
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYKΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4677/2017
Μεταξύ:
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΜΠΟΥ
Ενάγοντες
και
1. KTV GREEN ENTERPRISES LIMITED
2. ΜΑΡΙΑΝ ΠΑΠΑΣΟΛΩΜΟΝΤΟΣ GARNETT
3. ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΙΗΣ
Εναγoμένοι
Ημερομηνία: 16 Απριλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Σπ. Χριστοδούλου
Για Εναγόμενους 1,2 και 3:κα Ν. Ιακώβου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Κατ’ εφαρμογή άρθρου 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021,η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.
Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 το ποσό των €6.200 ως καθυστερημένα ενοίκια κατά παράβαση ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 17/06/2015 από 01/07/2015 - 01/07/2017.
Κατ’ ισχυρισμό των Εναγόντων αυτοί ενοικίασαν στην Εναγόμενη 1 τα κτήματα τους με αρ. εγγραφής 0/[ ]. τεμ. [ ], Φ/Σχ. 27/46 τμήμα 0 έκτασης [ ], χωριό Κάμπος και αρ. εγγραφής 0/[ ], τεμ. [ ], Φ/Σχ. 27/46, τμήμα 0 έκτασης [ ], χωριό Κάμπος (στο εξής ως «τα κτήματα»). Οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 από το ενοικιαστήριο έγγραφο.
Οι Εναγόμενοι 1-3 παραδέχονται ότι την 17/06/2015 υπόγραψαν ενοικιαστήριο έγγραφο προς το σκοπό ανέγερσης μονάδας παραγωγής ενέργειας από βιομάζα. Αρνούνται ότι οι Ενάγοντες παράδωσαν στην Εναγόμενη 1 τα κτήματα και ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έλαβαν κατοχή αυτών. Ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες όφειλαν να μεριμνήσουν ώστε να εγγραφεί ο υφιστάμενος-μη εγγεγραμμένος δρόμος για να επιτευχθεί ο σκοπός της ενοικίασης. Αποτελεί επίσης ισχυρισμό των Εναγόμενων 1-3 ότι οι Ενάγοντες πρόβηκαν σε σαφείς παραστάσεις κατά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου ότι δε θα απαιτούσαν οποιοδήποτε ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου. Η υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου αποτέλεσε προϋπόθεση από τις αρμόδιες αρχές για την εγγραφή του δρόμου και δη για τη δημιουργία μονάδας παραγωγής βιομάζας. Είναι ισχυρισμός τους ότι είχε συμφωνηθεί ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο δε θα ήταν εκτελεστό εάν δεν υλοποιείτο η εγγραφή του δρόμου.
Αρνούνται ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό ενοικίου. Και αυτό ενόψει κωλύματος των Εναγόντων λόγω υπόσχεσης τους να μην αξιώσουν οποιοδήποτε ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου και δη λόγω του ότι η εκτέλεση της σύμβασης ήταν υπό την αίρεση της εγγραφής του δρόμου.
Ακροαματική Διαδικασία
Για να αποδείξουν τις αξιώσεις τους οι Ενάγοντες καταθέσαν η κα Φούλλα Παπαδοπούλου(ΜΕ1). Εκ μέρους των Εναγόμενων καταθέσαν ο κος Dave Stephen Garnett (MY1) και ο κος Ντίνος Κάτσιης (ΜΥ2). Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις. Οι Εναγόμενοι μέσω της γραπτής αγόρευσης εισηγούνται ότι εν προκειμένω το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχθεί εξωγενή μαρτυρία κατ’ εξαίρεση επιχειρηματολογώντας περί τούτου. Σχετική αναφορά θα γίνει κατωτέρω. Η πλευρά των Εναγόντων εισηγούνται ότι ό,τι συμφωνήθηκε είναι καταγραμμένο.
Μαρτυρία
Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας. Συνοπτικά παρατίθενται τα κύρια σημεία της μαρτυρίας. Εν πάση περίπτωση το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα σκιαγραφηθεί και θα αξιολογηθεί κατά τη συζήτηση που ακολουθεί.
Προτού προχωρήσω στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε σημειώνω ότι βασικός κανόνας είναι ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί ή να επεκταθεί σε θέματα που δε δικογραφούνται.[1]
ΜΕ1
Η ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Α. Κατά την κυρίως εξέταση της αλλά και κατά την αντεξέταση της κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 1-5.
Η ΜΕ1 κατάθεσε την επίδικη συμφωνία ενοικίασης ως το Τεκμήριο 1. Εξήγησε τη θέση και εμπλοκή της στη σύναψη του Τεκμηρίου 1. Παράθεσε στο Δικαστήριο τους όρους της συμφωνίας ενοικίασης. Ως Τεκμήριο 2 κατάθεσε επιστολή ημερομηνίας 25/09/2017 και ως Τεκμήριο 3 κατάθεσε επιστολή ημερομηνίας 10/10/2017. Ως επίσης ανάφερε ό,τι έχει συμφωνηθεί μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενης 1 είναι ό,τι αναφέρεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο και γραπτή εγγύηση (Τεκμήριο 1).
Κατά την αντεξέταση της μάρτυρος υποδείχθηκε σ’ αυτήν το Τεκμήριο 7 (κατά το χρόνο αντεξέτασης σημειώθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α). Σε ερώτηση κατά πόσο οι Ενάγοντες είχαν παραχωρήσει τη χρήση των επίδικων κτημάτων στην Εναγόμενη 1 το έτος 2014 η μάρτυρας απάντησε ότι οι Ενάγοντες προκειμένου να τους βοηθήσουν εφόσον βιάζονταν να λάβουν άδειες ώστε να προβούν στις διάφορες διαδικασίες που χρειαζόταν να γίνουν για να λάβουν άδεια για λειτουργία εργοστασίου παραγωγής βιομάζας παραχώρησε τη χρήση των επίδικων κτημάτων.
Όταν εξασφάλισαν οι Ενάγοντες άδειες θα έπρεπε πλέον να τους ενοικιάσουν τα επίδικα κτήματα. Οι Ενάγοντες προέβησαν σε ενέργειες για την εγγραφή δρόμου με τα αρμόδια τμήματα προκειμένου να βοηθήσουν την Εναγόμενη 1. Αρνήθηκε όμως μέσω της γραπτής δήλωσης της αλλά και αντεξεταζόμενη ότι συμφώνησαν ότι δε θα αξιωνόταν ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου ή ότι η σύμβαση ενοικίασης δε θα ήταν εκτελεστή εάν δεν υλοποιείτο η εγγραφή του δρόμου. Τα Τεκμήρια 4 και 5 έγγραφα επιστολές κατατέθηκαν κατά την αντεξέταση της μάρτυρος. Ως Τεκμήριο 4 κατατέθηκε έγγραφο/επιστολή προς Υπουργείο Εσωτερικών με θέμα εγγραφή δρόμου στον Κάμπο Τσακίστρας. Ως Τεκμήριο 5 επίσης κατατέθηκε επιστολή με ημερομηνία 19/01/2015 προς Έπαρχο Λευκωσίας με θέμα « Εγγραφή υφιστάμενου αγροτικού δρόμου στον Κάμπο με αρ. φακ. Σας 16.05.08.75.01.1.
Η ΜΕ1 επέμεινε ότι παράδωσαν οι Ενάγοντες κλειδί των υποστατικών και ότι η Εναγόμενη το έτος 2018 πλήρωσε ενοίκιο για το έτος 2018 με την υπόσχεση να κατέβαλλε και τα προηγούμενα ενοίκια. Η ΜΕ1 ήταν παρούσα κατά την υπογραφή της σύμβασης και στις πλείστες συναντήσεις και συνεδριάσεις. Ως επίσης επεσήμανε επανεξεταζόμενη κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 1 δεν τέθηκε οποιαδήποτε συζήτηση ότι η συμφωνία ενοικίασης θα γινόταν υπό όρους ή προϋποθέσεις αδειοδότησης ή ότι δε θα καταβαλλόταν ενοίκιο.
ΜΥ1
Ο ΜΥ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Β το οποίο συντάχθηκε στην Αγγλική γλώσσα. Ως Τεκμήριο 6 κατατέθηκε μεταφρασμένο κείμενο της γραπτής δήλωσης του ΜΥ1 στην Ελληνική γλώσσα. Μέσω του ΜΥ1 κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 9-15. Το Τεκμήριο 9 αφορά έγγραφο με ημερομηνία 17/12/2014 του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου με θέμα «Έγγραφη συγκατάθεση και Διαχείριση των τεμαχίων [ ], [ ]». Τα Τεκμήρια 10-14 αφορούν επιστολές/αλληλογραφία μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενης 1. Το Τεκμήριο 15 αφορά έγγραφο των Εναγόντων με τίτλο «Απόδειξη Είσπραξης» ημερομηνίας 24/09/2018.
Ο ΜΥ1 ως εξήγησε είναι ο διευθυντής της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Παραθέτει το ιστορικό της συνεργασίας τους με τους Ενάγοντες. Ως επίσης αναφέρει αρχικά υπήρχε πρόθεση συνεταιρισμού της Εναγόμενης 1 με τους Ενάγοντες όμως ενόψει του ότι αυτό ήταν ανέφικτο, οι Ενάγοντες τους έδωσαν την έγγραφη συγκατάθεση τους ώστε να χρησιμοποιεί η Εναγόμενη 1 τα επίδικα κτήματα ιδιοκτησίας των Εναγόντων όπως και το δρόμο που οδηγεί στα εν λόγω κτήματα για σκοπούς αδειοδότησης του έργου. Επειδή δεν ήταν επαρκής η έγγραφη συγκατάθεση χρήσης των επίδικων κτημάτων για σκοπούς αδειοδότησης, αποφασίστηκε η υπογραφή ενοικιαστηρίου εγγράφου. Γι’ αυτό το λόγο στις 17/06/2015 υπογράφηκε το Τεκμήριο 1. Είχε συμφωνηθεί ότι αυτό δε θα εκτελείτο μέχρι την αδειοδότηση του έργου και μέχρι την εγγραφή του δρόμου που ήταν προϋπόθεση για την υλοποίηση του έργου. Γι’ αυτό το λόγο δε καταβλήθηκε ενοίκιο παρά την πρόβλεψη του άρθρου 3 του Τεκμηρίου 1. Προσδοκία άμεσου ενοικίου ως ανάφερε δεν υπήρχε. Ήταν κοινή αντίληψη των μερών ότι για το σκοπό δημιουργίας και λειτουργίας του έργου θα έπρεπε οι Ενάγοντες να διανοίξουν νόμιμα τον υφιστάμενο μη εγγεγραμμένο δρόμο και αυτή η αντίληψη κατά το μάρτυρα φαίνεται σε μια σειρά εγγράφων και επικοινωνιών με αρμόδια τμήματα. Παράπεμψε στην επιστολή του Τεκμηρίου 5. Ανάφερε επίσης ότι τα επίδικα κτήματα δεν ήταν ποτέ στην κατοχή τους και ότι ουδέποτε τους παραδόθηκαν τα κλειδιά για να εισέλθουν σ’ αυτά. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος.
Ο ΜΥ1 εξήγησε για ποιο λόγο το έτος 2018 η Εναγόμενη 1 κατέβαλε το ποσό των €2000 ίσο με ετήσια ενοίκια. Επεσήμανε ότι πλήρωσαν το ποσό ως ένδειξη καλής θέλησης επειδή πίστεψαν ότι ο δρόμος ήταν νόμιμος και ότι θα προχωρούσε η εγγραφή του. Αρνήθηκε ότι η πληρωμή έγινε έναντι ενοικίων.
Αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1 ανάφερε ότι ήταν παρών κατά την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 1). Ο ίδιος δεν υπόγραψε το Τεκμήριο 1 αλλά η Εναγόμενη 2. Ως ανάφερε έφεραν ένσταση στην υπογραφή του εν λόγω Τεκμηρίου. Τους είπαν ότι έπρεπε να υπογραφεί ως είχε και έτσι έκαναν. Αποτελούσε το μόνο εργαλείο το οποίο θα επέτρεπε στο Κτηματολόγιο να προχωρήσει με την εγγραφή του δρόμου όπως ζητήθηκε από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Υποδείχθηκε στο ΜΥ1 ότι ο σκοπός που υπογράφηκε το Τεκμήριο 1 καταγράφεται σ’ αυτό και δη ότι δεν έγινε για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Υποδείχθηκε επίσης ότι στη συμφωνία ενοικίασης (Τεκμήριο 1) δεν υπάρχει προϋπόθεση εγγραφής του δρόμου ή παροχής διευκολύνσεων ή για προϋπόθεση ισχύς του την έκδοση αδειών με το μάρτυρα να απαντά ότι όταν ανάφεραν ότι ήθελαν όλα αυτά τα σημεία να συμπεριληφθούν στη συμφωνία ενοικίασης αυτά έτυχαν άρνησης με τον ισχυρισμό ότι δε δικαιούνταν να προσθέσουν οτιδήποτε σ’ αυτό. Ο μάρτυρας ως ανάφερε μόλις θα έπαιρνε η Εναγόμενη 1 αδειοδότηση τότε θα πλήρωναν προκειμένου να συνταχθεί το σωστό έγγραφο.
Επιβεβαίωσε ότι το έργο δεν έγινε διότι απορρίφθηκε από τον Έπαρχο.
Αρνήθηκε ότι παρούσα κατά την υπογραφή της συμφωνίας Τεκμήριο 1 ήταν η ΜΕ1.
ΜΥ2
Ο ΜΥ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Γ. Ο ΜΥ2 είναι εκπρόσωπος της Εναγόμενης 1 και ένα εκ των προσώπων που εγγυήθηκε γραπτώς τις υποχρεώσεις της ως απορρέουν από τη σύμβαση ενοικίασης. Ως ανάφερε συμμετείχε στις επικοινωνίες και συναντήσεις που είχαν με τους Ενάγοντες περί το 2014 για το σκοπό ανέγερσης μονάδας παραγωγής ενέργειας βιομάζας στην κοινότητα του Κάμπου. Εξήγησε τη διαδικασία αδειοδότησης και πως κατέληξαν στην υπογραφή του Τεκμηρίου 1. Ανάφερε ότι στις συζητήσεις που γίνονταν με τους Ενάγοντες πριν και μετά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου είχαν συνεννοηθεί ότι δε θα πληρωνόταν ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου που ήταν απαραίτητη για την αδειοδότηση του έργου.
Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι από ό,τι ξέρει τα ενοίκια πληρώθηκαν μια φορά αλλά δε γνώριζε ποιο έτος. Επανεξεταζόμενος ανάφερε ότι υπογράφηκε το ενοικιαστήριο έγγραφο επειδή πίστευαν ότι δε θα υπήρχε πρόβλημα να προχωρήσει το έργο παραγωγής βιομάζας αφού ήταν πολύ καλό έργο (ανάφερε project). Ως ανάφερε αυτό πίστευαν ο ΜΥ1 και η Μαριάννα Παπασολωμόντος, Εναγόμενη 2.
Νομικές αρχές αποδεκτότητας ή μη εξωγενής μαρτυρίας/ ερμηνείας εγγράφου και εξ’ υποσχέσεως κωλύματος.
Πριν προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας θα προχωρήσω στην παράθεση των νομικών αρχών ερμηνείας μιας σύμβασης αλλά και των αρχών σχετικά με τη δεκτότητα ή μη εξωγενούς μαρτυρίας εφόσον τα εν λόγω θέματα είναι κρίσιμα για την παρούσα υπόθεση.
Είναι νομολογημένο ότι ο σκοπός της ερμηνείας εγγράφων είναι η ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των μερών όπως προκύπτει στο έγγραφο. Η βασική αρχή είναι ότι η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι όπως εκφράστηκε με τις λέξεις που περιέχονται στο έγγραφο.[2] Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Το αντικείμενο της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο.[3]
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Σολωμός Οικονόμου κ.ά ν. Γεωργίου Α. Τοφινή κ.ά.[4]:
«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, ο σκοπός της ερμηνείας εγγράφου είναι να ανακαλυφθεί η πρόθεση του συγγραφέα και συνεπώς η ερμηνεία πρέπει να είναι όσο το δυνατό πλησιέστερη στο μυαλό και τη φανερή πρόθεση των μερών. Η πρόθεση πρέπει να απορρέει από το έγγραφο και το Δικαστήριο πρέπει να βεβαιώσει τί εννοούσαν τα μέρη με τη διατύπωση που χρησιμοποίησαν, να δηλώσει το νόημα του περιεχομένου του εγγράφου και όχι του τί υπήρχε πρόθεση να γραφτεί, να εφαρμόσει την πρόθεση όπως έχει εκφραστεί. Δεν επιτρέπεται να εικάζεται η πρόθεση των μερών και να αντικαθίσταται η ρητή με την τεκμαιρόμενη πρόθεση. Η ερμηνεία εγγράφου, γενικά είναι θέμα νομικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο.»(υπογραμμίσεις του Δικαστηρίου).
Σχετικά είναι επίσης τα ακόλουθα αποσπάσματα από την αγγλική νομολογία τα οποία εκτίθενται στην Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1Α Α.Α.Δ 168ανωτέρω:
«the question is not what the parties to a deed may have intended to do by entering into that deed, but what is the meaning of the words used in that deed: a most important distinction in all cases of construction and the disregard of which often leads to erroneous conclusions» (βλ. Monypenny v. Monypenny [1861] 9 H.L.C. 114 σελ. 146) και
«I conceive that all deeds are to be construed not only strictly according to their words, but so far as possible, without infringing any rule of law, in such a way as to effectuate the intention of the parties» (βλ. Hilbers ν. Parkinson [1883] 25 Ch. D. 200, σελ. 203).
Ως επίσης λέχθηκε στην υπόθεση Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ[5] όταν η εξακρίβωση της πρόθεσης των συμβαλλομένων προκύπτει στην εξωτερικευμένη δήλωση τους σε γραπτή συμφωνία, είναι κατά κανόνα επιτρεπτή μόνο η αντικειμενική ερμηνεία της δήλωσης μακριά από κάθε υποκειμενική εκτίμηση.
Ως δε λέχθηκε στην Ευθυμίου ν. Δημητρίου[6] δεν είναι δυνατή η προσκόμιση μαρτυρίας, με λίγες καλά καθορισμένες εξαιρέσεις, γραπτής ή προφορικής, έξω από το γραπτό κείμενο συμφωνίας, για να τροποποιήσει το περιεχόμενο της. Η μόνη δικαιολογία για την εισαγωγή εξωγενούς, όπως αποκαλείται, μαρτυρίας, είναι η αμφισημία του κειμένου και δη όποτε διαπιστώνεται η ύπαρξη κενού ή αμφιβολιών στην ερμηνευόμενη σύμβαση.
Στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 14η έκδοση, σελ. 1046 αναφέρεται:
«Where the language of a document is clear and applies without difficulty to the facts of the case, extrinsic evidence is not admissible to affect its interpretation; but where the language is peculiar, or its application to the facts is ambiguous or inaccurate, extrinsic evidence may, subject to the qualifications hereinafter stated, be given in explanation.»
Στο σύγγραμμα Nokes "Introduction on Evidence" 4η έκδοση, στη σελ. 239:
«When a transaction is recorded in a document, it is not generally permissible to adduce other evidence of (1) its terms, or (2) other terms not included in the document, or (3) its writer's intended meaning.»
Και στην σελ. 263 αναγράφεται ότι:
«The court seeks to ascertain the intention from what was written, and not from what was said before, at or after the execution of the document. Evidence of such statements might easily be falsified, as well as varying or contradicting the writing».
Είναι επίσης ορθό να αναφερθεί ότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου για την ερμηνεία ενός εγγράφου αφενός αποσκοπεί μεν στην εξεύρεση των πραγματικών προθέσεων των συμβαλλομένων η ερμηνεία όμως πρέπει να περιορίζεται μέσα στα πλαίσια των σκέψεων των συμβαλλομένων.[7] Τούτο εξυπακούει ότι όταν μια συμφωνία διατυπώνεται εγγράφως κατόπιν επιθυμίας των συμβαλλομένων, εξωγενής μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους που έχουν διατυπωθεί στο έγγραφο.[8] Ο κανόνας είναι με άλλα λόγια ότι αποκλείεται η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας για να βρεθεί το νόημα γραπτής σύμβασης. Σκοπός του κανόνα είναι η διασφάλιση της βεβαιότητας των συναλλαγών.[9] Εξωγενής μαρτυρία για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών πριν την υπογραφή του εγγράφου δεν είναι αποδεκτή (βλ. Λαζούρας ανωτέρω). Δεν είναι επίσης επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη ότι υποκειμενικές προθέσεις των μερών δεν είναι σύμφωνες με τις ειδικές εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο έγγραφο.[10]
Όμως η νομολογία αναγνωρίζει ότι αυστηρή εφαρμογή του κανόνα πολλές φορές οδηγεί σε αδικία, ιδιαίτερα όταν το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η συμφωνία δεν είναι λεπτομερές, με αποτέλεσμα να μη φανερώνει πλήρως και με σαφήνεια την πρόθεση των μερών. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να εξετάζει, και οφείλει να εξετάζει, όλη τη μαρτυρία, στο σύνολό της, προκειμένου να διαπιστώσει την πραγματική φύση της μεταξύ των μερών συμφωνίας (βλ. Marketventures Ltd ανωτέρω). Στον κανόνα λοιπόν αυτό υπάρχουν εξαιρέσεις και εξωγενής μαρτυρία είναι επιτρεπτή σε περίπτωση διευκρίνισης ασάφειας ή αμφιβολίας σε ένα έγγραφο με σκοπό τη διευκρίνιση της πρόθεσης των συμβαλλομένων.[11]
Επίσης κατ' εξαίρεση του κανόνα επιτρέπεται η απόδειξη παράλληλης προφορικής συμφωνίας συνδεόμενης με τη βασική δεδομένου ότι αυτή δε συγκρούεται με το έγγραφο. Η ύπαρξη αίρεσης σαν ξεχωριστής παράλληλης συμφωνίας μπορεί επίσης να είναι αντικείμενο εξωγενούς μαρτυρίας κατ' εξαίρεση του κανόνα.[12] Στην απόφαση Γερμανού v Κόκκαλου (βλέπε επισήμανση/αναφορά 12 ανωτέρω) προκύπτει ότι είναι δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτρέπεται η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας έστω κι αν αντιβαίνει σε γραπτό όρο σύμβασης. Στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty on Contracts παρ. 187:
«Extrinsic evidence may also be admitted to show a collateral agreement or warranty and it is sometimes said that these, too, must not contradict the express terms of the written contract. But it is sometimes possible to prove an overriding oral warranty or even a promise not to enforce an express term of the written agreement.»
Ως επίσης νομολογήθηκε και παραπέμπω στη Marketrends Finance Ltd ν. Πέρδικου κ.α.[13] εξωγενής μαρτυρία μπορεί επίσης να επιτραπεί για να αποδείξει την εγκυρότητα μιας συμφωνίας (βλ. Mavrou ανωτέρω), την πραγματική φύση της συναλλαγής (βλ. Kypio (I.T.H.) Company v. Kassapi[14] τη διφορούμενη ιδιότητα των συμβαλλομένων Λοϊζίδου ν. Γεωργίου[15] και την ιδιότητα υπό την οποία κάποιο πρόσωπο υπέγραψε τη συμφωνία δηλ. εάν ήταν προσωπική ή αντιπροσωπευτική βλ. Χριστοφή ν. Κλεάνθους κ.α.[16]
Επιπροσθέτως μέσω της Υπεράσπισης τίθεται ότι οι Ενάγοντες κωλύονται να αξιώνουν οφειλόμενα ενοίκια. Παραθέτουν αρχές του εξ’ υποσχέσεως κωλύματος και εισηγούνται ότι οι Ενάγοντες τους υποσχέθηκαν ότι δε θα αξιώσουν ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου.
Το κώλυμα εξ’ υποσχέσεως αποτελεί μέρος του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς.[17] Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.ά.[18] αποφασίσθηκε ότι εγείρεται κώλυμα στη διεκδίκηση συμβατικών δικαιωμάτων οποτεδήποτε ο κάτοχος τους προβαίνει σε σαφείς παραστάσεις προς τον αντισυμβαλλόμενο του ότι δεν θα τα ασκήσει και ο δεύτερος στη βάση αυτών των παραστάσεων μεταβάλλει τη θέση του με τρόπο που θα ήταν άδικο να κληθεί να επιστρέψει στην προγενέστερη θέση του και να εκπληρώσει υποχρεώσεις από τις οποίες ουσιαστικά ο ενάγων τον έχει με τη στάση του απαλλάξει. Το κώλυμα λόγω υποσχέσεως μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ΄ αυτές, αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο, σε μεταγενέστερο στάδιο, να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.[19]
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Προχώρησα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, στη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά. Βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.
Είναι ορθό να αναφερθεί εξ’ αρχής ότι η υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου ημ. 17/06/2015 και της εγγύησης είναι αποδεκτό γεγονός και από τις δύο πλευρές (Τεκμήριο 1). Δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα της σύμβασης ενοικίασης. Δεν έχει αμφισβητηθεί η αποστολή και δη η ανταλλαγή μεταξύ των μερών των επιστολών που περιγράφονται στα Τεκμήρια 2, 3, 8, 9, 10, 11,12, 13 και 14. Δεν αμφισβητείται η αποστολή εκ μέρους των Εναγόντων των επιστολών που περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια 4 και 5 αλλά ούτε ότι από το Δεκέμβριο 2014 οι Ενάγοντες παραχώρησαν στους Ενάγοντες τη χρήση των επίδικων κτημάτων. Τέλος δεν αμφισβητείται ότι η Εναγόμενη 1 περί την 24/09/2018 κατέβαλε το ποσό των €2,000.00 στους Ενάγοντες οι οποίοι εξέδωσαν την απόδειξη είσπραξης με αρ. 5936 ως το Τεκμήριο 15.
Τα πιο πάνω σαφώς αποτελούν ευρήματα μου. Αποτελούν επιπροσθέτως ευρήματα τα πιο κάτω αναντίλεκτα γεγονότα:
Α) Οι Ενάγοντες είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο συστάθηκε δυνάμει νόμου και δη είναι ιδιοκτήτες των επίδικων κτημάτων.
Β) Η Εναγόμενη 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Γ) Οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν προσωπική εγγύηση για την κάλυψη των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 από το ενοικιαστήριο συμβόλαιο (Τεκμήριο 1).
ΜΕ1
Η μαρτυρία της ΜΕ1 άφησε καλές εντυπώσεις και δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως αξιόπιστη και αντικειμενική μάρτυρας. Είχε συνοχή, υπήρξε συνεπής και δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση της. Κάποιες μικροαντιφάσεις δεν είναι ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Αναφέρθηκε στα γεγονότα με σαφήνεια και συνέπεια, δίδοντας απαντήσεις με παραπομπή στους όρους της σύμβασης ενοικίασης. Περιέγραψε με σαφήνεια το ρόλο της στα επίδικα θέματα. Εξήγησε πότε είχε ανάμειξη. Δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της ότι ήταν παρούσα κατά την διάρκεια υπογραφής του Τεκμηρίου 1 αλλά και κατά τη διάρκεια συζήτησης στο δικηγορικό γραφείο για την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης. Μάλιστα αναγνώρισε την υπογραφή της. Ως ανάφερε ήταν παρούσα και στις πλείστες συναντήσεις γεγονός που δεν αντικρούστηκε.
Δε διαπίστωσα να προσήλθε στο Δικαστήριο ώστε να αποκρύψει γεγονότα ως άφησε να νοηθεί η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόμενων. Μεταξύ άλλων η συνήγορος των Εναγόμενων ανάφερε ότι απόκρυψε από το Δικαστήριο η μάρτυρας, ότι η Εναγόμενη 1 κατέβαλε το ποσό των €2,000.00 για ενοίκια. Το γεγονός ότι το ανάφερε για πρώτη φορά στην αντεξέταση της δεικνύει ότι δεν ήταν προμελετημένες οι απαντήσεις της. Μάλιστα αυτό ήταν ένα γεγονός προς όφελος των Εναγόντων και παρόλα αυτά δεν το ανάφερε εξ’ αρχής. Δεν υπήρχε λόγος να το αποκρύψει. Ως επίσης φάνηκε το γεγονός πληρωμής του ποσού των €2,000.00 κατά το χρόνο αντεξέτασης της ΜΕ1 δεν ήταν γνωστό ούτε στη συνήγορο των Εναγόμενων 1-3 αφού ανάφερε αντεξετάζοντας τη ΜΕ1 ότι δε γνώριζε αυτό το ζήτημα. (Βλ. πρακτικά σελ. 11 ημερομηνίας 04/12/2024). Κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 δεν τέθηκε η επιστολή που κατάθεσε ο ΜΥ1 στη συνέχεια (Τεκμήριο 14) ημερομηνίας 13/05/2018 στην οποία γινόταν αναφορά για την πρόθεση της Εναγόμενης 1 να προέβαινε στην πληρωμή του ενοικίου. Είναι άξιο απορίας ο λόγος που δεν τέθηκε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής στη μάρτυρα των Εναγόντων για να τοποθετηθεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εναγόμενη 1 προχώρησε στην καταβολή του συμφωνημένου ενοικίου το έτος 2018. Στη μάρτυρα όμως δεν υποδείχθηκαν οι θέσεις του ΜΥ1 ως προς το λόγο που πρόβαλε ο ίδιος κατά τη μαρτυρία του για την πληρωμή του ποσού, με αποτέλεσμα να μη δόθηκε η ευκαιρία στους Ενάγοντες να απαντήσουν.
Σε κάθε περίπτωση η ΜΕ1 εξήγησε με επάρκεια ότι η πληρωμή του ποσού αυτού αφορούσε ενοίκια του έτους 2018 και μάλιστα είχε μείνει υπόλοιπο €200. Το γεγονός ότι πληρώθηκαν ενοίκια έναντι της συμφωνίας ενοικίασης προκύπτει από το Τεκμήριο 15 το οποίο παρουσίασε ο ΜΥ1. Επιπροσθέτως παρατηρώ ότι ο ΜΥ1 με την επιστολή του Τεκμήριο 14 είχε αναφέρει ότι η Εναγόμενη 1 θα προχωρούσε σε πληρωμή ενοικίου για το έτος 2018 και θα γίνονταν διευθετήσεις για τη διαφορά των παλιών
ενοικίων (ως αναφέρθηκε στην επιστολή). Ο λόγος που γίνεται αναφορά σ’ αυτό είναι επειδή στην ακροαματική διαδικασία τέθηκαν ερωτήσεις για το εάν η καταβολή του ποσού των €2,000.00 αφορούσε τα ενοίκια των προηγούμενων ετών ή ήταν για το έτος 2018. Όμως ως φάνηκε η πρόθεση της Εναγόμενης 1 ήταν να πληρωθούν τα ενοίκια του έτους 2018 και ότι το θέμα των παλιών ενοικίων θα διευθετείτο σύντομα. Καταλήγω ότι η θέση της ΜΕ1 ως προς τη πληρωμή του ποσού των €2,000.00 και τι αφορά η πληρωμή ότι είναι αληθής.
Επιπλέον, η μάρτυρας ήταν σε θέση να αντικρούσει με επάρκεια τις θέσεις και υποβολές της Υπεράσπισης προβάλλοντας πειστικές απαντήσεις. Εξήγησε επίσης ότι παραδόθηκαν τα κλειδιά του υποστατικού στην παρουσία της. Η απάντηση της ήταν αβίαστη ως προς τον τρόπο παράδοσης της κατοχής και ανεπιτήδευτη. Σημειώνω ότι ως λέχθηκε στη διαδικασία και δεν αμφισβητείται τη συμφωνία ενοικίασης εκ μέρους της Εναγόμενης 1 υπόγραψε η Εναγόμενη 2 η οποία δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει. Μάλιστα ως ανάφερε η ΜΕ1 παραχωρήθηκε στην Εναγόμενη η άδεια για να αλλάξουν κλειδαριές και να κατεδαφίσουν τα υφιστάμενα κτίρια.
Ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει με επάρκεια τι διαμείφθηκε πριν την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου απορρίπτοντας τη θέση της υπεράσπισης για σύναψη παράλληλης συμφωνίας. Κατά την αντεξέταση της δεν αμφισβητήθηκε ότι ήταν παρούσα κατά την υπογραφή της συμφωνίας αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης που είχε σκοπό την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης. Εντούτοις ο ΜΥ1 προσπάθησε να αμφισβητήσει ανεπιτυχώς ότι ήταν παρούσα η μάρτυρας, η οποία ως επιβεβαίωσε υπέγραψε στο έγγραφο και ως μάρτυρας.
Σε κάθε περίπτωση οι απαντήσεις της έδειχναν ότι πράγματι είχε γνώση των επίδικων θεμάτων και της ουσίας της υπόθεσης. Το γεγονός ότι αρνήθηκε να απαντήσει σε κάποια ερώτηση δεν υποδεικνύει κακοπιστία ούτε επιδρά αρνητικά στην αξιοπιστία της. Σε κάθε περίπτωση η ερώτηση που δεν απάντησε αφορούσε τη σύμβαση ενοικίασης το γραπτό κείμενο που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.
Παρατηρώ επίσης ότι ενώ ο ισχυρισμός των Εναγόμενων είναι ότι δεν τους δόθηκε ελεύθερη κατοχή των κτημάτων εκτός από μια γενική υποβολή δεν ερωτήθηκε η μάρτυρας ούτε υποδείχθηκαν σ’ αυτήν οι θέσεις που πρόβαλε ο ΜΥ1, ότι τα κτήματα τα χρησιμοποιούσε το Κοινοτικό Συμβούλιο για δικούς του σκοπούς και ότι κάποια στιγμή το έτος 2017 αναγκάστηκαν να σπάσουν τη κλειδαριά. Δε δόθηκε η ευκαιρία στη μάρτυρα των Εναγόντων να τοποθετηθεί επί των συγκεκριμένων ισχυρισμών. Επισημαίνω όμως ότι η μαρτυρία της ΜΕ1 ότι παραδόθηκαν κλειδιά έγινε αποδεκτή.
Πέραν τούτου το αξιοπερίεργο είναι ότι οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν είχαν κατοχή αλλά ως φάνηκε τους είχε ήδη παραχωρηθεί η χρήση των κτημάτων από το Δεκέμβριο 2014. Όσον αφορά το λόγο που οι Ενάγοντες προχώρησαν στην παραχώρηση χρήσης των κτημάτων κρίνω ορθό να αναφέρω ότι η μάρτυρας ήταν κατατοπιστική. Εξήγησε ότι ήθελαν να τους βοηθήσουν για να υποβάλουν τις αιτήσεις τους και να λάβουν άδειες. Όταν πήραν άδειες και μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν τότε έπρεπε πλέον η Κοινότητα να τους τα ενοικιάσει.
Η ποιότητα της μαρτυρίας της ΜΕ1 είναι τέτοια ώστε μπορώ με ασφάλεια να βασιστώ σ’ αυτή. Από τη μαρτυρία της προκύπτει ότι στην παρουσία των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου της ίδιας, του δικηγόρου των Εναγόντων, του ΜΥ1, της Εναγόμενης 2 και 3 υπογράφηκε το Τεκμήριο 1 χωρίς να συμφωνηθεί οτιδήποτε άλλο.
Επομένως, θεωρώ πλήρως βάσιμες τις θέσεις της ΜΕ1 αναφορικά με τις συνθήκες διαβουλεύσεων και υπογραφής της συμφωνίας ενοικίασης. Οι θέσεις που πρόβαλε συνάδουν και με τους όρους της συμφωνίας ενοικίασης.
Η μάρτυρας υπήρξε σαφής ως προς το θέμα του ενοικίου και δη δεν αμφισβητήθηκε ότι μεταξύ 01/07/2015-01/07/2017 το συνολικό οφειλόμενο ενοίκιο ανερχόταν σε €6.200, ποσό το οποίο δεν κατέβαλε μέχρι σήμερα η Εναγόμενη 1. Η μάρτυρας αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε συμφωνηθεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του ενοικίου ή ότι η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου. Δεν αρνήθηκε ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο στήριζε την απόφαση της Εναγόμενης 1 να δημιουργήσουν εργοστάσιο παραγωγής βιομάζας στην Κοινότητα τους και ότι αυτό θα επέφερε οφέλη στο χωριό τους. Δεν αρνήθηκε ότι έστειλε το Κοινοτικό Συμβούλιο τις επιστολές των Τεκμηρίων 4 και 5.
Ήταν επίσης ξεκάθαρη η θέση της ως προς το λόγο που δεν είχαν προχωρήσει σε τερματισμό της ενοικίασης αφού χρησιμοποιούσαν τη σύμβαση ενοικίασης οι Εναγόμενοι για να ανανεώνουν τις άδειες. Εξήγησε και για ποιο λόγο ζήτησαν τα ενοίκια το έτος 2016 και όχι νωρίτερα. Δε διαπιστώνω κάτι μεμπτό. Ούτως ή άλλως ως φάνηκε είχαν καλές σχέσεις οι Ενάγοντες με την Εναγόμενη 2 και ανάμεναν ότι θα τους πλήρωνε.
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η ΜΕ1 έδωσε μια ολοκληρωμένη και συνεπή εικόνα των γεγονότων, με αντικειμενικότητα και λογική, και ως εκ τούτου η μαρτυρία του κρίνεται αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.
ΜΥ1 και ΜΥ2
Σε γενικές γραμμές η μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 παρουσιάζει σε κάποια σημεία κενά και ασάφεια και η γενική εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο από τη μαρτυρία τους δεν είναι θετική για τους λόγους που εξηγούνται αμέσως πιο κάτω. Ο ΜΥ1 επίσης παρατήρησα ότι ερμήνευσε ο ίδιος ως βόλευε το περιεχόμενο κάποιων τεκμηρίων αλλά επίσης ως επίσης εξηγείται πιο κάτω παρουσίασε γεγονότα μέσω της μαρτυρίας του τα οποία δεν υποδείχθηκαν στη ΜΕ1 κατά την αντεξέταση της ώστε να απαντήσει επ΄ αυτών.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2 γίνεται σε συνάρτηση με τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ώστε να υπάρξει συνοχή.
Είναι ορθότερό στο παρόν στάδιο να εξεταστεί πρωτίστως το Τεκμήριο 1 (σύμβαση ενοικίασης). Στο προοίμιο αυτής αναφέρει ότι ο Ενοικιαστής επιθυμεί να ενοικιάσει τα κτήματα του Ιδιοκτήτη για σκοπούς δημιουργίας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ξηρή βιομάζα. Στον όρο 2, 3,6, 10 της επίδικης σύμβασης ενοικίασης αναφέρονται τα κάτωθι:
2.Ο ιδιοκτήτης παραχωρεί στον ενοικιαστή το δικαίωμα στα ενοικιασθέντα κτήματα του για να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει με δικά του έξοδα μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ξηρή βιομάζα και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
3.Το ετήσιο ενοίκιο το οποίο είναι προπληρωτέο την 1η Ιουλίου κάθε χρόνου με πρώτη πληρωμή την 01/07/2015 και ούτω καθ’ εξής την 1/07… κάθε επόμενου χρόνου είναι €2,000.00 τον πρώτο χρόνο με αύξηση 10% ανά διετία επί του εκάστοτε ενοικίου δηλαδή €2,000.00 τον πρώτο χρόνο, €2,200.00 το τρίτο χρόνο και ούτω καθ΄ εξής 10% αύξηση ανά διετία επί του τελευταίου ενοικίου.
6. Ο ενοικιαστής δε δικαιούται να καθυστερήσει την πληρωμή οποιασδήποτε ετήσιας δόσης ή μέρους αυτής. Καθυστέρηση πληρωμής οποιασδήποτε δόσης καθιστά το ποσό της καθυστέρησης τοκοφόρο με επιτόκιο 7% ετησίως.
10. Ο Ιδιοκτήτης προς το σκοπό υλοποίησης των πιο πάνω όρων και γενικά οποιονδήποτε όρων του ενοικιαστηρίου εγγράφου υποχρεούται όπως υπογράφει οποιαδήποτε αναγκαία έγγραφα, έντυπα δηλώσεις και οτιδήποτε άλλο απαιτείται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή νοουμένου ότι ο ιδιοκτήτης πληρώνει το ετήσιο ενοίκιο του σύμφωνα με το παρόν ενοικιαστήριο έγγραφο. Νοείται ότι όλα τα έξοδα θα καταβάλλονται από τον Ενοικιαστή.»
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ v. G & C Exhaust Systems Ltd[20]:
«Έχουμε την άποψη πως ο όρος αυτός είναι σαφής. Σύμφωνα με τους ερμηνευτικούς κανόνες μια σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το λεκτικό της και με τρόπο που θα πραγματοποιείται η πρόθεση των μερών, όπως αυτή συνάγεται από το σύνολο της σύμβασης (Βλ. Chitty, πιο πάνω, παραγ. 12-040). Όπως το έθεσε ο Lord Cottenham L.C. στη Lloyd v. Lloyd [1837] 2 My. & Cr. 192, 202:
Σε μετάφραση:
«Αν οι πρόνοιες μιας συμφωνίας εκφράζονται με σαφήνεια και δεν υπάρχει τίποτε που καθιστά ικανό το Δικαστήριο να τις ερμηνεύσει με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που επιτρέπεται από το λεκτικό τους, χωρίς αμφιβολία πρέπει να επικρατήσει το λεκτικό. Αν όμως οι πρόνοιες και οι φράσεις είναι αντιφατικές και αν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι φαίνονται στην όψη του εγγράφου, οι οποίοι προσφέρουν απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης των μερών, τότε εκείνη η πρόθεση θα επικρατήσει έναντι της φανερής και συνήθους έννοιας των λέξεων.»
Έχω προχωρήσει στην ερμηνεία του συγκεκριμένου εγγράφου προκειμένου να εξακριβωθεί η έννοια την οποία αποδίδει στο μέσο λογικό και συνετό άνθρωπο το κείμενο (Τεκμήριο 1) με μοναδικό σκοπό την αντικειμενική ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των μερών. Ερμηνεύοντας λοιπόν το κείμενο φαίνεται ότι τα διάδικα μέρη προσήλθαν σε συμφωνία ενοικίασης με σκοπό την ενοικίαση των επίδικων κτημάτων που ανήκουν στους Ενάγοντες ώστε να δημιουργήσει η Εναγόμενη 1 μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Δηλώθηκε ξεκάθαρα χωρίς ασάφεια στο κείμενο του εν λόγω εγγράφου ότι η ενοικίαση των επίδικων κτημάτων θα γινόταν με την προϋπόθεση να καταβάλλεται ετήσιο ενοίκιο ως αντίτιμο. Μάλιστα δηλώθηκε ρητά ότι καθυστέρηση πληρωμής κάποιας δόσης καθιστά το ποσό τοκοφόρο.
Επιπροσθέτως ως προκύπτει από τη συμφωνία ενοικίασης (Τεκμήριο 1) οι Ενάγοντες προς το σκοπό υλοποίησης των όρων αυτής και κατ΄ επέκταση του σκοπού που προχώρησε σε συμφωνία η Εναγόμενη ήτοι για δημιουργία μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ξηρή βιομάζα, ανέλαβαν την υποχρέωση να υπογράψουν οποιοδήποτε έγγραφο, έντυπο, δηλώσεις και ό,τι απαιτείτο από αρμόδια αρχή. Καμία άλλη υποχρέωση δεν ανέλαβαν οι Ενάγοντες με βάση τους σαφείς και ρητούς όρους αυτής της συμφωνίας για να διεκπεραιώσουν. Με βάση τους όρους της συμφωνίας δε προκύπτει υποχρέωση τους για εξασφάλιση άδειας για εγγραφή του υφιστάμενου δρόμου ή άλλη υποχρέωση σχετικά με την εγγραφή του δρόμου εκτός από υποβολή αιτήσεων και εντύπων. Το γεγονός ότι πριν την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης απέστειλαν οι Ενάγοντες την επιστολή του Τεκμηρίου 5 δε σημαίνει ούτε προκύπτει ότι ήταν υποχρέωση τους να εξασφαλίσουν άδεια ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει η μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ούτε από την επιστολή Τεκμήριο 4 προκύπτει κάτι τέτοιο, η οποία επιστολή φαίνεται να αποστάλθηκε και από τη Κοινότητα Τσακίστρας (που δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία ενοικίασης) και όχι μόνο από τους Ενάγοντες. Τα Τεκμήρια 4 και 5 δεν είναι ικανά να καταδείξουν ότι είχαν τέτοια υποχρέωση οι Ενάγοντες. Αυτό που προκύπτει από το περιεχόμενο των επιστολών Τεκμήριο 4 και 5 είναι ότι οι Ενάγοντες προωθούσαν το έργο γιατί θα είχε όφελος ευρύτερα στην Κοινότητα.
Οι όροι της σύμβασης ενοικίασης είναι σαφείς. Κατά την υπογραφή της συμφωνίας δεν τέθηκε όρος ότι ήταν υποχρέωση τους να μεριμνήσουν για την εγγραφή του δρόμου. Επισημαίνω ότι το Τεκμήριο 5 στάλθηκε πριν την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 1). Εξωγενής μαρτυρία λοιπόν που να τείνει να δείξει το αντίθετο αλλά και για να προσθέσει στους όρους της συμφωνίας δεν είναι επιτρεπτή.
Οι Εναγόμενοι μέσω του ΜΥ1 με αναφορά στο Τεκμήριο 7 ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν είχαν πρόθεση να παραχωρήσουν οι Ενάγοντες τα κτήματα τους έναντι ενοικίου θέση που καταρρίπτεται από τους σαφείς όρους της συμφωνίας ενοικίασης. Δεν αντικρούστηκε εν πάση περιπτώσει η εξήγηση που παρείχε σχετικά μ΄ αυτό η ΜΕ1, ότι δηλαδή το έτος 2014 πράγματι οι Ενάγοντες παραχώρησαν τα κτήματα τους και το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτά για να μπορέσουν να υποβάλει η Εναγόμενη 1 τις αιτήσεις ώστε να λάβει αδειοδότηση του έργου. Ως εξήγησε επίσης με σαφήνεια η ΜΕ1 όταν πήρε κάποιες άδειες η Εναγόμενη 1 αποφάσισαν να ενοικιάσουν τα κτήματα τους.
Επισημαίνω ότι η σύμβαση ενοικίασης αφορά μόνο τα επίδικα κτήματα. Δε γίνεται αναφορά σε ενοικίαση και του δρόμου που οδηγεί σ΄ αυτά ώστε να υπήρχε εν πάση περιπτώσει σύνδεσης της σύμβασης ενοικίασης με το δρόμο. Η μαρτυρία του ΜΥ1 ότι ήταν υποχρέωση των Εναγόντων να διανοίξουν και να εγγράψουν νόμιμα τον υφιστάμενο μη εγγεγραμμένο δρόμο δε γίνεται αποδεκτή ως αντιβαίνουσα στους σαφείς όρους της συμφωνίας ενοικίασης.
Κρίνω ορθό να παραπέμψω στην υπόθεση Περιφερειακή Ομάδα Παραγωγών Δευτεράς Λτδ κ.ά. v. Εκτυπώσεις Υφασμάτων Αδελφοί Θεοδώρου Λτδ,[21] στην οποία ερμηνεύθηκαν όροι μιας συμφωνίας ενοικίασης ενός εργοστασιακού χώρου. Κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ως ιδιοκτήτες δεν έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη αν οι τοπικές αρχές ζητούσαν τροποποιήσεις στο υποστατικό, αλλά ήταν υπόχρεοι να υπογράψουν κάθε αναγκαίο έγγραφο προς επίτευξη των τροποποιήσεων που θα βάρυναν όμως τους εφεσείοντες. Εναπόκειτο δηλαδή στους εφεσείοντες-ενοικιαστές να εξασφάλιζαν άδειες λειτουργίας του υποστατικού και όχι στους ιδιοκτήτες. Εν κατακλείδι εν προκειμένω οι υποχρεώσεις των Εναγόντων περιορίζονταν στην υπογραφή των αναγκαίων εγγράφων, αιτήσεων που θα ζητούσαν οι αρμόδιες αρχές και όχι στο μεριμνήσουν να εγγραφεί ο δρόμος.
Πρωτίστως αναφέρω ότι ούτε ο ΜΥ1 ούτε ο ΜΥ2 παρουσίασαν στο Δικαστήριο σαφή μαρτυρία με ποιο εκπρόσωπο των Εναγόντων διαπραγματεύθηκαν ή συζήτησαν τους όρους της συμφωνίας ενοικίασης ή ποιος παρείχε σ΄ αυτούς ως ισχυρίζονται παραστάσεις ότι δε θα αξιωνόταν ενοίκιο ή ότι η σύμβαση δε θα εκτελείτο μέχρι να εγγραφεί ο δρόμος. Στο δικόγραφο της Υπεράσπισης των Εναγόμενων αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες κατά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου πρόβηκαν σε σαφείς παραστάσεις ότι δε θα απαιτούσαν το οποιοδήποτε ενοίκιο πριν την εγγραφή του δρόμου. Ο ΜΥ1 θεώρησε ότι υπήρξε κοινή αντίληψη των μερών για μη καταβολή ενοικίου και ότι αυτό φαίνεται από σειρά εγγράφων και επικοινωνιών με αρμόδια τμήματα προς το σκοπό αδειοδότησης του έργου. Ως εξηγείται ανωτέρω η επιστολή του Τεκμηρίου 5 δεν υποδηλώνει ότι αντίληψη των μερών ήταν να μη καταβληθεί ενοίκιο. Ο ΜΥ1 σαφώς ερμήνευσε την επιστολή ως βόλευε. Ουσιαστικά δεν παρατέθηκε μαρτυρία που να υποδεικνύει ποιες ήταν οι σαφείς παραστάσεις και υποσχέσεις των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1. Η γενική αναφορά σε συζητήσεις χωρίς λεπτομέρειες αυτών των συζητήσεων αφήνει κενά και ασάφειες.
Υπενθυμίζω ότι εξωγενής μαρτυρία για τις διαπραγματεύσεις των μερών πριν την υπογραφή μιας συμφωνίας δεν είναι αποδεκτή. Η αυστηρή εφαρμογή του κανόνα όμως κάμπτεται όταν το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η συμφωνία δεν είναι λεπτομερές και αυτό εξ’ υπακούει ότι δε φανερώνεται πλήρως και με σαφήνεια η πρόθεση των μερών. Ως αναφέρθηκε ανωτέρω δεν προκύπτει ασάφεια στη σύμβαση ενοικίασης ούτε προκύπτει ανάγκη να αποδειχθεί η πραγματική φύση της συναλλαγής η οποία διαφαίνεται ξεκάθαρα. Οι Εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι σκοπός υπογραφής του εγγράφου ήταν για να λάβουν άδειες για τη λειτουργία του εργοστασίου τους. Πέραν του ότι δεν παρουσιάστηκε τέτοια μαρτυρία, ο σκοπός που αυτοί ήθελαν να προσχωρήσουν σε συμφωνία ενοικίασης δε δημιουργεί ασάφεια ή αμφιβολία ποια είναι η πραγματική φύση της συναλλαγής ώστε να αναζητηθεί εξωγενής μαρτυρία.
Παρόλα αυτά ενώ οι Εναγόμενοι 1-3 ισχυρίστηκαν ότι η καταβολή του ενοικίου τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου, ότι δηλαδή δε θα εφαρμοζόταν ο όρος περί καταβολής ενοικίου και/ή ότι γενικά η εκτέλεση της συμφωνίας ενοικίασης τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου πέραν των γενικών αναφορών του ΜΥ1 σχετικά με την ισχυριζόμενη συμφωνία δεν παρουσιάστηκε σαφής μαρτυρία περί της ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας. Ο ΜΥ1 ανάφερε ότι ήταν αντίληψη των μερών ότι δε θα καταβαλλόταν ενοίκιο μέχρι να συμμορφωθούν οι Ενάγοντες με την υποχρέωση τους για εγγραφή του δρόμου, υποχρέωση που δε προκύπτει από τη συμφωνία ενοικίασης. Ικανή μαρτυρία για το ποιες ήταν αυτές οι συνεννοήσεις τελικά και οι σαφείς υποσχέσεις είτε με λόγια ή συμπεριφορά δε παρουσιάστηκε.
Ακόμη όμως και εάν αποδεικνυόταν ότι είχε συμφωνηθεί να μη καταβληθεί ενοίκιο μέχρι να εγγραφεί ο δρόμος και εκλαμβανόταν αυτή η συμφωνία ως παράλληλη προφορική συνδεόμενη με τη βασική ελλείψει ασάφειας στους όρους της συμφωνίας ενοικίασης, εφόσον κρίθηκαν ως σαφείς οι όροι της (βλ. Marketventures Ltd ανωτέρω) η μαρτυρία προς απόδειξη αυτής δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, εφόσον θα συγκρουόταν ουσιωδώς με την πιο πάνω σαφή πρόνοια της έγγραφης συμφωνίας Τεκμήριο 1, από την οποία φαίνεται καθαρά ότι συμφωνήθηκε η καταβολή ενοικίου και μάλιστα με τόκο σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του. Επισημαίνω ότι στον όρο 10 της συμφωνίας ενοικίασης Τεκμήριο 1 καταγράφεται ρητά ότι οι Ενάγοντες είχαν υποχρέωση να υπογράφουν οιονδήποτε αναγκαίο έγγραφο και ό,τι ζητείτο από αρμόδια αρχή νοουμένου ότι η Εναγόμενη 1 θα πλήρωνε το ετήσιο ενοίκιο. Ως φαίνεται η πληρωμή του ετήσιου ενοικίου διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο Τεκμήριο 1.
Δε κρίνεται λογική η θέση της Εναγόμενης 1 ως εκφράσθηκε μέσω του ΜΥ1 ότι δέχθηκε η Εναγόμενη 1 τους όρους της συμφωνίας ενοικίασης του Τεκμηρίου 1 και την υπέγραψε η διευθύντρια αυτής, Εναγόμενη 2 ενώ υπήρχε προφορική συμφωνία εκ των προτέρων. Δε κρίνεται ούτε λογικό να είχε συμφωνηθεί να εξαιρεθεί έστω προσωρινά από μια συμφωνία ενοικίασης η υποχρέωση καταβολής ενοικίου που ουσιαστικά αποτελεί ουσιώδη όρο και είναι μέρος της αντιπαροχής.
Όσον αφορά τη θέση ότι γενικά η εκτέλεση και ενεργοποίηση της συμφωνίας ενοικίασης τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου (σαφώς η θέση για μη καταβολή ενοικίου που αφορά συγκεκριμένο όρο της σύμβασης ενοικίασης με τη θέση για μη ενεργοποίηση της συμφωνίας στο σύνολο δεν είναι η ίδια) παρατηρώ τα ακόλουθα.
Ενώ η θέση των Εναγόμενων 1-3 ήταν μεταξύ άλλων ότι η συμφωνία ενοικίασης δεν είχε ενεργοποιηθεί μέχρι την έκδοση αδειών και δη εγγραφής του δρόμου προχώρησαν το έτος 2018 σε πληρωμή ενοικίων. Η ενέργεια αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τη θέση που διακήρυτταν οι Εναγόμενοι ότι η εκτέλεση της συμφωνίας και δη η ενοικίαση τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου. Η νομολογία αναγνωρίζει τη δυνατότητα προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας κατ΄ εξαίρεση με σκοπό να αποδειχθεί ότι με παράλληλη συμφωνία είχε συμφωνηθεί ότι η ενεργοποίηση γραπτής συμφωνίας τελούσε υπό την αίρεση κάποιου γεγονότος (βλ. απόφαση Γερμανού v Κόκκαλου) ακόμη κι αν έρχεται σε σύγκρουση με κάποιο γραπτό όρο σύμβασης. Ως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση με αναφορά σε αγγλική νομολογία απαιτείται να αποδειχθεί ότι το έγγραφο δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ δηλαδή δεν ενεργοποιήθηκε. Βλ. G.D. Nokes «An introduction to Evidence» 4η έκδοση σελ. 254 όπου γίνεται αναφορά στην απόφαση Pym v Cambell (1856) 6 E&B 370.
Εν προκειμένω η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ και εφαρμογή. Ως ο ίδιος ο ΜΥ2 ανάφερε χρησιμοποιούσαν τη συμφωνία ενοικίασης υποβάλλοντας αιτήσεις για να λάβουν άδειες. Επιπροσθέτως κατέβαλαν ενοίκια στη βάση αυτής της συμφωνίας ενοικίασης ως το Τεκμήριο 15. Η γενική αναφορά ότι η πληρωμή ενοικίων έγινε για ένδειξη καλής θέλησης δεν μπορεί να υπερκεράσει τη γραπτή δήλωση στο Τεκμήριο 15 ότι η καταβολή των ενοικίων έγινε στη βάση της συμφωνίας ενοικίασης. Αντίκειται στη λογική να χρησιμοποιεί η Εναγόμενη 1 τη συμφωνία ενοικίασης για να εξασφαλίσει και να ανανεώνει άδειες αλλά να ισχυρίζεται παράλληλα ότι δεν τέθηκε σ’ εφαρμογή. Με την υπογραφή μιας συμφωνίας ενοικίασης παραδίδεται η νομική κατοχή. Εν προκειμένω ως ανάφερε η ΜΕ1 παραδόθηκαν και τα κλειδιά αλλά είχε παραχωρηθεί και προηγουμένως η χρήση των κτημάτων. Η συμφωνία ενοικίασης είχε προφανώς ενεργοποιηθεί.
Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι ο ΜΥ1 κατά την ακροαματική διαδικασία ανάφερε ότι κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 1 ξεκαθάρισαν (ο ίδιος, η Εναγόμενη 2 και Εναγόμενος 3) τη θέση τους στο Κοινοτικό Συμβούλιο ότι δηλαδή δε θα εκτελείτο η συμφωνία ενοικίασης μέχρι την αδειοδότηση του έργου. Παράλληλα ανάφερε ότι όταν πήγαν στο δικηγορικό γραφείο του κου Ντορζή για να υπογραφεί η συμφωνία ενοικίασης έφεραν αντιρρήσεις στην υπογραφή του κειμένου με το περιεχόμενο που είχε. Ανάφερε επιπροσθέτως ότι δεν τους άφησαν επιλογή υπονοώντας ότι τους εξανάγκασαν να υπογράψουν τη σύμβαση ενοικίασης. Η θέση που προβλήθηκε υπονοώντας για εξαναγκασμό και δη ότι δεν τους επέτρεψαν να προσθέσουν όρους που ήθελαν αφορούν θέσεις μη δικογραφημένες. Σαφώς αλλάζουν την πορεία πλεύσης. Εάν ήταν αυτή η εκδοχή όφειλαν να το δικογραφήσουν. Τούτων λεχθέντων κρίνω ότι αυτές οι θέσεις αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις. Πέραν τούτου αυτό είναι ένα παράδειγμα προβολής αντιφατικών εκδοχών. Δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι σύνηψαν προφορικά παράλληλη συμφωνία από τη μια και από την άλλη να ισχυρίζονται ότι ήθελαν να τεθούν άλλοι όροι στη συμφωνία αλλά δεν τους επιτράπηκε.
Στο τέλος της ημέρας οι Εναγόμενοι δεν παρουσίασαν μαρτυρία ως προς το ότι η συμφωνία ενοικίασης έπρεπε να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ή ότι ήταν αναγκαία η υπογραφή της για να λάβει η Εναγόμενη 1 αδειοδότηση λειτουργίας. Παρά τα πιο πάνω ως φάνηκε από το σύνολο της μαρτυρίας η Εναγόμενη 1 και δη οι Εναγόμενοι 2 και 3 ήθελαν να υπογραφεί αυτή η συμφωνία ενοικίασης και η εγγύηση εφόσον θεωρούσαν σίγουρο τη λήψη αδειών για τη λειτουργία του εργοστασίου. Ως ανάφερε ο ΜΥ2 δεν πίστευαν ότι θα πάει κάτι λάθος. Προφανώς δεν τους ένοιαζε το περιεχόμενο της συμφωνίας ενοικίασης. Λαμβάνοντας υπόψη την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΕ1 ότι δηλαδή δε συμφωνήθηκε κάτι άλλο πέραν των όσων καταγράφονται στο γραπτό κείμενο σε συνάρτηση με τη θέση του ΜΥ2 ότι δε πίστευαν ότι κάτι θα πάει λάθος με το έργο που προετοίμαζαν εύλογα προκύπτει συμπέρασμα ότι ουδέν διαφορετικό συμφώνησαν από τα όσα διαλαμβάνονται στο γραπτό κείμενο.
Παρατήρησα επίσης ότι στην προσπάθεια του να υποδείξει ο ΜΥ1 ότι το Τεκμήριο 1 υπογράφηκε για τυπικούς σκοπούς ανάφερε, ότι με το συγκεκριμένο έγγραφο ενοικίασης δε θα τους δίδονταν άδειες για να προχωρήσει με παραγωγή ενέργειας για 25 χρόνια. Ερώτημα δημιουργείται ως προς το λόγο που υπόγραψε όμως η Εναγόμενη 1 το έγγραφο ακόμη κι αν χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για να λάβουν άδειες με διάρκεια 30 έτη εφόσον δε θα τους δίδονταν οι άδειες.
Επισημαίνω επίσης ότι ενώ ο ΜΥ1 αναφέρθηκε σε διάφορες επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Εναγόμενης 1 και τους Ενάγοντες, από το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών δε διαφαίνεται να είχαν συμφωνήσει ότι η καταβολή ενοικίου ή ότι η σύμβαση ενοικίασης θα εκτελείτο μετά την εγγραφή του δρόμου. Οι Ενάγοντες μέσω του Τεκμηρίου 8 επεσήμαναν στην Εναγόμενη ότι εκκρεμούσε η πληρωμή του ενοικίου. Στις διάφορες επιστολές τους δεν αναφέρθηκαν με σαφήνεια και καθαρότητα σε παράλληλη συμφωνία μεταξύ τους αλλά φαίνεται να εκφράζουν τις δικές τους θέσεις και υποκειμενικές πεποιθήσεις για το πότε θεωρούσαν ότι έπρεπε να πληρώσουν το ενοίκιο. Βλ. παράδειγμα το περιεχόμενο της επιστολής (Τεκμήριο 9). Ως φαίνεται από το σύνολο της αλληλογραφίας αυτοί αποφάσισαν ότι δε θα κατέβαλαν το ενοίκιο και ότι θα πρόβαιναν σε πληρωμή μετά την ολοκλήρωση αδειοδότησης, θέσεις που απέρριψαν οι Ενάγοντες. Μάλιστα στην επιστολή του Τεκμηρίου 10 γίνεται αναφορά σε ακυρότητα της συμφωνίας ενοικίασης θέση που δε δικογραφήθηκε μεν αλλά φαίνεται ότι οι ισχυρισμοί τους αρχικά ήταν για ακυρότητα. Μετά τη λήψη της επιστολής του Τεκμηρίου 2 όπου επισημαίνουν οι Ενάγοντες μέσω του δικηγόρου τους τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 από το συμβόλαιο ενοικίασης εις απάντηση απλώς αρνήθηκαν ότι οφείλουν τα ποσά. Τέλος παρατηρώ ότι μέσω του Τεκμηρίου 14 ενημερώνει η Εναγόμενη 1 μέσω του ΜΥ1 τους Ενάγοντες ότι θα προχωρούσαν στην καταβολή ποσού €2,000.00 συμφωνημένου ενοικίου για το έτος 2018 αναφέροντας παράλληλα ότι το ζήτημα με τα παλαιότερα ενοίκια θα διευθετείτο σύντομα. Πράγματι έγινε πληρωμή χωρίς προφανώς να εγγραφεί ο δρόμος για τον οποίο έγινε συζήτηση ότι αποτελούσε προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η συμφωνία ενοικίασης! Μάλιστα ανάφερε δια ζώσης ότι η πληρωμή του ποσού των ενοικίων €2.000 έγινε για ένδειξη καλής θέλησης και χωρίς επηρεασμό της δικαστικής διαδικασίας. Γραπτώς όμως δηλώθηκε μόνο ότι θα κατέβαλε η Εναγόμενη 1 το συμφωνημένο ενοίκιο για το έτος 2018 χωρίς περαιτέρω αναφορά (βλ Τεκμήριο 14 και 15). Επιπρόσθετα ενώ η πρόθεση ως φαίνεται από το Τεκμήριο 14, ήταν να πληρωθεί το ενοίκιο του έτους 2018 κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ο ΜΥ1 ανάφερε ότι η απόδειξη που έλαβαν (Τεκμήριο 15) δεν αναφέρει ότι η πληρωμή έγινε για το έτος 2018.
Ο ΜΥ1 επίσης παράθεσε μέσω της γραπτής του δήλωσης κάποια περιστατικά που ως ισχυρίζεται έγιναν μετά την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης για να υποδείξει ότι δεν είχαν κλειδιά για να εισέλθουν στα κτήματα και ότι αναγκάστηκαν να σπάσουν τη κλειδαριά το Μάρτιο 2017. Ανάφερε επίσης ότι το Σεπτέμβριο 2015 δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο χώρο οι λειτουργοί του Τμήματος Πολεοδομίας και ότι αυτό τους δημιούργησε προβλήματα και καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις. Τα συγκεκριμένα περιστατικά δεν υποδείχθηκαν στη ΜΕ1 για να τοποθετηθεί και δεν μπορεί να αποδοθεί κάποια βαρύτητα.
Ειδικά όμως είναι άξιο απορίας ως προς το λόγο που το περιστατικό που ισχυρίστηκε ότι έγινε το Μάρτιο 2017 δεν τέθηκε υπόψη των Εναγόντων μ’ επιστολή εφόσον ήδη αντάλλαζαν επιστολές για το ζήτημα των ενοικίων. Αν πράγματι είχαν εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση των ενοικιαζόμενων κτημάτων το έτος 2015, δε θα ανέμεναν οι Εναγόμενοι ένα χρόνο μετά να παραπονεθούν ειδικότερα εάν είχαν δημιουργηθεί ως ανάφερε προβλήματα με τις αδειοδοτήσεις. Οι Εναγόμενοι δεν παρουσίασαν αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι Ενάγοντες δεν τους παράδωσαν ελεύθερη και ανεμπόδιστη πρόσβαση. Υπενθυμίζω δεν τέθηκε κανένα ζήτημα ελεύθερης πρόσβασης από το Δεκέμβριο 2014 χρονικό σημείο που τους είχε παραχωρηθεί η χρήση των κτημάτων.
Επισημαίνω ότι το 2018 όταν έγινε η πληρωμή των ενοικίων έναντι της συμφωνίας ενοικίασης δεν είχε εγγραφεί ο δρόμος ούτε είχε ολοκληρωθεί η αδειοδότηση. Η συμπεριφορά και ενέργεια πληρωμής ενοικίων είναι ένα παράδειγμα που δεικνύει ότι όχι μόνο δε τελούσε η εκτέλεση της συμφωνίας σε αίρεση επέλευσης γεγονότος, μάλιστα η Εναγόμενη 1 ενήργησε στη βάση αυτής της συμφωνίας ενοικίασης.
Παραπέμπω επίσης στην επιστολή ως το Τεκμήριο 14 την οποία υπογράφει ο ΜΥ1 και αναφέρει ότι η διαφορά τους για τα παλιά ενοίκια (το ποσό που διεκδικείται με την παρούσα) θα διευθετείτο σύντομα. Η μαρτυρία λοιπόν ως παρουσιάστηκε δεν ανέδειξε ότι η εκτέλεση της συμφωνίας τελούσε υπό αίρεση και δη ότι αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ. Παραπέμπω στην απόφαση Wallis v Litell[22] όπου είχε υπογραφεί συμφωνία εκχώρησης ενός αγροκτήματος μεταξύ ενοικιαστή και ενός τρίτου προσώπου. Τα μέρη συμφώνησαν προφορικά ότι θα ήταν άκυρη εάν δε συναινούσε ο ιδιοκτήτης. Έγινε αποδεκτή μαρτυρία για να παρουσιαστεί προφορική μαρτυρία για σύναψη παράλληλης συμφωνίας καθότι κρίθηκε ότι η προφορική συμφωνία ήταν σ’ αναλογία με την πράξη παράδοσης ως μεσεγγυητή και δε διαφοροποιούσε ούτε αντέκρουσε τη σύμβαση. H γραπτή συμφωνία εκχώρησης δεν είχε τεθεί σε ισχύ, δεν είχε ενεργοποιηθεί αλλά τελούσε υπό αίρεση έγκρισης του ιδιοκτήτη. Τα γεγονότα σαφώς διαφοροποιούνται από την παρούσα. Επισημαίνω ότι είχε επίσης επιτραπεί η εξωγενής μαρτυρία καθότι η προφορική συμφωνία δε διαφοροποιούσε τη σύμβαση και υπήρχε συσχέτιση με την πράξη παράδοσης της κατοχής του ακινήτου. Εν προκειμένω η συμφωνία ενοικίασης σαφώς και μπορούσε να εφαρμοστεί και δεν συνδεόταν αυτή καθ’ εαυτή η ενοικίαση με το δρόμο.
Επιπροσθέτως αναφορικά με τον ισχυρισμό για κώλυμα πέραν του ότι δεν αποδείχθηκαν σαφείς και ξακάθαρες παραστάσεις των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1 ώστε να τους πείσουν να προσχωρήσουν στη συμφωνία εις βλάβης των συμφερόντων τους ή ότι αυτές οι παραστάσεις ήταν καθοριστικές για να προσχωρήσουν σε συμφωνία, δεν καταδείχθηκε ότι η υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης είχε σαν συνέπεια την πρόκληση κάποιας βλάβης ή να επηρεάστηκαν δυσμενώς οι Εναγόμενοι. Οι ίδιοι ήθελαν να υπογραφεί η συμφωνία ενοικίασης για να μπορέσουν να υλοποιήσουν το έργο.
Υπενθυμίζω ότι κατά την ακροαματική διαδικασία υπήρξε και κάποια διαφοροποίηση της θέσης του ΜΥ1 από τη δικογραφημένη εκδοχή. Ενώ η δικογραφημένη εκδοχή είναι ότι οι Ενάγοντες υποσχέθηκαν σ’ αυτούς ότι δε θα αξίωναν ενοίκιο μέσω της γραπτής του δήλωσης ανάφερε ότι μαζί με την Εναγόμενη 2 και 3, αυτοί είναι που εισηγήθηκαν στους Ενάγοντες να μην εκτελεστεί η σύμβαση ενοικίασης και να μη καταβληθεί ενοίκιο. Ως φαίνεται αυτό ήταν προσωπική πεποίθηση των ΜΥ1 και ΜΥ2. Ως εξηγείται ανωτέρω η ΜΕ1 εξήγησε ότι δε συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο κατά την υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης.
Εν κατακλείδι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν υπήρξε θετική και δεν έπεισε το Δικαστήριο. Ως εξηγείται παρουσίασε αντιφάσεις. Ακόμη και στις διάφορες επιστολές που κατατέθηκαν δε προκύπτει ότι συνάφθηκε κάποια συμφωνία. Ουδέποτε οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν τις θέσεις που κατά καιρούς προέβαλαν αλλά είχαν εμμείνει στις θέσεις τους διεκδικώντας ενοίκιο. Ως εκ τούτου δε γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία του εκτός εάν συνάδει με άλλη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Πέραν των πιο πάνω κρίνω ορθό να αναφέρω ότι κατά την αντεξέταση του επέμενε ότι δεν ήταν παρόντες κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας ενοικίασης τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου που φαίνεται να υπόγραψαν τη συμφωνία ενοικίασης ενώ ο ΜΥ2 ανάφερε ότι ήταν. Παρόλο που ο ΜΥ1 και ΜΥ2 καταθέσαν προς όφελος της Υπεράσπισης παραθέσαν διαφορετικά κάποια γεγονότα. Επιπλέον ενώ δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 ότι ήταν παρούσα η ίδια και ότι υπόγραψε σαν μάρτυρας όπως και ότι ήταν παρόντα τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, ο ΜΥ1 επέμενε ότι δεν ήταν. Παρουσίασε τα γεγονότα όπως βόλευαν και γενικά όπως ο ίδιος πίστευε ότι θα έπρεπε να ήταν. Επισημαίνω ότι οι υποκειμενικές προθέσεις όμως των συμβαλλομένων σε μια σύμβαση δεν μπορούν να αντικρούσουν τους όρους ενός εγγράφου όταν το γραπτό κείμενο είναι σαφές.
Ούτε η μαρτυρία του ΜΥ2 άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Στην προσπάθεια του να βοηθήσει τόσο τον εαυτό του όσο και την Εναγόμενη 1 πρόβηκε σε αντιφάσεις ή ασάφειες. Καταρχάς παρουσίασε τον εαυτό του ως άτομο που γνώριζε πολύ καλά τα επίδικα γεγονότα. Όταν όμως αντεξεταζόμενος πιέστηκε ανάφερε ότι τα γεγονότα τα γνώριζαν πιο καλά ο ΜΥ1 και η Εναγόμενη 2. Επίσης παρατήρησα διάσταση θέσεων μεταξύ του κειμένου της γραπτής του δήλωσης και τα όσα ανάφερε αντεξεταζόμενος.
Ενώ ανάφερε αρχικά ότι τα ενοικιαζόμενα κτήματα ήταν περιφραγμένα, αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι δεν ήταν και επέμενε σ’ αυτό. Επίσης στην κυρίως εξέταση του ανάφερε ότι κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης ενοικίασης εκ μέρους των Εναγόντων ήταν παρόν μόνο ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου, αντεξεταζόμενος ανάφερε άλλα. Επίσης μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του συνδέεται με τη μαρτυρία του ΜΥ1 αφού έκανε αναφορά σε παράλληλη συμφωνία ενοικίασης θέσεις που δεν έγιναν αποδεκτές για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω.
Σε κάθε περίπτωση οι Εναγόμενοι μέσω των ΜΥ1 και ΜΥ2 δεν παρουσίασαν αξιόπιστη μαρτυρία ότι η υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου αποτέλεσε αίτημα των κυβερνητικών αρχών ή ότι είχε συμφωνηθεί κάτι άλλο προφορικά παράλληλα με τη συμφωνία ενοικίασης πέραν του γραπτού κειμένου ή ότι η συμφωνία τελούσε υπό αίρεση. Αναφορικά με το ΜΥ2 ανάφερε επίσης ότι ζητήθηκε η τροποποίηση των όρων της συμφωνίας αλλά μετά την υπογραφή αυτής ενώ ο ΜΥ1 είχε αναφέρει ότι ζητήθηκε τροποποίηση των όρων πριν.
Ο ΜΥ2 επιβεβαίωσε ότι υπόγραψε ως εγγυητής. Δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα της σύμβασης εγγύησης ούτε ότι αυτή υπογράφηκε για να καλύψει τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 από τη σύμβαση ενοικίασης. Επισημαίνω ότι δεν υπήρξε ποτέ ισχυρισμός ότι η σύμβαση εγγύησης δεν είχε τεθεί σε ισχύ ή ότι τελούσε υπό την αίρεση εγγραφής του δρόμου. Ερώτημα επίσης προκύπτει ποια η ανάγκη υπογραφής της εγγύησης ώστε να εξασφαλιστούν οι υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 για πληρωμή των ενοικίων στην οποία μάλιστα έγινε αποδεκτό το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να δίδει στον ενοικιαστή παρατάσεις και να ανέχεται καθυστερήσεις στην πληρωμή των ενοικίων εάν όντως είχε συμφωνηθεί ότι η σύμβαση ενοικίασης δεν θα ενεργοποιείτο ή δε θα καταβάλλονταν ενοίκια.
Τέλος ο ΜΥ2 γνώριζε ότι είχαν πληρωθεί ενοίκια έναντι της συμφωνίας ενοικίασης.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω η μαρτυρία του ΜΥ2 απορρίπτεται εκτός αν συνάδει με μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.
Ευρήματα
Πέραν των πιο πάνω αποτελούν περαιτέρω ευρήματα μου τα ακόλουθα:
Κατά την 17/06/2015 οι Ενάγοντες και δη τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου μαζί και με τη κα Φούλλα Παπαδοπούλου, γραμματέας των Εναγόντων συνάντησαν τους εκπροσώπους της Εναγόμενης 1 στο δικηγορικό γραφείο του κου Ντορζή για να υπογράψουν το ενοικιαστήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1). Η κα Παπαδοπούλου ήταν παρούσα καθ΄ όλη τη διάρκεια. Μάλιστα υπόγραψε και ως μάρτυρας στη συμφωνία. Κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας ενοικίασης δε συμφωνήθηκε κάτι άλλο πέραν των όσων καταγράφονται στο γραπτό κείμενο. Μεταξύ των όρων της συμφωνίας ενοικίασης ήταν ότι η Εναγόμενη 1 είχε υποχρέωση να καταβάλει ετήσιο ενοίκιο για το ποσό των €2,000.000 με πρώτη πληρωμή την 01/07/2015 και κάθε 1/07 εκάστου έτους με αύξηση σε ποσοστό 10% ανά διετία. Η Εναγόμενη δεν πλήρωσε ενοίκια για την περίοδο 01/07/2015-01/07/2017 (τα οποία έπρεπε να προκαταβάλλεται) για το ποσό των €6,200.00. Η Εναγόμενη κατέβαλε το Σεπτέμβριο του έτους 2018 το ποσό των €2,000.00 έναντι της συμφωνίας ενοικίασης καταβάλλοντας μέρος του ενοικίου του έτους 2018.
Η συμφωνία ενοικίασης υπογράφηκε εκ μέρους της Εναγόμενης 1 από την Εναγόμενη 2. Οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπόγραψαν σύμβαση εγγύησης για την πιστή τήρηση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης από τη σύμβαση ενοικίασης ως φαίνεται στο Τεκμήριο 1. Την ίδια μέρα η κα Παπαδοπούλου παράδωσε στην Εναγόμενη 2 τα κλειδιά του υποστατικού. Στην Εναγόμενη 1 στο μεταξύ είχε ήδη παραχωρηθεί η χρήση των επίδικων κτημάτων από το Δεκέμβριο 2014.
Οι Ενάγοντες αντιμετώπισαν θερμά και θετικά το ενδεχόμενο λειτουργίας εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ξηρή βιομάζα και με επιστολές τους προς κυβερνητικά τμήματα ζητώντας λεπτομέρειες για το πως προχωρούσε η διαδικασία εγγραφής ενός δρόμου που οδηγούσε στα επίδικα κτήματα.
Περί την 15/06/2016 οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολή στην Εναγόμενη 2 ενημερώνοντας την ότι παρέμειναν απλήρωτα τα ενοίκια με βάση τη συμφωνία ενοικίασης. Με την επιστολή της ημερομηνίας 29/06/2016 η Εναγόμενη 1 ανάφερε ότι η πληρωμή θα γινόταν μετά την ολοκλήρωση της αδειοδότησης. Με την επιστολή της η Εναγόμενη 1 ημερομηνίας 15/09/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η συμφωνία ενοικίασης ήταν άκυρη χωρίς να τεθεί θέμα για παράλληλη συμφωνία. Οι Ενάγοντες διαφώνησαν με τις θέσεις της Εναγόμενης εμμένοντας στη θέση τους για καταβολή ενοικίου ως το Τεκμήριο 11. Με την επιστολή Τεκμήριο 2 οι Ενάγοντες αρνήθηκαν ότι είχαν άλλες υποχρεώσεις εκτός από τα όσα συμφωνήθηκαν με τη σύμβαση ενοικίασης απορρίπτοντας το περιεχόμενο της επιστολής του Τεκμηρίου 12. Η Εναγόμενη 1 απλώς αρνήθηκε την ύπαρξη του χρέους με την επιστολή της ως το Τεκμήριο 3 χωρίς να προβαίνει σε αναφορά για παράλληλη συμφωνία μη πληρωμής του ενοικίου.
Στις 13/05/2018 η Εναγόμενη απέστειλε επιστολή πληροφορώντας μεταξύ άλλων τους Ενάγοντες ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν να πληρώνουν το συμφωνημένο ενοίκιο €2,000.00 από την 15/09/2018 για το έτος 2018. Ως επίσης ανάφεραν η διαφορά τους για τα παλιά ενοίκια ήταν στα χέρια των δικηγόρων τους και θα επιλυόταν σύντομα. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 14.
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω εάν οι Ενάγοντες απέδειξαν την απαίτηση τους. Δεν αμφισβητήθηκε ότι το συμφωνημένο ενοίκιο ήταν ως περιγράφεται στον όρο 3 της συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 1).
Το ποσό των ενοικίων που παρέμεινε απλήρωτο από 01/07/2015-01/07/2017 ανέρχεται στο ποσό των €6,200.00. Το ενοίκιο σύμφωνα με τους όρους της ενοικίασης ήταν προπληρωτέο κάθε πρώτη εκάστου Ιουλίου. Ήταν προπληρωτέο. Δεν πληρώθηκαν τα ενοίκια των ετών 2015, 2016 και 2017. Ως εκ τούτου με μια αύξηση 10% το 2ο έτος το ποσό των ενοικίων ανήλθε σε €6,200.00.
Ουσιαστικά με τη μη πληρωμή των συμφωνηθέντων ενοικίων, που αποτελεί ουσιώδη στη συμφωνία ενοικίασης η Εναγόμενη παραβίασε τη συμφωνία ενοικίασης και δη παραβίασε τον ουσιώδη όρο περί πληρωμής ενοικίου.
Η εν λόγω παράβαση της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης δίδει το δικαίωμα στον Ενάγοντα να αξιώσει αποζημιώσεις για ζημιές ή απώλειες που έχει υποστεί ως αποτέλεσμα αυτής της παράβασης και δη το δικαίωμα να ζητήσει το οφειλόμενο ποσό. Βλ. σχετικά στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» του κ. Πολύβιου Γ. Πολυβίου Τόμος Β σελ. 747.[23]
Αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι ποια είναι η οικονομική κατάσταση του αθώου μέρους σήμερα, δηλαδή μετά την παράβαση της σύμβασης, και ποια θα ήταν εάν δεν είχε συμβεί η παράβαση, εάν δηλαδή είχαν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις των μερών.[24]
Εν προκειμένω είναι παραδεκτό ότι δεν καταβλήθηκε το ποσό των ευρώ 6.200 και ότι αφορά απολεσθέντα ενοίκια. Εάν δεν είχε συμβεί η παράβαση δε θα βρίσκονταν οι Ενάγοντες στη θέση σήμερα να διεκδικούν τα απολεσθέντα ποσά ενοικίων. Κρίνω ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν ως αποζημίωση τα ποσά των απλήρωτων ενοικίων. Δικαιούνται όμως να λάβουν τα εν λόγω ποσά και ως οφειλόμενα ποσά ενοικίων.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο υπέχουν ευθύνη οι Εναγόμενοι 2 και 3 για την πληρωμή των ποσών αλλά και κατά πόσο η σύμβαση εγγύησης που υπέγραψαν ο είναι έγκυρη.
Παρόλο που δεν τίθεται μέσω της Υπεράσπισης ζήτημα ως προς την εγγύηση για σκοπούς πληρότητας αναφέρω τα ακόλουθα. Πρωτίστως δεν αμφισβητήθηκε ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση εκ μέρους της Εναγόμενης 1 όλων των όρων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν έγγραφο. Επίσης ως αναφέρεται στο έγγραφο εγγύησης το οποίο είναι ενσωματωμένο στο Τεκμήριο 1 η εγγύηση θα εξακολουθεί να ισχύει σε όλη την περίοδο ενοικίασης και σε κάθε παράταση της (ρητή ή και εξυπακουόμενη) και εν πάση περιπτώσει μέχρι την παράδοση ελεύθερης και κενής κατοχής του υποστατικού στον ιδιοκτήτη. Δε χωρεί αμφιβολία με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η εγγύηση ήταν έγκυρη και σε ισχύ. Υπογράφεται δε και από δύο μάρτυρες.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κεφ. 149, ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης, εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση. Οι εγγυητές, Εναγόμενοι 2 και 3 ευθύνονται όπως καλύψουν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 (πρωτοφειλέτη ενοικιαστού).
Οι Εναγόμενοι 2 και 3 επισημαίνω εγγυήθηκαν την πλήρη συμμόρφωση της Εναγόμενης 1 σε σχέση με την τήρηση των όρων του ενοικιαστηρίου εγγράφου και της όποιας ανανέωσης και ισχύος αυτού. Είναι υπεύθυνοι για όλα τα ποσά που ήθελαν επιδικαστεί εναντίον της Εναγόμενης 1. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αργύρη v. Χρυσοστόμου, ως Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα Χρυσοστόμου,[25] η οποία αφορούσε την ευθύνη εγγυητή σε σύμβαση ενοικίασης ακινήτου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 86 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η ευθύνη του εγγυητή συνυπάρχει με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόνοια. Στην προκείμενη περίπτωση από το περιεχόμενο της σύμβασης εγγύησης προκύπτει η πρόθεση των εγγυητών/Εναγόμενων 2 και 3 να καλύψουν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 για την πιστή τήρηση όλων των υποχρεώσεων της μεταξύ άλλων και των ενοικίων που οφείλει και θα πρέπει να καταβάλει στους Ενάγοντες ως αποζημίωση και/ή ως οφειλόμενα ενοίκια δυνάμει της συμφωνίας ενοικίασης.
Να σημειωθεί ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δε δόθηκε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία από τους Εναγόμενους 2 και 3.
Κατάληξη
Με βάση τα πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €6,200.00 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Και κάτι τελευταίο. Η συμφωνία ενοικίασης (Τεκμήριο 1) παρατηρώ ότι δεν είναι χαρτοσημασμένη κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί Χαρτοσήμων Νόμου Ν. 19/63.
Ασκώντας την εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 35(2) του Ν.19/63 διατάσσεται όπως η εκδοθείσα στην παρούσα διαδικασία απόφαση συνταχθεί μόνον εάν η συμφωνία ενοικίασης Τεκμήριο 1, χαρτοσημανθεί.[26]
(Υπ.…………….………………
Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Γεώργιος Παπαγεωργίου v Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24
[2] Saab and another v Holly Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 CLR 499, Panayiotou v Island Beach Development (1985) 1 CLR, 623, Θεολόγος Λαζούρας ν Κωνσταντίας Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168.
[3] Θάλεια Α. Θεολόγου κ.ά. ν Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ, 407.
[4] (1993) 1 ΑΑΔ, 436.
[7] Πολύφημος Χοτέλς Λτδ ν. Γεώργιου Ν. Μούτση (2000) 1 ΑΑΔ 1809.
[8] Χριστοδούλου Πόκουρου κ.α. ν. Κώστα (1998) 1Γ Α.Α.Δ 1618.
[9] Marketventures Ltd ν.Δικωμίτη (2009) 1Α Α.Α.Δ 383.
[10] Mavrou ν. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635.
[11] (βλ. Λαζούρας ανωτέρω, Georghiades v. Georghiades (1988) 1 CLR 428, Polycarpou v. Polycarpou (1982) 2 CLR 182, Mavrou ανωτέρω).
[14] (1980) 2 J.S.C. 259
[15] (1973) 9 J.S.C. 1219.
[17] Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] 1 K.B. 130
[19] Αλεξάνδρου ν. Πικροδάφνη κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 144/09, ημερομηνίας 17.5.12
[20] (2001) 1(A) Α.Α.Δ. 500.
[21] Πολ. Έφ. 251/13 και 252/13, ημ. 5.7.19.
[22] (1861) 11 C.B. 369.
[23] «το καθιερωμένο μέτρο αποζημίωσης είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, με την καταβολή στο αθώο μέρος του ποσού που θα προέκυπτε εάν η σύμβαση είχε υλοποιηθεί με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών (expectation loss). Όπως ανέφερε ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου Γ. Πικής στην υπόθεση Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ v. Θέλμας Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679: « η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτησή του στη θέση την οποία θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι την ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας.»
[24]Johnson v. Agnew (1979) 1 ALLER 883, 886 (HL) "The general principle for the assessment of damages is compensatory, ie that the innocent party is to be placed, so far as money can do, in the same position as if the contract had been performed".
[26] (βλ. Maximos Court Ltd v. Πιερή κ.ά. (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 875 και Αναφορικά με την ABP Holdings Ltd κ.ά (Αρ. 2) (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 629).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο