ΕΥΗ (ΕΥΑΝΘΙΑ) ΤΟΥΛΕΚΚΗ ν. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΟΥ, Απαίτηση αρ. 259/2024, 14/5/2025
print
Τίτλος:
ΕΥΗ (ΕΥΑΝΘΙΑ) ΤΟΥΛΕΚΚΗ ν. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΟΥ, Απαίτηση αρ. 259/2024, 14/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

                                                                                           

 

                                                                                          Απαίτηση αρ. 259/2024

 

Μεταξύ:

ΕΥΗ (ΕΥΑΝΘΙΑ) ΤΟΥΛΕΚΚΗ

                                                                        Ενάγουσα/Απαιτήτρια

και

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΟΥ

 

 

                                                                                   Εναγόμενη/Καθ’ ής η  απαίτηση

 

                                                                                               

 

Ημερομηνία: 14 Μαίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Απαιτήτρια: κα Μέλανη Π. Πογιατζή

Για Καθ’ής η Απαίτηση: κος Χαραλάμπους για κα Γιώτα Μιλτιάδους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΗ


Με την υπό κρίση Απαίτηση η Ενάγουσα/Αιτήτρια (στο εξής ως «η Απαιτήτρια») αιτείται Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την εγγραφή και καταχώρηση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εκτέλεση της απόφασης εναντίον της Εναγόμενης/Καθ’ ής η απαίτηση (στο εξής ως «η Καθ’ ής η απαίτηση») ημερομηνίας 20/06/2023, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών στην υπόθεση με αριθμό 23/2022 όπως κατά τον ίδιο τρόπο εκτελείται απόφαση του Δικαστηρίου για το ποσό των €5,950.85 πλέον Φ.Π.Α. πλέον τόκο προς 8% ετησίως.

 

Η Καθ’ ής η Απαίτηση καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση.

 

Tα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται τόσο η Απαίτηση όσο και η ένσταση περιέχονται στις ενόρκους δηλώσεις της Εύης Τουλέκκη, της Γαλάτειας Πέτσας και Χριστίνας Φυσεντζίδου αντίστοιχα.  Καταχωρήθηκαν επιπροσθέτως συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις. Εκ μέρους της Απαιτήτριας ορκίστηκε η κα Γαλάτεια Πέτσα.

 

Γεγονότα

 

Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων, στην έκταση που αφορά γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν γίνονται αποδεκτά. Τα παραθέτω αμέσως πιο κάτω συνοπτικά:

 

Περί την 07/06/2021 η Καθ’ ής η Αίτηση αποτάθηκε στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο ζητώντας μεταξύ άλλων τον καθορισμό της αμοιβής για τις υπηρεσίες της Απαιτήτριας προς την ίδια.

 

Η Απαιτήτρια παρείχε υπηρεσίες νομικής φύσεως στην Καθ’ ής η απαίτηση.

 

Περί την 31/05/2023 εκδόθηκε απόφαση ως ακολούθως:

 

«Εκδίδεται απόφαση υπέρ της δικηγόρου της κας Εύης (Ευανθίας) Τουλέκη και εναντίον της κας Χριστίνας Φυσεντζίδου όπως καταβάλει το ποσό των €5.950,85σ πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει. Η απόφαση θα αναστέλλεται από μήνα σε μήνα εάν η κα Φυσεντζίδου καταβάλει το ποσό των €3.000,00 με μηνιαίες δόσεις των €200, εκάστη αρχόμενης από 01/07/2023. Εάν καθυστερήσει η καταβολή έστως μίας δόσης το ποσό της απόφασης ήτοι €5.950,00 θα καταστεί ολόκληρο απαιτητό».

 

Ισχυρισμοί Απαιτήτριας

 

Περί το έτος 2022 η Καθ’ ής η απαίτηση αποτάθηκε στην Απαιτήτρια για να την εκπροσωπήσει νομικά για κάποιο τροχαίο δυστύχημα. Έγιναν προσπάθειες διαπραγμάτευσης με την ασφαλιστική εταιρεία  αλλά αρνιόταν να την αποζημιώσει. Η Απαιτήτρια όχλησε την Καθ’ ής η απαίτηση για να λάβει οδηγίες ώστε να καταχωρηθεί αγωγή. Τις έστειλε επιστολές μέσω ιδιώτη επιδότη επειδή αρνείτο να της δώσει οδηγίες. Τελικά η Απαιτήτρια ζήτησε να πληρωθεί για τις υπηρεσίες της και να παραλάβει το φάκελο της και να προχωρήσει ως η ίδια επιθυμούσε. Κατάθεσε σχετικά το Τεκμήριο 1. Η Καθ΄ ης η απαίτηση δεν αποδέχθηκε το τιμολόγιο. Η Καθ’ ής η απαίτηση κατέφυγε στην Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών των Ασκούντων Δικηγορία (εξωδικαστηριακές υποθέσεις) (στο εξής «ως η Επιτροπή») με αίτημα όπως καθοριστεί η αμοιβή της για τις υπηρεσίες που τις παρείχε καθότι θεωρούσε αυτές υπερβολικές.

 

Περί την 31/05/2023 διαξάχθηκε ακροαματική διαδικασία όπου κατά/ή περί την 20/06/2023 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση από την Επιτροπή ώστε να καταβάλει το ποσό των €5,950.85σ. πλέον Φ.Π.Α. με αναστολή εκτέλεσης της απόφασης από μήνα σε μήνα εάν η Καθ’ ής η απαίτηση πληρώνει το ποσό των €200 μηνιαίως και μέχρι την αποπληρωμή του ποσού των €3.000 αρχίζοντας από την 01/07/2023. Εάν η Καθ’ ής η απαίτηση καθυστερήσει να καταβάλει έστω και μια δόση όλο το ποσό της απόφασης θα καταστεί απαιτητό. Κατάθεσε σχετικά το Τεκμήριο 2.

 

Σύμφωνα με την Απαιτήτρια, η Καθ’ ής η απαίτηση αμέλησε να καταβάλει τις δόσεις της ως συμφωνήθηκε και έτσι όλο το ποσό κατέστη απαιτητό. Κατάθεσε τα Τεκμήρια 3 και 4,5 και 6 επιστολογραφία που ακολούθησε. Ως Τεκμήριο 7 κατάθεσε αντίγραφα κατάστασης λογαριασμού πληρωμών. Μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης η Καθ’ ής η Αίτηση είχε καταθέσει το ποσό των €2.200.

 

Μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της κας Γαλάτειας Πέτσας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 αντίγραφο πρακτικών ημερομηνίας 31/05/2023 της Επιτροπής.  Μετά την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης η Καθ’ ής η απαίτηση πλήρωσε ακόμη δύο δόσεις. Σημειώνει ότι παρέμεινε υπόλοιπο προς εξόφληση το ποσό των €2.950,85σ.

 

Λόγοι ένστασης/Ισχυρισμοί Καθ’ ής η Αίτηση

 

Η Καθ’ ής η απαίτηση εγείρει 29 λόγους ένστασης οι οποίοι παρατίθενται αμέσως πιο κάτω αυτούσιοι:

 

1.     Η Αίτηση δεν έχει συνταχθεί δικονομικά ορθά και/ή πάσχει τυπικά και/ή δεν έχει περιβληθεί με τον ορθό δικονομικό τύπο και/ή μορφή και ως εκ τούτου είναι ανυπόστατη και/ή άκυρη.

 

2.     Τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση ημερομηνίας 28-06-2024 δεν δικαιολογούν την έκδοση των κατ’ αίτηση διαταγμάτων.

 

3.     Η Αιτήτρια παρέλειψε να προβεί σε πλήρη και ουσιαστική αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και/ή εγγράφων και/ή δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια.

4.     Η παρούσα Αίτηση είναι αλυσιτελής και προωθείται επί ματαίω.

5.     Η παρούσα αίτηση έχει καταχωριστεί με τεράστια καθυστέρηση από την ισχυριζόμενη από την Αιτήτρια παράλειψη καταβολής μηνιαίας δόσης ύψους 200.

6.     Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα γεγονότα της υπόθεσης της Αιτήτριας σε καμία θεραπεία ή διάταγμα δικαιούται καθώς δεν πληρούνται οι εκ της νομολογίας και/ή εκ της νομοθεσίας λόγοι προς έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή οι προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία.

7.     Τα αιτούμενα διατάγματα έχουν ως μοναδικό σκοπό να πλήξουν την απονομή της δικαιοσύνης και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να δοθούν υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

8.     Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 28-06-2024, είναι παράτυπη και αντικανονική κατά τρόπο που ελλείπει πραγματικό υπόβαθρο προς υποστήριξη της αίτησης και προώθηση του αιτητικού της αίτησης ημερομηνίας 28-6-2024.

9.     Η απόφαση ημερομηνίας 20-6-2023 της Επιτροπής Επίλυσης Διαφορών που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών των Ασκούντων Δικηγορία (εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (από τούδε και στο εξής καλούμενη η «Επιτροπή») είναι ασαφής και δεν φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας έγκυρης απόφασης.

 

10.  Η δε απόφαση της Επιτροπής είναι άκυρη και/ή ανυπόστατη καθώς δεν έχει
επιδοθεί νομότυπα και/ή είναι προϊόν παράτυπης και/ή παράνομης διαδικασίας.

 

11.  Η απόφαση της Επιτροπής είναι άκυρη και/ή ανυπόστατη και/ή καταχρηστική
και/ή ασαφής και/ή δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης απόφασης
και/ή είναι κακή στην όψη της.

 

12.  Η συμπεριφορά της Επιτροπής έναντι της Καθ’ης η Αίτηση ήταν απαράδεκτη και
όχι αυτή η οποία αναμένεται από πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν δικαστικά
καθήκοντα.

 

13.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της Επιτροπής ήταν κατάφωρα άδικη
και/ή ανεπίτρεπτη εις βάρος των δικαιωμάτων της Καθ’ης η Αίτηση καθότι η
Επιτροπή λειτούργησε ως σαν να ήταν η Αιτήτρια στην παρούσα διαδικασία και
από μόνη της η Επιτροπή επέβαλε και όρισε ως συνολικό ποσό οφειλής της
Καθ’ης η Αίτηση αυτό των €5.950,85 πλέον Φ.Π.Α χωρίς η Καθ’ης η Αίτηση να
αποδέχεται ως οφειλόμενο το εν λόγω ποσό εξ’ου και κίνησε τις διαδικασίες για
καθορισμό της αμοιβής της Αιτήτριας.

 

14.   Η Αιτήτρια αντικανονικά επιδιώκει την εγγραφή απόφασης της Επιτροπής με την
επιβολή τόκου προς 8% χωρίς η επιβολή τόκου να έχει αποφασιστεί από την
Επιτροπή δυνάμει του Περί Ελάχιστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων
Δικηγορία (εξωδικαστηριακές υποθέσεις) Κανονισμοί 1985 - 2006) ως το Αρθρο
16Α ορίζει.

 

15.  Η Επιτροπή στη βάση Περί Ελάχιστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων
Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμοί του 1985 - 2006 εξετάζει
τέτοια αιτήματα κατόπιν αιτήματος Δικηγόρων με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει
λειτουργήσει αντικανονικά και καθ’υπέρβαση της Νομοθεσίας που την διέπει.

 

16.  Η αίτηση της Αιτήτριας αποτελεί προδήλως κατάχρηση της δικαστικής
διαδικασίας και/ή προωθεί την παρούσα κατά τρόπον εκδικητικό προς την Καθ’ης
η Αίτηση παρά το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής 20-6-2023 τηρείται από
την πλευρά της Καθ’ης η Αίτηση.

 

17.  Ο τίτλος της Αίτησης ημερομηνίας 28-6-2024 είναι παράτυπος καθότι δεν
καταγράφει επί του τίτλου τη Νομοθεσία και αναφορικά με ποια Νομοθεσία
στηρίχθηκε και/ή βασίστηκε και/ή αφορά η καταχώριση της παρούσας αίτησης.

 

18.  Ο τίτλος της Αίτησης ημερομηνίας 28-6-2024 είναι παράτυπος και/ή
αντικανονικός καθότι δεν καταγράφεται επί αυτού η Δικαιοδοσία στην οποία
εντάσσεται η παρούσα αίτηση.

 

19.  Η απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20-6-2023 είναι παράνομη καθώς το
αντικείμενο και το περιεχόμενο της αντίκειται στη νομοθεσία και δη έχει εκδοθεί
κατά παράβαση των διατάξεων Περί Ελάχιστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων
Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμοί του 1985 - 2006 όπως
έχουν τροποποιηθεί και ειδικότερα κατά παράβαση των Άρθρων 5, 14,18, 19 και
20.

 

20.  Η Αίτηση βασίζεται επί λανθασμένης νομικής βάσης.

 

21.  Η απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20-6-2023 αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των νόμιμων συνταγματικών δικαιωμάτων της Καθ’ης η Αίτηση καθότι η Καθ’ης η Αίτηση κατόπιν πιέσεων εξαναγκάστηκε και της επιβλήθηκαν υπέρμετρες χρεώσεις ύψους 65.950,85 πλέον Φ.Π.Α χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και/ή χωρίς οι εν λόγω χρεώσεις να δικαιολογούνται στη βάση τεκμηρίων και/ή να αιτιολογήθηκαν στη βάση τεκμηρίων και χωρίς η Επιτροπή να λάβει τέτοια στοιχεία από την Αιτήτρια.

 

22.  Η Επιτροπή και παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια αποδέχεται την ύπαρξη διοριστήριου δικηγόρου (retainer) το οποίο καταγράφει και περιορίζει την αμοιβή της Αιτήτριας στο 20% επί του τελικού ποσού που θα λάμβανε η Αιτήτρια από την ασφαλιστική εταιρεία εντούτοις προχώρησε στην έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 20-6-2023 και/ή αντικανονικά επιδίκασε υπέρ της Αιτήτριας το ποσό των €5.950,85 πλέον Φ.Π.Α χωρίς η νομοθεσία να παραχωρεί τέτοιο δικαίωμα στην Επιτροπή.

 

23.  Η Αιτήτρια ερμηνεύει το περιεχόμενο της εκδοθείσας απόφασης της Επιτροπής κατά τρόπον λανθασμένο καθότι θεωρεί ότι η απόφαση της Επιτροπής επιτάσσει την καταβολή των δόσεων την 1η κάθε μήνα ενώ η απόφαση δεν αναφέρεται σε τέτοια υποχρέωση της Καθ’ης η Αίτηση. Η απόφαση της Επιτροπής καθορίζει μόνον το πότε θα έπρεπε να καταβληθεί η 1η δόση, δηλαδή αυτή του μήνα Ιουλίου 2023.

 

24.  Η Καθ’ης η Αίτηση έχει καταβάλει ανελλιπώς κάθε οφειλόμενη μηνιαία δόση προς την Αιτήτρια και/ή απομένουν μόνο δύο δόσεις για την πλήρη καταβολή του ποσού των 63000.00 προς την Αιτήτρια ως ορίζει η απόφαση της Επιτροπής με αποτέλεσμα η παρούσα αίτηση να είναι αλυσιτελής και να προωθείται επί ματαίω.

 

25.  Η Αιτήτρια έχει καταχωρίσει την παρούσα Αίτηση κατά τρόπον καταχρηστικό, επιδιώκοντας την εγγραφή και εκτέλεση μιας απόφασης, η οποία ικανοποιείται και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να εγγραφεί για σκοπούς εκτέλεσης.

 

26.  Η Αιτήτρια κατά τρόπον καταχρηστικό και/ή εκδικητικό επιχειρεί την καταχώριση της παρούσας αίτησης επιδιώκοντας την εγγραφή και εκτέλεση μιας απόφασης, η οποία ικανοποιείται με σκοπό να επιβαρύνει την Καθ’ης η Αίτηση με περαιτέρω δικηγορικά έξοδα.

 

27.  Η συμφωνία της Αιτήτριας με την Καθ’ης η Αίτηση για τον χειρισμό της υπόθεσης της, ήταν όπως η Αιτήτρια λάβει το ποσοστό του 20% από το τελικό ποσό είτε της έκδοσης απόφασης είτε του εξώδικου συμβιβασμού της υπόθεσης και ουδέποτε είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί το οποιοδήποτε ποσό πριν της επίλυσης της υπόθεσης.

 

28.  Η Αιτήτρια ζητεί να εγγράψει την απόφαση της Επιτροπής τη στιγμή που η Αιτήτρια δεν έχει συμμορφωθεί με το κείμενο της με το να μην παραδώσει πλήρες φάκελο προς την Καθ’ης η Αίτηση κατά την ημερομηνία καταβολής της 1ης δόσης.

 

29.  Η Αντήτρια ισχυρίζεται ότι είχε αποστείλει επιστολή απαίτησης προς την εταιρεία ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, την οποία ουδέποτε συμπεριέλαβε επί του φακέλου που παρέδωσε προς την Καθ’ης η Αίτηση παρά την υποχρέωση που είχε για να παραδώσει ολόκληρο τον φάκελο προς την Καθ’ης η Αίτηση ως η απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 20-6-2023.

 

 

Η Καθ’ ής η απαίτηση ισχυρίζεται ότι περί το έτος 2018 υπήρξε θύμα τροχαίου ατυχήματος από το οποίο υπέστηκε σωματικές βλάβες. Της συνέστησαν την Απαιτήτρια για να τη συμβουλεύσει νομικά.  Είχε συμφωνηθεί με την Απαιιτήτρια ότι η αμοιβή της θα ανήρχετο στο ποσό των 20% από το ποσό αποζημίωσης που θα της κατέβαλλε η ασφαλιστική χωρίς να έχει υποχρέωση καταβολής άλλου ποσού. Η Καθ’ ής η απαίτηση παραπονείται ότι η Απαιτήτρια της παρίστανε ότι ανάμενε πρόταση από την ασφαλιστική εταιρεία αφήνοντας να νοηθεί ότι για περίοδο δύο ετών δεν έκανε κάτι. Ισχυρίζεται ότι η Απαιτήτρια αρνείτο να της αποστείλει την επιστολή απαίτησης που είχε αποστείλει στην ασφαλιστική εταιρεία. Ως αναφέρει επιθυμούσε την καταχώρηση αγωγής εν αντιθέσει με τα όσα αναφέρει η Απαιτήτρια. Αποτάθηκε σε άλλο δικηγορικό γραφείο μέσω του οποίου καταχώρησε αγωγή και εν τέλει διευθετήθηκε η υπόθεση και έλαβε ως αποζημίωση το ποσό των €13.000.  Ως Τεκμήριο 1 κατάθεσε επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους.

 

Περί την 07/06/2021 πρόβηκε σε υποβολή παραπόνου προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο. Κατάθεσε σχετικά το Τεκμήριο 3 επιστολή με θέμα ανάρμοστη συμπεριφορά μέλους και καθορισμός δίκαιης τιμολόγησης. Μέσω της εν λόγω επιστολής μεταξύ άλλων υπέβαλε παράπονο εναντίον της Απαιτήτριας για απρεπή συμπεριφορά και ότι έλαβε ειδοποίηση από αυτήν ότι θα παραγράφονταν τα αγώγιμα δικαιώματα της σε περίοδο λιγότερο των 3 μηνών. Ζήτησε επίσης όπως οριστεί μια δίκαιη αμοιβή για τις υπηρεσίες που τις παρείχε η Απαιτήτρια με σκοπό την απαλλαγή της από τις όποιες υποχρεώσεις της προς την Απαιτήτρια. Ως Τεκμήρια 4 και 5 επισύναψε επιστολή του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και επιστολή της Απαιτήτριας εις απάντηση του παραπόνου της.

 

Κατάθεσε επίσης τα Τεκμήρια 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14,15, 16. Ανάφερε ότι η υπόθεση της για καθορισμό της εξωδικαστηριακής αμοιβής της Απαιτήτριας ορίστηκε την 31/05/2023 και ενώ είχε ζητηθεί από την Απαιτήτρια να παρουσιάσει όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα δεν τα προσκόμισε. Μάλιστα η Απαιτήτρια ζήτησε όπως η ημερομηνία 31/05/2023 αναβληθεί για προσωπικούς λόγους. Η Απαιτήτρια της έκανε πρόταση για το ποσό των €4.500 αλλά δε δέχθηκε.

 

Ως αναφέρει κατά την 31/05/2023 κατά την ακροαματική διαδικασία η Απαιτήτρια εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο ενώ η Καθ’ ής η Αίτηση εκπροσώπησε τον εαυτό της.  Ισχυρίστηκε ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν κατάφωρα εναντίον της και είχε επιθετικό ύφος έναντι της. Δεν παρέλαβε η Πρόεδρος της Επιτροπής τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεση της αλλά τη ρώτησε τι προτείνει ως συμβιβασμό της υπόθεσης. Ισχυρίστηκε ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής της πρότεινε για σκοπούς συμβιβασμού της υπόθεσης το ποσό των €3000. Υπό την πίεση ότι χρειαζόταν το φάκελο της υπόθεσης συμφώνησε όπως καταβάλει το εν λόγω ποσό με δόσεις. Ισχυρίζεται ότι από μόνη της η Πρόεδρος της Επιτροπής έκδωσε απόφαση για το ποσό των €5.950,85σ. Θεωρεί ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής αποφάσισε κατά αντικανονικό τρόπο χωρίς να έχει ενώπιον της αποδεικτικά στοιχεία ότι όφειλε η Καθ’ ής η απαίτηση το πιο πάνω ποσό εάν δεν καταβληθεί με δόσεις το ποσό των €3,000.

 

Κατά το χρόνο καταχώρησης ένστασης είχε απομείνει προς πληρωμή το ποσό των €400 προς πλήρη εξόφληση του ποσού των €3.000. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση δεν προνοούσε πότε κάθε μήνα θα καταβάλλονταν οι δόσεις των €200.

 

Μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της αναφέρει ότι την 30/08/2024 και 30/09/2024 κατέβαλε και τις τελευταίες δόσεις προς πλήρη εξόφληση του ποσού των €3.000 ως ισχυρίζεται. Κατάθεσε σχετικά τα Τεκμήρια 1 και 2. Σύμφωνα με την Καθ’ ής η απαίτηση σήμερα δεν υπάρχει υπόλοιπο.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

H ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε με βάση το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων Μέσα από τις αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν τα δικά τους νομικά επιχειρήματα προκειμένου να υποστηρίξουν τις εκατέρωθεν εισηγήσεις τους.

 

Νομική Πτυχή

 

Στη νομική βάση της Αίτησης περιλαμβάνεται  μεταξύ άλλων οι περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακαί Υποθέσεις) Κανονισμών του 1985-2006 όπως έχουν τροποποιηθεί άρθρο 16 Α, το μέρος 8 Κ. 1-9 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 6, οι παλαιοί θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας  Δ.48, ο Περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ. 4.

 

Ένας εκ των λόγων ένστασης της Καθ’ ής η απαίτηση είναι ότι η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η Αίτηση είναι λανθασμένη, ελλιπής, ανεπαρκής.

 

Ως ισχυρίζεται η Καθ’ ής η απαίτηση μέσω των συνηγόρων της η Απαίτηση έχει καταχωρηθεί στη βάση Κανονισμών που έχουν καταργηθεί από το έτος 2018 και δη κατά συνέπεια στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.  Από τη νομική βάση της Αίτησης εκλείπει ο περί Δικηγόρων νόμων βάσει της οποίας εκδόθηκαν οι Κανονισμοί για εξωδικαστηριακή αμοιβή. Η χρήση του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 στη νομική βάση της αίτησης είναι εξίσου λανθασμένη.

 

Πρωτίστως κρίνω ορθό προτού ασχοληθώ με τους λόγους ένστασης αρ. 17,18 και 20 σχετικά με τους πιο πάνω ισχυρισμούς όπως αναφερθώ στην απόφαση Cyllenius Holdings Ltd κα, ημερ. 14/03/2008, αίτηση αρ. 64/2007, στην οποία έγινε αναφορά  στην απόφαση Μοντάνιος & Μοντάνιος ν. Τουμαζή κ.α. (2005) 1(Α) ΑΑΔ σελ. 333 όπου λέχθηκε ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής δεν υπέχουν θέση αποφάσεων με βάση τον περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ. 4 και τον περί Δικαστηρίων Νόμο ώστε να ισχύουν οι πρόνοιες που αφορούν τις διαιτητικές αποφάσεις.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Είναι η άποψη μου ότι, εάν οι Καθ΄ων η Αίτηση αιτηθούν την εγγραφή για εκτέλεση της επίδικης απόφασης, τότε οι αιτητές θα μπορούσαν να εμφανισθούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η εμφάνιση τους αυτή δεν θα ήταν τυπική αλλά θα μπορούσαν να προβάλουν όλα τα επιχειρήματά τους και τους ισχυρισμούς τους για παρανομία, τόσο όσον αφορά τις συνταγματικές πρόνοιες στις οποίες βασίζουν τη θέση τους, όσο και τον ισχυρισμό τους για την ακυρότητα των Κανονισμών.  Σε τέτοια περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο θα μπορούσε να εγγράψει την απόφαση μόνο αν θα απέρριπτε τις θέσεις και τα επιχειρήματα των Αιτητών.  Το γεγονός ότι δεν ισχύουν οι πρόνοιες που αφορούν τον παραμερισμό Διαιτητικής απόφασης, σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείει το Δικαστήριο, ασχέτως των προνοιών αυτών και χωρίς να βασίζεται σε αυτές, να κρίνει κατά πόσο θα πρέπει να εγγραφεί ή όχι η απόφαση.

 

Οι Καθ΄ων η Αίτηση, μόνο με την εγγραφή της απόφασης θα μπορούσαν να προβούν σε εκτέλεση.  Χωρίς αυτή, θα μπορούσαν βεβαίως να εγείρουν αγωγή εναντίον των Αιτητών, αξιούντες εύλογη αμοιβή για την εξωδικαστηριακή εργασία που τους πρόσφεραν.  Το εύλογο δε της αμοιβής θα μπορούσε να αποφασισθεί, έχοντας ως κριτήριο τις προνοούμενες στους Κανονισμούς αμοιβές, καθώς και το ποσόν της πιστοποίησης, κάτι που θα μπορούσε να δοθεί ως μαρτυρία προς υποστήριξη της αξίωσής τους.  Χωρίς όμως την εγγραφή, δεν θα μπορούσε η πιστοποίηση να αποτελέσει η ίδια τη βάση της αγωγής και της απαίτησης εναντίον των Αιτητών.»

 

 

Επίσης πιο συγκεκριμένα στην απόφαση Μοντάνιος & Μοντάνιος ν 1. Αρτέμιδος Κωνσταντίνου Τουμαζή κ.α. (2005) 1Α Α.Α.Δ. 333, αναφέρθηκε ότι꞉

 

«Η κατάληξη, όμως, ότι ο Κανονισμός 16(Α) αναφέρεται μόνο στην εγγραφή και εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής είναι ορθή. Ο Κανονισμός, με σαφήνεια, προσδιορίζει τα ζητήματα που ρυθμίζει. Ο τίτλος του Κανονισμού 16(Α) είναι ενδεικτικός σε ό,τι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει. Εάν σκοπός του νομοθέτη ήταν οι αποφάσεις της Επιτροπής να υπέχουν θέση αποφάσεων κατ' εφαρμογή του ΚΕΦ. 4 και του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), δεν υπήρχε λόγος αναφοράς μόνο σε εγγραφή και εκτέλεση των αποφάσεων.».

 

Με βάση την πιο πάνω ερμηνευτική προσέγγισή του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε στην πιο πάνω απόφαση ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει η έφεση κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού απόφασης που είχε εκδώσει η Επιτροπή Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συμβουλίου και η οποία αίτηση είχε στηριχθεί νομικά στο άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, το οποίο παρέχει δικαιοδοσία στο δικαστήριο για παραμερισμό απόφασης διαιτητή όταν ο διαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή διεξήγαγε παράτυπα τη διαιτησία ή εξέδωσε παράτυπα τη διαιτητική απόφαση. Συνεπάγεται από την πιο πάνω απόφαση ότι οι διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 δεν εφαρμόζονται.

 

Κατά συνέπεια ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ.4 στην υπό κρίση Απαίτηση δεν εφαρμόζεται και δη τέθηκε εκ του περισσού. Το γεγονός συμπερίληψης του ενώ δεν εφαρμόζεται για την συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσδίδει από μόνο του ακυρότητα. Παρατηρώ επίσης ότι στην αίτηση έχουν συμπεριληφθεί οι πρόνοιες τόσο των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας Μέρος 8 αλλά και οι πρόνοιες των παλαιών θεσμών πολιτικής Δικονομίας και δη η Δ.48.

 

Επισημαίνω ότι η υπό κρίση απαίτηση καταχωρήθηκε το έτος 2024. Κατά το χρόνο καταχώρησης της εφαρμογή είχαν και εξακολουθούν να έχουν οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του έτους 2023. Δι’ αυτό τον λόγο η υπόθεση καταχωρήθηκε σαν απαίτηση με βάση το Μέρος 8. Σαφώς εφαρμογή δεν έχει εν προκειμένω η Δ.48 των παλαιών περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ως εκ τούτου και η Δ.48 τέθηκε εκ του περισσού. Επιπροσθέτως παρατηρώ ότι ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος άρθρο 14 είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα.

 

Στο Μέρος 8 των νέων Κανονισμών όπου προβλέπεται η διαδικασία έγερσης απαίτησης καθορίζεται ρητά και ξεκάθαρα στο Μέρος 8.2 τι πρέπει να περιλαμβάνει το έντυπο Απαίτησης.

 

«8.2. Έντυπο Απαίτησης

(1) Όταν ο ενάγων κάνει χρήση του εντύπου απαίτησης της διαδικασίας του Μέρους 8 (Έντυπο αρ.7) και το έντυπο καταχωρίζεται, το έντυπο πρέπει να δηλώνει:

(α) ότι εφαρμόζεται το παρόν Μέρος·

(β) (i) το ζήτημα για το οποίο ο ενάγων ζητεί από το δικαστήριο να αποφασίσει· ή

(ii) τη θεραπεία την οποία ο ενάγων ζητεί και τη νομική βάση της απαίτησης.

(γ) αν η απαίτηση γίνεται δυνάμει νομοθεσίας, τη νομοθεσία αυτή·

(δ) αν ο ενάγων απαιτεί υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, την ιδιότητα αυτή· και

(ε) αν ο εναγόμενος ενάγεται υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, την ιδιότητα αυτή.

(στ) την αξία του αντικειμένου της διαφοράς εφόσον αυτή μπορεί να προσδιοριστεί.

(2) Το έντυπο απαίτησης καταχωρίζεται όταν σφραγίζεται από το δικαστήριο.

(3) Όταν ο ενάγων εκπροσωπείται από δικηγόρο, πρέπει να καταχωρίζεται έντυπο διορισμού δικηγόρου (Έντυπο αρ.5) και να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Μέρους 7.1(5) μέχρι (7).»

 

Με βάση τα πιο πάνω στο έντυπο απαίτησης θα πρέπει να προκύπτει η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η απαίτηση και εάν αυτή στηρίζεται σε νομοθεσία στη νομοθεσία που αφορά.

 

Πρωτίστως αναφέρω ότι στο έντυπο απαίτησης έχει παρατεθεί νομική βάση η οποία περιγράφεται ανωτέρω. Συνεπώς εκ πρώτης όψεως δεν υφίσταται κάποια παρατυπία με τους κανονισμούς ως προς τη συμπερίληψη νομικής βάσης. Όμως για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω αλλά και θα εξηγηθεί κατωτέρω μεγάλο μέρος της νομικής βάσης είναι άσχετο με τη θεραπεία που ζητείται ή δεν έχει τεθεί η ορθή νομοθεσία στην οποία έπρεπε να στηριχθεί η συγκεκριμένη απαίτηση.

 

Με την υπό κρίση απαίτηση  επιζητείται η εγγραφή και καταχώρηση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 20/06/2023, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Η συγκεκριμένη Επιτροπή ιδρύθηκε από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ως προνοείται στους Κανονισμούς «Οι περί επίλυσης διαφορών που προκύπτουν από παροχή υπηρεσιών των ασκούντων δικηγορία (εξωδικαστηριακές υποθέσεις) κανονισμοί του 2018» (στο εξής ως «Οι Κανονισμοί ΚΔΠ 171/2018»). Οι συγκεκριμένοι κανονισμοί εκδόθηκαν από τον Παγκύπριο δικηγορικό σύλλογο ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τα όσα προνοούνται στο άρθρο 24 του περί Δικηγόρων Νόμος (Κεφ. 2)

 

Οι Κανονισμοί ΚΔΠ171/2018 επισημαίνω ότι τέθηκαν σε ισχύ το έτος 2018 και δη από την 29/06/2018.

 

Την ίδια μέρα και δη με την ΚΔΠ 172/2018 καταργήθηκαν οι Κανονισμοί που ίσχυαν μέχρι τότε και δη καταργήθηκαν οι περί των Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορία (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμοί του 1985-2017 (στο εξής ως «οι καταργηθέντες κανονισμοί») οι οποίοι καθόριζαν κλίμακες ελαχίστων ορίων αμοιβής για εξωδικαστική νομική εργασία. Επισημαίνω ότι καταργήθηκαν και έπαυσαν να ισχύουν!

 

Στη νομική βάση της απαίτησης λοιπόν δεν περιλαμβάνεται ο περί Δικηγόρων Νόμος που θα μπορούσε να στηρίξει την αιτούμενη θεραπεία ούτε οι Κανονισμοί ΚΔΠ 171/2018 οι οποίοι επισημαίνω εφαρμόζονται από τον Ιούνιο 2018. Δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα απλής παρατυπίας ή διαδικαστικό σφάλμα διότι έχει τεθεί η νομική βάση. Αυτό που δεν έχει τεθεί είναι η ορθή νομική βάση και νομοθεσία το οποίο να είναι ικανό να στηρίξει την αιτούμενη θεραπεία. Ουσιαστικά η Αιτήτρια στήριξε την απαίτηση της στο καταργηθέν άρθρο 16 Α των καταργηθέντων κανονισμών.

 

Η συγκεκριμένη παράλειψη είναι σοβαρή αφού ουσιαστικά εκλείπει η νομοθεσία και οι Κανονισμοί που καθορίζουν τα επίδικα θέματα και τις θεραπείες. Επομένως, εφόσον ελλείπει από τη νομική βάση της Απαίτησης η ουσιαστική πρόνοια που επιτρέπει στο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια να επιτρέψει την εγγραφή της απόφασης της Επιτροπής στο Πρωτοκολλητείο, προκύπτει ότι αυτή δεν έχει στηριχτεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως ο λόγος αυτός είναι αρκετός για την απόρριψη της. Αναφορικά με τις λοιπές νομοθετικές διατάξεις όπως ο περί Διαιτησίας Νόμος ή ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος ως εξηγήθηκε αμέσως πιο πάνω είναι εντελώς άσχετα. Τούτων λεχθέντων προκύπτει ότι η νομική βάση και νομοθεσία που διέπει τη συγκεκριμένη απαίτηση είναι ανύπαρκτη.

 

Ως αναφέρω ανωτέρω πρόκειται για σοβαρή παράλειψη η οποία δε διασώζεται. Πέραν τούτου δε ζητήθηκε άρση παρατυπίας. Κρίνω εν πάση περιπτώσει ότι η συγκεκριμένη παράλειψη δε θεωρείται διαδικαστικό σφάλμα της εμβέλειας που καθορίζεται στο Μέρος 3.8 των Νέων Κανονισμών του 2023.

 

Παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Zurab Jincharadze  v CBR Capital Ltd Π.Ε. 39/2019 ημερομηνίας 12/09/2024 στην οποία απόφαση το Εφετείο απόρριψε ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης αφού έκρινε ότι εξέλειπε απ΄ αυτήν το νομικό βάθρο που θα μπορούσε να προσδώσει εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάσει την αίτηση. Παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα κατωτέρω. Θέλω όμως να επισημάνω ότι εν προκειμένω δεν τέθηκε η νομική βάση στην ίδια την απαίτηση και όχι σε ενδιάμεση αίτηση ως είναι το ζήτημα που πραγματεύεται η απόφαση Zurab ανωτέρω. Η όμως νομολογία που διέπει το ζήτημα ως προς την παράλειψη συμπερίληψης του νομικού βάθρου εφαρμόζεται αναλογικά. Ούτως ή άλλως η ανάγκη παράθεσης συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας στην οποία να στηρίζεται η απαίτηση αποτελεί προϋπόθεση από το Μέρος 8.2 των νέων Κανονισμών του 2023.

 

«Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους ουσιαστικής ένστασης, θα πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ένστασης 1, 5 και 6 σύμφωνα με τους οποίους η υπό κρίση αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, παράτυπη, έχει λανθασμένη νομική βάση και συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ο πυρήνας των λόγων αυτών συνδέεται με το γεγονός ότι ελλείπει από την αίτηση η νομική βάση που δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα τροποποίησης και ειδικότερα το Μέρος 18 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας o οποίος διέπει τις τροποποιήσεις στα δικόγραφα. Ελλείπει επίσης από τη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης ο Κανονισμός 3.8 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 64 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στη βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να θεραπεύσει την παρατυπία στο πλαίσιο των εξουσιών του σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και να διορθώνει θέματα που αφορούν την ύπαρξη διαδικαστικού σφάλματος.

 

            Υπάρχει πλούσια νομολογία η οποία καθορίζει ότι ο καθορισμός του νομικού βάθρου αφορά στα άρθρα που το στοιχειοθετούν. Αποτελεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παλαιάς Δ.48 θ.1 όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού μέτρου. Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Μαχλουζαρίδης v. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1Α.Α.Δ. 965 και Kouppa v. Vassiliades (1981) 1 J.S.C.120. Στην υπόθεση Φλουρέντζου Γιαννάκης και Άλλη ν. Cashgrove Betting Ltd και Άλλων (2007) 1 Α.Α.Δ. 393, έχει υπογραμμιστεί η αρχή ότι μία ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Εάν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.  Συμπληρώνουμε ότι η ανάγκη παράθεσης συγκεκριμένης πρόνοιας στην οποία στηρίζεται μια αίτηση προκύπτει και από το γράμμα των νέων Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 (Μέρος 23.4(1)(β) και (6)).

 

        Είναι φανερό ότι πέραν της τροποποίησης του τίτλου ως αιτείται ο αιτητής, θα πρέπει να τροποποιηθεί και το περιεχόμενο της έφεσης για να αντικατοπτρίζει την αλλαγή που επιδιώκει ο αιτητής και να εξηγείται η ιδιότητα του, κάτι που δεν ζητείται με την αίτηση.

 

            Επομένως, με το δεδομένο ότι ελλείπει από τη νομική βάση της αίτησης η ουσιαστική πρόνοια που επιτρέπει στο Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει τροποποίηση δικογράφων, η αίτηση δεν έχει στηριχτεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως ο λόγος αυτός είναι αρκετός για την απόρριψη της.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Η Απαίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης/Καθ΄ ής η απαίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Απαιτήτριας. Το ποσό των εξόδων καθορίστηκε από το Δικαστήριο με συνοπτικό υπολογισμό στη βάση της Δ.39.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Καταχωρήθηκε κατάλογος εξόδων εκατέρωθεν των διαδίκων. Τα έξοδα ως καθορίστηκαν από το Δικαστήριο με συνοπτικό υπολογισμό εξόδων ανέρχονται στο ποσό των €1805 πλέον Φ.Π.Α. με νόμιμο τόκο από σήμερα πλέον €34 πραγματικά έξοδα.

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής