
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ:Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π. Ε. Δ.
Aρ. Αγωγής: 7193/14
Ημερομηνία:05/06/2025
Μεταξύ:
Χαράλαμπου Κριτικού
Ενάγοντα
Και
1. Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd, δια μέσω του Εκκαθαριστή του Αυγουστίνου Παπαθωμά
2. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ
3. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου
4. Γενικό Εισαγγελέα ως εκπροσώπων την Κυπριακή Δημοκρατία
Εναγομένων
Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κ. Κ. Καμένος και κ. Κων/νος Καμένος
Για την Εναγόμενη 1:κ. Μ. Παναγιώτου μαζί με κα Χ. Παναγιώτου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αγωγή πλέον στρέφεται μόνο εναντίον της Εναγόμενης 1.
Ο ενάγοντας αξιώνει τα ακόλουθα έναντι του εναγόμενου:
Α. Ποσό ευρώ 478. 449, 84 cent και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού, το οποίο αποτελεί τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και/ή το Ταμείο Προνοίας και/ή το φιλοδώρημα αφυπηρέτησης του Ενάγοντα με βάση και/ή ως αποτέλεσμα την υπηρεσία του ενάγοντος μετά των Εναγομένων 1, και/ή,
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 και/ή 2 και/ή 3 όφειλαν και/ή οφείλουν τα καταβάλουν αμέσως εις τον Ενάγοντα το ποσό, το οποίο αναφέρεται εις τη παράγραφο (Α) ανωτέρω, και/ή,
Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 διαχειρίσθηκαν αμελώς το ποσό το οποίο αναφέρεται εις την παράγραφο (Α) ανωτέρω με την άδεια και/ή ανοχή και/ή την αμέλεια των Εναγόμενων 3 με αποτέλεσμα ο Ενάγων να μην λάβει το ποσό το όποιο αναφέρεται εις την παράγραφο (Α) ανωτέρω και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού, και/ή,
Δ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 διαχειρίστηκαν αμελώς το ποσό το οποίο αναφέρεται εις την παράγραφο (Α) ανωτέρω και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων προς τον Ενάγοντα και/ή κατά παράβαση του καθήκοντος των ως εμπιστευματοδόχων του ρηθέντος ποσού και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού δια λογαριασμό και/ή προς όφελος και/ή εκ μέρους του Ενάγοντος και/ή με την αντοχή και/ή άδεια και/ή αμέλεια των Εναγόμενων 3, και/ή,
(Ε) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι μετά την 26/3/2013 αι υποχρεώσεις των Εναγόμενων 1 προς τον Ενάγοντα και/ή η υποχρέωση των να καταβάλουν προς αυτόν το ποσό, το οποίο αναφέρεται εις την παράγραφο (Α) ανωτέρω και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού ανεληφθεί υπό των Εναγομένων 2 και/ή και υπό των Εναγόμενων 2, και/ή,
(Στ) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 και/ή 2 ουδέν δικαίωμα είχαν όπως μεταφέρουν εις οιονδήποτε λογαριασμό και/ή χειριστούν κατά οιονδήποτε τρόπο το εις τη παράγραφο (Α) ανωτέρω αναφερόμενο ποσό και/ή οιονδήποτε μέρος αυτού, με εξαίρεση την καταβολή του ρηθέντος ποσού ή οιουδήποτε μέρους αυτού εις τον Ενάγοντα, χωρίς την άδεια και/ή συγκατάθεση του Ενάγοντος, και/ή,
(Ζ) δήλωση του Δικαστηρίου ότι η τυχόν απώλεια από τον Ενάγοντα του εις τη παράγραφο (Α) ανωτέρω αναφερόμενου ποσού και/ή οιουδήποτε μέρους αυτού οφείλεται εις την αμέλεια και/ή την παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων των Εναγόμενων 1 και/ή 2 προς τον Ενάγοντα και/ή εις την παράβαση των νομικών υποχρεώσεων των Εναγόμενων 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 παρόν τον Ενάγοντα, και/ή,
(Η) Διατάγματα του Δικαστηρίου απορρέοντα και/ή συνεπαγόμενα από τας θεραπείας των παραγράφων (Α) έως (Ζ) ανωτέρω, αμφότερων συμπεριλαμβανομένων.
Η δικογραφημένη θέση του ενάγοντα είναι ότι εργοδοτήθηκε από τους εναγόμενους την 14 Ιανουαρίου 1974 και από το 1977 τοποθετήθηκε εις την υπηρεσία των εναγόμενων εις το Ηνωμένο Βασίλειο με έδρα των εργασιών το Λονδίνο. Η υπηρεσία του τερματίσθηκε την 30.6.2013. Ήταν δικαιούχος χρημάτων που ευρίσκοντο εις πίστη του σε Ταμείο Προνοίας με τους εναγόμενους 1 που ήταν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η διευθέτηση αυτή τερματίσθηκε την 1.4.2012 και ο ενάγοντας επέλεξε με τη σύμφωνη γνώμη των εναγόμενων 1 όπως ενταχθεί στο συνταξιοδοτικό σχέδιο των εναγόμενων 1 στην Αγγλία.
Την 31.12.2011 σε πίστη του ενάγοντα σε μορφή εισφορών ήταν το ποσό των €478449 και το ποσό το κρατούσαν οι εναγόμενοι 1 και μετά οι εναγόμενοι 2 μετά τον Μάρτιο του 2013. Ο ενάγοντας ζήτησε όπως του αποδοθεί το εν λόγω ποσό αλλά οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να καταβάλουν τα ποσά.
Με την υπεράσπιση της η εναγόμενη 1 αναφέρει ότι ο ενάγοντας ήταν υπάλληλος της εναγόμενης αποσπασμένος στη Λαϊκή Τράπεζα Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι τον Μάρτιο 2013 και κατόπιν διαταγμάτων μεταβίβασης εργασιών της εναγόμενης 1 στην εναγόμενη 2 υπάλληλος της εναγόμενης 2 μέχρι τον τερματισμό της εργοδότησης του. Ο ενάγοντας ουδέποτε ήταν μέλος του ταμείου προνοίας των υπαλλήλων της εναγόμενης 1. Οποιοδήποτε ποσό έλαβε με αφορμή τον χρόνο της εργοδότησης του ήταν είδος φιλοδωρήματος εξαιτίας σύμβασης εργασίας σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο.
Το 2012 επέλεξε να συνταχθεί σε συνταξιοδοτικό σχέδιο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όποιες πράξεις του ενάγοντα σε σχέση με τη συνταξιοδότηση του αφορούσαν τις δικές του ενημερωμένες επιλογές. Το ποσό που ήταν πιστωμένο στους λογαριασμούς της εναγόμενης 1 αποτελούσε πρόνοια για μελλοντική χρήση σε πιστωτή αν χρειαζόταν. Ο ενάγοντας δεν αφυπηρέτησε από την εναγόμενη και έτσι το ποσό δεν αποτελούσε συνταξιοδοτικά δικαιώματα δηλαδή, δικαιώματα που πληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του.
Η Εναγόμενη 1 αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα ότι:
1. Κατά/ή περί τις 22/3/2013, ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013 (Ν. 17 (I/2013), σύμφωνα με τον οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η Αρχή Εξυγίανσης, έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών τη λήψη μέτρων εξυγίανσης σε επηρεαζόμενα ιδρύματα δυνάμει του εν λόγω Νόμου, εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακολούθα διατάγματα:
2. Το διάταγμα Κ. Δ. Π. 94/2013 ημερομηνίας 25/03/2013, εκδόθηκε Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει των άρθρων 7 και 9 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν. 17 (10/2013) και προνοεί την εφαρμογή του μέτρου πώλησης εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd με σκοπό τη διαφύλαξη της οικονομικής της κατάστασης.
3. Το διάταγμα Κ. Δ. Π. 104/2013, ημερομηνίας 29/3/2013, εκδόθηκε από την Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει των άρθρων 5 (12) (α) και 7 (1) και 9 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν.17 (10/2013) και προνοεί τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, τίτλων ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων και καθορισμένων υποχρεώσεων της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd στην Τράπεζα Κύπρου δημόσια εταιρεία Ltd ως αποτέλεσμα από την ημερομηνία μεταβίβασης, ήτοι 29ηνΜαρτίου 2013 και ώρα 6:10 π.μ. , η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ ως το Αποκτών Πρόσωπο υποκαταστάθηκε σε όλα τα δικαιώματα, οφέλη, προνόμια και υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων, τίτλων ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων και καθορισμένων υποχρεώσεων της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd που έχουν μεταβιβαστεί στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ που έχουν μεταβιβαστεί στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ περιλαμβάνονται οι εξασφαλισμένες καταθέσεις του ποσού των €100. 000 για έκαστο καταθέτη.
4. Επίσης κατά/ή περί τις 22/3/2013, ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί της Επιβολής Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε Περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Νόμος του 2013 (Ν.12 (I)/2013), σύμφωνα με τον οποίο δόθηκε η εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών να επιβάλλει προσωρινά περιοριστικά μέτρα στα πιστωτικά ιδρύματα της Κύπρου προς διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Κύπρου. Η Eναγόμενη 1 επιφυλάσσει το δικαίωμά της να αναφερθεί στην πιο πάνω νομοθεσία και/ή θέματα της αρχής εξυγίανσης κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.
5. Τα μέτρα εξυγίανσης της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd τα οποία επιβλήθηκαν της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd δυνάμει του διατάγματος Κ. Δ. Π. 104/2013 της Αρχής Εξυγίανσης, ημερομηνίας 26/3/2013, εκτελέστηκαν και/ή συντελέστηκαν από τις 29/3/2013.
6. Οι καταθέτες και πιστωτές της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd υπόκεινται στα μέτρα εξυγίανσης της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd.
7. Η εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης επί των λογαριασμών έγινε με βάση τη σχετική νομοθεσία την οποία η Eναγόμενη είχε υποχρέωση να ακολουθήσει.
8. Μετά το πέρας της διαδικασίας εξυγίανσης, θα αποκρυσταλλωθεί το οικονομικό καθεστώς της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και θα μπορέσει να τεθεί υπό εκκαθάριση, κατά το στάδιοτο οποίο θα εφαρμοστεί η σειρά προτεραιότητας ικανοποίησης των επαληθευμένων πιστωτών της, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (Ν. 17(I)/2013 και/ή του περί Εταιρειών Νόμου σχετικά με εκκαθαρίσεις εταιρειών. Αναφέρεται στο σημείο τούτο ότι η Eναγόμενη 1 έχει τεθεί υπό εκκαθάριση την 31/5/22 και η εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
9. Το καθεστώς εξυγίανσης και/ή ειδικής διαχείρισης, υπό του οποίου βρίσκεται η Eναγόμενη, δεν της επιτρέπει την πληρωμή οποιωνδήποτε πόσων σε πιστωτές, χωρίς προηγουμένως να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία εξυγίανσης του επηρεαζόμενου ιδρύματος. Οποιαδήποτε τέτοια πληρωμή, στο πρόωρο αυτό στάδιο, θα ήταν αντικανονική και παράνομη καθότι θα γινόταν εις βάρος των υπόλοιπων πιστωτών του επηρεαζόμενου ιδρύματος και θα αποτελούσε προνομιακή μεταχείριση πιστωτών. Μετά το πέρας της εξυγίανσης της Eναγόμενης θα αποκρυσταλλωθεί το οικονομικό καθεστώς της και θα μπορέσει να τεθεί υπό εκκαθάριση κατά το στάδιο, το οποίο θα εφαρμοστεί η σειρά προτεραιότητας ικανοποίησης των επαληθευμένων πιστωτών της, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν. 17 (I)/2013) και/ή του περί εταιρειών Νόμου για εκκαθαρίσεις εταιρειών. Επαναλαμβάνεται ότι η Eναγόμενη έχει τεθεί υπό εκκαθάριση την 31/5/22 και η εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας έγιναν τα ακόλουθα γεγονότα παραδεκτά:
1. Ο Ενάγοντας εργοδοτήθηκε από την Eναγόμενη 1 στις 14/1/1974.
2. Ο Ενάγοντας τοποθετήθηκε στην υπηρεσία των Εναγόμενων 1 στο Λονδίνο το 1977.
3. Ο Ενάγοντας το 2012 επέλεξε να ενταχθεί σε συνταξιοδοτικό σχέδιο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Tα ακόλουθα έγγραφα κατατέθηκαν εκ συμφώνου στο Δικαστήριο:
1. Έγινε παραδεκτή η αποστολή των επιστολών ημερομηνίας 15/5/2024, 3/6/2014 και 8/9/2014 από τους δικηγόρους του Ενάγοντα προς την Άντρη Αντωνιάδη, τότε διαχειρίστρια τη Λαϊκής Τράπεζας, αλλά δεν γίνεται αποδεκτό το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών.
2. Η επιστολή ημερομηνίας 9/3/1977.
3. Το καταστατικό του Ταμείου Προνοίας του προσωπικού της Εναγόμενης 1.
Έδωσε μαρτυρία ο ενάγοντας και επαλήθευσε τα όσα καταγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι η υπηρεσία του με την Λαϊκή Τράπεζα τερματίσθηκε στις 29.6.2013 και κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του ήταν εισφορέας και δικαιούχος χρημάτων που αποτελούσαν μέρος του Ταμείου Προνοίας που θα τα έπαιρνε κατά την αφυπηρέτηση.
Στην Κύπρο το Ταμείο Προνοίας των τραπεζικών υπαλλήλων ισχύει μέχρι το 60ο έτος της ηλικίας τους, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας τους. Όσον αφορά τον ίδιο αποφάσισε να ενταχθεί στο συνταξιοδοτικό σχέδιο Group Pension Scheme των Εναγομένων 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η διευθέτηση αυτή έγινε την 1/4/2012. Παρουσίασε σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα με την Ελένη Παπαδόπουλου, διευθύντρια προσωπικού στην Eναγόμενη 1.
Το ποσό χρημάτων θα του μεταφερόταν σταδιακά στο «Group Pension Scheme» της Λαϊκής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θα γινόταν σταδιακή μεταφορά των χρημάτων £50,000 ετησίως γιατί δεν μπορούσαν να σταλούν όλα μαζί. Κατέθεσε ως τεκμήριο το ‘retirement bonus report’.Όταν αποτάθηκε στην τράπεζα τον Αύγουστο 2013 να πάρει το ποσό του ταμείου προνοίας του είπαν ότι αυτό ήταν αδύνατο μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν το 2013 και του λέχθηκε ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε χρήματα. Όταν ζήτησε να ενταχθεί στο «Group Pension Scheme» στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν του είχε ζητηθεί να επιλέξει που να καταθέσει τα χρήματα του και δεν του αναφέρθηκε ποτέ το όνομα λογαριασμού «sundry creditors». Αποστάλθηκαν επιστολές στην τότε διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας ημερομηνίας 15.5.2014, 3.6.2014 και 8.9.204.
Αντεξεταζόμενος προσδιόρισε ότι κατά την 29.6.2013 η υπηρεσία του τερματίσθηκε από την Λαϊκή Τράπεζα και του έδωσαν απολυτήριο. Η επιστολή αυτή λήφθηκε από την Τράπεζα Κύπρου.
Στην υποβολή ότι το συνταξιοδοτικό τερματίσθηκε το 2011 απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Κατά την 1.4.2012 δεν ήταν μέλος του Κυπριακού Ταμείου Προνοίας αλλά δεν πήρε χρήματα και θα έπαιρνε χρήματα ύψους €428,000 που θα μεταφέρονταν από το Ταμείο Προνοίας και που δεν μεταφέρθηκαν ποτέ. Τα χρήματα των €478000 δεν ήταν άμεσα πληρωτέα θα ήταν πληρωτέα ανά £50000 τον χρόνο. Τα χρήματα θα μεταφέρονταν από το Ταμείο Προνοίας της Λαϊκής στο Λονδίνο κατά £50000 τον χρόνο. Δεν του είπαν ότι οι €478000 θα έμπαιναν σε οποιοδήποτε λογαριασμό εκτός από το Ταμείο Προνοίας του. Δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο.
Όταν βγήκε σε αφυπηρέτηση εξαιτίας κλεισίματος της Λαϊκής αποτάθηκε να πάρει τα χρήματα και δεν τα πήρε. Δεν μπορούσαν οι ίδιοι να του αποστείλουν όλο το ποσό στην Αγγλία και του είπαν ότι μπορούν να του αποστείλουν μόνο £50000. Του είπαν ότι τα χρήματα ήταν μέσα στο Ταμείο Προνοίας. Πίστευε ότι τα χρήματα του ήταν μέσα στο ταμείο ως γενικό ταμείο μαζί με άλλους σε ένα ταμείο.
Του απέστειλαν κάθε χρόνο κατάσταση λογαριασμού. Ζήτησε να μεταφερθούν τα χρήματα στο Ταμείο Προνοίας της Αγγλίας διότι το 2013 θα έβγαινε σε σύνταξη σε ηλικία των 65 ετών και προτίμησε να ανήκει στο Ταμείο Προνοίας της Αγγλίας από το έτος 2012 και μετά.
Συμφώνησε ότι εκείνος επέλεξε την 1.4.2012 να φύγει από το Ταμείο Προνοίας στο οποίο συμμετείχαν άλλοι υπάλληλοι της Λαϊκής αλλά δεν επέλεξε να φύγουν τα χρήματα από το Ταμείο Προνοίας να πάνε σε άλλο λογαριασμό χωρίς να είναι το όνομά του πάνω στον λογαριασμό.
Μοναδικός μάρτυρας για την υπεράσπιση ήταν ο Γιώργος Λέφας υπάλληλος της Cyprus Popular Bank Public co μέχρι το 2013 και από τις 29.3.2013 μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Από τις 17.3.2014 μέχρι 31.5.2022 εργαζόταν στο γραφείο του διαχειριστή για διεκπεραίωση εργασιών εξυγίανσης. Χειρίζεται το σύνολο των δικαστηριακών υποθέσεων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.
Ενημέρωσε ότι ο ενάγοντας ήταν απεσπασμένος στη Λαϊκή Τράπεζα Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι τον Μάρτιο 2013. Σύμφωνα με τα διατάγματα μεταβίβασης των εργασιών της εναγόμενης 1 στην εναγόμενη 2 ο ενάγοντας ήταν πλέον υπάλληλος της εναγόμενης 2. Στις 28.6.2013 η εναγόμενη 2 έκανε παραδεκτή την παραίτηση του ενάγοντα. Ο ενάγοντας ουδέποτε ήταν μέλος του ταμείου προνοίας των υπαλλήλων της εναγόμενης 1. Έλαβε είδους φιλοδωρήματος ή μπόνους λόγω σύμβασης εργασίας σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή άλλως πως. Ο ενάγοντας δεν αφυπηρέτησε από την εναγόμενη 1. Το εν λόγο ποσό δεν έγινε απαιτητό κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του με την εναγόμενη 1. Η εναγόμενη 1 ουδέποτε αρνήθηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον ενάγοντα κατά την χρονική στιγμή που η εναγόμενη 1 δεν ήταν υπό εξυγίανση ή κατά την περίοδο που ο ενάγοντας ήταν εργοδοτούμενός της. Το 2012 επέλεξε να ενταχθεί σε σχετικό συνταξιοδοτικό σχέδιο στο Ηνωμένο Βασίλειο και η απόφαση αυτή τεκμηριώνεται με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 2.4.2012. Η διαχείριση των χρημάτων αφορούσε επιλογές του ενάγοντα και η εναγόμενη 1 δεν είχε εξουσία να μην προχωρήσει στην κατάθεση του ποσού που δικαιούταν στον λογαριασμό του και η εναγόμενη αναγκάστηκε να το καταθέσει σε λογαριασμό τύπου «sundry creditors» για να μην απωλέσει το δικαίωμα του στο ποσό αυτό. Ακολούθως, θα απέστελλε σταδιακά το ποσό στο ’Group Pension Scheme’. Η εν λόγω διευθέτηση αντικατοπτρίζεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 27.11.2012.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε με αναφορά τις καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντα ότι υπήρχε συνεισφορά του εργοδότη ως πρόβλεψη για το φιλοδώρημα αφυπηρέτησης. Δεν θεωρεί ότι είναι χαριστική πληρωμή όμως ο ενάγοντας δεν κατέβαλε δικές του εισφορές για την ανάλογη εισφορά που προέβλεψε ο εργοδότης. Επειδή πρόκειται για πρόβλεψη το ποσό αυτό γινόταν μετρητά όταν θα αφυπηρετούσε ο υπάλληλος. Πρόκειται για συμφωνία που είχε η συντεχνία των τραπεζικών υπαλλήλων με τις τράπεζες. Όταν θα αφυπηρετούσαν ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας ο κάθε υπάλληλος είχε να πάρει πληρωμή ύψους το μέσο όρο των τελευταίων τριών μηνών μισθών περίπου 80 μισθούς. Δεν υπήρχε Ταμείο Προνοίας για να γίνουν εισφορές του εργοδότη και εργοδοτούμενου. Δεν υπήρχε διαχειριστική επιτροπή διότι δεν υπήρχε Ταμείο Προνοίας. Το 1994 καταργήθηκε το Ταμείο Προνοίας και δημιουργήθηκε το φιλοδώρημα αφυπηρέτησης. Συμφώνησε ότι το φιλοδώρημα ήταν απότοκη συνέπεια της συντεχνίας υπαλλήλων με την τράπεζα.
Ο ενάγοντας έγινε μέλος Ταμείου Προνοίας τον Ιανουάριο 2012 και μετά τον Μάρτιο 2012 επέλεξε να μην είναι μέλος. Τον Μάρτιο 2013 ο ενάγοντας δεν ήταν μέλος.
Στην υποβολή ότι δεν είναι αμερόληπτος απάντησε ότι και ο ίδιος έχασε πολλά χρήματα από το κούρεμα και αναγκάζεται να εργάζεται πολλές ώρες για τον εκκαθαριστή αντί να αφυπηρετήσει στα 65 έτη του.
Με αναφορά επιστολή που είχε συνταχθεί το 2015 ανέφερε ότι είχε ενημερώσει ότι ο ενάγοντας διεκδικεί το φιλοδώρημα του. To 2015 δεν γνώριζε ότι τα χρήματα του φιλοδωρήματος ήταν καταχωρημένα με την ένδειξη «sundry creditοrs». H αλληλογραφία που αφορούσε την κατάθεση των χρημάτων είχε ανευρεθεί μεταγενέστερα. Στη συνέχεια είχαν μιλήσει με λειτουργό που χειρίστηκε το θέμα. Το οφειλόμενο ποσό αφορούσε φιλοδώρημα μέχρι το 2011. Μετά αυτά τα χρήματα έπρεπε να κατατεθούν σε Ταμείο Προνοίας. Τα δικά του χρήματα προσωπικά ως υπάλληλος μπήκαν σε Ταμείο Προνοίας και κουρεύτηκαν. Ο ενάγοντας επέλεξε να μην κατατεθούν στο Ταμείο Προνοίας. Για να εξηγήσει την τοποθέτηση του το 2025 ότι η τράπεζα αναγκάστηκε να καταθέσει τα χρήματα στο «sundry creditors» εξήγησε ότι το 2015 δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες της αλληλογραφίας. Μετά ενημερώθηκε γιατί μπήκαν εκεί και δεν πληρώθηκαν στον ενάγοντα. Την 1.1.2012 ο ενάγοντας δεν ήταν μέλος ταμείου προνοίας. Η κα Παπαδοπούλου χειρίστηκε το θέμα του ενάγοντα το 2012. Συμφώνησαν να αποστέλλονται τα χρήματα στον ενάγοντα.
Καταγράφεται στην επιστολή του 2015 η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με τα χρήματα. Η Κεντρική Τράπεζα θεωρούσε ότι ο ενάγοντας ήταν καταθέτης. Ως καταθέτης από τη στιγμή του κουρέματος θα έπρεπε να τεθεί η νομοθεσία του κουρέματος δηλαδή να του αποδοθούν οι καταθέσεις μείον το ποσό των ασφαλισμένων ποσών, το ποσό του δανείου και μετά το περίσσευμα να κουρευτεί. Δεν έγινε αυτός ο χειρισμός για τα συγκεκριμένα χρήματα αυτά διότι η απόφαση της κεντρικής για τα χρήματα άργησε να εκδοθεί. Συμφώνησε ότι ο ενάγοντας ουδέποτε πήρε τα χρήματα του και ότι το ποσό του οφείλεται.
Αναφορικά με το καταστατικό του ταμείου προνοίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 2 ήταν θέση του ότι η εγκαθίδρυση του συγκεκριμένου ταμείου εγκρίθηκε από τον Έφορο Ταμείων Προνοίας δυνάμει του νόμου μετά το κούρεμα.
Αξιολόγηση
Σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΥ1 το ποσό των €478000 οφείλεται στον ενάγοντα. Επομένως, μοναδικό επίδικο θέμα προς επίλυση ενόψει της εκκαθάρισης της εναγόμενης 1 είναι η κατηγορία της οφειλής και η ιδιότητα του ενάγοντα ως πιστωτής της εναγόμενης 1. Εφόσον το ζήτημα της οφειλής αποσαφηνίζεται ενόψει της μαρτυρίας του ΜΥ1 εκείνο που παρέμεινε να επιλυθεί είναι η διαπίστωση κατά πόσο αυτό το ποσό είναι οφειλή που αποτελεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα και/ή Ταμείο Προνοίας και/ή φιλοδώρημα του ενάγοντα με βάση την υπηρεσία του μετά των εναγόμενων 1 ως η παράγραφος 13.Α της τροποποιημένης έκθεσης απαιτήσεως.
Κατά την αξιολόγηση των δύο μαρτύρων, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάθε μάρτυρα και να σχηματίσω μία γενική εντύπωση για την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά. Παρατήρησα τον αυθορμητισμό τους και την αμεσότητα με την οποία απαντούσαν τις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση. Η γενική εντύπωση που αποκόμισα από κάθε μάρτυρα ήταν σημαντική για τη διαμόρφωση της άποψης μου. Η αποτίμηση μου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, ασφαλώς δεν περιορίζεται στη φαινομενική εντύπωση που μου δημιούργησε εκ πρώτης όψεως ο κάθε μάρτυρας. Η πεποίθηση μου ότι ένας μάρτυρας ήταν μάρτυρας της αλήθειας, βεβαιώνεται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Το ερώτημα ως προς την αξιοπιστία, πρέπει να απαντηθεί με αυτοτέλεια έτσι που να δημιουργείται η απαραίτητη εικόνα της βεβαιότητας αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της μαρτυρίας, την ποιότητα της και την πειστικότητα της σε σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπόθεσης. (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 ΑΑΔ 506) Ως εκ τούτου, έχω αξιολογήσει ξεχωριστά κάθε μάρτυρα σε σχέση με τα λεγόμενα του και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει για να πείσει για την αλήθεια της εκδοχής του. Επιπρόσθετα, έχω αναλύσει τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα με αναφορά και την υπόλοιπη μαρτυρία της υπόθεσης, ώστε σε κάθε περίπτωση, η προφορική μαρτυρία να έχει διασταυρωθεί με άλλα στοιχεία ή να έχει καταρριφθεί από άλλα στοιχεία και/ή μαρτυρία που αποδεικνύονται ως αναντίλεκτη στην υπόθεση. Έλαβα υπόψη μου πιθανά ελατήρια που μπορεί να είχε κάθε μάρτυρας να πει ή να μην πει την αλήθεια, ώστε να διαπιστωθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα γεγονότα της υπόθεσης.
Ο ενάγοντας δεν πείθει ότι αγνοούσε τα πραγματικά δεδομένα που αφορούσε την κατηγοριοποίηση των χρημάτων που του οφείλονται ως συνέπεια της υπηρεσίας του ως λειτουργός της τράπεζας. Εκείνο που προκύπτει από την αλληλογραφία (τεκμήριο 8) και (τεκμήριο 4) είναι ότι έλαβε αποφάσεις για την αποστολή των χρημάτων αφού είχε ενημερωθεί για ζητήματα επιβολής φορολογίας των χρημάτων, την απομείωση του ποσού ενόψει δανείων που είχε και το κατά πόσο το οφειλόμενο ποσό θα απέφερε τόκο ενόψει της επιλογής του να μην συμμετέχει στο σχέδιο συνταξιοδότησης υπαλλήλων της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο. Επίσης με την εν λόγω αλληλογραφία προκύπτει ότι γνώριζε ότι μόνο το ποσό των Λ.Κ. 544.42 έπρεπε να αφαιρεθεί από το οφειλόμενο ποσό ως το ποσοστό της συνεισφοράς της τράπεζας ως το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων που ξεκίνησε την 1.1.2012. Γνώριζε ότι δεν μπορούσε να πληρωθεί εκείνο το ποσό πριν την αφυπηρέτηση του από την τράπεζα ως ποσό που αφορούσε συνεισφορά της τράπεζας σε Ταμείο Προνοίας και ως τέτοιο το ποσό εκείνο δεν θα ήταν δικό του πριν την αφυπηρέτηση. Για το υπόλοιπο ποσό υπήρχε η αντίληψη ότι αφορούσε δικά του χρήματα ενόψει αποχώρησης του από το σχέδιο αφού ζητούσε να του πληρωθεί το ποσό των £50,000 μείον το ποσό των Λ.Κ. 544.42 που αφορούσε το ποσό της συνεισφοράς.
Το ότι αξιώνει την πληρωμή των χρημάτων ενώ συνέχιζε να εργοδοτείται στην εναγόμενη 1 μέχρι 19.6.2013 καταδεικνύει την αντίληψη του ότι τα χρήματα ήταν ήδη δικά του σε διαφορετική περίπτωση δεν θα είχε δικαίωμα να τα πληρωθεί μέχρι την αφυπηρέτηση του. Αυτός ήταν και ο λόγος που εγέρθηκε ζήτημα το δάνειο που είχε με την τράπεζα να πληρωθεί από το ποσό που θα λάμβανε από την Κύπρο και το οποίο θα ήταν πληρωτέο σε εκείνο κατά την αφυπηρέτηση του την 31.12.2013.
Επίσης δεν μπορεί να είναι αλήθεια ότι αντιλήφθηκε ότι το ποσό αφορούσε Ταμείο Προνοίας επειδή πληροφορήθηκε ρητώς με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 25.4.2012 ότι το ποσό αφορούσε ‘retirement bonus’.
Ενημερώθηκε επίσης ότι το ποσό των €478449 θα έφερε τόκο από 1.1.2012 και ότι διασταυρώθηκε το ποσό ως η συγκεκριμένη οφειλή του από την τράπεζα. Επομένως, δεν αληθεύει ότι δεν είχε αντίληψη των επιλογών του που του επεξηγήθηκαν με μεγάλη λεπτομέρεια. Προκειμένου να λάβει το φιλοδώρημα αμέσως θα έπρεπε να αφυπηρετήσει πρόωρα πράγμα που επέλεξε να μην το κάνει. Επέλεξε να μην αφυπηρετήσει και του επεξηγήθηκε ότι τα χρήματα αυτά που ήταν δικά του κατά την αφυπηρέτηση θα του τα απέστελλαν σε συγκεκριμένο χρόνο και τρόπο λαμβανομένου υπόψη το δικαίωμα του σε τόκο επί των χρημάτων καθώς και φορολογικές, και δανειοδοτικές του υποχρεώσεις. Θεωρείται αξιόπιστος μάρτυρας αλλά δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι δεν αντιλήφθηκε τα δικαιώματα του που αφορούσαν τα χρήματα εφόσον κάθε πτυχή αυτού του ζητήματος του επεξηγήθηκε και συμφωνήθηκε η πορεία που θα λάμβανε η πληρωμή των χρημάτων του.
Παρόλο ότι έγινε προσπάθεια κατά την αντεξέταση να χαρακτηρισθεί ο ΜΥ1 ότι μεροληπτούσε επειδή εργάζεται για τον εκκαθαριστή της εναγόμενης ο μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια γιατί υπήρχε διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με την πληρωμή των χρημάτων προσώπων που επέλεξαν την 1.1.2012 να ενταχθούν στο Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων της Κύπρου που και αυτά τα χρήματα είχαν υποβληθεί σε κούρεμα.
H τοποθέτησή του ότι αναγκάστηκε η τράπεζα να καταθέσει τα χρήματα σε συγκεκριμένο λογαριασμό εξαιτίας επιλογών του ενάγοντα δεν συνιστά αποφυγή της αλήθειας για να αποφευχθεί η πληρωμή του ποσού. Δεν αμφισβητείται ότι τα χρήματα του οφείλονται ως μέρος της υπηρεσίας του δυνάμει ατομικής ή συλλογικής συμφωνίας της τράπεζας με τη συντεχνία τραπεζικών υπαλλήλων. Όμως ως τα συμφωνηθέντα οφειλόμενα η τράπεζα δεν μπορούσε να του τα πληρώσει τα χρήματα πριν την αφυπηρέτηση του από την τράπεζα. Ήταν δικά του χρήματα αλλά θα τα έπαιρνε με την αφυπηρέτηση και επειδή δεν εντάχθηκε στο σχέδιο αφυπηρέτησης κάπου έπρεπε να καταχωρηθεί η οφειλή του ενάγοντα. Τα έγγραφα που κατατέθηκαν στην υπόθεση συγκλίνουν με τα λεγόμενα του μάρτυρα. Οι καταστάσεις μισθοδοσίας καταγράφουν ποσό πρόβλεψης της τράπεζας για την πληρωμή φιλοδωρήματος. Οι συνεισφορές του εργοδοτούμενου ξεκίνησαν την 1.1.2012, πράγμα που γνώριζε ο ενάγοντας αφού αναφέρθηκε στην αφαίρεση του ποσοστού του εργοδότη για την περίοδο 1.1.2012 μέχρι 1.4.2012 ενόψει επιλογής του να μην ενταχθεί στο σχέδιο Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων. Επίσης η θέση του ότι Ταμείο Προνοίας ιδρύθηκε μετά το κούρεμα υποστηρίζεται από το γεγονός ότι το τεκμήριο 2 ( καταστατικό ταμείου προνοίας του προσωπικού) σφραγίστηκε από τον Έφορο Ταμείου Προνοίας την 4.4.2013 δηλαδή, μετά το κούρεμα ως ανέφερε ο μάρτυρας. Επομένως, κρίνεται αξιόπιστος μάρτυρας και η μαρτυρία του συνιστά βάση επί των οποίων το Δικαστήριο δύναται να εξάξει πραγματικά ευρήματα.
Με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου προκύπτει ότι η οφειλή της εναγόμενης προς τον ενάγοντα αποκρυσταλλώθηκε κατά τον χρόνο που επέλεξε να μην συμμετέχει στο Ταμείο Προνοίας της τράπεζας στην Κύπρο. Σε εκείνο τον χρόνο τα χρήματα ήταν δικά του υπό την αίρεση της αφυπηρέτησης του. Τα χρήματα αυτά δεν ήταν κατατεθειμένα σε Ταμείο Προνοίας και μοναδική εισφορά του ενάγοντα επί του ποσού ήταν για τους μήνες Ιανουαρίου μέχρι Μαρτίου 2012 ενόψει επιλογής του να μην συμμετέχει στο Ταμείο Προνοίας που είχε συσταθεί στην Κύπρο το 2012. Η τράπεζα κατέθεσε τα χρήματα σε λογαριασμό τύπου «sundry creditors».
Ανάλυση και κατάληξη
Τα χρήματα ύψους €478449 κατατέθηκαν για λογαριασμό του ενάγοντα. Ανεξάρτητα από το είδος του λογαριασμού ή τον τρόπο που η εναγόμενη επέλεξε να ονομάσει τον λογαριασμό που κατέθεσε τα χρήματα προκύπτει με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία, πιο πάνω, ότι η οφειλή αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί κατά την 1.4.2012 και ότι τα χρήματα ήταν κατατεθειμένα προς όφελος του ενάγοντα. Τα χρήματα αυτά δεν αφορούσαν Ταμείο Προνοίας διότι σύμφωνα με τον ‘Οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981, 1986 και 1995 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981 μέχρι 1995.(44/1981) ο όρος Ταμείο Προνοίας θέτει τις ακόλουθες ελάχιστες προϋποθέσεις
"ταμείον προνοίας" σημαίνει οιονδήποτε ταμείον ή σχέδιον το οποίον-
(ι) προβλέπει διά την καταβολήν χρηματικών παροχών προς μισθωτούς εν περιπτώσει τερματισμού της απασχολήσεως, μονίμου ανικανότητος προς εργασίαν, αφυπηρετήσεως ή θανάτου· και
(ii) χρηματοδοτείται διά περιοδικών εισφορών υπό των μισθωτών ή υπό των μισθωτών και των εργοδοτών αυτών, εξαιρουμένου, όμως, οιουδήποτε ταμείου ή σχεδίου ιδρυθέντος δυνάμει νόμου·
Το ποσό της οφειλής αφορούσε μόνο πρόβλεψη της εναγόμενης 1 σε σχέση με το ποσό που θα όφειλε να πληρώσει η εναγόμενη με την αφυπηρέτηση του ενάγοντα. Δεν υπήρχαν εισφορές του ενάγοντα στο εν λόγω ποσό ώστε το οφειλόμενο ποσό να θεωρηθεί ότι ενσωματώνεται σε Ταμείο Προνοίας. Η μεταφορά του ποσού θα εντασσόταν σε Ταμείο Προνοίας μετά την 1.1.2012 αλλά ενόψει της επιλογής του ενάγοντα να του αποδοθεί το ποσό με την αφυπηρέτηση του αντί να μεταφερθεί σε Ταμείο Προνοίας τα χρήματα κατατέθηκαν προς όφελος του ενάγοντα σε συγκεκριμένο λογαριασμό.
Εξάλλου όπως υπέδειξε ο ΜΥ1 τα χρήματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν εισφορές σε Ταμείο Προνοίας αφού ουδέποτε υπήρχε διαχειριστική επιτροπή για τη διαχείριση αυτών των χρημάτων ως ορίζει ο νόμος. Τα χρήματα είχαν καταστεί συμβατική υποχρέωση της τράπεζας ως φιλοδώρημα που θα τους πλήρωνε με την αφυπηρέτηση τους. Και η καταβολή του ποσού αποκρυσταλλώθηκε ενόψει της επιλογής του ενάγοντα να του πληρωθεί το ποσό αντί να μεταφερθεί σε Ταμείο Προνοίας στην Κύπρο. Τα χρήματα είχαν κατατεθεί προς όφελος του ενάγοντα και θα του τα πλήρωναν ως είχε συμφωνηθεί με την αφυπηρέτηση του στις 31.12.2013. Μεσολάβησαν τα γεγονότα του 2013
Το διάταγμα που εξέδωσε η αρχή εξυγίανσης προκειμένου οι καταθέσεις των πελατών της τράπεζας να μετατραπούν σε κεφάλαιο έγινε βάσει του άρθρου 12 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(1)/2013 προκειμένου η εναγόμενη να διασωθεί με ίδια μέσα. Το άρθρο 12 προνοεί τα ακόλουθα:
«12. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, όποτε η ίδια κρίνει αναγκαίο, εφόσον εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης, τροποποίησης, διευθέτησης ή αντικατάστασης του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο:
Νοείται ότι οι εγγυημένες καταθέσεις εξαιρούνται του παρόντος μέτρου εξυγίανσης.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, κατά τη λήψη της απόφασης άσκησης των εξουσιών της δυνάμει του εδαφίου (1), διασφαλίζει την εφαρμογή των γενικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3.
(3) H Αρχή Εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, έχει, πέραν των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 5, τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να απομειώνει ή να μετατρέπει τα χρέη και υποχρεώσεις του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας του ιδρύματος,
(β) να μειώνει, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των χρεών και υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(γ) να ακυρώνει τίτλους που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,
(δ) να απαιτεί τη μετατροπή των χρεωστικών τίτλων ή άλλων αξιών που περιέχουν συμβατική ρήτρα μετατροπής, ανεξαρτήτως των προνοιών βάσει των οποίων οι συμβατικές ρήτρες ενεργοποιούνται,
(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων προνομιούχων μετοχών και μετατρέψιμων χρεωστικών τίτλων, τα οποία θα διατεθούν στα θιγόμενα από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, μέρη,
(ζ) να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη διάρκεια των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω τίτλων, καθώς επίσης την αναστολή της πληρωμής τους για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα.»
Στην προκειμένη περίπτωση τα χρέη και υποχρεώσεις του ιδρύματος, ήτοι οι καταθέσεις που υπερέβαιναν τις €100,000 και δεν ήταν εγγυημένες καταθέσεις ώστε να εξαιρούνται από την εφαρμογή του νόμου, μετατράπηκαν σε κεφάλαιο της τράπεζας ώστε αυτή να διασωθεί με τα δικά της μέσα. Επομένως, τα χρήματα τα οποία ήταν κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς της τράπεζας, κατά τον επίδικο χρόνο, θεωρούνταν χρέη ή υποχρεώσεις της εναγόμενης προκειμένου να υπόκεινται στο μέτρο της εξυγίανσης με ίδια μέσα.
Το εδάφιο (5) του άρθρου 12 επεξηγεί γιατί η εναγόμενη ήταν υπόχρεα να εκτελέσει το μέτρο που της είχε επιβληθεί με το διάταγμα στον χρόνο που είχε καθορισθεί, ήτοι στις 26.3.2013.
«(5) Το διάταγμα της Αρχής Εξυγίανσης για εφαρμογή μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, είναι αμέσως δεσμευτικό για το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση και τα θιγόμενα από το εν λόγω διάταγμα μέρη, και εκτελέσιμο στο χρόνο που καθορίζει η Αρχή Εξυγίανσης.»
Η συνέπεια της έκδοσης του διατάγματος ως προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία έχω περιγράψει, πιο πάνω, είναι να μετατρέψει καταθέσεις ως χρέη και/ή υποχρεώσεις της εναγόμενης σε μετοχές ιδιοκτησίας της εναγόμενης. Για να υπόκεινται στο μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα τα χρήματα αυτά που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς στο όνομα της τράπεζας, θα πρέπει να ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο χρέη ή υποχρεώσεις της εναγόμενης.
Η συνέπεια εφαρμογής αυτού του μέτρου ώστε να διασωθεί η εναγόμενη προδιαγράφεται στα εδάφια 15 και 16 του άρθρου 12 πιο κάτω.
«(15) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, στη βάση μη εκπλήρωσης των όρων και προϋποθέσεων του μέσου, βάσει του οποίου έχουν εκδοθεί ή συνομολογηθεί, αν οι πιο πάνω όροι και προϋποθέσεις έχουν επηρεαστεί από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.
(16) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να απαιτήσουν, είτε από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, είτε από τη Δημοκρατία, οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατόν να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.»
Τα χρήματα ήταν ήδη κατατεθειμένα σε λογαριασμό στο όνομα του ενάγοντα και ήταν χρέος και υποχρέωση της εναγόμενης κατά τον δεδομένο χρόνο. Γενικές καταθέσεις μετρητών υπόκεινται στα μέτρα εξυγίανσης, δηλαδή χρήματα που θεωρούνται κεφάλαιο που θα τα κάνει χρήση η τράπεζα για να διασωθεί με τα δικά της μέσα.
Τα χρήματα τα οποία είχαν γίνει χρήση για να διασωθεί η εναγόμενη 1 ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς πιστωτικούς στο όνομα του ενάγοντα ως επεξηγείται ανωτέρω. Τα χρήματα ανήκαν στην τράπεζα και ως εκ της σχέσης του ενάγοντα με την τράπεζα της η τράπεζα είχε συμβατική υποχρέωση να πληρώσει τα χρήματα στον ενάγοντα ως είχε συμφωνηθεί. Η σχέση τραπεζίτη και πελάτη είναι αυτή του πιστωτή και χρεώστη και δεν υπάρχει στη σχέση αυτή στοιχείο που εμπερικλείει σχέση εμπιστοσύνης (fiduciary duty).
«I come, then, to the only other ground, which was the main contention. As to the banker, is his position with respect to his customers that of a trustee with respect to his cestui qua trust? Is it that of a principal with respect to an agent, or that of a principal with respect to a factor? I see no ground for contending that there is any identity in those two points. I am now speaking of the common position of a banker - the common cage of his receiving money from his customer on condition of paying it back when asked for or when drawn upon, or of receiving money from other parties to the credit of the customer upon like conditions to be drawn out by the customer, or, in common parlance, the money being repaid when asked for, because the banker who receives the money has the use of it as his own, and in the using of it his trade consists, but for which no banker could exist especially a banker who pays interest. Even a banker who does not pay interest could not possibly carry on his trade if he were to hold the money and to pay it back as a mere depositary of the principal. But he receives it, to the knowledge of his customer for the express purpose of using it as his own, which, if he were a trustee, he could not do without a breach of trust. It is a totally different thing if we take Into consideration certain acts which are often performed by a banker and put him in a totally different capacity. He may, in addition to his position of banker, make himself an agent or a trustee towards a cestui quo trust. For example, suppose I deposit exchequer bills with a banker and he undertakes to receive the interest upon them, or to negotiate or sell them, and to credit my account with the proceeds of the sale, I do not stay to ask whether, in that case, he might not be in the position of a trustee, and might not partly sustain a fiduciary character, but he does that incidentally to his trade of a banker. His trade of a banker is totally Independent of that, to it the other is an accidental addition. The trade of a banker is to receive money and use it as if it were his own, he becoming debtor to the person who has lent or deposited with him the money to use as his own, for which money he is accountable as a debtor. ( βλ. Foley v Hill and others [1843-60] All ER Rep 16)».
Η τράπεζα είχε το δικαίωμα να κάνει χρήση των χρημάτων ως ήθελε η τράπεζα ως δικά της χρήματα με συμβατική υποχρέωση να τα επιστρέψει, όταν αυτά ζητηθούν από τον δικαιούχο του λογαριασμού, σύμφωνα με τους όρους κατάθεσης των χρημάτων για λογαριασμό του ενάγοντα. Αυτός είναι ο λόγος που οι καταθέσεις είναι υποχρεώσεις της τράπεζας και χρησιμοποιήθηκαν για να σωθεί η τράπεζα σύμφωνα με την νομοθεσία 17(1)/2013 όταν τέθηκε σε εξυγίανση
Κατά την 26.3.2013 οι μη ασφαλισμένες καταθέσεις είχαν λογαριασθεί ως ίδια μέσα της τράπεζας με σκοπό τη διάσωση της τράπεζας με δικά της μέσα. Ο ενάγοντας ήταν σε καλύτερη θέση ενόψει της εξυγίανσης σε σχέση με την εκκαθάριση εξαιτίας κατάθεσης που είχε κατατεθεί στο όνομα του ασχέτως της ονομασίας του λογαριασμού. Σημασία έχει ότι τα χρήματα είχαν κατατεθεί και διασταυρωθεί προς όφελος του. Ο ενάγοντας στα πλαίσια της εξυγίανσης δεν μπορούσε να τεθεί σε χειρότερη μοίρα από την οποία θα ήταν εάν είχε επιλεγεί η οδός της εκκαθάρισης και όχι της εξυγίανσης. Το άρθρο 26 του Ν. 17(1) /2013 πιο κάτω είναι σχετικό:
26. (1) Tο δικαίωμα δικαστικής αμφισβήτησης της ληφθείσας από την Αρχή Εξυγίανσης απόφασης σχετικά με το προσδιοριζόμενο αντάλλαγμα για το θιγόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα αναζήτησης οικονομικής επανόρθωσης του θιγόμενου προσώπου από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν επηρεάζονται.
(2) Σε περίπτωση που μέτοχος, πιστωτής ή αντισυμβαλλόμενος του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, θεωρεί ότι η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με αυτή, στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχαν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης και το επηρεαζόμενο ίδρυμα τίθετο απευθείας σε εκκαθάριση, η απαίτηση του οικονομικά θιγόμενου προσώπου περιορίζεται στην απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων για ζημία, την οποία έχει υποστεί δυνάμει της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης.
(3) Οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) δεν δύνανται να στραφούν κατά -
(α) της Αρχής Εξυγίανσης, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29,
(β) του προσώπου, προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση, προκειμένου περί απαιτήσεων που απορρέουν από τη λήψη των διαλαμβανόμενων στα άρθρα 9, 10, 11 και 13 μέτρων εξυγίανσης.
Εκείνο που προκύπτει με βάση το τεκμήριο 10 είναι ότι λήφθηκε απόφαση σε σχέση με τα συγκεκριμένα κεφάλαια που η τράπεζα είχε συμβληθεί με τον ενάγοντα ότι όφειλε να τα πληρώσει και προχώρησε να τα καταθέσει προς όφελος του.
Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης για το ποσό των €478449 πλέον νόμιμο τόκο. Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγόμενης 1 όπως αυτά υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………………………
Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π.Ε.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο