Αναστασία Αδάμου ν. Σωτήρης Σωτηρίου, Αρ. Αγωγής: 190/17, 16/6/2025
print
Τίτλος:
Αναστασία Αδάμου ν. Σωτήρης Σωτηρίου, Αρ. Αγωγής: 190/17, 16/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 190/17

Αναστασία Αδάμου

Ενάγουσα

-και-

Σωτήρης Σωτηρίου

Εναγόμενος

Ημερομηνία:                                                  16η Ιουνίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα – Καθ’ ης η Αίτηση:      κα. Προδρόμου

Για τον Εναγόμενο – Αιτητή:                       κα. Κχατάπ

Αίτηση υπό του Εναγόμενου – Αιτητή, ημερομηνίας 3.4.25, γι’ απόσυρση παραδοχής

Ενδιάμεση Απόφαση

(Η ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους συνηγόρου των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Η εκδίκαση της Αγωγής που η Ενάγουσα καταχώρισε πριν από περίπου 8 χρόνια, έμελλε να επιβραδυνθεί περισσότερο με την καταχώριση της παρούσας ενδιάμεσης Αίτησης. Λόγος για την καταχώρισή της στάθηκε η επιθυμία της πλευράς του Εναγόμενου, ν’ αποσύρει παραδοχή γεγονότος που σχετίζεται με το Τεκμήριο Χ, δηλαδή με το ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο, κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, κατατέθηκε από κοινού και για την αλήθεια του περιεχομένου του.

Λεπτομέρειες του τι επακριβώς διαμείφθηκε κατά τις δύο δικασίμους, στις οποίες ανέκυψαν τα γεγονότα που οδήγησαν τους παράγοντες της δίκης σ’ αυτό το σημείο, περιέχονται στα αντίστοιχα πρακτικά του Δικαστηρίου. Αυτολεξεί επανάληψή τους εδώ παρέλκει, αλλά θ’ αναφερθώ στα ουσιώδη, προκειμένου να σκιαγραφήσω το πλαίσιο της ανάλυσης που ακολουθεί:

Κατά την έναρξη της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, οι δικηγόροι των διαδίκων προέβησαν σε δηλώσεις παραδοχών γεγονότων. Μεταξύ αυτών περιλήφθηκε και η επίμαχη δήλωση, όπως την κατέγραψα ανωτέρω. Η διαδικασία προχώρησε με την κυρίως εξέταση της Ενάγουσας. Η δικηγόρος της δήλωσε ότι δεν είχε άλλες ερωτήσεις, προσέφερε την πελάτη της γι’ αντεξέταση στην άλλη πλευρά, οπότε και η δικηγόρος του Εναγόμενου ζήτησε αναβολή. Το αίτημα προκάλεσε τη δικηγόρο της Ενάγουσας να ζητήσει όπως μην θεωρηθεί ότι ολοκλήρωσε την κυρίως εξέταση της πελάτη της και όπως της επιτραπεί να υποβάλει ακόμα μερικές ερωτήσεις κατά την επόμενη δικάσιμο. Μια και η αντεξέταση δεν είχε καν αρχίσει, το Δικαστήριο, αφού άκουσε εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, επέτρεψε στη δικηγόρο της Ενάγουσας να υποβάλει επιπρόσθετες ερωτήσεις την επόμενη δικάσιμη που προγραμματίστηκε, χωρίς βεβαίως να προκαταβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο είτε την αποδεκτότητά τους είτε οτιδήποτε άλλο.

Όμως τα προσκόμματα στη συνέχιση της Ακρόασης δεν τελείωσαν εκεί. Κατά την επόμενη προγραμματισμένη δικάσιμο, η συνήγορος του Εναγόμενου ζήτησε άδεια να καταχωρίσει την παρούσα Αίτηση γι’ ανάκληση της δήλωσης ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο, Τεκμήριο Χ, κατατίθεται από κοινού και για την αλήθεια του περιεχομένου του. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για να αιτιολογήσουν το, κατ’ αρχάς προφορικό, αίτημα, φαίνονται στο αντίστοιχο πρακτικό του Δικαστηρίου. Μπορούν να συνοψιστούν στο ότι (α) η δήλωση έγινε εκ καλόπιστης παραδρομής, (β) ότι το έγγραφο που εν τέλει κατατέθηκε, δεν ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που είχε στην κατοχή και στην υπόψη της η πλευρά του Εναγόμενου επειδή σ’ αυτό φαίνονται άλλα στοιχεία και υπογραφές και το κατατεθειμένο έγγραφο φαίνεται να είναι «πλαστογραφημένο». Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εναγόμενου, έκανε επίσης λόγο και για «έρευνα» στην οποία προέβη αναφορικά με την ιδιοκτησία του επίδικου μισθίου, το αποτέλεσμα της οποίας επίσης την ώθησε ν’ ανακαλέσει την επίμαχη δήλωση για να είναι σε θέση ν’ αμφισβητήσει το εν γένει δικαίωμα της Ενάγουσας να προωθεί την Αγωγή υπό την ιδιότητα της ιδιοκτήτη κατά την αντεξέταση.

Όπως το Δικαστήριο παρατήρησε, - εγκρίνοντας όμως εν τέλει το προφορικό αίτημα της συνηγόρου του Εναγόμενου για καταχώριση γραπτής αίτησης -, αφενός το θέμα της αυθεντικότητας του εγγράφου δεν αφορά σε επίδικο ζήτημα μια και δεν συναντά οποιοδήποτε δικογραφικό έρεισμα κι αφετέρου, η έρευνα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν είναι δυνατό ν’ αφορά σε ζήτημα που είναι δυνατό να πρόκυψε μόλις κατά τη μελέτη του εγγράφου, μια και - ως η ίδια η πλευρά του Εναγόμενου διατείνεται - άπτεται, ήδη επίδικου θέματος, δηλαδή της κατ’ ισχυρισμό δικογραφημένης αμφισβήτησης της ιδιότητας της Ενάγουσας στην πρώτη μάλιστα παράγραφο της Υπεράσπισης. Το μόνο σημείο που, εκ πρώτης όψεως, φάνηκε να είναι να δυνατό να υποστυλώσει το επιχείρημα και εγχείρημα της πλευράς του Εναγόμενου ήταν το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος παραδοχής ήδη αμφισβητούμενου γεγονότος.

Αρκεί να σχολιαστεί ότι οι πιο πάνω χειρισμοί των συνηγόρων κάθε άλλο παρά συνέτειναν στην απρόσκοπτη εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου.

Πέραν τούτων όμως, απομένει να επιλυθεί η υπό κρίση Αίτηση, με την οποία ζητείται:

«Διάταγμα για απόσυρση και/ή διαγραφή και/ή ανάλυση οποιασδήποτε δήλωσης και/ή παράστασης που καταγράφηκε στα πρακτικά της υπόθεσης ως γενομένη εκ μέρους των δικηγόρων του Εναγόμενου δια της οποίας, άμεσα ή έμμεσα, προκύπτει παραδοχή όλων των ισχυρισμών της Ενάγουσας που περιέχονται στο ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 14/12/2012 ανάμεσά τους ότι η Ενάγουσα ήταν και/ή εξακολουθεί να είναι  ιδιοκτήτης της οικίας που ευρίσκεται στην οδό [ ] 52 Β [ ], Δάλι Λευκωσία και του Εναγόμενου ως ενοικιαστή, για την αλήθεια του περιεχομένου του και των ισχυρισμών της Ενάγουσας ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο καταρτίστηκε στις 14/12/2012, των υπογραφών/μονογραφών και ότι η Ενάγουσα είναι ιδιοκτήτης».

 Η Αίτηση συνοδεύτηκε από ένορκη δήλωση του ιδίου του Εναγόμενου το περιεχόμενο της οποίας συνοψίζω ως ακολούθως: Ο Εναγόμενος αναφέρει ότι δεν ήταν πρόθεση της πλευράς του να γίνει παραδεκτή η κατάθεση του ενοικιαστήριου εγγράφου για την αλήθεια του περιεχόμενου του, επειδή δεν ήθελε να μην παραμείνει επίδικο θέμα αυτό της ιδιοκτησίας της επίμαχης οικίας αλλά ν’ αποδεχθεί την κατάθεση του ενοικιαστήριου εγγράφου ως το συμβόλαιο που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Επισημαίνει ο Εναγόμενος ότι προτίθεται να προσκομίσει ο ίδιος τεκμήριο με το οποίο σκοπεύει να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ενοικιαζόμενου υποστατικού. Επικαλείται παράλληλα σύγχυση και καλόπιστο λάθος από πλευράς του για την αποδοχή της κατάθεσης του εν λόγω εγγράφου για την αλήθεια του περιεχόμενου του. Επιπρόσθετα ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το έγγραφο που εν τέλει κατατέθηκε δεν ήταν το έγγραφο το οποίο είχε στην κατοχή και υπόψη του, επειδή συγκρίνοντας αυτό με το δικό του υπάρχουν διαφορές, τόσο στις ημερομηνίες όσο και στις μονογραφές και υπογραφές. Εισηγείται δε ότι τυχόν έκδοση του διατάγματος που ζήτα δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά στην Ενάγουσα, η οποία ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει την κυρίως εξέτασή της και ότι, εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχει κώλυμα που να οφείλεται στο ότι η Ενάγουσα βασίστηκε στην παραδοχή του για να προσαρμόσει αναλόγως τη μαρτυρία της. Αντίθετα, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το διάταγμα, θα προκαλέσει αδικία στην πλευρά του, μια και θα του στερηθεί το δικαίωμα να προωθήσει υπεράσπιση βασιζόμενη στους προαναφερθέντες ισχυρισμούς του.

Η Ενάγουσα πρόβαλε ένσταση στην Αίτηση εγείροντας 7 λόγους, τους οποίους συνοψίζω ως ακολούθως: Η πλευρά του Αιτητή καθυστέρησε στην καταχώρηση της αίτησης χωρίς δικαιολογία και ο Αιτητής είχε στη διάθεσή του έγγραφα προ πολλού και ουδέποτε τα αμφισβήτησε. Η επιδίωξη δε για απόσυρση και διαγραφή μετά την έναρξη της διαδικασίας της ακρόασης είναι καταχρηστική. Επίσης η έκδοση του διατάγματος θα παρέχει δεύτερη ευκαιρία στον Αιτητή να εισαγάγει ανεπίτρεπτα ισχυρισμούς και να ανατρέψει ή και αλλοιώσει τα δικόγραφα και την απαίτηση της Ενάγουσας. Η δε ένορκη δήλωση που στηρίζει την Αίτηση είναι γενική, αόριστη και ανεπαρκής, ενώ οι δηλώσεις δεσμεύουν τους διάδικους και η απόσυρση, στο στάδιο τούτο, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην Ενάγουσα. Κατά την Ενάγουσα, το παραδεκτό, εν προκειμένω, είναι και δεδικασμένο και η δήλωση ήταν σαφέστατη και δεσμευτική. Αναφορικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας του ακινήτου, η Ενάγουσα, στην υποστηρικτική της Ένστασής της ένορκη δήλωση, επισυνάπτει ως τεκμήρια 1 και 2 έγγραφα προκειμένου να καταδείξει ότι τα όσα ο Εναγόμενος σχετικά προβάλλει δεν ισχύουν. Ως προς το θέμα της πλαστογραφίας που εγείρεται στο στάδιο τούτο, αυτό δεν δικογραφείται αλλ’ ούτε αποτέλεσε, μέχρι στιγμής, ζήτημα για τον Εναγόμενο.

Οι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις. Από την πλευρά της η συνήγορος του Εναγόμενου αναλύει, εν πρώτοις, τους λόγους ένστασης και απαντά παράλληλα στους ισχυρισμούς περί καθυστέρησης, αντιτείνοντας την ίδια καθυστέρηση που η συνήγορος της Ενάγουσας επέδειξε στην καταχώριση Ένστασης στην υπό κρίση Αίτηση. Έπειτα αναφέρει ότι, όταν το επίμαχο Τεκμήριο Χ περιήλθε στη γνώση του Εναγόμενου, ο ίδιος έσπευσε ν’ αμφισβητήσει την εγκυρότητά του και ότι σε κάθε περίπτωση το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης οικίας δεν ήταν εις γνώση του Εναγόμενου και γι' αυτό στην παράγραφο 1 της υπεράσπισης αναφέρει ότι αγνοεί αυτό. Κατά τη συνήγορο, τα τεκμήρια 1 και 2 που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση που στήριξε την Ένσταση είναι κατασκευασμένα, καθότι η ημερομηνία πιστοποίησής τους είναι κατά πολύ μεταγενέστερη της ημερομηνίας που αναγράφεται ως η ημερομηνία κατάρτισής τους, ενώ η ίδια η πιστοποίηση πάσχει μία και ήταν χρονικά αδύνατο οι υπογραφές να τέθηκαν ενώπιον Πιστοποιούντος Υπάλληλου. Ως προς την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, είναι η θέση της συνηγόρου, ότι αυτή δεν αποτελεί κώλυμα στην προβολή του αιτήματος όπως προκύπτει με βάση τους θεσμούς πολιτικής δικονομίας και από την Νομολογία. Ως προς τους λόγους ένστασης 4, 5 και 6, είναι η θέση της συνηγόρου, αυτοί δεν υποστηρίζονται καθ' οιονδήποτε τρόπο στην ένορκη δήλωση και δεν δίδεται σ’ αυτούς περιεχόμενο ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να τους εξετάσει. Ως προς τον τελευταίο λόγο ένστασης, δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης βλάβης στην Ενάγουσα, καθότι η ακρόαση είναι σε αρχικό στάδιο και δεν έχει ολοκληρωθεί καν η κυρίως εξέτασή της. Δεν επιδιώκεται, αλλ’ ούτε και θα επέλθει επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων. Ο δε ισχυρισμός της Ενάγουσας περί πρόκλησης αδικίας δεν εξειδικεύεται. Με αναφορά σε Νομολογία, η συνήγορος επίσης εισηγείται ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σε διάδικο να αποσύρει τυχόν παραδοχές, με όρους που θα κρίνει δίκαιο. Το κριτήριο, εισηγείται, είναι ο τυχόν δυσμενής επηρεασμός του αντίδικου, μία και τα γεγονότα που έγιναν παραδεκτά θεωρούνται ότι δεσμεύουν τους διάδικους. Με αυτό τον τρόπο δεν επιτρέπεται ανάκληση παραδεκτών γεγονότων οποτεδήποτε ο αντίδικος βασίζεται στην παραδοχή αυτή αναπροσαρμόζοντας αναλόγως και τη θέση του και δημιουργείται κώλυμα στο να επανέλθει στην πρότερά του θέση. Καταληκτική εισήγηση της συνηγόρου είναι ότι, εν όψει της σύγχυσης και του καλόπιστου λάθους από μέρους του Εναγόμενου και εν όψει του γεγονότος ότι δεν πρόκειται να προκληθεί αδικία στην πλευρά της Ενάγουσας, αλλ’ αντίθετα τυχόν άρνηση χορήγησης της θεραπείας θα προκαλούσε αδικία στον Εναγόμενο, η Αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί.

Από την αντίπερα όχθη, η συνήγορος της Ενάγουσας εισηγείται ότι παρούσα περίπτωση αφορά εκ των υστέρων σκέψεις του Εναγόμενου, ο οποίος ουδέποτε στο παρελθόν αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης κατοικίας ούτε την εγκυρότητα του εγγράφου Τεκμηρίου Χ. Με την δε Αίτηση επιδιώκεται να εισαχθούν νέοι ισχυρισμοί στην υπόθεση, πράγμα ανεπίτρεπτο στο στάδιο που αυτό γίνεται. Επίσης η Αίτηση καταχωρίστηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση και δεν έχουν εξηγηθεί οι λόγοι γιατί οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου δεν συμπεριλήφθηκαν στην Υπεράσπιση, ενώ η Ενάγουσα διαμόρφωσε τη μαρτυρία που προσέφερε έχοντας κατά νου τις θέσεις του Εναγόμενου τούτες. Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι τυχόν έγκριση της Αίτησης θα επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα της Ενάγουσας και στη βάση συγκεκριμένης νομολογίας, η Αίτηση καθίσταται ανεπίτρεπτη.

Η δυνατότητα ανάκλησης παραδοχών, προβλέπεται στην, πλέον παλαιά πλην όμως εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση, Διαταγή 24 θεσμό 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αναφέρεται συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων ότι:

«[…] the Court or a Judge may at any time allow any party to amend or withdraw any admission so made on such terms as may be just»

Με το θέμα ασχολήθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο, που τότε συνεδρίαζε ως Εφετείο, στην Απόφασή του στην υπόθεση Cybarco Ltd. κ.α. ν. Rawnsello Trading Company Ltd. (1999) 1 ΑΑΔ 726, όπου και ο Δικαστής Πικής ανέφερε, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα:

«Διαφαίνεται από τη νομολογία στην οποία γίνεται παραπομή ότι είναι παραδεκτή η ανάκληση εφόσον δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά.  (Βλ. H. Clark (Dancaster) Ltd v. Wilkinson [1965] 1 All E.R. 934, 936· Strauss v. Francis [1866] LR 1, QB 379· Waugh and Others v. HB Clifford & Sons Ltd and Others [1982] 1 All E.R. 1095· Langdale v. Danby  (1982) 3 All E.R. 129· W.J. Alan & Co. Ltd. v. El Nasr Export & Import Co. [1972] 2 All E.R. 127, 140, στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, όπως και στα συγγράμματα Halsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol. 15, para. 547. Phipson on Evidence, 11th Ed. para. 738.  The Law Relating to Estoppel by Representations, 3rd Ed. των Spencer Bower and Turner, στα οποία απηχούνται οι αρχές της νομολογίας.)

Η ίδια αρχή αντανακλάται και στην Κυπριακή νομολογία.  Δύο είναι οι αποφάσεις οι οποίες πραγματεύονται άμεσα το θέμα, η Γεν. Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94 και η Σοφοκλέους ν. Λαϊκή Σπορτ. Κλαπ κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69, στις οποίες επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον στοιχειοθετείται δικαιϊκό κώλυμα, (equitable estoppel), δεν επιτρέπεται η ανάκληση της παραδοχής· τέτοια ενέργεια θεωρείται άδικη.  Οποτεδήποτε ο αντίδικος βασίζεται στην παραδοχή και αναπροσαρμόζει ανάλογα τη θέση του σε βαθμό που θα ήταν άδικο να επανέλθει στην προτεραία του θέση, δεν επιτρέπεται η ανάκληση.

Όπως εξηγήσαμε στην Γενικός Εισαγγελέας (ανωτέρω) (σελ. 100):

«Η αδικία προκύπτει από τη ζημία που θα επροκαλείτο στο δεύτερο διάδικο εάν εκαλείτο να επιστρέψει στην κατάσταση πραγμάτων που υφίστατο πριν να τροποποιήσει τη θέση του.»».

Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και ουσιαστικές Πτυχές» των Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, Β’ Έκδοση, στη σελίδα 280, εντοπίζεται η εξής ακόλουθη – σχετική – αναφορά:

«Μια παραδοχή μπορεί να γίνει από τον δικηγόρο διαδίκου σε ενδιάμεσες διαδικασίες και να αποσυρθεί σε κατοπινό στάδιο, νοουμένου ότι ο αντίδικος δεν έχει ήδη ενεργήσει με βάση την παραδοχή ώστε να μπορεί να προβληθεί ο κανόνας του κωλύματος […]».

Έπειτα στη σελίδα 282 γίνεται αναφορά στη Cybarco Ltd κ.α. v Rawnsello (ανωτέρω).

Επανέρχομαι στην ενώπιον μου κρίσιμη περίπτωση. Προτού όμως εφαρμόσω τις προαναφερθείσες νομικές αρχές, εν όψει και των εκατέρωθεν προσεγγίσεων των συνηγόρων κατά τις αγορεύσεις τους και των όσων επέλεξαν να συμπεριλάβουν στις τοποθετήσεις τους γενικά, οφείλω να διευκρινίσω ότι, στο παρόν στάδιο και με την παρούσα Απόφασή του, το Δικαστήριο, δεν πρόκειται καθ’ οιονδήποτε τρόπο είτε να προκαταβάλει την αποδεκτότητα οποιασδήποτε μαρτυρίας, είτε να διευρύνει τα επίδικα θέματα ή τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, αλλ’ ούτε και θα προδιαγράψει την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Επομένως τα όσα οι συνήγοροι προβάλλουν αναφορικά με την δική τους ερμηνεία του εύρους των δικογραφημένων θέσεων και της τυχόν επίδρασης της παρούσας απόφασης στις θέσεις τούτες, δεν υπεισέρχονται και δεν αποτελούν μέρος του σκεπτικού του Δικαστηρίου.

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, εκείνο που διαπιστώνω στην παρούσα περίπτωση είναι ότι δεν είναι ορατός ο τρόπος με τον οποίο, τυχόν ανάκληση της δήλωσης αποδοχής κατάθεσης του Τεκμηρίου Χ για την αλήθεια του περιεχομένου του, πρόκειται να επηρεάσει την πλευρά της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα, δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την κυρίως εξέτασή της. Δεν προβλήθηκε οτιδήποτε με το οποίο να δύναται βάσιμα να υποστυλωθεί η προβαλλόμενη ανησυχία της περί επηρεασμού της – πόσω δε μάλλον και δυσμενώς -. Ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η ίδια μετέβαλε τη θέση της, βασιζόμενη στη δήλωση της πλευράς του Εναγόμενου. Υπενθυμίζεται ότι το μόνο που επιζητείται ν’ αποσυρθεί είναι η δήλωση της πλευράς του Εναγόμενου που ισοδυναμεί με παραδοχή του περιεχομένου του Τεκμηρίου Χ. Η κατάθεση του εγγράφου αυτή καθ’ αυτή δεν έχει, εν προκειμένω, προσβληθεί, κι εκείνο που πρόκειται να διαφυλαχθεί για την πλευρά του Εναγόμενου είναι το δικαίωμα της δικηγόρου του ν’ αντεξετάσει την Ενάγουσα επί του εγγράφου. Τονίζω - για να διασκεδάσω οποιεσδήποτε ανησυχίες - ότι η διαπίστωση τούτη δεν προδιαγράφει και την από μέρους του Δικαστηρίου αποδοχή καθεμίας ή και οποιασδήποτε ερώτησης ήθελε τεθεί κατά την αντεξέταση της Ενάγουσας. Κοντολογίς, με τον ίδιο τρόπο που διαφυλάσσεται το δικαίωμα αντεξέτασης της πλευράς του Εναγόμενου, έτσι ακριβώς διαφυλάσσεται και το δικαίωμα της πλευράς της Ενάγουσας να ενστεί σε ερωτήσεις αντεξέτασης εάν θεωρεί ότι αυτές εκφεύγουν του πλαισίου.

Η πιο πάνω κατάληξη δεν θα ήταν δυνατό από μόνη της να γείρει την πλάστιγγα υπέρ της έγκρισης της Αίτησης. Χωρίς όμως την κατάληξη τούτη, η έγκριση της Αίτησης θα ήτο, βάσει και της Νομολογίας, αδύνατη, γι’ αυτό και το Δικαστήριο επέλεξε σκοπίμως ν’ αναλύσει το ζήτημα του δυσμενούς επηρεασμού κατά προτεραιότητα. Από κει και πέρα εναπόκειτο στον αιτούντα Εναγόμενο να αιτιολογήσει επαρκώς και προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου την μεταβολή στην στάση του και τη επιζητούμενη απόσυρση παραδοχής. Απ’ όλα όσα προβλήθηκαν, μοναδικό επιχείρημα της πλευράς του Εναγόμενου το οποίο το Δικαστήριο κρίνει ικανό να στηρίξει το αίτημα, είναι το ότι διέλαθε της προσοχής της πλευράς του η κατ’ ισχυρισμό σύγκρουση μεταξύ της παραδοχής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επίδικου μισθίου, με τη δικογραφημένη του θέση περί άγνοιας και παρεπόμενης άρνησης τού, την οποία ο Εναγόμενος, ως φαίνεται, δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει. Τα όσα άλλα προβάλλονται αναφορικά με την αυθεντικότητα του εγγράφου, αλλά και με την έρευνα, στην οποία η πλευρά του προέβη δεν συνδέονται - και δεν θα μπορούσαν να συνδεθούν - επαρκώς με τη δήλωση της οποίας ζητείται η απόσυρση, ανεξάρτητα αν αυτά θα μπορούσαν να εγερθούν και ν’ αποτελέσουν εντελώς άλλους ξεχωριστούς λόγους αντιδικίας.

Εν όψει του ότι το Τεκμήριο Χ κατατέθηκε ολόκληρο και δεν έγιναν επιμέρους παραδοχές γεγονότων, δεν το θεωρώ εκτός των πιθανοτήτων πράγματι να διέλαθε της προσοχής της πλευράς του Εναγόμενου ότι με τη δήλωση τούτη πιθανώς η δικογραφημένη θέση, έτσι όπως είχε καταγραφεί, να θεωρείτο αναιρεθείσα ή ότι εν πάση περιπτώσει συγκρουόταν με μέρος του εγγράφου το οποίο έγινε παραδεχτή η αλήθεια του περιεχομένου του.

Συνυπολογίζοντας λοιπόν και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, δηλαδή τ’ ότι εκκρεμεί ακόμη η κυρίως εξέταση της Ενάγουσας, το γεγονός ότι δεν διαπίστωσα οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο η Ενάγουσα να επηρεάζεται δυσμενώς, το γεγονός ότι οι δηλώσεις των δικηγόρων περί παραδεχτών γεγονότων έγιναν μόλις την ίδια ημέρα που ξεκίνησε και η μαρτυρία της Ενάγουσας, αλλά και το ότι το αίτημα γι’ απόσυρση προβλήθηκε αμέσως μετά τη δικάσιμο κατά την οποία η δήλωση είχε γίνει, θεωρώ ότι η πλευρά του Εναγόμενου δεν θα πρέπει ν’ αποτραπεί από το να εμμένει στον δικογραφημένο ισχυρισμό της. Κάτι τέτοιο, θα αποστερούσε την ευκαιρία στην πλευράς του Εναγόμενου να προωθήσει την επίμαχη δικογραφημένη θέση, έστω κι αν πρόκειται περί άγνοιας και παρεπόμενης απόρριψης ισχυρισμού της Ενάγουσας. Επισημαίνω - με κίνδυνο να υποδείξω το προφανές - ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την όποια εκφρασθείσα θεώρηση οποιασδήποτε εκ των διαδίκων πλευρών, αναφορικά με την επάρκεια ή το εύρος της οποιασδήποτε δικογραφημένης θέσης, παρά μόνο και για τους λόγους που μόλις ανέλυσε - με γνώμονα το σύνολο των περιστάσεων και των Νομολογιακών αρχών - επιτρέπει στον Εναγόμενο ν’ αποσύρει τη δήλωσή του περί αποδοχής του Τεκμηρίου Χ για την αλήθεια του περιεχομένου του.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι η Αίτηση πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει. Εκδίδεται Διάταγμα ως το Α της Αίτησης ημερομηνίας 3.4.25.

Ως προς τα έξοδα της Αίτησης διαπιστώνω τα εξής: η ανάγκη - αλλά και η μόνη εν τέλει βάσιμη αιτιολογία - για την απόσυρση της δήλωσης είναι το λάθος της πλευράς του Εναγόμενου. Επιπροσθέτως, η Αίτηση προβλήθηκε από την πλευρά του Εναγόμενου μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας και ενώ το μεγαλύτερο μέρος της κυρίως εξέτασης της Ενάγουσας είχε ολοκληρωθεί. Η δε τύχη της Αίτησης κρίθηκε στη βάση μόνο ενός μέρους των αιτιάσεων που πρόβαλε η πλευρά του Εναγόμενου, ενώ ως διαφάνηκε και παρά τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του προφορικού αιτήματος για καταχώριση της, η πλευρά του επανέλαβε και προώθησε τις ίδιες θέσεις και στην παρούσα Αίτησης, μεγεθύνοντας τοιουτοτρόπως το ζήτημα και γενικότερα την παρούσα ενδιάμεση διαδικασία. Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι παρά την επιτυχία της Αίτησης, τα έξοδα για αυτή θα πρέπει να τα επωμιστεί η πλευρά του Εναγόμενου μειωμένα κατά 25%. Επιδικάζονται συνεπώς έξοδα της Αίτησης υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά το 25%.

 

…………………………..

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής                  

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο