ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ, Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιορδάνη Ιορδάνους ν. Πόλας Ιορδάνους κ.α., Αρ. Αγωγής: 1792/2023, 21/3/2025
print
Τίτλος:
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ, Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιορδάνη Ιορδάνους ν. Πόλας Ιορδάνους κ.α., Αρ. Αγωγής: 1792/2023, 21/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1792/2023

Μεταξύ:

 

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ, Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιορδάνη Ιορδάνους και Εκτελεστής της Διαθήκης του (Αρ. Διαχ. 242/2017)

 

Ενάγοντας

-και-

 

1. Πόλας Ιορδάνους (ΑΔΤ [ ]) εκ Λευκωσίας

2. ΚΕΔΙΠΕΣ ΛΤΔ (πρώην Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, και πρώην ΣΟΤΑΔΥΚ Λτδ) εκ Γρηγόρη Αυξεντίου 8 Λευκωσία

 

Εναγόμενοι

 

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(στην αίτηση ημερ. 28.1.2024 για απόρριψη της αγωγής)

 

Ημερομηνία: 21 Μαρτίου 2025

 

Εμφανίσεις:
Για την Εναγόμενη 2/ Αιτήτρια:
κα Ε. Σάββα για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για τον Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση:  κ. Β. Χατζηχάννας

 

Εισαγωγή

 

Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρήθηκε, στις 28.7.2023, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο. Με αυτήν, ο Ενάγοντας αξιώνει εναντίον των Εναγόμενων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, το ποσό των €115.092,64 ως αποζημιώσεις για παράνομη ιδιοποίηση και/ή παραβίαση εμπιστοσύνης και/ή απάτης και/ή συνομωσίας, ποσό το οποίο αργότερα, και δη στις 3.6.2024, περιόρισε στο ποσό των €100.000, και δη εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Στο παρόν στάδιο, κρίνω σκόπιμο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της παρούσας απόφασης, να σημειώσω, εξ αρχής, ότι αποτελεί κοινό έδαφος, μεταξύ των διαδίκων, ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε ως νέα αγωγή, και δη στη βάση των ίδιων επίδικων θεμάτων και γεγονότων με αυτά της Αγωγής αρ. 3568/2021 (στο εξής «η προηγούμενη Αγωγή»), η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, στις 3.2.2023, συνεπεία των προνοιών της Δ.30 θ. 1, καθότι ο Ενάγοντας δεν καταχώρησε (στα πλαίσια της προηγούμενης Αγωγής), εντός της προθεσμίας που προβλέπει η Δ.30, την προνοούμενη Κλήση για Οδηγίες.

 

Η Εναγόμενη 2 – Αιτήτρια (στο εξής «η Αιτήτρια») καταχώρησε, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, σημείωμα εμφάνισης υπό όρους, στις 27.10.2023. Ακολούθως, ο Ενάγοντας, στις 16.11.2023, καταχώρησε, εναντίον της, αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης, η οποία ακόμη εκκρεμεί. Στη συνέχεια, και δη στις 28.1.2024, η Αιτήτρια, προτού λάβει οποιοδήποτε άλλο διάβημα στην παρούσα αγωγή, καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση με την οποία επιζητεί τον παραμερισμό και/ή τη διαγραφή της παρούσας αγωγής καθότι θεωρεί ότι τούτη είναι απαράδεκτη και/ή ανυπόστατη και/ή παράνομη και/ή λόγω του ότι ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να εγείρει αυτήν και/ή εμποδίζεται να εγείρει τούτη, ένεκα της μη συμμόρφωσης του με τις διατάξεις της Δ.30 θ. 1(ε). Επίσης, επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία της παρούσας αγωγής ανασταλεί, για όση περίοδο κρίνει ορθό το Δικαστήριο, εντός της οποίας ο Ενάγοντας να διατάσσεται, ουσιαστικά, να συμμορφωθεί, δια της καταβολής στην Αιτήτρια των εξόδων που επιδικάσθηκαν υπέρ της στην προηγούμενη Αγωγή και, στην περίπτωση που αυτός δεν πράξει τούτο, τότε η παρούσα αγωγή να απορριφθεί. Τέλος, η Αιτήτρια επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο ο Ενάγοντας να καλείται να καταβάλει τα ορθά χαρτόσημα στη βάση της κλίμακας της απαίτησης του. Σημειώνω, από αυτό το στάδιο, ότι σε ότι αφορά το τελευταίο αιτητικό της Αιτήτριας, το ζήτημα των χαρτοσήμων άπτεται αρμοδιότητας του Πρωτοκολλητείου και, ως εκ τούτου, εκπίπτει της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να ασχοληθεί με για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

Ως προς τη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης, τούτη βασίζεται στην Δ.15 θ. 4, Δ.19 θ. 26, Δ.26. Δ.27 θ. 3, Δ.30 θ. 1(ε), Δ .48 θ. 1-7, Δ.64, στα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος, στο δίκαιο της επιείκειας και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Σε ότι δε αφορά το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η παρούσα Αίτηση, τούτο αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Α. Ανδρέου (στο εξής «ο ομνύοντας»), που συνοδεύει τούτη (την Αίτηση), ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί σε αυτήν. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ο ομνύοντας, ουσιαστικά, αναφέρει ότι ο Ενάγοντας, παραγνωρίζοντας τα όσα προβλέπονται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και, ειδικότερα, την Δ.30 θ. 1(ε), δεν κατέβαλε στην Αιτήτρια τα δικηγορικά έξοδα, που επιδικάστηκαν υπέρ της ένεκα της απόρριψης της προηγούμενης Αγωγής, προτού προβεί στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής εναντίον της, πράγμα το οποίο συνιστά προαπαιτούμενο για την καταχώρηση της τελευταίας.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει 

 

Η υπό εξέταση Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση του Ενάγοντα - Καθ’ ου η Αίτηση (στο εξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση»), με την οποία αυτός προβάλλει 14 συνολικά λόγους ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω αυτούσιους, καθότι τούτοι, ως αποκρυσταλλώθηκαν και από το περιεχόμενο της αγόρευσης της πλευράς του (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020), συγκλίνουν ουσιαστικά στις εξής θέσεις: (α) ότι η παρούσα Αίτηση είναι ουσιαστικά και νομικά αβάσιμη και δεν συντρέχουν, σε καμία περίπτωση, οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, καθότι ουδέποτε η πλευρά της Αιτήτριας απέστειλε στον Καθ’ ου η Αίτηση οποιοδήποτε κατάλογο εξόδων, ως τούτος υπολογίστηκε από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο, ως προνοεί η Δ.30 θ. 1, (β) ότι η Αιτήτρια δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα σε ότι αφορά την παρούσα υπόθεση και (γ) η υπό κρίση Αίτηση στερείται της ορθής νομικής βάσης για την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών. Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του ίδιου του Καθ’ ου η Αίτηση, στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους πιο πάνω λόγους ένστασης. Επί της ουσίας, ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρει ότι, αν και από πλευράς του υπήρχε η ετοιμότητα και προθυμία καταβολής, στην Αιτήτρια, των εξόδων της προηγούμενης Αγωγής, η πληρωμή τούτων δεν ήταν δυνατή πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, καθότι τούτα δεν είχαν υπολογιστεί και, επομένως, δεν είχαν καταστεί πληρωτέα. Μάλιστα, ως ισχυρίζεται, ο ίδιος κάλεσε, επανειλημμένως, τους συνήγορους της Αιτήτριας να προχωρήσουν με τον υπολογισμό των εν λόγω εξόδων τους, εντούτοις, μέχρι και σήμερα δεν του επιδόθηκε κανένας τέτοιος κατάλογος υπολογισμένων εξόδων για πληρωμή. Επισυνάπτει δε, ως Τεκμήριο 1, προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, την επιστολή που απέστειλε προς αυτούς, ημερομηνίας 6.11.2023. Επισημαίνει, ακόμη, ο ομνύοντας, ότι η πλευρά του ήταν και είναι έτοιμη να καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας, αναφορικά με την προηγούμενη Αγωγή, άμεσα και είναι η πλευρά της τελευταίας που εμποδίζει και/ή δεν καθιστά δυνατή την πληρωμή τους, ένεκα της μη έγκαιρης καταχώρησης εκ μέρους της του σχετικού καταλόγου εξόδων προς υπολογισμό και έγκριση και, συνεπώς, τούτη, κωλύεται να επικαλείται ως επιχείρημα για σκοπούς έγκρισης της παρούσας Αίτησης της, την μη πληρωμή των εξόδων της προηγούμενης Αγωγής.

 

Ακροαματική διαδικασία 

 

Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο κατωτέρω. 

 

Νομική Πτυχή - Συμπεράσματα

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω την Αίτηση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη νομική πτυχή που περιβάλλει τούτη.

 

Το δικονομικό πλαίσιο το οποίο παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να παρέχει τις αιτούμενες θεραπείες, και δη τον παραμερισμό δικογράφου ή την απόρριψη της αγωγής, σε αυτό το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, είναι η Δ.27 θ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Νίκος Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1988) 1 AAΔ 1338), η οποία διαταγή έχει ως ακολούθως:

 

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

Στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4th edition, Vol. 37, paragraph 430, αναφέρονται γενικά οι εξουσίες του Δικαστηρίου να διατάσσει τον παραμερισμό δικογράφων ή να απορρίπτει αγωγή. Στη δε παράγραφο 431 του εν λόγω συγγράμματος αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει τις εν λόγω εξουσίες του για συγκεκριμένους λόγους. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφεται ότι: «These powers may be exercised on the ground: (1) that the pleading or indorsement discloses no reasonable cause of action or defence, as the case may be; (2) that it is scandalous, frivolous or vexatious; (3) that it may prejudice, embarrass or delay the fair trial of the action; or (4) that it is otherwise an abuse of the process of the court».

 

Η Δ.27 θ. 3, είναι πανομοιότυπη με την Δ.25 θ.4 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, με αποτέλεσμα η, σχετική, Αγγλική Νομολογία, επί του θέματος, να είναι καθοδηγητική. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τις πρόνοιες της Δ.27 θ. 3, είναι ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει προκαταρκτικά κατά πόσο ένα δικόγραφο (εν προκειμένω, το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα), αποκαλύπτει ή όχι αγώγιμο δικαίωμα, και στην περίπτωση που κρίνει ότι δεν αποκαλύπτει τέτοιο ή ότι το δικόγραφο είναι επιπόλαιο ή ανούσιο ή ενοχλητικό, σε τέτοιο βαθμό που η προώθηση του δεν δικαιολογείται, τότε δύναται να διατάξει τη διαγραφή του. Καταδεικνύεται δε, από τη σχετική νομολογία, ότι το μέτρο της διαγραφής δικογράφου είναι εξαιρετικό και για αυτό θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όπου το δικόγραφο θα κριθεί ξεκάθαρα ανυπόστατο, ως μη αποκαλύπτον οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό υπόβαθρο ή ως απαράδεκτα ενοχλητικό ή επιπόλαιο (βλ. In Re Pelmako Developments Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, Kozienskaya River Ltd v. KLCC Holding Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε43/2013, απόφαση ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A104, Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.α., Πολ. Έφεση Ε191/2025, απόφαση ημερ. 23.3.2016, Λοϊζος Λουκά & Υιοί Λτδ v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 ΑΑΔ 1316, Fasili and other v. Sun Boat (1984) 1 CLR 679, Annual Practice 1958, σελ. 477).

 

Στην υπόθεση Ιn Re Pelmako (ανωτέρω), αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα  δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του  Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1. του Συντάγματος.»

 

Επίσης, στην υπόθεση Re Pelmako (ανωτέρω), σημειώθηκε ότι η κρίση επί αιτήσεως για διαγραφή δικογράφου ως μη αποκαλύπτον αγώγιμο δικαίωμα, κρίνεται αποκλειστικά στη βάση της αντικειμενικής υπόστασης του περιεχομένου του δικογράφου, ανεξάρτητα από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την αίτηση (βλ. επίσης Buttes Gas & Oil Co v. Hammer (1975) 2 W.L.R. 425[1]). Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Halsbury’ s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 37, παράγραφος 436 αναφέρει «…If the application is based only on the ground that the pleading or indorsement does not disclose a reasonable cause of action no evidence is admissible».

 

Παρεμβάλλω εδώ ότι, ξεκάθαρες περιπτώσεις διαγραφής αγωγής, δυνάμει της Δ.27, θ.3, μπορούν να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις όπου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την αιτούμενη θεραπεία ή όπου η απαίτηση αποτελεί δεδικασμένο (βλ. Annual Practice (1958), σελ. 575).

 

Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings (12η έκδοση), σελ. 144, στα πλαίσια μιας τέτοιας αίτησης, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο αποκαλύπτεται βάσιμη αιτία αγωγής, με κάποια πιθανότητα επιτυχίας, στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα. Το ερώτημα δεν είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής, αλλά εάν αποκαλύπτεται μία εύλογη αιτία αγωγής. Ως προς το τι συνιστά «εύλογη αιτία αγωγής», στην υπόθεση Drummond-Jackson v. British Medical Association and Others [1970] 1 All E.R. 1094, λέχθηκε ότι εύλογη αιτία αγωγής σημαίνει αιτία αγωγής με κάποια προοπτική επιτυχίας, λαμβανομένων υπόψη, αποκλειστικά και μόνο, των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο. Εάν η εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, καταδεικνύει ότι η αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, τότε το δικόγραφο πρέπει να διαγραφεί.

 

Πέραν των πιο πάνω διαδικαστικών κανονισμών που αναφέρθηκαν, υπάρχει και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφα ή να απορρίπτει αγωγές όταν αυτές αποτελούν κατάχρηση της διαδικασίας. Μια διαδικασία είναι καταχρηστική όταν χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς και μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές (βλ. Halsbury's Laws of England, 4th edition, vol. 37 para. 434 και Διευθυντή των Φυλακών v. Tζεννάρο Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217).

 

Τέλος, σε ότι αφορά τον χρόνο υποβολής τέτοιου αιτήματος, στη σελ. 575 του Annual Practice (1958), αναφέρεται ότι η αίτηση θα πρέπει να γίνεται εγκαίρως, αν είναι δυνατό πριν την υπεράσπιση, αλλά όχι πριν την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης (βλ. επίσης Mepa Underwriting Management Limited κ.α. v. Αγροτικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772.

 

Στρεφόμενη τώρα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι εμφανές ότι η Αιτήτρια επικαλείται τις εξουσίες του Δικαστηρίου για τον παραμερισμό και/ή απόρριψη της παρούσας αγωγής, καθότι, ως ισχυρίζεται, ο Ενάγοντας δεν είχε δικαίωμα να καταχωρήσει τούτη και/ή κωλύεται να προωθεί αυτή, δεδομένου ότι δεν της έχει καταβάλει τα έξοδα της προηγούμενης Αγωγής, στη βάση της Δ.30 θ. 1.

 

Προχωρώ, επομένως, κατ’ αρχάς, να εξετάσω κατά πόσο ο εν προκειμένω λόγος, εμπίπτει εντός της εμβέλειας της Δ.27 θ. 3 και, συναφώς, κατά πόσο αποτελεί ζήτημα το οποίο δύναται να εγερθεί στο παρόν στάδιο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται, μέσω της υπό κρίση Αίτησης, ότι η παρούσα αγωγή δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, αλλά, ως προανέφερα, κώλυμα του Καθ’ ου η Αίτηση να προωθεί τούτη εναντίον της, και, επομένως, ανυπαρξία ενός τέτοιου δικαιώματος, στηριζόμενη στη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται εφόσον η προηγούμενη Αγωγή που καταχωρήθηκε εναντίον της, στη βάση των ίδιων επίδικων θεμάτων και γεγονότων, απορρίφθηκε, δυνάμει των προνοιών της Δ.30 θ. 1. Τούτο, επί της ουσίας, αν ευσταθεί, απολήγει στην εξάλειψη του δικαιώματος του Καθ’ ου η Αίτηση σε θεραπεία εναντίον της Αιτήτριας και, κατ’ επέκταση, σε αδυναμία του Δικαστηρίου να του αποδώσει θεραπεία, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, κάτι το οποίο κρίνω ότι εμπίπτει εντός της εμβέλειας της Δ.27 θ. 3 και, επομένως, κάτι το οποίο το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης.

 

Σημειώνω εδώ ότι, εν προκειμένω, δεν υπάρχει αμφισβήτηση επί των ουσιωδών γεγονότων που στηρίζουν την υπό κρίση Αίτηση, ως τούτα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Αποτελεί, επίσης, κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση πριν από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, δεν κατέβαλε, στην Αιτήτρια, τα έξοδα αναφορικά με την απόρριψη της προηγούμενης Αγωγής, αλλά και ότι τούτα δεν είχαν και δεν έχουν, μέχρι και σήμερα, καταβληθεί σε αυτήν. Προκύπτει, περαιτέρω, και τούτο μέσω των δηλώσεων της συνηγόρου της Αιτήτριας, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία[2], ότι, η πλευρά της, καταχώρησε τον σχετικό κατάλογο εξόδων της, για σκοπούς υπολογισμού και έγκρισης, μόλις στις 20.9.2024.

 

Σημειώνω εδώ ότι τα όσα αναφέρει η πλευρά του Ενάγοντα, στη γραπτή του αγόρευση, ως προς την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ του και της Αιτήτριας (βλ. Τεκμήρια 3-5, 5α και 9 που επισυνάπτονται στην αγόρευση του), πλην της όποιας αλληλογραφίας επισυνάπτεται στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση, ουδόλως θα ληφθούν υπόψη, εφόσον τούτα τίθενται, για πρώτη φορά, μέσω της αγόρευσης του και όχι μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει είτε την υπό κρίση Αίτηση, είτε την ένσταση που καταχωρήθηκε προς αναχαίτιση αυτής. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η αγόρευση ενός δικηγόρου ή διαδίκου, δεν είναι το ορθό μέσο παρουσίασης μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Investylia Public Company Ltd ν. Κώστα Παπαδόπουλου (2013) 1 ΑΑΔ 2505).

 

Προχωρώντας να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση Αίτησης, κρίνω, αρχικά, σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες της Δ.30 θ. 1, σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«1. (α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.

 

(β) Η κλήση για οδηγίες εκδίδεται σύμφωνα με τον συνημμένο Τύπο 25, ο οποίος συμπληρώνεται με τις αναγκαίες λεπτομέρειες χρησιμοποιώντας προς τούτο και πρόσθετα φύλλα.

 

(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο εναγόμενος δύναται, εντός περαιτέρω 15 ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται, επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της παρούσας διαταγής:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.

 

Νοείται ότι, η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.

 

(δ) Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της αγωγής ή της ανταπαίτησης, ως θα είναι η περίπτωση, δεν θα συνιστά κώλυμα καταχώρησης νέας αγωγής ή ανταπαίτησης με την ίδια αιτία αγωγής, τηρουμένων των προνοιών περί παραγραφής σε οποιοδήποτε νόμο.

 

(ε) Τα έξοδα εναντίον του ενάγοντα ή του ανταπαιτούντος ως θα είναι η περίπτωση, θα υπολογίζονται και η πληρωμή τους θα συνιστά  προαπαιτούμενο  καταχώρησης  νέας  αγωγής  κατά την παράγραφο (δ) ανωτέρω. Το νέο κλητήριο θα φέρει σημείωμα ότι πρόκειται για «Νέα αγωγή σε σχέση με αγωγή αρ............που απορρίφθηκε την .................................. συνεπεία των προνοιών της Δ.30 Θ 1» και τα τέλη καταχώρησης της (χαρτόσημα, δικηγορόσημα ή άλλα) θα είναι τα διπλάσια εκείνων που αναλογούν στην κλίμακα της αγωγής ή της ανταπαίτησης ως θα είναι η περίπτωση.»

 

Στη βάση των ανωτέρω προνοιών της Δ.30 θ. 1, η απόρριψη της προηγούμενης Αγωγής, ένεκα του ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση παρέλειψε να καταχωρήσει, εντός της προνοούμενης προθεσμίας, την Κλήση για Οδηγίες, δεν αποτελεί κώλυμα καταχώρησης νέας αγωγής και δη της παρούσας. Εντούτοις, η Δ.30 θ. 1(ε) επιβάλλει στον ενάγοντα (εν προκειμένω στον Καθ’ ου η Αίτηση) να καταβάλει τα έξοδα της απορριφθείσας (κατά τον πιο πάνω τρόπο) προηγούμενης αγωγής, καθορίζοντας την υποχρέωση του αυτή ως προαπαιτούμενο για την καταχώρηση της νέας αγωγής του, καθώς επίσης και την καταβολή διπλάσιων τελών για την καταχώρηση τούτης.

 

Τα έξοδα όμως τα οποία θα πρέπει να καταβληθούν, θα πρέπει να υπολογίζονται από τον Πρωτοκολλητή και μετά να ακολουθεί η πληρωμή τους, ούτως ώστε να μπορεί ο ενάγοντας να καταχωρήσει νέα αγωγή. Στον εν λόγω θεσμό, σημειώνω ότι, δεν αναφέρεται από ποιον πρέπει να υπολογίζονται τα εν λόγω έξοδα και με ποιο τρόπο. Σύμφωνα όμως με την Διαταγή 59 θ.1, τα έξοδα σε κάθε διαδικασία εμπίπτουν εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση, επίσης, που το Δικαστήριο διατάξει όπως τα έξοδα καταβληθούν από ένα εκ των διαδίκων σε μια αγωγή, ο Πρωτοκολλητής μπορεί να τα υπολογίσει και το διάδικο μέρος εναντίον του οποίου επιδικάστηκαν τούτα, οφείλει να τα πληρώσει (βλ. Δ.59 θ. 13).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προηγούμενη Αγωγή, καταδίκασε τον Καθ’ ου η Αίτηση στην καταβολή των δικηγορικών εξόδων της Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο (βλ. Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση). Εν προκειμένω, όμως, δεν προκύπτει, μέχρι και σήμερα, τα εν λόγω έξοδα της Αιτήτριας να έχουν υπολογιστεί, και τούτο δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε από τους διαδίκους. Προκύπτει, περαιτέρω, στη βάση του ενώπιον μου μαρτυρικού υλικού, ότι, ουδέποτε πριν την καταχώριση της παρούσας αγωγής, ο Καθ’ ου η Αίτηση να αποτάθηκε στους δικηγόρους της Αιτήτριας για τον υπολογισμό και την καταβολή των εν λόγω εξόδων, αλλά ούτε και η τελευταία έχει τούτα μέχρι σήμερα υπολογισμένα. Τουναντίον, ως και η ίδια η Αιτήτρια επικαλείται, μέσω των δηλώσεων της συνηγόρου της[3], ο κατάλογος εξόδων, αναφορικά με την προηγούμενη Αγωγή, καταχωρήθηκε από πλευράς της, για σκοπούς υπολογισμού, μόλις στις 20.9.2024, και δη σχεδόν 8 μήνες μετά την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι τα εν λόγω έξοδα, δεν θα μπορούσαν να υπολογιστούν και εγκριθούν πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Κατ’ επέκταση, κατά την καταχώρηση τούτης, ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν θα μπορούσε να τα καταβάλει στην Αιτήτρια, εφόσον εκείνο το οποίο επιβάλλει ως υποχρέωση η Δ.30 θ. 1(ε) είναι την καταβολή των υπολογισθέντων και κατ’ επέκταση εγκριθέντων εξόδων.

 

Έχοντας τα πιο πάνω ως δεδομένα, εν προκειμένω, εκείνο που εγείρεται ως ερώτημα, είναι κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να παραμεριστεί και/ή απορριφθεί, στη βάση του ότι δεν τηρήθηκε η Δ.30 θ. 1(ε), αναφορικά με το μέρος που αφορά την καταβολή στην Αιτήτρια, από τον Ενάγοντα, των εξόδων της προηγούμενης Αγωγής πριν την καταχώρηση της παρούσας (νέας) αγωγής.

 

Σημειώνω εδώ ότι ο σκοπός της νέας Δ.30 ήταν να επιταχυνθεί η προώθηση στην εκδίκαση των αγωγών και η απονομή της δικαιοσύνης και όχι να τεθούν εμπόδια σε αυτήν. Εξού και, στη βάση των προνοιών της νέας Δ.30, ο ενάγοντας έχει την δυνατότητα, σε περίπτωση παράλειψης προώθησης της προηγούμενης αγωγής που καταχώρησε, λόγω παρέλευσης του χρόνου καταχώρησης της προνοούμενης Κλήσης για Οδηγίες, να καταχωρήσει την ίδια, εκ νέου, χωρίς να δημιουργείται σε αυτόν κώλυμα, νοουμένου ότι αυτός συμμορφωθεί με τις κυρώσεις που επιβάλλει η εν λόγω Διαταγή. Παρά ταύτα, η Δ.30 θ. 1, πουθενά δεν προνοεί τι γίνεται στην περίπτωση που τα έξοδα (απόρριψης της προηγούμενης αγωγής) δεν υπολογιστούν από τον εναγόμενο ή εντός πόσου χρόνου τούτα θα πρέπει να υπολογιστούν, ούτως ώστε ο ενάγοντας να μπορεί να καταβάλει τούτα και να προχωρήσει στην καταχώρηση της νέας αγωγής του.

 

Εντούτοις, αποτελεί κρίση μου ότι η υποχρέωση που επιβάλλει η Δ.30 θ. 1(ε) στον εκάστοτε ενάγοντα είναι να καταβάλει τα υπολογισμένα και κατ’ επέκταση εγκριθέντα έξοδα και τίποτε άλλο. Δεν του επιβάλλει να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες προς την κατεύθυνση υπολογισμού τους από τον αντίδικο του, ως, εν προκειμένω, εισηγείται η πλευρά της Αιτήτριας. Ούτε προνοεί η Δ.30 θ. 1 τι θα γίνεται στην περίπτωση που τα εν λόγω έξοδα δεν υπολογίζονται πριν την καταχώρηση της νέας αγωγής του ενάγοντα, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, ή, ακόμη, τι γίνεται στην περίπτωση που, σκοπίμως, ένας εναγόμενος αρνείται να υπολογίσει τούτα ή αδικαιολόγητα καθυστερεί να τα υπολογίσει. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι η πρόθεση του Νομοθέτη, όταν θέσπιζε τη νέα Δ.30 θ. 1, δεν ήταν ότι ο ενάγοντας, θα πρέπει να παραμένει έρμαιο της βούλησης του εκάστοτε εναγόμενου, ως προς το πότε ο τελευταίος θα προβεί σε ενέργειες για τον υπολογισμό των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ του, σε σχέση με την προηγούμενη απορριφθείσα αγωγή, για να μπορέσει ο πρώτος (ο ενάγοντας) να καταχωρήσει τη νέα αγωγή του, έχοντας, πάντοτε, κατά νου και τον κίνδυνο ενδεχόμενης παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος του.

 

Με το πιο πάνω ζήτημα ασχολήθηκε, σχετικώς, πρόσφατα, ο Έντιμος κ. Τσαγγαρίδης (Πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου (ως ήταν τότε)) στην Αίτηση 556/2021, Α. GA. v. Ν. Λ., απόφαση ημερ. 7.4.2021, όπου ανέφερε ότι «η Δ.30.1(ε), δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον που να απολήγει σε ματαίωση ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση του δικαιώματος του κάθε πολίτη για προσφυγή στο Δικαστήριο […].», κρίση με την οποία συμφωνώ. Βεβαίως, η κάθε υπόθεση εξετάζεται στη βάση των δικών της περιστάσεων.

 

Αποτελεί θέση της πλευράς της Αιτήτριας ότι, εν προκειμένω, δεν υπάρχει, εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση, οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος του εναντίον της, για να δικαιολογείτο να προβεί στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής του, πριν της καταβάλει τα έξοδα της προηγούμενης Αγωγής, πράγμα το οποίο αποτελεί και την μοναδική εξαίρεση, κατά την ίδια, για να παρακαμφθεί η εν λόγω υποχρέωση (καταβολής των εν λόγω εξόδων) που επιβάλλει η Δ.30 θ. 1(ε). Με κάθε σεβασμό στην πιο πάνω θέση της, δεν συμφωνώ με αυτήν, για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω.

 

Συνεπώς, έχοντας κατά νου τα συγκεκριμένα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση, τουλάχιστον ως προς το μέρος με το οποίο επιζητείται η απόρριψη και/ή ο παραμερισμός της παρούσας αγωγής, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Υπενθυμίζω ότι, εν προκειμένω, η Αιτήτρια, χωρίς να δίδει οποιαδήποτε αιτιολογία για τούτο, δεν ενήργησε με τη δέουσα σπουδή αναφορικά με την καταχώρηση, προς υπολογισμό, του καταλόγου των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της αναφορικά με την προηγούμενη Αγωγή, καταχωρώντας τούτον, ουσιαστικά, σχεδόν 8 μήνες μετά την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης της και πλέον του ενός έτους μετά την καταχώρηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Επομένως, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο, υπό αυτές τις περιστάσεις, να διαταχθεί η απόρριψη της παρούσας αγωγής του Καθ’ ου η Αίτηση εναντίον της, στη βάση του ότι ο τελευταίος δεν της κατέβαλε τα έξοδα της προηγούμενης Αγωγής, προτού προχωρήσει και καταχωρήσει την παρούσα, νέα, αγωγή του, με δεδομένο ότι τέτοια έξοδα μέχρι και σήμερα δεν έχουν υπολογιστεί και εγκριθεί. Και τούτο, διότι, κάτι τέτοιο, ακριβώς, θα απέληγε σε ερμηνεία της Δ.30 θ. 1 ότι ο εκάστοτε ενάγοντας θα παρέμενε έρμαιο της βούλησης του εκάστοτε εναγόμενου, ως προς το πότε και αν ο τελευταίος θα καταχωρούσε, για σκοπούς υπολογισμού, τον εν λόγω κατάλογο εξόδων του, κάτι που, επαναλαμβάνω, δεν θεωρώ ότι ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη, με τη θέσπιση της Δ.30 θ.1.

 

Στρέφομαι τώρα σε ότι αφορά το αιτητικό (Β) της υπό κρίση Αίτησης και δη στο αίτημα της Αιτήτριας για αναστολή της παρούσας αγωγής, μέχρις ότου ο Καθ’ ου η Αίτηση συμμορφωθεί και της καταβάλει τα επιδικασθέντα έξοδα της προηγούμενης Αγωγής. Εξ αρχής σημειώνω ότι, με δεδομένη την πιο πάνω κρίση μου ότι εκείνο που θέτει ως υποχρέωση η Δ.30 θ. 1(ε) είναι την καταβολή των υπολογισθέντων και κατ’ επέκταση εγκριθέντων εξόδων, κάτι το οποίο, εν προκειμένω, είναι κοινός τόπος, ότι μέχρι και σήμερα δεν υφίσταται, εφόσον ο σχετικός κατάλογος εξόδων που καταχώρησε η Αιτήτρια δεν έχει υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθεί από το Δικαστήριο, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση της Αιτήτριας, σε ότι αφορά το εν λόγω αίτημα της για αναστολή, είναι πρόωρη. Διαφορετική, ενδεχομένως, θα ήταν η κρίση μου, αν τούτα τα έξοδα είχαν υπολογιστεί και εγκριθεί, και η Αιτήτρια καλούσε τον Καθ’ ου η Αίτηση να της τα καταβάλει και ο τελευταίος αρνείτο. Και τούτο, χωρίς, βεβαίως, να προκαταβάλλω οποιαδήποτε τυχόν κρίση μου, σε περίπτωση που τα πιο πάνω λάβουν χώρα και η Αιτήτρια επανέλθει με παρόμοιο αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου.

Κατάληξη

 

Στη βάση των όσων εξήγησα ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, κρίνω ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμιστεί τα έξοδα της. Και τούτο, έχοντας λάβει υπόψη μου ότι το βασικό επιχείρημα της Αιτήτριας ως προς το λόγο που προώθησε την παρούσα Αίτηση, και δη ότι ο Ενάγοντας κωλύετο στο να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή εναντίον της, εφόσον δεν της είχε καταβάλει τα έξοδα της προηγούμενης Αγωγής, έχει απορριφθεί, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, αλλά και ένεκα του ότι, από την άλλη, η υποχρέωση που επιβάλλεται από την Δ.30 θ. 1(ε) στον Καθ’ ου η Αίτηση, δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Συνεπώς, η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

 

 

 

 

Ν. Πετρίδου, Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] Όπου λέχθηκαν τα εξής, στη σελ. 439: «Now, as Lord Denning M.R. has already pointed out, this is a striking out application and in relation to any striking out application two things at least are clear. First, in considering any application to strike out, the Court will not go outside the pleadings themselves. Secondly the Court will only exercise their undoubted right to strike out all or part of the pleadings in a very clear case.»

 

[2] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 25.11.2024. Σημειώνω ότι στη βάση της αγόρευσης της ο εν λόγω κατάλογος εξόδων έλαβε αριθμό 969/2024.

[3] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 25.11.2024.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο