάγοντα, αν και οι αναφορές της για έξαρση των συμπτωμάτων ένεκα των αλλαγών του καιρού, ως εξηγείται πιο κάτω, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Η ΜΥ μου άφησε γενικά καλή εντύπωση. Ουσιαστικά κατέθεσε τα Τεκμήρια 21 και 21Α, χωρίς, όμως, να μπορεί να τοποθετηθεί με θετικότητα σε σχέση με τις αμφισβητηθείσες πτυχές του περιεχομένου τους, αφού δεν είχε οποιαδήποτε πρωτογενή γνώση για τις συνθήκες του επίδικου ατυχήματος ή εμπλοκή στη σύνταξη των ως άνω τεκμηρίων.
Α. Συνθήκες ατυχήματος
Προτού προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που αφορά στις περιστάσεις του επίδικου ατυχήματος, αναφορά θα πρέπει να γίνει στο σχεδιάγραμμα που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 21 και στις φωτογραφίες, Τεκμήριο 2 και μέρος του Τεκμηρίου 21. Τούτο διότι εάν τα εν λόγω τεκμήρια ήθελε κριθούν ότι συνιστούν πραγματική μαρτυρία και είναι αξιόπιστα και θα πρέπει να τους δοθεί πλήρης βαρύτητα, θα αποτελούν, ως πραγματική μαρτυρία, χρήσιμο και ανεξάρτητο οδηγό για τον καθορισμό των επίδικων γεγονότων που προκάλεσαν το ατύχημα και την κρίση της αξιοπιστίας και της ακρίβειας της σχετικής μαρτυρίας (δέστε Ευαγγέλου ν Γιαννακού (1992) 1 ΑΑΔ 1243, Κονναρή ν Κυριάκου (1996) 1 ΑΑΔ 267, Σοφοκλέους ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 218, Νικήτα ν Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2003) 1 ΑΑΔ 344).
Σχεδιάγραμμα, μέρος Τεκμηρίου 21
Ως λέχθηκε στην Βασιλείου ν Γεωργίου κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 409, «το σχεδιάγραμμα της σκηνής ενός ατυχήματος αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου.». Περαιτέρω, στην Κυριακίδου κ.α. ν Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 45 λέχθηκε ότι «είναι πραγματική η μαρτυρία όταν προβάλλει, όπως υποδηλώνει ο ίδιος ο όρος, από τα ίδια τα πράγματα και μόνο.».
Η ΜΥ ανέφερε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι το εν λόγω σχεδιάγραμμα ετοιμάστηκε από τον λειτουργό της Rescue Line, ο οποίος επισκέφθηκε τον χώρο του επίδικου ατυχήματος, στη βάση των όσων του ανέφεραν οι εμπλεκόμενοι οδηγοί, ήτοι ο Ενάγων και η Εναγόμενη 1, εφόσον, ως ο Ενάγων ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, τα εμπλεκόμενα οχήματα είχαν ήδη μετακινηθεί πριν την μετάβαση του στο χώρο. Η ίδια ουδεμία εμπλοκή είχε στην ετοιμασία του. Περαιτέρω, ως διαπιστώνεται, στο εν λόγω σχεδιάγραμμα δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε μετρήσεις ή αποστάσεις ή κλίμακα (Κονναρή (ανωτέρω), Κυριακίδου ν Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 45).
Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω, δεν θεωρώ ότι το εν λόγω σχεδιάγραμμα μπορεί να θεωρηθεί και να χρησιμοποιηθεί ως επαρκής και ανεξάρτητη πραγματική μαρτυρία.
Φωτογραφίες, Τεκμήριο 2 και μέρος Τεκμηρίου 21 (εφεξής «οι Φωτογραφίες»)
Τόσο οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2, τις οποίες κατέθεσε ο Ενάγων, όσο και οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 21, τις οποίες κατέθεσε η ΜΥ, ως αμφότεροι ανέφεραν, λήφθηκαν από τον λειτουργό της Rescue Line και δεν αμφισβητήθηκαν από έκαστη αντίδικη πλευρά. Ως αποτέλεσε κοινό τόπο, οι εν λόγω φωτογραφίες απεικονίζουν τις ζημιές που υπέστησαν τα εμπλεκόμενα οχήματα συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης και το χώρο όπου αυτή επεσυνέβη.
Στην απουσία οποιουδήποτε αντίθετου ισχυρισμού ή ένδειξης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2 όσο και οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 21 συνιστούν την πραγματική απεικόνιση του χώρου όπου το επίδικο ατύχημα έλαβε χώρα και των ζημιών που υπέστηκαν τα εμπλεκόμενα οχήματα συνεπεία της σύγκρουσης. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο τους προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Το Όχημα Α υπέστη ζημιές στη δεξιά γωνιά του μπροστινού προφυλακτήρα.
- Το Όχημα Β υπέστη ζημιές, οι οποίες εκτείνονται από την αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα μέχρι και πάνω από τον οπίσθιο, αριστερό τροχό.
- Δεν υπάρχει επί του οδοστρώματος οδική σήμανση, πέραν από τις γραμμές για τις θέσεις στάθμευσης.
Σημειώνω ότι η ΜΥ αντεξετάστηκε σε συνάρτηση με διάφορες φωτογραφίες ως προς την ορθότητα των ενδείξεων αναφορικά με τις ζημιές των εμπλεκόμενων οχημάτων, τις οποίες τοποθέτησε ο λειτουργός της Rescue Line, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος, πάνω σε σύμβολα των εμπλεκόμενων οχημάτων στο Τεκμήριο 21. Δεν θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στις εν λόγω ενδείξεις, οι οποίες συνιστούν δευτερογενή μαρτυρία, εφόσον κατατέθηκαν στο Δικαστήριο οι σχετικές φωτογραφίες των ζημιών των εμπλεκόμενων οχημάτων, το περιεχόμενο των οποίων, ως αναφέρεται πιο πάνω, δεν αμφισβητήθηκε. Ουδόλως δε υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση ή διαπιστώνεται ότι η εν λόγω εργασία του λειτουργού θα προσέθετε οτιδήποτε ουσιώδες, εφόσον το Δικαστήριο το ίδιο μπορεί να διαπιστώσει από τις φωτογραφίες το πού επακριβώς βρίσκονται οι ζημιές σε έκαστο εμπλεκόμενο όχημα. Το πού κατά την κρίση του λειτουργού βρίσκονται οι ζημιές, ως η εν λόγω κρίση αποτυπώθηκε μέσα από την τοποθέτηση των σχετικών ενδείξεων, δεν έχει καμία σημασία και, επομένως, το κατά πόσο ο εν λόγω λειτουργός σημείωσε ορθά και επακριβώς τις ζημιές στα σχετικά σύμβολα των εμπλεκόμενων οχημάτων στο Τεκμήριο 21 δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω.
Η εκδοχή του Ενάγοντα (Έγγραφα Α και Α1) ήταν ότι ενώ προχωρούσε με το Όχημα Α σε ευθεία πορεία με χαμηλή ταχύτητα εντελώς ξαφνικά, η Εναγόμενη 1, οδηγώντας το Όχημα Β, εξήλθε από πάροδο, η οποία βρισκόταν στα δεξιά του, χωρίς να σταματήσει, να ελαττώσει ταχύτητα και χωρίς να ελέγξει ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει εντός του κύριου δρόμου στον οποίο οδηγούσε, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του. Ο ίδιος, παρόλο που ενστικτωδώς πάτησε τα φρένα του Οχήματος Α, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση.
Από την πλευρά της Εναγομένης 2, δεν προσήχθη προφορική μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος. Σχετική, όμως, είναι η εξ ακοής δήλωση της Εναγομένης 1, η οποία καταγράφεται στα Τεκμήρια 21 και 21Α, και έχει ως ακολούθως: «I was driving my car [] [Όχημα Β] into [] parking when I got into the main road of the parking. My car was all in the main road and then car [] [Όχημα Α] came and hit me to the back place of my car.». Επίσης, σύμφωνα με την ΜΥ, τα όσα η Εναγόμενη 1 ανέφερε στο λειτουργό της Rescue Line αποτυπώθηκαν στο σχεδιάγραμμα, μέρος του Τεκμηρίου 21.
Το γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 οδηγούσε το Όχημα Β εντός του εν λόγω χώρου στάθμευσης δεν αμφισβητείται. Προκύπτει, επίσης, να συνιστά κοινό έδαφος, τόσο στη βάση της πιο πάνω δήλωσης όσο και στη βάση του γεγονότος ότι ο Ενάγων δεν αμφισβητήθηκε σχετικά κατά την αντεξέταση του, ότι ο δρόμος στον οποίο κινούνταν ο Ενάγων ήταν ο κύριος δρόμος, δηλαδή ο δρόμος με προτεραιότητα. Ο Ενάγων δεν αντεξετάστηκε, επίσης, ως προς το ότι η Εναγομένη 1 εισήλθε στον κύριο δρόμο από δεξιά πάροδο. Το γεγονός ότι η Εναγομένη 1 εισήλθε στον κύριο δρόμο από δεξιά πάροδο προκύπτει και από την αναφορά στην ως άνω δήλωση «when I got into the main road» σε συνάρτηση με το σχεδιάγραμμα. Στη δε σχετική με το επίδικο ατύχημα δεξιά πάροδο, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ως ο Ενάγων δέχθηκε κατά την αντεξέταση του, και επιβεβαιώνεται από τις Φωτογραφίες, δεν υπήρχε γραμμή αλτ αλλά ούτε και οποιαδήποτε σχετική πινακίδα (αλτ ή στοπ).
Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω, κατ’ ουσία, αμφισβητούμενο παραμένει το μέρος της ως άνω δήλωσης, και η συναφής αποτύπωση του στο σχεδιάγραμμα, σε σχέση με το ότι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης το Όχημα Β βρισκόταν εξολοκλήρου εντός του κυρίου δρόμου και ότι ο Ενάγων προσέκρουσε στο πίσω μέρος του.
Εφόσον πρόκειται περί εξ ακοής μαρτυρίας, η βαρύτητα της αξιολογείται με βάση τις πρόνοιες του α. 27, Κεφ. 9 (δέστε Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779). Η Εναγομένη 1 δεν προσήλθε να μαρτυρήσει επειδή, ως αναφέρθηκε από αμφότερους τους συνηγόρους, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός της. Η δε πιο πάνω δήλωση έγινε προς τον λειτουργό της Rescue Line, ο οποίος μετέβη στο χώρο του ατυχήματος, και καταγράφηκε από αυτόν. Ο εν λόγω λειτουργός δεν προσήλθε να μαρτυρήσει καθότι, ως η ΜΥ ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, δεν εργάζεται πλέον στη Rescue Line. Ως διεφάνη κατά την σχετική αντεξέταση της, η ΜΥ δεν γνώριζε κατά πόσο η πιο πάνω δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς, αλλά θεώρησε ότι για να τα σημειώσει ο λειτουργός, αυτά θα του είπαν, χωρίς, όμως, να είναι σίγουρη κατά πόσο ειπώθηκε οτιδήποτε άλλο. Όσον δε αφορά τις υπογραφές που φέρεται να ανήκουν στους εμπλεκόμενους οδηγούς σε σχέση με τη δήλωση εκάστου, αντεξεταζόμενη η ΜΥ ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρη ότι ανήκουν σε αυτούς και ότι «εφόσον ήταν στη σκηνή οι οδηγοί, φαντάζομαι υπογράψαν το.». Σημειώνω ότι ο Ενάγων αναγνώρισε την υπογραφή του στο Τεκμήριο 21Α (το οποίο περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 21), αλλά αυτό που ουσιωδώς εδώ ενδιαφέρει είναι η υπογραφή της Εναγομένης 1, νοουμένου ότι, ως η ΜΥ ανέφερε, ο κάθε εμπλεκόμενος οδηγός υπέγραφε σε σχέση με τη δική του δήλωση. Η μαρτυρία της ΜΥ επί των πιο πάνω αμφισβητούμενων σημείων δεν χαρακτηρίζεται από θετικότητα και ουδόλως μπορεί να αποτελέσει στέρεο υπόβαθρο για εξαγωγή συναφών συμπερασμάτων. Πέραν τούτου, η πιο πάνω εξ ακοής δήλωση δεν στοιχειοθετήθηκε και ούτε συνοδεύεται από οποιεσδήποτε, πόσω μάλλον επαρκείς, λεπτομέρειες ως προς τις περιστάσεις του επίδικου ατυχήματος προκειμένου να μπορεί να αξιολογηθεί και να αποτιμηθεί αντικειμενικά και στην πραγματική της διάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, στις μη αμφισβητηθείσες Φωτογραφίες, ως λέχθηκε και πιο πάνω, απεικονίζεται το μέρος του Οχήματος Β που υπέστη ζημιές συνεπεία της σύγκρουσης και μπορούν από αυτές να εξαχθούν συμπεράσματα, αναφορά στα οποία θα γίνει πιο κάτω, ως προς το κατά πόσο τη στιγμή της σύγκρουσης το Όχημα Β βρισκόταν εξολοκλήρου εντός του δρόμου, όπου κινούνταν ο Ενάγων.
Επομένως, υπό το φως των πιο πάνω και δεδομένου ότι οι περιστάσεις του ατυχήματος αποτελούν κύριο αμφισβητούμενο ζήτημα, δεν θεωρώ ασφαλές να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην ως άνω εξ ακοής δήλωση της Εναγομένης 1 πέραν του βαθμού που επιβεβαιώνεται από άλλη αξιόπιστη ή μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία, όπως οι Φωτογραφίες.
Πολλύς λόγος έγινε ως προς το κατά πόσο το αρχικό κτύπημα επί του Οχήματος Β ήταν στο οπίσθιο μέρος του ή στο πλάι αυτού. Ο Ενάγων υποστήριξε κατά την αντεξέταση του ότι το αρχικό κτύπημα επί του Οχήματος Β ήταν πάνω από τον αριστερό, οπίσθιο τροχό. Ως προς την τελική θέση των οχημάτων, ανέφερε ότι «εγώ [Όχημα Α] ήμουν οριζόντια, εκείνη [Όχημα Β] ήρθε προς τα μέσα με γωνία και συγκρουστήκαμε». Από την άλλη, θέση του κ. Χατζηαδάμου ήταν ότι το κτύπημα ήταν στην αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα του Οχήματος Β και οι ζημιές στο πλαϊνό μέρος του προκλήθηκαν από τον ελιγμό του Ενάγοντα στην προσπάθεια του να το αποφύγει. Σημειώνω ότι πέραν του ότι προφορική μαρτυρία από την πλευρά της Εναγομένης 2 ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος δεν προσήχθη, ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα αναφορικά με το επακριβές σημείο σύγκρουσης σε συνάρτηση με τις ζημιές παρουσιάστηκε.
Κατά την κρίση μου, δεν θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία και είναι επουσιώδες το κατά πόσο το Όχημα Β κτυπήθηκε αρχικά στην αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα του ή πάνω από τον αριστερό, οπίσθιο τροχό του. Εξηγώ.
Ακόμα κι αν θεωρήσουμε δεδομένη τη θέση του κ. Χατζηαδάμου ότι το Όχημα Β κτυπήθηκε πρώτα στην αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα του, το γεγονός ότι οι ζημιές στο Όχημα Α εντοπίζονται στη δεξιά γωνιά του μπροστινού του προφυλακτήρα επιβεβαιώνει τη θέση του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 1 εισήλθε στον κύριο δρόμο με κλίση («ήρθε προς τα μέσα με γωνία»), ενόσω ο ίδιος οδηγούσε σε ευθεία πορεία. Το ότι ο Ενάγων οδηγούσε σε ευθεία πορεία δεν αμφισβητήθηκε. Στο ίδιο επί της ουσίας συμπέρασμα θα καταλήγαμε και στην περίπτωση που θεωρούσαμε δεδομένη τη θέση του Ενάγοντα ότι το Όχημα Β κτυπήθηκε πρώτα πάνω από τον αριστερό, οπίσθιο τροχό του. Αν το Όχημα Β ευθυγραμμιζόταν, δεδομένου ότι, ως ο Ενάγων ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, ο δρόμος στον οποίο κινούνταν ήταν πολύ στενός, υπήρχε μόνο μια λωρίδα κυκλοφορίας και ο ίδιος κινούνταν σε ευθεία πορεία, οι ζημιές στο Όχημα Α θα ήταν λογικά και αναμενόμενα στο κύριο μέρος του μπροστινού του προφυλακτήρα και όχι στην δεξιά γωνία του και οι ζημιές στο Όχημα Β θα ήταν στο κύριο μέρος του οπίσθιου του προφυλακτήρα και όχι είτε στην αριστερή γωνιά του είτε πάνω από τον αριστερό, οπίσθιο τροχό του.
Ως προς τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 1 δεν σταμάτησε στη διασταύρωση, ο Ενάγων κατ’ ουσία δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του και, πέραν του ότι δεν προσήχθη σχετική μαρτυρία από την πλευρά της Εναγομένης 2, ούτε καν υποβλήθηκε στον Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 1 σταμάτησε στη διασταύρωση.
Ο κ. Χατζηαδάμου αντεξέτασε σε σχέση με την σήμανση αλτ. Ως λέχθηκε πιο πάνω, ο Ενάγων δέχθηκε ότι γραμμή αλτ στο επίδικο σημείο δεν υπήρχε. Σε σχέση με την υποβολή του κ. Χατζηαδάμου ότι οι συναφείς δικογραφημένοι ισχυρισμοί του Ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησης, ότι δηλαδή η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να σταματήσει στη σήμανση αλτ, είναι ψευδείς, ο Ενάγων απάντησε ότι δεν γνώριζε και ότι ο ίδιος «απλώς είπ[ε] ότι έπρεπε να είχε σταματήσει στη διασταύρωση.». Στην Γ.Μ.Β. ν Τ.Α., Πολ. Εφ. Αρ. 15/2020, ημ. 24/11/2022 λέχθηκε ότι «εξαρτάται…από τα γεγονότα που περιβάλουν τη σύνταξη του δικογράφου του διαδίκου κατά πόσο το περιεχόμενο του θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο κατά την κρίση της αξιοπιστίας του και δεν είναι επιτρεπτό μαρτυρία να κρίνεται αντιφατική και ο προσφέρων αυτή διάδικος ως μάρτυρας αναξιόπιστος, με έρεισμα μόνο την παρέκκλιση από τις δικογραφημένες του θέσεις.». Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται καν για παρέκκλιση από τις δικογραφημένες θέσεις αλλά για επιλογή κατά την ακροαματική διαδικασία της προωθούμενης γραμμής, δεδομένου ότι επιτρέπεται η προβολή στα δικόγραφα διαζευκτικών ισχυρισμών. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη ότι στις λεπτομέρειες αμέλειας (Έκθεση Απαίτησης, παρ. 4(θ)), η παράλειψη της Εναγομένης 1 να σταματήσει στη σήμανση αλτ δικογραφείται διαζευκτικά με την παράλειψη της να βεβαιωθεί ότι ήταν απόλυτα ασφαλές να εισέλθει στον δρόμο όπου κινούνταν το όχημα του Ενάγοντα, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες αμέλειας που παρατίθενται, σε συνάρτηση με τον βασικό ισχυρισμό ότι η Εναγομένη 1 εξήλθε από δεξιά πάροδο, δεν θεωρώ ότι υφίσταται επί του προκειμένου οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά τη θέση του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 1 δεν σταμάτησε στη διασταύρωση μη αποδεκτή ή να πλήττει την αξιοπιστία του.
Το επόμενο ουσιώδες ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί αφορά στο κατά πόσο ο Ενάγων αντιλήφθηκε ή θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί το Όχημα Β πριν από τη σύγκρουση και κατά πόσο θα μπορούσε να την αποφύγει. Ως λέχθηκε και πιο πάνω, ο Ενάγων υποστήριξε (Έγγραφα Α και Α1) ότι η Εναγόμενη 1 είναι εντελώς ξαφνικά που εξήλθε από τη δεξιά πάροδο, χωρίς να σταματήσει και χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα. Αυτός δε οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα και ενώ ενστικτωδώς πάτησε τα φρένα του οχήματος του, λόγω της αιφνίδιας εισόδου του Οχήματος Β στην πορεία του, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση.
Όσον αφορά την ταχύτητα του Οχήματος Α, δεν θεωρώ ότι η αξιοπιστία του Ενάγοντα κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του. Η αναφορά του σε 15 χ/α, μετά από σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση του, ήταν, ως ο ίδιος ανέφερε, προϊόν υπόθεσης, εφόσον δεν κοιτούσε το ταχύμετρο, και ως τέτοια δεν μπορεί να γίνει δεκτή, πλην όμως η πεμπτουσία της μαρτυρίας του, στην οποία παρέμεινε σταθερός, ήταν ότι οδηγούσε αργά. Αντίθετη μαρτυρία από την πλευρά της Εναγομένης 2 δεν προσκομίστηκε. Όσον αφορά την ταχύτητα του Οχήματος Β, πέραν της αναφορά του ότι δεν ελαττώθηκε, ο Ενάγων ουδόλως την προσδιόρισε με οποιοδήποτε τρόπο, έστω κατά πόσο ήταν μεγάλη ή μικρή.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δρόμος ήταν πολύ στενός και δεν υπήρχαν δύο λωρίδες, ως ο Ενάγων ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, το μέρος όπου εντοπίζονται οι ζημιές στο Όχημα Β υποδεικνύει ότι αυτό πριν τη σύγκρουση είχε εισέλθει, αν όχι εξ ολοκλήρου, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του, εντός του δρόμου στον οποίο κινούνταν ο Ενάγων. Ουδόλως έχει ιδιαίτερη σημασία κατά πόσο το Όχημα Β κτυπήθηκε στην αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα του, ως η θέση του κ. Χατζηαδάμου, ή πάνω από τον αριστερό, οπίσθιο τροχό του, ως υποστήριξε ο Ενάγων, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ των δύο σημείων, ως φαίνεται στις Φωτογραφίες, είναι σχετικά μικρή. Ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του προέβαλε τη θέση ότι «δεν μπορεί κάποιος να δει ένα όχημα όταν έρχεται από τα δεξιά, μέχρι τη στιγμή που είναι πάνω σου.» και ότι «δεν υπήρχε καμιά εναλλακτική». Οι εν λόγω θέσεις, υπό τις περιστάσεις, δεν προβάλλουν πειστικές. Θα είχαν ενδεχομένως κάποιο λογικό και πειστικό έρεισμα στην περίπτωση που οι ζημιές στο Όχημα Β ήταν στο μπροστινό μέρος του, οπόταν τούτο ίσως υποδείκνυε ότι η σύγκρουση επεσυνέβη μόλις το Όχημα Β είχε ξεπροβάλει από την δεξιά πάροδο και, άρα, ο Ενάγων οδηγώντας στον κύριο δρόμο δεν θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί την είσοδο του Οχήματος Β πριν τη σύγκρουση. Στην υπό κρίση, περίπτωση, όμως, ως λέχθηκε και πιο πάνω, το Όχημα Β κτυπήθηκε στο οπίσθιο, αριστερό μέρος του. Επομένως, θεωρώ παράδοξο ο Ενάγων, ο οποίος, ως υποστήριξε, οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα, να μην αντιλαμβανόταν καθόλου την είσοδο του Οχήματος Β στον δρόμο όπου κινούνταν, μπροστά του, πριν από την σύγκρουση. Σημαντικό, όμως, είναι να τονιστεί ότι ουδόλως προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων κατά την στιγμή της εισόδου της Εναγομένης 1 στον δρόμο όπου κινούνταν ο Ενάγων.
Β. Σωματικοί τραυματισμοί
Ο Ενάγων ανέφερε (Έγγραφα Α και Α1) ότι κατά τη σύγκρουση αισθάνθηκε έντονο τράνταγμα στον αυχένα και ενόψει του συνεχούς πόνου στην περιοχή του αυχένα και στο δεξί γόνατο και έντονων πονοκεφάλων κατά τις επόμενες μέρες, επισκέφθηκε στις 31/12/2018 το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Απολλώνειου Ιδιωτικού Νοσοκομείου (Τεκμήριο 5). Σημειώνω ότι η αναφορά σε 31/12/2019 στην παρ. 9 προφανώς συνιστά τυπογραφικό λάθος.
Ο Ενάγων αντεξετάστηκε σε σχέση με την πάροδο 17 ημερών από το ατύχημα (14/12/2018) μέχρι την επίσκεψη του στο νοσοκομείο (31/12/2018) και ανέφερε ότι «ο πόνος έρχεται σταδιακά», ότι μπορεί να ανέχεται τον πόνο, εμπιστεύεται το σώμα του και ότι θα δει γιατρό όταν ο πόνος γίνει αφόρητος. Σημειώνω ότι συναφώς ο ΜΕ2 ανέφερε, χωρίς να αντεξεταστεί σχετικά, σε σχέση με τη θλάση αυχένα, ότι «…τα συμπτώματα σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έρχονται αργότερα. Δηλαδή, μπορεί να παρουσιαστούν δύο – τρεις μέρες μετά το ατύχημα ή και περισσότερο. Χωρίς να σημαίνει ότι η αργή παρουσία των συμπτωμάτων τούτων αποτελεί απόδειξη ότι δεν υπήρξε κάκωση στο ατύχημα.». Στα δε Έγγραφα Α και Α1 ο Ενάγων ανέφερε ότι αποφάσισε να περιμένει λίγες μέρες «με την ελπίδα ότι θα περνούσαν τα συμπτώματα». Δεν βρίσκω τη στάση του Ενάγοντα παράλογη ούτε και το χρόνο που παρήλθε από το ατύχημα μέχρι την επίσκεψη του στο νοσοκομείο υπερβολικό. Στη δε υποβολή ότι δεν ανέφερε στην ιατρό του νοσοκομείου οτιδήποτε για τον αυχένα ή το δεξιό γόνατο του, εξ ου και η τελευταία δεν κατέγραψε οτιδήποτε σχετικό στο Τεκμήριο 5, ο Ενάγων απάντησε ότι για τα ζητήματα αυτά ζήτησε τη βοήθεια ειδικού ιατρού, ορθοπεδικού. Ως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της ιατρού που εξέτασε τον Ενάγοντα στο νοσοκομείο, Τεκμήριο 5, η τελευταία δεν προέβη σε οποιαδήποτε διάγνωση.
Ο Ενάγων επισκέφθηκε τον ΜΕ2 στις 7/1/2019, 17/1/2019 και 1/2/2019. Ως καταγράφεται στη βεβαίωση του, Τεκμήριο 8, την οποία υιοθέτησε, ο ΜΕ2, κατόπιν ιατρικής εξέταση και ακτινογραφίας στον αυχένα και το γόνατο (Τεκμήριο 6), διέγνωσε (α) εγκεφαλική διάσειση, (β) θλάση αυχένα, η οποία ως ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του δεν θεώρησε ότι «είναι από τις πιο σοβαρές θλάσεις», και (γ) κάκωση δεξιού γόνατος. Παρά τη σχετική αντεξέταση του, δεν θεωρώ ότι η αξιοπιστία του ΜΕ2 σε σχέση με την ως άνω διάγνωση κλονίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Έδωσε πειστικές και λογικές απαντήσεις και τεκμηρίωσε τα συμπεράσματα του, επεξηγώντας επαρκώς πώς προκαλείται η θλάση αυχένα και η εγκεφαλική διάσειση καθώς και τα συμπτώματα που οδηγούν σε διάγνωση κάκωσης γόνατος. Ως προς το χρόνο που διέρρευσε από το ατύχημα μέχρι τη διάγνωση, ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι ουδόλως επηρέασε τη διάγνωση καθότι, ως ανέφερε, χωρίς επί της ουσίας να αμφισβητηθεί, «αυτές οι κακώσεις δεν εξαφανίζονται την επόμενη μέρα, επιδεινώνονται και κρατούν για ένα χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο. Και ακόμα μετά από εβδομάδες μπορείς να διαγνώσεις αυτές τις κακώσεις.». Προκύπτει, συνεπώς, ότι ακόμα κι αν ο Ενάγων δεν είχε αναφέρει στην ιατρό των Πρώτων Βοηθειών τα συμπτώματα στον αυχένα και το δεξιό γόνατο του, ουδεμία σημασία έχει εφόσον είναι ο ΜΕ2 που προέβη στη σχετική διάγνωση στη βάση των δικών του διαπιστώσεων. Αντίθετη ιατρική μαρτυρία από την πλευρά της Εναγομένης 2 δεν προσκομίστηκε.
Σε ό,τι αφορά την κάκωση γόνατος, παρ’ όλο που ο ΜΕ2 δεν κατέγραψε στο Τεκμήριο 8 τα συμπτώματα που παρουσίαζε ο Ενάγων κατά την ιατρική εξέταση του, ανέφερε ότι «σίγουρα θα υπήρχε πρήξιμο, ευαισθησία στην πίεση στην περιοχή και δυσκολία» και γι’ αυτό άλλωστε παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε ακτινογραφία γόνατος, την οποία επιθεώρησε, προκειμένου να αποκλείσει την οστική κάκωση. Ως ανέφερε και κρίνεται λογικό, αν δεν υπήρχαν σχετικά κλινικά συμπτώματα, δεν θα υπήρχε λόγος για παραπομπή του Ενάγοντα σε ακτινογραφία. Ο ΜΕ2 εξήγησε ευθαρσώς, κατηγορηματικά και πειστικά ότι η κάκωση στο γόνατο δεν είχε σχέση με τις προϋπάρχουσες, αρχόμενες ως τις χαρακτήρισε, εκφυλιστικές αλλοιώσεις («μιλούμε για ενωρίς εμφανιζόμενα εκφυλιστικά στοιχεία…»), τις οποίες εντόπισε στη σχετική ακτινογραφία του Ενάγοντα. Ως προς την αποθεραπεία της εν λόγω κάκωσης, ο ΜΕ2 ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι «…για να μην προχωρήσω σε περισσότερη θεραπεία για το γόνατο σημαίνει ότι από την πρώτη του επίσκεψη [7/1/2019] μέχρι δεύτερη-τρίτη [17/1/2019-1/2/2019] τα συμπτώματα του υποχώρησαν σε βαθμό που να μην χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.». Ως δε προσέθεσε κατά την αντεξέταση του, «…η κάκωση στο γόνατο ήταν λιγότερο σοβαρή και δεν θεώρησα ότι η φυσιοθεραπεία ήταν να τον βοηθούσε. Εάν ο ασθενής θα εξεκουράζετουν, δεν θα το ζόριζε το γόνατο, θα επανέρχετουν.». Επομένως, οι ενοχλήσεις που ο Ενάγων ανέφερε ότι εξακολούθησε να έχει ακόμα και ένα χρόνο μετά το ατύχημα, όταν και υποβλήθηκε σε σχετικές φυσιοθεραπείες από την ΜΕ3, δεν φαίνεται να σχετίζονται με τον τραυματισμό του συνεπεία του επίδικου ατυχήματος. Οι δε ενοχλήσεις που ο Ενάγων ανέφερε στον ΜΕ2 κατά την επίσκεψη του πριν τη δικάσιμο, ως ο ΜΕ2 ανέφερε, μάλλον, επίσης, δεν οφείλονται στο ατύχημα, αλλά στις προϋπάρχουσες εκφυλιστικές αλλοιώσεις.
Αναφορικά με την εγκεφαλική διάσειση, ο ΜΕ2 εξήγησε στοιχειοθετημένα και με επάρκεια πώς κατέληξε σε αυτή τη διάγνωση παρ’ όλο που δεν υπήρχαν αντικειμενικά ευρήματα. Ως ανέφερε, έλαβε υπόψη το ιστορικό του Ενάγοντα και εξήγησε τον μηχανισμό που προκαλεί πονοκέφαλο και ζαλάδα, συμπτώματα τα οποία παρουσίαζε ο Ενάγων. Εξήγησε, επίσης, ότι δεν ήταν αναγκαίο να παραπέμψει τον Ενάγοντα σε MRI προκειμένου να κατέληγε σε αυτή τη διάγνωση εφόσον «δεν υπάρχει ανατομική διαταραχή, υπάρχει λειτουργική διαταραχή του εγκεφάλου, γι’ αυτό προκαλείται ο πονοκέφαλος και η ζαλάδα.», ούτε και υπήρχαν άλλα νευρολογικά συμπτώματα για περαιτέρω διερεύνηση. Παραπομπή σε MRI έγινε από τον Δρ Χριστοφόρου, νευροχειρουργό, τον οποίο ο Ενάγων επισκέφθηκε στις 5/2/2019 (Τεκμήριο 9), πλην όμως ο Ενάγων δεν θυμόταν αν το έκανε. Ουσιωδώς, ως προκύπτει από τη βεβαίωση του, Τεκμήριο 9, ο Δρ Χριστοφόρου δεν προέβη σε οποιαδήποτε διάγνωση.
Ως προς τη θλάση αυχένα, ο ΜΕ2 αντεξετάστηκε σε σχέση με τον μηχανισμό της κάκωσης σε συνάρτηση με τη σύγκρουση. Χωρίς αμφιταλαντεύσεις ανέφερε ότι ακόμα και στην περίπτωση που το άλλο εμπλεκόμενο όχημα ήταν μπροστά από το όχημα του Ενάγοντα, ως η θέση του κ. Χατζηαδάμου, «…πάλι υπάρχει η κίνηση του αυχένα με ανώμαλο τρόπο. Οπόταν, είναι διαφορετική η μετακίνηση αλλά καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, στη διάταση των μαλακών μορίων του αυχένα.».
Σε σχέση με την αποθεραπεία της θλάσης αυχένα, ως ο ΜΕ2 ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, συνέστησε τη χρήση κολάρου και τη λήψη αναλγητικής και αντιφλεγμονώδους αγωγής. Σε σχέση με τη χρήση του κολάρου, κατά την κυρίως εξέταση του, ο ΜΕ2 επεξήγησε ότι «συνήθως δεν το αφήνουμε περισσότερο από τρεις-τέσσερις εβδομάδες.». Ο δε Ενάγων ανέφερε ότι φορούσε το αυχενικό κολάρο και λάμβανε τη φαρμακευτική αγωγή για διάστημα 2 μηνών, χωρίς να αντεξεταστεί ούτε ως προς το ότι έφερε κολάρο και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή ούτε ως προς τη διάρκεια που το έπραττε. Αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα με τη μαρτυρία του ΜΕ2 προκύπτει ότι ο Ενάγων έφερε το κολάρο για χρονικό διάστημα πέραν του ιατρικά ενδεδειγμένου, εφόσον δεν επεξηγήθηκε ούτε από τον Ενάγοντα αλλά ούτε και από τον ΜΕ2 κατά πόσο στην περίπτωση του Ενάγοντα υπήρχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο στοιχείο ή εύρημα το οποίο συνηγορούσε υπέρ της χρήσης του κολάρου για περίοδο μεγαλύτερη από τη συνήθη.
Περαιτέρω, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε 10 συνεδρίες φυσιοθεραπείας (Τεκμήριο 7). Ο δε Ενάγων ανέφερε (Έγγραφα Α και Α1) ότι αρχικά έκανε ορισμένες ασκήσεις που του έδειξε ο ΜΕ2 για ανακούφιση από τον πόνο στον αυχένα και ενδυνάμωση, θέση την οποία επανέλαβε κατά την αντεξέταση του. Με την πάροδο του χρόνο είδε μερική βελτίωση, πλην όμως ένα χρόνο μετά το ατύχημα εξακολουθούσε να έχει πόνο και ενοχλήσεις στον αυχένα με αποτέλεσμα να χρειαστεί φυσιοθεραπευτική αγωγή. Ως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις είσπραξης, Τεκμήριο 18, και δεν αμφισβητήθηκε, ο Ενάγων υπεβλήθη σε φυσιοθεραπεία στις 25/11/2019, 2/12/2019, 11/8/2020, 17/9/2020 και 5/2/2021.
Η πλευρά της Εναγομένης 2 αντεξέτασε έντονα τόσο τον Ενάγοντα και όσο και τους ΜΕ2 και ΜΕ3 σε σχέση με την επιλογή του Ενάγοντα να υποβληθεί για πρώτη φορά σε φυσιοθεραπεία περί τον ένα χρόνο μετά το ατύχημα (25/11/2019) και το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των φυσιοθεραπειών.
Ο Ενάγων δέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι «ήταν δευτερεύουσες οι θεραπείες στο σπίτι» συμφωνώντας ότι το πρωτεύον ήταν οι 10 φυσιοθεραπείες που του συνέστησε ο ΜΕ2. Αναμφίβολα, η σύσταση του ΜΕ2 για 10 φυσιοθεραπείες συνιστούσε μέρος της θεραπείας που συνέστησε στον Ενάγοντα προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που αντιμετώπιζε συνεπεία της θλάσης αυχένα που υπέστη. Το λογικό και αναμενόμενο, λοιπόν, ήταν οι φυσιοθεραπείες να γίνονταν άμεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου μετά τη σχετική παραπομπή προς απάμβλυνση των συμπτωμάτων. Τούτο κατ’ ουσία υποστήριξε και η ΜΕ3 αναφέροντας κατά την αντεξέταση της ότι «όταν σου λέει ο γιατρός να κάνεις δέκα φυσιοθεραπείες», «θα πρέπει να τις κάνεις.». Προσέθεσε δε ότι «είναι ανάλογα και με το πώς νιώθεις. Ο γιατρός συνιστά κάποιες φυσιοθεραπείες, ο ασθενής εάν νιώσει καλύτερα στις πέντε φυσιοθεραπείες, τότε μπορεί να σταματήσει.». Κατ’ ουσία, η ΜΕ3 δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα υποβολής σε φυσιοθεραπεία άμεσα ή εντός ευλόγου χρόνου μετά την ιατρική σύσταση, αλλά αυτό που προσέθεσε ήταν, ουσιαστικά, ότι ο αριθμός των αναγκαίων φυσιοθεραπειών εξαρτάται από την θεραπευτική πρόοδο.
Αν και στο σχετικό παραπεμπτικό σε φυσιοθεραπεία του ΜΕ2, Τεκμήριο 7, δεν αναγράφεται η ημερομηνία έκδοσης του, αυτό που προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ2 είναι ότι παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε φυσιοθεραπεία, αν όχι την πρώτη ή την δεύτερη φορά που τον είδε, το αργότερο την τρίτη, ήτοι την 1/2/2019. Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την πρώτη φυσιοθεραπεία (25/11/2019) εύλογα δημιούργησε ερωτηματικά. Ο ΜΕ2 ερωτώμενος κατά την αντεξέταση του σε σχέση με την περίπτωση που ο ασθενής δεν ακολουθήσει την θεραπεία που συστήνεται ανέφερε ότι «μπορεί να υπάρχει πιο βραδεία εξέλιξη», αφήνοντας ανοιχτό και το ενδεχόμενο να μην υπάρξει καθόλου εξέλιξη («Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε.»). Προσέθεσε δε ότι η κάκωση είναι που καθορίζει την πορεία των συμπτωμάτων. «Εάν είναι μια πολύ βαριά κάκωση του αυχένα μπορεί να μην ξεκαθαρίσει για όλη του τη ζωή του ασθενούς και να υποφέρει. Για την περίπτωση του ασθενή [ήτοι του Ενάγοντα], … δεν είναι από τις πιο σοβαρές.». Από την άλλη, ο ΜΕ2 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο θα επερχόταν πλήρης αποθεραπεία ακόμα κι αν γινόταν η συσταθείσα θεραπεία. Συνυπολογίζοντας ότι η κάκωση του αυχένα που υπέστη ο Ενάγων δεν ήταν «από τις πιο σοβαρές», ως ο ΜΕ2 ανέφερε, αυτό που εύλογα συνάγεται από τη μαρτυρία του ΜΕ2 και συνάδει με την κοινή λογική είναι ότι ο Ενάγων με την επιλογή του να μην υποβληθεί σε φυσιοθεραπείες, ως η ιατρική σύσταση που έλαβε, άμεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου μετά από αυτή, αλλά για πρώτη φορά αρκετούς μήνες αργότερα (25/11/2019), αποστέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα για πιο έγκαιρη ή αποτελεσματική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που αντιμετώπιζε.
Σε σχέση με τις 5 φυσιοθεραπείες στις οποίες υπεβλήθη ο Ενάγων, η ΜΕ3 ανέφερε ότι αρχικά η φυσιοθεραπευτική θεραπεία που ακολούθησε είχε σκοπό την αναλγησία, ήτοι την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Ακολούθως, στη δεύτερη συνεδρία (2/12/2019), συνέστησε στον Ενάγοντα να ακολουθήσει στο σπίτι τις θεραπευτικές ασκήσεις που του έδωσε για να συνεχίσει να βλέπει βελτίωση και «όποτε νιώσει, εάν νιώσει ξανά ενόχληση και δεν δει βελτίωση, να επιστρέψει.». Ως λέχθηκε και πιο πάνω, ο Ενάγων υποβλήθηκε εκ νέου σε φυσιοθεραπεία στις 11/8/2020, 17/9/2020 και 5/2/2021, πλην, όμως, ουδόλως ανέφερε κατά πόσο μεταξύ των φυσιοθεραπειών ακολουθούσε τις θεραπευτικές ασκήσεις που του συνέστησε η ΜΕ3. Οι δε αναφορές της ΜΕ3 σε ενδεχόμενη έξαρση των συμπτωμάτων λόγω των αλλαγών του καιρού κρίνω ότι αποτέλεσαν δικές της πιθανολογούμενες σκέψεις, στις οποίες δεν μπορεί να δοθεί καμιά βαρύτητα, εφόσον ο Ενάγων ουδόλως αναφέρθηκε σε οτιδήποτε σχετικό.
Τέλος, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι ο Ενάγων, κατά την του επίσκεψη του πριν τη δικάσιμο, του είπε ότι παρουσίαζε «κάποια ενοχλήματα». Αν και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δημιουργεί αμφιβολία ως προς το ότι ο ΜΕ2 μετέφερε στο Δικαστήριο τη σχετική αναφορά του Ενάγοντα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο τελευταίος δεν ανέφερε κατά τη μαρτυρία του οτιδήποτε περί πρόσφατων ενοχλήσεων στον αυχένα προκειμένου να υπήρχε και η δυνατότητα σχετικής αντεξέτασης του. Δεν θεωρώ, επομένως, ότι μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη σχετική αναφορά.
Πέραν των πιο πάνω, ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε σε πόνο στο δεξιό καρπό του, τον οποίο, ως ανέφερε, δεν είχε πριν το ατύχημα. Συναφώς, η ΜΕ3 αναφέρθηκε στο πιστοποιητικό της, Τεκμήριο 10, σε φυσιοθεραπευτική αγωγή σε σχέση με το «De Quervain syndrome» και κατά την προφορική μαρτυρία της σε φυσιοθεραπεία στον καρπό. Πέραν του ότι ο εν λόγω τραυματισμός δεν δικογραφείται από τον Ενάγοντα, ο ΜΕ2 κατηγορηματικά ανέφερε ότι το σύνδρομο αυτό, το οποίο αφορά σε φλεγμονή στον τένοντα στην περιοχή του καρπού, δεν έχει σχέση με το ατύχημα, αλλά προκαλείται από υπερχρήση. Ως εκ τούτου, κρίνοντας ότι ο ΜΕ2, ως ειδικός ορθοπεδικός, ήταν καταλληλότερος να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσο ο εν λόγω τραυματισμός προκλήθηκε από το ατύχημα, η σχετική θέση του Ενάγοντα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Γ. Οικονομική ζημιά
Στην Παναγιώτου ν Φραγκέσκου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 687 λέχθηκε ότι «σύμφωνα με τη νομολογία ο ενάγων βαρύνεται να αποδείξει με καθαρή μαρτυρία τα κονδύλια που διεκδικεί ως ειδικές ζημιές. Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239.)». (Δέστε, επίσης, Σπύρου ν Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Ε ΑΑΔ 298, Ηρακλέους ν Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239).
Επίσης, στην Αντωνίου ν A. Panagides Contracting Ltd, Πολ. Εφ. 259/11, ημερομηνίας 4/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A333 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Οι ειδικές αποζημιώσεις πέραν του ότι πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση με λεπτομέρεια πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 687, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1977) 1 ΑΑΔ 396, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Λοϊζου ν. Μουρτζή (1999) 1 ΑΑΔ 883, Μουττά ν. Γεωργίου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1, Ζήνων Μερκής Λτδ. ν. Ελληνικής Τράπεζας (1999) 1 ΑΑΔ 1923, Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 (Β) ΑΑΔ 1083, Ismail v. Αντωνίου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2009, 12.2.2014).».
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Ενάγων (Έγγραφα Α και Α1), συνεπεία του ατυχήματος, υπέστη την ακόλουθη οικονομική ζημιά:
- Έξοδα επιδιόρθωσης του Οχήματος Α (Τεκμήριο 11) €1,671.65
- Έξοδα ακτινογραφίας (Τεκμήριο 13) €80
- Ιατρικά έξοδα Δρ Χριστοφόρου (Τεκμήριο 14) €50
- Ιατρικά έξοδα ΜΕ2 (Τεκμήριο 15) €150
- Έξοδα για αγορά κολάρου και φαρμάκων (Τεκμήριο 16) €24.50
- Ιατρικά έξοδα επίσκεψης στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών
(Τεκμήριο 17) €20
- Έξοδα φυσιοθεραπείας (Τεκμήριο 18) €150
Σύνολο €2,146.15
Ούτε ο Ενάγων αλλά ούτε και οι ΜΕ2 και ΜΕ3, οι οποίοι αναφέρθηκαν κατά την κυρίως εξέταση τους στα έξοδα που τους αφορούσαν, αντεξετάστηκαν σε σχέση με τα πιο πάνω και παρουσιάστηκαν σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα. Δέχομαι, επομένως, ότι ο Ενάγων υπέστη οικονομική ζημιά ως άνω συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, με εξαίρεση τα έξοδα φυσιοθεραπείες, αναφορά στα οποία γίνεται αμέσως πιο κάτω.
Η ΜΕ3 ανέφερε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι «[μοίραζε] τη θεραπεία [στις]…τρείς διαγνώσεις», ήτοι στη θεραπεία για τον αυχένα, τον καρπό και το γόνατο. Ο ΜΕ2, όμως, ως διευκρίνισε κατά την αντεξέταση του και δέχθηκε και ο Ενάγων κατά την αντεξέταση του, παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε φυσιοθεραπεία μόνο για τον αυχένα και όχι για το γόνατο, εφόσον δεν έκρινε ότι θα τον βοηθούσε. Επίσης, ως λέχθηκε πιο πάνω, από τα όσα ο ΜΕ2 ανέφερε, οι ενοχλήσεις που ο Ενάγων ανέφερε ότι εξακολούθησε να έχει ακόμα και ένα χρόνο μετά το ατύχημα, όταν και υποβλήθηκε σε σχετικές φυσιοθεραπείες από την ΜΕ3, δεν φαίνεται να σχετίζονται με τον τραυματισμό του συνεπεία του επίδικου ατυχήματος. Όσον δε αφορά τον καρπό, ως λέχθηκε και πιο πάνω, ο ΜΕ 2 κατηγορηματικά ανέφερε ότι η πάθηση του Ενάγοντα δεν συνδεόταν με το ατύχημα. Επομένως, προκύπτει ότι μόνο το 1/3 των φυσιοθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε ο Ενάγων συνδέεται με την αποθεραπεία των τραυματισμών που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος και, ως εκ τούτου, θεωρώ ότι μόνο το 1/3 του συνολικού κόστους των φυσιοθεραπειών (€50) προκύπτει ως λογική απόρροια του ατυχήματος.
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, κρίνω ότι ο Ενάγων ήταν γενικά αξιόπιστος, πλην όμως ορισμένες οι πτυχές της μαρτυρίας του, οι οποίες είτε δεν συνάδουν με τις μη αμφισβητηθείσες φωτογραφίες είτε δεν υποστηρίχθηκαν από την ειδικότερη, ιατρική μαρτυρία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία που ο Ενάγων ακολούθησε, κρίνω ότι ο λόγος των ΜΕ2 και ΜΕ3 στο βαθμό και έκταση που αναφέρθηκαν στα ευρήματα και συμπεράσματα τους σε σχέση με τον Ενάγοντα ήταν ειλικρινής, αξιόπιστος και επιστημονικά τεκμηριωμένος. Αποδέχομαι, λοιπόν, τη μαρτυρία του ΜΕ2 σε σχέση με τη διάγνωση του για τους τραυματισμούς του Ενάγοντα, την υιοθετώ και την αναγάγω σε αυτοτελή και ανεξάρτητα ευρήματα μου. Αποδέχομαι, επίσης, τη μαρτυρία της ΜΕ3 σε σχέση με τη φυσιοθεραπευτική αγωγή που ακολούθησε.
Η ΜΥ, αν και δεν έχω διαπιστώσει ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να αποκρύψει την αλήθεια, ενόψει της μη εμπλοκής της στη σύνταξη των Τεκμηρίων 21 και 21Α και την καταγραφή του επίδικου ατυχήματος, η μαρτυρία της δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική για την επίλυση των επίδικων ζητημάτων, αφού επί των αμφισβητούμενων πτυχών η μαρτυρία της δεν ήταν θετική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την εξαγωγή οποιουδήποτε ευρήματος ή συμπεράσματος.
Ευρήματα
Στη βάση της μη αμφισβητηθείσας και αξιόπιστης μαρτυρίας, προβαίνω στα πιο κάτω ευρήματα:
- Η σύγκρουση μεταξύ του Οχήματος Α και του Οχήματος Β επεσυνέβη ενόσω ο Ενάγων, οδηγώντας το Όχημα Α με χαμηλή ταχύτητα, κινούνταν εντός του κύριου δρόμου, ήτοι του δρόμου με προτεραιότητα, ο οποίος ήταν πολύ στενός και δεν είχε δύο λωρίδες, και η Εναγόμενη 1, οδηγώντας το Όχημα Β, με ταχύτητα που δεν προσδιορίστηκε, εισήλθε εντός του κύριου δρόμου με κλίση, εξερχόμενη από δεξιά πάροδο χωρίς να σταματήσει στη διασταύρωση.
- Στο επίδικο σημείο δεν υπήρχε γραμμή αλτ αλλά ούτε και οποιαδήποτε σχετική πινακίδα (αλτ ή στοπ).
- Πριν τη σύγκρουση το Όχημα Β είχε εισέλθει, αν όχι εξ ολοκλήρου, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του, εντός του δρόμου στον οποίο κινούνταν ο Ενάγων.
- Η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων κατά τη στιγμή της εισόδου του Οχήματος Β στον δρόμο όπου κινούνταν ο Ενάγων παρέμεινε άγνωστη.
- Ο Ενάγων πάτησε τα φρένα του Οχήματος Α, πλην όμως δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση.
- Συνεπεία της σύγκρουσης, το Όχημα Α υπέστη ζημιές στη δεξιά γωνιά του μπροστινού προφυλακτήρα του και το Όχημα Β υπέστη ζημιές, οι οποίες εκτείνονται από την αριστερή γωνιά του οπίσθιου προφυλακτήρα μέχρι και πάνω από τον οπίσθιο, αριστερό τροχό του.
- Συνεπεία του ατυχήματος, ο Ενάγων υπέστη εγκεφαλική διάσειση, θλάση αυχένα, η οποία δεν ήταν από τις πιο σοβαρές, και κάκωση δεξιού γόνατος, η οποία ήταν λιγότερο σοβαρή. Εξετάστηκε αρχικά από ιατρό του Τμήματος Πρώτων Βοηθειών του Απολλώνειου Ιδιωτικού Νοσοκομείου, ακολούθως από τον ΜΕ2 στις 7/1/2019, 17/1/2019 και 1/2/2019 και, έπειτα, από τον Δρ Χριστοφόρου στις 5/2/2019.
- Σε σχέση με την κάκωση γόνατος, υπήρχε πρήξιμο, ευαισθησία στην πίεση και δυσκολία. Δεν κρίθηκε αναγκαία από τον ΜΕ2 η παραπομπή του Ενάγοντα σε φυσιοθεραπεία και κρίθηκε ότι με ξεκούραση θα επανερχόταν. Μεταξύ 7/1/2019 και 17/1/2019-1/2/2019 τα συμπτώματα υποχώρησαν σε κάποιο βαθμό.
- Σε σχέση με την εγκεφαλική διάσειση, ο Ενάγων υφίστατο πονοκέφαλο και ζαλάδα, χωρίς να υπάρχουν νευρολογικά συμπτώματα.
- Σε σχέση με τη θλάση αυχένα, ο Ενάγων έλαβε αναλγητική και αντιφλεγμονώδη αγωγή και έφερε κολάρο για 2 μήνες. Η συνήθης χρήση του κολάρου είναι 3-4 βδομάδες και δεν καταδείχθηκε ότι υπήρχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο στοιχείο ή εύρημα το οποίο συνηγορούσε υπέρ της χρήσης του κολάρου από τον Ενάγοντα για περίοδο μεγαλύτερη από τη συνήθη. Ο ΜΕ2 παρέπεμψε τον Ενάγοντα σε 10 συνεδρίες φυσιοθεραπείας σε σχέση με τον αυχένα. Ο Ενάγων αρχικά έκανε κάποιες ασκήσεις που του έδειξε ο ΜΕ2 και με την πάροδο του χρόνου είδε κάποια βελτίωση. Ο Ενάγων με την επιλογή του να μην υποβληθεί σε φυσιοθεραπείες σε σχέση με τη θλάση αυχένα, ως η ιατρική σύσταση του ΜΕ2, άμεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου μετά από αυτή, αποστέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα για πιο έγκαιρη ή αποτελεσματική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που αντιμετώπιζε. Ένα χρόνο μετά το ατύχημα, ο Ενάγων εξακολούθησε να έχει πόνο και ενοχλήσεις στον αυχένα και γι’ αυτό επισκέφθηκε την ΜΕ3 για πρώτη φορά στις 25/11/2019 και ακολούθως στις 2/12/2019, 11/8/2020, 17/9/2020 και 5/2/2021. Μετά τη δεύτερη συνεδρία, η ΜΕ3 συνέστησε στον Ενάγοντα θεραπευτικές ασκήσεις, σε σχέση με τις οποίες παρέμεινε άγνωστο κατά πόσο ο Ενάγων τις ακολούθησε.
- Συνεπεία του ατυχήματος, ο Ενάγων υπέστη οικονομική ζημιά συνολικού ύψους €2,046.15.
Βάρος απόδειξης
Στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το αν ο ενάγων παρουσίασε επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το εφαρμοζόμενο βάρος απόδειξης. Το επίπεδο απόδειξης είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Όπως διευκρινίσθηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) ΑΑΔ 1858, «το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».
Νομική πτυχή
Η αξίωση του Ενάγοντα εδράζεται κατά βάση σε αμέλεια δυνάμει του άρθρου 51(1), Κεφ. 148. Σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων, η συμπεριφορά των εμπλεκομένων εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και ο προσδιορισμός του καθήκοντος επιμέλειας εξαρτάται από τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούσαν στην σκηνή του ατυχήματος κατά τον επίδικο χρόνο. Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον να λάβει προστατευτικά μέτρα για αποφυγή ατυχημάτων και το καθήκον αυτό εξετάζεται και κρίνεται με γνώμονα τη δυνατότητα λογικής πρόβλεψης (δέστε Βίκης ν Νεοφύτου (1990) 1 ΑΑΔ 345).
Όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση Arabani κ.α. ν Αριστείδου κ.α., Πολ. Εφ. 139/2014, ημ. 18/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A177:
«Συνιστά νομολογιακό δόγμα, ως προς το θέμα ευθύνης πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος, ότι η απόδοση αμέλειας κρίνεται με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής, υπό το φως των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση γεγονότων.».
Περαιτέρω, στην Αλεξάνδρου κ.α. ν Λεβέντη κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 420 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο τη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειάς τους.
Το κριτήριο για τον καθορισμό της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο. Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο.».
Εν προκειμένω, το επίδικο ατύχημα έλαβε χώρα εντός χώρου στάθμευσης ξενοδοχείου και δεν υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση από οποιαδήποτε πλευρά κατά πόσο πρόκειται περί δημόσιου δρόμου ή μη (δέστε Mavrovouniotis v Georghiou (1989) 1 CLR 344). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ως λέχθηκε στην Νικηφόρου ν Αντωνίου κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 937, «…η υποχρέωση των οδηγών να μην οδηγούν αμελώς δεν περιορίζεται μόνο στους δημόσιους δρόμους.».
Ως λέχθηκε πιο πάνω, αποτέλεσε κοινό τόπο μεταξύ των εμπλεκόμενων οδηγών και κατέστη εύρημα ότι ο δρόμος στον οποίο κινούνταν ο Ενάγων ήταν ο κύριος δρόμος, ήτοι ο δρόμος με προτεραιότητα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης 2 στην ικανή του αγόρευση αναφέρθηκε στη μη ύπαρξη γραμμής αλτ, πλην, όμως, δεν αμφισβήτησε ότι ο δρόμος στον οποίο κινούνταν ο Ενάγων ήταν ο κύριος δρόμος και αυτό φρονώ ότι είναι το ουσιώδες. Είτε υπήρχε γραμμή αλτ είτε δεν υπήρχε, ουδόλως αναιρείται η υποχρέωση της Εναγομένης 1 να εισέλθει εντός του δρόμου με προτεραιότητα μόνο όταν τούτο είναι ασφαλές.
Στην Χρίστου ν Χρίστου, Πολ. Εφ. 250/10, ημ. 7/7/2015 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι δε καλώς εδραιωμένη νομολογιακή αρχή ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους άλλους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο. Γι΄ αυτό, κατά κανόνα, καταλογίζεται αποκλειστική ευθύνη στους οδηγούς που εισέρχονται σε κύριο δρόμο από παρόδους και οι οποίοι ανακόπτουν τη νόμιμη πορεία οδηγών που κινούνται στον κύριο δρόμο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που δικαιολογούν όπως επιμεριστεί κάποιο ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας στον οδηγό του κυρίου δρόμου (βλ. μεταξύ άλλων Ιωαννίδη ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, Παναγιώτου ν. Χατζηπαναγή (1994) 1 Α.Α.Δ. 178, Νικολάου ν. Καϊμακκάκη (2004) 1 Α.Α.Δ. 570 και Μeemanage v. Αναστασίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 59), οι οποίες αναφέρονται και στην πρωτόδικη απόφαση. Όμως, όπου ο οδηγός του κυρίου δρόμου εξ αντικειμένου δεν έχει δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα που εισέρχεται στην πορεία του από πάροδο πριν αυτό εισέλθει στον κύριο δρόμο - όπως συμβαίνει στην παρούσα - η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη. (Βλ. Meemanage ανωτέρω, η οποία παραπέμπει στις Ιωαννίδη (ανωτέρω) και Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815).».
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, κρίνω ότι αφ’ ης στιγμής η Εναγόμενη 1 εισήλθε από πάροδο στον κύριο δρόμο, όπου κινούνταν ο Ενάγων, υπείχε καθήκον επιμέλειας προς αυτόν. Η παράλειψη της να σταματήσει στη διασταύρωση και να ελέγξει την τροχαία κίνηση εντός του δρόμου στον οποίο επιχείρησε να εισέλθει, ο οποίος ήταν ο κύριος δρόμος, ενόσω ο Ενάγων οδηγούσε το Όχημα Α εντός αυτού, και εν τέλει να εισέλθει σε αυτόν μόνο όταν ήταν ασφαλές κρίνω ότι συνιστά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας της προς τον Ενάγοντα και ως εκ τούτου αμέλεια. Σημειώνω ότι ούτε οποιαδήποτε μαρτυρία παρουσιάστηκε αλλά ούτε και υποβλήθηκε οποιαδήποτε θέση ότι η Εναγομένη 1 για οποιοδήποτε λόγο δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να είχε αντιληφθεί την παρουσία του Οχήματος Α πριν την είσοδο της στο δρόμο όπου κινούνταν.
Από την άλλη, όσον αφορά τον Ενάγοντα, αν και δεν έγινε δεκτή η θέση του ότι δεν αντιλήφθηκε ή δεν θα μπορούσε εξ αντικειμένου να αντιληφθεί την ύπαρξη του Οχήματος Β πριν από την σύγκρουση και χωρίς να παραγνωρίζω το ότι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα και η ταχύτητα της Εναγομένης 1 δεν προσδιορίστηκε, ουδόλως παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά της Εναγομένης 2, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης συντρέχουσας αμέλειας του (Ηρακλέους ν Χήρα κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 1374), ως προς την απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων κατά την είσοδο της Εναγομένης 1 στον δρόμο όπου κινούνταν ο Ενάγων. Η παράμετρος αυτή είναι θεωρώ καθοριστικής σημασίας ως προς το κατά πόσο ο Ενάγων είχε το περιθώριο και τη δυνατότητα, από τη στιγμή που αντιλαμβανόταν ή θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί την είσοδο του Οχήματος Β στον δρόμο όπου κινούνταν, να λάμβανε οποιαδήποτε μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης και το κατά πόσο εφαρμόζοντας τα φρένα του Οχήματος Α από εκείνο το σημείο θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύγκρουση. Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει, όχι πιθανολογώντας ή εικάζοντας, αλλά με ασφάλεια, σε συμπέρασμα ότι ο Ενάγων ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αμελής.
Στη βάση των πιο πάνω, λοιπόν, κρίνω ότι η Εναγόμενη 2 απέτυχε να αποδείξει ότι ο Ενάγων ήταν υπό τις περιστάσεις αμελής και ως εκ τούτου την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα φέρει η Εναγόμενη 1, οδηγός του Οχήματος Β και ασφαλισμένη της Εναγομένης 2.
Γενικές αποζημιώσεις
Η αρχή που διέπει τον υπολογισμό αποζημιώσεων στα αστικά αδικήματα είναι η αρχή της αποκατάστασης. Με βάση την αρχή αυτή, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται θα πρέπει να είναι εκείνο το ποσό, το οποίο θα θέσει τον ενάγοντα στη θέση που θα βρισκόταν εάν δεν διαπραττόταν το εν λόγω αστικό αδίκημα (Papakokkinou and others v Kanther (1982) 1 CLR 65). Η επιδικασθείσα αποζημίωση θα πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη (Paraskevopoullos v Georghiou (1970) 1 CLR 116) και κοινωνικά αποδεκτή (Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd and another v Christofis (1982) 1 CLR 789). Στην Μαυροπετρή ν Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, οι χρηματικές αποζημιώσεις δεν αποκαθιστούν την υγεία του θύματος του αστικού αδικήματος. Γι' αυτό, δεν αποτελούν τέλειο μέτρο αποκατάστασης· είναι όμως το καλύτερο γνωστό μέσο αποκατάστασης. Η χρηματική αποζημίωση συναρτάται άμεσα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων, τον πόνο, την οδύνη, τη δυσχέρεια που προκαλούν (τα τραύματα) και τη διάρκειά τους. Όπου οι κακώσεις προκαλούν μόνιμη αναπηρία και δυσχέρεια στην ανθρώπινη λειτουργία, οι αποζημιώσεις αποτιμούνται με βάση τη μακροχρόνια προοπτική…. Σταθερή είναι όμως η αρχή του δικαίου ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων.»
Όπως λέχθηκε στην Φοινικαρίδης & άλλη ν Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475, «…όσο κι αν προηγούμενες αποφάσεις, ιδιαίτερα αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων που αντικατοπτρίζουν τις δικές μας πραγματικότητες, προσφέρουν καθοδήγηση στο βαθμό που είναι συγκριτικές ως αποκαλυπτικές της επικρατούσας τάσης, δεν είναι δεσμευτικές. Σε κάθε υπόθεση είναι ανάγκη να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της και, βέβαια, να συνυπολογίζεται η μείωση, με την πάροδο του χρόνου, της αξίας του χρήματος*. Σημειώνουμε εδώ, την τάση που παρατηρείται μέσα από τη νομολογία για πρόσδοση μεγαλύτερης σημασίας στον ανθρώπινο πόνο και της αγωνίας που προκαλεί η ανικανότητα που εκδηλώνεται με την επιδίκαση, με την πάροδο του χρόνου, πιο γενναιόδωρων αποζημιώσεων**.» (δέστε, επίσης, Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd and another (ανωτέρω), Θεμιστοκλέους ν Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Παναγή ν Θεοδώρου και άλλων (1992) 1 ΑΑΔ 1303, Ορφανίδου ν Περνάρου (1994) 1 ΑΑΔ 253, Μαυροπετρή (ανωτέρω), Παναγιώτου (ανωτέρω), Κωμιάτη ν Πολίτσου κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 226, Χαριλάου ν Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460, Ταμπούρας ν Κολάνη (2008) 1 ΑΑΔ 384, Νικολάου ν Επίσημου Παραλήπτη, ως διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντος Λούη Αιμιλίου (2009) 1 ΑΑΔ 1339).
Πιο πρόσφατα στην Προεστός ν Προδρόμου κ.α., Πολ. Εφ. 326/2011, ημερομηνίας 12/4/2017, ECLI:CY:AD:2017:A140 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Έχει διαπιστωθεί από τη νομολογία ότι ενώ αναγνωρίζεται η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις σε μια προσπάθεια ικανοποίησης σε χρήμα του ανθρωπίνου πόνου και της ταλαιπωρίας (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416), από την άλλη η αυξητική αυτή τάση δεν αποτελεί και οδικό χάρτη για παροχή αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση, (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).» (δέστε, επίσης, Ανδρέου ν Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.α. (2014) 1 ΑΑΔ 2851).
Λαμβάνοντας υπόψη τους τραυματισμούς του Ενάγοντα, ως τα ευρήματα πιο πάνω, για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται, καθοδήγηση μπορεί να ληφθεί από τις πιο κάτω υποθέσεις:
Στην πρόσφατη απόφαση Φωτίου ν Ξενοφώντος, Πολ. Εφ. Αρ. 212/2019, ημ. 9/1/2025 το ατύχημα έλαβε χώρα στις 31/7/2010. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι από το επίδικο ατύχημα η εφεσίβλητη, η οποία κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν 48 ετών, υπέστη διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης τύπου whiplash, κάκωση δεξιού ώμου και κλειδικής χώρας δεξιά, κάκωση αριστερών κατωτέρων πλευρών και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση. Έλαβε φαρμακευτική αγωγή η οποία συνίστατο σε παυσίπονα, αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά ενώ για κάποια χρονική περίοδο χρησιμοποίησε αυχενικό κολλάρο. Λόγω των τραυμάτων της έλαβε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 30/9/2019. Κατέληξε ότι το ποσόν των €4.500 ήταν δίκαιο και εύλογο να επιδικαστεί ως γενικές αποζημιώσεις υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο έκρινε ότι το εν λόγω ποσό δεν ήταν υπό τις περιστάσεις υπερβολικό.
Στην Χατζηελευθερίου ν Κανάρη, Πολ. Εφ. Αρ. 233/2014, ημ. 27/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:A264, οι τραυματισμοί του Εφεσείοντα συνεπεία του δυστυχήματος συνίσταντο σε κάκωση κεφαλής με εκδορά στο μέτωπο, στη μύτη και εγκεφαλική διάσειση, βαριά θλάση αυχένα, θλάση του αριστερού γόνατος και του αριστερού ταρσού και εκδορές στο αριστερό γόνατο, την ποδοκνημική, τον πήχυ αριστερά και ελαφρότερες στο δεξιό γόνατο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε προς όφελος του το ποσό των €6,000 ως εύλογο και δίκαιο ποσό ως γενικές αποζημιώσεις, για τον πόνο και ταλαιπωρία του και επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Στην Alfa Concrete Public Company Ltd v Γλυκύ, Πολ. Εφ. Αρ. 316/2013, ημ. 21/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A253, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως δίκαιο ποσό γενικών αποζημιώσεων το ποσό των €6,000. Ο εφεσίβλητος υπέστη εγκεφαλική διάσειση, μεταδιασειστικό σύνδρομο, διάστρεμμα/θλάση της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης καθώς και βαθύ θλαστικό τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής στο οποίο είχε γίνει συρραφή με τέσσερεις ραφές. Κατ’ έφεση κρίθηκε ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν εύλογο.
Στην Στεφάνου ν Αντωνίου, Πολ. Εφ. Αρ. 508/12, ημ. 17/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A545, επιδικάστηκε το ποσό των €6,000 για εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης πρώτου βαθμού, θλάση θώρακος και θωρακικής μοίρας και θλάση δεξιού μηρού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την «…περίοδο περίπου δύο μηνών οπόταν και επήλθε αποθεραπεία και των θλάσεων της θωρακικής μοίρας και του μηρού, όπως επίσης και την μελλοντική πιθανότητα δημιουργίας οστεοαρθρίτιδας…». Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων έγινε καθόλα δίκαια και ορθά καθώς η σοβαρότητα των τραυματισμών της εφεσίβλητης, ο πόνος, η οδύνη και η ταλαιπωρία, η διάρκεια της δυσχέρειας, τα κατάλοιπα και οι μελλοντικές συνέπειες του τραυματισμού της (ενοχλήσεις στις αλλαγές του καιρού, λήψη αναλγητικών φαρμάκων), το ότι σε κάποιο βαθμό περιορίστηκαν οι δραστηριότητες της προ του ατυχήματος (τρέξιμο, δρόμο, ποδήλατο, περπάτημα και κολύμβηση) δικαιολογούσαν την επιδίκαση του ποσού των €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Τέλος, στην Χριστοδούλου ν Hoffer, Πολ. Εφ. Αρ. 263/2012, ημ. 11/1/2018, η εφεσείουσα διαγνώστηκε με κάκωση του αυχένα, τραυματισμό στην περιοχή του θώρακα και φούσκωμα στο πηγούνι. Την επόμενη μέρα του ατυχήματος επισκέφθηκε τα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας όπου παραπονέθηκε για πόνο στον αυχένα, κεφαλαλγία και ζάλη. Της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και της συστήθηκε να χρησιμοποιεί κολάρο αυχένος. Την 21.6.2008 επισκέφθηκε ορθοπεδικό ιατρό, ο οποίος διέγνωσε κάκωση του αυχένα, με τις κινήσεις αυτού να είναι επώδυνες και περιορισμένες. Παρουσίαζε ζάλη και κεφαλαλγία. Της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Εξετάστηκε ξανά από τον εν λόγω ιατρό στις 10.7.2008, 19.7.2008 και 25.8.2008. Κατά την τελευταία εξέταση, η βελτίωση της κατάστασης της ήταν ικανοποιητική, εξακολουθούσε όμως να παραπονείται για ελαφριά ζάλη. Τα συμπτώματα ζάλης διήρκησαν για δύο με τρεις μήνες περίπου μετά το ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των €4,500 αποτελούσε δίκαιη και εύλογη γενική αποζημίωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω ποσό ήταν εντός λογικών πλαισίων.
Η πλευρά της Εναγομένης 2 βασίζει την εισήγηση της ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται ο Ενάγων στην Δημητρίου ν Ιωάννου (2003) 1 ΑΑΔ 274. Στην Στεφάνου ν Αντωνίου, Πολ. Εφ. 508/12, ημ. 17/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A545, όπου μεταξύ άλλων η Δημητρίου (ανωτέρω) έτυχε επίκλησης από την πλευρά του εφεσείοντα σε συνάρτηση με συναφείς τραυματισμούς με αυτούς που υπέστη ο Ενάγων, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται ο Ενάγων, θα πρέπει να αποτιμηθεί το γεγονός ότι επέλεξε να μην υποβληθεί σε φυσιοθεραπείες σε σχέση με τη θλάση αυχένα, ως η ιατρική σύσταση που έλαβε από τον ΜΕ2, άμεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου μετά από αυτή, αποστερώντας από τον εαυτό του τη δυνατότητα για πιο έγκαιρη ή αποτελεσματική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που αντιμετώπιζε.
Ως λέχθηκε στην Προεστός ν Προδρόμου κ.α., Πολ. Εφ. 326/2011, ημ. 12/4/2017, ECLI:CY:AD:2017:A140, «η νομολογία αποκαλύπτει ότι ένας ενάγων έχει υποχρέωση να μετριάσει τη ζημιά του, όπως ακριβώς έχει υποχρέωση να μετριάσει και τις συνέπειες που απορρέουν σε υπόθεση διάρρηξης σύμβασης, (Ταμπούρας ν. Κολάνη - πιο πάνω - και οι υποθέσεις που εκεί αναφέρονται). Όπου η άρνηση του ενάγοντος να υποβληθεί σε εγχείρηση ή να ακολουθήσει τις ιατρικές οδηγίες κρίνεται υπό τις περιστάσεις παράλογη, τότε αυτή η συμπεριφορά θεωρείται κατά τον Salmond on the Lawof Torts 16η έκδ. σελ. 570, ως ισοδυναμούσα με novus actus interveniens, με ανάλογη βέβαια συνέπεια επί του ύψους των δοθέντων αποζημιώσεων.».
Εν προκειμένω, ο Ενάγων δεν έδωσε κάποια βάσιμη εξήγηση ως προς το γιατί δεν υποβλήθηκε στις φυσιοθεραπείες, στις οποίες τον παρέπεμψε ο ΜΕ2, άμεσα ή έστω εντός ευλόγου χρόνου μετά από τη σύσταση που έλαβε. Το γεγονός ότι με τις ασκήσεις που του έδειξε ο ΜΕ2 είδε κάποια βελτίωση δεν θεωρώ υπό τις περιστάσεις ότι αποτελεί επαρκή και βάσιμο λόγο για τη μη ως άνω υποβολή του σε φυσιοθεραπεία. Αν οι ασκήσεις που του έδειξε ο ΜΕ2 ήταν επαρκείς για την αποθεραπεία του, δεν θα χρειαζόταν η παραπομπή του σε φυσιοθεραπεία, ήτοι η παραπομπή του σε ειδικό φυσιοθεραπευτή, ως η ΜΕ3. Κρίνω, λοιπόν, ότι ο Ενάγων είναι χωρίς βάσιμο λόγο που δεν ακολούθησε άμεσα ή εντός ευλόγου την ιατρική σύσταση του ΜΕ2 για υποβολή του σε φυσιοθεραπεία.
Λαμβάνοντας, συνεπώς, υπόψη την ηλικία του Ενάγοντα (γεννηθείς το 1948, Τεκμήριο 21) και τους τραυματισμούς που υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος και ειδικότερα σε σχέση με αυτούς το γεγονός ότι η θλάση που υπέστη δεν ήταν «από τις πιο σοβαρές», δεν υπεβλήθη άμεσα ή εντός ευλόγου χρόνου μετά τη σύσταση του ΜΕ2 σε φυσιοθεραπεία χωρίς βάσιμο λόγο, υπεβλήθη σε 5 φυσιοθεραπείες κατά την περίοδο 25/11/2019 με 5/2/2021, χωρίς όμως να είναι γνωστό κατά πόσο μετά τη δεύτερη φυσιοθεραπεία (2/12/2019) ακολούθησε της φυσιοθεραπευτικές ασκήσεις που του συνέστησε η ΜΕ3, λάμβανε αναλγητική και αντιφλεγμονώδη αγωγής και έφερε το κολάρο για περίοδο 2 μηνών, αλλά τίποτε δεν παρουσιάστηκε που να δικαιολογούσε τη χρήση του κολάρου για περίοδο πέραν των 3-4 εβδομάδων, δεν αναφέρθηκε καθόλου σε οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην καθημερινή του ζωή, η κάκωση στο γόνατο συνεπεία του ατυχήματος ήταν «λιγότερο σοβαρή» και ο ΜΕ2 έκρινε ότι δεν χρειαζόταν φυσιοθεραπευτική αγωγή, μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ξεκούραση και τα συμπτώματα υποχώρησαν σε κάποιο βαθμό σύντομα μετά τον τραυτισμό, καθώς και το ότι ο Ενάγων υπέφερε από πονοκέφαλους και ζαλάδες (εγκεφαλική διάσειση) για κάποιο διάστημα χωρίς, όμως, να προσδιοριστεί η χρονική διάρκεια του, κρίνω ως κατάλληλο ποσό γενικών αποζημιώσεων τις €2,800.
Ειδικές αποζημιώσεις
Ως προκύπτει από τα πιο πάνω ευρήματα, ο Ενάγων συνεπεία του ατυχήματος υπέστη οικονομική ζημιά συνολικού ύψους €2,046.15 και δικαιούται σε σχετική αποζημίωση.
Τόκος
Σχετικές με το ζήτημα του τόκου είναι οι πρόνοιες του α. 58Α, Κεφ. 148 και οι υποθέσεις Φοινικαρίδης & άλλη ν Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475, Καμπούρης ν Εταιρεία Βιοχρώμ Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1246, Novichkova (ανωτέρω) και Ανδρέου ν Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.α. (2014) 1 ΑΑΔ 2851.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ατύχημα έλαβε χώρα στις 14/12/2018 και η αγωγή καταχωρίστηκε στις 28/5/2019, κρίνω ότι δικαιολογείται η επιδίκαση νόμιμου τόκου επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία του ατυχήματος.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα των φυσιοθεραπειών, νοουμένου ότι προέκυψαν από τις 25/11/2019 μέχρι τις 5/2/2021, θεωρώ ότι δικαιολογείται η επιδίκαση νόμιμου τόκου για την περίοδο αυτή, μειωμένου κατά το ½, πλέον νόμιμου τόκου από 5/2/2021. Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο μέρος των ειδικών αποζημιώσεων, σύμφωνα με τις πιο πάνω αρχές, δικαιολογείται η επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι την καταχώριση της αγωγής, μειωμένου κατά το ½, πλέον νόμιμου τόκου από την καταχώριση της αγωγής.
Κατάληξη
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αγωγή επιτυγχάνει.
Επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης 2:
- €2,800 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος από τις 14/12/2018 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον
- €50 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος από 25/11/2019 μέχρι 5/2/2021, μειωμένος κατά το ½, πλέον νόμιμος τόκος από 5/2/2021 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον
- €1,996.15 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος από 14/12/2018 μέχρι 28/5/2019, μειωμένος κατά το ½, πλέον νόμιμος τόκος από 28/5/2019 μέχρι εξοφλήσεως.
Τα έξοδα, εκτός αν υπάρχει οποιαδήποτε πληρωμή στο Δικαστήριο, θέμα για το οποίο θα προχωρήσω να ακούσω τους συνηγόρους, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης 2, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..
(Υπ.)………………………..
Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο