
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 168/2024
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΚΑΣΙΝΙΔΗΣ ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Ενάγουσα/Καθ’ ής η Αίτηση
ΚΑΙ
ΝICOS MARKANTONIS CONTRACTORS & DEVELOPERS LIMITED
Εναγόμενη/Αιτήτρια
___________________________
Αίτηση ημερομηνίας 13/09/2024 για παραμερισμό απόφασης ημερομηνίας 04/06/2024
Ημερομηνία: 16/05/2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια/Εναγόμενη: κκ Αρτέμιου, Πιερή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ’ής η Αίτηση/Ενάγουσα: κκ Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό κρίση Αίτηση, η Aιτήτρια αιτείται διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την ακύρωση και/ή παραμερισμό της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 04/06/2024 η οποία εκδόθηκε εναντίον της Εναγόμενης (στο εξής «ως η απόφαση») και επιτρέπον την καταχώρηση δικογράφων εκ μέρους της Εναγόμενης.
Σημειώνω ότι η Απαίτηση καταχωρήθηκε με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023 και δη με βάση το Μέρος 7. Η Απαίτηση ως φαίνεται από το φάκελο του Δικαστηρίου επιδόθηκε στη διευθύντρια της Εναγόμενης κα Πόπη Κωνσταντίνου περί την 27/02/2024. Σημείωμα εμφάνισης δεν καταχωρήθηκε. Η Ενάγουσα/Αιτήτρια αποτάθηκε στο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση απόφασης ερήμην. Πράγματι την 04/06/2025 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των €42.256,00 πλέον νόμιμο τόκο 5,5% ετησίως από 21/02/2024 μέχρι εξοφλήσεως. Επίσης η Εναγόμενη διατάχθηκε να πληρώσει στους Ενάγοντες το ποσό των €1.181,00 έξοδα πλέον €80 έξοδα προδικαστικού πρωτοκόλλου, πλέον €39,00 έξοδα επίδοσης εντύπου απαίτησης και προδικαστικού πρωτοκόλλου με τόκο 5,5% το χρόνο από 21/02/2024 μέχρι εξοφλήσεως. Σημειώνω ότι δεν αμφισβητείται ότι η απαίτηση επιδόθηκε στη διευθύντρια της Εναγόμενης εταιρείας.
Η απαίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αφορούσε ουσιαστικά χρηματική απαίτηση και δη η Ενάγουσα διεκδίκησε ποσό δυνάμει ως οφειλόμενο δυνάμει συμφωνιών παροχής υπηρεσιών, εκτέλεσης εργασιών και/ή ως συμφωνημένο και/ή εύλογο τίμημα για τις εκτελεσθείσες και συμφωνηθείσες εργασίες.
Επισημαίνεται ότι και η υπό κρίση Αίτηση διέπεται από τις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Σύμφωνα με την Αιτήτρια/Εναγόμενη ενώ επιδόθηκε το έντυπο απαίτησης στη διευθύντρια της Εναγόμενης κα Πόπη Κωνσταντίνου δεν αντιλήφθηκε ότι αυτό ήταν αγωγή καθότι δεν είναι γνώστες των νέων εντύπων και έτσι δε μελέτησαν όλες τις σελίδες και το παραπέμψαν στο δικηγόρο. Η κα Χριστιάνα Κωνσταντίνου το έστειλε όμως με η-μήνυμα στο δικηγόρο τους κο Αρτέμη Αρτεμίου ο οποίος για κάποιο λόγο δεν το έλαβε ποτέ. Ως αναφέρει ο ενόρκως δηλών μετά την αποστολή του η-μηνύματος στο δικηγόρο της Εναγόμενης δεν ήρθε ειδοποίηση ότι το μήνυμα δεν στάλθηκε ή δεν παραδόθηκε. Αποδίδει το λόγο μη παραλαβής του μηνύματος από το δικηγόρο τους σε ενδεχόμενο πρόβλημα του λογισμικού ή ότι μπορεί να τέθηκε αυτό στο φάκελο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας. Σε τέτοια περίπτωση τα μηνύματα κάποια στιγμή καταστρέφονται. Μπορεί να προκύψουν θέματα συγχρονισμού ενόψει του ότι ο δικηγόρος κος Αρτεμίου έχει πρόσβαση στο e mail του σε πολλές συσκευές με ενδεχόμενο να προκύψουν προβλήματα συγχρονισμού μεταξύ των συσκευών και του διακομιστή e mail, ή να προκύψουν τεχνικές δυσλειτουργίες ή προβλήματα από την πλευρά του διακομιστή. Δεν περιφρόνησαν τη δικαστική διαδικασία. Απαντούσαν έγκαιρα στις επιστολές του προδικαστηριακού πρωτοκόλλου. Επισύναψε ως Τεκμήρια τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους πριν την έγερση της αγωγής.
Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση ο ενόρκως δηλών επίσης ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη έχει πολύ καλή Υπεράσπιση στην αγωγή. Πρωτίστως ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα δεν μπορεί να προβάλει αξίωση καθότι οι απαιτήσεις της έχουν παραγραφεί με βάση τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (66) (Ι) 2012. Η Εναγόμενη προς Υπεράσπισης της αναφέρει επίσης τα ακόλουθα: Aναφορικά με τις εργασίες και κοστολογήσεις αυτών οι οποίες περιγράφονται στις παραγράφους 6-11 της έκθεσης απαίτησης αρνείται τις περιγραφές της Ενάγουσας. Περαιτέρω η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι στο έργο υπήρξαν κακοτεχνίες και επειδή αρνήθηκε η Εναγόμενη να επιδιορθώσει και αποκαταστήσει αυτές συμφώνησαν όπως η Ενάγουσα να μη πληρωθεί άλλο ποσό πέραν των €9.000.
H Εναγόμενη ποτέ δεν εκτέλεσε μ’ οποιοδήποτε τρόπο ή εργασία σχετική με το πρόσωπο «Ανδρέα Φραντζή» και δεν έδωσε ποτέ εντός του 2020, οδηγίες στην Ενάγουσα για εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών στην περιοχή Μακεδονίτισσας της επαρχίας Λευκωσίας. Ποτέ δεν εκτέλεσε οποιοδήποτε έργο στην επαρχία στην περιοχή Πεδουλάς. Ως επίσης αναφέρει ποτέ δεν εκτέλεσε οποιοδήποτε έργο σε φυσικό πρόσωπο κ. Ρόη αλλά σε δύο πολυκατοικίες με την επωνυμία R.Rois Constructions Ltd. Στο έργο αυτό υπήρχαν κακοτεχνίες. Συμφώνησαν να μη πληρωθεί η Ενάγουσα οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν του ποσού που έλαβε μέχρι τότε. Η Εναγόμενη υπέστηκε ζημιά πέραν των €50.000.
Αναφορικά με τις εργασίες στην οικία Καστελλάνη οι εργασίες ολοκληρώθηκαν περί τα μέσα 2021 και η προσωρινή παράδοση έγινε την 02/08/2021. Στο έργο υπήρξαν κακοτεχνίες και αρνήθηκε η Εναγόμενη να τις επιδιορθώσει. Η Εναγόμενη υπέστηκε ζημιά πέραν των €5.000. Η Εναγόμενη δε γνωρίζει και αρνείται ότι η Ενάγουσα εκτέλεσε εργασίες για λογαριασμό του κου Νίκου Μαρκαντώνη ο οποίος είναι απασχολούμενος στην Εναγόμενη εταιρεία. Η Εναγόμενη επίσης δεν εκτέλεσε οποιοδήποτε έργο για λογαριασμό του Διευθυντή των υπεραγορών Lidl. Αναφορικά με την οικία Αμαλία Χοιρομερίδου ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν εκτέλεσε οποιοδήποτε έργο ή εργασία για λογαριασμό προσώπου με αυτό το όνομα.
Κατά συνέπεια ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στην Ενάγουσα, ότι έχει υποστεί ζημιά λόγω των πράξεων και παραλείψεων της Ενάγουσας, ότι οι απαιτήσεις της έχουν παραγραφεί και ότι οι απαιτήσεις τους αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις μετά που οι ιδιοκτήτες των έργων έχουν παράπονα για κακοτεχνίες και αξιώνουν αποζημιώσεις.
Η υπό κρίση Αίτηση κατά τη θέση του ενόρκως δηλούντα καταχωρήθηκε καλόπιστα και αμέσως μετά που αποφάσισε η Εναγόμενη να απορρίψει την πρόταση της Ενάγουσας για εξώδικο συμβιβασμό.
Στον αντίποδα η Ενάγουσα/Καθ΄ ής η Αίτηση καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση προβάλλοντας 22 λόγους ένστασης οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:
1) Η Αίτηση είναι παράτυπη/αντικανονική, νόμω και ουσία αβάσιμη, αντικανονική, αδικαιολόγητη, στηρίζεται σε λανθασμένο και/ή ελλιπές νομικό υπόβαθρο και δε περιλαμβάνονται σ’ αυτή οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.
2) Δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος παραμερισμού και ακύρωσης της απόφασης, τα γεγονότα δε δικαιολογούν την έκδοση των διαταγμάτων.
3) Η Απόφαση εκδόθηκε κανονικά και νομότυπα. Η Εναγόμενη/Αιτήτρια γνώριζε για την ύπαρξη της αγωγής τουλάχιστον από τις 27/02/2024. Δεν έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης. Παρατηρείται υπέρμετρη καθυστέρηση στο να λάβει μέτρα για παραμερισμό της απόφασης.
4) Δεν υποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ούτε προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι να μπορούν να εκληφθούν ως προτεινόμενη υπεράσπιση.
5) Σε περίπτωση ακύρωσης και/ή παραμερισμού της απόφασης η Καθ’ ής η Αίτηση θα στερηθεί τους καρπούς της επιτυχίας της, θα παραβιαστούν οι αρχές που αφορούν την ανάγκη για ταχεία εκδίκαση και/ή διεκπεραίωση των υποθέσεων, η αίτηση ασκείται κακόπιστα ή καταχρηστικά, και για αλλότριους σκοπούς.
6) Ο παραμερισμός της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην Καθ’ ής η Αίτηση και θα καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης και την εξόφληση του εξ’ αποφάσεως χρέους. Θα στερηθεί της δυνατότητας η Ενάγουσα απόλαυσης των καρπών της επιτυχίας της και/ή θα εξουδετερωθεί η ισχύς της απόφασης.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση υιοθετούνται οι λόγοι ένστασης αλλά και η ένορκη δήλωση ημερομηνίας 29/05/2024. Αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση εκτός των όσων παραδέχεται ρητά.
Η ακρόαση της Αίτησης έγινε με βάση το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων. Ουδείς αντεξετάστηκε ούτε καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Ο παραμερισμός ή η διαφοροποίηση απόφασης ερήμην διέπεται από το Μέρος 14 των νέων Κανονισμών 2023. Παρατίθεται κατωτέρω αυτούσιο το Μέρος 14.1, 14.2 και 14.3.
«14.1. Πεδίο Εφαρμογής του παρόντος Μέρους
(1) Οι κανονισμοί αυτού του Μέρους παραθέτουν τη διαδικασία παραμερισμού ή διαφοροποίησης απόφασης, η οποία εκδίδεται δυνάμει του Μέρους 13 (απόφαση ερήμην).
14.2. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του Μέρους 13, ανεξαρτήτως της σπουδής που επέδειξε ο εναγόμενος ή, στην περίπτωση ανταπαίτησης, ο ενάγων, ή, σε σχέση με την προοπτική επιτυχίας τους, αν η απόφαση εκδόθηκε εσφαλμένα:
(α) στην περίπτωση απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1)·
(β) στην περίπτωση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1) και 13.3(2)·
(γ) για τον λόγο ότι η απαίτηση ή ανταπαίτηση ικανοποιήθηκε στο σύνολό της πριν από την έκδοση απόφασης· ή
(δ) για τον λόγο ότι το έντυπο απαίτησης δεν επιδόθηκε στην πραγματικότητα.
14.3. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13 με τέτοιους όρους ως κρίνεται δίκαιο αν:
(α) ο εναγόμενος ή ο ενάγων έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση ή ανταπαίτηση· ή
(β) το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο:
(i) πρέπει να παραμεριστεί ή διαφοροποιηθεί η απόφαση· ή
(ii) πρέπει να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση.
(2) Το δικαστήριο, εξετάζοντας αν πρέπει να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13, στα θέματα τα οποία λαμβάνει υπόψη του περιλαμβάνεται και το κατά πόσο το πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση της απόφασης, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή».
Το Μέρος 14.2. παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 ενώ το Μέρος 14.3 αφορά τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδίδεται δυνάμει του Μέρους 13. Είναι ξεκάθαρο ότι με βάση το Μέρος 14. 3 το Δικαστήριο ασκεί αυτή του τη διακριτική ευχέρεια όταν «ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση» (Μέρος 14.3(1) (α)) ή όταν κρίνει «ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος» για να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί (Μέρος 14.3(1)(β)). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (Μέρος 14.3(2)).
Εν προκειμένω ξεκάθαρα η Αίτηση θα εξεταστεί με βάση το Μέρος 14.3 καθότι τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του Μέρος 14.2 ούτε τίθεται τέτοιο ζήτημα. Πρωτίστως αναφέρω ότι δεν αμφισβήτησε η Εναγόμενη το νομότυπο της επίδοσης του εντύπου απαίτησης. Επισημαίνω ότι στο δικαστηριακό φάκελο υπάρχει ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη κου Πάμπου Ιωάννου με ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ότι περί την 27/02/2024 επέδωσε επίσημο αντίγραφο του εντύπου απαίτησης στα πλαίσια της υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής αφήνοντας το στην κα Πόπη Κωνσταντίνου, διευθύντρια της Εναγόμενης.
Οι νέοι Κανονισμοί του 2023 εφαρμόζονται από το Σεπτέμβριο 2023. Oι προϋποθέσεις που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει ώστε κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να κρίνει εάν είναι δίκαιο και εύλογο να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει μια απόφαση που εκδόθηκε ερήμην πλέον έχουν αλλάξει σε κάποιο βαθμό ως εξηγείται κατωτέρω.
Η Νομολογία σε σχέση με την εφαρμογή και ερμηνεία του Μέρους 14 δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ενόψει του ότι η εφαρμογή των νέων Κανονισμών 2023 έχει τεθεί σ’ εφαρμογή σχετικά πρόσφατα. Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από αγγλική νομολογία. Το Μέρος 14 των Κανονισμών του 2023 είναι ταυτόσημο με το Μέρος 13 των Αγγλικών Κανονισμών.
Προχωρώ πρωτίστως να εξετάσω εάν η Αιτήτρια αποκαλύπτει «πραγματική προοπτική επιτυχίας της Υπεράσπισης της». Στο Αγγλικό Whitebook 2021 στην παράγραφο 13.3.1 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«[.]The defendant applying to set aside the judgment must come within r.13.3(1)(a) or (b). It is not enough to show an "arguable" defence; the defendant must show that they have "a real prospect of successfully defending the claim". It is essentially the same test as applied to summary judgment applications under Pt 24. This test is more fully covered in para.24.2.3; see also Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91, CA.
In ED&F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] All E.R. (D)75; [2003] C.P. Rep. 51, Potter LJ explained the distinction between the tests:
".the only significant difference between the provisions of CPR 24.2 and 13.3(1), is that under the former the overall burden of proof rests upon the claimant to establish that there are grounds for his belief that the respondent has no real prospect of success whereas, under the latter, the burden rests upon the defendant to satisfy the court that there is good reason why a judgment regularly obtained should be set aside. That being so, although generally the burden of proof is in practice of only marginal importance in relation to the assessment of evidence, it seems almost inevitable that, in particular cases, a defendant applying under CPR 13.3(1) may encounter a court less receptive to applying the test in his favour than if they were a defendant advancing a timely round of resistance to summary judgment under CPR 24.2."
Στην απόφαση Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) at [15] λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το ζήτημα τα οποία επιβεβαιώθηκαν από το Εφετείο στην απόφαση AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd's Rep. I.R. 301 at [24]:
« i)The court must consider whether the claimant has a "realistic" as opposed to a "fanciful" prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91;
ii) A "realistic" claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim that is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];
iii)In reaching its conclusion the court must not conduct a "mini-trial": Swain v Hillman;
iv)This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted by contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products v Patel at [10];
v)However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No.5) [2001] EWCA Civ 550;
vi)Although a case may turn out at trial not to be really complicated, it does not follow that it should be decided without the fuller investigation into the facts at trial than is possible or permissible on summary judgment. Thus the court should hesitate about making a final decision without a trial, even where there is no obvious conflict of fact at the time of the application, where reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case: Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] F.S.R. 3;
vii)On the other hand it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, he will in truth have no real prospect of succeeding on his claim or successfully defending the claim against him, as the case may be. Similarly, if the applicant's case is bad in law, the sooner that is determined, the better. If it is possible to show by evidence that although material in the form of documents or oral evidence that would put the documents in another light is not currently before the court, such material is likely to exist and can be expected to be available at trial, it would be wrong to give summary judgment because there would be a real, as opposed to a fanciful, prospect of success. However, it is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may turn up which would have a bearing on the question of construction: ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725».
Επίσης στο σύγγραμμα Blackstones «Civil Procedure Rules 2018» σελίδες 598-601 Αναφέρονται τα ακόλουθα για την προϋπόθεση «πραγματική προοπτική επιτυχίας» προυπόθεση που πρέπει να συντρέχει τόσο κατά την εξέταση αιτήσεων παραμερισμού όσο και κατά την εξέταση αιτήσεων για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Επισημαίνω αναφορικά με αιτήσεις παραμερισμού στο ημεδαπό δίκαιο σχετικό είναι Μέρος 14.3(1).
«In Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91 Lord Woolf MR said that the words ‘no real prospect of succeeding did not need any amplification as they spoke for themselves. The word ‘real’ directed the court to the need to see whether there was a realistic, as opposed to a fanciful, prospect of success. The phrase does not mean ‘real and substantial’ prospect of success. Nor does it mean that summary judgment will only be granted if the claim or defence is ‘bound to be dismissed at trial’. Nor that the defence is ‘seriously arguable’ (National Infrastructure Development Co. Ltd v Banco Santander SA [2017] EWCA Civ 27, [2017] 1 Lloyd's Rep 361). Nor does it require compelling evidence, but simply enough evidence to raise a real prospect of a contrary case (Korea National Insurance Corporation v Allianz Global Corporate and Specialty AG [2007] EWCA Civ 1066, LTL 30/10/2007). * In Bee v Jenson [2006] EWHC 2534 (Comm), [2007] RTR 115, the court adopted the approach explained by Potter LJ in E. D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472, [2003] CPLR 384 at [8]:
I regard the distinction between a realistic and fanciful prospect of success as appropriately reflecting the observation in [Alpine Bulk Transport Co. Inc. v Saudi Eagle Shipping Co. Inc. [ 1986] 2 Lloyd's Rep 221] that the defence sought to be argued must carry some degree of conviction. Both approaches require the defendant to have a case which is better than merely arguable, as was formerly the case under RSC ord. 14.
A claim may be fanciful where it is entirely without substance, or where it is clear beyond question that the statement of case is contradicted by all the documents or other material on which it is based (Three Rivers District Council v Bank of England (No. 3)). The judge should have regard to the witness statements and also to the question of whether the case is capable of being supplemented by evidence at trial (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond [2001] BLR 297). Where the respondent’s evidence, taken at its highest, does not raise a possibility of a defence, but is in the realm of a mere (and distinctly improbable) possibility, it is right to enter summary judgment (Akinleye v East Sussex Hospitals NHS Trust [2008] EWHC 68 (QB), [2008] LS Law Medical 216). Conversely, where there is some prospect of success, summary judgment should be refused, and the court should not conduct a mini-trial into disputed questions of fact (Cotton v Rickard Metals Inc. [2008] EWHC 824 (QB), LTL 25/4/2008).
The question of whether there is a real prospect of success is not approached by applying the usual balance of probabilities standard of proof (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond).
…. In E. D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel Potter LJ at [6] regarded the terms ‘real prospect’ and ‘realistic prospect’ as interchangeable. Lord Woolf MR in Swain v Hillman said that summary judgment applications have to be kept within their proper role. They are not meant to dispense with the need for a trial where there are issues which should be considered at trial. Further, summary judgment hearings should not be mini-trials. They are simply summary hearings to dispose of cases where there is no real prospect of success. Without allowing the application to become a mini-trial, there are occasions when the court has to consider fairly voluminous evidence in order to understand the facts that are in issue (Miles v ITV Networks Ltd [2003] EWHC 3134 (Ch), LTL 9/12/2003).»
Με το παλαιό καθεστώς θα έπρεπε να καταδειχθεί η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Δεν αναμενόταν από το Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο αξιοπιστίας των ενόρκων δηλούντων για να κριθεί εάν εκ πρώτης όψεως πρόκυπτε Υπεράσπιση. Αναμενόταν δε να τεθούν μέσω ένορκης δήλωσης μαρτυρία και αποδεικτικά στοιχεία. Με το νέο νομοθετικό καθεστώς αυτό που αναμένεται να αποδειχθεί από κάποιον αιτητή είναι η πραγματική προοπτική επιτυχίας της Υπεράσπισης του. Νοείται ότι και με το νέο νομοθετικό καθεστώς αναμένεται μέσω ένορκης δήλωσης να τεθούν αποδεικτικά στοιχεία και μαρτυρία χωρίς να αναμένεται αξιολόγηση της αξιοπιστίας των εκατέρωθεν ενόρκως δηλούντων. Έχω την άποψη ότι με τους Κανονισμούς 2023 ενώ αναμένεται να αποδειχθεί κάτι περισσότερο από μια συζητήσιμη υπεράσπιση ώστε να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα περί πραγματική προοπτικής επιτυχίας της Υπεράσπισης στην ουσία δεν αναμένεται να παρουσιαστεί μέσω ένορκης δήλωσης κάτι διαφορετικό υπό μορφή μαρτυρίας από ότι απαιτείτο με τους προηγούμενους κανονισμούς. Η ουσία είναι να καταδειχθεί με το μαρτυρικό υλικό η πραγματική προοπτική επιτυχίας της Υπεράσπισης και να μην προκύπτει απλώς μια συζητήσιμη υπόθεση.
Ως φαίνεται από τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω το τι σημαίνει στην πράξη «πραγματική προοπτική επιτυχίας» αποτελεί ένα θέμα που έχει εξεταστεί από το Αγγλικό Εφετείο πολλές φορές σε διαφορετικά πλαίσια. Επισημαίνω ότι στην απόφαση Swain v Hillman (2001) 1 All ER 91, ανωτέρω ο Λόρδος Woolf, υποστήριξε ότι, ενώ οι λέξεις μιλούν από μόνες τους, το δικαστήριο πρέπει να καθορίσει εάν υπάρχει μια πραγματική ή ρεαλιστική, σε αντίθεση με μια φανταστική, προοπτική επιτυχίας. Το «πραγματική» προφανώς ερμηνεύεται με τη συνήθη έννοια του δηλαδή η εκδοχή του ενάγοντα και δη η Υπεράσπιση κάποιου εναγόμενου να οδηγεί εύλογα σε συμπέρασμα ότι έχει προοπτικές να επιτύχει αν προφανώς οι ισχυρισμοί και θέσεις που προβάλλει αποδειχθούν κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Δεν αναμένεται το Δικαστήριο να αξιολογήσει ισχυρισμούς και δη να προβεί σε «μικρή δίκη» αν και η αντιπαραβολή των θέσεων των ενόρκως δηλούντων ορισμένες φορές είναι αναπόφευκτη. Σαφώς απαιτείται να υποστηριχθεί η αίτηση με ένορκη δήλωση και να τεθεί μαρτυρία. Σαφώς οι ισχυρισμοί πρέπει να προβάλλουν κάποια πειστικότητα, να μη είναι αντιφατικοί, και να μην αναλώνεται το Δικαστήριο σε επουσιώδεις ισχυρισμούς ειδικά σε ισχυρισμούς που δεν έχουν πραγματική ουσία και εξόφθαλμα ή ρεαλιστικά δεν έχουν προοπτική επιτυχίας. Οι ισχυρισμοί για να καταδείξουν πραγματική προοπτική θα πρέπει να προσφέρουν κάτι περισσότερο από απλή αμφισβήτηση και δη να φέρουν κάποιο βαθμό πεποίθησης.
Εκ πρώτης όψεως, η διαπίστωση «πραγματικής προοπτικής επιτυχίας» δεν υποδηλώνει ιδιαίτερα υψηλό όριο απόδειξης. Για να αποφευχθεί η συνοπτική κρίση και/ή για να επιτραπεί ο παραμερισμός μιας απόφασης ο αιτητής πρέπει να δείξει μόνο μια καλύτερη από φανταστική προοπτική επιτυχίας.
Ομοίως, σύμφωνα με αγγλική νομολογία βλ. Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No.5) [2001] EWCA Civ 550 ο δικαστής θα πρέπει έχει κατά νου, ότι οι δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο είναι απίθανο να περιέχουν το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και θα πρέπει να θεωρήσει ότι κάποια αποδεικτικά στοιχεία εύλογα αναμένεται να είναι διαθέσιμα στη δίκη.
Ωστόσο, το δικαστήριο δεν πρέπει να δέχεται χωρίς ανάλυση τα πάντα στις ένορκες δηλώσεις, ιδιαίτερα εάν έχουν κατατεθεί έγγραφα τα οποία βρίσκονται σε αντίθεση με τους πραγματικούς ισχυρισμούς που διατυπώνονται στις δηλώσεις.
Εν προκειμένω η Εναγόμενη εταιρεία αμφισβητεί ότι οφείλει το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση. Αρχικά αμφισβητεί τον τρόπο της συνεργασίας της με την Εναγόμενη. Αποτελεί ισχυρισμό της ότι ένεκα της σχέσης τους ουδέποτε υποβαλλόταν προσφορά για οποιοδήποτε έργο αναλάμβαναν αλλά μετά την εκτέλεση εργασιών όπως ελαιοχρωματισμούς γινόταν καταμέτρηση των εργασιών και μετά από έλεγχο των εργασιών πληρώνονταν. Η πλευρά της Ενάγουσας προβάλλει άλλη θέση. Είναι όμως κοινή συνισταμένη των δύο πλευρών ότι η συνεργασία τους και η συμφωνία για παροχή υπηρεσιών από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη ήταν κυρίως προφορική χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε τελικά ευρήματα. Ο λόγος που γίνεται αναφορά είναι για να υποδειχθεί ότι εφόσον ως φαίνεται εκ πρώτης όψεως συμφωνούσαν προφορικά στην εκτέλεση εργασιών και/ή παροχή υπηρεσιών ότι και οι δύο πλευρές ουσιαστικά προς προώθηση των θέσεων τους στη διάθεση τους έχουν κυρίως προφορική μαρτυρία. Κατά δεύτερο η Εναγόμενη προβάλλει μεταξύ άλλων ισχυρισμό ότι οι απαιτήσεις της Εναγόμενης διέπονται από κώλυμα και δη ότι έχουν παραγραφεί κατ’ εφαρμογή του περί παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων Νόμου 2012 (στο εξής ως ο «Ν. 66(Ι)/2012»). Σαφώς το Δικαστήριο δεν μπορεί μέσω της παρούσας να προβεί σε ευρήματα ή συμπεράσματα περί παραγραφής της απαίτησης. Στο άρθρο 7 του Ν. 66(Ι)/2012 καθορίζει χρονική προθεσμία έγερσης αγωγής από τη μέρα συμπλήρωσης της αγωγής.
Μέσω της απαίτησης της η Ενάγουσα/Καθ’ ής η Αίτηση μεταξύ άλλων αξίωσε συγκεκριμένα ποσά για εκτελεθεσθείσες εργασίες που ισχυρίζεται ότι εκτέλεσε μετά από οδηγίες της Εναγόμενης, τα οποία ποσά αξιώνει και ως εύλογη αμοιβή. Στο εδάφιο 2 του άρθρου 7 αναφέρεται ότι καμία αγωγή που αφορά σύμβαση σε σχέση με τη συμφωνηθείσα ή εύλογη αμοιβή εργολάβου ή άλλου ανεξάρτητου επαγγελματία δεν εγείρεται μετά την πάροδο 3 ετών από την ημέρα συμπλήρωση της βάσης της αγωγής.
Εν προκειμένω φαίνεται για το θέμα της παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος εφαρμογή να έχει μεταξύ άλλων το πιο πάνω εδάφιο. Σαφώς το Δικαστήριο δε έχει ενώπιον του αδιαμφισβήτητο πραγματικό υπόβαθρο για να κρίνει πότε συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής καθότι οι διάδικοι παραθέτουν διαφορετικά τον τρόπο συνεργασίας και πότε εκτελέστηκαν οι εργασίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συνεργασία και εκτέλεση εργασιών για τα οποία αξιώνεται αμοιβή και δη το ποσό για τις εργασίες έγιναν μεταξύ των ετών 2019-2021. Η παραγραφή δεν αποτελεί Υπεράσπιση αλλά κώλυμα το οποίο μπορεί να τεθεί μόνο μέσω δικογράφου. Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου χωρίς να προβαίνω σε συμπεράσματα κρίνω ότι εν προκειμένω υπάρχει πραγματική προοπτική κάποιες εκ των απαιτήσεων να έχουν παραγραφεί, θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί κατά την εκδίκαση της ουσίας της απαίτησης.
Αποτελεί ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι συμφωνία για εκτέλεση εργασιών έκανε με την Ενάγουσα μόνο για τις εργασίες που αφορούν την οικία κάποιας Πολίνας Χατζηχάνας, σε δύο πολυκατοικίες εταιρείας με την επωνυμία R.Rois Constructions Ltd, και σε οικία Καστελλάνη. Αρνείται ότι η Εναγόμενη εκτέλεσε οποιοδήποτε έργο για Ανδρέα Φραντζή, στην περιοχή Πεδουλά, για Μαρκαντώνη, για το διευθυντή των Υπεραγορών Lidl ή για Αμαλία Χοιρομερίδου. Είναι προφανώς η θέση ότι εφόσον δεν εκτέλεσε η Εναγόμενη οποιοδήποτε έργο ότι δε συμφώνησαν ούτε με την Ενάγουσα να παρέχει υπηρεσίες. Όσον αφορά την οικία Πολίνας Χατζηχάνα υπάρχει ισχυρισμός ότι υπήρξαν κακοτεχνίες από την Ενάγουσα και έτσι συμφώνησαν όπως η Ενάγουσα μη πληρωθεί οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν των €9000 που έλαβε μέχρι τότε. Όσον αφορά τις πολυκατοικίες R.Rois Constructions Ltd υπάρχει ισχυρισμός της Εναγόμενης για κακοτεχνίες για τις οποίες ευθύνεται η Ενάγουσα είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών όπως η Ενάγουσα δε πληρωθεί άλλο ποσό πέραν του ποσού που έλαβε τότε. Δεν τέθηκε μαρτυρία ως προς τις κακοτεχνίες και το ύψος της ζημιάς αλλά ως αναφέρθηκε αυτό θα αποτελέσει μέρος άλλης απαίτησης. Προς υπεράσπιση η Εναγόμενη θέτει την ύπαρξη συμφωνίας για μη πληρωμή άλλων ποσών πέραν των ποσών που καταβλήθηκαν. Αναφορικά με την οικία Καστελλάνη αρνείται ότι εκτέλεσε επιπρόσθετες εργασίες και ισχυρίζεται ότι λόγω κακοτεχνιών συμφώνησαν όπως μη πληρωθεί άλλο ποσό πέραν αυτού που πληρώθηκε.
Η Ενάγουσα από την άλλη μέσω της ένστασης της προβάλλει τη δική της θέση, αρνείται ουσιαστικά την εκδοχή της Εναγόμενης. Προβάλλονται απλώς δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές οι οποίες στηρίζονται κυρίως ως αναφέρω σε προφορική μαρτυρία. Για τις εργασίες που αποδέχεται η Εναγόμενη, ότι έγιναν από την Ενάγουσα ο ενόρκως δηλών στην Αίτηση δίδει τη δική του εξήγηση για τον τρόπο εργασίας, και τα ποσά που πληρώθηκαν. Ως λέχθηκε στην απόθεση Claire Morris v Saratoga Swimming Pools Ltd Π.Ε. 145/2009 ημερ. 10/04/2012 η αντιπαραβολή των δύο εκδοχών σε αιτήσεις παραμερισμού ορισμένες φορές είναι αναπόφευκτη. Η αντιπαραβολή που έχει προβεί το Δικαστήριο ανωτέρω επισημαίνω περιορίστηκε απλώς στη διακρίβωση της καλοπιστίας των ισχυρισμών και κατά πόσο προκύπτει ρεαλιστικά προοπτική επιτυχίας της Υπεράσπισης της Εναγόμενης.
Θεωρώ ότι τα γεγονότα ως τέθηκαν από την Εναγόμενη δεν αμφισβητούν απλώς την Έκθεση Απαίτησης αλλά τέθηκαν ισχυρισμοί που δεν είναι πλασματικοί ή φανταστικοί αλλά παραθέτουν κάποια πραγματικά δεδομένα όπου κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας κατά το ορθό στάδιο θα μπορούσαν νοουμένου ότι γίνει αποδεκτή η μαρτυρία να εκθεμελιώσουν την απαίτηση. Δεν μπορεί να λεχθεί λοιπόν ότι η προτεινόμενη Υπεράσπιση στερείται νομιμοποιητικού ερείσματος. Έχω κατά νου ότι η απόφαση εκδόθηκε νομότυπα αλλά οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης δεν μπορούν στο παρόν στάδιο να απορριφθούν ως παντελώς ατεκμηρίωτοι ή αστήρικτοι.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης περί μη εκτέλεσης εκ μέρους της εργασιών όπως για Ανδρέα Φραντζή, ή στην περιοχή Πεδουλά, ή για Μαρκαντώνη, ή για το διευθυντή των Υπεραγορών Lidl ή για κάποια Αμαλία Χοιρομερίδου παρατηρώ ότι η Ενάγουσα ως προς αυτό τον ισχυρισμό πρόβαλλε μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση γενική άρνηση. Παραπέμπω σχετικά στην παρ. 15 της ένορκης δήλωσης του κ. Κασινίδη. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Iason Travel & Tours Ltd v L. Pashias Travel Ltd (Πολ. Εφ. 145/2010, ημερ. 19.2.2013): «Έχοντας υπόψη ότι η υπεράσπιση συνιστά παντελή άρνηση αγοράς των κατ΄ισχυρισμών πωληθέντων τουριστικών πακέτων, κρίνουμε ως ορθή τη θέση των εφεσειόντων-εναγομένων που εκφράζεται στην παράγραφο 7(α) του περιγράμματός του, ως ακολούθως: «7(α) Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα ήταν σωστή εάν οι ενάγοντες συνέδεαν με κάποιο τρόπο τους εναγόμενους με τα επίδικα τουριστικά πακέτα. Δεν μπορούν οι εναγόμενοι να δώσουν εξηγήσεις ή λεπτομέρειες για πράγματα για τα οποία δεν έχουν συνδεθεί με κάποιο τρόπο για τον απλούστατο λόγο ότι ο ισχυρισμός των ότι δεν παρήγγειλαν ούτε αγόρασαν ούτε παρέλαβαν τα εν λόγω τουριστικά πακέτα μπορεί να είναι και η πραγματικότης.»»
Όλα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Iason Travel & Tours Ltd (ανωτέρω), έχοντας κατά νου και την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, κρίση μου είναι ότι έχουν κατ΄αναλογία εφαρμογή και στην παρούσα όσον αφορά τις κατ΄ισχυρσιμό εργασίες που έγιναν ενώ η Εναγόμενη αρνείται ότι έγιναν.
Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας αφού αυτό αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου που θα εξετάσει την ουσία της υπόθεσης. Συνεπώς, χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία της διαφοράς και χωρίς να προβαίνω σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς, στον βαθμό που απαιτείται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ύπαρξη ρεαλιστικής προοπτικής επιτυχίας της Υπεράσπισης.
Στη συνέχεια προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο έχει αποδειχθεί καλός λόγος για τον οποίο να πρέπει να παραμεριστεί η απόφαση. Σχετικό είναι το μέρος 14.3 (1,β) των Κανονισμών του έτους 2023.
Το ζήτημα της ύπαρξης καλού λόγου έχει επίσης απασχολήσει την αγγλική νομολογία. Ακόμα κι αν ο Εναγόμενος δεν είναι σε θέση να αποδείξει μια πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης, το Δικαστήριο μπορεί ωστόσο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει μια απόφαση μόνο όταν υπάρχει κάποιος καλός λόγος. Σαφώς το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν αυτό θα είναι ανώφελο αλλά πρέπει να αποδεικνύεται ότι με τον παραμερισμό της απόφασης θα επιτευχθεί κάποιος χρήσιμος σκοπός σχετικά με ζητήματα φήμης ή κόστους. Βλ. Wards Solicitors v Hendawi (2018) EWHC 1907 (Ch), Godwin v Swindon Borough Council (2001) 4 All ER 641 Akram v Adam (2004) EWCA Civ 1601, (2004) All ER (D) 444 (Nov).
Ουσιαστικά επιτρέπεται στο Δικαστήριο να διορθώνει καταστάσεις όταν θα ήταν άδικο να επιτραπεί η συνέχιση της ισχύς μιας ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Καλός λόγος κρίθηκε στις περιπτώσεις που ενδέχεται σε περίπτωση συνεναγομένων να προκύπτει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ή ότι η απαίτηση καταχωρήθηκε προτού παρέλθουν οι προθεσμίες για τα προδικαστηριακά πρωτόκολα ή εάν επιδόθηκαν έντυπα εκπρόθεσμα. Βλ. Hart Investments Ltd v Fidler (2006) EWHC 2857 (TCC), Fox v Wiggins and others (2019) EWHC 2713 QB.
Καλός λόγος εν τη εννοία που τέθηκε στο μέρος 14.3 (1,β) δε διαπιστώνω να συντρέχει εν προκειμένω. Κρίνω ότι παρέλκει η περαιτέρω συζήτηση του θέματος.
Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω εάν η Εναγόμενη/Αιτήτρια μέσω του ενόρκως δηλούντα έχει δώσει επαρκή και ικανοποιητική αιτιολογία για την παράλειψη της να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης και δη κατά πόσο η αίτηση υποβλήθηκε χωρίς χρονοτριβή. Προχωρώ δηλαδή να εξετάσω το Μέρος 14 (3), (2) των Κανονισμών 2023.
Η εξέταση του κατά πόσο ο εναγόμενος ενήργησε χωρίς χρονοτριβή δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο με τη χρονική περίοδο που παρήλθε πριν καταχωρηθεί μια αίτηση αλλά με αναφορά και στους λόγους της καθυστέρησης. Εάν η αίτηση καταχωρήθηκε όσο πιο νωρίς αναλόγως των περιστάσεων δυνατόν να θεωρηθεί ότι έγινε χωρίς χρονοτριβή ακόμη κι αν παρήλθε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα από τότε που ο εναγόμενος έλαβε γνώση για πρώτη φορά της απόφασης. Εξαρτάται όμως υπό τας περιστάσεις. Βλ. AMRA Leasing Ltd v DAC Aviation (EA) Ltd (2022) EWHC 1718 (Comm). Είναι απαραίτητο να εξετάζεται η συμπεριφορά του εναγόμενου τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της απόφασης. Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Claire Morris v Saratoga Swimming Pools Ltd ανωτέρω, Zehil ν Roberts (2009)1 Α Α.Α.Δ. 678. Ακόμα και η συμπεριφορά πριν την καταχώρηση απαίτησης μπορεί να συνυπολογιστεί. Βλ. Core-Export Spa v Yang Ming Marine Transportation Corp at paras [9]–[13].
Συνοπτικά ο λόγος μη εμφάνισης δεν οφείλεται σε λόγο μη επίδοσης ή παράτυπης επίδοσης. Αντιθέτως είναι παραδεκτό ότι η απόφαση εκδόθηκε μετά από νομότυπη επίδοση της απαίτησης. Η Εναγόμενη ως αναφέρει μέσω του ενόρκως δηλούντα πράγματι στις 27/02/2024 επιδόθηκε σ’ αυτούς το έντυπο απαίτησης και αμέσως το προώθησαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο δικηγόρο τους κο Αρτέμη Αρτεμίου. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι επρόκειτο για αγωγή λόγω αλλαγής των εντύπων, το έστειλαν όμως και δεν έλαβαν ειδοποίηση ότι δεν στάλθηκε. Από την άλλη ο δικηγόρος τους δεν το παρέλαβε. Παράθεσε τρεις περιπτώσεις για μη παραλαβή κάποιου ηλεκτρονικού μηνύματος. Ως αναφέρει ο ενόρκως δηλών ο δικηγόρος του κάθε φορά και όποτε λάμβαναν κάποια επιστολή ή αγωγή ενεργούσε εκ μέρους τους. Αναφορικά με τις επιστολές που έλαβαν από την Ενάγουσα προδικαστηριακά μόλις τις έλαβαν απάντησε εκ μέρους τους. Κατά το χρόνο αποστολής του η-μηνύματος με το οποίο έστειλαν το έντυπο απαίτησης στο δικηγόρο τους για λόγους που αφορούν το λογισμικό που χρησιμοποιεί στο δικηγορικό του γραφείο ή και τεχνικά προβλήματα ή σφάλματα που δυνατόν να εμφιλοχωρήσουν δεν το παρέλαβε. Ως εξήγησε ο ενόρκως δηλών, μετά από συμβουλή προς το δικηγόρο τους, από την εταιρεία AC Acenetworks Limited, η οποία είναι εταιρεία παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και πληροφορικής υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα μήνυμα στάλθηκε ενώ δεν παραλήφθηκε. Επισημαίνω ότι η Ενάγουσα/ Καθ΄ ής η Αίτηση εκτός της άρνησης των θέσεων δεν αντέκρουσε τη θέση ότι ο δικηγόρος της Εναγόμενης λόγω κάποιου σφάλματος σχετικά με το λογισμικό δεν παρέλαβε το η-μήνυμα. Ως αναφέρθηκε υπάρχει περίπτωση να κατευθύνθηκε το η-μήνυμα στο φάκελο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας, να μη συγχρονίστηκε με τις συσκευές, να προέκυψε τεχνική δυσλειτουργία στο λογισμικό ή άλλα σφάλματα ή ακόμη και προβλήματα στο διακομιστή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Η Ενάγουσα ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι η Εναγόμενη επέδειξε αδιαφορία και ότι γνώριζε ότι επρόκειτο για αγωγή και αδιαφόρησε. Ισχυρίζεται ότι δεν επικοινώνησε με το δικηγόρο της να δει τι έγινε. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι οι εκπρόσωποι της Εναγόμενης δεν αντιλήφθηκαν ότι το έντυπο απαίτησης το οποίο καταχωρήθηκε με βάση τα πρότυπα των νέων κανονισμών επρόκειτο για αγωγή. Ακόμη όμως και να το αντιλαμβάνονταν δεν αμέλησαν και αμέσως το έστειλαν στο δικηγόρο. Θεωρώ ότι δεν ευθύνεται η Εναγόμενη για την παράλειψη εμφάνισης. Το έντυπο το έστειλε αμέσως για χειρισμό στο δικηγόρο της. Η παράλειψη προφανώς οφείλεται σε σφάλμα λόγω τεχνικού προβλήματος. Οφείλεται επίσης σε σφάλμα που δεν προκάλεσε ο ίδιος ο δικηγόρος ή ο διάδικος και δεν έγινε ενσυνείδητα. Απλώς προέκυψε λόγω της τεχνολογίας που ουδείς αμφιβάλει ότι είναι πλέον μέρος της ζωής μας και των καθημερινών συναλλαγών μας. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Adboard Ltd κ.α. ν. Δήμος Στροβόλου, Π.Ε. αρ. 148/2011, 27.05.2013, της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με την υπό κρίση περίπτωση.
«Είναι γεγονός ότι στην εποχή την οποία διανύουμε, η τεχνολογία υπεισέρχεται ολοένα και περισσότερο στη ζωή μας και ακόμη πιο έντονα στις επαγγελματικές μας διεργασίες. Τόσο ατομικά, όσο και υπηρεσιακά, οι προσφερόμενες υπηρεσίες στον ιδιωτικό, αλλά και στο δημόσιο τομέα, καθίστανται ολοένα και περισσότερο εξαρτώμενες από την τεχνολογία. Στην υπό εξέταση περίπτωση κατανοούμε ότι η παράλειψη των δικηγόρων των αιτητών-εφεσειόντων, προκλήθηκε εξαιτίας της αποτυχίας του συστήματος το οποίο χρησιμοποιούν στο γραφείο τους, για τους λόγους που εξηγήθηκαν και είμαστε ικανοποιημένοι ότι δεν παρέλειψαν οι ίδιοι να προβούν σε οποιαδήποτε απαιτούμενη ενέργεια προς το σκοπό αποκατάστασης και επαναφοράς του συστήματος στη λειτουργική του βάση, έτσι ώστε να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις όπως αυτό που τελικά οδήγησε στην απόρριψη της έφεσης. Με αυτό ως δεδομένο δεν μπορούμε να καταλογίσουμε αμέλεια ή αδικαιολόγητη παράλειψη στην πλευρά των δικηγόρων των αιτητών-εφεσειόντων. Κρίνουμε δε ότι οι περιστάσεις δικαιολογούν την επαναφορά της έφεσης κατ΄ εφαρμογή της επιφύλαξης στην προαναφερθείσα πρόνοια του Κανονισμού 13(ε).»
Παρατηρώ επίσης ότι η Εναγόμενη στην προδικαστηριακή της συμπεριφορά υπήρξε επιμελής και δεν αδιαφόρησε. Απάντησε σε επιστολές που της αποστάλθηκαν. Ακόμη και μετά την έκδοση απόφασης ο δικηγόρος τους επικοινώνησε με το δικηγόρο της Ενάγουσας με σκοπό τη συζήτηση για εξώδικη διευθέτηση. Έγινε και συνάντηση. Γνώση της απόφασης έλαβε την 30/08/2024. Αμέσως έγινε επικοινωνία και 13 μέρες μετά καταχωρήθηκε η υπό κρίση Αίτηση. Είμαι της γνώμης ότι δεν δικαιολογείται συμπέρασμα αδικαιολόγητης καθυστέρησης και μάλιστα τέτοιας που να ισούται με ασύγγνωστη συμπεριφορά. Αν και αποτελεί γεγονός ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε 3 μήνες μετά την έκδοση απόφασης και 7 μήνες περίπου μετά που έληξε η προθεσμία καταχώρισης σημειώματος εμφανίσεως, είναι αντιληπτό ότι λόγω του σφάλματος που προκλήθηκε στο λογισμικό του συστήματος των η-μηνυμάτων η όποια έγκαιρη αντίδραση ήταν πλέον πλασματική. Λαμβάνω υπόψη μου ότι οι εκπροσώποι της Εναγόμενης δεν επικοινώνησαν με το δικηγόρο τους για να ενημερωθούν τι έγινε με τα έντυπα που έστειλαν αλλά εφόσον ως φαίνεται και με τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα ενεργούσε άμεσα εκ μέρους τους ο δικηγόρος τους, θεωρώ ότι δεν είχαν λόγο να ανησυχούν εφόσον νόμιζαν το η-μήνυμα παραλήφθηκε από το δικηγόρο και θα ενεργούσε εκ μέρους τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρώ συγχωρητέα την παράλειψη της Εναγόμενης ώστε να εμφανιστεί έγκαιρα στη διαδικασία. Επισημαίνω ότι μετά την έκδοση απόφασης ενήργησε χωρίς χρονοτριβή.
Απομένει προς εξέταση το κατά πόσο το Δικαστήριο δύναται με βάση το μέρος 3.6 των Κανονισμών 2023 να εκδόσει διάταγμα απαλλαγής από κυρώσεις. Ως έχει σε διάφορες αποφάσεις στην Αγγλία στα πλαίσια εξέτασης μιας αίτησης παραμερισμού απόφασης, εφαρμόζονται και τα όσα αναφέρονται στο μέρος 3.6 με τίτλο Απαλλαγή από κυρώσεις.
Ως έχει λεχθεί μέσω Αγγλικής νομολογίας εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχει μια εκ των προϋποθέσεων του Κανονισμού 13.3(1) ως ισχύει στην Αγγλία (Μέρος 14.3 (1) των ημεδαπών Κανονισμών και δη ότι η αίτηση καταχωρήθηκε χωρίς χρονοτριβή, το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα απαλλαγής από κυρώσεις. Στην απόφαση FXF v English Karate Federation Ltd (2023) EWCA Civ 891 το Αγγλικό Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η αίτηση για παραμερισμό απόφασης αντιμετωπίζεται σαν αίτηση με σκοπό την απαλλαγή από κυρώσεις. Θα πρέπει να εξεταστεί το τεστ που αποτελείται από τρία μέρη ως αυτό καθορίστηκε στην απόφαση Denton v TH White Ltd (2014) EWCA Civ 906.
Στο πρώτο στάδιο εξετάζεται εάν η παράβαση είναι σοβαρή ή σημαντική. Το δεύτερο στάδιο είναι εάν έχει αποδειχθεί καλός λόγος για την παράβαση. Το τρίτο στάδιο απαιτεί την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Εν προκειμένω εξετάζοντας τα τρία πιο πάνω στάδιο κρίνω ότι η παράλειψη να καταχωρηθεί εμφάνιση είναι σοβαρή παραβίαση. Όμως προχωρώντας στο δεύτερο στάδιο κρίνω ότι έχει δικαιολογηθεί ο λόγος της παράλειψης εμφάνισης για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω. Τέλος έχουν εξεταστεί ανωτέρω οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και έχει κριθεί ότι παρόλο της παράλειψης εμφάνισης της Εναγόμενης η οποία δεν ευθύνεται μετά τη γνώση της για την έκδοση απόφασης ενήργησε χωρίς χρονοτριβή. Θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για να εκδοθεί με βάση το Μέρος 3.6 διάταγμα απαλλαγής από τις κυρώσεις και δη ότι είναι κατάλληλη περίπτωση για να ασκήσω θετικά τη διακριτική μου ευχέρεια και να παραμερίσω την εκδοθείσα απόφαση.
Εν κατακλείδι κρίνω ότι ουδείς εκ των λόγων ένστασης μπορεί να επιτύχει.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και εξισορροπώντας από τη μια το δικαίωμα της Αιτήτριας που αιτείται τον παραμερισμό της απόφασης να της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και αφετέρου το δικαίωμα της Καθ’ ής η Αίτηση να απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας καθώς και το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν επεδειξε ασυγχώρητη ολιγωρία στην προώθηση της υπό κρίση Αίτησης κρίνω ότι η Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει υπό τον όρο, ότι θα καταβληθούν όλα τα έξοδα που προέκυψαν, εφόσον η απόφαση είχε εκδοθεί κανονικά και νομότυπα. Βλ.Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204. Επισημαίνω ότι η Εναγόμενη είχε ενημερωθεί δεόντως για την αγωγή και δεν τίθεται ζήτημα μη επίδοσης. Eύλογα και δικαιολογημένα η Ενάγουσα ζήτησε την έκδοση απόφασης ερήμην. Η διαδικασία εξελίχθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο λόγω ενεργειών που οφείλονται στην ίδια την Εναγόμενη.
Εκδίδεται λοιπόν Διάταγμα παραμερισμού της απόφασης ημερομηνίας 04/06/2024 που εκδόθηκε υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης υπό τον όρο ότι η Εναγομένη θα καταβάλει στην Ενάγουσα τόσο όλα τα έξοδα που έχουν δημιουργηθεί στα πλαίσια εκδίκασης του αιτήματος έντυπο αρ. 15 ημερομηνίας για έκδοση απόφασης ερήμην και τα οποία έχουν ήδη καθοριστεί από το Δικαστήριο σε €1.181,00 έξοδα της απαίτησης περιλαμβανομένων των εξόδων της απόφασης πλέον €80,00 έξοδα Προδικαστικού Πρωτόκολλου, πλέον €39,00 έξοδα επίδοσης εντύπου Απαίτησης και Προδικαστικού Πρωτόκολλου, με τόκο 5,5% το χρόνο από 21/02/2024 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον Φ.Π.A όσο και τα έξοδα της παρούσας Αίτησης τα οποία υπολογίστηκαν συνοπτικά από το Δικαστήριο σε €1,377 πλέον Φ.Π.Α. με νόμιμο τόκο από σήμερα πλέον €6,00 πραγματικά έξοδα.
Ο χρόνος καταβολής των πιο πάνω ποσών καθορίζεται σε 60 ημέρες από σήμερα. Ακολούθως με την καταβολή των εξόδων ως ανωτέρω εντός περαιτέρω 20 ημερών από την ημερομηνία πληρωμής τους η Εναγόμενη να καταχωρήσει την Υπεράσπιση της. Ως προς τα λοιπά να ακολουθηθούν οι πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023.
(Υπ.) …………….………………
Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο