Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας
Ενώπιον: Μ. Παπαϊωάννου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 4186/2019
Μεταξύ:
KOTSONIS ENTERPRISES LTD Ενάγουσας
Και
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, της Δημοκρατίας
Εναγόμενου
Αίτηση τροποποίησης ημερ. 24/10/24
Ημερομηνία: 20 Οκτωβρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα / Αιτήτρια: κα Ιωαννίδου
Για Εναγόμενο / Καθ΄ου η αίτηση: και Πετρίδου
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα ζητά αποζημιώσεις στη βάση του άρθρου 146(6) του Συντάγματος για ζημιές που υπέστη από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19/10/2012 (με αρ. 4508), με την οποία οι Διοικητικές Περιοχές Νήσου και Πέρα Χωρίου μετατράπηκαν σε Γεωργική Ζώνη Γ3 από Βιομηχανική Ζώνη Β1(ΕΧ) και Β1(Υ), η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 8/6/15 στην προσφυγή της Ενάγουσας υπ.αρ.1955/2022 καθώς και αποζημιώσεις λόγω της παράλειψης του Εναγομένου να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση και να επαναφέρει τη ζώνη σε Βιομηχανική. Στην Έκθεση Απαίτησης της η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι 32 κτήματα που κατείχε και είχαν ενταχθεί στην Βιομηχανική Ζώνη αξιοποιήθηκαν και ή πωλήθηκαν πριν υποβαθμιστούν στη Γεωργική Ζώνη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης σε σχέση με δύο συγκεκριμένα τεμάχια της Ενάγουσας (239 και 687) απορρίφθηκε η αίτηση της για άδεια οικοδομής για δύο και έξι βιομηχανικές αποθήκες, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η Ενάγουσα πώλησε σε συγκεκριμένη Εταιρεία βιομηχανικά τεμάχια έναντι 20.000.000 ευρώ και ως αποτέλεσμα της μετατροπής της Βιομηχανικής Ζώνης σε Γεωργική, η συμφωνία ακυρώθηκε, με αποτέλεσμα να απωλέσει το προϊόν της πώλησης και να υποστεί ζημιές που συνίσταντο στη μείωση της αξίας της γης και απώλεια προσόδων και εξόδων. Στην αρχική Ε/Υ του ο Εναγόμενος ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση ημερ.19/10/2012 ήταν πρωτόδικη και ότι έχει εφεσιβληθεί, αρνείται δε την όποια παρανομία της απόφασης καθώς και τη σύνδεση των επικαλούμενων ζημιών με τον Εναγόμενο ενώ ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω ζημιές δεν εμπίπτουν στο άρθρο146(6) του Συντάγματος. Στην τροποποιημένη Ε/Υ του Εναγόμενου, όταν πλέον εκδόθηκε η απόφαση στην εφεσιβληθείσα απόφαση στην προσφυγή της Ενάγουσας, με την οποία η προσφυγή απορρίφθηκε ηγέρθη ο ισχυρισμός ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας έχει εκλείψει, καθώς και σχετική προδικαστική ένσταση. Στην Απάντηση της στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση την οποία καταχώρησε στις 12.6.23 η Ενάγουσα αρνείται την εν λόγω προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι από το σύνολο των γεγονότων που αναφέρονται στην Ε/Α οι ζημιές που υπέστη είναι αποτέλεσμα της αλλαγής των ζωνών «μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».
Με αυτή την αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 24.10.24, η αιτήτρια αιτείται:
1. α) Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον την τροποποίηση της παραγράφου 13 της Έκθεσης Απαίτησης με την προσθήκη στο τέλος αυτής της κάτωθι πρότασης. Την 04/04/22 το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση.
Την τροποποίηση της παραγράφου 19 της Έκθεσης Απαίτησης ως ακολούθως:
1.Με την διαγραφή από την αξίωση Α από την πρώτη γραμμή των λέξεων «δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος» και την διαγραφή από τις τελευταίες δύο γραμμές της αξίωσης Α των λέξεων «και η οποία ακυρώθηκε την 8/6/2015, υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν της υπ’ αριθμό 1955/2012 Προσφυγής της Ενάγουσας.
2. Με την αντικατάσταση της παραγράφου 19Β της Έκθεσης Απαίτησης με την κάτωθι παράγραφο:
3. Με την διαγραφή από την παράγραφο 19Γ της Έκθεσης Απαίτησης των τελευταίων λέξεων «για συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου ημ.8/6/2015.»
Η αίτηση βασίζεται επί των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών Δ.25 Θ1-5, Δ.48 Θ.1, 2 και 3 ως επίσης και στην συμφυή εξουσία και Πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του κ. Φαίδωνα Λεμή, διευθυντή της Ενάγουσας, ο οποίος ως αναφέρει είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την τελευταία να προβεί στην ένορκη δήλωση. Έχει στην κατοχή και φύλαξη του τον φάκελο της υπόθεσης και γνωρίζει καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης την οποία χειρίζεται από χρόνια. Για τα νομικά θέμα λαμβάνει συμβουλή από τον δικηγόρο κ. Θεόδωρο Μ. Ιωαννίδη.
Ως ο ενόρκως δηλών επίσης αναφέρει, μετά την καταχώρηση της αγωγής και μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος το Ανώτατο Δικαστήριο στις 04/04/22 ακύρωσε με την Αναθεωρητική Έφεση 86/15 την Πρωτόδικη Απόφαση ημερ.8/06/15, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Βιομηχανική Ζώνη στην οποίαν υπάγοντο τα ακίνητα της Ενάγουσας στη Περιοχή της Νήσου, επανέρχοντο σε Γεωργική Ζώνη. Με την αίτηση, επιζητείται η διαγραφή των ισχυρισμών που σχετίζονται με την προσφυγή υπ’ αριθμό 1955/2012 και αναφέρονται στο Αιτητικό της αγωγής.
Σύμφωνα με τον ομνύοντα, η βάση της αγωγής παραμένει η ίδια και η τροποποίηση που επιζητείται είναι η διαγραφή από το Αιτητικό για αποζημιώσεις των ισχυρισμών που αναφέρονται στην προσφυγή 1955/2012.
Δεν επιδιώκεται η προσθήκη οποιωνδήποτε νέων ισχυρισμών αλλά η διαγραφή ισχυρισμών από την αξίωση για αποζημιώσεις που σχετίζονται με την προσφυγή 1955/2012.
Επίσης, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα δεν τροποποιείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η βάση και η ουσία της αγωγής, αλλά απλά διορθώνονται οι αιτούμενες θεραπείες.
Είναι δε η θέση του ότι το Δικαστήριο πάντοτε εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την βάση της αγωγής και όχι από τις αιτούμενες θεραπείες.
Προσθέτει ότι τα πιο πάνω γεγονότα δεν ήταν σε γνώση τους κατά την σύνταξη της Έκθεσης Απαίτησης, αφού έχουν προκύψει μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης.
Οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες ώστε να υπάρξει δίκαιη δίκη σε σχέση με τα αιτητικά για αποζημιώσεις και ο Εναγόμενος δεν θα υποστεί οποιανδήποτε ζημιά από τις αιτούμενες τροποποιήσεις που δεν αποζημιώνονται με έξοδα.
Ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση.
Η ένσταση βασίζεται στο Άρθρο 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 Θ.1-27, Δ.20 Θ.1-5, Δ.21 Θ.1-15, Δ.25 Θ.1-6, Δ.39 Θ.1-21, Δ.48 Θ.1-12, Δ.9, θθ.2, 10, Δ.63, θ. 2 και Δ.64, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε οποιαδήποτε άλλη σχετική καθοδηγητική νομολογία, καθώς επίσης στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:
- Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και/ή για την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας και/ή η αιτούμενη θεραπεία δεν στοιχειοθετείται κατά νόμο και ουσία και/ή οι αιτούμενες τροποποιήσεις θέτουν την ισχυριζόμενη βάση αγωγής των Εναγόντων εκτός του πλαισίου του παρακλητικού του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος και/ή εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.
- Η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης έχει γίνει με υπέρμετρη καθυστέρηση και/ή οι Αιτητές εμποδίζονται και/ή κωλύονται να προωθούν στο παρόν στάδιο την υπό κρίση διαδικασία καθώς τα ζητήματα τα οποία επιχειρουνται να εισαχθεί μέσω της προτεινόμενης τροποποίησης ήταν εις γνώση τους πολύ προηγουμένως της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης και/ή ενεργούν καταχρηστικά και σε κάθε περίπτωση επιχειρείται η προσθήκη νέας βάσης αγωγής.
- Η υπό κριση αίτηση γίνεται με μεγάλη και/ή με υπέρμετρη καθυστέρηση η οποία δεν δικαιολογείται καθόλου στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, υπάρχει πρωτοφανής και/ή υπέρμετρη και/ή μακρά και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση (latches) στην υποβολή της παρούσας αίτησης με την οποία ζητείται η αιτούμενη τροποποίηση , αναφορικά με γεγονότα που ήταν γνωστά και/ή έπρεπε να ήταν γνωστά στους ενάγοντες - αιτητές πριν την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης τους και πριν το προγραμματισμό της υπόθεσης σε ενδιάμεσα δικονομικά στάδια σε σχέση με τα οποία οι Αιτητες έμειναν άπρακτοι.
- Η αιτούμενη τροποποίηση των Εναγόντων δεν είναι γνήσια και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους και/ή ότι έγινε καλόπιστα πρός κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης και/ή για να προστατέψουν τα δικαιώματα τους και/ή για να τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου τα αληθή και τα πραγματικά γεγονότα αλλά αποτελεί προσπάθεια πρόκλησης περαιτέρω καθυστέρησης και προσπάθεια εισαγωγής νέας βάσης αγωγής σε μια προσπάθεια διάσωσης της παρούσας διαδικασίας εις βάρος των δικαιωμάτων των Καθ’ων η Αίτηση καταστρατηγώντας τις διαδικασίες υποβάλλοντας τα διάδικα μέρη σε ατέρμωνες δικαστικές διαδικασίες.
- Οι ενάγοντες - αιτητές δεν παρουσιάζουν εύλογη αιτία και/ή κανένα λόγο και/ή δεν έχουν αιτιολογηθεί καθόλου οι λόγοι που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και/ή δεν δίδουν καμία δικαιολογία για ποίο λόγο ζητούν την αιτούμενη τροποποίηση και δεν προβάλλουν κανένα λόγο για να δικαιολογήσουν την υπέρμετρη καθυστέρηση τους.
- Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αιτηση είναι έκδηλα ανεπαρκής και/ή ελλιπής και/ή δεν μπορεί να στηρίξει τις αιτούμενες τροποποιήσεις και/ή σε αυτήν δεν προβάλλεται καμία δικαιολογία και/ή κανένας λόγος που να δικαιολογεί στο ελάχιστο είτε την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος είτε από που προέκυψε η ανάγκη υποβολής τους είτε για ποίο λόγο οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν συμπεριλήφθηκαν εξ αρχής στην έκθεση απαίτησης.
- Τόσο η αίτηση τροποποίησης όσο και η ένορκη δήλωση που την συνοδεύει είναι καταχρηστικές και/ή δεν πληρούν τις προυποθέσεις που τάσσει η νομολογία και/ή σχετικοί νόμοι και κανονισμοί.
- Με την παρούσα αίτηση τροποποίησης αναπόφευκτα συνεπάγεται ο επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων και εισαγωγής νέας βάσης αγωγής ενόσω το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας έχει εκλείψει και/ή δεν πληροί τις προϋποθέσεις στη βάση των όρων και/ή προϋποθέσεων που εδράζεται. Το αιτούμενο διάταγμα θα επιφέρει τέτοια βλάβη στους Εναγόμενους που δεν θα είναι δυνατόν να αποζημιωθεί με έξοδα και σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής με την επιδιωκόμενη τροποποίηση προσπάθεια ανεπίτρεπτη στη βάση των δεδομένων της υπό εξέταση περίπτωσης.
- Η αιτούμενη τροποποίηση δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις και/ή δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να επιτραπεί.
- Η υπό κρίση αίτηση είναι σε αντίθεση με το αρ. 30 του Συντάγματος και καμία εξήγηση και/ή δικαιολογία δίδεται για την επιδειχθείσα καθυστέρηση.
- Το πραγματικό υπόβαθρο που στηρίζει την Αίτηση είναι ανεπαρκές και/ή δεν δικαιολογεί την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων και/ή τα όσα επιχειρείται να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό και/ή δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη και/ή να επηρεάσουν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
- Η υπό κρίση αίτηση είναι καταχρηστική και επηρεάζει τα δικαιώματα των Καθ' ων η αίτηση και με την υπό κρίση αίτηση εκτροχιάζεται πλήρως η όλη διαδικασία και επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής ενόσω το επίδικο αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας έχει εκλείψει και/ή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου με δεδομένο την Έκδοση της Απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση υπ. Αριθμό 86/15 την 4/4/2022 με την οποία η έφεση στην πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή και παραμερίστηκε η Προσφυγή 1955/2012.
- Οι Ενάγοντες δεν αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα σε σχέση με τα ως άνω εναντίον των Εναγόμενων και δεν υφίσταται ισχυριζόμενη αξίωση εις βάρος τω Εναγόντων.
- Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, παράτυπη αντικανονική και/ή η νομική της βάση πάσχει και/ή είναι ελλιπής.
- Η Αίτηση γίνεται καταχρηστικά, επιπόλαια, απαράδεκτα και κακόπιστα με μοναδικό σκοπό την περαιτέρω καθυστέρηση και/ή εκτροχιασμό και/ή περιπλοκή της όλης διαδικασίας και της πρόκληση βλάβης στα δικαιώματα του Καθ’ων η Αίτηση και καταστρατηγείται η αρχή της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων.
- Οι Αιτητές κωλύονται και/ή εμποδίζονται να προωθούν την υπό κρίση Αίτηση και η υπό κριση αίτηση δεν είναι δικαιολογημένη και αντίκειται στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της ισότητας των όπλων.
- Η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και αστήρικτη και η αίτηση είναι καταχρηστική και επηρεάζει τα δικαιώματα των Καθ' ων η αίτηση.
- Η υπό κρίση αίτηση εκτροχιάζει πλήρως την όλη δικαστική διαδικασία και η υπό κρίση αίτηση δεν είναι δικαιολογημένη και αντίκειται στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της ισότητας των όπλων.
- Οι Αιτητές προχώρησαν με υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης και η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση δεν δικαιολογείται και/ή δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις.
- Η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και υπονόμευση και αποδυνάμωση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών και υπονόμευση και αποδυνάμωση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών.
Η ένσταση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Αδάμου Σελίπα, δικηγόρου στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα στην Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, δικηγόρων των Εναγόμενου/Καθ’ ου η Αίτηση και πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένου να προβεί στην παρούσα. Ως αναφέρει, τα θέματα που εγείρονται είναι αμιγώς νομικά, γνωρίζει δε καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από μελέτη των εγγράφων, των ενόρκων δηλώσεων που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου αλλά και από πληροφόρηση και έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του από τη δικηγόρο Κατερίνα Πετρίδου η οποία χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση.
Σύμφωνα με τη θέση τους η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη, λανθασμένη, αντικανονική και άκυρη καθότι δεν πληροί τις τυπικές δικονομικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται.
Σημειώνει ότι η υπό κρίση Αίτηση σκοπεύει στην εισαγωγή νέας βάσης αγωγής σε σχέση με γεγονότα που ήταν ήδη γνωστά στους Ενάγοντες από πολύ νωρίς στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Συγκεκριμένα στις 15/6/2022 καταχωρήθηκε αίτηση εκ μέρους των Εναγόμενων με σκοπό την τροποποίηση της Υπεράσπισης των Εναγόμενων με την εισαγωγή των νέων ζητημάτων που είχαν προκύψει από την εξέλιξη της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε η τροποποίηση της Υπεράσπισης με την εισαγωγή, μεταξύ άλλων, και της προδικαστικής ένστασης στη βάση της οποίας τέθηκε ο ισχυρισμός των Εναγόμενων ότι οι Ενάγοντες κωλύονται από το να προωθούν την παρούσα αγωγή αφού δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου. Επιπρόσθετα επιχειρήθηκε τροποποίηση της Υπεράσπισης με την οποία, μεταξύ άλλων, τέθηκε και ο ισχυρισμός ότι η Απόφαση ημερομηνίας 8/6/2015 δεν αφορούσε επί της ουσίας την επίδικη αξίωση. Η Έφεση έγινε αποδεκτή και η Πρωτόδικη Απόφαση ημερομηνίας 8/6/2015 παραμερίστηκε στις 4/4/2022, συνακόλουθα ουδεμία βάση αγωγής υφίσταται σε σχέση με τους ισχυρισμούς που η Ενάγουσα έχει δικογραφήσει στη βάση του Γενικώς Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος ημερομηνίας 27/12/2019. Σημειώνει επίσης ότι οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν την αίτηση Τροποποίησης της Υπεράσπισης των Εναγόμενων, σχετικό διάταγμα εκδόθηκε την 1/11/2022 και η Τροποποιημένη Υπεράσπιση των Εναγόμενων καταχωρήθηκε την 9/12/2022 ενώ η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση στις 12/6/2023.
Σε κάθε περίπτωση είναι η θέση του ότι η αξίωση των Εναγόντων αφορά κατ’ ισχυρισμό αποζημιώσεις ως εκ του αποτελέσματος της απόφασης που ακυρώθηκε την 8/6/2015 από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπ’ αριθμό 1955/2012 Προσφυγή της Ενάγουσας και λόγω κατ’ ισχυρισμό παράλειψης των Εναγόμενων να συμμορφωθούν με την εν λόγω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία απόφαση ως ήταν και είναι γνωστό στους Ενάγοντες ανατράπηκε την 4/4/2022 με τον παραμερισμό της Πρωτόδικης Απόφασης ημερομηνίας 8/6/2015. Με την επιδιωκόμενη τροποποίηση επιχειρείται η προσθήκη νέας βάσης αγωγής κατά τρόπο απαράδεκτο μεταβάλλοντας επί της ουσίας τη βάση αγωγής των Εναγόντων και προσθέτοντας νέα βάση αγωγής σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό αξίωση το αντικείμενο της οποίας έχει εκλείψει, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν πληροί τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις.
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις μετατρέπουν την ουσία, τη φύση και τον χαρακτήρα της αγωγής, κατά τρόπο που η τροποποίηση αλλάζει την αγωγή μετατρέποντας την σε αγωγή ουσιωδώς διαφορετικού χαρακτήρα, προσπάθεια η οποία ευρίσκεται έξω από τα επιτρεπτά όρια από πλευράς δικογραφικών κανόνων.
Σε κάθε περίπτωση το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ημερομηνίας 27/12/2019 των Εναγόντων δεν μπορεί να υποστηρίξει τις επιχειρούμενες τροποποιήσεις της Έκθεσης Απαίτηση καθότι η βάση αγωγής ως έχει στην υφιστάμενη της μορφή δεν ανταποκρίνεται στις λεπτομέρειες που προωθούνται με την επιχειρούμενη τροποποίηση. Επιπρόσθετα, αποτελεί θέση του ομνύοντα ότι επιδιώκεται η εισαγωγή νέου ισχυρισμού σε σχέση με τον οποίον δεν προβάλλεται και δεν παρέχεται η οποιοδήποτε αναφορά σχετικότητας στη βάση των επίδικων ζητημάτων.
Επίσης ο ενόρκως δηλών εισηγείται ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου και δεν αφορούν επίδικο αντικείμενο που θα μπορούσε να αποφασιστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται καθ’ ύλην δικαιοδοσία για την εξέταση των επιχειρούμενων τροποποιήσεων ως προωθούνται με την υπό εξέταση αίτηση.
Διαζευκτικά και άνευ βλάβης των ως άνω προβάλλεται η θέση ότι δεν παρέχεται η οποιαδήποτε δικαιολογία σε σχέση με τον χρόνο που έχει διαρρεύσει από την Τροποποίηση της Υπεράσπισης των Εναγόμενων και το στάδιο στο οποίο επιχειρήθηκε η προώθηση της παρούσας διαδικασίας. Όλα τα γεγονότα ήταν σε γνώση των Αιτητών από το 2022 και το 2023 που καταχωρήθηκε η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση των Εναγόμενων. Οι ισχυρισμοί που προσπαθούν να εισάξουν με την υπό κρίση αίτηση θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να είχαν εντοπιστεί έγκαιρα πριν από την ημερομηνία καταχώρησης της Απάντησης στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση των Εναγόμενων και σε κάθε περίπτωση πολύ πριν την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Συνεπώς, σύμφωνα με τη θέση τους η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε αργά και σε πολύ προχωρημένο στάδιο με αδικαιολόγητη και υπέρμετρη καθυστέρηση, ολιγωρία, αμέλεια και αδιαφορία και χωρίς οιανδήποτε προς τούτο επαρκή δικαιολογία.
Πρόσθετα, η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και δεν είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους ή αβλεψίας αλλά εκ των υστέρων προσπάθειας για εισαγωγή νέας αιτίας αγωγής κατά τρόπο όμως που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από το παρακλητικό του Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριου Εντάλματος που αποτελεί τη βάση και την ουσία της αξίωσης των Εναγόντων.
Με την αίτηση τους οι Αιτητές ουσιαστικά προσπαθούν τώρα και μετά την πάροδο περίπου πέντε (5) ετών να προβάλουν και αιτούνται την προσθήκη μιας εντελώς πρωτάκουστης εκδοχής η οποία έρχεται σε αντίθεση τόσο με την αρχική τους απαίτηση όσο και με την ήδη εξελιχθείσα δικονομική συμπεριφορά τους στη βάση της οποίας επιδίωκαν συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ζητούν δε την τροποποίηση της απαίτησης τους και επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων χωρίς να αποκαλύπτουν επί της ουσίας αγώγιμο δικαίωμα εις βάρος των Εναγόμενων, καθυστερώντας με αυτό τον τρόπο και την προώθηση της υπόθεσης χωρίς να δίδουν την παραμικρή αιτιολογία.
Σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας αίτησης, σύμφωνα με τον ομνύοντα, θα πρέπει ουσιαστικά να γίνει εκ νέου επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων και της δικογραφίας κατά τρόπο που ανατρέπεται η νομική βάση του αρχικώς καταχωρημένου κλητηρίου εντάλματος ως έχει δικογραφικά καθοριστεί με την καταχώρηση του Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριου Εντάλματος ημερομηνίας 27/12/2019. Επιπλέον, στην αίτηση των Εναγόντων και την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει δεν προβάλλεται ουσιαστικός και βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης ή ακόμα και από που προκύπτει η ανάγκη της αιτούμενης τροποποίησης στη βάση του συνόλου των ισχυρισμών που έχουν μέχρι στιγμής προωθηθεί στη διαδικασία μέσω των εμπλεκόμενων μερών. Περαιτέρω, τυχόν έγκριση της αίτησης θα έχει αδικαιολόγητες και χρονοβόρες συνέπειες αφού θα μεταβάλει τα εγειρόμενα επίδικα θέματα και τη βάση της κατ’ ισχυρισμό απαίτησης των Εναγόντων.
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, η προσπάθεια προβολής νέας βάσης αγωγής, μέσω της τροποποίησης του δικογράφου των Εναγόντων κατά τρόπο εντελώς αντίθετο από την υφιστάμενη βάση αγωγής ως αυτή έχει διαμορφωθεί δικογραφικά και στη βάση του παρακλητικού του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος ημερομηνίας 27/12/2019, δεν μπορεί να δικαιολογήσει και τεκμηριώσει το αίτημα τους υπό τις περιστάσεις. Με την αιτούμενη τροποποίηση οι Ενάγοντες επιδιώκουν να διορθώσουν το αβάσιμο του νομικού πλαισίου της αξίωσης τους έναντι των Εναγόμενων και προσπαθούν να εισάγουν νέα βάση αγωγής στη βάση του ότι η υφιστάμενη βάση αγωγής δυνάμει του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος έπαψε να υφίσταται. Προσπαθούν παράλληλα να μεταβάλουν την βάση της απαίτησης τους με την προσθήκη ισχυρισμών οι οποίοι είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι με τους ισχυρισμούς που μέχρι τώρα προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητήριου Εντάλματος και της δικογραφίας στην οποία εδραιώθηκε η ως άνω αξίωση. Επίσης δεν δίνεται καμία εξήγηση που να δικαιολογεί υπό τις περιστάσεις την αιτούμενη τροποποποίηση και πως αυτή προέκυψε σε συνάρτηση με τους υφιστάμενους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης τους.
Το γεγονός της μη προώθησης εξ υπαρχής κανενός εκ των αιτητικών που προωθούνται μέσω της Έκθεσης Απαίτησης δείχνει ότι τα αιτητικά αυτά δεν είχαν σκοπό να προωθηθούν κατά την σύνταξη της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων και του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος ημερομηνίας 27/12/2019, αφού οι Ενάγοντες μπορούσαν και είχαν την δυνατότητα να τις προωθήσουν από την σύνταξη του δικογράφου αφού ήταν ισχυρισμοί και γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά στους Ενάγοντες ακόμα και πριν τη σύνταξη του δικογράφου της Απάντησης στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση των Εναγόμενων.
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων. Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι συνήγοροι υποστήριξαν τις θέσεις τους με αναφορά στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Έχω θέσει ενώπιον μου όσα ανέφεραν και θα σταθώ σε αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Δ.25 θ.1, όπως έχει τροποποιηθεί, προνοεί τα ακόλουθα:
«1. (1) Μετά την καταχώρηση αλλά πριν την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, ο ενάγων δύναται οποτεδήποτε χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη:
Νοείται ότι σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, επίδοση κλητηρίου εντάλματος εννοείται σε οποιοδήποτε εξ αυτών.
(2) Μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη:
Νοείται ότι, όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση, ανάλογα με την περίπτωση, τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης. Όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση του, τροποποιημένη απάντηση, όπου χρειάζεται.
Νοείται ότι, όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών.
(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»
Στην υπό κρίση περίπτωση η αγωγή καταχωρίστηκε μετά τις 1.1.2016, και η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες δυνάμει των προνοιών της Δ.30 συνεπώς εφαρμόζεται η Δ.25 θ.1.(3) η οποία διέπει το θέμα της τροποποίησης μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες.
Από το λεκτικό της Δ.25 θ.1.(3) προκύπτει ότι η τροποποίηση δικογράφου, μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες, δεν επιτρέπεται, με εξαίρεση την τροποποίηση που σκοπεί στη διόρθωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και στην περίπτωση που η τροποποίηση είναι αναγκαία, λόγω του ότι έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση του δικογράφου του οποίου σκοπείται η τροποποίηση. Αναμφισβήτητα η νέα Δ.25 θ.1(3) συνιστά παρέκκλιση από την μέχρι τώρα αποκρυσταλλωθείσα από τη νομολογία μας αρχή σύμφωνα με την οποία η τροποποίηση δικογράφου μπορούσε να επιτραπεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εκτός στις περιπτώσεις εκείνες που θα προκαλούσε βλάβη στα δικαιώματα του αντιδίκου, η οποία δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με την έκδοση κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. (Ikos CIF Ltd v Coward κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ.663).
Σκοπός της νέας Δ.25 και της νέας Δ.30 είναι να σταματήσουν οι ανεξέλεγκτες τροποποιήσεις δικογράφων επιβάλλοντας στους συντάξαντες τα δικόγραφα πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια και περιορίζοντας ουσιαστικά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αιτήματα τροποποίησης. Υπάρχουν αρκετές πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες δεν είναι μεν δεσμευτικές, αλλά έχουν ερμηνεύσει την έννοια του «καλόπιστου λάθους και/ή αβλεψίας». Στην πρόσφατη υπόθεση του Εφετείου MONOKO (ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΤΔ V C & S AMART MOVE DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. Ε99/2022, ημερ. 3.10.25, ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος με μονομελή σύνθεση, υιοθέτησε την προσέγγιση της Λ. Δημητριάδου Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην ενδιάμεση απόφαση της στην αγωγή 813/2017 Οδυσσέως ν. Σ.Κ.Τ., ημερ. 30/12/2019, λέγοντας τα ακόλουθα:
«Η νέα διαταγή 25 δεν αναφέρεται ειδικά, στην ερμηνεία της φράσης «καλόπιστο λάθος». Κατά την κρίση μου, το καλόπιστο λάθος δεν επεκτείνεται στην παράλειψη προσθήκης κάποιων ισχυρισμών, αλλά περιορίζεται στην τυπικά λανθασμένη σύνταξη του δικογράφου, σε παραλείψεις και σε μικρές ασάφειες ή σε απλά τυπογραφικά λάθη. Με αυτή την έννοια δεν συνιστά καλόπιστο λάθος, η παράλειψη προσθήκης νέων ισχυρισμών, ειδικά αν αυτοί ήταν γνωστοί από πριν στον αιτητή. Σχετική είναι η ενδιάμεση απόφαση της Λ. Δημητριάδου Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην αγωγή 813/2017 Οδυσσέως ν. Σ.Κ.Τ., ημερ. 30/12/2019, στην οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής, δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους.
Στην ίδια υπόθεση Οδυσσέως (ανωτέρω), διατυπώνεται η άποψη ότι οι νέες Δ.25 και Δ.30, αναμφίβολα επιβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια στους συνηγόρους κατά το στάδιο σύνταξης των δικογράφων, αφού τα περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας σε αιτήματα τροποποίησης από πλευράς Δικαστηρίου, είναι πλέον ιδιαίτερα περιορισμένα. Εν ολίγοις, η νέα προσέγγιση πραγμάτων, απαιτεί από όλους τους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, να μεριμνούν δεόντως για την συμπερίληψη όλων των αναγκαίων ισχυρισμών στα δικόγραφά τους, ούτως ώστε να αποφεύγεται η τροποποίηση δικογράφων, σε προχωρημένο στάδιο της δίκης.»
Στην απόφαση Οδυσσέως ν. Σ.Κ.Τ (πιο πάνω), ο Αιτητής προβάλλοντας λόγους ύπαρξης καλόπιστου λάθους και αβλεψίας, δεν το υποστήριξε με τον αναγκαίο βαθμό μαρτυρίας. Αναφέρονται τα εξής διαφωτιστικά:
«Η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της Αγωγής ή συνιστούν αναγκαίες λεπτομέρειες προς υποστήριξη των δικογραφημένων ισχυρισμών δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους μόνο και μόνο γιατί ο Ενάγοντας επέλεξε για τους δικούς του λόγους - κάτι που είναι δικαίωμά του - μόνος του να προωθήσει την Αγωγή του χωρίς την αρωγή δικηγόρου. Ιδιαίτερα δε, όταν επιδιώκεται η συμπερίληψη τόσο εκτεταμένων τροποποιήσεων ως έχει περιγραφεί ανωτέρω. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί ο Αιτητής να επικαλείται την επιλογή του να μην διορίσει εξ αρχής δικηγόρο για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης ως λόγο που να δικαιολογεί την παράκαμψη των δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται.
Η νέα Δ.25 και Δ.30 αναμφίβολα επιβάλλουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια κατά το στάδιο σύνταξης των δικογράφων με τα περιθώρια άσκησης από πλευράς Δικαστηρίου διακριτικής ευχέρειας σε αιτήματα τροποποίησης να είναι ιδιαίτερα περιορισμένα. Η εν λόγω προσέγγιση συνάδει και με την αρχή της υψίστης σημασίας στόχευση (overriding principle) που φαίνεται να καθοδηγεί το πλαίσιο εφαρμογής της νέας Δ.25 και Δ.30.Εν ολίγοις, η νέα προσέγγιση πραγμάτων απαιτεί από όλους να μεριμνούν δεόντως για την συμπερίληψη των αναγκαίων στα δικόγραφά τους.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί κατά το στάδιο σύνταξης της Έκθεσης Απαίτησης στον απαιτούμενο βαθμό εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος και/ή νέα δεδομένα τα οποία δεν ήταν γνωστά κατά τον ουσιώδη χρόνο.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα στην ένορκη δήλωση στην υπό κρίση αίτηση επιζητείται η διαγραφή των ισχυρισμών από την αξίωση για αποζημιώσεις που σχετίζονται με την προσφυγή υπ’ αριθμό 1955/2012 και αναφέρονται στο Αιτητικό της αγωγής και διορθώνονται οι αιτούμενες θεραπείες. Τα πιο πάνω γεγονότα, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα δεν ήταν σε γνώση τους κατά την σύνταξη της Έκθεσης Απαίτησης, αφού έχουν προκύψει μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης.
Ερχόμενη στα γεγονότα της υπό κρίση Αίτησης, υπό το φως των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι με βάση τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η επιχειρούμενη τροποποίηση δεν συνιστά καλόπιστο λάθος. Δεν μπορεί, αφενός να αγνοηθεί ότι δεν έχει γίνει επίκληση τέτοιου λάθους από την Ενάγουσα και αφετέρου ότι δεν έχει καταδειχθεί ή επεξηγηθεί στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας ποιο είναι το εκφραστικό ή τυπογραφικό λάθος το οποίο χρήζει τροποποίησης. Αντίθετα, η επιχειρούμενη τροποποίηση αφορά καταγραφή πρόσθετης αξίωσης, συγκεκριμένα αποζημιώσεων «λόγω της μεγάλης καθυστέρησης με την οποία ελήφθη η απόφαση του Εναγόμενου να επαναφέρει την Βιομηχανική Ζώνη Β1 (ΕΧ) και Β1(Υ) σε Γεωργική Ζώνη Γ3» παραπέμποντας σε νέο, ενδεχομένως ή διαφορετικού χαρακτήρα αγώγιμο δικαίωμα, χωρίς μάλιστα παραπομπή στην εν λόγω ένορκη δήλωση στα υφιστάμενα γεγονότα που να την υποστηρίζουν ή στην υφιστάμενη Έκθεση Απαίτησης, και όχι απλώς σε εσφαλμένη σύνταξη της Έκθεσης Απαίτησης. Η συμπερίληψη στην αγωγή νέας αξίωσης, έχοντας υπόψη την επιχειρούμενη διαγραφή της υφιστάμενης αξίωσης για αποζημιώσεις στη βάση της ακυρωθείσας πλέον απόφασης στην επίδικη προσφυγή, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους. Είναι εμφανές εξάλλου, στη βάση της αγόρευσης της αιτήτριας, η οποία κάνει αναφορά σε ζημιές που προέκυψαν από την καθυστέρηση στην αλλαγή της ζώνης από Βιομηχανική σε Γεωργική, ότι επιχειρείται εμμέσως ουσιώδης μετατροπή του χαρακτήρα του αγώγιμου δικαιώματος της αιτήτριας, μέσω της εισαγωγής νέας αξίωσης.
Επιπλέον, η προτεινόμενη τροποποίηση, λαμβανομένης υπόψη της δοθείσας μαρτυρίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά νέα δεδομένα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών και που προέκυψαν αργότερα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει για την μεταγενέστερη απόρριψη της προσφυγής, όχι όμως για την επιχειρούμενη να εισαχθεί νέα αξίωση. Εν πάση περιπτώσει όχι μόνο δεν έχει τεθεί στην ένορκη δήλωση στην αίτηση ισχυρισμός για τέτοια νέα δεδομένα που να σχετίζονται με την επιχειρούμενη να προστεθεί αξίωση, αλλά η παράγραφος 6 της Απάντησης της Αιτήτριας στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου δεικνύει ότι η θέση ότι οι ζημιές της Αιτήτριας ήταν αποτέλεσμα της καθυστερημένης αλλαγής των ζωνών υφίστατο ήδη κατά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης της.
Παρά το γεγονός ότι τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της Αίτησης, κρίνω σκόπιμο, για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρω ότι θα απέρριπτα την Αίτηση για τον πρόσθετο λόγο της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην προώθηση της. Ως προς τούτο το σημείο αποτέλεσε θέση του Καθ’ ου η αίτηση στην ένορκη δήλωση στην ένσταση ότι ελλείπει η οποιαδήποτε μαρτυρία στην ένορκη δήλωση στην αίτηση σε σχέση με το λόγο που παρατηρείται η καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης. Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι στις 15.6.22 καταχωρήθηκε η αίτηση για τροποποίηση της Υπεράσπισης του Εναγόμενου, στην οποία συγκατατέθηκε η Αιτήτρια. Με την τροποποιημένη του Υπεράσπιση η οποία καταχωρήθηκε στις 9.12.22 ο Εναγόμενος ήγηρε προδικαστική ένσταση που εστιάζετο στην ανυπαρξία πλέον αγώγιμου δικαιώματος της Ενάγουσας ενόψει του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 4.4.2022. Όπως δε προαναφέρθηκε, η Απάντηση της Ενάγουσας στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση καταχωρήθηκε στις 12.6.23.
Στην απόφαση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Ν. Σιακόλα, (1999) 1 Α.Α.Δ. 44 τονίστηκε ότι η μεγάλη καθυστέρηση συναρτάται με τους λόγους που την προκάλεσαν, η δε έννοια της καθυστέρησης προϋποθέτει βέβαια τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας. Αυτό που έχει σημασία είναι η ανεκμετάλλευτη και αναξιοποίητη παρέλευση του χρόνου που διέρρευσε από τη στιγμή που διαπιστώθηκε η ανάγκη για τροποποίηση ή που προέκυψαν τα στοιχεία στα οποία αυτή αναφέρεται. Στη βάση των όσων πιο πάνω αναφέρονται, τουλάχιστον από τις 9.12.2022, κατά την καταχώρηση δηλαδή της αίτησης τροποποίησης της Υπεράσπισης του Εναγόμενου, ήταν γνωστά στην Αιτήτρια όσα σήμερα επιχειρεί να διαγράψει, ενώ τουλάχιστον από την καταχώριση της αγωγής, όσα σήμερα επιθυμεί να προσθέσει. Ουδεμία όμως ικανοποιητική εξήγηση δίδεται γιατί δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα για την τροποποίηση ενωρίτερα, ειδικά μετά που μεσολάβησαν και όλα τα διαβήματα με βάση τη νέα Δ.30 και ειδικά ένορκες αποκαλύψεις εγγράφων, ονομαστικοί κατάλογοι μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας, και αφού η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση για πρώτη φορά στις 3.10.24.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.): ……………………….
Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο