Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Σταύρου Μυλωνά, Αρ. Αγωγής: 5191/14, 14/4/2025
print
Τίτλος:
Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Σταύρου Μυλωνά, Αρ. Αγωγής: 5191/14, 14/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.E.Δ.

Αρ. Αγωγής: 5191/14

 

Μεταξύ:

Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας

Ενάγοντες

και

 

Σταύρου Μυλωνά

Εναγόμενου

Και κατά Ανταπαίτηση

Μεταξύ:

Σταύρου Μυλωνά

Εξ΄ ανταπαιτήσεως Ενάγοντα

και

 

1. Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας

2. Αριστοτέλης Γαλατόπουλος (υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου)

3. Γιώργος Χατζημηνάς (υπό την ιδιότητα του ως Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου)

4. Δέσποινα Φλουρέντζου (υπό την ιδιότητα της ως Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου)

5. Πάρης Κωνσταντινίδης (υπό την ιδιότητα του ως Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου)

6. Σάββας Πολυβίου (υπό την ιδιότητά του ως Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου)

Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι

-------------------------------------------------

Ημερομηνία: 14 Απριλίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες - Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι: κα Παπαϊωάννου, για Μαρκίδης & Μαρκίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο - Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγοντα: κ. Φρακάλας με κ. Θ. Δημητρίου, για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι Ενάγοντες με την αγωγή τους αξιώνουν την επιστροφή του ποσού των €228.923,65 τα οποία αχρεωστήτως ή και ως εκ λάθους ή και συνεπεία μεθοδεύσεως του Εναγόμενου ή και δυνάμει δόλου και ψευδών παραστάσεων καταβλήθηκαν σε αυτόν. Επιπρόσθετα, αξιώνεται η καταβολή τόκου προς 4.5% ετησίως επί του συγκεκριμένου ποσού. Το συγκεκριμένο ποσό αξιώνεται διαζευκτικά και ως υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει δανείου.

 

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης, οι Ενάγοντες είναι Ταμείο Προνοίας (εφεξής το Ταμείο), το οποίο είναι νομότυπα εγγεγραμμένο σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας. Μέλη του είναι το προσωπικό της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας (εφεξής ΛΙΛ). Ο Εναγόμενος ήταν υπάλληλος της ΛΙΛ αρχικά από 28/03/1968 μέχρι 27/05/2010 και η εργοδότησή του παρατάθηκε δυνάμει συμφωνίας. Κατά τον χρόνο της αφυπηρέτησής του και κατά την παράταση της εργοδότησής του υπηρετούσε ως Οικονομικός Διευθυντής της ΛΙΛ, ενώ ήταν και Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας (εφεξής Διαχειριστική Επιτροπή). Η Διαχειριστική Επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη, τα τρία από αυτά εκλέγονται από τα μέλη του Ταμείου και τα δύο διορίζονται από τον εργοδότη.

 

Ο Εναγόμενος παραιτήθηκε από τη θέση του Γραμματέα της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου στις 31/12/2012, όταν εγκατέλειψε την εργασία του και έπαψε να είναι μέλος του Ταμείου. Πριν την αφυπηρέτησή του κατέβαλλε ποσοστό 15% επί των μηνιαίων απολαβών του στο συγκεκριμένο Ταμείο ενώ η ΛΙΛ κατέβαλλε ποσοστό 9.5% επί του μηνιαίου μισθού του στο ίδιο Ταμείο. Δυνάμει της συμφωνίας παράτασης της εργοδότησής του, ο Εναγόμενος δικαιούτο να λάβει το ποσό που του αναλογούσε από το Ταμείο κατά την αφυπηρέτησή του. Ο Εναγόμενος, λόγω της παράτασης της εργοδότησης του, συνέχισε να είναι μέλος του Ταμείου και συνέχισε τόσο ο ίδιος καθώς και η ΛΙΛ να καταβάλλουν κανονικά τις εισφορές τους στο Ταμείο. Στις 13/10/2010 σε Γενική Συνέλευση το Ταμείο αποφάσισε να επενδύσει ποσό ύψους €1.537.741 σε αξιόγραφα ή και χρεόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας και ποσό ύψους €500.000 σε αξιόγραφα της Τράπεζας Κύπρου. Ο Εναγόμενος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης για επένδυση, αφού είχε επαφές με τους τραπεζικούς οργανισμούς, ενώ παράλληλα επιχειρηματολόγησε προς τα υπόλοιπα μέλη του Ταμείου για το συμφέρον των επενδύσεων. Συνακόλουθα τελούσε σε πλήρη γνώση για τις επενδύσεις του Ταμείου. Τον Οκτώβριο 2011 ο Εναγόμενος συμμετείχε σε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής με την KPMG, που ήταν οι ελεγκτές του Ταμείου, στην οποία συζητήθηκε το θέμα της απομείωσης των συγκεκριμένων επενδύσεων λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε το τραπεζικό σύστημα. Οι εκπρόσωποι των ελεγκτών του Ταμείου είχαν δηλώσει ότι η έκταση της απομείωσης θα μπορούσε να καθοριστεί μόνο μέσα από τους οικονομικούς λογαριασμούς του σχετικού έτους που θα ετοιμάζονταν από την KPMG. Οι λογαριασμοί για το 2011 ετοιμάστηκαν τον Δεκέμβριο του 2012. Μετά που διαπιστώθηκε η απομείωση των επενδύσεων του Ταμείου Προνοίας, ο Εναγόμενος, με την ιδιότητά του ως Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, εξέδωσε στο όνομά του οκτώ επιταγές, μεταξύ των ημερομηνιών 14/11/2011 - 30/04/2012, για το συνολικό ποσό των €550.000 πριν ακόμη καθοριστεί το ύψος της μερίδας του. Τις συγκεκριμένες επιταγές τις υπέγραφε ο ίδιος ο Εναγόμενος και στη συνέχεια τις παρουσίαζε για προσυπογραφή στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής από τον οποίο, δόλια και με ψευδείς παραστάσεις, αποσπούσε υπογραφή διαβεβαιώνοντάς τον ότι η διαδικασία είναι νόμιμη και ότι όλα τα υπόλοιπα μέλη του Ταμείου είναι σύμφωνα.

 

Ως λεπτομέρειες του δόλου και των ψευδών παραστάσεων του Εναγόμενου καταγράφονται τα ακόλουθα: Ότι εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης με τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, λόγω της 40χρονης υπηρεσίας του, του παρέστησε ψευδώς ότι δικαιούτο στην πληρωμή του Ταμείου Προνοίας του. Ότι ψευδώς και δολίως απέκρυψε από τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής ότι, λόγω της απομείωσης των επενδύσεων του Ταμείου, το ποσό που δικαιούτο να λάβει είχε μειωθεί σημαντικά. Ότι παρέστησε ψευδώς και δολίως στον τότε Πρόεδρο ότι τα υπόλοιπα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής έλεγξαν την ορθότητα των πληρωμών και συμφωνούσαν με την πραγματοποίησή τους. Ότι απέκρυψε ψευδώς και δολίως ότι η λογιστική λειτουργός της ΛΙΛ και ο λογιστής της KPMG τον προειδοποίησαν ότι υπήρχε παρατυπία στις αναλήψεις και ότι δεν δικαιούτο σε αναλήψεις ποσών, λόγω του ότι εξακολουθούσε να είναι μέλος του Ταμείου Προνοίας και να καταβάλλει εισφορές. Ότι αποσπούσε την προσυπογραφή του τότε Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής κάθε λίγες μέρες για να υλοποιήσει την εξαπάτησή του. Ότι παρέλειψε δόλια να ενημερώσει τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής ότι συνέχιζε, λόγω της επέκτασης της εργοδότησής του, να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο Προνοίας. Ότι παρέλειψε να επιστρέψει τα υπερβάλλοντα ποσά που απέσπασε όταν κλήθηκε να το πράξει και ότι γενικώς ενήργησε με δόλο για να εξαπατήσει τους Ενάγοντες ή και τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής.

 

Μετά από προειδοποιήσεις του λογιστή της KPMG προς τον Εναγόμενο, αυτός αποδέχθηκε ή και συμφώνησε όπως τα ποσά που έλαβε θεωρηθούν ως δάνεια και έδωσε ο ίδιος σχετικές οδηγίες για καταχώριση στα βιβλία των Εναγόντων ή και ενέκρινε τις καταχωρήσεις, των συγκεκριμένων ποσών, ως δανείου χρεώνοντας τον εαυτό του με σχετικούς τόκους. Μετά την αποκάλυψη των ενεργειών του, αποχώρησε από την ΛΙΛ στις 31/12/2012, πριν τη λήξη της εργοδότησής του. Οι Ενάγοντες του διαβίβασαν επιστολή εκφράζοντας την ετοιμότητά τους να αποδεχθούν τις συγκεκριμένες αναλήψεις ως δάνειο και τον κάλεσαν να αποπληρώσει τα συγκεκριμένα ποσά πλην όμως αυτός αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι τα είχε λάβει νόμιμα. Οι ενέργειες του Εναγόμενου συνιστούν κλοπή ή και υπεξαίρεση ή και θυματοποίηση των συναδέλφων του από τους οποίους απέσπασε χρήματα παράνομα. Οι ελεγκτές του Ταμείου προέβησαν σε υπολογισμό της μερίδας του Εναγόμενου από την οποία προέκυψε ότι κατά την ημερομηνία αποχώρησής του, στις 31/12/2012, το ποσό που του αναλογούσε ανερχόταν στις €351.956,65, δηλαδή ήταν μικρότερο κατά €228.923,64 από το ποσό που είχε λάβει ή και είχε αποσπάσει παράνομα. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το ποσό των €228.923,64 καταβλήθηκε ως εκ λάθους ή και κατόπιν μεθοδεύσεων του Εναγόμενου ή και ως αποτέλεσμα δόλου και εξαπάτησης και θα πρέπει να επιστραφεί στους Ενάγοντες.

 

Ο Εναγόμενος στην Υπεράσπισή του αρνείται τις απαιτήσεις των Εναγόντων και εγείρει προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή λόγω του γεγονότος ότι αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Εργατικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.208(1)/2012. Παραδέχεται ότι ήταν υπάλληλος της ΛΙΛ και ότι στις 27/05/2010 αφυπηρέτησε και επαναπροσλήφθηκε στη βάση νέας σύμβασης εργασίας με συγκεκριμένους όρους και υποχρεώσεις τόσο της ΛΙΛ όσο και του Ταμείου Προνοίας της. Μεταξύ των όρων της νέας σύμβασης ήταν ότι κατά την αφυπηρέτησή του ο Εναγόμενος θα δικαιούτο να λάβει το ποσό που του αναλογούσε από το Ταμείο και ότι θα εργοδοτείτο εκ νέου για 3 έτη, αμέσως μετά την αφυπηρέτησή του, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν την ημερομηνία αφυπηρέτησής του. Η συγκεκριμένη σύμβαση περιείχε και εξυπακουόμενους όρους, ήτοι ότι η ΛΙΛ θα αντιμετώπιζε τον Εναγόμενο με καλή πίστη, ότι ο Εναγόμενος δεν θα βρισκόταν σε υποδεέστερη θέση από αυτήν που θα είχε αν αφυπηρετούσε κατά τον δεδομένο χρόνο και ότι όλα τα δικαιώματά του, μέχρι την αφυπηρέτησή του, θα θεωρούνταν κεκτημένα και ανεπηρέαστα ανεξάρτητα από το τι θα συνέβαινε μετά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του.

 

Αρνείται τους ισχυρισμούς των Εναγόντων και προωθεί τη θέση ότι παραιτήθηκε υπό διαμαρτυρία στις 30/10/2012 για λόγους που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την παρούσα αγωγή και γιατί είχε καταστεί εμφανές ότι τα υπόλοιπα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής ενορχήστρωναν μια συνωμοσία εναντίον του σε σχέση με τα επίδικα ποσά, αλλά και για λόγους υγείας αφού είχε υποστεί, στις 06/06/2012, εγκεφαλικό. Επεξηγεί ότι η εργοδότησή του είχε τερματιστεί λόγω αφυπηρέτησης κατά το 65 έτος της ζωής του και εργοδοτήθηκε εκ νέου στη βάση μιας νέας ξεχωριστής σύμβασης με ισχύ από 28/05/2010 και για τρία χρόνια. Οι εισφορές στο Ταμείο δεν συνέχισαν αλλά διακόπηκαν στις 27/05/2010 με δικαίωμα ανάληψης από το Ταμείο όλων των ωφελημάτων που αυτός δικαιούτο και άρχισαν, εκ νέου, στις 28/05/2010 με την εκ νέου πρόσληψή του σε νέα βάση και για το χρονικό διάστημα που θα διαρκούσε η συγκεκριμένη σύμβαση. Αρνήθηκε ότι ο ίδιος είχε οποιοδήποτε πρωταγωνιστικό ρόλο στις επενδύσεις του Ταμείου και προώθησε τη θέση ότι εκτελούσε τα καθήκοντά του ως Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής. Κατά την αφυπηρέτησή του και σύμφωνα με τους όρους της εργοδότησής του, αλλά και με βάση τις πρόνοιες του καταστατικού του Ταμείου, δικαιούτο να εισπράξει από το Ταμείο το ποσό των €555.491 ως αποτέλεσμα των συνεισφορών του στο συγκεκριμένο Ταμείο κατά τη διάρκεια της πρώτης εργοδότησής του. Από την ημερομηνία αφυπηρέτησής του ή και τη διάρκεια της δεύτερης εργοδότησής του, ήτοι από τις 28/05/2010 και μετέπειτα, θεωρείτο από το Ταμείο ότι είχε παύσει να έχει την ιδιότητα μέλους του Ταμείου και γι' αυτό, σε τακτά χρονικά διαστήματα, πληρωνόταν με τραπεζικές επιταγές ποσά που του αναλογούσαν δικαιωματικά βάσει των εισφορών που προσέφερε στο Ταμείο κατά τη διάρκεια της πρώτης εργοδότησής του και το Ταμείο ήταν πλήρως ενήμερο. Παραδέχεται ότι έλαβε το ποσό των €550.000 και όχι τις €555.491 που οφείλονταν προς αυτόν. Οι συγκεκριμένες επιταγές υπογράφτηκαν από τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως Γενικός Οικονομικός Διευθυντής όσο και από τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής. Κανένα μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής δεν αμφισβήτησε, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, το δικαίωμα του στα συγκεκριμένα ποσά. Το ολικό ποσό που δικαιούται καταγράφεται και στις λογιστικές καταστάσεις του Ταμείου, κατά τη διάρκεια των ετών πριν αλλά και μετά την αφυπηρέτησή του και προέκυψε από τις εισφορές του στο συγκεκριμένο Ταμείο. Αρνείται ότι ενήργησε δόλια ή και ότι προέβη σε οποιανδήποτε ψευδή παράσταση σε οποιονδήποτε ή ότι ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπει το καταστατικό του Ταμείου για τη χορήγηση δανείων. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δανείου και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αποδέχθηκε τα συγκεκριμένα ποσά ως δάνειο στο όνομά του αλλά, αντίθετα, έδωσε οδηγίες όπως διαβιβαστεί επιστολή στην KPMG έτσι ώστε να ενημερωθούν για την άνομη προσπάθεια της Διαχειριστικής Επιτροπής να παρουσιάσει τα συγκεκριμένα ποσά ως δάνειο. Ο ίδιος ουδέποτε αποχώρησε από την εργασία του λόγω της αποκάλυψης των ενεργειών του αλλά αποχώρησε για λόγους υγείας και λόγω της εχθρικής ατμόσφαιρας που αντιμετώπιζε στον χώρο εργασίας του ένεκα της επίδικης διαφοράς.

 

Πληροφορήθηκε από άτομα του στενού εργασιακού περιβάλλοντος του, λίγες μέρες πριν τις 18/10/2013, ότι λόγω του κουρέματος των αξιογράφων το καλοκαίρι του 2012, το Ταμείο δεν είχε καλή ρευστότητα και ότι τα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής είχαν επινοήσει εις βάρος του το συγκεκριμένο σχέδιο, δηλαδή να τον αναγκάσουν να επιστρέψει ποσά που είχε λάβει νόμιμα λόγω του ότι ήταν ο πιο μεγάλος μέτοχος. Από τις 14/11/2011 μέχρι τις 18/10/2012, δεν είχε προωθηθεί οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με τα συγκεκριμένα ποσά. Στις 18/10/2012 ο Εναγόμενος έλαβε επιστολή από το Ταμείο που χαρακτήριζε τα συγκεκριμένα ποσά ως δάνειο, την οποία επιστολή απάντησε στις 30/10/2012 απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Διαχειριστικής Επιτροπής, ενώ ταυτόχρονα παραιτήθηκε από τη θέση του ως Γραμματέας. Ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας στην οποία το Ταμείο τον απειλούσε ότι θα καταγγείλει τα γεγονότα στην Αστυνομία.

 

Ανταπαιτεί το ποσό των €5.491 που είναι το υπόλοιπο των δικαιωμάτων του, ως προκύπτει από τις λογιστικές καταστάσεις του Ταμείου που αφορούν τα έτη πριν αλλά και μετά την αφυπηρέτησή του. Το αξιώνει στη βάση του αθέμιτου πλουτισμού των Εναγόντων ή και ως ζημιά η οποία προκλήθηκε στον ίδιο. Επιπρόσθετα, αξιώνει το ποσό των €85.741 το οποίο προκύπτει σε σχέση με την δεύτερη εργοδότησή του, ήτοι για την περίοδο 28/05/2010 μέχρι 31/12/2012, αφαιρεμένου του ποσού του δανείου του ύψους €9.949, τα οποία όφειλε ο ίδιος στο Ταμείο. Δηλώνει, ως συνολικό ποσό που του οφείλεται, το ποσό των €81.283.

 

Περαιτέρω, αξιώνει από μέλη του Ταμείου προσωπικά, ήτοι τους Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενους 2, 3, 4, 5 και 6, για τις πράξεις ή παραλείψεις τους που αφορούν την ιδιότητά τους ως Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, τα συγκεκριμένα ποσά ισχυριζόμενος συνωμοσία εκ μέρους τους με σκοπό να του αποστερήσουν ή και να του κατακρατήσουν ποσά τα οποία του οφείλονται, συνωμοσία για τη μη καταβολή των συγκεκριμένων ποσών, συνωμοσία για πρόκληση παράβασης της σύμβασης ημερομηνίας 11/01/2010 από την ΛΙΛ, συνωμοσία για παράβαση των προνοιών του καταστατικού του Ταμείου σε βάρος του και συνωμοσία προς αθέμιτο πλουτισμό έναντι των συμφερόντων του.

 

Ως λεπτομέρειες της παράνομης πρόκλησης αθέτησης της σύμβασης κατά παράβαση του άρθρου 34 του Κεφ. 148 με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στον ίδιο καταγράφει την άρνηση των Εναγόντων να του καταβάλουν τα ποσά που του οφείλονται νόμιμα από το Ταμείο, ήτοι του ποσού των €5.491. Ως λεπτομέρειες της συνωμοσίας των Εναγόντων με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στον ίδιο καταγράφει τη μη καταβολή των ποσών που κατέστησαν πληρωτέα με την αποχώρησή του στις 31/12/2012, αφού σκόπιμα και θεληματικά αγνοούν τις αξιώσεις του. Ως λεπτομέρειες του αθέμιτου πλουτισμού των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενων 3 έως 6 παραθέτει την άρνησή τους να του καταβάλουν τα επίδικα ποσά για να παραμείνουν στον λογαριασμό του Ταμείου έτσι ώστε όταν έρθει η σειρά τους να αποχωρήσουν να υπάρχουν περισσότερα χρήματα. Ως λεπτομέρειες δόλου και απάτης καταγράφει το γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκαν, οι Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι, τη θέση τους στο Ταμείο για να παρουσιάσουν τα δικαιώματά του ως δάνειο. Γι’ αυτό και ανταπαιτεί το ποσό των €81.282.

Η απαίτηση με την ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν μετά από σχετική δήλωση των ευπαίδευτων συνηγόρων των εμπλεκόμενων μερών.

 

Οι Ενάγοντες προώθησαν την υπόθεσή τους με την προσκόμιση μαρτυρίας από τέσσερεις μάρτυρες. Κλήθηκε ο Γεώργιος Χατζημηνά, M.E.1, Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής, ο οποίος έχει ιδίαν γνώση των γεγονότων λόγω της ιδιότητάς του. Κατέγραψε τις θέσεις του σε δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Σύμφωνα με την γραπτή του δήλωση, το Ταμείο Προνοίας είναι νόμιμα εγγεγραμμένο και τυγχάνει διαχείρισης από Διαχειριστική Επιτροπή η οποία αποτελείται από πέντε μέλη. Ο Πρόεδρος και ένα μέλος της διορίζονται από την ΛΙΛ και τα υπόλοιπα τρία μέλη εκλέγονται από τα μέλη του Ταμείου Προνοίας που είναι το προσωπικό της ΛΙΛ, ήτοι οι μόνιμοι μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι της ΛΙΛ μετά από εξάμηνη συνεχή υπηρεσία, καθώς και υπάλληλοι των οποίων ο διορισμός προνοεί παραχώρηση του ωφελήματος του Ταμείου Προνοίας. Κανένα μέλος δεν μπορεί να παραιτηθεί του Ταμείου ενόσω βρίσκεται στην υπηρεσία της ΛΙΛ. Σε περίπτωση επαναπρόσληψης προσώπου, σε διάστημα λιγότερο από 3 μήνες από την αποχώρησή του, τότε γίνεται αυτόματα μέλος του Ταμείου εάν δεν έχει αποσύρει από το Ταμείο τα ποσά που είναι σε πίστη του. Το δικαίωμα του μέλους παύει τη μέρα που το μέλος αποχωρεί από την ΛΙΛ ή κατά τη μέρα απόλυσής του. Οι πόροι του Ταμείου προκύπτουν από την εισφορά των μελών του Ταμείου καθώς και της ΛΙΛ. Τηρούνται δύο προσωπικοί λογαριασμοί για κάθε μέλος του Ταμείου Προνοίας, ο πρώτος αφορά τις εισφορές των μελών του Ταμείου Προνοίας, Λογαριασμός Α και ο δεύτερος αφορά τις εισφορές του εργοδότη, Λογαριασμός Β. Όταν μέλος του Ταμείου Προνοίας αποχωρεί οικειοθελώς ή κατόπιν τερματισμού του διορισμού του ή λόγω ηλικίας, δικαιούται να λάβει όλο το ποσό που είναι εις πίστη του στον Λογαριασμό Α. Δικαιούται επίσης εκατοστιαία αναλογία από τον Λογαριασμό Β, ήτοι με τη συμπλήρωση δύο ετών 25%, με τη συμπλήρωση τριών ετών 50%, με τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών 75% και με τη συμπλήρωση πέντε ετών το 100%.

 

Όσον αφορά τα επίδικα γεγονότα, καταγράφει ότι ο Εναγόμενος ήταν υπάλληλος της ΛΙΛ από 28/03/1968 μέχρι τις 27/05/2010, που θα αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας. Ασκούσε καθήκοντα Οικονομικού Διευθυντή της ΛΙΛ, ενώ ήταν και συνεχίζει να είναι τακτικό μέλος της ΛΙΛ, στην οποία είχε δικαίωμα ψήφου ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης ιδιότητας. Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ του Εναγόμενου και της ΛΙΛ ημερομηνίας 11/01/2010, επεκτάθηκε η εργοδότησή του για περαιτέρω τρία έτη, ήτοι από τις 28/05/2010 μέχρι τις 27/05/2013, με τα ίδια καθήκοντα, απολαβές και ωφελήματα. Στις 06/06/2012 ο Ενάγοντας υπέστη εγκεφαλικό και έλαβε άδεια ασθενείας από τις 09/06/2012 μέχρι τις 10/07/2012 και επέστρεψε στην εργασία του στις 09/07/2012. Εξακολούθησε να εργάζεται στη ΛΙΛ μέχρι και τις 31/12/2012 όπου και εγκατέλειψε την εργασία του ενώ βρισκόταν σε ισχύ η σύμβαση εργοδότησης του. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εναγόμενος διατελούσε και Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής, από την οποία θέση παραιτήθηκε στις 30/10/2012. Κατέβαλλε, κατά τον χρόνο πριν την αφυπηρέτησή του, ποσοστό 15% επί των μηνιαίων απολαβών του στο Ταμείο και η ΛΙΛ κατέβαλλε ποσοστό 9.5% επί του μηνιαίου μισθού του. Σύμφωνα με τη συμφωνία εργοδότησης του, του 2010, δικαιούτο να λάβει το ποσό που του αναλογούσε από το Ταμείο όμως ο ίδιος συνέχισε να είναι μέλος του Ταμείου και τόσο ο ίδιος όσο και η ΛΙΛ συνέχισαν θα καταβάλλουν κανονικά τις εισφορές τους στο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Καταστατικού του Ταμείου. Ένεκα της ιδιότητας του, ως Οικονομικός Διευθυντής της ΛΙΛ, ρύθμιζε προσωπικά τα θέματα της εργοδότησής του με την Επιτροπεία της ΛΙΛ χωρίς να κοινοποιείται οτιδήποτε στην Διαχειριστική Επιτροπή και το Ταμείο.

 

Το Ταμείο είχε αγοράσει το 2006 χρεόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας δεκαετούς διάρκειας, συνολικού ποσού €1.537.741 τα οποία έφεραν ετήσιο τόκο 5.05% και έληγαν το 2016. Στις 16/09/2010, με απόφαση της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μελών του Ταμείου, η Διαχειριστική Επιτροπή μετέτρεψε τα εν λόγω χρεόγραφα σε αξιόγραφα αορίστου διαρκείας με σταθερό επιτόκιο 6.25%. Επιπρόσθετα, αγόρασε και χρεόγραφα της Τράπεζας Κύπρου ποσού εκ €581.264 τα οποία στη συνέχεια μετέτρεψε, τον Δεκέμβριο 2007, σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου αξίας €239.544 και τα υπόλοιπα αξίας €341.720 σε αξιόγραφα κεφαλαίου. Τα συγκεκριμένα ήταν αορίστου διαρκείας, χωρίς ημερομηνία λήξης και απέδιδαν σταθερό ετήσιο επιτόκιο καταβλητέο σε τριμηνιαία βάση. Ο Εναγόμενος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις συγκεκριμένες επενδύσεις αφού διενεργούσε τις επαφές με τους τραπεζικούς οργανισμούς ενώ επιχειρηματολόγησε προς τους συναδέλφους του, μέλη του Ταμείου, για το πόσο συμφέρουσες ήταν οι συγκεκριμένες επενδύσεις. Οπόταν, τελούσε σε πλήρη γνώση για τις συγκεκριμένες επενδύσεις. Το ίδιο το Ταμείο, σε συνεργασία με τους ελεγκτές του, την KPMG, επιδείκνυε πάντοτε την απαραίτητη επιμέλεια σε σχέση με τις συγκεκριμένες επενδύσεις. Στις 10/10/2011, σε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής, στην παρουσία του Εναγόμενου και δύο εκπροσώπων της KPMG, συζητήθηκε το θέμα της απομείωσης των συγκεκριμένων επενδύσεων λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Κύπρο. Αναφέρθηκε ότι η έκταση της απομείωσης καθώς και η αξία της μερίδας του κάθε μέλους του Ταμείου, μετά από την απομείωση, θα μπορούσε να καθοριστεί μόνο μέσα από τους λογαριασμούς του σχετικού έτους, ήτοι του 2011, οι οποίοι θα ετοιμάζονταν από την KPMG. Η Διαχειριστική Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα να μην ληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να γίνει μια πιο λεπτομερής και επεξηγηματική σημείωση για το συγκεκριμένο θέμα στους λογαριασμούς του 2011. Όμως ο Εναγόμενος, συνειδητοποιώντας το αποτέλεσμα της απομείωσης, πριν καθοριστεί το ύψος της μερίδας του, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του εξέδωσε στο δικό του όνομα οκτώ επιταγές για το συνολικό ποσό των €550.000. Τις υπόγραψε ως Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής και τις παρουσίασε για προσυπογραφή στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, Α. Γαλατόπουλο. Οι συγκεκριμένες ενέργειές του ξεκίνησαν στις 14/11/2011, ενώ εργοδοτείτο από την ΛΙΛ, έναν μήνα μετά τη συγκεκριμένη συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής. Παρουσίαζε τις επιταγές στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, παροδικά, κάθε λίγες μέρες και αποκόμισε το συνολικό ποσό των €550.000 έτσι ώστε να μην αντιληφθεί, ο τότε Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής, το συνολικό ποσό που είχε πρόθεση να αποσπάσει. Ο Εναγόμενος, δόλια και με ψευδείς παραστάσεις, αποσπούσε την υπογραφή του συγκεκριμένου εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως Γραμματέα της Διαχειριστικής Επιτροπής και ως υπάλληλου της ΛΙΛ για περίπου 40 χρόνια. Παρίστανε ψευδώς, στον τότε Πρόεδρο, ότι δικαιούτο στην πληρωμή από το Ταμείο Προνοίας όλων των ποσών που αφορούσαν οι επιταγές, ότι η έκδοση τους ήταν νόμιμη, ότι τα ποσά που αποσπούσε ήταν ορθά και ότι όλα τα υπόλοιπα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής είχαν ελέγξει την ορθότητα των πληρωμών και συμφωνούσαν με την πραγματοποίησή τους. Ο τότε Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής, ο οποίος απεβίωσε, ήταν άνθρωπος αξιόλογος που έτρεφε εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της ΛΙΛ και τους συνεργάτες του. Ο Εναγόμενος γνώριζε ότι το ποσό που δικαιούτο να λάβει είχε μειωθεί σημαντικά λόγω της απομείωσης και σίγουρα δεν ανερχόταν στο ποσό που έλαβε με τις συγκεκριμένες επιταγές. Η παρατυπία που αφορά την απόσυρση, από τον Εναγόμενο, του ποσού των €550.000, έγινε αντιληπτή αρχικά από λειτουργό του λογιστηρίου της ΛΙΛ και του Ταμείου, η οποία ενημέρωσε στη συνέχεια τη Διαχειριστική Επιτροπή τον Αύγουστο του 2012. Η λειτουργός του λογιστηρίου της ΛΙΛ και του Ταμείου και ένας εκ των ελεγκτών του Ταμείου, ο Γιάννης Βασιλείου, προειδοποίησαν τον Εναγόμενο ότι οι αναλήψεις του ήταν παράτυπες και ότι δεν δικαιούτο να λάβει το συγκεκριμένο ύψος του ποσού εφόσον εξακολουθούσε να είναι μέλος του Ταμείου και κατέβαλλε εισφορές. Ο μόνος τρόπος για ανάληψη οποιουδήποτε ποσού, σε εκείνο το στάδιο και στο συγκεκριμένο ύψος, ήταν μέσω της λήψης δανείου. Ο Εναγόμενος γνώριζε ότι εφόσον εξακολουθούσε να εργοδοτείται στη ΛΙΛ και παράλληλα να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο, δεν δικαιούτο να αποσύρει από το Ταμείο τα ποσά που βρίσκονταν σε πίστη του κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο που τα απέσυρε αλλά και κατά το ύψος των ποσών που αυτός απέσυρε αφού το ίδιο το Καταστατικό δεν το επέτρεπε. Το άρθρο 3 του Καταστατικού προνοεί ρητά ότι σε περίπτωση επαναπρόσληψης προσώπου στην ΛΙΛ, εντός διαστήματος λιγότερου από τρεις μήνες από τη μέρα της αποχώρησής του, τότε αυτόματα το πρόσωπο αυτό καθίσταται μέλος του Ταμείου, στην περίπτωση που δεν έχει αποσύρει από το Ταμείο τα ποσά που είναι εις πίστη του. Ως εκ τούτου, ο Εναγόμενος, ενώ συνέχιζε να αποτελεί μέλος του Ταμείου και να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο, απέσπασε από τον Νοέμβριο του 2011, ποσά από το Ταμείο Προνοίας, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στο ύψος των ποσών που δικαιούτο λόγω της απομείωσης. Στη συνέχεια, όταν του επιστήθηκε η προσοχή του, αποδέχθηκε και συμφώνησε όπως τα συγκεκριμένα ποσά θεωρηθούν ως δάνειο και έδωσε, ως Οικονομικός Διευθυντής, οδηγίες στους υπαλλήλους του λογιστηρίου της ΛΙΛ όπως προβούν σε σχετικές καταχωρίσεις στα βιβλία του Ταμείου. Καταχωρίστηκαν, επίσης, στα βιβλία τα ποσά των τόκων. Συγκεκριμένα, έγινε καταχώριση στις 31/12/2011 για το ποσό των €3.597,22 που αντιστοιχεί για τους τόκους του έτους 2011 και καταχώριση στις 31/12/2012 ποσού €27.283,07 που αντιστοιχεί στους τόκους για το έτος 2012.

 

Μετά από τη λήψη επιστολής από την Τράπεζα Κύπρου, τον Σεπτέμβριο του 2012, συγκλήθηκε έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του Ταμείου και αξιολογήθηκαν τα αξιόγραφα με βάση τις χρηματιστηριακές πράξεις της δεδομένης χρονικής στιγμής. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ενώ η αρχική αξία των αξιογράφων του Ταμείου ήταν στα €2.119.000, στις 31/12/2011 είχε μειωθεί σε €1.292.582 και στις 31/08/2012 στις €587.460. Στις 05/10/2012 λήφθηκε επιστολή από τον Έφορο Ταμείων Προνοίας με την οποία γινόταν σύσταση όπως παγοποιηθούν οι καταβολές, στα μέλη, του Ταμείου στο άμεσο μέλλον μέχρι την τελική έκβαση της εκκρεμότητας σε σχέση με την αξία των αξιογράφων. Ακολούθησε, στις 18/10/2012, επιστολή από τον τότε Διευθυντή της ΛΙΛ προς τον Εναγόμενο στην οποία καταγράφετο ότι το ποσό των €550.000 είχε ληφθεί από τον ίδιο ως δάνειο πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση και τον κάλεσε όπως το εξοφλήσει εντός 30 ημερών. Ο Εναγόμενος παραιτήθηκε στις 30/10/2012 από τη θέση του Γραμματέα της Διαχειριστικής Επιτροπής επικαλούμενος τη διαφωνία του με το περιεχόμενο της Έκθεσης και των Οικονομικών Καταστάσεων του 2011. Το Ταμείο, σε μια τελευταία προσπάθεια να επιλύσει το ζήτημα, διαβίβασε προς τον Εναγόμενο επιστολή εκφράζοντας ετοιμότητα να αποδεχθεί τις συγκεκριμένες αναλήψεις ως δάνειο και καλώντας τον παράλληλα να αποπληρώσει το συγκεκριμένο ποσό. Στάλθηκε και τρίτη επιστολή, ημερομηνίας 07/12/2012, προς τον Εναγόμενο με την οποία κλήθηκε να επιστρέψει το ποσό που είχε λάβει, ενώ παράλληλα ενημερώθηκε ότι τυχόν μη επιστροφή του θα οδηγούσε σε καταγγελία εναντίον του στην Αστυνομία και στον Έφορο Ταμείων Προνοίας για υπεξαίρεση. Ο Εναγόμενος απάντησε με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 12/12/2012, αρνούμενος την επιστροφή του ποσού στο Ταμείο Προνοίας. Σε συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομηνίας 19/12/2012, στην παρουσία και των ελεγκτών του Ταμείου, έγινε αναφορά στα γεγονότα που αφορούσαν τον Εναγόμενο και διευκρινίστηκε ότι μετά την ενημέρωση των βιβλίων του Ταμείου η λογίστριά του είχε διαπιστώσει, αρχές του 2012, ότι τα ποσά που είχε αποσύρει ο Εναγόμενος υπερέβαιναν το ποσό το οποίο είχε εις πίστη του στον Λογαριασμό Α. Ανέφερε επίσης ότι είχε ενημερώσει τον Εναγόμενο για το γεγονός αυτό, ο οποίος της απάντησε ότι θα έπραττε όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Το ίδιο είχε πράξει και ο λογιστής της KPMG, Γιάννης Βασιλείου, όταν του τηλεφώνησε ο Εναγόμενος για να του αναφέρει ότι προτίθετο να αποσύρει το συγκεκριμένο ποσό. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο Εναγόμενος είχε αποσύρει τα χρήματα εις πίστη του και από το Λογαριασμό Β, στον οποίο κατατίθενται μόνο οι εισφορές του εργοδότη και σύμφωνα με το Καταστατικό κανένας δεν μπορεί να αποσύρει χρήματα από εκείνο τον λογαριασμό πριν τον οριστικό τερματισμό των υπηρεσιών του και την οριστική αποχώρησή του. Στην Ετήσια Γενική Συνέλευση, στις 19/12/2012, ενημερώθηκαν τα Μέλη για την παραίτηση του Εναγόμενου από γραμματέας και την παρατυπία της απόσυρσης χρημάτων.

 

Ο Εναγόμενος αποχώρησε από την υπηρεσία της ΛΙΛ στις 31/12/2012. Είχε αποστείλει επιστολή, ημερ. 16/07/2012, προς τον Πάρη Κωνσταντινίδη με τίτλο «Αφυπηρέτηση από την υπηρεσία της ΛΙΛ», στην οποία πρόβαλλε αόριστα θέματα που αφορούσαν την συμφωνία εργοδότησής του, του 2010 και ότι δεν θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μετά τον Μάρτιο 2013. Ως διαφάνηκε προετοίμαζε την αποχώρησή του λόγω του γεγονότος ότι είχε γίνει αντιληπτό, από το λογιστήριο της ΛΙΛ και το Ταμείο, ότι είχε αποσύρει χρήματα παράτυπα και πρόωρα σε ύψος που δεν δικαιούτο. Η επιστολή του απαντήθηκε στις 03/01/2013, από τους τότε δικηγόρους του Ταμείου στην οποία επιστολή επαναλήφθηκε η θέση ότι δεν δικαιούτο στην απόσυρση του συγκεκριμένου ποσού. Ακολούθησε, στις 04/01/2013, επιστολή από τους δικηγόρους του Εναγόμενου απευθείας προς την KPMG στην οποία καταγράφηκε ότι υπήρχαν ανακρίβειες στην κατάσταση λογαριασμού του Εναγόμενου και καλούνταν, ως λογιστές, όπως λάβουν τις απαιτούμενες ενέργειες για να προστατεύσουν το καλό όνομα της KPMG. Η συγκεκριμένη επιστολή προωθήθηκε από την KPMG στη Διαχειριστική Επιτροπή. Διαβιβάστηκε και άλλη επιστολή από τον Εναγόμενο προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της KPMG, με ημερομηνία 15/01/2013, η οποία απαντήθηκε από τους δικηγόρους του Ταμείου στις 16/01/2013. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δικηγόρων των δύο μερών. Στα πλαίσια της Έκθεσης και των Οικονομικών Καταστάσεων του Ταμείου για το έτος που έληξε στις 31/12/2012, η KPMG προέβη σε υπολογισμό της μερίδας του Εναγόμενου. Από τον υπολογισμό αυτόν προέκυψε ότι κατά την ημερομηνία αποχώρησής του, στις 31/12/2012, η αξία της μερίδας του ανερχόταν στα €351.956,65 και ήταν μικρότερη κατά €228.923,64 από το ποσό που ο ίδιος παράνομα απέσυρε από το Ταμείο και τους τόκους που χρεώθηκε όταν καταχώρισε τις αναλήψεις του ως δάνειο. Το συγκεκριμένο επιπλέον ποσό το έλαβε χωρίς νόμιμη αιτία κατόπιν μεθοδεύσεως και εξαπάτησης από πλευράς του και συνιστά ποσό για το οποίο έχει πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος του Ταμείου και των συναδέλφων του. Η Διαχειριστική Επιτροπή κατάγγειλε τις ενέργειές του στην Αστυνομία ενώ ενημέρωσε και τον Έφορο Ταμείων Προνοίας σε σχέση με τη συγκεκριμένη καταγγελία. Σε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, στην οποία έγινε μνεία της περίπτωσης του Εναγόμενου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εναγόμενος ενήργησε κατά παράβαση των προνοιών της οικείας νομοθεσίας και του Καταστατικού και ότι δεν δικαιούτο ν’ αποσύρει τα εις πίστη του ποσά πριν απολέσει την ιδιότητα του εργαζόμενου της ΛΙΛ.

 

Κατέθεσε ως Τεκμήριο 1Α το Καταστατικό του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της ΛΙΛ, ως Τεκμήριο 1Β επιστολή του Εφόρου Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών ημερομηνίας 14/11/2023, ως Τεκμήριο 2 την Συμφωνία Εργοδότησης του Εναγόμενου, ως Τεκμήριο 3 επιστολή ημερομηνίας 31/07/2012 που αφορά την άδεια ασθενείας του Εναγόμενου, ως Τεκμήριο 4 τα πρακτικά της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Ταμείου Προνοίας ημερομηνίας 16/09/2010, ως Τεκμήριο 5 πρακτικά συνεδρίας Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομηνίας 19/11/1998, ως Τεκμήριο 6 πρακτικά συνεδρίας της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομηνίας 10/10/2011, ως Τεκμήρια 7 μέχρι 14 αντίγραφα επιταγών που εκδόθηκαν προς όφελος του Εναγόμενου ημερομηνίας 14/11/2011, 16/11/2011, 19/11/2011, 02/03/2012, 19/01/2012, 20/03/12, 02/04/2012 και 30/04/2012. Ως Τεκμήριο 15 δέσμη εγγράφων δανεισμού του Εναγόμενου από το Ταμείο Προνοίας, ως Τεκμήριο 16 κατάσταση λογαριασμού που αφορούσε τη μερίδα του Εναγόμενου στο Ταμείο για τα έτη 2011 μέχρι και 2013 με το νενομισμένο πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφαλαίου 9, ως Τεκμήριο 17 επιστολή της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 06/09/2012, ως Τεκμήριο 18 επιστολή ημερομηνίας 13/09/2012 του Ταμείου Προνοίας για σύγκληση Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης , ως Τεκμήριο 19 έγγραφο ημερομηνίας 13/09/2012 με τίτλο «Αξιόγραφα του Ταμείου Προνοίας των υπαλλήλων της ΛΙΛ», ως Τεκμήριο 20 Επιστολή της KPMG ημερομηνίας 18/09/2012, ως Τεκμήριο 21 απαντητική επιστολή της Διαχειριστικής Επιτροπής προς την KPMG ημερομηνίας 18/09/2012, ως Τεκμήριο 22 Επιστολή του Εφόρου του Ταμείου Προνοίας ημερομηνίας 05/10/2012, ως Τεκμήριο 23 Επιστολή του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομηνίας 18/10/2012 προς τον Εναγόμενο, ως Τεκμήριο 24 επιστολή του Εναγόμενου ημερομηνίας 30/10/2012 προς τον Πρόεδρο και Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, ως Τεκμήριο 25 αντίγραφο επιστολής της Διαχειριστικής Επιτροπής προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 07/12/2012, ως Τεκμήριο 26 Επιστολή των δικηγόρων του Εναγόμενου προς τη Διαχειριστική Επιτροπή ημερομηνίας 12/12/2012, ως Τεκμήριο 27 Πρακτικά της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομηνίας 19/12/2012, ως Τεκμήριο 28 Πρακτικά Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των Μελών του Ταμείου ημερομηνίας 19/12/2012, ως Τεκμήριο 29 επιστολή του Εναγόμενου ημερομηνίας 16/07/2012 προς τον Διευθυντή Διοικητικών Υπηρεσιών της ΛΙΛ, ως Τεκμήριο 30 αντίγραφο επιστολής των δικηγόρων των Εναγόντων ημερομηνίας 03/01/2013, ως Τεκμήριο 31 Επιστολή της KPMG ημερομηνίας 10/01/2013 προς τους Ενάγοντες με επισυνημμένη την επιστολή των δικηγόρων του Εναγόμενου, ως Τεκμήριο 32 επιστολή των δικηγόρων του Εναγόμενου προς την KPMG ημερομηνίας 15/01/2013, ως Τεκμήριο 33 επιστολή των δικηγόρων των Εναγόντων προς τους δικηγόρους του Εναγόμενου ημερομηνίας 16/03/2013, ως Τεκμήριο 34 επιστολή των δικηγόρων του Εναγόμενου προς τη Διαχειριστική Επιτροπή ημερομηνίας 22/10/2013, ως Τεκμήριο 35 επιστολή των δικηγόρων των Εναγόντων προς τους δικηγόρους του Εναγόμενου ημερομηνίας 23/10/2013, ως Τεκμήριο 36 Έκθεση και Οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου Προνοίας για το έτος 2009, ως Τεκμήριο 37 Έκθεση και Οικονομικές Καταστάσεις του 2010, ως Τεκμήριο 38 Έκθεση και Οικονομικές καταστάσεις του 2011, ως Τεκμήριο 39 Έκθεση και Οικονομικές καταστάσεις του 2012, ως Τεκμήριο 40 Έκθεση και Οικονομικές καταστάσεις του 2013, ως Τεκμήριο 41 Καταστάσεις Λογαριασμού και Σημειώσεις των καταστάσεων λογαριασμών του Ταμείου Προνοίας για τα έτη 2001 μέχρι 2013, ως Τεκμήριο 42 καταγγελία εναντίον του Εναγόμενου στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/01/2013, ως Τεκμήριο 43 απαντητική επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 15/10/2014, ως Τεκμήριο 44 επιστολή του Ταμείου Προνοίας προς τον Έφορο Ταμείων Προνοίας ημερομηνίας 31/01/2013 και ως Τεκμήριο 45 την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην Υπόθεση Αρ. 975/12 ημερομηνίας 29/03/2019.

 

Αντεξετασθείς ο Μ.Ε.1 ανέφερε ότι είναι Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής και μέλος της για πάρα πολλά χρόνια και ως εκ τούτου γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα αγωγή αφού ήταν παρών σε σχεδόν όλες τις συνεδρίες. Σε όποιες συνεδρίες δεν ήταν παρών, υπάρχει πρακτικό το οποίο, ως γραμματέας της Επιτροπής, έχει υποχρέωση να αναγνώσει. Υποστήριξε ότι υπάρχουν δύο διαδικασίες τρόπου εκλογής των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής. Ο ένας τρόπος είναι ο διορισμός από τον εργοδότη και ο δεύτερος η εκλογή από τα μέλη σε Γενική Συνέλευση. Ο ίδιος είχε εκλεγεί από τα μέλη του Ταμείου ως ένας εκ των τριών εκπροσώπων του προσωπικού. Ερωτηθείς να εξηγήσει πού έγκειται ο δόλος και η απάτη του Εναγόμενου υποστήριξε ότι σε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής με τους λογιστές του Ταμείου στην οποία παρευρέθηκε και ο Εναγόμενος, είχε αναφερθεί ότι αναμενόταν απομείωση των αξιών που κατείχε το Ταμείο λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε την Ελλάδα και κατ΄επέκταση την Κύπρο. Στην συγκεκριμένη συνεδρίαση διαφάνηκε ότι η αξία του δικαιώματος που θα αποκτούσε ο Εναγόμενος, κατά την αποχώρησή του, θα μειωνόταν δραστικά. Μετά την παρέλευση ενός μηνός από την συγκεκριμένη συνεδρίαση ο Εναγόμενος έκδωσε και προώθησε, στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, σειρά επιταγών για υπογραφή. Πριν ξεκινήσει να εκδίδει τις συγκεκριμένες επιταγές ο Εναγόμενος είχε επικοινωνήσει με τον Γιάννη Βασιλείου, λογιστή της KPMG, ελεγκτών του Ταμείου και του ανέφερε ότι θα προχωρούσε στη συγκεκριμένη πράξη. Παρά το γεγονός ότι του αναφέρθηκε από τον Γιάννη Βασιλείου ότι η συγκεκριμένη πράξη καταστρατηγεί τους κανονισμούς του Ταμείου Προνοίας λόγω του ότι συνέχιζε ο Εναγόμενος να είναι μέλος του, εντούτοις προχώρησε και εξέδωσε τις επιταγές τις οποίες και προώθησε στον τότε Πρόεδρο του Ταμείου, τμηματικά, ούτως ώστε αυτός να μην αντιληφθεί το μέγεθος του ποσού. Κατά τη δική του άποψη ο Εναγόμενος γνώριζε ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν το δικαιούτο και ότι αυτό ήταν παράνομο και παράτυπο. Η λογίστρια του Ταμείου διαπιστώνοντας, στις αρχές του 2012, τη συγκεκριμένη ανάληψη ενημέρωσε τον Γιάννη Βασιλείου και μαζί κάλεσαν τον Εναγόμενο και του ανέφεραν ότι η πράξη του ήταν παράτυπη και ότι ο μόνος τρόπος για να λάβει το συγκεκριμένο ποσό ήταν με δανεισμό. Ακολούθως ο Εναγόμενος πέρασε την ανάληψη του ποσού στα αρχεία ως δάνειο και χρέωσε τον εαυτό του και με τόκους για το συγκεκριμένο δάνειο. Διαπιστώθηκε, στη συνέχεια, ότι πέραν του ποσού που αυτός είχε λάβει ως δάνειο είχε αποσύρει και το ποσό του Λογαριασμού Β και όταν του αναφέρθηκε ότι αυτή η ενέργεια δεν επιτρεπόταν, ο Εναγόμενος, θύμωσε, χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και ανέφερε ότι θα πάρει ότι θέλει. Όταν του ζητήθηκε η επιστροφή των συγκεκριμένων ποσών αυτός αρνήθηκε να τα επιστρέψει. Κατά τη δική του άποψη η σειρά των πράξεων του Εναγόμενου ήταν παράνομες και παράτυπες. Υποστήριξε ότι όφειλε ο Εναγόμενος, γνωρίζοντας για την απομείωση του ποσού, να διαμορφώσει ανάλογα το ποσό το οποίο είχε να λαμβάνει.

 

Προώθησε τη θέση ότι η Διαχειριστική Επιτροπή δεν γνώριζε για τις πράξεις του Εναγόμενου μέχρι τον Αύγουστο του 2012, αφού ο Εναγόμενος προχώρησε στην έκδοση των επιταγών χωρίς να ενημερώσει τα υπόλοιπα τρία (3) μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, λόγω του ότι υπογράφων των επιταγών ήταν ο ίδιος και ο Πρόεδρος της. Είχε λάβει παράτυπα το συγκεκριμένο ποσό μειώνοντας το δικαίωμα των υπολοίπων μελών του Ταμείου χωρίς δεύτερη σκέψη, ανθρώπων που χρειάζονταν πραγματικά τα χρήματα που ο Ενάγοντας τους στέρησε. Ήταν η θέση του ότι ο Εναγόμενος διετέλεσε γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής για σειρά ετών και ήταν ένας άνθρωπος που εξέταζε τα πράγματα με λεπτομέρεια γι’ αυτό και ο ίδιος του είχε εμπιστοσύνη. Όμως τελικά διαπιστώθηκε ότι παραβίασε το Καταστατικό του Ταμείου, συγκεκριμένα το άρθρο 3 του Καταστατικού, αφού λόγω του ότι δεν αποχώρησε αλλά η εργοδότηση του επεκτάθηκε με τους ίδιους όρους για περαιτέρω 3 χρόνια, παρέμεινε μέλος του Ταμείου Προνοίας μέχρι την αποχώρηση του στις 30/12/2012 και λόγιζε στον εαυτό του εισφορές από τον εργοδότη καθώς και από τον εαυτό του. Προώθησε τη θέση ότι ο Εναγόμενος ήταν ένας υπάλληλος όπως όλοι οι υπόλοιποι και εφόσον επεκτάθηκε η εργοδότηση του παρέμεινε με τα ίδια καθήκοντα και δικαιώματα και το Καταστατικό εφαρμοζόταν με τον ίδιο τρόπο που θα εφαρμοζόταν σε οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο.

 

Ερωτηθείς για τη συμφωνία παράτασης της εργοδότησης του Εναγόμενου υποστήριξε ότι η Διαχειριστική Επιτροπή δεν είχε ενημερωθεί για την σύναψή της και η συμφωνία είχε συνταχθεί μεταξύ του Εναγόμενου και του τότε Γενικού Διευθυντή της ΛΙΛ, εναντίον του οποίου εκκρεμεί υπόθεση για απόκτηση ποσού πέραν του δικαιώματος που είχε στο Ταμείο Προνοίας. Κατά τη δική του άποψη το συγκεκριμένο έγγραφο δεν δεσμεύει την Διαχειριστική Επιτροπή αφού οι κανονισμοί του Ταμείου δεν επέτρεπαν τη συμπερίληψη κάποιων εκ των όρων. Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο έγγραφο δεν κατέγραφε ότι ο Εναγόμενος δικαιούτο άμεσα στην καταβολή του Ταμείου Προνοίας του, αφού συνέχιζε να είναι μέλος του Ταμείου και να καταβάλλει εισφορές στον λογαριασμό του. Ήταν η δική του άποψη ότι ο Εναγόμενος προέβη στην αφαίρεση χρημάτων με υπολογισμένη σκέψη «calculated thought», μετά από τη Συνεδρία στην οποία διαπιστώθηκε ότι θα υπήρχε αλλαγή στην αξία του δικαιώματος του όταν θα αφυπηρετούσε. Ερωτηθείς υποστήριξε ότι είχε δοθεί, στον τότε Πρόεδρο της ΛΙΛ, ένα έγγραφο που συντάχθηκε από τον Εναγόμενο μαζί με τον πρώην Διευθυντή της ΛΙΛ και του ζητήθηκε να το υπογράψει αναφέροντας ότι ήταν σύμφωνο με την απόφαση της Επιτροπής της Λέσχης και λόγω της εμπιστοσύνης που είχε στα πρόσωπά τους υπέγραψε το συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο δεν δεσμεύει το Ταμείο ως ανεξάρτητη νομική οντότητα. Κατά τη δική του άποψη το συγκεκριμένο έγγραφο δεν αναφέρει πότε ο Εναγόμενος δικαιούτο στην καταβολή του Ταμείου Προνοίας και σίγουρα δεν κατέγραφε την καταβολή του κατά βούληση του Εναγόμενου γιατί, αν ήταν έτσι, ο Εναγόμενος δεν θα συνέχιζε να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο αλλά θα λάμβανε άμεσα το ποσό. Επέμενε στην θέση του ότι δεν χωρούσε αμφισβήτησης ότι ο Εναγόμενος δικαιούτο στο ποσό του Ταμείου όμως το Τεκμήριο 2 δεν κατέγραφε πότε ο Εναγόμενος δικαιούτο να λάβει το ποσό.

 

Παραδέχθηκε ότι τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση είχαν καταγγελθεί στην Αστυνομία, όμως ισχυρίστηκε ότι λέχθηκε από την Αστυνομία ότι θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί το ποσό για το οποίο υποβαλλόταν η καταγγελία και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την οριστικοποίηση των Οικονομικών Λογαριασμών του Ταμείου του 2011 και του 2012, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν περί τα τέλη του 2013. Υποστήριξε ότι μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει αποτέλεσμα σε σχέση με την συγκεκριμένη καταγγελία.

 

Ανέφερε σε σχέση με την απομείωση, ότι το μεγαλύτερο μέρος της είχε γίνει το 2012 και ότι η απομείωση επηρέαζε το συνολικό ποσό του Ταμείου, του Λογαριασμού Α και Β, αφού το κάθε μέλος έχει ένα ποσοστό στο Ταμείο και είναι εκείνο το ποσοστό που επηρεάζεται από την απομείωση. Ερωτηθείς να εξηγήσει τη θέση του, ότι οι ενέργειες του Εναγόμενου ισοδυναμούν με υπεξαίρεση και θυματοποίηση των συναδέλφων του, επανέλαβε ότι το συγκεκριμένο Ταμείο συνιστά ένα σύνολο στο οποίο κάθε υπάλληλος έχει ποσοστό και αν ο Εναγόμενος έλαβε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που του αναλογεί αυτό σημαίνει ότι θυματοποιούνται όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι του με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ανθρώπους που φυλάγανε τα συγκεκριμένα χρήματα για πολλά χρόνια, οι οποίοι τελικά κατέληξαν να δεχθούν τρομακτική μείωση του ποσοστού τους, λόγω και των ενεργειών του Εναγόμενου. Ανέφερε ότι μέλη του Ταμείου, τα οποία έχουν αποχωρήσει, έχουν ενημερωθεί ότι αν πετύχει η συγκεκριμένη αγωγή το ποσό θα διαμοιραστεί ανάλογα με το ποσοστό στο οποίο είχαν δικαίωμα την επίδικη περίοδο στο Ταμείο. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κατά πόσο τα ποσά, που κατ’ ισχυρισμό υπεξαίρεσε ο Εναγόμενος, είχαν συμπεριληφθεί στις καταστάσεις λογαριασμού, όμως από ότι μπορούσε να θυμηθεί είχαν καταγραφεί στο Τεκμήριο 39, στη σελίδα 3.

 

Επέμενε στη θέση του ότι ο Εναγόμενος δεν αφυπηρέτησε το 2010, αφού η εργοδότησή του είχε επεκταθεί για ακόμα 3 χρόνια, εξ’ ου και δεν του επιτρεπόταν να πάρει το συγκεκριμένο ποσό, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού, αφού παρέμεινε μέλος του Ταμείου. Όταν του υποβλήθηκε ότι απαγορεύεται η επαναπρόσληψη προσώπου που έχει ολοκληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, ο ίδιος προώθησε τη θέση ότι σύμφωνα και με την απόφαση του Εργατικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ.975/12, το Ταμείο Προνοίας δεν έχει κάποιο κανονισμό που να απαγορεύει την παραμονή, μετά το 65ο έτος της ηλικίας, ενός εργαζόμενου. Ισχυρίστηκε ότι ο Εναγόμενος διενήργησε μια σειρά από πράξεις, αφού με το άκουσμα της μείωσης της αξίας του Ταμείου, μετά από υπολογισμένη σκέψη, ένα μήνα μετά τη συνεδρία με τους ελεγκτές του Ταμείου και συνειδητοποιώντας ότι θα μειωνόταν η αξία του δικαιώματος του στο Ταμείο, ενημέρωσε τον Γιάννη Βασιλείου, λογιστή στην KPMG, ότι θα απέσυρε το ποσό που είχε σε πίστη του, πράγμα το οποίο έπραξε παρά την υπόδειξη του Βασιλείου ότι αυτό ήταν παράτυπο και παράνομο. Σε περίοδο 4 μηνών εξέδωσε και προώθησε, στον τότε Πρόεδρο της Επιτροπής του Ταμείου, τις συγκεκριμένες επιταγές τις οποίες η λογίστρια του Ταμείου ανακάλυψε στις αρχές του 2012. Ήταν ο ίδιος ο Εναγόμενος που στη συνέχεια ενσωμάτωσε τα συγκεκριμένα ποσά ως δάνειο και χρέωνε στον εαυτό του τόκους. Η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου ήθελε να διευκολύνει τον Εναγόμενο να προβεί στη σωστή πράξη, ήτοι να επιστρέψει το ποσό των €550.000 στο Ταμείο, όμως εκείνος αρνήθηκε να το πράξει. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο Εναγόμενος είχε λάβει τα ποσά νόμιμα και ότι τα δικαιούτο, καθώς επίσης και τον ισχυρισμό ότι ήταν εφεύρεση της Διαχειριστικής Επιτροπής η υπεξαίρεση των λεφτών από τον Εναγόμενο. Προώθησε συνάμα τη θέση ότι όλα τα μέλη του Ταμείου επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις πράξεις του Εναγόμενου και πολύ περισσότερο επηρεάστηκαν οι πιο μικροί συνάδελφοί του. Με αναφορά και επεξήγηση του Τεκμηρίου 16 προώθησε τη θέση ότι ο Εναγόμενος οφείλει στο Ταμείο το ποσό των €228.923,64.

 

Ο Σάββας Πολυβίου, Μ.Ε.2, μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, ήταν ο επόμενος μάρτυρας. Παράθεσε τις θέσεις του στο Έγγραφο 2. Κατέγραψε ότι ήταν Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής από το 2005 μέχρι το 2017. Είναι οικονομολόγος και ορκωτός ελεγκτής και ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας SPGM Limited που προσφέρει ελεγκτικές, λογιστικές και φορολογικές υπηρεσίες. Έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Το Ταμείο είχε επενδύσει σε χρεόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας συνολικού ποσού €1.537.741 που έληγαν το 2016 και απέδιδαν τόκο 5.05%. Τα συγκεκριμένα μετατράπηκαν, με απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου ημερομ.16/09/2010, σε αξιόγραφα αορίστου διαρκείας με σταθερό επιτόκιο 6,25% ετησίως πληρωτέο σε τριμηνιαία βάση. Είχαν αγοραστεί και χρεόγραφα της Τράπεζας Κύπρου συνολικού ύψους €581.264 τα οποία μετατράπηκαν, τον Δεκέμβριο 2007, σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου αξίας €239.544 και τα υπόλοιπα αξίας €341.720 σε αξιόγραφα κεφαλαίου. Σε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής, στις 10/10/2011, στην οποία είχε παρευρεθεί ο ίδιος, ο Εναγόμενος και εκπρόσωποι των ελεγκτών του Ταμείου, ήτοι της KPMG, αναφέρθηκε ότι δεν είχε γίνει η επαναξιολόγηση των χρεογράφων/αξιογράφων γιατί δεν υπήρχε επαρκής όγκος συναλλαγών στο ΧΑΚ που να διαμορφώνει τιμή αγοράς και ότι θα εξεταζόταν η αποτίμησή τους στις Οικονομικές Καταστάσεις του Ταμείου για το 2011. Μετά τη συγκεκριμένη συνεδρία η οικονομία στην Ελλάδα είχε επιδεινωθεί επηρεάζοντας και την Κύπρο σε σχέση με τις αξίες των αξιογράφων. Ο ίδιος είχε ενημερωθεί, τον Αύγουστο του 2012, από άλλα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής και από την λογιστική λειτουργό της ΛΙΛ και του Ταμείου, ότι υπήρχε παρατυπία όσον αφορά απόσυρση χρημάτων από το Ταμείο Προνοίας από τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος παρουσίασε μία συμφωνία ημερομηνίας 11/01/2010, η οποία κατέγραφε ότι συνέχισε να είναι μέλος του Ταμείου Προνοίας και ότι ουδέποτε έχασε τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Το Ταμείο Προνοίας επαναταξινόμησε τα μη σωρευτικά μετατρέψιμα αξιόγραφα κεφαλαίου της Ελληνικής Τράπεζας καθώς και τα αξιόγραφα της Τράπεζας Κύπρου με βάση τη χρηματιστηριακή τους αξία και στις 03/12/2011, η δίκαιη αξία τους ανερχόταν σε €0,7 και €0,009 αντιστοίχως. Η εύλογη αξία τους υπολογίστηκε, κατά την ίδια ημερομηνία, σε €0,5 και €0,005 αντιστοίχως. Για το 2011, με βάση τους ελεγμένους λογαριασμούς του Ταμείου, η κατάσταση αλλαγών στα καθαρά περιουσιακά του στοιχεία περιλάμβανε ζημιές αξίας €875.000 και για το 2012 ζημιές ύψους €565.625. Λόγω των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων η μερίδα του Εναγόμενου υπολογίστηκε για το 2011 στο ποσό των €388.717,61 και για το 2012 στο ποσό των €351.956,65. Ο Εναγόμενος έλαβε πρόωρα επιταγές συνολικού ύψους €550.000, μεταξύ των ημερομηνιών 14/11/2011 και 30/04/2012, λαμβάνοντας ποσό ύψους €235.276,06 πέραν του ποσού που δικαιούτο. Το ποσό των €235.276,06 προέκυψε μετά από συμψηφισμό του υπολοίπου των δανείων του Εναγόμενου, τα οποία στις 31/12/2012 ανέρχονταν στις €587.232,71. Παρέμεινε εις πίστη του, μετά το μερίδιο ζημιάς από την απομείωση των επενδύσεων που ανερχόταν στις €351.956,65, το ποσό των €235.276,06. Τα συγκεκριμένα ποσά καταγράφηκαν στις Εκθέσεις και Οικονομικές Καταστάσεις του Ταμείου για τα έτη 2010, 2011 και 2012. Αξιώνεται το ποσό των €228.923,64, αφού από το συνολικό ποσό των €235.276,06 είχε αφαιρεθεί ποσό ύψους €6.352 το οποίο συνιστούσε υπόλοιπο παλαιότερου δανείου του Εναγομένου.

Αντεξετασθείς ισχυρίστηκε ότι σκοπός της συνεδρίας ημερομηνίας 10/10/2011 ήταν η ανασκόπηση του Ταμείου Προνοίας και η συζήτηση θεμάτων που απασχολούσαν με τους ελεγκτές του. Λόγω του ότι είχαν φύγει τέσσερα (4) άτομα, τα οποία θα λάμβαναν από το Ταμείο περί τις €600.000, έγινε μια ενημέρωση σε σχέση με την κατάσταση του Ταμείου και συζητήθηκε το θέμα των επενδύσεων σε αξιόγραφα και χρεόγραφα. Είχαν ενημερωθεί από τους ελεγκτές του Ταμείου ότι η εικόνα του Ταμείου θα αποκαλύπτετο καλύτερα στο τέλος του έτους, όταν θα ετοιμάζονταν οι ελεγμένοι λογαριασμοί. Οι ελεγμένοι λογαριασμοί του Ταμείου ετοιμάζονταν κάποιους μήνες μετά το τέλος του χρόνου. Ερωτηθείς ανέφερε ότι παρόλο που τον Οκτώβριο 2011 δεν φαινόταν ο επηρεασμός από την οικονομική κρίση μετά το Eurogroup για την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, διαφάνηκε ότι λόγω της εξάρτησης των κυπριακών τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου η οικονομική κατάσταση της Κύπρου θα επηρεαζόταν. Υποστήριξε ότι αυτή η δυσμενής οικονομική κατάσταση, λόγω των αξιογράφων που κατείχε το Ταμείο αντικατοπτρίστηκε στους Οικονομικούς Λογαριασμούς του 2011, το Τεκμήριο 38. Είχαν απομείωση περί τις €875.000 περί το τέλος του 2011. Οι Οικονομικές Καταστάσεις του 2012, λόγω διάφορων γεγονότων που περιήλθαν σε γνώση της Διαχειριστικής Επιτροπής είχαν καθυστερήσει. Είχαν γίνει και συστάσεις από τον Έφορο Ταμείων Προνοίας να μην γίνουν οποιεσδήποτε πληρωμές μέχρι να ξεκαθαρίσει το θέμα της αξιολόγησης της αξίας των συγκεκριμένων αξιογράφων. Οι λογαριασμοί του 2011 υπογράφτηκαν στις 12/07/2013.

 

Όσον αφορά την απόσυρση χρημάτων από το Ταμείο Προνοίας από τον Εναγόμενο, ο ίδιος ενημερώθηκε για το γεγονός αυτό τον Αύγουστο του 2012. Η συγκεκριμένη ενημέρωση, κατά την άποψη του, ήταν απαραίτητη γιατί όταν αποσύρονται χρήματα παράτυπα αυτό πρέπει να αντανακλάται και στους λογαριασμούς του Ταμείου. Υποστήριξε ότι ούτε τα άλλα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου είχαν οποιαδήποτε γνώση της συγκεκριμένης παρατυπίας. Διαφάνηκε ότι ο Εναγόμενος παρουσίαζε, στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, την εικόνα ότι όλοι είχαν ενημερωθεί για την απόσυρση των χρημάτων και ο Πρόεδρος υπέγραφε τις επιταγές. Όμως ο ίδιος, ως μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, δεν ήταν ενήμερος και προώθησε τη θέση ότι αν ενημερωνόταν θα υποδείκνυε στον Εναγόμενο ότι μέλος του Ταμείου, που συνεχίζει να παραμένει μέλος, δικαιούται να αποσύρει λεφτά από το Ταμείο μόνο υπό μορφή δανείου και μέχρι ενός ποσού εκ των εισφορών του στον Λογαριασμό Α και περαιτέρω, ότι θα έπρεπε να συμφωνηθεί το ύψος και το επιτόκιο του δανείου και να υπογραφτεί σχετική δανειακή σύμβαση. Επέμενε στη θέση του ότι το γεγονός ότι έγινε απόσυρση χρημάτων χωρίς να ακολουθηθεί η σωστή διαδικασία είναι δεδομένο. Κατόπιν νομικής συμβουλής που λήφθηκε από το Ταμείο θεωρήθηκε ότι από τη στιγμή που ο Εναγόμενος παρέμεινε μέλος τους Ταμείου η απόσυρση θα θεωρείτο ως δάνειο έτσι ώστε να ζητηθεί η επιστροφή του ποσού που ο Εναγόμενος δεν δικαιούτο να λάβει. Όμως ο Εναγόμενος αρνήθηκε να υπογράψει δανειακή σύμβαση. Παρά το γεγονός αυτό, για σκοπούς ετοιμασίας των Οικονομικών Λογαριασμών, η απόσυρση του ποσού θεωρήθηκε ως δάνειο. Υποστήριξε ότι το καταστατικό προνοεί για δικαίωμα σε δάνειο μέχρι ενός συγκεκριμένου ποσού και δεν μιλά ούτε για απόσυρση χρημάτων ούτε για οτιδήποτε άλλο.

 

Ερωτηθείς κατά πόσο λόγω αφυπηρέτησης ο Εναγόμενος μπορούσε να λάβει το συγκεκριμένο ποσό, υποστήριξε ότι η συμφωνία που είχε καταρτιστεί, για την οποία η Διαχειριστική Επιτροπή δεν ήταν ενήμερη, το Τεκμήριο 2, καταδεικνύει ότι δεν αφυπηρέτησε αφού ρητά προβλέπει για τη συνέχιση της εργοδότησής του. Υπέδειξε ότι, αν αφυπηρετούσε, θα δικαιούτο να λάβει το ποσό του Ταμείου, την ημέρα της αφυπηρέτησής του, πηγαίνοντας σπίτι του. Ο Εναγόμενος υπέγραψε τους τελικούς Λογαριασμούς του 2010, σαν Γραμματέας, οι οποίοι αποκάλυπταν ότι του αναλογούσε μερίδιο ύψους περί τις €500.000 και θα λάμβανε και τους εισπρακτέους τόκους επί του συγκεκριμένου ποσού. Αν αφυπηρετούσε, το ποσό που του αναλογούσε το 2012 θα ήταν μηδέν αφού θα ξεκινούσε από το μηδέν και δεν θα λάμβανε οποιουσδήποτε τόκους. Προώθησε τη θέση ότι δεν μπορεί κάποιος να διαλέγει ποια προνόμια θα λάβει από την εργοδότησή του. Κατά τη δική του άποψη όταν ο Εναγόμενος αντιλήφθηκε ότι οι ενδείξεις σε σχέση με την οικονομία ήταν αρνητικές, τον Νοέμβριο με Δεκέμβριο 2011, ξεκίνησε να αποσύρει χρήματα. Ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των τεσσάρων (4) μελών του Ταμείου το 2011, για κάποιον που ήταν υπεύθυνος λογιστηρίου, είναι ανησυχητικό αφού βλέπει τα διαθέσιμα χρήματα που παραμένουν στο Ταμείο να μειώνονταν δραστικά.

 

Ανέφερε ότι δεν είναι ειδικός σε θέματα εργοδότησης ή ειδικής εργοδότησης, όμως αυτό που μπορούσε να πει είναι ότι ο Εναγόμενος συνέχιζε να εργοδοτείται και συνέχιζε να διατηρεί την μερίδα του στο Ταμείο. Υπέδειξε τη μερίδα του Εναγόμενου στο Τεκμήριο 41 και εξήγησε πώς υπολογίζονται τα συγκεκριμένα ποσά. Ανέφερε ότι αρχικά ξεκινά το υπόλοιπο της μερίδας του κάθε υπαλλήλου και προστίθενται οι εισφορές του ιδίου και του εργοδότη και ακολούθως γίνονται οι προσθήκες που αφορούν την αλλαγή στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων και προστίθενται οι προσθήκες οποιωνδήποτε άλλων εισπρακτέων τόκων αν υπάρχουν. Υπέδειξε τη σελίδα 16 στο Τεκμήριο 16 και ανέφερε ότι η μερίδα του Εναγόμενου κατέγραφε το ποσό των €388.717 για την περίοδο 01/01/2011 μέχρι 31/11/2011. Με αναφορά στο Τεκμήριο 41 υπέδειξε ότι στις αρχές του 2011 το υπόλοιπο του Εναγόμενου στον Λογαριασμό Α ήταν €364.524 και το υπόλοιπο στον Λογαριασμό Β ήταν €210.753.

 

Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει την «απομείωση της εύλογης αξίας» των επενδύσεων, ισχυρίστηκε ότι με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που αφορούν χρηματοοικονομικά στοιχεία της επένδυσης του συγκεκριμένου είδους, συγκεκριμένα το Πρότυπο 39, αποτιμώνται σε εύλογη αξία. Για σκοπούς υπολογισμού της εύλογης αξίας, εάν υπάρχει ενεργή χρηματιστηριακή αγορά, χρησιμοποιείται η αξία τους στο χρηματιστήριο. Αν δεν υπάρχει ενεργή αγορά τότε γίνεται αποτίμηση με μοντέλα αποτίμησης που συνάδουν με τα λογιστικά πρότυπα. Ο ίδιος προχώρησε, για σκοπούς αξιολόγησης των αξιογράφων της Τράπεζας Κύπρου και χρησιμοποίησε μοντέλο αποτίμησης της εύλογης αξίας που χρησιμοποιείτο στο χρηματιστήριο. Για τα αξιόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας χρησιμοποιήθηκε η εύλογη αξία τους στο Χρηματιστήριο. Εξήγησε ότι το μοντέλο αποτίμησης εμπεριέχει κάποια ρίσκα που αφορούν τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου αξιογράφου.

 

Ερωτηθείς γιατί είχε χαρακτηρίσει την απόσυρση των χρημάτων παρατυπία, εξήγησε ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος ήταν Γραμματέας του Ταμείου Προνοίας και έπεισε τον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής να του υπογράψει επιταγές αναφέροντας του ότι τα υπόλοιπα μέλη ήταν ενήμερα, ενώ αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο ίδιος θεωρεί ότι υπήρχε δόλος και απάτη από μέρους του Εναγόμενου γιατί δεν είχε δικαίωμα να λάβει το συγκεκριμένο ποσό. Με τις πράξεις του, ο ίδιος ο Εναγόμενος, κατέδειξε ότι συνέχιζε η εργοδότησή του γιατί ήθελε να λαμβάνει το μεγάλο μερίδιο των τόκων. Κατέληξε ότι η Διαχειριστική Επιτροπή δεν γνώριζε και δεν συναίνεσε ποτέ για την απόσυρση του συγκεκριμένου ποσού.

 

Μαρτυρία δόθηκε και από τον Γιάννη Βασιλείου, Μ.Ε.3, κατά τον επίδικο χρόνο ορκωτό ελεγκτή στην εταιρεία KPMG. Η γραπτή του δήλωση σημειώθηκε ως Έγγραφο 3. Σε αυτήν κατέγραψε τις θέσεις του και συγκεκριμένα ότι η εταιρεία KPMG είναι οι ελεγκτές του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού της ΛΙΛ από το 2006 και ότι ο ίδιος είχε παρευρεθεί σε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής που αφορούσε συζήτηση αναφορικά με τις επενδύσεις του Ταμείου Προνοίας σε αξιόγραφα, την αξιολόγηση των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν και την απομείωση της αξίας των αξιογράφων. Στην συγκεκριμένη συνεδρία είχε αναφερθεί ότι δεν είχε διενεργηθεί η επαναξιολόγηση των χρεογράφων - αξιογράφων γιατί δεν υπήρχε στο ΧΑΚ επαρκής όγκος συναλλαγών που να διαμορφώνει την τιμή αγοράς και ότι θα εξεταζόταν η αποτίμησή τους στους λογαριασμούς του Ταμείου το 2011. Ο Εναγόμενος του είχε τηλεφωνήσει, στις 11/11/2011, για να του αναφέρει ότι θα απέσυρε λεφτά από το Ταμείο Προνοίας και ο ίδιος τον ενημέρωσε ότι αυτό είναι παράτυπο και κατά παράβαση των κανονισμών του Ταμείου, λόγω του ότι συνέχιζε να είναι μέλος του και ότι οποιαδήποτε απόσυρση χρημάτων μπορούσε να γίνει μόνο υπό μορφή δανείου και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου. Κατά τον έλεγχο των Οικονομικών Καταστάσεων του Ταμείου για το 2011 ο ίδιος διαπίστωσε ότι ο Εναγόμενος απέσυρε χρήματα προς πίστη του και από τον Λογαριασμό Β, στον οποίο κατατίθεντο μόνο οι εισφορές του εργοδότη, από το οποίο δεν δικαιούται κανένας να αποσύρει χρήματα, αλλά τα λαμβάνει μόνο με τον τερματισμό των υπηρεσιών του και την οριστική αποχώρησή του από την εργασία του. Ενημέρωσε τον Εναγόμενο ότι το ποσό που είχε αποσύρει θα θεωρείτο ως έντοκο δάνειο και ο Εναγόμενος αποδέχθηκε. Ο ίδιος ενημέρωσε για τα συγκεκριμένα γεγονότα στην συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής στις 19/12/2012, στην οποία παρευρέθηκε ο ίδιος, καθώς και ο Χρίστος Βασιλείου και ο Μιχάλης Βασιλείου εκ μέρους της KPMG. Έγινε υπολογισμός της μερίδας του Εναγόμενου για το 2011 και το 2012. Η μερίδα του Εναγόμενου για το 2011 αποτιμήθηκε στα €388.717,61 και για το 2012 στα €351.956,65. Στις Οικονομικές Καταστάσεις του 2011 υπάρχει Σημείωση σχετικά με τις προβλέψεις απομείωσης που κρίνονται αναγκαίες κάτω από τον τίτλο «Χρηματοοικονομικά Μέσα και Διαχείριση Κινδύνων». Η συγκεκριμένη Σημείωση δεν συνδέεται με τις απαιτήσεις του Ταμείου Προνοίας εναντίον του Εναγόμενου.

 

Αντεξετασθείς ανέφερε ότι σύμφωνα με το Καταστατικό υπάρχουν δύο τρόποι απόσυρσης χρημάτων από μέλος του Ταμείου. Ο πρώτος είναι να αιτηθεί δάνειο και ο δεύτερος όταν το μέλος χάσει την ιδιότητα του μέλους, ήτοι όταν παύσει να είναι υπάλληλος της ΛΙΛ. Ο Εναγόμενος δεν έπραξε κανένα από τα δύο. Υποστήριξε ότι για σκοπούς ελέγχου του Ταμείου Προνοίας δεν εξετάζεται η ηλικία κάθε μέλους αλλά η ιδιότητά του, ήτοι αν είναι υπάλληλος της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, αφού συμβαίνει υπάλληλοι που συνταξιοδοτούνται να συνεχίζουν την εργασία τους.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι για το 2011 ο Εναγόμενος είχε στον λογαριασμό του υπόλοιπο ύψους €388.717,61 και για το 2012 υπήρχε υπόλοιπο ύψους €587.232, το οποίο διαμορφώθηκε σε €351.956,65 λόγω της απομείωσης. Εξήγησε ότι η απομείωση ενός χρηματοοικονομικού μέσου καθορίζεται με βάση την τιμή του Χρηματιστηρίου, όταν υπάρχει επαρκής χρηματιστηριακή κίνηση. Ο δεύτερος τρόπος είναι μέσω της χρήσης ενός μοντέλου καθορισμού της επικαιροποιημένης αξίας του χρηματοοικονομικού μέσου με βάση τα λογιστικά πρότυπα. Υποστήριξε ότι είναι η Διαχειριστική Επιτροπή που προβαίνει σε επικαιροποίηση, recalculation, της αξίας του χρηματιστηριακού μέσου και ότι οι Ελεγκτές εξετάζουν τις παραμέτρους που χρησιμοποίησε η Διαχειριστική Επιτροπή.

 

Κατά τη δική του άποψη λόγω του γεγονότος ότι ο Εναγόμενος ήταν υπάλληλος της ΛΙΛ και μέλος του Ταμείου Προνοίας, για να μπορεί να αποσύρει λεφτά έπρεπε είτε να υποβάλει στην Διαχειριστική Επιτροπή αίτημα δανείου, το οποίο να εγκριθεί από την Διαχειριστική Επιτροπή, είτε να δώσει παραίτηση. Για να μπορεί να λάβει το λαβείν του έπρεπε να χάσει την ιδιότητα του μέλους. Υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος είχε εισφορές τόσο στον Λογαριασμό Α όσο και στον Λογαριασμό Β κατά τον χρόνο που συνέχισε να εργάζεται. Επέμενε στη θέση του ότι ως Ελεγκτές δεν εξετάζουν αν αφυπηρέτησε κάποιος υπάλληλος αλλά κατά πόσο διατηρεί την ιδιότητα του ως μέλος του Ταμείου. Παρέμεινε σταθερός στη θέση του ότι ο Εναγόμενος δικαιούτο να λάβει ένα ποσό μετά την παραίτησή του και κατά τη δική του άποψη, σύμφωνα με το Τεκμήριο 38, Σημείωση 5, το δάνειο που είχε λάβει ο Εναγόμενος συμπεριλαμβάνεται στο ποσό των €475.779. Οτιδήποτε είχε να λαμβάνει πέραν του δανείου απεικονίζεται στο Τεκμήριο 39, στη Σημείωση 9, στη σελίδα 22 «Πληρωμές ή πληρωτέα σε Μέλη που αποχώρησαν». Υποστήριξε ότι για να αποτυπώσει κάποιος το ακριβές ποσό πρέπει να απευθυνθεί στην Διαχειριστική Επιτροπή.

 

Τελευταίος έδωσε μαρτυρία ο Πάρης Κωνσταντινίδης, Μ.Ε.4, ο οποίος κατέγραψε τις θέσεις του σε κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 4. Στην δήλωσή του καταγράφει ότι από τον Απρίλιο 2013 μέχρι και σήμερα είναι Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής - Γραμματέας της ΛΙΛ, ενώ προηγουμένως, από τον Δεκέμβριο 1998 μέχρι και τον Απρίλιο 2013, ήταν Γραμματέας - Διευθυντής Διοικητικών Υπηρεσιών, Δημόσιων Σχέσεων και Προσωπικού της ΛΙΛ. Ο ίδιος γνωρίζει τα γεγονότα λόγω της ιδιότητας του και των θέσεων που κατείχε στο παρελθόν και που κατέχει σήμερα στην Διαχειριστική Επιτροπή και στην ΛΙΛ, ενώ έχει και σχετικά έγγραφα στην κατοχή του, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχείο της ΛΙΛ. Ο ίδιος και ο Γιώργος Χατζημηνά εκλέχθηκαν ως Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής στις 08/04/1996. Στην ίδια Γενική Συνέλευση ο Εναγόμενος εκλέχθηκε Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής, με δικαίωμα υπογραφής για την κίνηση των τραπεζικών και άλλων λογαριασμών του Ταμείου Προνοίας από κοινού με τον Πρόεδρο. Πριν την μετατροπή των χρεογράφων του Ταμείου σε αξιόγραφα, ο Εναγόμενος τον πίεζε να συγκατατεθεί έτσι ώστε το Ταμείο να προχωρήσει με την συγκεκριμένη μετατροπή. Είχε προηγηθεί, πριν την μετατροπή, μια συνάντηση στα γραφεία της ΛΙΛ στην οποία ήταν παρόντες ο Εναγόμενος, ο τότε Γενικός Διευθυντής της ΛΙΛ κ. Θεμιστοκλέους και ένας εκπρόσωπος της Ελληνικής Τράπεζας και κατά την συνάντηση είχε κληθεί και ο ίδιος για να συμμετάσχει. Ο ίδιος ήταν διστακτικός όμως οι υπόλοιποι επέμεναν ότι η επένδυση σε αξιόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας δεν έφερε κανένα κίνδυνο και προσπάθησαν να τον πείσουν ότι οι επιφυλάξεις του ήταν αβάσιμες. Μετά την επένδυση πραγματοποιήθηκε συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής, στις 10/10/2011, στην οποία παρευρέθηκε ο ίδιος, ο Εναγόμενος, ο τότε Γενικός Διευθυντής της ΛΙΛ κ. Θεμιστοκλέους, καθώς και εκπρόσωποι των ελεγκτών του Ταμείου, ήτοι της KPMG, ο κ. Βασιλείου και ο κ. Ζίγκας. Συζητήθηκε το θέμα της απομείωσης των επενδύσεων και οι εκπρόσωποι της KPMG είχαν αναφέρει ότι η έκταση των απομειώσεων, όπως και η αξία της μερίδας κάθε μέλους του Ταμείου θα μπορούσε να καθοριστεί μόνο μέσα από τους Οικονομικούς Λογαριασμούς του 2011. Η Διαχειριστική Επιτροπή αποφάσισε να μην γίνει οποιαδήποτε ενέργεια σ’ εκείνο το χρονικό διάστημα μέχρι να συμπεριληφθεί λεπτομερής και επεξηγηματική σημείωση για το συγκεκριμένο θέμα στους λογαριασμούς του 2011. Τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 6.

 

Αντεξετασθείς υποστήριξε ότι ως εκ της θέσεως του, ο Εναγόμενος, πίεζε για να αποδεχθεί η Διαχειριστική Επιτροπή την επένδυση στα αξιόγραφα της Ελληνικής Τράπεζας ως να μην έχουν οποιοδήποτε κίνδυνο και ο ίδιος επικοινωνούσε με τις Τράπεζες για να διαπραγματευτεί αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα απασχολούσε το Ταμείο Προνοίας. Λόγω του ότι προσωπικά ήταν εναντίον της συγκεκριμένης επένδυσης ο Εναγόμενος τον πίεζε συνεχώς και είχε γίνει και ένα επεισόδιο μεταξύ τους. Παραδέχθηκε ότι η συγκεκριμένη επένδυση έτυχε έγκρισης από τα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν ορισμένες αντιδράσεις τις οποίες ο Εναγόμενος φρόντισε να καθησυχάσει. Υποστήριξε ότι διαπιστώθηκε ο κίνδυνος απομείωσης των καταθέσεων μετά τις 10/10/2011 που έγινε η συνάντηση της Διαχειριστικής Επιτροπής με τους Ελεγκτές του Ταμείου και τους αναφέρθηκε ότι υπάρχει απομείωση της αξίας των αξιογράφων της Ελληνικής Τράπεζας. Όμως έπρεπε να περιμένουν, για να εξακριβωθεί η επίδραση της απομείωσης στο μερίδιο του κάθε μέλους, μέχρι το τέλος του 2011 που θα αντικατοπτριζόταν στις Οικονομικές Καταστάσεις του Ταμείου.

 

Ερωτηθείς για το Τεκμήριο 2, την σύμβαση εργοδότησης του Εναγόμενου, υποστήριξε ότι ο ίδιος την υπέγραψε ως μάρτυρας των υπογραφών αλλά δεν έλαβε μέρος στην συνομολόγησή της. Την είδε ξανά μετά που είχαν μάθει ότι υπήρξε υπεξαίρεση χρημάτων, όταν τους την υπέδειξε ο Εναγόμενος. Δεν γνώριζε οτιδήποτε για το περιεχόμενό της. Υποστήριξε ότι ο Εναγόμενος συνέχισε να εργοδοτείται για 3 χρόνια, με τα ίδια καθήκοντα και τα ίδια ωφελήματα και ότι συμμετείχε στο Ταμείο Προνοίας της ΛΙΛ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που εργοδοτούμενος να είχε ολοκληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και να παρέμεινε να εργάζεται ως μόνιμο προσωπικό της ΛΙΛ.

 

Ο Εναγόμενος, Σταύρος Μυλωνάς, Μ.Υ.1, παρέθεσε τις δικές του θέσεις σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 5. Κατέγραψε ότι εργάστηκε στην ΛΙΛ για σχεδόν 45 χρόνια προσφέροντας τις υπηρεσίες του προς εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου συμφέροντος της ΛΙΛ. Κατείχε τη θέση του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών για περίπου 20 χρόνια. Λόγω της μακροχρόνιας εργοδότησής του ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι το καταστατικό του Ταμείου και ειδικότερα την πρόνοια του άρθρου 12(α), στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στο όριο ηλικίας και στο γεγονός ότι με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας κάθε μέλος του Ταμείου δικαιούται να λάβει τα ποσά που έχει εις πίστη του στο Ταμείο. Ο ίδιος, κατά το 65ο έτος της ηλικίας του, είχε εις πίστη του το ποσό των €555.491. Αφυπηρέτησε στις 27/05/2010 έχοντας, μέχρι το τέλος του 2009, εις πίστη του ποσό ύψους €541.424,64. Λαμβάνοντας υπόψη τους τόκους επί του συγκεκριμένου ποσού και των εισφορών που αναλογούν στους πρώτους 5 μήνες του 2010 το ποσό συμποσούται στις €555.494,78. Το 2010 Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου ήταν ο κ. Γαλατόπουλος και Μέλη ο κ. Χατζημηνάς, ο κ. Κωνσταντινίδης και ο κ. Πολυβίου. Ο ίδιος εκτελούσε χρέη Γραμματέα. Σε σχέση με τα γεγονότα υποστηρίζει ότι περί τα τέλη του 2009 και ενώ πλησίαζε η αφυπηρέτησή του, η Επιτροπεία της ΛΙΛ του προσέφερε παράταση της εργοδότησης του. Αποφάσισε να αποδεχτεί την πρόταση όμως ζήτησε να λάβει το ποσό που είχε εις πίστη του στο Ταμείο Προνοίας, αφού το θεωρούσε «την προίκα των θυγατέρων του». Η συμφωνία εργοδότησης υπογράφτηκε στις 11/01/2010 από τον ίδιο, τον τότε Πρόεδρο της ΛΙΛ και δύο μάρτυρες. Οι πρόνοιες της συμφωνίας δεν ήταν τυχαίες αφού συμπεριλήφθηκε ρητή αναφορά, εντός της συμφωνίας, σε σχέση με το ποσό που είχε εις πίστη του στο Ταμείο. Η εργοδότηση του δεν συνεχίστηκε αφού με βάση τη συμφωνία εργοδότησης αφυπηρέτησε στις 27/05/2010 από τη μόνιμη εργοδότησή του και συνέχισε στις 28/05/2010 η εργοδότηση του στη βάση της σύμβασης και γι’ αυτό τον λόγο δικαιούτο να λάβει το ποσό που είχε εις πίστη του στο Ταμείο. Όλοι γνώριζαν για την ύπαρξη της συμφωνίας εργοδότησης και τους όρους της, αφού τα ίδια πρόσωπα που ήταν στην Επιτροπεία της ΛΙΛ ήταν και στη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου, οπόταν δεν μπορούν να δηλώνουν άγνοια για τους όρους της συγκεκριμένης συμφωνίας. Γνώριζαν και αποδέχονταν ότι το συγκεκριμένο ποσό ήταν δικό του και κρατείτο εις πίστη του. Τον Νοέμβριο του 2011 αποφάσισε να εισπράξει το ποσό που είχε εις πίστη του στο Ταμείο και το οποίο αφορούσε την περίοδο μέχρι και την αφυπηρέτησή του. Κατά τον ίδιο καιρό είχαν τερματιστεί οι υπηρεσίες άλλων 4 μελών του Ταμείου λόγω πλεονασμού και είχαν λάβει το πλήρες ποσό που δικαιούνταν από το Ταμείο χωρίς να εγερθεί οποιοδήποτε θέμα απομείωσης. Ενημέρωσε τον κ. Γιάννη Βασιλείου, εκ των λογιστών του Ταμείου στην εταιρεία KPMG, ότι θα λάμβανε το ποσό που είχε εις πίστη του στο Ταμείο και όλοι συμφώνησαν. Σε 8 διαφορετικές περιπτώσεις του καταβλήθηκε από τους λογαριασμούς του στο Ταμείο το συνολικό ποσό των €550.000. Ο ίδιος είχε λάβει 8 διαφορετικές επιταγές όχι γιατί επιθυμούσε να ξεγελάσει τον κ. Γαλατόπουλο, αλλά γιατί κατέθετε το κάθε ποσό σε διαφορετικό τραπεζικό ίδρυμα. Δεν διέπραξε δόλο ή απάτη και αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι ο κ. Γαλατόπουλος υπέγραφε τις επιταγές χωρίς οποιαδήποτε ένσταση. Όσον αφορά τη συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου στις 10/10/2011, ο ίδιος δεν κατάλαβε κάτι περισσότερο ή λιγότερο από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους σε σχέση με τις επενδύσεις του Ταμείου. Ούτε και είχε την ικανότητα να είναι τόσο διορατικός σε οικονομικά ζητήματα και συγκεκριμένα σε σχέση με την οικονομική κρίση που θα παρουσιαζόταν το 2013. Στις 07/08/2012 η λογιστής του Ταμείου τον επισκέφθηκε στο γραφείο του για να του αναφέρει ότι οι αποσύρσεις στις οποίες προέβαινε καταχωρούνταν στο λογιστικό λογισμικό του Ταμείου ως δάνειο. Ο ίδιος την ενημέρωσε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση ήταν λανθασμένη και ότι έπρεπε να δημιουργηθεί ξεχωριστή μερίδα αποσύρσεων αφού δεν ήταν δάνειο. Ο ίδιος τηλεφώνησε στον κ. Βασιλείου για να τον ενημερώσει για τη λανθασμένη πρακτική να περνιούνται τα ποσά που απέσυρε ο ίδιος ως δάνειο και ο αυτός του υποσχέθηκε ότι θα μεριμνούσε, στο τέλος του χρόνου που θα καταρτίζονταν οι τελικοί λογαριασμοί του Ταμείου. Είχε διαβιβάσει προς τον κ. Βασιλείου και τηλεομοιότυπο. Εντός του Σεπτέμβρη του 2012 λειτουργός της ΛΙΛ τον επισκέφθηκε στο γραφείο του αναφέροντας του ότι οι φάκελοι που αφορούσαν τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου θα μεταφέρονταν σε άλλο χώρο και ακολούθησε η επιστολή ημερομ. 18/10/2012 που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 23. Μετά την αποστολή της συγκεκριμένης επιστολής, διαδίδονταν διάφορα κουτσομπολιά ότι δήθεν ο ίδιος άφησε τους συναδέλφους του να επωμιστούν όλη τη ζημιά από τις επενδύσεις. Στη συνέχεια ο ίδιος ανακάλυψε ότι η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου είχε προ καιρού αρχίσει διάφορες μεθοδεύσεις για να χαρακτηρίσει τα χρήματα που του πληρώθηκαν ως δάνειο. Τα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής για να αποπροσανατολίσουν έφταιξαν τον ίδιο τόσο για τις επενδύσεις που έκανε το Ταμείο αλλά και για το γεγονός ότι του δόθηκαν τα χρήματα που είχε εις πίστη του στο Ταμείο. Είχαν παρουσιάσει την εικόνα ότι ο ίδιος προσπάθησε να γλιτώσει από τη ζημιά που θα προέκυπτε από τις επενδύσεις στα αξιόγραφα. Ο κ. Χατζημηνάς, στις 14/09/2012, είχε διαβιβάσει τηλεομοιότυπο στους δικηγόρους του Ταμείου για να ετοιμάσουν γνωμάτευση για διάφορα θέματα, μεταξύ αυτών και η δική του πληρωμή. Στη συγκεκριμένη γνωμάτευση γίνεται αναφορά από τους δικηγόρους του Ταμείου ότι δεν ήταν μόνιμος υπάλληλος της ΛΙΛ επειδή ήταν εργοδοτούμενος δυνάμει σύμβασης και ως εκ τούτου, δεν έπρεπε ποτέ το Ταμείο να τον δεχθεί ως μέλος μετά την αφυπηρέτησή του. Σε αυτή τη βάση του ζητήθηκε να επιστρέψει τα ποσά που είχε πληρωθεί, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά για δόλο ή απάτη εκ μέρους του, επειδή όλοι γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Ο ισχυρισμός για δόλο ή απάτη ήταν εκ των υστέρων σκέψη των Εναγόντων.

 

Ο ίδιος ποτέ δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έντυπο δανείου ,ούτε και ζήτησε δάνειο ύψους €550.000. Ουδέποτε αποδέχθηκε ότι τα ποσά που του καταβλήθηκαν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δάνειο και οι όποιες τέτοιες αναφορές στα πρακτικά της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου και στους Ελεγμένους Λογαριασμούς δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Με επιστολή ημερομ. 30/10/2012 δήλωσε την παραίτησή του από τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας. Είχε υποστεί, στις 06/06/2012, σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και οι επιπτώσεις στην υγεία του ήταν τέτοιας έκτασης που δεν μπορούσε να συνεχίσει την εργασία του ή και να ασκεί τα καθήκοντα του στην Λέσχη και στο Ταμείο. Την περίοδο της ανάρρωσης του είχε διαπιστώσει με έκπληξη ότι το νόμιμο δικαίωμα του για καταβολή των ποσών που είχε εις πίστη του μετατράπηκε στους Ενδιάμεσους Λογαριασμούς του 2011 σε δάνειο. Αυτό είχε γίνει σε μια κακόπιστη και ύστατη προσπάθεια να αιτιολογηθεί η απόδοση των ποσών τα οποία ο ίδιος δικαιούνταν και του καταβλήθηκαν. Εξέφρασε έντονα τη διαμαρτυρία του με επιστολές προς το Ταμείο. Όταν τα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος δεν θα αποδεχόταν να χαρακτηριστούν τα ποσά που είχε λάβει ως δάνειο, άλλαξαν προσέγγιση και προώθησαν τη θέση της υπεξαίρεσης, ήτοι του δόλου και της απάτης και προχώρησαν με καταγγελία στην Αστυνομία σε μια προσπάθεια για να τους επιστρέψει τα ποσά. Έγιναν διάφορα στις μετέπειτα συνεδριάσεις της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου. Ουδέποτε ο ίδιος ξεγέλασε την ΛΙΛ ή το Ταμείο λαμβάνοντας ποσά τα οποία δεν δικαιούτο ή υπεξαίρεσε οποιοδήποτε ποσό. Αντίθετα, ακόμα και σήμερα, το Ταμείο τού οφείλει τις δικές του εισφορές αλλά και του εργοδότη του για την περίοδο της δεύτερης εργοδότησης του, σύμφωνα με τη συμφωνία εργοδότησης που είχε υπογραφτεί μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, του οφείλεται το ποσό των €29.034,26.

 

Κατέθεσε ως Τεκμήριο 47 αντίγραφο της μερίδας του στο Ταμείο Προνοίας της ΛΙΛ, ως Τεκμήριο 48 αντίγραφο σημείωσης ημερομ. 11/11/2011, ως Τεκμήριο 50 αντίγραφο τηλεομοιότυπου ημερομ. 07/08/2012 που ο ίδιος διαβίβασε στον Γιάννη Βασιλείου, ως Τεκμήριο 51 σημείωση με ημερομ. 13/09/2012 του κ. Χατζημηνά, ως Τεκμήριο 52 επιστολή του δικηγορικού γραφείου Σκορδής Παπαπέτρου ημερομ. 17/09/2012, ως Τεκμήριο 53 ιατρική βεβαίωση ημερομ. 13/10/2017, ως Τεκμήριο 54 δύο δέσμες εγγράφων που αφορούν τα πρακτικά συνεδριάσεων του Ταμείου με ημερομ. 12/07/2013 και 20/12/2013 και ως Τεκμήριο 55 δέσμη εγγράφων από το λογιστικό λογισμικό του Ταμείου Προνοίας.

 

Αντεξετασθείς ανέφερε ότι κατείχε τη θέση του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της ΛΙΛ για 20 χρόνια και τα καθήκοντά του περιλάμβαναν την παρακολούθηση, τον έλεγχο και την διεξαγωγή όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων της ΛΙΛ, ήτοι πληρωμών μισθών και πληρωμών αντιπροσώπων ιπποδρομιακών στοιχημάτων, καθώς και την υποβολή εκθέσεων στην Επιτροπεία της ΛΙΛ. Είχε επίσης υπό την εποπτεία του το Λογιστήριο, του οποίου οι αρμοδιότητες συμπεριλάμβαναν τον έλεγχο των αντιπροσώπων ιπποδρομιακών στοιχημάτων, την καταβολή των επάθλων στους πρωτεύσαντες σε κάθε ιπποδρομιακή συνάντηση και τη μισθοδοσία του προσωπικού της ΛΙΛ. Παραδέχθηκε ότι το Λογιστήριο τηρούσε τα λογιστικά βιβλία της ΛΙΛ και του Ταμείου και ως εκ τούτου ο ίδιος είχε πλήρη γνώση τόσο των οικονομικών του Ταμείου όσο και των δοσοληψιών του. Ερωτηθείς ανέφερε ότι όταν του ζητήθηκε να παραμείνει στην ΛΙΛ ο ίδιος αποδέχθηκε να εργαστεί υπό άλλη ιδιότητα, ως συμβασιούχος, για 3 χρόνια και η εργοδότησή του άρχισε στις 28/05/2010, ήτοι την επομένη της αποχώρησής του. Έφυγε στις 12/12/2012 λόγω του ότι υπέστη εγκεφαλικό στις 06/06/2012, το οποίο δεν του επέτρεπε να παραμείνει μέχρι το τέλος του 2013. Υποστήριξε ότι έγινε μια ειδική σύμβαση με την οποία άρχισε η δεύτερη περίοδος εργοδότησης του.

 

Όταν ερωτήθηκε, με αναφορά στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 47, γιατί πιστώνονταν τόκοι στην μερίδα του και γιατί υπήρχαν εισφορές για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο μέχρι και τον Δεκέμβριο αφού είχε συνταξιοδοτηθεί, ο ίδιος υποστήριξε ότι η σύμβαση της νέας εργοδότησής του προέβλεπε ότι η πρόσληψή του θα γινόταν με τους ίδιους όρους εργασίας, τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες απολαβές και ωφελήματα. Επέμενε στη θέση του ότι συνέχισε την δεύτερη περίοδο της εργοδότησής του ως συμβασιούχος και όσον αφορά την πρώτη εργοδότησή του το ποσό του Ταμείου είχε κλειδώσει στις 27/05/2010, την ημέρα της αφυπηρέτησής του και δεν προστέθηκε ούτε σεντ στο συγκεκριμένο ποσό. Όταν του υποβλήθηκε ότι για να δικαιούται το συγκεκριμένο ποσό έπρεπε να παραιτηθεί και ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν κλειδώθηκε, ο ίδιος υποστήριξε ότι κλειδώθηκε και το εισέπραξε στη συνέχεια.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι η Επιτροπεία της ΛΙΛ ήταν σαν το Διοικητικό Συμβούλιο και ότι το Ταμείο διοικείτο από την Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου, στην οποία τα 2 μέλη ορίζονται από την Επιτροπεία της ΛΙΛ και τα άλλα 3 μέλη εκλέγονται από το προσωπικό της ΛΙΛ. Εξήγησε ότι ο εκάστοτε Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής, ο οποίος προέρχεται από την Επιτροπεία, υπογράφει τις επιταγές μαζί με τον γραμματέα της για τις πληρωμές. Παραδέχθηκε ότι ήταν Γραμματέας της Διαχειριστικής Επιτροπής για πολλά χρόνια, 15 με 20 χρόνια. Παραδέχθηκε ότι η αρχική του θέση ότι ο Σάββας Πολυβίου το 2010 ήταν μέλος της Επιτροπείας της ΛΙΛ, είναι λανθασμένη. Παραδέχθηκε ότι η Συμφωνία, Τεκμήριο 2, είχε υπογραφτεί από τον τότε Πρόεδρο της ΛΙΛ και τον ίδιο και ότι η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος. Όταν του υποβλήθηκε ότι η ΛΙΛ και το Ταμείο Προνοίας είναι δύο διαφορετικά όργανα ισχυρίστηκε ότι είναι πολύ μεγάλη η συνάφεια και συνύπαρξη των δύο αφού η ΛΙΛ χρηματοδοτεί το Ταμείο. Όμως δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι το Ταμείο λαμβάνει αποφάσεις μόνο του με βάση το δικό του Καταστατικό.

 

Σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 παραδέχθηκε ότι δεν καθορίζει πότε θα λάμβανε ο ίδιος τα χρήματα από το Ταμείο. Υποστήριξε, όμως, ότι ο ίδιος είχε θέσει ως όρο, πριν να υπογράψει τη συγκεκριμένη συμφωνία, ότι θα λάβει τα χρήματά του κατά την αφυπηρέτησή του. Προώθησε τη θέση ότι ο ίδιος έκανε ότι προέβλεπε το συμβόλαιό του γιατί «είναι το Ευαγγέλιο» του. Ερωτηθείς αναφορικά με τη διαδικασία λήψης του ποσού από το Ταμείο ισχυρίστηκε ότι λειτουργούσε αυτόματα και ότι κατά τον χρόνο που έφευγε κάποιος λάμβανε επιταγή. Στη δική του περίπτωση δεν έγινε αυτόματα γιατί το ποσό του είχε κλειδωθεί.

 

Αναγνώρισε την υπογραφή του καθώς και του τότε Προέδρου στις σελίδες 2 και 14 του Τεκμηρίου 37. Όταν του υποβλήθηκε ότι δεν συμπεριλαμβανόταν το ποσό της δικής του μερίδας στα ποσά που αφορούσαν τα μέλη που αποχώρησαν το 2011 επέμενε ότι το δικό του είχε κλειδώσει και εκείνα τα ποσά αφορούσαν μόνο αυτούς που αποχώρησαν. Υποστήριξε ότι αποφάσισε να αποσύρει τα λεφτά του Ταμείου, τον Νοέμβριο 2011, γιατί «είχε έρθει η ώρα τους» και επειδή σε κάποιο στάδιο θα έκτιζαν σπίτι για τις κόρες τους. Όταν του υποβλήθηκε ότι ο λόγος που είχε αποσύρει το ποσό ήταν γιατί είχε καταλάβει ότι το ποσό που του αναλογούσε μετά την απομείωση ήταν χαμηλότερο διαφώνησε και προώθησε τη θέση ότι δεν του πέρασε τέτοια σκέψη από το μυαλό.

 

Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 6, προώθησε τη θέση ότι δεν κατάλαβε οτιδήποτε περισσότερο από τους υπόλοιπους και ότι δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση μετά τη συζήτηση, αφού στο τέλος του 2011 αποχώρησαν 4 άτομα και έλαβαν όλα τα λεφτά στη μερίδα τους χωρίς καμιά περικοπή. Αρνήθηκε ότι εισέπραξε τα λεφτά γιατί γνώριζε ότι το ποσό του θα μειωνόταν λόγω της απομείωσης της αξίας των αξιογράφων και ισχυρίστηκε εμφαντικά ότι δεν υπήρχε πονηρή σκέψη. Υποστήριξε ότι είχε μιλήσει με τον Πρόεδρο του Ταμείου, τον Χατζημηνά, τον Πάρη και τον ελεγκτή του Ταμείου και τους ενημέρωσε πριν πληρωθεί ένα μέρος των χρημάτων που είχε στο Ταμείο.

 

Όταν του υποδείχθηκαν οι οκτώ (8) επιταγές, Τεκμήρια 7, 9, 11, 12, 13 και 14, παραδέχθηκε ότι δεν είχαν κατατεθεί σε ένα λογαριασμό αλλά οι 6 από αυτές σε διαφορετικούς, δικούς του, λογαριασμούς σε πέντε Τράπεζες γιατί, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν σωστό να έχει τόσα πολλά λεφτά σε μια Τράπεζα. Παραδέχθηκε ότι όταν η βοηθός του στο λογιστήριο διαπίστωσε την απόσυρση των χρημάτων τον αντιμετώπισε και του ανέφερε ότι θα το καταχωρίσει ως δάνειο και ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε αφού ουδέποτε είχε λάβει δάνειο. Ισχυρίστηκε ότι τα συγκεκριμένα ποσά πρέπει να καταγράφονται σε ξεχωριστό λογαριασμό που να τιτλοφορείται «αποσύρσεις». Αρνήθηκε την υποβολή ότι είχε συμφωνήσει να περαστούν οι συγκεκριμένες αναλήψεις ως δάνειο.

 

Όσον αφορά την παραίτησή του υποστήριξε ότι παραιτήθηκε γιατί διαφώνησε με το γεγονός ότι τα λεφτά που είχε αποσύρει είχαν περαστεί ως δάνειο και ως εκ τούτου δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τον ίδιο, αλλά και λόγω του ότι η υγεία του επιδεινώθηκε. Αρνήθηκε την υποβολή ότι έλαβε ποσό πέραν από αυτό που δικαιούτο και συγκεκριμένα €228.932,64 και προώθησε τον ισχυρισμό ότι έλαβε ότι δικαιούτο, σύμφωνα με τη σύμβαση της δεύτερης εργοδότησής του. Όμως επέμενε στη θέση του ότι διεκδικεί τις €24.000, που σύμφωνα με τον δικό του ισχυρισμό του οφείλονται από το Ταμείο λόγω της δεύτερης εργοδότησής του.

 

Τελευταίος έδωσε μαρτυρία ο Κωνσταντίνος Εκκέσιης, Μ.Υ.2, εγκεκριμένος λογιστής και Διευθύνων Σύμβουλος ελεγκτικού οίκου. Παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 6. Κατέγραψε τα προσόντα του και ότι ασκεί το επάγγελμα του ελεγκτή από το 2003. Υποστήριξε ότι είναι ανεξάρτητος από τους διαδίκους και έχει λάβει εντολή από τους δικηγόρους του Εναγόμενου για διεκπεραίωση έρευνας σε σχέση με τα Τεκμήρια 36 - 40 της διαδικασίας, που αφορούν τους Ελεγμένους Λογαριασμούς του Ταμείου για τα έτη 2009-2013. Από τα συγκεκριμένα τεκμήρια, αναφορικά με το ζήτημα της απομείωσης των ποσών του Ταμείου Προνοίας, διαπίστωσε ότι καταγράφονται καθαρές ζημιές εύλογης αξίας στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου που ανέρχονται στο ποσό €875.000 για το 2011 και €565.625 για το έτος 2012. Για το έτος 2013 δεν καταγράφεται οποιαδήποτε απομείωση. Από τη μελέτη του διαπίστωσε ότι δεν παρέχονται λεπτομέρειες αναφορικά με το πώς υπολογίστηκε το ποσό της απομείωσης και επειδή δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των λεπτομερειών του συγκεκριμένου υπολογισμού, ο ίδιος αναζήτησε πληροφόρηση από τους δικηγόρους του Εναγόμενου κατά πόσο είχαν παρασχεθεί λεπτομέρειες στη διαδικασία και οι οποίοι τον πληροφόρησαν ότι δεν παρασχέθηκαν. Ο ίδιος παρατήρησε ότι για το 2011 είχε γίνει πρόνοια για επισφαλή δάνεια σε μέλη με τη διαγραφή του ποσού των €402.632 και για το 2012 ποσού €167.300. Η πρόβλεψη μειώθηκε από τις €402.632 στις €235.232, χωρίς να υπάρχει πληροφόρηση αναφορικά με τους λόγους που έγινε ο συγκεκριμένος αντιλογισμός.

 

Αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι τα όσα ανέφερε καταγράφονται στους λογαριασμούς που κατατέθηκαν, Τεκμήρια 38 και 39. Παραδέχθηκε ότι μετά τον Μάρτιο 2013 οι καταθέσεις τόσο στην Λαϊκή Τράπεζα καθώς και στην Τράπεζα Κύπρου υπέστησαν απομείωση. Διευκρίνισε, όμως, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απομείωση στους λογαριασμούς του 2013 βάσει κάποιου μοντέλου, όπως διαφαίνεται στις καταστάσεις του 2011 και του 2012. Ανέφερε ότι υπήρχε απομείωση λόγω της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και για το 2013. Όταν του υποδείχθηκε στο Τεκμήριο 38, στις σελίδες 18 και 19, η επεξήγηση  του ιστορικού της απομείωσης στους λογαριασμούς του 2011, προώθησε τη θέση ότι χρησιμοποιείται κάποιο μοντέλο που ενώ αναφέρεται στις γνωστοποιήσεις δεν προκύπτει από τα λογιστικά πρότυπα. Υποστήριξε ότι χρησιμοποιούνται κάποιες συγκεκριμένες τιμές για αξιόγραφα, όχι όμως της Ελληνικής Τράπεζας που είναι κατηγορίας 1 και βρίσκονται σε ενεργή αγορά, αλλά για αξιόγραφα της Τράπεζας Κύπρου για τα οποία, λόγω έλλειψης πράξεων ικανοποιητικών συναλλαγών, γίνεται αναφορά σε δύο τιμές και σε κάποιο άλλο μοντέλο χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε πληροφόρηση γι’ αυτό το μοντέλο ή για το πώς έχουν υπολογιστεί οι συγκεκριμένες τιμές. Επέμενε στη θέση του ότι σε σχέση με την απομείωση, δεν την αμφισβήτησε και έκανε μια παρατήρηση αναφορικά με το μοντέλο ή και τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης απομείωσης. Ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιληφθεί με ποια βάση είχε γίνει ο αντιλογισμός και η πρόβλεψη της μείωσης για τους λογαριασμούς του 2012. Υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να βεβαιώσει την ορθότητα των οικονομικών καταστάσεων επειδή δεν γνώριζε τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση και ότι μπορούσε μόνο να προβεί σε κάποιες παρατηρήσεις σε σχέση με τους Ελεγμένους Λογαριασμούς επειδή του ζητήθηκε να τοποθετηθεί ως προς την ορθότητά τους.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δύο πλευρές προώθησαν τις θέσεις τους μέσω εμπεριστατωμένων και λεπτομερών γραπτών αγορεύσεων. Με τις τελικές τους εισηγήσεις υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με αναφορά τόσο στην προφορική αλλά και στην γραπτή μαρτυρία και στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε σχετική με τα ζητήματα που αναδείκνυαν νομολογία. Το Δικαστήριο έχει αναγνώσει με πολλή προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των δύο πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Σημειώνεται όμως ότι η προδικαστική ένσταση του Εναγόμενου δεν προωθήθηκε και συνεπώς το Δικαστήριο θεωρεί ότι εγκαταλείφθηκε, ιδιαίτερα ενόψει του ότι ο συγκεκριμένος Νόμος καταργήθηκε το 2020.

 

AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Καθηκόντως προκύπτει η αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, η οποία όπως έχει νομολογηθεί, δεν μπορεί να απομονωθεί από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, έχει εξηγηθεί ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας μαρτυρίας θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του μάρτυρα στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.

 

Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας αναφορά μπορεί να γίνει και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει αποτελεί, σε γενικές γραμμές, στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. μεταξύ άλλων Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ηροδότου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273).

 

Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, ποιότητα και σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, καθοδηγούμενη από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων και η ύπαρξη σ΄ αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.

 

Ο κ. Χατζημηνάς, Μ.Ε.1, με ευθύ λόγο και εμπεριστατωμένη γνώση των γεγονότων, λόγω της πολύχρονης υπηρεσίας του στην Διαχειριστική Επιτροπή, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου και στα όσα είχαν διαδραματιστεί σε σχέση με την επένδυση του Ταμείου σε αξιόγραφα. Η θέση του ότι η Διαχειριστική Επιτροπή δεν γνώριζε για την συμφωνία εργοδότησης του Εναγόμενου ενισχύεται και από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 και του Μ.Ε.4. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητήθηκε η θέση του ότι λόγω της ιδιότητας του ο Εναγόμενος ρύθμιζε προσωπικά τα θέματα της εργοδότησής του με την Επιτροπεία της ΛΙΛ, ενώ αυτό ήταν παραδεκτό και από τον ίδιο τον Εναγόμενο.

 

Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό του ότι ο Εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά, μετά την συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομ. 10/10/2011 στην παρουσία των Ελεγκτών του Ταμείου, ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις είχαν υποστεί απομείωση η οποία θα αντικατοπτριζόταν στους λογαριασμούς του Ταμείου που θα ετοιμάζονταν για το έτος 2011 αρχές του 2012, καθώς επίσης και για την θέση να μην ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση μέχρι την κατάρτιση των συγκεκριμένων λογαριασμών. Δεν είχε λόγο να πει ψέματα. Ήταν ειλικρινής, χωρίς διάθεση να παραστήσει γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Αντίθετα, η μαρτυρία του διακρίνεται από περιεκτικότητα χωρίς την οποιαδήποτε υπερβολή. Δεν επέτρεψε στην προφανή απογοήτευση του για την τροπή και την εξέλιξη των πραγμάτων, η οποία οδήγησε τελικά στην μείωση των ποσών που τα υπόλοιπα μέλη του Ταμείου θα λάμβαναν, να παρεισφρήσει στη μαρτυρία του επηρεάζοντας την ποιότητά της. Αντίθετα, αναφέρθηκε στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του Εναγόμενου τα οποία απέκλειαν το ενδεχόμενο να άφηνε οτιδήποτε στην τύχη και ενδυνάμωναν την θέση ότι ενήργησε με μελετημένη σκέψη. Η εκδοχή του, ότι τα Μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής δεν γνώριζαν για την απόσυρση του ποσού από τον Εναγόμενο, φαίνεται να είναι πιο κοντά στην λογική αφού σίγουρα δεν θα δέχονταν την απόσυρση μισού εκατομμυρίου ευρώ από ένα Ταμείο που ανέμενε να βιώσει την επίδραση της οικονομικής κρίσης χωρίς να μπορεί να προβλέψει την έκτασή της. Σημειώνεται πως οι τοποθετήσεις του επί των συγκεκριμένων ζητημάτων, πέραν του γεγονότος ότι ενισχύονται από διάφορα έγγραφα και στοιχεία τα οποία τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου καθώς και τις παραδοχές του Εναγόμενου, στο τέλος της ημέρας παρέμειναν χωρίς ουσιαστικό αντίλογο από τον Εναγόμενο.

Όσον αφορά την μαρτυρία του Μ.Ε.2, λόγω της επαγγελματικής του κατάρτισης, οικονομολόγος και ορκωτός λογιστής, αλλά και της προσωπικής γνώσης των γεγονότων ήταν άκρως κατατοπιστική. Παρουσίασε τις ζημιές του Ταμείου από τις επενδύσεις σε αξιόγραφα και εξήγησε το ποσό που αναλογούσε στον Εναγόμενο λόγω αυτών των ζημιών που καταμερίστηκαν στους Οικονομικούς Λογαριασμούς του 2011. Δεν αμφισβητήθηκαν οι υπολογισμοί του σε σχέση με τα ποσά που δικαιούτο ο Εναγόμενος, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει, προέκυψαν από τα Τεκμήρια 16 και 41, την μερίδα του Εναγόμενου στο Ταμείο Προνοίας. Ήταν ειλικρινής, χωρίς περιστροφές και υπερβολές. Το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να μην αποδεχθεί την μαρτυρία του αφού όχι μόνο είναι ανεξάρτητη αλλά είναι σε αρμονία με την μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4, ήτοι των υπολοίπων Μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου. Η εξήγηση που έδωσε αναφορικά με το πώς καθορίζεται η «απομείωση της εύλογης αξίας», ήτοι με την χρήση μοντέλων αποτίμησης και διεθνών λογιστικών προτύπων, ήταν σύμφωνη με την μαρτυρία του Μ.Υ.2.

 

Ο Μ.Ε.3, λογιστής στο επάγγελμα και κατά τον επίδικο χρόνο ορκωτός ελεγκτής στην KPMG χαρακτηρίζεται ως ανεξάρτητος μάρτυρας. Χαρακτηρίζεται ως εμπειρογνώμονας και σύμφωνα με τη νομολογία οι κανόνες αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων είναι οι ίδιοι όσο και για τους μάρτυρες γεγονότων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Ιωαννίδου κ.ά. ν. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805, όπου στη σελίδα 1814 διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

« Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α.(1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου».

 

Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. μεταξύ άλλων Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή, (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298 και Θεοσκέπαστη Φαρμ Λτδ ν. Δημοκρατίας, (1990) 1 Α.Α.Δ. 984).

 

Ο συγκεκριμένος ήταν μέλος της ομάδας της KPMG που έλεγχαν τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου οπόταν γνώριζε τα δεδομένα της μερίδας του Εναγόμενου. Γνώριζε επίσης τον τρόπο εφαρμογής του Καταστατικού και με πολύ λεπτομέρεια εξήγησε ότι για σκοπούς κατανομής του Ταμείου σημαντική είναι η ιδιότητα ενός εργοδοτούμενου της ΛΙΛ, ήτοι αν είναι μέλος του Ταμείου και όχι αν είναι συνταξιούχος. Όσον αφορά τον καθορισμό της απομείωσης των χρηματοοικονομικών μέσων που διέθετε το Ταμείο η θέση του ήταν σε αρμονία με την θέση του Μ.Ε.2 και του Μ.Υ.2, δηλαδή ότι καθορίζεται με βάση την τιμή του Χρηματιστηρίου και όταν δεν υπάρχει επαρκής χρηματιστηριακή κίνηση με την χρήση ενός μοντέλου με βάση τα λογιστικά πρότυπα.

 

Δεν είχε και ούτε και έχει οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση. Με σταθερό λόγο είπε την αλήθεια σε σχέση με το τι είχε διαμειφθεί στην συνεδρία της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομ. 10/10/2011 στην οποία ο ίδιος είχε παρευρεθεί. Επίσης εξήγησε με πολύ λεπτομέρεια και με κατατοπιστικό τρόπο τι δικαιούτο να λάβει ο Εναγόμενος το 2012 και με ποιο τρόπο δικαιούτο να το λάβει. Ήταν ειλικρινής και ανέφερε ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος του είχε τηλεφωνήσει για να τον πληροφορήσει ότι θα απέσυρε το ποσό και τον ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να το αποσύρει ως το ποσό του Ταμείου Προνοίας που του αναλογούσε αφού πρώτον, συνέχιζε να εργάζεται στην ΛΙΛ και να είναι μέλος του Ταμείου και δεύτερον, λόγω της απομείωσης δεν ανταποκρινόταν στο πραγματικό ποσό εις πίστην του. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο μάρτυρας εμφανώς αποστασιοποιημένος από τα επίδικα γεγονότα και γενικότερα τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα, υπήρξε ειλικρινής μάρτυρας, θέτοντας υπόψη του Δικαστηρίου όσα ο ίδιος γνώριζε για τα ζητήματα τα οποία του τίθεντο, μεταφέροντας ταυτόχρονα στο Δικαστήριο σχετικά στοιχεία και πληροφόρηση τα οποία άντλησε από την υπηρεσία του ως λογιστής του Ταμείου.

 

Ο Μ.Ε.4, γνώστης των γεγονότων, όπως και οι υπόλοιποι, εξήγησε τον τρόπο εκλογής των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου και παράλληλα αναφέρθηκε στη συνάντηση της Διαχειριστικής Επιτροπής ημερομ. 10/10/2011 για την οποία όλοι οι μάρτυρες ήταν σύμφωνοι, ήτοι ότι δηλώθηκε πως θα έπρεπε να αναμένουν τους Οικονομικούς Λογαριασμούς του 2011 για να εξακριβωθεί η επίδραση της απομείωσης στο μερίδιο του κάθε μέλους μέχρι το τέλος του 2011. Είχε επίσης την ίδια θέση με τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ότι η σύμβαση εργοδότησης του Εναγόμενου δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Διαχειριστική Επιτροπή αλλά είχε συναφθεί μεταξύ της ΛΙΛ και του Εναγόμενου, θέση που είχε γίνει αποδεκτή και από τον ίδιο τον Εναγόμενο. Η μαρτυρία του ήταν σε αρμονία με την υπόλοιπη μαρτυρία καθώς και το περιεχόμενο των Τεκμηρίων και γίνεται αποδεκτή. Ήταν τόσο ειλικρινής που δεν δίστασε να δηλώσει ότι υπήρξε μεταξύ του και του Εναγόμενου ένα επεισόδιο γιατί ο ίδιος ήταν αντίθετος με την επένδυση σε αξιόγραφα ενώ ο Εναγόμενος ήταν υπέρμαχος της συγκεκριμένης ιδέας.

 

Η μαρτυρία του Εναγόμενου, σε αντίθεση με την μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, δεν ήταν ειλικρινής. Προκύπτει από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων, ήτοι των πρακτικών των συνεδριάσεων της Διαχειριστικής Επιτροπής, ότι δεν είχε χάσει συνέλευση ή και συνάντηση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, ενώ ήταν Διευθυντής των Οικονομικών Υπηρεσιών της ΛΙΛ για 20 και πλέον χρόνια οπόταν γνώριζε πολύ καλά το Καταστατικό αλλά και την απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής για παγοποίηση των αιτημάτων μέχρι να φανεί η επίδραση της απομείωσης στην αξία των επενδύσεων στην μερίδα του Ταμείου του κάθε μέλους, Τεκμήριο 6. Προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν είχε περισσότερες γνώσεις από τους υπόλοιπους προφανώς λησμονώντας ότι ο ίδιος είχε αναφερθεί στην πολυετή πείρα του και στα καθήκοντά του ως Οικονομικός Διευθυντής της ΛΙΛ. Και παρά τον αρχικό ισχυρισμό του ότι στη Συνεδρία ημερομ. 10/10/2011 «δεν κατάλαβε κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από τους υπόλοιπους» αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι είχε πλήρη γνώση τόσο των οικονομικών του Ταμείου καθώς και των δοσοληψιών του.

 

Ο τρόπος που ενήργησε επίσης δείχνει μια ανειλικρίνεια και πονηριά. Παραδέχθηκε ότι γνώριζε το περιεχόμενο του Καταστατικού και παρά ταύτα ουδέποτε απευθύνθηκε στην Διαχειριστική Επιτροπή για να αιτηθεί την απόσυρση του Ταμείου Προνοίας αλλά αντίθετα, ένα μήνα μετά που έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι θα υπήρχε μείωση στο ποσό του Ταμείου Προνοίας που θα λάμβαναν όλα τα μέλη λόγω της απομείωσης της αξίας τους, ο ίδιος ξεκίνησε να εκδίδει επιταγές, Τεκμήρια 7 - 14 και σε 5 μήνες είχε αποσύρει ποσό ύψους €550.000 χωρίς να λάβει γνώση οποιοσδήποτε άλλος πέραν του εαυτού του και του κ. Γαλατόπουλου, τότε Προέδρου, ο οποίος στη συνέχεια αναγκάστηκε να γράψει επιστολή ζητώντας ουσιαστικά την επιστροφή του μέρους του ποσού που ο Εναγόμενος δεν δικαιούτο, Τεκμήριο 23.

 

Παρά το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά τις πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου συνέχιζε να είναι από την μια μέλος και να συνεισφέρει ποσά και να απολαμβάνει τους τόκους και από την άλλη να αποσύρει ποσά, ενέργεια ανεπίτρεπτη από το Καταστατικό. Εξωπραγματική είναι η θέση του ότι το ποσό του Ταμείου του είχε κλειδώσει κατά την αφυπηρέτησή του. Η συγκεκριμένη θέση καταρρίπτεται από την κατάσταση λογαριασμού της μερίδας του, Τεκμήρια 16 και 47, αφού συνέχισε να πιστώνεται με ποσά τόσο στον Λογαριασμό Α καθώς και στον Λογαριασμό Β, καθώς και τόκους επί των συγκεκριμένων ποσών. Αν πράγματι το ποσό είχε κλειδώσει, τότε δεν θα λάμβανε τόκους επί ολόκληρου του ποσού ύψους €27.283,07 για τα δύο χρόνια που συνέχιζε να εργάζεται δυνάμει της σύμβασης παράτασης της εργοδότησής του. Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της απόσυρσης των ποσών συνέχισε να είναι Μέλος του Ταμείου μέχρι και την παραίτησή του στις 30/12/2012.

 

Προσπάθησε να καλύψει τις πράξεις του επικαλούμενος το γεγονός ότι είχαν φύγει άλλα 4 άτομα, λόγω πλεονασμού, ήτοι το 2011 και αυτοί είχαν λάβει το ποσό που τους αναλογούσε. Ως μικροψυχία μπορεί να χαρακτηριστεί η προσέγγισή του, αφού τα 4 εκείνα άτομα δεν επέλεξαν να μείνουν αλλά θεωρήθηκαν πλεονάζων και αναγκάστηκαν να φύγουν. Ο ίδιος επέλεξε να μείνει και να λαμβάνει ωφελήματα. Ως προαναφέρθηκε, παρά την παραδοχή του κατά την αντεξέτασή του ότι είχε πλήρη γνώση των δοσοληψιών του Ταμείου και των οικονομικών του, προσπάθησε να πείσει ότι δεν μπορούσε να διαβλέψει τις προεκτάσεις της οικονομικής κρίσης του 2013. Απόδειξη ότι είχε πλήρη επίγνωση της οικονομικής κατάστασης και των πράξεων του είναι το γεγονός ότι τις 8 επιταγές δεν τις είχε καταθέσει στην ίδια Τράπεζα αλλά σε 5 διαφορετικές Τράπεζες σε διαφορετικούς λογαριασμούς, γιατί ως ανέφερε δεν μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος. Δεν έπεισε με την μαρτυρία του αλλά αντίθετα άφησε στο Δικαστήριο την εντύπωση ότι δεν τον ένοιαζε τι θα γίνονταν το υπόλοιπα μέλη του Ταμείου φτάνει αυτός να λάμβανε το ποσό που του αναλογούσε χωρίς την απομείωση. Έχοντας υπόψιν τη συνολική εικόνα του στο εδώλιο του μάρτυρα, τις αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις στη μαρτυρία και τις τοποθετήσεις του για την εξέλιξη των γεγονότων στα οποία αναφέρθηκε, ως πιο πάνω ενδεικτικά έχουν εντοπιστεί, σε συνδυασμό θεωρούμενα με την εμφανή έλλειψη πειστικότητας στον λόγο του, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στις αναφορές και τοποθετήσεις του για την εξαγωγή ασφαλών και τελικών συμπερασμάτων για τα διαδραματισθέντα. Ούτε να υιοθετήσει τη θέση του ότι είχε έρθει η ώρα για απόσυρση του συγκεκριμένου ποσού αφού, για δύο σχεδόν χρόνια, το άφησε να τοκίζεται ενώ μπορούσε να το αποσύρει και αποφάσισε να το αποσύρει μόλις ενημερώθηκε για την απομείωση η οποία θα είχε αντίκτυπο στο ποσό που θα λάμβανε. Γνώριζε πολύ καλά ότι μπορούσε να αποσύρει το ποσό που του αναλογούσε τον Μάιο 2010 που αφυπηρέτησε αλλά δεν το έπραξε απλώς και μόνο για να επωφελείται των τόκων που συνιστούσαν ένα σεβαστό ποσό για περαιτέρω ενάμιση χρόνο. Αν κλείδωνε το ποσό, ως ήταν η θέση του, δεν θα λάμβανε τόκους και δεν θα αυξανόταν. Όλα τα πιο πάνω ρίπτουν σκιά στην μαρτυρία του και οδηγούν το Δικαστήριο στην απόρριψή της εκτός στα σημεία που είναι συμβατή με την μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων.

 

Ο Μ.Υ.2, έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας, ήτοι ως εγκεκριμένος λογιστής. Οι αρχές αναφορικά με το πώς προσεγγίζεται η μαρτυρία εμπειρογνώμονα έχουν καταγραφεί πιο πάνω. Προσπάθησε να ρίψει σκιά στον τρόπο που καταρτίστηκαν οι Οικονομικές Εκθέσεις του Ταμείου για τα έτη 2011 μέχρι και 2013, ιδιαίτερα στον τρόπο που υπολογίστηκε η απομείωση στα αξιόγραφα και συγκεκριμένα στα μοντέλα που είχαν χρησιμοποιηθεί από την KPMG, χωρίς όμως να προσφέρει οποιαδήποτε εναλλακτική μέθοδο και αναγνωρίζοντας ότι ο τρόπος αξιολόγησης της απομείωσης ήταν στη βάση των μοντέλων που αναγνωρίζονται από τα λογιστικά πρότυπα. Δεν βοήθησε με οποιοδήποτε τρόπο το Δικαστήριο, ως ήταν το καθήκον του. Αντίθετα, η τελική του θέση ότι λόγω του ότι δεν γνώριζε τα γεγονότα που απασχολούν δεν μπορούσε να βεβαιώσει την ορθότητα των Οικονομικών Καταστάσεων, οδηγεί το Δικαστήριο στην προσέγγιση της μαρτυρίας του με πολύ προσοχή.

 

Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Οι μόνιμοι μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι της ΛΙΛ δημιούργησαν το Ταμείο Προνοίας της ΛΙΛ στο οποίο εγγράφονταν όλοι οι υπάλληλοι της ΛΙΛ μετά την συμπλήρωση 6 μηνών στην ΛΙΛ. Κανένα μέλος του Ταμείου δεν μπορούσε να παραιτηθεί από το Ταμείο ενόσω ήταν στην υπηρεσία της ΛΙΛ και ακόμη και στην περίπτωση απόλυσης, εάν το μέλος επαναπροσλαμβάνετο εντός 3 μηνών από την απόλυση ή αποχώρησή του, αυτομάτως εντασσόταν στο Ταμείο. Το Ταμείο τύγχανε διαχείρισης από την Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από δύο Μέλη που καθορίζονταν από την Διοικούσα Επιτροπεία της ΛΙΛ και τα άλλα 3 εκλέγονταν από τα υπόλοιπα Μέλη του Ταμείου. Ο Εναγόμενος είχε εκλεγεί από τα υπόλοιπα Μέλη του Ταμείου αφού ήταν ο Οικονομικός Διευθυντής της ΛΙΛ για 40 και πλέον χρόνια. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Εναγόμενου στην Διαχειριστική Επιτροπή, ήτοι το 2006, είχε αποφασιστεί η αγορά χρεογράφων της Ελληνικής Τράπεζας τα οποία το 2010 μετατράπηκαν σε αξιόγραφα αορίστου διαρκείας, ενώ τα αξιόγραφα της Τράπεζας Κύπρου μετατράπηκαν το 2007 σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου. Το 2011 λόγω της κατάστασης που επικρατούσε σε σχέση με τα αξιόγραφα – χρεόγραφα, οι λογιστές του Ταμείου, η KPMG, είχαν ενημερώσει στη συνεδρία ημερομ. 10/10/2011 την Διαχειριστική Επιτροπή ότι η απομείωση των συγκεκριμένων επενδύσεων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί στις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου για το 2011 που θα ολοκληρώνονταν τους πρώτους μήνες του 2012 και μέχρι τότε θα έπρεπε τα πράγματα στο Ταμείο να παραμείνουν ως έχουν. Ο Εναγόμενος επειδή θα αφυπηρετούσε στις 27/05/2010, λόγω ηλικίας, στις 11/01/2010, ήτοι πριν την αφυπηρέτησή του, συμφώνησε με τον Πρόεδρο της ΛΙΛ στη συνέχιση της εργοδότησής του για περαιτέρω 3 χρόνια με τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες απολαβές και ωφελήματα. Συνέχισε τις εισφορές στο Ταμείο και λάμβανε τόκους επί των ποσών που υπήρχαν εις πίστην του μέχρι την ημέρα της παραίτησής του 30/12/2012. Όμως η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου δεν συμμετείχε στη σύναψη της σύμβασης παράτασης της εργοδότησης του Εναγόμενου και δεν γνώριζε τι είχε συμφωνήσει ο Εναγόμενος, ο οποίος είχε πετύχει την ενσωμάτωση του όρου ότι δικαιούτο να λάβει το ποσό που του αναλογεί από το Ταμείου Προνοίας γενικά και αόριστα και χωρίς να ερωτηθεί η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου κατά πόσο αποδεχόταν τον συγκεκριμένο όρο. Ο Εναγόμενος ένα μήνα μετά το άκουσμα της απομείωσης των επενδύσεων του Ταμείου, ενάμιση και πλέον χρόνο μετά την αφυπηρέτησή του και ενώ συνέχιζε να εργοδοτείται από την ΛΙΛ, ξεκίνησε να αποσύρει λεφτά από το Ταμείο χωρίς να ενημερώσει οποιονδήποτε από την Διαχειριστική Επιτροπή, παρά μόνο τον λογιστή του Ταμείου, τον Μ.Ε.3, ο οποίος τον συμβούλεψε περί του αντιθέτου. Από τον Νοέμβριο 2011 μέχρι τον Απρίλιο 2012 είχε εισπράξει από το Ταμείο το συνολικό ποσό των €550.000 με 8 επιταγές τις οποίες ο ίδιος είχε εκδώσει και είχε θέσει στον Πρόεδρο του Ταμείου για υπογραφή. Τις κατέθετε σε διαφορετικές Τράπεζες και διαφορετικούς λογαριασμούς. Δεν είχε υποβάλει γραπτό αίτημα για απόσυρση του συγκεκριμένου ποσού προς την Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου, αλλά ούτε και είχε αιτηθεί για τη λήψη δανείου. Ο τρόπος ενέργειας του Εναγόμενου αποκαλύφθηκε τον Αύγουστο 2012 και έγιναν προσπάθειες να πεισθεί να καταχωριστεί το ποσό που αποσύρθηκε ως δάνειο χωρίς όμως ο Εναγόμενος να πείθεται. Έγιναν επίσης προσπάθειες για να πειστεί να επιστρέψει το ποσό χωρίς όμως αποτέλεσμα. Νοιώθοντας την πίεση ο Εναγόμενος παραιτήθηκε από την ΛΙΛ τον Δεκέμβριο 2012 επικαλούμενος λόγους υγείας και καταβάλλοντας εισφορά στους Λογαριασμούς του Ταμείου Προνοίας μέχρι τότε. Αντιλαμβανόμενη η Διαχειριστική Επιτροπή, ότι ο Εναγόμενος είχε χρησιμοποιήσει τη θέση του και τις γνώσεις του έτσι ώστε να μην βιώσει την μείωση στο ποσό της μερίδας του στο Ταμείο που προέκυψε από την κρίση στα αξιόγραφα - χρεόγραφα από το 2011 και επέκεινα, κατέφυγε στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο για να εισπράξει το ποσό που θεωρεί ότι δεν έπρεπε να είχε εισπραχθεί.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Το νομικό θέμα που απασχολεί στην παρούσα αφορά την ερμηνεία του Καταστατικού του Ταμείου Προνοίας της ΛΙΛ, Τεκμήριο 1(Α) σε σχέση και με την ερμηνεία της σύμβασης Τεκμήριο 2 για να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο νόμιμα ο Εναγόμενος απέσυρε το ποσό των €550.000 κατά τον δεδομένο χρόνο που το απέσυρε, ενόψει της απομείωσης της αξίας των επενδύσεων του Ταμείου Προνοίας σε χρεόγραφα και αξιόγραφα το 2011.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων, στην γραπτή της αγόρευση, παρέπεμψε στο άρθρο 3 του Καταστατικού για να εισηγηθεί ότι η ιδιότητα του μέλους του Ταμείου παύει την ημέρα που το μέλος θα αποχωρήσει από την ΛΙΛ, καθώς και στο άρθρο 13(α) για να προωθήσει τη θέση ότι αποχωρών μέλος δικαιούται στα υπόλοιπα των δύο Λογαριασμών «Α» και «Β» την ημέρα που αποχωρεί. Λόγω του ότι ο Εναγόμενος δεν αποχώρησε από την ΛΙΛ αλλά παρέμεινε εργοδοτούμενος δυνάμει της σύμβασης παράτασης της εργοδότησής του, εξακολούθησε να είναι ένας εκ των μελών του Ταμείου μέχρι και την 31/12/2012 και ότι έπρεπε να λάβει το ποσό που του αναλογούσε την χρονική στιγμή της αποχώρησής του, απομειωμένο και όχι ολόκληρο. Ο Εναγόμενος ενεργώντας δόλια, αποσπώντας την υπογραφή του τότε Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, λόγω του ότι γνώριζε ότι θα επερχόταν απομείωση, απέσυρε το ποσό των €550.000 χωρίς να το προσαρμόσει σύμφωνα με την απομείωση, ένα και πλέον χρόνο μετά την συμπλήρωση του 65ου έτους του.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εναγόμενου εισηγήθηκαν ότι με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες που αφορούν τις συμβάσεις, ο Εναγόμενος δικαιούτο στην απόσυρση του συγκεκριμένου ποσού αφού είχε αφυπηρετήσει και είχε διαφυλάξει παράλληλα το συγκεκριμένο δικαίωμα στη σύμβαση συνέχισης της εργοδότησής του. Προώθησαν επίσης τη θέση ότι οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι ο Εναγόμενος έλαβε δάνειο ή ότι ενήργησε με δόλο ή ότι έλαβε ποσό που δεν δικαιούτο. Υποστήριξαν ότι η εκδοχή να καταβλήθηκε το συγκεκριμένο ποσό από τους Ενάγοντες γιατί εφάρμοζαν την σύμβαση είναι η πιο πιθανή εκδοχή.

 

Εξετάζοντας την νομική πτυχή της υπόθεσης όσον αφορά τη νομολογία που διέπει την ερμηνεία των συμβάσεων είναι περιεκτικός o λόγος της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου στην Progressive Insurance Co Ltd v. S. Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 411/19 ημερ. 10/02/2025, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

« Οι αρχές ερμηνείας συμβάσεων και γενικότερα εγγράφων καθορίστηκαν μέσα από πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου κα (1997) 1 Α.Α.Δ. 576, αποφασίστηκε ότι η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι ζήτημα νομικό και έργο του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν ανήκει στους διαδίκους ή τους μάρτυρες τους, ο προσδιορισμός της έννοιας ή της φύσης του. Πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η με αντικειμενικό τρόπο διαπιστωθείσα πρόθεση των συμβαλλομένων, προς αναζήτηση της οποίας συνυπολογίζεται ολόκληρο το περιεχόμενο της σύμβασης.

Στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου "Το Δίκαιο των Συμβάσεων" τόμος Β, σελ. 455, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστή Sedley στην υπόθεση Wasa International Insurance Co Ltd v. Lexdington Insurance Co [2008] Bus. L.R. 1029, παρατίθενται τα πιο κάτω:

« Καταρχάς, είναι φανερό ότι, σε τελική ανάλυση, η ερμηνεία των συμβάσεων, που αποτελεί αναγκαίο στάδιο στην εφαρμογή τους, είναι αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων, πρέπει να υπάρχει κάποιο όργανο που να αποφασίζει τελεσίδικα για την ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ των μερών και να επιλύει τα προβλήματα που έχουν προκύψει. Η ανάθεση του έργου αυτού στην δικαστική εξουσία, αποτελεί μέρος του ιδίου του κράτους δικαίου, καθότι είναι μόνο κάποιο θεσμικά κατοχυρωμένο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο της πολιτείας που έχει το δικαίωμα να επιλύει νομικές διαφορές μεταξύ πολιτών. Αυτό το όργανο δεν μπορεί να είναι άλλο από το Δικαστήριο. Επομένως όπως έχει λεχθεί, η ερμηνεία κάποιας σύμβασης, είναι η ερμηνεία που έχει επιλεγεί από το ίδιο το Δικαστήριο, στο οποίο τα μέρη έχουν προσφύγει.»

Στην συνέχεια γίνεται εκτενής αναφορά στο ίδιο σύγγραμμα, στις μεθόδους ερμηνείας μιας σύμβασης από το Δικαστήριο και στις διάφορες προσεγγίσεις που προκύπτουν από την νομολογία. Η συνήθης ερμηνευτική προσέγγιση του κοινοδικαίου, όπως γίνεται αποδεκτή και από την Κυπριακή νομολογία, είναι με επικέντρωση στο κείμενο της συμφωνίας αλλά και στις φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η υπόθεση Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ 518 όπου λέχθηκε ότι βασικό κριτήριο, είναι η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων της σύμβασης και ότι αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτως ώστε να αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Η προσέγγιση αυτή είναι γνωστή και ως «γραμματική ερμηνεία» της σύμβασης (literal construction).

Όσον αφορά την γραμματική ερμηνεία, έχει λεχθεί στην Κυπριακή υπόθεση Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1 Α.Α.Δ. 217 ότι ο κάθε όρος μιας σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζεται απομονωμένα από το όλο πνεύμα της συμφωνίας και της πρόθεσης των συμβαλλομένων. Η ερμηνεία που δίδεται σε μια σύμβαση πρέπει να είναι λογική και να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο εξεταζόμενο ως ένα σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση.

Αναφορά γίνεται στο πιο πάνω σύγγραμμα του Π. Πολυβίου "Το Δίκαιο των Συμβάσεων" τόμος Β στην σελίδα 456, και σε μια πιο σύγχρονη ερμηνευτική προσέγγιση που υιοθέτησαν τα Αγγλικά Δικαστήρια, στην οποία διαπιστώνεται προσπάθεια απαγκίστρωσης από το λεκτικό των μερών και επικέντρωσης σε ευρύτατη ερμηνεία, με βάση τις εμπορικές πραγματικότητες της περίπτωσης και στο πλαίσιο εξέτασης όλων των γεγονότων και δεδομένων της συναλλαγής. Σχετική επί του προκειμένου, είναι η απόφαση του Δικαστή Hoffman στην υπόθεση Mannai Investment Co Ltd v. Eagle Star Assurance Society Ltd [1997] AC 749.

Στην απόφαση Αλεξάνδρου ν. Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ (ανωτέρω) στην οποία γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση, επαναλαμβάνεται η πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία των συμβατικών όρων, επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου και ότι είναι μια άσκηση με αμιγώς νομικό χαρακτήρα. Γίνεται επίσης παραπομπή στην υπόθεση Liberty Life Insurance Ltd v. Άντρης Μιχαήλ κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ 471, όπου αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την ερμηνεία σύμβασης:

«Υπάρχει δε, συναφώς, πάντοτε κατά νου ότι μια γραπτή συμφωνία περιέχει τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά το χρόνο σύναψής της· αντανακλούν την κοινή πρόθεσή τους αναφορικά με το αντικείμενό της. Όταν, στη συνέχεια, κατά την εκτέλεση της συμφωνίας, προκύψει διαφορά ως προς τη σημασία κάποιων όρων της, κριτής αυτής είναι ο ουδέτερος αναγνώστης του κειμένου της.  Εφόσον δε η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστής, εφαρμόζοντας καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας εγγράφων συμφωνιών.  Ο συνήθης κανόνας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει, στους επίδικους όρους μιας συμφωνίας, οποιαδήποτε ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη της σημασίας τους, συνίσταται στην απόδοση σ' αυτούς της συνήθους λεξικολογικής σημασίας, δηλαδή της σημασίας την οποία αυτοί φέρουν όταν χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, (βλ. Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630∙ Pell Frischmann Cons. Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33∙ Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058 και Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1156).».

 

Σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δ. Κυθραιώτης & Συνεργάτες ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Πολ. Εφ.352/14 ημερ. 16/03/2023, ECLI:CY:AD:2023:A104:

 

« Η ερμηνεία των όρων σύμβασης, ως έχει διακηρυχθεί, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, το οποίο μέσα από το λεκτικό, αναζητά τις προθέσεις των συμβαλλομένων, με κριτήριο πάντοτε να είναι η έννοια την οποία μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο (Χατζησωτηρίου Γιολάντα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1406).  Οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζονται απομονωμένοι από το όλο πνεύμα της σύμβασης και την πρόθεση των συμβαλλομένων αλλά να δίδεται η ερμηνεία η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο το οποίο εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση (Λίλλης Νίκος ν. Παρασκευούλα Ξενή (2009)1 Α.Α.Δ. 217, United Five Development Co (HoldingsLtd vStighting Altas Specials, Πολ. Εφ. 316/13 ημερ. 5/2/2023).

Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τόσο η συμπεριφορά των μερών όσο και συναφή προς τη σύμβαση έγγραφα τα οποία τείνουν να φανερώσουν τις προθέσεις των συμβαλλομένων.

(βλέπε επίσης Avlida Hotels Ltd ν. ANNIK LTDΠολ. Εφ. 260/14, ημερ. 16/5/22), ECLI:CY:AD:2022:A213, ECLI:CY:AD:2022:A213.»

 

Εφαρμόζοντας την προσέγγιση της γραμματικής ερμηνείας και τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές διαπιστώνεται ότι στο Τεκμήριο 2, τη συμφωνία παράτασης της εργοδότησης του Εναγόμενου, αποκαλύπτεται η επιθυμία του Εναγόμενου για να συνεχίσει την εργοδότησή του στην ΛΙΛ για περαιτέρω 3 έτη με τα ίδια καθήκοντα, τις ίδιες απολαβές και τα ίδια ωφελήματα, ως αυτά ίσχυαν πριν την αφυπηρέτησή του. Διαβάζονται τα ακόλουθα: «Επειδή ο Εργοδοτούμενος ενδιαφέρεται να συνεχίσει να εργοδοτείται από την ΛΙΛ βάσει των όρων της παρούσης….». Δηλαδή θα συνέχιζε να εργοδοτείται και να επωφελείται από το ωφέλημα του Ταμείου Προνοίας. Συνακόλουθα, ποτέ δεν παραιτήθηκε ή αποχώρησε από την ΛΙΛ οπόταν δεν δικαιούτο στην ανάληψη του ποσού του Ταμείου Προνοίας.

 

Το Καταστατικό του Ταμείου, Τεκμήριο 1Α, προνοεί στο άρθρο 3 υποπαράγραφοι (γ) και (δ) τα ακόλουθα:

 

« (γ) Ουδέν Μέλος δύναται να παραιτηθεί του Ταμείου, εφ΄όσον ευρίσκεται εις την υπηρεσίαν της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας

(δ) Τα δικαιώματα παντός Μέλους παύουν, αφ΄ης ημέρας τούτο ήθελεν αποχωρήσει ή απολυθεί εκ της θέσεώς του ως Μέλος του Προσωπικού της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας.

Νοείται ότι εις περίπτωσιν κατά την οποία ήθελεν επαναπροσληφθεί υπό της Λέσχης, εις διάστημα ολιγώτερον των τριών μηνών από της ημέρας της αποχωρήσεως ή απολύσεως του, αυτομάτως γίνεται Μέλος του Ταμείου, εάν εν τω μεταξύ δεν έχη αποσύρει εκ του Ταμείου τα εις πίστιν του δικαιούμενα ποσά.».

 

Ο Εναγόμενος παραδέχθηκε ότι ήταν Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου για πάρα πολλά χρόνια οπόταν γνώριζε τις πρόνοιες του Καταστατικού. Γνώριζε ότι για να συνεχίσει να επωφελείται του Ταμείου Προνοίας έπρεπε να παραμείνει μέλος του, διαφορετικά αν απέσυρε το ποσό που είχε στο Ταμείο και έμενε στην ΛΙΛ, δεν θα πιστωνόταν ο λογαριασμός του με οποιουσδήποτε τόκους γιατί θα θεωρείτο κλειστός σύμφωνα με το άρθρο 13 του Καταστατικού, Τεκμήριο 1Α. Για αυτό και δεν ενεργοποίησε την παράγραφο 2 της σύμβασης παράτασης της εργοδότησής του, Τεκμήριο 2, η οποία του επέτρεπε να λάβει το ποσό που του αναλογούσε από το Ταμείο στις 11/01/2010 που καταρτίστηκε. Ο ίδιος επέλεξε να μην εφαρμόσει την συγκεκριμένη πρόνοια και να συνεχίσει να λαμβάνει τόκους, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 47, που ο ίδιος κατέθεσε και συνιστά αντίγραφο της μερίδας του στο Ταμείο και του Τεκμηρίου 16. Προκύπτει ότι είχε λάβει τόκους για το έτος 2010 συνολικού ύψους €15.367,01 και για τους δύο Λογαριασμούς και για το 2011 τόκους ύψους €29.351,98, Τεκμήριο 50 σελ.2. Η συμπεριφορά του Εναγόμενου σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Καταστατικού και τη γενικότητα με την οποία είναι διατυπωμένη η παράγραφος 2 της συμφωνίας παράτασης της εργοδότησης του, Τεκμήριο 2, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος δικαιούτο στο ποσό που του αναλογούσε από το Ταμείο Προνοίας αν το λάμβανε τη δεδομένη στιγμή της αφυπηρέτησής του και σταματούσε να έχει την ιδιότητα του μέλους του Ταμείου. Βέβαια από τη στιγμή που συνέχιζε η εργοδότησή του και δεν είχε αποσύρει το ποσό του Ταμείου του καθίστατο αυτόματα μέλος παρά την αφυπηρέτησή του σύμφωνα με το Καταστατικό. Ο ίδιος επέλεξε να συνεχίσει να είναι Μέλος και να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο, τόσο ο ίδιος καθώς και η ΛΙΛ, ως διαφαίνεται και από τα Τεκμήρια, αλλά και να επωφελείται και των τόκων.

 

Σημειώνεται ότι δεν υποβλήθηκε αίτημα του Εναγόμενου για κλείσιμο των λογαριασμών του στο Ταμείο και, ως προέκυψε από τη μαρτυρία, ουδέποτε υποβλήθηκε αίτημα στην Διαχειριστική Επιτροπή για την ανάληψη του ποσού. Αντίθετα υπήρξε ένα τηλεφώνημα προς τον Μ.Ε.3, λογιστή του Ταμείου, ο οποίος είχε αναφέρει στον Εναγόμενο ότι δεν μπορούσε να αποσύρει το συγκεκριμένο ποσό από το Ταμείο γιατί συνέχιζε να εργάζεται στην ΛΙΛ και γιατί δεν είχε υπολογιστεί η απομείωση. Ο χρόνος αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έγινε η απόσυρση καταδεικνύουν ότι ο Εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά ότι δεν θα μπορούσε να αποσύρει το ποσό που είχε εις πίστη του και ότι αποσύρθηκε κατά παράβαση του Καταστατικού του Ταμείου και σε μια προσπάθεια να μην επωμιστεί τις συνέπειες της επένδυσης του Ταμείου σε αξιόγραφα στις οποίες και ο ίδιος συμφώνησε.

 

Το δεύτερο θέμα που απασχολεί είναι κατά πόσο η σύμβαση εργοδότησης, Τεκμήριο 2, δεσμεύει την Διαχειριστική Επιτροπή με δεδομένο ότι δεν είχε γνώση για αυτήν και δεν είχε λάβει μέρος στην συνομολόγησή της, ως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Εναγόμενος. Ανάγνωση του Τεκμηρίου 2 αποκαλύπτει ότι συνιστά σύμβαση συνέχισης της εργοδότησης του Εναγόμενου για περαιτέρω 3 χρόνια. Προκύπτει ότι στα γεγονότα, ως διαπιστώθηκαν, εφαρμόζεται η επιφύλαξη της παραγράφου 3 του Καταστατικού, Τεκμήριο , αφού ο Εναγόμενος είχε επαναπροσληφθεί ουσιαστικά πριν να ξεκινήσει η αφυπηρέτησή του. Επαναπροσλήφθηκε στις 28/05/2010 και η αφυπηρέτησή του ξεκινούσε στις 27/05/2010. Συνακόλουθα, ποτέ δεν έπαψε να είναι Μέλος του Ταμείου, ως διαφάνηκε τόσο από την δική του συμπεριφορά, ήτοι την συνέχιση των εισφορών του στο Ταμείο, καθώς και την συμπεριφορά του εργοδότη του που συνέχισε να καταβάλλει τη δική του συνεισφορά στο Ταμείο. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να παραιτηθεί από το Ταμείο ή να λάβει οποιοδήποτε ποσό από το Ταμείο αφού συνέχιζε να εργοδοτείται από την ΛΙΛ. Για να μπορεί να λάβει οποιοδήποτε ποσό ο Εναγόμενος θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ΛΙΛ, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 12 του Καταστατικού. Ο λόγος για τον οποίον περιλήφθηκε η παράγραφος 2 στην συμφωνία συνέχισης της εργοδότησης, Τεκμήριο 2, ήταν ακριβώς για να διασφαλιστεί το δικαίωμά του στο Ταμείο και όχι για να λάβει το ποσό που του αναλογεί όποτε θέλει χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου. Σίγουρα δεν σκοπούσε στο να καταστρατηγηθούν. Το «ποσό που του αναλογεί» θα μπορούσε να το λάβει κατά τον χρόνο της αποχώρησης του από την ΛΙΛ, ως προβλέπεται από το Καταστατικό. Το Ταμείο δεν είναι αλληλένδετο με την ΛΙΛ αφού απαρτίζεται από τους υπαλλήλους της ΛΙΛ και όχι την Διοικούσα Επιτροπεία της ΛΙΛ. Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της ΛΙΛ δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει με οποιονδήποτε τρόπο τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου, ιδιαίτερα με όρους που παραβιάζουν το Καταστατικό του Ταμείου. Βάσει του δόγματος της συμβατικής σχέσης οι Ενάγοντες δεν έχουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις από τους επί μέρους όρους της σύμβασης συνέχισης εργοδότησης του Εναγόμενου (βλ. μεταξύ άλλων, VIAMAX GROUP LTD ν. PANTELIDES BROS CONSTRUCTIONS LTD Πολ. Εφ. 60/18 ημερ. 22/09/2023, Φοίβος Μαρδαπίττας ν. 1.Χαράλαμπου Κ. Χριστοφίδη 2. Μαρίας Κ. Χριστοφίδη Πολ. Εφ.12/16 ημερ. 06/06/2024).

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των Εναγόντων που αφορούν τον δόλο και τις ψευδείς παραστάσεις, σύμφωνα με την νομολογία οι Ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της απάτης χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου (βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547). Σύμφωνα με το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η εκδ., τόμος 18, σελ.189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα (βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992, Τσιάρτας Ανδρέας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd κ.α(2010) 1 Α.Α.Δ. 1523 και ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD v. Γιώργου Χατζηβασιλείου κ.α. Πολ. Εφ.80/18 ημερ. 20/09/2024).

 

Το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης ξεπερνά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και στην απόφαση Τσιάρτας κ.α. ν Alocay Holdings Ltd κ.α. (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

« Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.».

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 15η εκδ, Κεφ. 17, σελ.843 αναφέρονται κάτω από τον τίτλο «Standard of Proof» τα ακόλουθα:

 

« For proof of fraud, although the standard of proof for a criminal charge is not required, a high degree of probability will be required to satisfy the civil standard. "The more serious the allegation the higher the degree of probability that is required."[i] "Charges of fraud should not be lightly made or considered.».

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν στον βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται τον δόλο στον τότε Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής αφού έχει αποβιώσει και δεν υπάρχει μαρτυρία κατά πόσο ξεγελάστηκε στην υπογραφή των επιταγών. Βέβαια, δεν παραγνωρίζεται η επιστολή του, Τεκμήριο 23, με την οποία αξιώνεται η επιστροφή του ποσού. Όμως η συγκεκριμένη επιστολή από μόνη της δεν μπορεί να αποδείξει δόλο. Επίσης απέτυχαν ν’ αποδείξουν ότι το συγκεκριμένο ποσό είχε ληφθεί ως δάνειο.

 

Στο δικόγραφο τους οι Ενάγοντες επικαλούνται την αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στην υπόθεση Millar's Machinery Co Ltd v. David Way & Son (1935) 40 Com Cas 204, C.A., αναφέρθηκε η αρχή δικαίου, στην Αγγλία, ότι νοουμένου ότι δεν θα απολήγει σε διπλή αποζημίωση για την ίδια απώλεια τότε μπορεί να υπάρξει συνδυασμένη απαίτηση για αποζημιώσεις ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Σχετική είναι και η παραπομπή στο Halsbury's Laws of England/Restitution and Unjust Enrichment, Vol. 88 (2019))/6, para 491. Εξετάζοντας κατά πόσο υφίσταται δικαίωμα στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα υπό κρίση γεγονότα, όπως εκφράστηκε από τον Δικαστή Wright στην απόφαση Brooks Wharf & Bull Wharf Ltd v. Goodman Bros [1937] 1 K.B.523:

 

« The obligation is imposed by the Court simply under the circumstances of the case and on what the Court decides is just and reasonable, having regard to the relationship of the parties. It is a debt or obligation constituted by the act of the law, apart from any consent or intention of the parties or any privity of contract.».

 

O αδικαιολόγητος πλουτισμός σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Παναγιώτης Κίτσης ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077:

 

« …..δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής, εντάσσεται στις θεραπείες που δημιουργήθηκαν από το δίκαιο της επιείκειας ώστε να συμπληρώσουν τις ατέλειες και ελλείψεις του κοινοδικαίου. Παρέχεται κάτω από το γενικότερο πλαίσιο της αποκατάστασης ειδικής θεραπείας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι δίκαιο να διατάξει την επιστροφή χρημάτων ή άλλης περιουσίας». 

 

Στην Benedetti v. Sawiris (2013) 3 W.L.R. 351, η οποία υιοθετήθηκε και από την κυπριακή νομολογία, το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής στα ενώπιόν του γεγονότα οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατέγραψε ότι ένα Δικαστήριο οφείλει όπως απαντήσει καταφατικά τα ακόλουθα ερωτήματα:

 

« (1) Has the defendant been enriched? (2) was the enrichment at the claimant's expense? (3) was the enrichment unjust? (4) are there any defences available to the defendant? ».

 

Τα συγκεκριμένα τρία ερωτήματα φαίνεται να υιοθετήθηκαν από την Αγγλική νομολογία και να αυξήθηκαν σε αριθμό. Σχετική είναι η απόφαση 1.Dargamo Holdings Limited 2. Sergiy Taruta v. Avonwick Holdings Ltd and others [2021] EWCA Civ.1149, από την οποία και το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

 

51.   «The law of unjust enrichment has been the subject of widespread academic and judicial consideration. It is perhaps one of the most theorised subjects in the private law of obligations. Nonetheless, it is relatively new. It was not until 1966 when Robert Goff and Gareth Jones (as they then were) published their ground-breaking work, The Law of Restitution (1st edn), that English law sought to recognise a principled basis for the law of restitution based on reversing unjust enrichment Their thesis gained widespread acceptance amongst judges, practitioners and academics and, following ever-increasing judicial references to restitution and unjust enrichment the subject was established firmly in English law by the House of Lords in Lipkin Gorman v Karpnale Ltd [1991] 2 AC 548.

52.   However, debate has persisted as to what exactly the subject covers and what precisely is the relationship between restitution and unjust enrichment It was the late Professor Birks in An Introduction to the Law of Restitution (rvsd edn, 1989) ("An Introduction to the Law of Restitution") who first stressed the distinction between restitution for the cause of action of unjust enrichment on the one hand, and restitution for wrongs on the other. In his later writings, culminating in unjust enrichment (1st edn, 2003) ("unjust enrichment’’)  he argued that the subject should be confined to the cause of action of unjust enrichment. This was in line with the conventional approach to c unjust enrichment lassification in private law, namely to classify by reference to the cause of action (or event) rather than by reference to response.

53.   This distinction has become widely accepted judicially (see for example Sempra Metals Ltd v IRC [2007] UKHL 34[2008] 1 AC 561 at [16], [201]-[231] and Barnes at [100]), and in the eighth edition (2011) of their textbook, the authors of Goff & Jones adopted the title "The Law of Unjust Enrichment’’ in favour of its predecessor.

54.   Despite its evolutionary nature, the common law claim in unjust enrichment can, for present purposes, be summarised as follows: a claimant has a right to restitution against a defendant who is unjustly enriched at the claimant's expense. The purpose of the claim is to correct normatively defective transfers of value, usually by restoring the parties to their pretransfer positions (see Menelaou v Bank of Cyprus Plc [2015] UKSC 66[2016] AC 176 (at [23]) and Investment Trust Companies v HMRC [2017] UKSC 29[2018] AC 275 ("ITC") (at [42]) where Lord Reed went on to comment that it "reflects an Aristotelian conception of justice as the restoration of a balance or equilibrium which has been disrupted".)

55.   Courts and commentators have broken down the conceptual structure of a claim in unjust enrichment into four elements: i) Has the defendant been enriched? ii) Was the enrichment at the claimant's expense? iii) Was the enrichment unjust? iv) Are there any defences? (See Goff & Jones at 1-09).

56.   Originally this four-stage approach was considered to be rigid. Each question was to be applied uniformly in individual cases (see Banque Financière de la Cité v Parc (Battersea) Ltd [1988] UKHL 7[1999] 1 AC 221 (at 227)). However, more recently the courts have cautioned against an inflexible approach (see for example Swynson Ltd v Lowick Rose Llp [2017] UKSC 32[2018] AC 313 ("Swynson") at [22]). As Lord Reed stated in ITC at [41]:

"…the questions are not themselves legal tests but are signposts towards areas of inquiry involving a number of distinct legal requirements."

Careful legal analysis in each individual case is therefore required before a claimant can succeed in a claim for unjust enrichment. ».

 

Στο Σύγγραμμα Pollock & Mulla «The Indian Contract & Specific Relief Acts», 16η έκδ., Τόμος 1, σελ. 1052, διαβάζεται η ρωμαϊκή αρχή : «Nemo debet locupletari ex aliena jactura» η οποία, σε ελεύθερη μετάφραση, αποτυπώνει τις βασικές αρχές του δικαίου της επιείκειας, ήτοι, ότι ουδείς πρέπει να καθίσταται πλουσιότερος εις βάρος και/ή δυνάμει απώλειας άλλου προσώπου. Πολύ πρόσφατα στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Bank of China (Hong Kong) Limited v. Vaimicus Estates Ltd Πολ. Εφ. E70/18 ημερ. 24/11/2023 επαναδιατυπώθηκαν οι αρχές και διαβάζονται τα ακόλουθα σημαντικά:

 

« Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minervα Finance & Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173)Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρμογής των αρχών του δικαίου των συμβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συμβατικού πλαισίου ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.

Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόμος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 με τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση (Unjust enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις με τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόμη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιημένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.

Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη  και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξ’ όδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust) (βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45Chitty (ανωτέρωπαρ.29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 ΑΑΔ 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti vSawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση. ».

 

Σύμφωνα με τον Δικαστή Reed το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού βασίζεται στη θεωρία του Αριστοτέλη ότι η δικαιοσύνη συνεπάγεται την αποκατάσταση των μερών στο σημείο που ευρίσκονταν προτού το δίκαιο διαταραχθεί από κάποια μεμπτή πράξη ή ενέργεια που ανέτρεψε την ορθή τάξη πραγμάτων. Στην απόφαση Investment Trust Company v. Revenue and Customs Commissioners [2018] AC 275 διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

«The purpose of unjust enrichment is to correct normatively defective transfer of value by restoring the parties to their pre – transfer positions. It reflects the Aristotelian conception of justice as the restoration of balance or equilibrium which has been disrupted. ».

 

Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού σκοπεί στην επανορθωτική δικαιοσύνη και στην αποτροπή αδικαιολόγητων μεταφορών χρημάτων και πλούτου. Όπως έχουν διαπιστωθεί τα γεγονότα στην υπό κρίση υπόθεση, θα πρέπει να υπάρξει αποκατάσταση των Εναγόντων αφού ο Εναγόμενος έλαβε ποσόν πέραν από αυτό που δικαιούτο, ήτοι έλαβε πλεονέκτημα αφού δεν προσάρμοσε το ποσό που δικαιούτο σύμφωνα με τις απομειώσεις που υπέστη το Ταμείο λόγω της οικονομικής κρίσης του 2011, ενώ γνώριζε ότι θα έπρεπε να αναμένει την κατάρτιση των Οικονομικών Εκθέσεων του 2011 στις οποίες θα καθοριζόταν το προσαρμοσμένο ποσό που του αναλογούσε στο Ταμείο. Εκμεταλλευόμενος την θέση του ως Οικονομικός Διευθυντής για 20 χρόνια και της εμπιστοσύνης που έχαιρε από τον Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής κ. Γαλατόπουλο, ο οποίος του υπέγραψε τις οκτώ επιταγές συνολικού ύψους €550.000 χωρίς να τον αμφισβητήσει, εισέπραξε εις βάρος των υπολοίπων μελών του Ταμείου ποσό πέραν από αυτό που δικαιούτο.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος εισέπραξε το ποσό των €550.000 ενώ θα έπρεπε να εισπράξει το ποσό των €351.956,65. Προσπορίστηκε το όφελος του ποσού των €228.923,64 αφού δεν φρόντισε να προσαρμοστεί το ποσό που δικαιούτο από το Ταμείο στα οικονομικά δεδομένα του Ταμείου του 2011. Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται στην επιστροφή του ποσού των €228.923,64 δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο Εναγόμενος έχει πλουτιστεί από την απόκτηση οφέλους και συγκεκριμένα του ποσού των €228.932,64, ήτοι €550.000 - €351.956,65.

 

Όσον αφορά την Ανταπαίτηση δεν προσκομίστηκε μαρτυρία πέραν των όσων είχε αναφέρει ο ίδιος ο Εναγόμενος σε σχέση με το κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο προς αυτόν ποσό, το οποίο από τις €81.283 κατέληξε στις €29.034,26 χωρίς επεξήγηση. Ενόψει της συγκεκριμένης διαπίστωσης, η αξίωση του Εναγόμενου είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Επίσης, δεν προσκομίστηκε ίχνος μαρτυρίας ότι οι Εναγόμενοι 2 - 6 ήταν προσωπικά υπεύθυνοι για οτιδήποτε. Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται, όμως λόγω του ότι συνεκδικάστηκε με την Απαίτηση, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε περαιτέρω έξοδα.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό των €228.932,64, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής 19/09/2014 μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον έξοδα, ως υπολογισθούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) .....................................................

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο