
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Αίτησης: 123/2019
Αναφορικά με τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως (Αρ. 2) του 2018, Ν.66(Ι)/1997
και
Αναφορικά με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο του 2016, Ν.22(Ι)/2016
και
Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα
και
Αναφορικά με το Υποκατάστημα της FBME Bank Limited, στην Κύπρο
Ημερομηνία: 7.5.2025
Εμφανίσεις:
Για αιτητές: κ. Κατσαπρόκκηw με κα Κακουλλή και κ. Αντωνίου για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Μονομερή Αίτηση ημερομηνίας 2.5.2025
των κ. Ayoub Farid Michel Saab και κ. Michel Norbert Saab (υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του Fadi Michel Saab) / Αιτητές
Με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.6.2023 διατάχθηκε η εκκαθάριση του υποκαταστήματος της FBME Bank Ltd στην Κύπρο (στο εξής η «Απόφαση Εκκαθάρισης», το «Διάταγμα Εκκαθάρισης» και το «Υποκατάστημα»). Διατάχθηκε επίσης όπως η εκκαθάριση γίνει βάσει συμφωνίας (liquidation framework agreement) ημερομηνίας 12.12.2022 μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Συμβουλίου Εγγύησης Καταθέσεων της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας (στο εξής η «LFA»). Με την ίδια απόφαση η LFA κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου. Επίσης με την ίδια απόφαση, ο Πέτρος Ιωαννίδης διορίστηκε εκκαθαριστής του Υποκαταστήματος, βάσει της LFA.
Οι Αιτητές στην παρούσα έχουν εφεσιβάλει την Απόφαση Εκκαθάρισης και η έφεση εκκρεμεί. Ασχέτως της έφεσης, η Απόφαση Εκκαθάρισης είναι εκτελεστή και έκτοτε η διαδικασία εκκαθάρισης του Υποκαταστήματος προχωρεί δυνάμει του Διατάγματος Εκκαθάρισης.
Στις 29.4.2025 διεξήχθη Γενική Συνέλευση Πιστωτών του Υποκαταστήματος («general meeting of the creditors of the branch», ως την ειδοποίηση σύγκλησης της συνέλευσης, Τεκμήριο 2Α στην Αίτηση). Η ημερήσια διάταξη περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την εκλογή Επιτροπής Επιθεώρησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου και της LFA («election of the Inspection Committee pursuant to the relevant provisions of the law and the provisions of the Liquidation Framework Agreement», Τεκμήριο 2Α).
Με αίτηση ημερομηνίας 24.4.2025, οι Αιτητές (στην παρούσα) είχαν αποταθεί μονομερώς στο Δικαστήριο επιδιώκοντας την αναστολή της γενικής συνέλευσης. Για τους λόγους που εξηγούνται σε προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 29.4.2025, εκείνη η αίτηση απορρίφθηκε.
Οι Αιτητές εκπροσωπήθηκαν στη Γενική Συνέλευση Πιστωτών υπό την ιδιότητα τους ως καταθέτες. Κατά τις εργασίες της Συνέλευσης εξελέγη Επιτροπή Επιθεώρησης που θα αποτελείται από πέντε εκπροσώπους καταθετών.
Οι Αιτητές επανήλθαν στο Δικαστήριο στις 2.5.2025 με την καταχώρηση δύο άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων. Συγκεκριμένα, καταχώρησαν αίτηση δια κλήσεως (στο εξής η «Δια Κλήσεως Αίτηση») η οποία είναι ορισμένη σε μεταγενέστερο χρόνο. Με εκείνη ζητούν αριθμό διαταγμάτων που περιλαμβάνουν διάταγμα για την ακύρωση της γενικής συνέλευσης πιστωτών, για την ακύρωση της εκλογής της Επιτροπής Επιθεώρησης, για ακύρωση τυχόν αποφάσεων της Επιτροπής Επιθεώρησης, διάταγμα που να αναγνωρίζει τους Αιτητές ως συνεισφορείς καθώς και διατάγματα που να αναστέλλουν τις εξουσίες του εκκαθαριστή αλλά και την ίδια την εκκαθάριση μέχρι την αναγνώριση των Αιτητών ως συνεισφορέων και τον διορισμό τους στην Επιτροπή Επιθεώρησης υπό την ιδιότητα τους ως συνεισφορείς.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της Δια Κλήσεως Αίτησης, καταχωρήθηκε και η παρούσα μονομερής Αίτηση. Με αυτήν οι Αιτητές ζητούν την έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στην Επιτροπή Επιθεώρησης να λαμβάνει αποφάσεις ή να προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες μέχρι την εκδίκαση της Δια Κλήσεως Αίτησης.
Ζητήθηκε από την πλευρά των Αιτητών όπως επιληφθώ την Αίτηση σε κατεπείγουσα βάση, όπως και έγινε. Είχα την ευκαιρία να ακούσω τους συνηγόρους των Αιτητών κατά την ακρόαση και μελέτησα τις γραπτές αγορεύσεις που ετοίμασαν καθώς και τη νομολογία και αρχές στις οποίες παραπέμπουν. Προσθέτω ότι εξέτασα την Αίτηση, ένορκη δήλωση και τεκμήρια που την υποστηρίζουν. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου.
Δεν θα παραθέσω με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση. Αναφέρομαι σε σημεία της μαρτυρίας αυτής μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίο για σκοπούς της απόφασης μου.
Αναγνωρίζω επίσης ότι κάποια από τα ζητήματα που προκύπτουν κατά την εξέταση και απόφαση στην παρούσα Αίτηση, άπτονται θεμάτων που είναι αντικείμενο και της Δια Κλήσεως Αίτησης (οι ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τις δύο είναι σχεδόν πανομοιότυπες). Καμία πρόθεση έχω να υπεισέλθω στην Δια Κλήσεως Αίτηση. Όμως η παρούσα Αίτηση υποβάλλεται ως ενδιάμεση εκείνης και στην απόφαση μου οφείλω να ασχοληθώ με κάποιες παραμέτρους που αφορούν τη Δια Κλήσεως Αίτηση στο βαθμό που είναι αναγκαίο για να εξετάσω με πληρότητα και να καταλήξω σε αιτιολογημένη απόφαση στην παρούσα Αίτηση. Επαναλαμβάνω ότι η ενασχόληση μου με ζητήματα που ενδεχομένως άπτονται της Δια Κλήσεως Αίτησης γίνεται στον ελάχιστο απαραίτητο βαθμό για την απόφαση μου στην παρούσα.
Σε σχέση με το δικαιοδοτικό υπόβαθρο για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, οι Αιτητές επικαλούνται το άρθρο 32(1) του Ν.14/60 και υποστηρίζουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκριση της Αίτησης.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς το ενδιάμεσο διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι προϋποθέσεις είναι σωρευτικές.
Η 1η προϋπόθεση για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση. Όπως προκύπτει από τη νομολογία αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας υποκείμενης κύριας διαδικασίας, με αναγνωρισμένο και υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα που να απολήγει σε κάποια τελική θεραπεία. Σε εκείνα τα πλαίσια ο αιτητής δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για ενδιάμεση θεραπεία.
Σε αυτή την περίπτωση η κυρίως διαδικασία είναι η Αίτηση 123/2019 που αφορά την εκκαθάριση του Υποκαταστήματος της FBME Bank Ltd. Στο φάκελο της κυρίως διαδικασίας, δηλαδή της Αίτησης εκκαθάρισης του Υποκαταστήματος, οι εδώ Αιτητές δεν εγείρουν κάποια τελική αξίωση.
Το γεγονός ότι η παρούσα Αίτηση υποβάλλεται ως ενδιάμεση της Δια Κλήσεως Αίτησης, δεν διαφοροποιεί αυτό το δεδομένο. Η ίδια η Δια Κλήσεως Αίτηση (που έχει την ίδια νομική βάση με την παρούσα) είναι ενδιάμεσο διάβημα στην κυρίως διαδικασία, στην οποία – όπως ανέφερα – δεν εγείρεται αξίωση για τελική θεραπεία από πλευράς των Αιτητών. Πριν την έκδοση της Απόφασης Εκκαθάρισης είχε δοθεί η δυνατότητα στους Αιτητές να εγείρουν την ένσταση τους, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Όμως η συμμετοχή τους στην κυρίως διαδικασία αφορούσε ακριβώς αυτό, στην έγερση ένστασης σε εκείνο το στάδιο.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση του Igor Zhigachov κ.α., Πολιτική έφεση 115/2012 ημερομηνίας 18.1.2013 εξετάστηκε η νομιμότητα απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα στα πλαίσια αίτησης που υπέβαλε εναγόμενος ο οποίος δεν είχε εγείρει ανταπαίτηση. Το διάταγμα είχε εκδοθεί κατ΄ επίκληση του άρθρου 32 του Ν.14/60. Διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το διάταγμα είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Παραθέτω αυτούσιο το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση εκείνη:
«Είναι θεμελιωμένο ότι αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα υποβάλλεται στα πλαίσια ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος το οποίο δίνει δικαίωμα στον αιτητή, σε ουσιαστική θεραπεία. Ένα παρεμπίπτον διάταγμα δεν παρέχει, από μόνο του, αγώγιμο δικαίωμα. Είναι απλά επικουρικό σε ουσιαστική αξίωση που προβάλλεται στα πλαίσια αγωγής (Δέστε την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Fourie v Le Roux (2007) 1 W.L.R. 320). Στην υπόθεση εκείνη έγινε ευρεία αναφορά σε προηγούμενη αγγλική νομολογία και ειδικά στην απόφαση The Siskina (1979) AC 210 (της οποίας το αποτέλεσμα ανατράπηκε με αγγλική νομοθετική παρέμβαση, αλλά δεν διαφοροποιεί το σκεπτικό της για σκοπούς της παρούσας απόφασης), στην οποίαν τονίστηκε ότι το δικαίωμα σε παρεμπίπτον διάταγμα δεν συνιστά (από μόνο του) αγώγιμο δικαίωμα, δεν υφίσταται από μόνο του, εξαρτάται από την ύπαρξη, ήδη υπάρχοντος, αγώγιμου δικαιώματος και είναι επικουρικό και παρεμφερές προς το, ήδη υπάρχον, αγώγιμο δικαίωμα.
[…] αιτητής, για παρεμπίπτον διάταγμα, πρέπει να έχει, ήδη υπάρχον, αγώγιμο δικαίωμα που του επιτρέπει να ζητήσει ουσιαστική θεραπεία και όχι απλά και μόνο δικαίωμα στη θεραπεία του παρεμπίπτοντος διατάγματος.»
Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό, κρίνω ότι η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 δεν πληρείται. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω απόσπασμα, μια ενδιάμεση αίτηση (ή μια ενδιάμεση αίτηση άλλης ενδιάμεσης αίτησης, όπως εδώ) στη βάση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, δεν υποβάλλεται στο κενό. Επιδιώκει την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας μέχρι τη χορήγηση μιας τελικής θεραπείας που ο εκάστοτε αιτητής ισχυρίζεται ότι δικαιούται στη βάση υφιστάμενου αγώγιμου δικαιώματος. Στην παρούσα περίπτωση δεν εντοπίζω δικαιοδοτικό πλαίσιο, υπόβαθρο που να συνίσταται σε υπάρχον αγώγιμο δικαίωμα, για την καταχώρηση αυτής της Αίτησης. Οι Αιτητές επιδιώκουν το αιτούμενο διάταγμα, ουσιαστικά «επικαλούμενοι δικαίωμα στη θεραπεία του παρεμπίπτοντος διατάγματος». Όπως είπα, η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης στα πλαίσια άλλης, επίσης ενδιάμεσης, αίτησης δεν διαφοροποιεί τον κανόνα ότι «ένα παρεμπίπτον διάταγμα δεν παρέχει από μόνο του αγώγιμο δικαίωμα» (ως το πιο πάνω απόσπασμα).
Οι Αιτητές επικαλούνται τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και ειδικότερα στις πρόνοιες που αφορούν συνεισφορείς στην εκκαθάριση εταιρείας, για να υποστηρίξουν ότι έχουν ουσιαστικό συμφέρον στη διαδικασία εκκαθάρισης του Υποκαταστήματος. Καταχώρησαν την παρούσα αίτηση «ως τελικοί δικαιούχοι και συνεισφορείς της FBME Bank Ltd». Στην αγόρευση των συνηγόρων των Αιτητών υπάρχει εκτενής ανάλυση διατάξεων του Κεφ. 113, μεταξύ άλλων των άρθρων 205 και 241, με παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα.
Όμως, θέτουν τη συζήτηση σε λάθος βάση.
Το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στις διατάξεις του οποίου εστιάζουν, αφορά «εκκαθάριση εταιρείας» (άρθρο 203). «Εταιρεία» για σκοπούς του Κεφ. 113 σημαίνει «εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε βάσει του παρόντος Νόμου» (άρθρο 2). Τα δικαιώματα που παρέχονται στο Κεφ. 113 σε μετόχους ή συνεισφορείς αφορούν την εκκαθάριση «εταιρείας», στην έννοια του Κεφ. 113.
Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά εκκαθάριση εταιρείας «που συστάθηκε και γράφτηκε» βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Όπως σημείωσα στην αρχή, αυτή η διαδικασία αφορά την εκκαθάριση του Υποκαταστήματος, η οποία διεξάγεται στη βάση του Μέρους XIII, ου περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.66(Ι)/1997.
Στην Απόφαση Εκκαθάρισης επεξηγείται ότι το Υποκατάστημα συνιστά «αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» που είναι «υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας» για σκοπούς εκείνης της νομοθεσίας (σχετικές οι ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.66(Ι)/1997). Το Υποκατάστημα δεν είναι «εταιρεία» στην έννοια του Κεφ. 113. Δεν διαθέτει μετόχους και συνεισφορείς, ανεξάρτητους ή άλλους από αυτούς της FBME Bank Limited, εκ Τανζανίας.
Το γεγονός ότι η FBME Bank Limited, εκ Τανζανίας, ήταν εγγεγραμμένη στην Κύπρο ως αλλοδαπή εταιρεία δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Δεν είναι εταιρεία «που συστάθηκε και γράφτηκε» δυνάμει του Κεφ. 113. «Σύσταση εταιρείας» για σκοπούς του Κεφ. 113 «σημαίνει τη διαδικασία σύστασης μιας εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου» (άρθρο 2, Κεφ. 113).
Σημειώνω ότι το Μέρος VIII του Κεφ. 113 περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για εταιρείες που συστάθηκαν εκτός Δημοκρατίας. Το άρθρο 351Α, αναφέρεται στην εκκαθάριση αλλοδαπής εταιρείας. Αυτή η διάταξη δεν προβλέπει ότι η εκκαθάριση της αλλοδαπής εταιρείας διεξάγεται στη βάση του Κεφ. 113. Αντίθετα, το λεκτικό εκείνης της διάταξης δείχνει ότι η εκκαθάριση της αλλοδαπής εταιρείας διεξάγεται στη χώρα σύστασης της αλλοδαπής εταιρείας, που στην παρούσα περίπτωση είναι η Τανζανία, και όχι με βάση το Κεφ. 113. Να προσθέσω ότι το Κεφ. 113 δεν καθορίζει διαδικασία εκκαθάρισης υποκαταστήματος.
Στην Κύπρο εκκαθαρίζεται το Υποκατάστημα της FBME Bank Ltd και η εκκαθάριση του διεξάγεται στη βάση του ειδικού Νόμου, Ν.66(Ι)/1997. Δεν παραγνωρίζω ότι το άρθρο 33Α του Ν.66(Ι)/1997 προβλέπει πως στη διαδικασία εκκαθάρισης ΑΠΙ ισχύουν «κατ’ αναλογία» οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου. Όμως, ο όρος «κατ’ αναλογία» σημαίνει ότι οι πρόνοιες του Κεφ. 113 ισχύουν όπου και στο βαθμό που είναι σχετικές με την εκκαθάριση ενός ΑΠΙ που είναι «υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας» (όπως εδώ). Το Μέρος ΧΙΙΙ του Ν.66(Ι)/1997 δεν αναγνωρίζει την υπόσταση μετόχων, τελικών δικαιούχων ή συνεισφορέων στην εκκαθάριση ΑΠΙ, υποκαταστήματος τράπεζας τρίτης χώρας.
Όπως σημείωσα πιο πάνω, οι Αιτητές καταχώρησαν την παρούσα Αίτηση «υπό την ιδιότητα τους ως τελικοί δικαιούχοι και συνεισφορείς της FBME Bank Ltd». Όμως ούτε ο ειδικός Νόμος Ν.66(Ι)/1997, ούτε ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113 παρέχει σε συνεισφορείς ή τελικούς δικαιούχους ξένης εταιρείας/τράπεζας δικαιώματα στην εκκαθάριση ΑΠΙ/υποκαταστήματος, στην Κύπρο. Κατά την άποψη μου, δεν είναι δυνατό οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 που επικαλούνται οι Αιτητές να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία. Δεν υπάρχει αντιστοιχία ώστε να μπορεί να γίνει κατ’ αναλογία εφαρμογή. Συνεπώς, δεν υπάρχει νομικό υπόβαθρο ώστε οι Αιτητές να έχουν ουσιώδες συμφέρον (substantial interest) να εγείρουν αιτήματα όπως αυτό που ζητούν με την παρούσα Αίτηση στην εκκαθάριση του Υποκαταστήματος.
Συνεπώς, κατά την κρίση μου οι Αιτητές δεν διαθέτουν «καλή βάση αγωγής» για σκοπούς του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.
Στην περίπτωση που, για χάριν συζήτησης, η κατάληξη μου αναφορικά με την 1η προϋπόθεση είναι λανθασμένη, πρέπει να προσθέσω πως ούτε ορατή πιθανότητα διακρίνω να δικαιούνται σε θεραπεία οι Αιτητές.
Οι Αιτητές συσχετίζουν την επιτυχία με την εξασφάλιση της ενδιάμεσης θεραπείας. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση φαίνεται πως οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι έχουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας διότι: «πέραν του ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, υπάρχει και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της παρούσας Αίτησης, αφού κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας ο εκκαθαριστής πράττει αλόγιστα, αυθαίρετα, ανεξέλεγκτα και παράνομα και εμείς οι Αιτητές έχουμε, ως συνεισφορείς, αποκλειστεί από τα δικαιώματα που η νομοθεσία μας αναγνωρίζει και κατοχυρώνει υπό αυτή μας την ιδιότητα.» (παράγραφος 16 της ένορκης δήλωσης).
Για σκοπούς του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας και κατάληξη σε ευρήματα σε σχέση με γεγονότα. Η νομολογία καθορίζει ότι τα τελικά συμπεράσματα ανήκουν στο στάδιο της κυρίως δίκης (αν και εδώ δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι ή εάν υπάρχει κυρίως δίκη, αφού το μόνο άλλο διάβημα των Αιτητών είναι η, επίσης ενδιάμεση, Δια Κλήσεως Αίτηση). Σε κάθε περίπτωση η εξέταση αυτής της προϋπόθεσης δεν βασίζεται σε μαρτυρία γεγονότων. Ασχολούμαι μόνο με τα νομικά επιχειρήματα και τις νομοθετικές διατάξεις.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, οι Αιτητές, ζητούν την παρέμβαση του Δικαστηρίου και την απόδοση ενδιάμεσης θεραπείας «υπό την ιδιότητα τους ως τελικοί δικαιούχοι και συνεισφορείς της FBME Bank LTD». Παρενθετικά σημειώνω ότι οι Αιτητές δεν είναι οι εγγεγραμμένοι μέτοχοι της FBME Bank Limited (εκ Τανζανίας). Η θέση τους είναι πως η ιδιότητα του συνεισφορέα προκύπτει γιατί είναι οι τελικοί δικαιούχοι (όχι μέτοχοι) της εταιρείας FBME Limited, εγγεγραμμένης στις Νήσους Καϋμάν, που ήταν η μέτοχος της Τανζανικής εταιρείας FBME Bank Limited. Σημειώνω επίσης ότι η FBME Limited, εκ Νήσων Καϋμάν, έχει διαγραφεί. Αυτά ως η αγόρευση των συνηγόρων τους.
Τα παράπονα που εκφράζουν σε σχέση με την Επιτροπή Επιθεώρησης εδράζονται στην ιδιότητα του συνεισφορέα της FBME Bank Ltd. Αν αυτή η ιδιότητα αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Τανζανίας, τότε τυχόν δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν πρέπει να αναζητηθούν στο επίπεδο της εταιρείας FBME Bank Limited, στην Τανζανία όπου εκκαθαρίζεται η εταιρεία. Επαναλαμβάνω ότι στην Κύπρο εκκαθαρίζεται το Υποκατάστημα και όχι η εταιρεία FBME Bank Limited.
Η εκκαθάριση του Υποκαταστήματος γίνεται στη βάση του Ν.66(Ι)/1997 και, σύμφωνα με το Διάταγμα Εκκαθάρισης, διεξάγεται στη βάση της LFA. Η LFA, είναι εντός του φακέλου και έγινε Κανόνας Δικαστηρίου με την Απόφαση Εκκαθάρισης. Προνοεί ρητά για τη σύσταση Επιτροπής Επιθεώρησης, η οποία θα αποτελείται από πέντε αντιπροσώπους καταθετών:
«2.7 The Parties acknowledge that in respect of liquidation of the Branch, a Creditors’ Inspection Committee (hereinafter referred to as the “Inspection Committee” may be formed comprising of 5 (five) representatives of the Depositors, to be elected by the majority of the depositors of the Branch.»
Συνεπώς, εξ όψεως και χωρίς να προβαίνω σε ανάλυση των προνοιών της LFA, δεν διαπιστώνω ότι συνέβη ή πρόκειται να συμβεί οτιδήποτε, στο παρόν στάδιο, που να παρεκκλίνει από τα προβλεπόμενα στο LFA.
Εκφράζουν ανησυχίες οι Αιτητές για αλλότρια κίνητρα του εκκαθαριστή, ότι εάν δεν εμποδιστεί «ο Εκκαθαριστής θα μπορεί να πράξει κατά το δοκούν και ως παραδέχεται μέσω της επιστολής των δικηγόρων του (Τεκμήρια 5 Α και 5 Β) τυχόν πλεόνασμα θα αποξενωθεί με την αποστολή του εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.» (παράγραφος 18(ε) της ένορκης δήλωσης). Στην αγόρευση του ο συνήγορος των Αιτητών αναφέρει ότι «προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Συνέλευση Πιστωτών αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους πιστωτές του Υποκαταστήματος. Η δε αποπληρωμή των πιστωτών του Υποκαταστήματος θα γίνει απευθείας από το Υποκατάστημα. Εύλογα, ως εκ τούτου, προκύπτει το ερώτημα γιατί να μην μπορούν και οι τελικοί δικαιούχοι να πληρωθούν απευθείας από το Υποκατάστημα, ως και οι πιστωτές, και να πρέπει, κατά τον Εκκαθαριστή, το πλεόνασμα να αποσταλεί στην Τανζανία» (παράγραφος 30 της αγόρευσης).
Αυτές οι αναφορές παραγνωρίζουν τις πρόνοιες της LFA που προβλέπει ρητά ότι μετά την αποπληρωμή καταθετών και πιστωτών κατά τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται στην παράγραφο 4.1:
«(vi) The remainder of the liquidation proceeds after distribution to the creditors shall be transferred to the DIB.»
Συνεπώς, εάν υπάρχει πλεόνασμα από την εκκαθάριση του Υποκαταστήματος ο εκκαθαριστής οφείλει να το αποδώσει DIB στην Τανζανία. Αυτό προβλέπεται ρητά από την LFA στη βάση της οποίας διεξάγεται η εκκαθάριση του Υποκαταστήματος. Σημειώνω ότι η σειρά αποπληρωμής χρεών στην LFA αντικατοπτρίζει πιστά την κατάταξη απαιτήσεων στην εκκαθάριση ενός ΑΠΙ ως καθορίζεται στο άρθρο 33.Ο(2) του Ν.66(Ι)/1997. Στη διάταξη εκείνη δεν υπάρχει πρόβλεψη για επιστροφή τυχόν πλεονάσματος σε μετόχους ή συνεισφορείς, ακριβώς διότι ΑΠΙ/υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, δεν έχει μετόχους ούτε συνεισφορείς στην Κυπριακή δικαιοδοσία.
Για αυτούς τους λόγους, κρίνω ότι δεν πληρείται η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Δεν διαβλέπω περιθώριο για επιτυχία σε τελική επιδίωξη/θεραπεία στη βάση αυτών που επικαλούνται οι Αιτητές (με τις επιφυλάξεις που εξέφρασα πιο πάνω κατά πόσο υπάρχει τέτοια τελική θεραπεία ή υφιστάμενο δικαίωμα για αξίωση κάποιας τελικής θεραπείας).
Αναφορικά με την 3η προϋπόθεση, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν υπάρχει έρεισμα για τέτοια συζήτηση.
Κλείνοντας την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, ακόμα και αν υπήρχε τρόπος να παρακάμψω όλα όσα προανέφερα, δεν θεωρώ ότι θα ήταν «δίκαιο ή πρόσφορο», στη βάση των δεδομένων που έχω σήμερα ενώπιον μου, να προβώ σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα καθυστερούσε ή θα εμπόδιζε (τρόπον τινά) τη διαδικασία εκκαθάρισης του Υποκαταστήματος. Το Διάταγμα Εκκαθάρισης εκδόθηκε το 2023, οι καταθέτες και πιστωτές περιμένουν χρόνια για ικανοποίηση των χρεών τους. Θα ήταν δυσανάλογο υπό τις περιστάσεις να υποστούν περαιτέρω καθυστέρηση και εμπόδια.
Τέλος, αναφέρω και το εξής που άπτεται τόσο της εξέτασης του «δίκαιου και πρόσφορου» έκδοσης διατάγματος στη βάση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αλλά και όλων των θεμάτων που έχω αναπτύξει πιο πάνω. Σύμφωνα με την Απόφαση Εκκαθάρισης, η εκκαθάριση του Υποκαταστήματος γίνεται υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου («the liquidation of the Branch shall be subject to the supervision of the Nicosia District Court» παράγραφος 2.1.1 της LFA). Το καθήκον του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της εποπτείας του, δεν μπορεί να είναι άλλο από το να διασφαλίσει τα δικαιώματα των δικαιούχων στην εκκαθάριση του Υποκαταστήματος.
Όπως ανέφερα, ο ειδικός Νόμος Ν.66(Ι)/1997 δεν αναγνωρίζει τους συνεισφορείς ή τελικούς δικαιούχους της ξένης τράπεζας που σύστησε το ΑΠΙ στη Δημοκρατία (εδώ της FBME Bank Ltd εκ Τανζανίας) ως πρόσωπα που έχουν δικαίωμα στην εκκαθάριση του ΑΠΙ/Υποκαταστήματος στην Κύπρο. Καμία αναφορά σε τελικούς δικαιούχους ή συνεισφορείς της ξένης τράπεζας, κανένας ρόλος στη διαδικασία, καμία θέση στην κατάταξη αποπληρωμής χρεών. Ούτε δικαίωμα σε τυχόν πλεόνασμα παρέχεται, στο επίπεδο πάντα της Κυπριακής δικαιοδοσίας. Συνεπώς, αφ΄ ης στιγμής εκδόθηκε Διάταγμα Εκκαθάρισης του Υποκαταστήματος στη βάση του Ν.66(Ι)/1997, η έννοια του τελικού δικαιούχου ή συνεισφορέα της εταιρείας FBME Bank Limited και τυχόν δικαιώματα τους δεν είναι ζητήματα που εμπίπτουν στην εποπτεία του Κυπριακού Δικαστηρίου ή που αφορούν το Κυπριακό Δικαστήριο κατά την εκκαθάριση του Υποκαταστήματος.
Τυχόν δικαιώματα των Αιτητών στην εκκαθάριση της εταιρείας FBME Bank Ltd εκ Τανζανίας πρέπει να αναζητηθούν στην Τανζανία όπου συστάθηκε η εταιρεία και όπου εκκαθαρίζεται. Δεν διακρίνω νομικό έρεισμα στην Κύπρο που να τους επιτρέπει να ζητούν το διάταγμα που επιδιώκουν μέσω της παρούσας Αίτησης. Το Κυπριακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επέμβει στην εκκαθάριση της εταιρείας FBME Bank Limited που διεξάγεται στην Τανζανία. Ούτε ασφαλώς μπορεί το Κυπριακό Δικαστήριο να παρακάμψει την Τανζανία. Η LFA προνοεί ρητά ότι «the laws and regulations that will apply as far as […] the liquidation of the Headquarters is concerned, will be the Tanzanian law and regulations» (παράγραφος 3 της LFA).
Καταλήγοντας αναφορικά με το άρθρο 32(1) του Ν.14/60, για τους λόγους που εξήγησα κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκριση της παρούσας Αίτησης.
Το άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, που περιλαμβάνεται στη νομική βάση, για τους ίδιους λόγους που ανέλυσα πιο πάνω, επίσης δεν παρέχει έρεισμα για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Η νομική βάση της Αίτησης περιλαμβάνει και τα άρθρα 203-260 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Η μόνη διάταξη που θα μπορούσε να ήταν σχετική είναι το άρθρο 243 που προβλέπει τα εξής:
«243.-(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί ή να διακοπεί, να εκδώσει διάταγμα αναστολής ή διακοπής της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον».
Ούτε στη βάση αυτού του άρθρου μπορεί να εγκριθεί η Αίτηση. Κατ΄ αρχάς αυτό το άρθρο παρέχει τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της εκκαθάρισης. Δεν είναι αυτό που ζητούν εδώ οι Αιτητές. Επιπλέον, όπως εξήγησα, αυτό το άρθρο αφορά εκκαθάριση «εταιρείας» στην έννοια του Κεφ. 113. Επαναλαμβάνω ότι στην παρούσα περίπτωση δεν εκκαθαρίζεται εταιρεία αλλά το Υποκατάστημα.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω. Όπως εξήγησα, γνωρίζω ότι εκκρεμεί η Δια Κλήσεως Αίτηση και ότι κάποια από τα ζητήματα που πραγματεύομαι στην παρούσα απόφαση θα εγερθούν και στην Δια Κλήσεως Αίτηση. Προσπάθησα να περιοριστώ στα απολύτως απαραίτητα. Αναγνωρίζω ότι οι διαπιστώσεις μου ίσως επηρεάζουν και την Δια Κλήσεως Αίτηση. Τονίζω ότι δεν είναι η πρόθεση μου να προκαταβάλω το αποτέλεσμα της Δια Κλήσεως Αίτησης. Όμως εφόσον η παρούσα Αίτηση τέθηκε ενώπιον μου προς εξέταση της ουσίας της, είχα καθήκον να εξετάσω με πληρότητα όλα τα ζητήματα που ήταν αναγκαία για να αποφασίσω.
Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα, κρίνω ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
….…………………………………………………
(Υπ.) Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο