
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 776/16
Μεταξύ:
Οικοδομικές Επιχειρήσεις Σταύρου Α. Σταύρου Λτδ.
Ενάγουσας
-και-
Γιώργου Κυριάκου
Εναγόμενου
Ημερομηνία: 2η Ιουνίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κος. Κκαϊλής
Για Εναγόμενους: κος. Μιχαηλίδης με κο. Θεοφάνους
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Αποστέλλεται στους δικηγόρους ηλεκτρονικά και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)
Εισαγωγή
Αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης είναι η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον του Εναγόμενου για κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο για εργασίες ανακαίνισης δύο πολυκατοικιών που η πρώτη ανέλαβε κατ’ εντολή του δεύτερου.
Δικόγραφα
Η Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισε ισχυρίζεται ότι, κατόπιν συμφωνίας με τον Εναγόμενο, ανέλαβε την ανακαίνιση δύο οικοδομών έναντι συνολικού ποσού €450,000. Αναφορικά με την εκτελεσθείσα εργασία, η αρχιτέκτονας του έργου εξέδιδε πιστοποιητικά πληρωμής. Βάσει της ανάλυσης τελικού λογαριασμού, των διατακτικών και του υπολοίπου λογαριασμού, αλλά και μετά από πληρωμές στις οποίες προέβαινε ανά τακτά χρονικά διαστήματα ο Εναγόμενος, εκείνος εξακολουθεί να οφείλει στην Ενάγουσα το ποσό των €19,603.94. Επειδή η Ενάγουσα δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει συγκεκριμένη εργασία που υπολειπόταν βάσει πιστοποίησης της αρχιτέκτονα, η αξία της οποίας κοστολογήθηκε σε €1200, η Ενάγουσα αξιώνει τη διαφορά των δύο ποσών, δηλαδή το ποσό των €18.403.94. Τέλος, πάντα κατά την Ενάγουσα, η αρχιτέκτονας πιστοποίησε και την απελευθέρωση του ποσού της κράτησης ύψους €11.322,25.
Με την Υπεράσπισή του ο Εναγόμενος παραδέχεται τη συμφωνία του με την Ενάγουσα, πλην όμως ισχυρίζεται ότι δεν της οφείλει οποιοδήποτε ποσό και ότι το αξιούμενο ποσό είναι υπερβολικό και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μαρτυρία
Στην υπόθεση κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ένας για εκάστη πλευρά:
Για την Ενάγουσα κατέθεσε ο διευθυντής της, Σταύρος Σταύρου («ΜΕ»). Ο ΜΕ κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κύριας εξέτασής του μαζί και τεκμήρια. Κατέθεσε αντίγραφο της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ως Τεκμήριο 1, δέσμη πιστοποιητικών πληρωμών που εξέδωσε η αρχιτέκτονας του έργου, ως Τεκμήριο 2, πιστοποιητικό επιπλέον ηλεκτρολογικών εργασιών, ως Τεκμήριο 3 καθώς και σύνοψη του συνόλου των ηλεκτρολογικών υπηρεσιών, ως Τεκμήριο 4. Στη βάση των πιστοποιητικών πληρωμής, ανέφερε, η Ενάγουσα εξέδωσε 13 τιμολόγια προς τον Εναγόμενο, τα οποίο ο ΜΕ κατέθεσε ως Τεκμήριο 5. Κατά τον ΜΕ, η αρχιτέκτονας ετοίμασε τελικό λογαριασμό τον οποίο ανέλυσε στο Τεκμήριο 6. Ο λογαριασμός δεν περιλάμβανε τις επιπλέον ηλεκτρολογικές εργασίες. Βάσει των πιο πάνω και κατά τη συμπλήρωση της περιόδου ευθύνης για ελαττώματα, η αρχιτέκτονας απέστειλε σχετική επιστολή στην οποία περιέλαβε κάποιες παρατηρήσεις το κόστος των οποίων ανερχόταν στα €1200. Η σχετική επιστολή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7. Η Ενάγουσα δεν προέβη στην εκτέλεση των εργασιών που περιλαμβάνονταν στην επιστολή και αφαίρεσε το κόστος από την κατάσταση λογαριασμού που διατηρούσε. Στις 8.1.13 η αρχιτέκτονας εξέδωσε το τελικό πιστοποιητικό πληρωμής, το οποίο ο ΜΕ κατέθεσε ως Τεκμήριο 8. Για τις πληρωμές στις οποίες προέβαινε ο Εναγόμενος, η Ενάγουσα εξέδιδε αποδείξεις, δέσμη των οποίων κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9, και στη βάση όλων των πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων και πληρωμών απευθείας σε υπεργολάβους αλλά και της αφαίρεσης του ποσού των €1200 για τις ανεκτέλεστες εργασίες που σημείωσε η αρχιτέκτονας με το Τεκμήριο 7, ο Εναγόμενος οφείλει στην Ενάγουσα το συνολικό ποσό των €18,403.94. Η Ενάγουσα κατέγραψε όλ’ αυτά στην κατάσταση που ο ΜΕ κατέθεσε ως Τεκμήριο 10. Έπειτα η Ενάγουσα απαίτησε πληρωμή των οφειλόμενων με επιστολή της, Τεκμήριο 11, αλλά ο Εναγόμενος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Κατά την αντεξέτασή του ο ΜΕ ερωτήθηκε αναφορικά με τις απαιτήσεις που υπέβαλλε στην αρχιτέκτονα κατά την εκτέλεση των εργασιών, λεπτομέρειες των οποίων όμως δεν είχε στην κατοχή του. Επ’ αυτού ο ΜΕ διευκρίνισε ότι τα ποσά που απαιτούντο ανά περίπτωση είχαν πιστοποιηθεί από την αρχιτέκτονα. Επεξήγησε δε και την ανάλυση του Τελικού Λογαριασμού – Τεκμήριο 6, καταθέτοντας επιπροσθέτως και το Τεκμήριο 12, δηλαδή ηλεκτρονικό μήνυμα της αρχιτέκτονα με το οποίο κοινοποιήθηκε στην Ενάγουσα το Τεκμήριο 6. Απαντώντας στο κατά πόσο παρέμεινε οποιοδήποτε ενδιάμεσο πιστοποιητικό που εξέδωσε η αρχιτέκτονας ανεξόφλητο, ο ΜΕ παρέπεμψε στην κατάσταση Τεκμήριο 10, την οποία ετοίμασε η Ενάγουσα και την οποία επίσης ανέλυσε. Του υπεβλήθη ότι το ποσό που πιστοποίησε η αρχιτέκτονας ανέρχεται σε €11,322 το οποίο περιλαμβάνει και τις προσθαφαιρέσεις των ηλεκτρολογικών, με τον ΜΕ να διευκρινίζει ότι το ποσό εκείνο αφορά το υπόλοιπο ποσοστό των κρατήσεων του συμβολαίου στο οποίο προστίθεται και ο ΦΠΑ εκ 5% και το οποίο απελευθερώνεται με τη συμπλήρωση της περιόδου εγγύησης. Σε σχετικές ερωτήσεις ο ΜΕ επέμεινε στη θέση του ότι ο Εναγόμενος προφασιζόταν την απουσία του εξωτερικό και άλλους λόγους για να μην εξοφλήσει το εκκρεμές υπόλοιπο. Ως προς το ζήτημα του χρόνου συμπλήρωσης και παράδοσης του έργου ο ΜΕ ανέφερε ότι υπήρξε παράταση του χρόνου συμπλήρωσης.
Ο Εναγόμενος με τη σειρά του κατέθεσε τη δική του γραπτή δήλωση ως μέρος της κύριας εξέτασής του. Παραδέχεται, μέσω της, την υπογραφή του Τεκμηρίου 1. Το έργο, ανέφερε, θα συμπληρωνόταν μέχρι τις 2.3.2011, αλλά παραδόθηκε στις 16.1.2012. Βάσει των σημειώσεων της αρχιτέκτονα υπήρχαν κακοτεχνίες ή ατέλειωτες εργασίες ύψους €1200, τις οποίες η Ενάγουσα δεν ολοκλήρωσε ούτε επιδιόρθωσε, αλλ’ απλώς αφαίρεσε. Όμως ο ίδιος, κατά το χρόνο εκείνο, διέμενε στο Λονδίνο και ήταν δύσκολο έως και αδύνατο να ολοκληρώσει τις εν λόγω εργασίες. Ανέφερε ότι πλήρωσε όλα τα πιστοποιητικά της αρχιτέκτονα εκτός από το Τεκμήριο 8 για το ποσό των €11,322.25.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο ίδιος διόρισε την αρχιτέκτονα, η οποία ετοίμασε σχέδια και προδιαγραφές. Ανέφερε επίσης ότι είχε παράπονο από την αρχιτέκτονα για την επίβλεψη των εργασιών και ισχυρίστηκε ότι είχε παραπονεθεί ακόμα και ενόσω οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη. Παρά ταύτα αποδέχθηκε ότι ουδέποτε αμφισβήτησε οποιοδήποτε εκ των διατακτικών ή πιστοποιητικών που εξέδωσε η αρχιτέκτονας αναφέροντας όμως ότι τούτο οφειλόταν στο ότι της είχε εμπιστοσύνη, αφού ο ίδιος διέμενε στο Λονδίνο. Έπειτα ανέφερε ότι η αρχιτέκτονας έτυχε εκφοβισμού, αλλά παρά ταύτα «κατάφερε» [sic] να συντάξει «μια σελίδα» με κακοτεχνίες ή ατέλειωτες εργασίες. Ο Εναγόμενος συνέχισε καταλογίζοντας στην αρχιτέκτονα ότι προσπάθησε ν’ αποφύγει τις ευθύνες της, εν όψει και των διαφορών που είχε ο ίδιος με την Ενάγουσα. Ισχυρίστηκε δε ότι ο ίδιος είχε προτείνει στην Ενάγουσα να παραπέμψουν τις εν λόγω διαφορές σε διαιτησία κι έπειτα ότι ο ίδιος ουδέποτε αμφισβήτησε τις πληρωμές στη βάση του συμβολαίου, παρά μόνο την ποιότητα της δουλειάς της Ενάγουσας. Παραδέχθηκε ότι το ποσό των €11,322.25 δεν είχε πληρωθεί και παράλληλα ανέφερε ότι οποιοδήποτε άλλο υπόλοιπο για επιπλέον ηλεκτρολογικές εργασίες αποτελούσε «κόλπο» της Ενάγουσας, καθότι δεν υπήρξε επαρκής επίβλεψη αναφορικά με τις επίμαχες εκείνες εργασίες. Ως προς το συνολικό απαιτούμενο ποσό, ο Εναγόμενος ανέφερε ότι πρόκειται για επιπλέον ποσά από τιμολόγια που εκδόθηκαν παράτυπα, γιατί η αρχιτέκτονας υπέκυψε σε εκβιασμούς. Έπειτα - και αντιμέτωπος με το γεγονός ότι στο αξιούμενο υπόλοιπο περιλαμβάνεται και το ποσό της κράτησης - ο Εναγόμενος ανέφερε ότι ο ίδιος κάλεσε την Ενάγουσα να ολοκληρώσει τις εργασίες και να πληρωθεί, πράγμα όμως που δεν έγινε.
Αγορεύσεις
Με το πέρας του σταδίου προσκόμισης μαρτυρίας, οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτές αγορεύεις στο Δικαστήριο, τις οποίες συνοψίζω ως ακολούθως:
Ο συνήγορος του Εναγόμενου αναφέρθηκε εξ αρχής στους όρους του Τεκμηρίου 1, υποδεικνύοντας σημεία για τα οποία δεν προσκομίσθηκε από την Ενάγουσα μαρτυρία για να τ’ αποδείξει, όπως την έκδοση πιστοποιητικού έμπρακτης συμπλήρωσης. Κατά το συνήγορο, εν όψει της ημερομηνίας προσωρινής παραλαβής που ανέφερε ο ΜΕ, τα πιστοποιητικά 6 έως 10 εκδόθηκαν μεταγενέστερα, γεγονός που καταμαρτυρεί ότι οι εργασίες συμπληρώθηκαν στις 16.1.2013 και όχι το Γενάρη του 2011. Η ημερομηνία δεν συνάδει ούτε με την ημερομηνία έκδοσης του τελικού πιστοποιητικού Τεκμήριο 8. Έτι δε περαιτέρω το υπόλοιπο που αναγράφεται στο Τεκμήριο 7 δεν διευκρινίζεται, μια και οι εργασίες - που κατ’ ισχυρισμό εκτελέσθηκαν μετά την παράδοση - ανέρχονται σε ποσό πέραν των €160,000. Καταλήγει ο συνήγορος ότι τίποτε δεν έγινε σύμφωνα με το Τεκμήριο 1. Επίσης, η διαφορά μεταξύ του αξιούμενου ποσού και του ποσού που αναγράφεται στο Τεκμήριο 8 δεν αιτιολογείται, ενώ όσα ποσά πιστοποιήθηκαν από την αρχιτέκτονα έχουν πληρωθεί. Λαμβανομένου υπόψη ότι υπήρξε και καθυστέρηση και κακοτεχνίες, ο Εναγόμενος δικαιούται να συμψηφίσει τα ποσά που του οφείλονται από την Ενάγουσα τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ τη δική της απαίτηση. Το δικαίωμα τούτο, κατά το συνήγορο, ο οποίος επικαλείται Αγγλική Νομολογία, είναι ξεχωριστό από το δικαίωμα συμψηφισμού στη βάση του δικαίου της επιείκειας. Τέλος ο δικηγόρος εισηγείται ότι η Ενάγουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που της αναλογούσε και δεν παρέπεμψε την υπόθεση, ως όφειλε, σε διαιτησία.
Εξ αντιθέτου, ο συνήγορος της Ενάγουσας, με τη δική του αγόρευση αναφέρεται, εν πρώτοις, στο ότι, βάσει των όσων κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι εκκρεμεί προς πληρωμή το αξιούμενο ποσό. Ο Εναγόμενος, από πλευράς του, ουδέποτε αμφισβήτησε οποιοδήποτε εκ των πιστοποιητικών πληρωμής της αρχιτέκτονα. Επισημαίνεται επίσης, με αναφορά σε Αγγλική Νομολογία, ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου σε υποθέσεις συμβάσεων εργολαβίας είναι να εφαρμόσει τους μηχανισμούς τους και όχι να τους τροποποιήσει ή να τους μεταβάλει, ενώ έπειτα ο συνήγορος αναφέρεται στο ρόλο της αρχιτέκτονα όπως αναγνωρίστηκε μέσα από τη Νομολογία. Εν προκειμένω, κατά το συνήγορο, η αρχιτέκτονας είχε διοριστεί από τον Εναγόμενο και ήταν αντιπρόσωπός του. Σύμφωνα με αποσπάσματα από συγγράμματα που παραθέτει ο συνήγορος, εάν τα μέρη σε μια εργολαβική σύμβαση εναπόθεσαν σε αρχιτέκτονα το καθήκον έκδοσης δεσμευτικών πιστοποιητικών, τότε ο εργολάβος δεν μπορεί ν’ απαιτήσει μεγαλύτερα ποσά και ο εργοδότης δεν μπορεί να αιτιάται ότι οφείλει χαμηλότερο ποσό. Με τούτα κατά νου, εισηγείται ο συνήγορος, η αρχιτέκτονας στην παρούσα υπόθεση εξέδωσε τελικό πιστοποιητικό πληρωμής, ανάλυση λογαριασμού, δέκα ενδιάμεσα πιστοποιητικά και πιστοποιητικό παραλαβής. Από τη στιγμή, συνεχίζει ο συνήγορος, που η σύμβαση προβλέπει ότι η έκδοση Τελικού Πιστοποιητικού συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία αναφορικά με την ποιότητα των υλικών και του επιπέδου της τεχνουργίας αλλά και της εφαρμογής των προνοιών της, η αμφισβήτηση από πλευράς Εναγόμενου στις μη δικογραφημένες αναφορές του κατά τη μαρτυρία του, αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις του.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο στο οποίο προβαίνω στη βάση των σχετικών αρχών της Νομολογίας, οι οποίες θεωρώ συγκεφαλαιώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α.[1], όπου Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:
«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».
Συμπληρώνω ότι, κατά την αξιολόγηση, το Δικαστήριο έχει καθήκον να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση ή απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[2]».
Αξιολόγηση μαρτυρίας για την Ενάγουσα
Αξιολόγησα τη μαρτυρία του ΜΕ, πάντοτε έχοντας κατά νου τη θέση που κατέχει στην Ενάγουσα. Πρέπει να πω ότι η εντύπωση που αποκόμισα από τη μαρτυρία του ήταν θετικότατη. Πέραν των εξωτερικών γνωρισμάτων της μαρτυρίας του ΜΕ, δηλαδή το ότι απαντούσε με φυσικότητα στις ερωτήσεις, χωρίς να διστάζει και με έκδηλη προθυμία να δώσει στο Δικαστήριο λεπτομερείς απαντήσεις, η μαρτυρία του και επί της ουσίας συνήδε πλήρως και με τα κατατεθειμένα Τεκμήρια και ακολουθούσε πιστά τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας.
Η ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΕ αναδείχθηκε εμφανέστερα και κατά την αντεξέταση, η οποία, παρά την έκτασή της, δεν κατάφερε να κλονίσει την εικόνα που προβλήθηκε μέσα από την κυρίως εξέταση. Αντιθέτως, αντεξεταζόμενος ο ΜΕ έδωσε ακόμα πιο λεπτομερείς και κατατοπιστικές απαντήσεις κι εξήγησε τη διαδικασία έκδοσης των ενδιάμεσων και άλλων πιστοποιητικών που εξέδωσε η αρχιτέκτοντας, στη βάση των οποίων προέκυψε και η απαίτηση της Ενάγουσας, παραπέμποντας και στ’ αντίστοιχα κατατεθειμένα τεκμήρια. Επί παραδείγματι, ο ΜΕ αντεξετάστηκε αναφορικά με τις επιπλέον ηλεκτρολογικές εργασίες. Οι απαντήσεις του συνήδαν απόλυτα τόσο με τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά όσο και με το Τεκμήριο 3, αλλά και συνεπικουρούντο από την ανάλυση του Τεκμηρίου 4. Πέραν τούτου και απαντώντας σχετικά, ο ΜΕ κατέδειξε μέσα από τα Τεκμήρια 6 και 12 ότι στον Τελικό Λογαριασμό, τα εν λόγω ποσά ήταν επιπρόσθετα. Επίσης, μέσα από τη μαρτυρία το ΜΕ αναδείχθηκε και το ότι η ανάλυση του Τελικού Λογαριασμού (Τεκμήρια 6 και 12) συνήδε και με την ανάλυση του Τεκμηρίου 10, η οποία - με τη σειρά της - συνάδει τόσο με τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά Τεκμήρια 2, όσο και με τα τιμολόγια Τεκμήριο 5 και τις σχετικές αποδείξεις Τεκμήριο 9.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ΜΕ δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με την εκτέλεση των εργασιών αυτών καθ’ αυτών. Αν και του ζητήθηκε να καταθέσει τα αιτήματα που υπέβαλλε προς την αρχιτέκτονα για έκδοση των πιστοποιητικών, δεν αποτέλεσε επίδικο - ούτε καν αμφισβητούμενο - ζήτημα το κατά πόσο, πλην των επιδιορθώσεων εκτιμηθείσας αξίας €1200, που ήταν κοινώς παραδεχτό ότι δεν έγιναν, τα έργο συμπληρώθηκε κατά τον τρόπο που ισχυρίστηκε ο ΜΕ. Στο δε δικόγραφο της Υπεράσπισης, εκτός από τη γενική άρνηση των αντίστοιχων παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης, ο μοναδικός θετικός ισχυρισμός που τίθεται είναι κάθε πληρωτέο ποσό είχε εξοφληθεί και εάν δεν είχε εξοφληθεί, τότε το αξιούμενο υπόλοιπο ήταν υπέρογκο χωρίς καν να επεξηγούνται οι λόγοι για τούτο. Εκ των πιο πάνω, η θέση του ΜΕ αναφορικά με την ολοκλήρωση των εργασιών και την παράδοσή τους, συνεπικουρείται τόσο από την έκδοση των ενδιάμεσων πιστοποιητικών στη βάση των οποίων εκδόθηκαν και αντίστοιχα τιμολόγια, μεγάλο μέρος των οποίων ο Εναγόμενος εξόφλησε αδιαμαρτύρητα, όσο και από το πιστοποιητικό Τεκμήριο 7 στο οποίο γίνεται αναφορά στην τελική παραλαβή του έργου αλλά και από την ανάλυση του λογαριασμού - Τεκμήριο 10. Τέθηκε από την Υπεράσπιση στον ΜΕ ότι εκείνος δεν ήταν ο συντάκτης των διατακτικών πληρωμής και ότι αυτά ουσιαστικά αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία. Πράγματι τόσο τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά όσο και το πιστοποιητικό αναφορικά με τις προσθαφαιρέσεις ηλεκτρολογικών εργασιών, αλλά και τα πιστοποιητικά τελικής παραλαβής και τελικού λογαριασμού εκδόθηκαν από την αρχιτέκτονα, η οποία δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να μαρτυρήσει. Η αξιολόγηση εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται στη βάση του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αλλά και της σχετικής προσέγγισης που καθιερώθηκε Νομολογιακά[3], ούτως ώστε να κριθεί εάν θα δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στα εν λόγω έγγραφα. Θεωρώ ότι η εκτίμηση της βαρύτητας που θα πρέπει ν’ αποδοθεί στα εν λόγω τεκμήρια δεν είναι δυνατό να γίνει, χωρίς αναφορά στα επίδικα θέματα. Επαναλαμβάνω – για σκοπούς συνοχής του κειμένου – ότι, με την Υπεράσπιση, ο Εναγόμενος ισχυρίστηκε μόνον ότι εξόφλησε, αλλά και ότι εάν δεν εξόφλησε, το ποσό που απαιτείτο από την Ενάγουσα αυτό ήταν υπέρογκο, χωρίς να προσδιορίζει πως πρόκυπτε η όποια κατ’ ισχυρισμό υπερχρέωση. Τοιουτοτρόπως, ουδέποτε αποτέλεσαν επίδικα ζητήματα είτε η επάρκεια της εκτελεσθείσας εργασίας, είτε η ορθότητα των εγγράφων που εξέδιδε η αρχιτέκτονας και απέστελλε στην Ενάγουσα. Με τα πιο πάνω ως οδηγό, αλλά και στη βάση των όσων πρόβαλε η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΕ, αλλά και της ίδιας της μαρτυρίας του Εναγόμενου, εν πρώτοις, δεν έχω οποιοδήποτε λόγο ν’ αμφιβάλλω ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά πράγματι εκδόθηκαν από την αρχιτέκτονα και ότι πράγματι παραδόθηκαν στην Ενάγουσα. Κατά δεύτερο, δεν είναι ευδιάκριτο με ποιο τρόπο η μαρτυρία της αρχιτέκτονα θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, βοηθητική ή ακόμα και αναγκαία για να διαφωτίσει την υπόθεση σε πραγματικό επίπεδο, μια και αφού τα εν λόγω πιστοποιητικά όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από τη δικογραφία, αλλ’ ούτε αμφισβητήθηκαν οποτεδήποτε μετά την έκδοσή τους ακόμη και πριν η υπόθεση οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου. Μάλιστα - και ως ήδη προαναφέρθηκε - η έκδοση των πιστοποιητικών και η αντίστοιχες πληρωμές αποτέλεσαν και θέσεις του ίδιου του Εναγόμενου. Εντός του πλαισίου λοιπόν, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο γιατί να μην αποδοθεί στα εν λόγω έγγραφα βαρύτητα ως υποστηρικτικά της συνολικής θέσης της πλευράς της Ενάγουσας η οποία πρόβαλε αξίωση, μεταξύ άλλων, βάσει τιμολογίων και αποδείξεων και κατάστασης λογαριασμού. Καταλήγω στο πιο πάνω έχοντας αφενός λάβει υπόψη μου το σύνολο των περιστάσεων, όπως άλλωστε επιτάσσει το Άρθρο 27(1) του Κεφ. 9 αλλά και αφετέρου εφαρμόζοντας το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ενεργώντας ως Εφετείο) ως εκφράστηκε στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Ζαχαρίας Ευαγγέλου ν. Man Contractors and Developers Ltd., Πολ. Έφεση 398/2016, ημερομηνίας 28.3.2025[4]. Εν κατακλείδι θεωρώ ότι στα εν λόγω έγγραφα μπορεί - και πρέπει - ν’ αποδοθεί κάποια βαρύτητα ως υποστηρικτικά της αξίωσης της Ενάγουσας.
Συνολικά δε και για τους λόγους που ανέφερα, δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχθώ πλήρως τη μαρτυρία του ΜΕ ως ασφαλές έδαφος για την εξαγωγή ευρημάτων.
Αξιολόγηση μαρτυρίας Εναγόμενου
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εντύπωση που σχημάτισα για τη μαρτυρία του Εναγόμενου. Ξεκινώ από το αγεφύρωτο χάσμα που, εν τέλει, χώρισε τη μαρτυρία του από τις δικογραφημένες του θέσεις. Αν και η γραπτή δήλωση του δεν απείχε κατά πολύ από την Υπεράσπιση, ήταν κατά την αντεξέτασή του που ο Εναγόμενος πρόβαλε σωρεία ισχυρισμών χωρίς οποιοδήποτε δικογραφικό έρεισμα. Όπως για παράδειγμα ότι στο έργο υπήρχαν κακοτεχνίες, ότι είχε παραπονεθεί σχετικά στην αρχιτέκτονα, ότι η αρχιτέκτονας υπέστηκε εκφοβισμό, ότι η ίδια αρχιτέκτονας ήταν αμελής, ότι πρότεινε στην Ενάγουσα να παραπέμψουν διαφορές τους σε διαιτησία και ότι ο ΜΕ σε συνεννόηση με τον ηλεκτρολόγο μηχανικό, κατ’ ουσία, προέβησαν σε μη εγκεκριμένες από τον ίδιο επιπλέον ηλεκτρολογικές εργασίες.
Αναφορικά με το ζήτημα των κακοτεχνιών, ο Εναγόμενος, κατά τη μαρτυρία του συγκατέλεξε σ’ αυτές και τις εργασίες αξίας €1200, οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν και αναφέρονται στο Τεκμήριο 7. Παρά ταύτα η αναφορά αυτή του Εναγόμενου στις εν λόγω εργασίες και η περιγραφή τους ως «κακοτεχνίες» προσκρούει στο ίδιο το κείμενο του Τεκμηρίου 7, στο οποίο η αρχιτέκτονας αναφέρει ότι «τα ελαττώματα έχουν επιδιορθωθεί πλιν [sic] κάποιον εξωτερικών μπογιατιασμάτων τα οποία λόγω καιρικών συνθηκών δεν έχουν στεγνώσει ικανοποιητικά». Στη βάση του κειμένου, λοιπόν, εκείνο που προκύπτει, εκτός του ότι πιστοποιήθηκε η συμπλήρωση της περιόδου ευθύνης για ελαττώματα και η επιδιόρθωσή τους, είναι ότι οι εν λόγω εργασίες δεν έγιναν λόγω των καιρικών συνθηκών και ότι δεν αποτελούσαν κακοτεχνίες. Υπενθυμίζω ότι Νομολογιακά «κακοτεχνίες» έχουν ερμηνευθεί ως να σημαίνουν: «[…]την κακή κατασκευή εκείνου που ανέλαβε να εκτελέσει ο διάδικος», και ότι «η διακρίβωση ύπαρξης προβλημάτων, ελλειμμάτων ή αδυναμιών σε ένα έργο που ανέλαβε να κατασκευάσει ένας διάδικος δεν δημιουργεί, χωρίς άλλο, θέμα κακοτεχνιών και δεν εξουδετερώνει ή μειώνει την υποχρέωση εκείνου που εγείρει θέμα ευθύνης να στοιχειοθετήσει την αμέλεια που καταλογίζει στο διάδικο ή την ύπαρξη και παράβαση συμβατικού όρου στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης»[5].
Εκτός από τη χαώδη διάσταση μεταξύ μαρτυρίας και δικογράφου του Εναγόμενου, τα πιο πάνω παρέμειναν και στη σφαίρα των απλών ισχυρισμών, χωρίς δηλαδή να υποστηρίζονται από ίχνος μαρτυρίας και συνεπώς μετέωρα. Η δε θέση του Εναγόμενου όταν ερωτήθηκε αναφορικά με τη διαφορά μεταξύ των εκδοθέντων πιστοποιητικών και των πληρωμών που έγιναν ήταν συγκεχυμένη: ο Εναγόμενος αρχικά ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε όλα τα ποσά που τιμολογήθηκαν εκτός από το ποσό των €11,322.25. Αντιμέτωπος όμως με συγκεκριμένα τιμολόγια καθώς και με την ανάλυση των πληρωμών και υπολοίπου της Ενάγουσας, ανέφερε ότι επρόκειτο περί αυθαίρετων τιμολογίων που εκδόθηκαν στη βάση πιστοποίησης της αρχιτέκτονα, η οποία υπέκυψε σε εκβιασμούς. Από τη θέση αυτή του Εναγόμενου, σε συνδυασμό με τα τιμολόγια και τις αντίστοιχες πληρωμές που έγιναν, προέκυψε και κάτι άλλο: Σε σχέση με το Πιστοποιητικό υπ’ αριθμό 9 το οποίο συμπεριλήφθηκε στη δέσμη Τεκμηρίου 2 και το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €24,115.12, εκδόθηκε από την Ενάγουσα και το αντίστοιχο τιμολόγιο με αριθμό 1614 και ημερομηνία 8.12.2011. Σύμφωνα με τα κατατεθέντα τεκμήρια δεν υπήρξε άλλη πληρωμή προς την Ενάγουσα μετά την έκδοση του εν λόγω τιμολογίου. Αντ’ αυτού ο Εναγόμενος, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του ΜΕ αλλά και με την ρητή αναφορά του ιδίου, κατέβαλε το ποσό των €16,340.00 απευθείας σε υπεργολάβους - ποσό το οποίο η Ενάγουσα δεν απαίτησε με την υπό κρίση Αγωγή. Εκ των πιο πάνω, αλλά και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από τον Εναγόμενο αναφορικά στις πληρωμές στις οποίες ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι προέβη, προκύπτει ότι απλήρωτο υπόλοιπο δημιουργήθηκε ακόμα και από το τιμολόγιο 1614, σε ποσό ίσο με τη διαφορά του ποσού του τιμολογίου και των συνολικών πληρωμών προς τους υπεργολάβους. Παρά ταύτα, ως ανέφερα, η θέση του ίδιου του Εναγόμενου ήταν ότι το μόνο ποσό που ίδιος δεν κατέβαλε ήταν οι €11.322,15 (βλ. παράγραφο 19 της γραπτής του δήλωσης). Εκτός του ότι ο Εναγόμενος παρέλειψε ν’ αναφέρει ότι στο εν λόγω ποσό δεν περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ, ως άλλωστε καταγράφεται στο ίδιο το Τεκμήριο 8, ο Εναγόμενος δεν επεξήγησε ούτε τι απέγινε με το πιο πάνω υπόλοιπο που αφορούσε το προηγηθέν χρονολογικά τιμολόγιο με αριθμό 1614. Σημειώνω επίσης ότι παρόμοια θέση προβλήθηκε και από το δικηγόρο του κατά την αντεξέταση του ΜΕ, στην οποία ο ΜΕ επιβεβαίωσε ότι πράγματι υπήρχε υπόλοιπο από τα προηγούμενα πιστοποιητικά και παρέπεμψε στην ανάλυση του Τεκμηρίου 10, στην οποία, με αναφορά και στα Τεκμήρια 5 και 9, πράγματι προκύπτει το εν λόγω υπόλοιπο.
Γενικότερα, οι αναφορές του Εναγόμενου στην αρχιτέκτονα του έργου, στο ρόλο της αλλά και στη σχέση του με αυτή, προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση. Ενώ ο Εναγόμενος αποδέχθηκε ότι ο ίδιος διόρισε την αρχιτέκτονα και ουδέποτε αμφισβήτησε με τη διαδικασία που προβλέπει το Τεκμήριο 1 οποιοδήποτε εκ των πιστοποιητικών που η ίδια εξέδωσε, παράλληλα καταλόγισε αφενός στην αρχιτέκτονα αμέλεια και αδυναμία και αφετέρου ότι η αρχιτέκτονας υπέστη, απροσδιόριστα, εκβιασμούς. Ούτε συγκεκριμενοποίησε από ποιον η αρχιτέκτονας δέχθηκε εκβιασμούς, ούτε σχετικά με ποιο θέμα, αλλ’ ούτε και για ποιο σκοπό και με ποιο αποτέλεσμα. Αντίθετα, κατά την κυρίως εξέτασή του, δια μέσω της γραπτής του δήλωσης, ανέφερε ότι η αρχιτέκτονας εξέδωσε 10 πιστοποιητικά και ότι «για κάθε πιστοποιητικόν επλήρωνα και το ποσό του ΦΠΑ που αναλογούσε» (βλ. παράγραφο 17 της γραπτής του δήλωσης).
Καταλήγω, εν όψει των πιο πάνω, ότι ο Εναγόμενος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του.
Ευρήματα
Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και των παραδεχτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στ’ ακόλουθα ευρήματα:
Την 1.2.2010, η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος υπέγραψαν τη συμφωνία Τεκμήριο 1, δηλαδή το Έντυπο Κυρίως Συμβολαίου για Οικοδομικά Έργα με Ποσότητες (Ε1(Α)) που εκδίδει η Μεικτή Επιτροπή Δομικών Συμβολαίων Κύπρου, με την οποία η Ενάγουσα ανέλαβε ανακαίνιση δύο οικοδομών του Εναγόμενου έναντι του συνολικού ποσού των €450,000 πλέον ΦΠΑ.
Ο Εναγόμενος διόρισε ως Αρχιτέκτονα του Έργου κάποια Νάσω Χρυσοχού.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών στη βάση της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η αρχιτέκτοντας εξέδωσε 10 αριθμημένα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής. Επίσης κατά τη διάρκεια των εργασιών, η αρχιτέκτονας εξέδωσε έγγραφο με τίτλο «Προσθαφαιρέσεις Ηλεκτρολογικών Εργασιών» στο οποίο κατέγραψε αναθεωρημένο ποσό συμβολαίου σχετικά με ηλεκτρολογικές εργασίες, βάσει του οποίου η Ενάγουσα δικαιούτο σε επιπλέον ποσό ύψους €2,817.75 πλέον ΦΠΑ, πέραν του αρχικώς συμφωνηθέντος, σχετικά με τις εν λόγω εργασίες.
Η Ενάγουσα εξέδιδε προς τον Εναγόμενο τιμολόγια στα οποία αναγραφόταν το ποσό εκάστου ενδιάμεσου πιστοποιητικού και ο Εναγόμενος κατέβαλλε στην Ενάγουσα συγκεκριμένα ποσά έναντι αποδείξεων τις οποίες εξέδιδε η Ενάγουσα προς τον Εναγόμενο. Συγκεκριμένα η Ενάγουσα εξέδωσε 12 τιμολόγια προς τον Εναγόμενο και μία πιστωτική σημείωση συνολικού ύψους €464,204.62. Επίσης η Ενάγουσα εξέδωσε αποδείξεις προς τον Εναγόμενο για πληρωμές στις οποίες εκείνος προέβη συνολικού ύψους €428,260.68. Εκτός των εν λόγω ποσών, ο Εναγόμενος κατέβαλε και απευθείας σε υπεργολάβους του έργου το συνολικό ποσό των €16,340, φέροντας το σύνολο των πληρωμών του στο ποσό των €444,600.68.
Στις 16.1.2012, η αρχιτέκτονας, με επιστολή της προς την Ενάγουσα, στην οποία αναφέρεται ότι κοινοποιείται και στον Εναγόμενο, πιστοποίησε τη συμπλήρωση της περιόδου ευθύνης για επιδιόρθωση ελαττωμάτων στη βάση του Άρθρου 16 του Τεκμηρίου 1, αλλά και ότι τα ελαττώματα είχαν επιδιορθωθεί εξαιρουμένων ορισμένων εργασιών που δεν ήταν δυνατό να γίνουν λόγω καιρικών συνθηκών και οι οποίες κοστολογήθηκαν από την αρχιτέκτονα εις το ποσό των €1,200.
Στις 11.7.2012, με ηλεκτρονικό της μήνυμα, η αρχιτέκτονας απέστειλε στον ΜΕ στο οποίο επισύναψε έγγραφο με τίτλο Ανάλυση Τελικού Λογαριασμού, σύμφωνα με το οποίο το τελικό σύνολο ανέρχεται σε €439,281.89 πλέον ΦΠΑ με τη σημείωση ότι στην ανάλυση δεν περιλαμβάνονται οι προσθαφαιρέσεις των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών.
Στις 8.1.2013 η αρχιτέκτονας εξέδωσε έγγραφο που φέρει τίτλο Τελικό Πιστοποιητικό Πληρωμής και στο οποίο η ίδια πιστοποιεί ότι οφείλεται από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα το ποσό των €11,322.25 σύμφωνα με την αναλυτική εκτίμηση και τις προσθαφαιρέσεις ηλεκτρολογικών. Σημειώνεται στο εν λόγω έγγραφο δε ότι στο αναγραφόμενο ποσό δεν περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ.
Η Ενάγουσα δεν προέβη στις επιδιορθώσεις που αναφέρθηκαν στην επιστολή της αρχιτέκτονα ημερομηνίας 16.1.2012.
Αναφορικά με τα εκδομένα πιστοποιητικά, τιμολόγια, πιστωτικές χρεώσεις, πληρωμές προς τρίτους και αποδείξεις πληρωμής, η Ενάγουσα κατήρτισε κατάσταση στην οποία καταλήγει ότι, έχοντας αφαιρέσει το ποσό των €1200 για τις επιδιορθώσεις που δεν έγιναν, ο Εναγόμενος της οφείλει το συνολικό ποσό των €18,403.94.
Στις 11.11.2014, η Ενάγουσα με επιστολή της αξίωσε το ποσό των €18,086.94 από τον Εναγόμενο.
Τα ευρήματά μου συμπληρώνονται πιο κάτω κατόπιν ανάλυσης, αφού πρώτα παραθέσω εν συντομία τη νομική πτυχή.
Νομική Πτυχή
Γενικά
Σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[6]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[7]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά ν’ απαντήσει. Συμπληρώνω την παράθεση νομικών αρχών που αφορούν τα εδώ επίδικα ζητήματα πιο κάτω στην παρούσα.
Σχετικά με τα επίδικα θέματα
Η απαίτηση της Ενάγουσας ερείδεται επί κατάστασης λογαριασμού, επί της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και διαζευκτικά επί των διατακτικών πληρωμής. Προς απόδειξη της αξίωσής της, η Ενάγουσα παρουσίασε τόσο τα επίμαχα διατακτικά όσο και συγκεκριμένα αντίστοιχα τιμολόγια, αλλά και κατάσταση λογαριασμού. Ως είναι σχετικά νομολογημένο, «οι λογαριασμοί εμπορευόμενου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν», και «[τ]α γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν»[8]. Τα δε τιμολόγια, δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία[9], αλλά αφού συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας μπορούν να θεωρηθούν ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ διαδίκων[10]. Στην υπόθεση Μαστρής (βλ. υποσημείωση 8), όπου η απαίτηση βασίστηκε σε υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και όχι σε εκδοθέντα τιμολόγια, λέχθηκε ότι «η παρουσίαση των τιμολογίων ήταν μαρτυρία που, αν ήταν αποδεκτή, θα έτεινε να αποδείξει την απαίτηση». Μεταγενέστερα στην απόφαση στην υπόθεση Κλεάνθους ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1344, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη κρίση ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι από τη στιγμή που παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως επαρκής μαρτυρία για να αποδείξει το υπόλοιπο της ισχυριζόμενης οφειλής, εναπόκειται στον αντίδικο να αντικρούσει τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει την απαίτηση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στη δε απόφασή του στην υπόθεση CITI PRINCIPAL INVESTMENTS LTD. v. Γιωργάλλα, Πολιτική Έφεση 271/2012, ημερομηνίας 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A348, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής, αναφορικά με τη θέση της εκεί εφεσείουσας:
«[.] η ουσία είναι ότι η εφεσείουσα, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ήτοι κατά πόσο η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, είχε δώσει ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας προς υποστήριξη της αξίωσης της. Αναμφίβολα θα μπορούσε να έδινε περισσότερες λεπτομέρειες, ακόμη και να υποστήριζε την αξίωση με πρόσθετα στοιχεία και έγγραφα, αλλά εκείνο το οποίο είχε παρουσιάσει, δηλαδή, το Τεκμήριο 1, ήταν ικανοποιητικό. Πρόκειτο για κατάσταση λογαριασμού στην οποία αποτυπωνόταν όλο το ιστορικό των συναλλαγών με την εφεσίβλητη […]».
Ως προς την ισχύ των διατακτικών πληρωμής, ενδιάμεσων και τελικών, σχετική είναι η αναφορά στη σελίδα 114 του συγγράμματος Keating on Building Contracts, 6η έκδοση, όπου αναφέρονται τα εξής:
«It is a question of construction in each case to determine whether it was intended that a particular certificate should be conclusive upon the matter with which it purports to deal*. Beyond this, it is not possible to formulate a comprehensive test to determine whether a certificate is binding and conclusive. Express words are frequently used such as, for example, that “the certificate of the engineer ... shall be binding and conclusive on both parties”. It seems that prima facie a final certificate which is a condition precedent to payment is conclusive. Progress certificates are usually not conclusive*. An arbitration clause may prevent a certificate from being conclusive».
Σχετική εν προκειμένω είναι και η ακόλουθη αναφορά στη σελίδα 231 του συγγράμματος Bullen & Leake, Precedents of Pleadings, 13η έκδοση:
«Whether a certificate is conclusively binding upon the parties is a matter of constructing the relevant contract. If it is clear from the terms of the contract that the parties intended a certificate (usually the final certificate) to be binding and conclusive, then in the absence of fraud or collusion, neither party can attack the certificate*».
Ενώ στην ίδια σελίδα 114 του συγγράμματος Keating (ανωτέρω) αναφέρεται:
«If a certificate is given which the contract shows was intended to be a final expression of the architect’s satisfaction, the employer is not allowed subsequently to allege that there are any defects*».
*Έμφάσεις δοθείσες.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι στην Αγγλία έχει αναγνωριστεί και η δυνατότητα ανάκτησης πληρωμής χωρίς την ανάγκη για έκδοση πιστοποιητικού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην παράγραφο 37-108 στο Δεύτερο Τόμο του συγγράμματος Chitty on Contracts, 33η έκδοση, με αναφορά στην υπόθεση Henry Boot Ltd v Alstom Combined Cycles Ltd [2005] EWCA Civ 814:
«[…] the absence of a certificate is not a bar to the right to payment even where it is expressed to be a condition precedent (at least where the contract administrator’s decision is not expressed to be binding) because a court or arbitrator can find that a party was entitled to payment in a larger sum than certified».
Ανάλυση και υπαγωγή ευρημάτων στη νομική πτυχή
Προχωρώ να υπαγάγω τα ευρήματά μου στην πιο πάνω αναφερόμενη νομική πτυχή του ζητήματος:
Ως καταγράφηκε με αναφορά στο σύγγραμμα Keating (ανωτέρω), αποτελεί ζήτημα ερμηνείας σε κάθε περίπτωση το κατά πόσο ένα πιστοποιητικό θεωρείται δεσμευτικό για τα μέρη. Στην ενώπιον μου υπόθεση το ζήτημα ρυθμίζεται στον όρο 31 του Τεκμηρίου 1. Συγκεκριμένα ο όρος 31(9) προνοεί ότι:
«Υπό τις επιφυλάξεις των προνοιών της παραγράφου (8) του παρόντος Άρθρου, ουδέν Πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα θα αποτελεί από μόνο του αδιαμφησβήτητη μαρτυρία του ότι οποιεσδήποτε εργασίες, υλικά ή εμπορεύματα εις τα οποία αναφέρεται το Πιστοποιητικό αυτό, είναι σύμφωνα προς το Συμβόλαιον».
Για σκοπούς πληρότητας, η παράγραφος 8, στην οποία γίνεται η πιο πάνω αναφορά, προνοεί ότι:
«(α) Εκτός αν οποιεσδήποτε διαδικασίες επίλυσης διαφορών είχαν αρχίσει είτε βάσει του Άρθρου 36 των παρόντων Όρων είτε διαφορετικά (είτε από το ένα είτε από το άλλο μέρος στο παρόν Συμβόλαιον) πριν από ή εντός 14 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Τελικού Πιστοποιητικού, το εν λόγω πιστοποιητικό θα συνιστά εις οποιεσδήποτε τέτοιες διαδικασίες οι οποίες αναφύονται από ή σε σχέση με το παρόν συμβόλαιον:
(i) αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ότι όπου η ποιότητα των υλικών ή το επίπεδο τεχνουργίας εις το παρόν συμβόλαιον πρέπει να είναι σύμφωνα προς τη λογική ικανοποίηση του Αρχιτέκτονα, αυτά είναι σύμφωνα προς τέτοια ικανοποίηση και
(ii) αδιαμφησβήτητη μαρτυρία τού ότι έχουν εφαρμοστεί δεόντως όλες οι πρόνοιες του παρόντος συμβολαίου οι οποίες απαιτούν να γίνει ρύθμιση του Ποσού Συμβουλαίου,
εκτός για οποιοδήποτε ποσό εις το Τελικό Πιστοποιητικό το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν είναι ορθό εξαιτίας είτε δόλου, ανειλικρίνειας ή δόλιας απόκρυψης σε σχέση με τις εργασίες ή με οποιοδήποτε τμήμα αυτών ή με οποιοδήποτε θέμα το οποίο διακανονίζεται εις το εν λόγω Πιστοποιητικό, είτε οποιουδήποτε ελαττώματος (συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράλειψης) εις τις εργασίες ή εις οποιονδήποτε τμήμα αυτών το οποίο με λογική επιθεώρηση ή εξέταση καθ’ οιονδήποτε λογικό χρόνο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών ή πριν από την έκδοση του τελικού πιστοποιητικού δεν ήταν δυνατό να αποκαλυφθεί, είτε οποιασδήποτε τυχαίας συμπερίληψης ή εξαίρεσης οποιασδήποτε εργασίας, υλικών, εμπορευμάτων ή ψηφίου εις οιονδήποτε υπολογισμό ή οποιουδήποτε αριθμητικού λάθους εις οποιονδήποτε υπολογισμό. Πάντοτε νοουμένου ότι εις όλες τις προαναφερόμενες εξαιρούμενες περιπτώσεις, το Τελικό Πιστοποιητικό θα συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία εις ότι αφορά τα υπόλοιπα ποσά τα οποία συμπεριλαμβάνονται εις το εν λόγω πιστοποιητικό […]*».
*Οι υποπαραγράφοι (β) και (γ) αφορούν σε περιπτώσεις όπου έχουν πράγματι αρχίσει διαδικασίες και συνεπώς δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην παρούσα και αυτούσια αντιγραφή τους παρέλκει και παραλείπεται σκοπίμως.
Ως προκύπτει από τα πιο πάνω, η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία καθορίζει ότι το Τελικό Πιστοποιητικό θα αποτελεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις αδιαμφησβήτητη μαρτυρία αναφορικά με την ικανοποίηση του αρχιτέκτονα ως προς τη συμπλήρωση των εργασιών, ενώ ρητά εξαιρούνται από τέτοια θεώρηση οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά. Ερμηνεύοντας περαιτέρω τον επίμαχο όρο διαφαίνεται ότι τα μέρη στην παρούσα περίπτωση καθόρισαν ότι τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά δεν θα μπορούσαν ν’ αποτελούν, ομοίως, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία.
Εν προκειμένω όμως, η αρχιτέκτονας του επίδικου έργου, εκτός των ενδιάμεσων πιστοποιητικών, εξέδωσε τόσο πιστοποιητικό στη βάση του Άρθρου 16(4) του Τεκμηρίου 1, επιβεβαιώνοντας ακόμα και τη συμπλήρωση της περιόδου ευθύνης για ελαττώματα, όσο και Τελικό Πιστοποιητικό Πληρωμής αλλά και ανάλυση λογαριασμού. Συνεπώς εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι, παρά το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο πιστοποιητικό έμπρακτης συμπλήρωσης των εργασιών ως προνοείται στο Άρθρο 16(1) του Τεκμηρίου 1, η Ενάγουσα προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την συμπλήρωση των εργασιών αλλά και με την επιδιόρθωση ελαττωμάτων, πλην εργασιών κόστους €1200 για τις οποίες δεν υπάρχει αντίστοιχη απαίτηση.
Στη βάση και της έκδοσης του Τελικού Πιστοποιητικού Πληρωμής αλλά και στην απουσία οποιασδήποτε βάσιμης και ουσιαστικής αμφισβήτησης στη βάση του Άρθρου 31(8) του Τεκμηρίου 1 από πλευράς Εναγόμενου, μια και ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε ότι ο Εναγόμενος οποτεδήποτε μετά την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού - αλλά και εν πάση περιπτώσει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν την έγερση της Αγωγής - προέβη σε οποιαδήποτε διαδικασία αμφισβήτησης οποιουδήποτε εκ των εκδομένων πιστοποιητικών, θεωρώ ότι η Ενάγουσα ικανοποίησε στον απαιτούμενο βαθμό πως οι εργασίες εκτελέστηκαν και ολοκληρώθηκαν.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, εκ των ευρημάτων μου, τα οποία βασίστηκαν στην αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ συνεπικουρούμενη από τα αντίστοιχα τεκμήρια, προκύπτει σαφώς ότι η Ενάγουσα εκτέλεσε και τιμολόγησε εργασίες, οι οποίες πιστοποιήθηκαν, συνολικής αξίας €464,204.62, ενώ ο Εναγόμενος κατέβαλε στην Ενάγουσα και απευθείας σε υπεργολάβους, το συνολικό ποσό των €444,600.68, αφήνοντας έτσι υπόλοιπο ύψους €19,603.94. Από το πιο πάνω ποσό όμως η Ενάγουσα δεν διεκδικεί το κόστος των υπολειπόμενων εργασιών ύψους €1200 και συνεπώς το συνολικό απλήρωτο υπόλοιπο από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ανέρχεται εις το ποσό των €18,403.94.
Οι πιο πάνω υπολογισμοί για τη συνολική αξία της εκτελεσθείσας εργασίας ενισχύονται και από τον τελικό λογαριασμό που ετοίμασε και απέστειλε η αρχιτέκτονας και στον οποίο καταγράφεται τελικό υπόλοιπο €439,281.89 πλέον ΦΠΑ, δηλαδή €461,245.98 χωρίς να περιλαμβάνονται οι προσθαφαιρέσεις ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών (όπως άλλωστε ρητώς αναφέρεται στο κάτω μέρους του Τεκμηρίου 6), οι οποίες, με τη σειρά τους πιστοποιούνται στο Τεκμήριο 3 εις το ποσό των €2,817.75 πλέον ΦΠΑ, δηλαδή €2,958.63. Με απλή πρόσθεση, το άθροισμα των δύο ποσών ανέρχεται στο ποσό των €464,204.62 (κατ’ ακρίβεια 464,204.6175), δηλαδή ίσο με εκείνο που προκύπτει από τις επί μέρους πιστοποιήσεις της αρχιτέκτονα στα Τεκμήρια 2, 3 και 8.
Συνδυαστικά λοιπόν, η πλευρά της Ενάγουσας παρουσίασε στο Δικαστήριο μια ολοκληρωμένη υπόθεση και η μαρτυρία της ικανοποίησε, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι εκείνη εκτέλεσε τις εργασίες που προνοούντο στο Τεκμήριο 1 και δικαιούτο στην πληρωμή του αξιούμενου υπολοίπου. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, εναπόκειτο στον Εναγόμενο ν’ αντικρούσει την υπόθεση τούτη, εντός του δικογραφικού πλαισίου που ο ίδιος έθεσε με την Υπεράσπιση. Η μαρτυρία του όμως κρίθηκε αναξιόπιστη και δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει έδαφος για εξαγωγή συμπερασμάτων, αφήνοντας, καθ’ αυτό τον τρόπο, τις θέσεις που θα μπορούσε να προωθήσει, μετέωρες.
Κατάληξη
Εν όψει της ανάλυσης που προηγήθηκε κρίνω ότι η Αγωγή πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει. Προτού επιδικάσω τα αξιούμενα ποσά, δυο λόγια για το νόμιμο τόκο που αξιώνει η Ενάγουσα: Αποτέλεσε εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Ενάγουσας ότι αυτός θα πρέπει να επιδικαστεί από τις 29.1.2013 δηλαδή 21 ημέρες μετά την 8.1.2013 οπότε και εκδόθηκε το Τελικό Πιστοποιητικό, όπως προνοείται συνδυαστικά από το Άρθρο 39 του Τεκμηρίου 1 και το Παράρτημα Όρων Συμβολαίου σε σελίδα 41 επίσης του Τεκμηρίου 1.
Αν και η ανάλυση του συνηγόρου κατ’ αρχήν με βρίσκει σύμφωνο, διαπιστώνω ότι το τελικό αξιούμενο ποσό διαμορφώθηκε με την διόρθωση του τιμολογίου 1545 με πιστωτική σημείωση με αριθμό 1784 και ημερομηνία 29.4.2014, η οποία κατατέθηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 5. Επομένως και παρά το γεγονός της δημιουργίας της αρχικής συνολικής οφειλής από την έκδοση των αντίστοιχων πιστοποιητικών, η απαίτηση της Ενάγουσας αποκρυσταλλώθηκε κατόπιν της δικής της ανάλυσης και κοινοποιήθηκε στον Εναγόμενο με την επιστολή Τεκμήριο 11 στις 11.11.2014. Συνεπώς κρίνω ορθό όπως ο νόμιμος τόκος επιδικαστεί επί του ποσού της απόφασης από τότε.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €18,403.94 με νόμιμο τόκο από 11.11.2014 μέχρι εξοφλήσεως. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε λόγος γιατί τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και επομένως επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
……………………………..
Π. Αγαπητός
Επαρχιακός Δικαστής
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[2] βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056
[3] Βλ. (μεταξύ άλλων) Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita Dixit, Πολ. Έφεση 274/2010, ημερομηνίας 5.5.2015 και Assad v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 164/2016, ημερομηνίας 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B447
[4] Βλ. «Καταλήγουμε πως το εν λόγω πιστοποιητικό πληρωμής, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, προσέφερε έγκυρο έρεισμα για την αξίωση του ποσού. Άλλωστε, για το συγκεκριμένο πιστοποιητικό πληρωμής/αξίωση, όπως ορθά σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στην F.H.K. Hotels Hold. Ltd v. A.S. Air Control Ltd (1999) 1(Γ) 2159, «δεν προβάλλεται κανένας συγκεκριμένος ισχυρισμός στο δικόγραφο του εναγόμενου κατά της εν λόγω αξίωσης είτε σε σχέση με την υπόσταση και νομιμότητα της αξίωσης είτε σε σχέση με το ύψος του διεκδικούμενου ποσού. Υπάρχει απλώς μια γενική άρνηση ..». Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα στις «σκιές» που η Υπεράσπιση άφησε, κατά την ακροαματική διαδικασία, για την επάρκεια, και όχι μόνο, του αρχιτέκτονα που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό».
[5] Βλ. Χαραλάμπους ν Decostone Ltd. (2010) 1 ΑΑΔ 747.
[6] βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295
[7] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689
[8] Βλ. Παναγιώτης Μαστρής Λιμιτεδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 728, Κρασάρης ν. Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd., Πολιτική Έφεση 95/2010, ημερομηνίας 10.07.2017 και A.L. Mantovani & Sons Ltd. v. Christis Travel & Tourism Ltd. (1999) 1 Α.Α.Δ. 156
[9] Βλ. Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1B A.A.Δ. 294 και Demil Imports Exports Ltd. v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ. (2011) 1 A.Α.Δ. 462
[10] Βλ. Γεώγιος Σπύρος Τσαππή Λτδ. ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο