Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ ν. Μιχάλης Μιχαήλ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2178/17, 26/11/2025
print
Τίτλος:
Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ ν. Μιχάλης Μιχαήλ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2178/17, 26/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝΔ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2178/17

Μεταξύ:-

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

Ενάγουσα

-και-

 

1.    Μιχάλης Μιχαήλ

2.               Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης

3.    Πωλίνα Λιασή

4.    Ουρανία Χατζηχριστοφόρου

5.    Αντώνης Λιασή

6.    Photis Photiou Estates Ltd

Εναγόμενοι

 

 

Ημερομηνία:  26 Νοεμβρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κ. Γ. Κυριάκου

Για την Εναγόμενους: κ. Χρ. Πουτζιουρής

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ                               

 

 

 

Η επίδικη διαφορά ως περιορίστηκε

               Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, στη βάση παραδεκτών γεγονότων που κατατέθηκαν από τους συνηγόρους των διαδίκων (βλ. Τεκμήριο A), αλλά και εκατέρωθεν κοινών δηλώσεων τους, καθώς επίσης και αναντίλεκτης ενώπιον μου μαρτυρίας, η Ενάγουσα, περιόρισε τις επιζητούμενες, μέσω του κλητήριου της, θεραπείες, και επιδιώκει, πλέον, την έκδοση απόφασης, εναντίον όλων των Εναγομένων, για το ποσό των €733.179,93, πλέον τόκο προς 9.5% από 01.01.2024 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση των τόκων μία φορά τον χρόνο και δη κάθε 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, καθώς επίσης και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η πώληση, μέσω δημόσιου πλειστηριασμού, του ακινήτου της Εναγόμενης 6, που βαρύνεται με την υποθήκη Υ915/2012 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας. Για σκοπούς της περιορισμένης αυτής απαίτησης της, στους Εναγόμενους 1, 2 και 3, αποδίδεται, από την Ενάγουσα, η ιδιότητα του πρωτοφειλέτη του επίδικου χρέους, ενώ στους Εναγόμενους 4, 5 και 6, η ιδιότητα του εγγυητή (Εναγόμενοι 4 και 5) και του ενυπόθηκου οφειλέτη (Εναγόμενη 6)[1].

 

               Από τα ενώπιόν μου, κοινώς αποδεκτά, γεγονότα, προκύπτει ότι τον Ιούνιο του 2012, μεταξύ της Ενάγουσας, από τη μια, και των Εναγομένων 1, 2 και 3 (ως πρωτοφειλέτες), από την άλλη, συνομολογήθηκε σύμβαση δανείου, με τους Εναγόμενους 4, 5 και 6, υπό τις πιο πάνω ιδιότητές τους, να υπογράφουν σχετικές συμφωνίες για εξασφάλιση της Ενάγουσας σε σχέση με τις υποχρεώσεις των πρωτοφειλετών. Λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων, η Ενάγουσα, τον Απρίλιο του 2017, απέστειλε επιστολή τερματισμού της συμφωνίας δανείου στους Εναγόμενους, και, ακολούθως, στις 19.05.2017, καταχώρησε την παρούσα αγωγή.

 

Στις 23.04.2024, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, οι Εναγόμενοι, στη βάση γεγονότων που έλαβαν χώρα μετά την καταχώρηση της αγωγής, τα οποία γεγονότα, στην ουσία, αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων, καταχώρησαν Περαιτέρω Υπεράσπιση. Τούτα έχουν ως εξής:

 

Στις 22.06.2021, στο πλαίσιο συνεννόησης των διαδίκων, οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3, υπέβαλαν πρόταση προς την Ενάγουσα για αναδιάρθρωση του επίδικου χρέους, αναγνωρίζοντας ως, τότε, χρεωστικό για αυτούς, υπόλοιπο, το ποσό των €1.574.831,55, πλέον τόκο 8.5% από 01.01.2021. Στο πλαίσιο της πρότασής τους, ζήτησαν από την Ενάγουσα όπως αποδεχθεί, έναντι του ανωτέρω χρέους, να εισπράξει €145.000, μέσω πώλησης, σε συνδεδεμένη με αυτή εταιρεία (καθορίζεται στην πρόταση), ενός συγκεκριμένου ακινήτου (επίσης καθορίζεται στη πρόταση), ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου (το οποίο δεν ήταν συμβεβλημένο, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με την Ενάγουσα σε σχέση με την επίδικη τραπεζική διευκόλυνση), καθώς επίσης και να διαγράψει από το χρέος το ποσό των €913.000. Στη πρόταση των Εναγομένων 1, 2 και 3, δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς τον τρόπο που θα εξοφληθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό μετά την διαγραφή των €913.000 και την πίστωση των €145.000. Η Ενάγουσα, στις 26.08.2021, απάντησε γραπτώς στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 ότι η πρόταση τους εγκρίνεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες και καταγράφει ρητώς στην απάντησή της, καθώς επίσης και καθόρισε το τρόπο δράσης εκάστου ενδιαφερόμενου προσώπου, ώστε, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (30 ημερών από την σύνταξη της απάντησής της), να επέλθει η εξόφληση του χρέους. Ζητούσε δε από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3, όπως, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (21 ημερών από τη σύνταξη της απάντησής της), να απαντήσουν εάν αποδέχονται τις προϋποθέσεις που έθετε. Οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3, εντός της ταχθείσας χρονικής περιόδου, απάντησαν γραπτώς ότι αποδέχονται την έγκριση και τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις (τα τρία αυτά έγγραφα αποτελούν το σύνολο του Τεκμηρίου 4, στο εξής «το Τεκμήριο 4»). Ό,τι ζητείτο, στη βάση του Τεκμηρίου 4, από τους Εναγόμενους να πράξουν, το έπραξαν, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα, στη βάση των δικών της υποχρεώσεων (ως αυτές καταγράφονται στο Τεκμήριο 4), να διαγράψει το ποσό των €913.000 από το χρέος και να πιστώσει, επιπροσθέτως, τον επίδικο λογαριασμό με το ποσό των €145.000, έναντι του ακινήτου που μεταβίβασε το τρίτο πρόσωπο στην εταιρεία που υπέδειξε η Ενάγουσα. Ως προς τον τρόπο εξόφλησης του υπολοίπου του χρέους, στο Τεκμήριο 4 γίνεται η εξής αναφορά:

«► Ακύρωση του Πωλητηρίου Εγγράφου προς όφελος της Ουρανίας Μιχαήλ (πρόκειται για την Εναγόμενη 4), το οποίο βαραίνει το ακίνητο 0/[ ] πριν υλοποίηση. Για το εν λόγω ακίνητο θα προχωρήσουν τα μέτρα εκποίησης και με την ολοκλήρωση τους, το υπόλοιπο του λογαριασμού θα εξοφληθεί.»

 

               Σημειώνεται, ότι το πωλητήριο έγγραφο στην ανωτέρω αναφορά, έχει ακυρωθεί προς συμμόρφωση των Εναγόμενων με τις αναληφθείσες, στη βάση του Τεκμηρίου 4, υποχρεώσεις τους. Το μόνο που παρέμεινε, και παραμένει ακόμα, ως η Ενάγουσα αποδέχεται, για να εξοφληθεί το χρέος, είναι να ολοκληρωθούν τα μέτρα εκποίησης του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ] (το οποίο ανήκει στην Εναγόμενη 6 και το οποίο είχε, στο πλαίσιο του επίδικου Δανείου, υποθηκευτεί προς εξασφάλιση της Ενάγουσας), ως στον ανωτέρω όρο του Τεκμηρίου 4 αναφέρεται.

 

Παρά το γεγονός ότι παρήλθε, προ πολλού, ο χρόνος των 30 ημερών από την απάντηση της Ενάγουσας στην ανωτέρω πρόταση των Εναγομένων 1, 2 και 3 για υλοποίηση της διευθέτησης, η Ενάγουσα συνεχίζει μέχρι σήμερα να ενεργεί στη βάση του Τεκμηρίου 4 και να επιδιώκει να εκποιήσει το ακίνητο, ώστε να εξοφληθεί, μέσω της υλοποίησης της εκποίησης, το επίδικο χρέος. Ως η Ενάγουσα προτάσσει, όταν και εφόσον υλοποιηθεί η εν προκειμένω εκποίηση, τότε το επίδικο χρέος των Εναγομένων θα εξοφληθεί και το αντικείμενο της παρούσας αγωγής θα εκλείψει. Προτάσσει, συναφώς, η Ενάγουσα, ότι, αυτό αποτελεί και το μόνο σημείο τριβής μεταξύ των διαδίκων, πλην όμως, δεδομένης της μη, μέχρι σήμερα, υλοποίηση της εκποίησης, νομιμοποιείται να συνεχίζει να προωθεί την παρούσα αγωγή.          

 

               Δεδομένων των πιο πάνω, καθίσταται αναγκαία η εδώ καταγραφή των εκδοχών των διαδίκων ως αυτές προκύπτουν αβίαστα από τη μαρτυρία που η κάθε πλευρά προσκόμισε. Κρίνω σημαντικό, στο σημείο αυτό, να σημειώσω ότι, παρά την εξόφθαλμη, ως θα φανεί ευθύς αμέσως, διάσταση που παρατηρείται στις νομικές εκδοχές των δύο πλευρών, επί των γεγονότων τούτες δεν διαφωνούν ουσιωδώς (πλην του αν ευθύνεται η Ενάγουσα για τη μη μέχρι σήμερα υλοποίηση της εκποίησης), με τη διάσταση τους να επικεντρώνεται, ως επί το πλείστον, στις νομικές συνέπειες των εν λόγω γεγονότων.

 

Η εκδοχή της Ενάγουσας

 

               Είναι η εκδοχή της Ενάγουσας ότι, στη βάση των προνοιών του Τεκμηρίου 4, η εκπλήρωση όλων των εκεί αναφερόμενων ενεργειών – περιλαμβανομένης και της υλοποίησης της εκποίησης - αποτελούσε προϋπόθεση για να απεμπολήσει την ιδιότητα του δανειστή και ή του ενυπόθηκου δανειστή των Εναγομένων, με αποτέλεσμα, συνεπεία της μη μέχρι σήμερα υλοποίησης της εκποίησης του ανωτέρω αναφερόμενου ακινήτου της Εναγόμενης 6, τούτη να διατηρεί το δικαίωμα προώθησης της παρούσας αγωγής με σκοπό να εξασφαλίσει απόφαση στη βάση των όρων των συμφωνιών δανείου και εγγυήσεως, και δη στη βάση του σημερινού χρεωστικού υπολοίπου των Εναγομένων (με γνώμονα τη σχετική κατάσταση λογαριασμού που διατηρεί), καθώς επίσης και διάταγμα για εκποίηση, διά δημοσίου πλειστηριασμού, του εν προκειμένω ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6, στη βάση των όρων της συμφωνίας υποθήκης. Θεωρεί ότι, συγκεκριμένοι όροι του Τεκμηρίου 4, τους οποίους, ειδικώς, επικαλείται (στους οποίους, αυτούσια, αναφορά θα γίνει κατωτέρω), υποστηρίζουν την εν προκειμένω θέση της.

 

Η εκδοχή των Εναγομένων

 

               Από την άλλη, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι εκπλήρωσαν κάθε υποχρέωση τους που πήγαζε από το Τεκμήριο 4, καθότι μεταβιβάστηκε, από τρίτο πρόσωπο (μη διάδικο) συγκεκριμένο ακίνητο σε εταιρεία που τους υπέδειξε η Ενάγουσα, με αποτέλεσμα να καταβληθεί, έναντι του χρέους τους, ποσό ύψους €145.000, καθώς επίσης, η Ενάγουσα, στη βάση του δεδομένου αυτού,  να διαγράψει από το χρέος, το ποσό των €913.000. Επίσης, - πάντα προς συμμόρφωση με τους όρους του Τεκμηρίου 4 – η Εναγόμενη 4 ακύρωσε το, προς όφελός της, εμπράγματο βάρος (πωλητήριο έγγραφο), το οποίο βάρυνε το ενυπόθηκο ακίνητο της Εναγόμενης 6, ώστε η Ενάγουσα να μπορεί να προχωρήσει στην εκποίηση του για σκοπούς εξόφλησης του επίδικου χρέους τους. Κατά τους Εναγόμενους, το μόνο που παραμένει, ώστε το επίδικο χρέος να θεωρηθεί ως εξοφληθέν, είναι η Ενάγουσα να προχωρήσει στην εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6, ενέργεια την οποία μπορεί να εκτελέσει μόνο η Ενάγουσα, χωρίς οι ίδιοι να δύνανται να ενεργήσουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, προς υλοποίησή της ή να αποτελούν εμπόδιο για τη διενέργειά της, και, κατά συνέπεια, η Ενάγουσα κωλύεται (estopped) να προωθεί την παρούσα αγωγή στη βάση των όρων των συμφωνιών δανείου, εγγυήσεως και υποθηκών, δικαίωμα το οποίο έχει απεμπολήσει (waived) και ή αντικαταστήσει (novated) με τα σχετικά δικαιώματά της ως αυτά προβλέπονται στο Τεκμήριο 4.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

               Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσής της, η Ενάγουσα παρουσίασε ένα μάρτυρα (Ανδρέα Ανδρέου – Μ.Ε.1), ενώ, για σκοπούς αναχαίτησής της, η Εναγόμενη παρουσίασε τον Εναγόμενο 1. Μετά το πέρας της δια ζώσης μαρτυρίας, οι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις που ετοίμασαν.

 

Συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας

Μ.Ε.1

               Ο Μ.Ε.1, μέσω της μαρτυρίας του, και με αναφορά στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν μέσω των παραδεκτών γεγονότων (Τεκμήρια 1 – 8), αλλά και σε λοιπά τεκμήρια που κατατέθηκαν μέσω του (Τεκμήρια 9 – 13), προώθησε ισχυρισμούς ως η ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα να παρέλκει η ανάγκη της εδώ επανάληψής τους. Εκείνο που αξίζει να τονιστεί είναι ότι, κατά τον Μ.Ε.1, ουδέποτε συνομολογήθηκε οποιαδήποτε νέα συμφωνία, παρά μόνο οι διάδικοι, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις - που θα έπρεπε να τηρηθούν στο ακέραιο - κατέληξαν σε συνεννόηση ως προς τον τρόπο διευθέτησης του επίδικου χρέους. Πάντα κατά τον Μ.Ε.1, μία εκ των προϋποθέσεων δεν έχει ακόμα τηρηθεί, με αποτέλεσμα, στη βάση σχετικών ειδικών όρων του Τεκμηρίου 4 (στους οποίους αναφέρθηκε)  η Ενάγουσα να διατηρεί το δικαίωμα να προωθεί την παρούσα αγωγή για σκοπούς εξασφάλισης θεραπειών που δικαιούται στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου, των συμφωνιών εγγύησης και της σύμβασης υποθήκης με αριθμό Υ915/12.

 

               Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, ως ο Μ.Ε.1 παραδέχθηκε, οι Εναγόμενοι έχουν τηρήσει όλες τις, από πλευράς τους, υποχρεώσεις που ανέλαβαν στη βάση του Τεκμηρίου 4, πλην όμως η εκπλήρωση της τελευταίας προϋπόθεσης του εν λόγω Τεκμηρίου (υλοποίηση της εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6), μολονότι βαραίνει την Ενάγουσα, δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί για λόγους που δεν ευθύνεται η τελευταία. Ως προς την, εν προκειμένω, επικαλούμενη, από τον Μ.Ε.1, μη ευθύνη της Ενάγουσας, η αρχική, σχετική, αναφορά του, εντοπίζεται στη γραπτή δήλωσή του (Έγγραφο Α) και συγκεκριμένα στις τρεις πρώτες γραμμές της παραγράφου 9, και έχει ως εξής:

«Για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνονται οι Ενάγοντες και οι οποίοι είναι πέραν του ελέγχου τους, ήτοι το γεγονός ότι δεν είχαν εκδοθεί ξεχωριστοί τίτλοι για τις εν λόγω κατοικίες, δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθούν τα μέτρα εκποίησης.»

 

               Κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του συνηγόρου των Εναγομένων, προέβηκε και στις εξής σχετικές αναφορές:

«Ε.      Θέλω να μου πείτε εξ’ όσων γνωρίζετε εσείς από το Τεκμήριο 4 ποιον όρο δεν έχουν εκπληρώσει οι Εναγόμενοι;

Α.         Τον όρο που εμφανίζεται [...] στη σελίδα 3 το δεύτερο τοξάκι από αριστερά που αναφέρεται (διαβάζει) για το εν λόγω ακίνητο το οποίο είναι το 015437 το οποίο αναφέρεται, για το εν λόγω ακίνητο με την ολοκλήρωσή τους των μέτρων εκποίησης το υπόλοιπο του λογαριασμού θα εξοφληθεί.

Ε.         Άρα αυτή είναι η διαφορά μας δηλαδή;

Α.         Μάλιστα.

Ε.         Και λέω εγώ τώρα βάλατε όρο στους Εναγόμενους να ακυρώσουν το πωλητήριο έγγραφο;

Α.         Εξ όσων γνωρίζω, ναι.

Ε.         Ποιου ήταν η δουλειά να το πουλήσει;

Α.         Με βάση τον όρο η ΚΕΔΙΠΕΣ και η ALTAMIRA που συνεργάζονται θα προχωρούσαν με τα μέτρα εκποίησης, πράγμα και το οποίο έγινε το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε γιατί υπάρχουν κάποια εμπόδια τα οποία πρέπει να τηρηθούν για να τηρηθεί η νομοθεσία των εκποιήσεων θα προχωρήσει και θα ολοκληρωθεί η διαδικασία των εκποιήσεων.

Ε.         Εστείλατε οποιανδήποτε επιστολή για εκποίηση του ακινήτου τούτου;

Α.         Εξ όσων γνωρίζω, έχει ξεκινήσει η τράπεζα το τμήμα των εκποιήσεων αλλά κολλά σε ένα συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος ως προνοείται στη νομοθεσία, το οποίο δεν εντοπίστηκε και προσπαθούμε να πιάσουμε τη συγκατάθεσή του και να σταλεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ε.         Και αυτό συμφωνείς μαζί μου ότι δεν αφορά τους Εναγόμενους;

Α.         Η διαδικασία θα γίνει από την τράπεζα, δεν θα την κάνουν οι Εναγόμενοι. Έχουν συμφωνήσει στο αίτημα αυτό, το οποίο λέει αν ολοκληρωθεί θα προχωρούσαν στη διαγραφή του πωλητηρίου. Πράγμα το οποίο δεν έγινε[2] με αποτέλεσμα σήμερα η πρόταση του Τεκμηρίου 4 με βάση τους όρους και προϋποθέσεις να μείνει κενό αυτό το σημείο. …».

          [E.      …  A.      … […] Ε.    …  Α.     …]

E.    Σου υποβάλλω ότι οι Εναγόμενοι έχουν καλύψει όλους τους όρους των συμφωνιών που έγιναν και είναι δική σας συμφωνία αν πουλούσατε το ακίνητό της επίδικης υπόθεσης.

Α.         Διαφωνώ οι όροι της πρότασης θα ολοκληρωθούν εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκποίησης και έρθει στην κατοχή της ή πωληθεί, τηρώντας τη νομοθεσία των εκποιήσεων τότε θα εξετάσουν το θέμα για να διαγράψουν το υπόλοιπο του δανείου.

            [E.      …  A.      …]

Ε.         Αφού δεν μπορείτε να πωλήσετε όπως λες;

Α.         Είπα ότι έχουν εντοπιστεί ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία προσπαθούμε να βρούμε τη λύση με συγκαταθέσεις όπως προνοείται από τη νομοθεσία χωρίς να παρακάμψουμε τη νομοθεσία.»

 

Εναγόμενος 1

               Και ο Εναγόμενος 1 προώθησε ισχυρισμούς σύμφωνους με την ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή των Εναγομένων. Μολονότι οι επί των γεγονότων θέσεις του συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες θέσεις του Μ.Ε.1 (πλην του ισχυρισμού του ότι η Ενάγουσα ευθύνεται για τη μη, μέχρι τώρα, υλοποίηση της εκποίησης), ως προς τις νομικές επιπτώσεις τούτων, ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται, μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 4 και την εκπλήρωση, από πλευράς των Εναγομένων των δικών τους σχετικών υποχρεώσεων, να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιδιώκει την εξασφάλιση θεραπειών που εδράζονται στις αρχικές συμφωνίες δανείου, εγγυήσεων και υποθηκών. Κατά τον Εναγόμενο 1, η Ενάγουσα, μέσω του Τεκμηρίου 4, συμφώνησε ειδικό τρόπο εξόφλησης του χρέους, άλλο από τον προνοούμενο στη συμφωνία δανείου, και κατά συνέπεια δεσμεύεται να ενεργήσει στη βάση του ώστε να επέλθει η εξόφληση του χρέους. Θεωρεί δε ότι, το Τεκμήριο 4, από μόνο του, αλλά και σε συνδυασμό με το Τεκμήριο 12[3], αποτελούν συμφωνία διευθέτησης της επίδικης διαφοράς, αλλά και άλλων τεσσάρων τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχώρησε η Ενάγουσα στους Εναγόμενους της παρούσας αγωγής και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής η Υπεράσπιση της αντικατάστασης (novation). Προτάσσει, συναφώς, ότι, εν πάση περιπτώσει, η Ενάγουσα έχει απεμπολήσει (waived) το δικαίωμα της να επικαλείται τους όρους των αρχικών συμφωνιών και ή εμποδίζεται (estopped) από το να πράττει τούτο, καθότι οι Εναγόμενοι, στη βάση των όρων του Τεκμηρίου 4, ενήργησαν με τρόπο που μετέβαλαν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους ως αυτές ορίζονται στις αρχικές συμφωνίες. Προς υποστήριξη δε της τελευταίας αυτής θέσης του, παρέπεμψε στη μεταβίβαση ακινήτου από τρίτο πρόσωπο (μη διάδικο στην παρούσα αγωγή) σε εταιρεία που υπέδειξε η Ενάγουσα, καθώς επίσης και στην απόσυρση, από την Εναγόμενη 4, του πωλητηρίου εγγράφου που είχε καταθέσει ως εμπράγματο βάρος επί του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6, του οποίου η εκποίηση θα απολήξει σε εξόφληση του επίδικου χρέους. Τέλος, πάντα κατά τον Εναγόμενο 1, το Τεκμήριο 4 αποτελούσε μέρος μιας συνολικής διευθέτησης πέντε τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχώρησε η Ενάγουσα στους Εναγόμενους και στα συγγενικά τους πρόσωπα, η οποία θα έπρεπε να υλοποιηθεί ταυτόχρονα (παρέπεμψε σε σχετική αναφορά επί της απάντησης της Ενάγουσας – μέρος του Τεκμηρίου 4). Στη βάση δε της θεώρησης αυτής, προβάλλει τη θέση ότι η Ενάγουσα, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί, σήμερα, για την επίδικη τραπεζική διευκόλυνση, να προωθεί την παρούσα αγωγή στη βάση των όρων των αρχικών συμφωνιών, δεδομένου του γεγονότος ότι, κατά τα έτη 2018 – 2020, οι τέσσερεις εκ των πέντε αυτών τραπεζικών διευκολύνσεων (πλην της επίδικης), θεωρήθηκαν από την Ενάγουσα, ως διευθετηθείσες, με αποτέλεσμα να έχουν αποσυρθεί οι σχετικές με τις τρεις εξ αυτών εκκρεμούσες, τότε, αγωγές και να εκληφθεί ως εξοφληθείσα η εκδοθείσα σχετική δικαστική απόφαση σε σχέση με την άλλη. Προτάσσει, συναφώς, ότι, δεδομένης της δέσμευσης της Ενάγουσας, οι δύο συμφωνίες διευθέτησης (Τεκμήρια 4 και 12) να υλοποιηθούν ταυτόχρονα (παραπέμπει, προς τούτο, σε ειδικές, σχετικές, αναφορές επί των εν λόγω τεκμηρίων), η ενέργεια της τελευταίας να θεωρήσει τις άλλες τέσσερεις τραπεζικές διευκολύνσεις ως διευθετηθείσες, είναι δεσμευτική για αυτή και σε σχέση με την επίδικη τραπεζική διευκόλυνση.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

Μ.Ε.1 και Εναγόμενος 1

               Η επιλογή του Δικαστηρίου να αξιολογήσει μαζί τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και του Εναγόμενου 1, δεν είναι τυχαία. Και τούτο γιατί, ως ήδη σημειώθηκε, στην ουσία, οι επί των γεγονότων ισχυρισμοί τους (πλην αυτών που σχετίζονται με την αιτία της μη, μέχρι σήμερα, υλοποίησης της εκποίησης) δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά που τους αντεξέτασε. Εξάλλου, το πλείστο μέρος τούτων, επιβεβαιώνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτά γεγονότα και σχετικά τεκμήρια. Εκείνο που τέθηκε εν αμφιβόλω από την πλευρά που αντεξέταζε, στην κάθε περίπτωση (πλην της ανωτέρω, επί των γεγονότων διαφωνίας τους), ήταν οι νομικές συνέπειες των γεγονότων αυτών, με αμφότερους τους μάρτυρες να μην έχουν θέσει το οποιοδήποτε υπόβαθρο που θα τούς επέτρεπε να εκφράσουν σχετική γνώμη. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά είναι αμιγώς νομικά και αφορούν στο ημεδαπό δίκαιο, στην όποια σχετική μαρτυρία τους δεν μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα, καθότι μοναδικός κριτής των ζητημάτων αυτών είναι το ίδιο το Δικαστήριο.

 

               Εκείνο, ωστόσο, που νιώθω την ανάγκη να καταγράψω εδώ, είναι την αδικαιολόγητη επιμονή του Μ.Ε.1 να ισχυρίζεται ότι το Τεκμήριο 4 δεν αποτελεί συμφωνία, παρά μόνο πρόταση. Και τούτο γιατί, εξόφθαλμα, προκύπτει από το περιεχόμενο του ότι οι διάδικοι, μέσω του Τεκμηρίου 4, συμφώνησαν να διευθετηθεί το επίδικο χρέος με συγκεκριμένο τρόπο, νοουμένου, φυσικά, ότι πληρούνται οι αναφερόμενες στο εν λόγω τεκμήριο προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, ουδέποτε αποτελούσε ζητούμενο το κατά πόσο το Τεκμήριο 4 αποτελεί συμφωνία, αλλά το κατά πόσο τούτη είναι τέτοιας μορφής και είδους, και με τέτοιους όρους, ώστε, ως οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται, η Ενάγουσα να εμποδίζεται να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιζητεί θεραπείες στη βάση των όρων των αρχικών συμφωνιών. Κρίνω, συναφώς, επίσης σημαντικό, να σημειώσω ότι, ο Μ.Ε.1, κατά την αντεξέτασή του, αποδέχθηκε ότι δεν συμμετείχε στην όποια διαβούλευση ή συνεννόηση των διαδίκων που οδήγησε στην ετοιμασία των Τεκμηρίων 4 και 12, και ότι η όποια σχετική τοποθέτησή του εδράζεται στη γνώση που έλαβε από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης, τον οποίο είχε στην κατοχή του. Εν αντιθέσει, η θέση του Εναγόμενου 1 ότι ο ίδιος αποτελούσε μέρος της ομάδας που εκπροσώπησε τους Εναγόμενους στις πιο πάνω διαβουλεύσεις και ή συνεννοήσεις με την Ενάγουσα, δεν αμφισβητήθηκε.

 

               Ως προς τη μη, μέχρι τώρα, υλοποίηση της εν προκειμένω εκποίησης, η θέση του Μ.Ε.1 περί του ότι η Ενάγουσα δεν ευθύνεται για αυτή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή για πέραν του ενός λόγου. Πρώτον γιατί, η σχετική μαρτυρία του παρουσιάζει αντιφάσεις και εναλλαγές, για τις οποίες δεν έδωσε οποιαδήποτε λογική ή άλλως πως εξήγηση, και δεύτερο γιατί, τούτη (η σχετική μαρτυρία του) ήταν γενική και αόριστη σε βαθμό που το Δικαστήριο αδυνατεί να εξετάσει την ορθότητα ή το αληθές της.

 

               Πιο συγκεκριμένα, ως, ευκόλως, προκύπτει από την ανωτέρω, αυτουσίως παρατεθείσα, σχετική, μαρτυρία του, κατά την αρχική, σχετική, εκδοχή του, η εκποίηση δεν υλοποιήθηκε, καθότι δεν είχε εκδοθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας του ακινήτου, χωρίς ποτέ, στο πλαίσιό της (της αρχικής εκδοχής του) να αναφέρει οτιδήποτε περί μη ανεύρεσης ενδιαφερομένων, κατά το Νόμο, προσώπων. Κατά τη δεύτερη, σχετική, εκδοχή του, στο πλαίσιο, πλέον, της αντεξέτασής του, εγκαταλείποντας τον ισχυρισμό του περί μη έκδοσης τίτλου ιδιοκτησίας του ακινήτου, ισχυρίστηκε ότι η μη υλοποίηση της εκποίησης οφείλεται στη μη, μέχρι τώρα, ανεύρεση των ενδιαφερομένων, κατά το Νόμο[4], προσώπων, προς τους οποίους θα πρέπει να επιδοθούν οι προνοούμενες στο Νόμο Ειδοποιήσεις ή να ληφθεί από αυτούς συγκατάθεση. Τέλος, κατά την Τρίτη, σχετική, εκδοχή του, η διαδικασία εκποίησης βρίσκεται, ήδη, σε εξέλιξη αφού έχουν ήδη εντοπιστεί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και το Τμήμα Εκποιήσεων της Ενάγουσας καταβάλλει προσπάθεια να λάβουν από αυτά τις απαραίτητες συγκαταθέσεις, ώστε να προχωρήσει η υλοποίηση της εκποίησης, κάτι που δεν επιτεύχθηκε ακόμα. Ουδεμία εξήγηση δόθηκε από αυτόν ως προς το γιατί, δεδομένης της ξεκάθαρης, τελευταίας, σχετικής, θέσης του, περί ανεύρεσης των ενδιαφερομένων, κατά το Νόμο, προσώπων, προώθησε τις δύο, προηγούμενες, συγκρουόμενες με αυτή, θέσεις. Σημειώνω, φυσικά, ότι, σε κάθε περίπτωση, στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, η Ενάγουσα αφενός αναγνωρίζει τη δέσμευση της από τους όρους του Τεκμηρίου 4 και δηλώνει, αφετέρου, ότι ενεργεί προς συμμόρφωσή τους. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν είναι προσδιοριστική των όποιων ενεργειών της Ενάγουσας που έγιναν (αν έγιναν) με στόχο να υλοποιηθεί η εκποίηση, δεδομένης και της κοινώς αποδεκτής θέσης ότι αποκλειστική ευθύνη για τούτο είχε η ίδια και η συνεργαζόμενη με αυτή εταιρεία διαχείρισης τραπεζικών διευκολύνσεων. Στην ουσία, η σχετική με το ζητούμενο μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίνεται γενική, αόριστη και, επομένως, ανεπαρκής για να μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει ότι η μη, μέχρι τώρα, υλοποίηση της εκποίησης οφείλεται σε λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου της Ενάγουσας, δεδομένου και του χρόνου που παρήλθε από την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου της Εναγόμενης 4.

 

               Κατά συνέπεια, την επί των γεγονότων μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Εναγομένου 1, με εξαίρεση την ανωτέρω αναφερόμενη θέση του πρώτου, η οποία δεν γίνεται δεκτή, την αποδέχομαι και στη βάση της προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα. Ως προς τους διάφορους ισχυρισμούς των εν λόγω μαρτύρων αναφορικά με τις νομικές συνέπειες των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή, τούτοι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, όχι γιατί κρίνονται αναληθείς, μη πειστικοί ή λανθασμένοι, αλλά γιατί το ζήτημα αυτό, ως αμιγώς νομικό, θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

 

Τελικά ευρήματα

               Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας, δεν καθίσταται αναγκαία η εκ νέου, εδώ, λεπτομερής καταγραφή ευρημάτων επί γεγονότων, αφού τα πλείστα εξ αυτών, εξ αρχής, αποτέλεσαν κοινό τόπο, και, ακολούθως, μέσω της αναντίλεκτης, ενώπιόν μου, διά ζώσης, μαρτυρίας, εμπλουτίστηκαν, ώστε να λάβουν τη μορφή, στην οποία αναφορά έγινε στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης. Εκείνο που συμπληρώνεται ως μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου είναι ότι, (α) παρά την πάροδο των 30 ημερών από τη σύνταξη της πρότασης της Ενάγουσας (μέρος της συμφωνίας διευθέτησης - Τεκμηρίου 4[5]), μέχρι σήμερα, όλοι οι διάδικοι της παρούσας αγωγής θεωρούν ότι δεσμεύονται από τους όρους του Τεκμηρίου 4 και η Ενάγουσα, στη βάση της δέσμευσης αυτής, ενεργεί, στο παρόν στάδιο, με σκοπό να υλοποιηθεί η ιδιωτική εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6 και να εξοφληθεί το επίδικο χρέος και (β) μολονότι η Ενάγουσα είχε τρία περίπου χρόνια για να προχωρήσει τη διαδικασία εκποίησης του εν προκειμένω ακινήτου (από τις 03.09.2021, όταν και υπογράφθηκε το Τεκμήριο 4 και ακολούθως αποσύρθηκε το πωλητήριο έγγραφο από την Εναγόμενη 4), δεν έπραξε τούτο χωρίς να δώσει πειστική εξήγηση ως προς την αδράνειά της αυτή.

 

Νομική πτυχή

 

Ερμηνεία εγγράφων/συμβάσεων

Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου, είναι ασαφές (Amethyst Distributors Ltd. ν Ιεράς Μονής Κύκκου (2011) 1 Α.Α.Δ. 199, Pell Frischmann Consultants Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33, και Sugarman v CJS Investments LLP [2014] EWCA Civ. 1239).  Ως προς τη διεργασία ερμηνείας από το Δικαστήριο, σημειώθηκε ότι: «The object sought to be achieved in construing any commercial contract is to ascertain what the mutual intentions of the parties were as to the legal obligations each assumed by the contractual words in which they chose to express them; or, perhaps more accurately, what each would have led the other reasonably to assume were the acts that he was promising to do or to refrain from doing by the words in which the promises on his part were expressed.» (βλ. Pioneer Shipping Ltd (1982) AC 724). Ομοίως, στην υπόθεση Θεολόγου κ. α. ν Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, σημειώθηκε ότι: «Οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία σύμβασης είναι καλά καθιερωμένες και δε χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. (ΒλSaab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499). Πρέπει να σημειώσουμε ότι, συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή. Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Μαρτυρία που αναφέρεται στους υποκειμενικούς παράγοντες μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε αγωγή για διόρθωση του εγγράφου (rectification). (ΒλICS v. West Bromwich BS [1998] 1 All E.R. 98 (HL)). Το αντικείμενο βέβαια της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν, για τα συμφωνηθέντα.».

 

Πάντα συναφώς, σημειώθηκε επίσης ότι: «Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβάσεων, αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων της συμφωνίας. Για να διακριβωθεί η σημασία και το πραγματικό νόημα των όρων μιας γραπτής συμφωνίας πρέπει το κείμενό της να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος δυσαρμονίας στην εξήγηση τους που στο τέλος δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών. Βλ. Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Θάλεια Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407.» (βλ., επίσης, Χατζησωτηρίου ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1406, Amethyst Distributors Ltd. ν Ιεράς Μονής Κύκκου (ανωτέρω), Σύλλογος "Ανορθωσης" Αμμοχώστου ν "Απόλλων" Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού (2002) 1 Α.Α.Δ. 518, και Χαραλάμπους ν Σολωμού κ. α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058).  

 

Κατά συνέπεια, όταν, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, εγείρεται ζήτημα ερμηνείας γραπτής σύμβασης, η διεργασία του Δικαστηρίου, άρχεται από την εξέταση του κατά πόσο, στο κείμενο της, καθορίζονται ρητώς και με σαφήνεια οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο κάθε μέρος της και τα δικαιώματα που αποκτούν. Στο πλαίσιο της διεργασίας αυτής, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει το νόημα που προσλαμβάνουν οι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί από τους συμβαλλόμενους, καθότι αυτό (το νόημα) εκλαμβάνεται ότι αποδίδει και αποκαλύπτει τις προθέσεις των μερών. Εξ ου και, εκεί που το νόημα μιας συμφωνίας είναι σαφές και προσδιοριστικό των προθέσεων των συμβαλλομένων, η όποια υποκειμενική, διαφορετική, πρόθεσή τους κατά το χρόνο συνομολόγησής της, υποχωρεί μπροστά στην πρόθεση που προκύπτει από κείμενο της συμφωνίας (βλ. Monypenny ν. Monypenny (1861) 9 H.L.C. 114, η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1Α Α.Α.Δ. 168).

 

Επομένως, οι όποιες ενδόμυχες, πλην όμως ουδέποτε αποκαλυφθείσες, διαφορετικές, προθέσεις ενός συμβαλλομένου, δεν υπέχουν σημασίας, όταν το αντικειμενικό νόημα της συμφωνίας είναι σαφές, και μοναδικός κριτής του ζητουμένου είναι πάντα το Δικαστήριο (βλ. Χʺ Στυλλή ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, Πολ. Έφ. 38/2009, ημερ. 22.5.2012). 

 

Υπεράσπιση της αντικατάστασης

Αποτελεί βασική αρχή δικαίου, η οποία προβλέπεται στον Νόμο[6], και έτυχε ανάλυσης, τόσο στην αγγλική όσο και στη δική μας νομολογία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μιας συμφωνίας δύνανται να συμφωνήσουν εκ νέου επί του ίδιου αντικειμένου (με νέα συμφωνία) και σε μια τέτοια περίπτωση δυνατό να προκύψει αντικατάσταση (novation) της αρχικής συμφωνίας, με συνέπεια να απαλλαχθούν, αμφότεροι, από τα δικαιώματα και ή υποχρεώσεις τους που πήγαζαν από την τελευταία. Ο όρος «αντικατάσταση» επικράτησε να χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που στην νέα συμφωνία, προστίθεται νέος συμβαλλόμενος κάποιο τρίτο πρόσωπο, είτε για να αναλάβει κάποιες υποχρεώσεις είτε για να αντικαταστήσει έναν εκ των συμβαλλομένων της αρχικής συμφωνίας, ή καθίσταται συνεργάτης ενός εκ των συμβαλλομένων τούτης, με σκοπό, είτε, στην πρώτη περίπτωση, να δεσμεύεται και ο νέος συμβαλλόμενος από τις πρόνοιες της αρχικής συμφωνίας, είτε, στη δεύτερη περίπτωση, ο αντικατασταθείς συμβαλλόμενος να απαλλαγεί από τις/τα όποιες/α συμβατικές/α, στη βάση της αρχικής συμφωνίας, υποχρεώσεις και δικαιώματά του (βλ. Commercial Bank of Tasmania Ltd v. Jones [1893] A.C. 313 (P.C.), Chandler Bros v. Boswell [1936] 3 All E.R. 179 (C.A.), Chatsworth Investments Ltd v. Cussins (Contractors) Ltd [1969] 1 W.L.R. 1 (C.A.), Rasbora Ltd v. JCL Marine Ltd [1977] 1 Loyd’s Rep. 845, Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol. 22, para. 598 – 602, Chitty on Contract, Vol. 1 σελ. 1619, παρ. 22-031, Hudson’s Building and Engineering Contracts, 13th Edition, σελ. 1009 και 1010, παρ. 9-001 και Keating on Building Contract, 5th Edition, σελ. 274). Όταν όμως η νέα αυτή συμφωνία συνομολογείται μεταξύ των υφιστάμενων συμβαλλομένων της αρχικής συμφωνίας, επικράτησε να χρησιμοποιείται ο όρος «μεταβολή» (variation), με τις συνέπειες να παραμένουν οι ίδιες ως ισχύει και για την αντικατάσταση, νοουμένου ότι μέσω της νέας αυτής συμφωνίας προκύπτει ξεκάθαρα η πρόθεση των συμβαλλόμενων να ακυρώσουν (resign) την αρχική συμφωνία (βλ. Halsburys Laws of England, 5th Edition, Vol. 22, παρ. 598). Σε μια τέτοια δε περίπτωση, οι σχέσεις, πλέον, των μερών, διέπονται από τη νέα συμφωνία. Αν από την άλλη, η μεταβολή αφορά μόνο κάποιους από τους όρους της αρχικής συμφωνίας, τότε η νέα συμφωνία δεσμεύει του συμβαλλόμενους μόνο αναφορικά με τους μεταβληθέντες όρους, με την αρχική συμφωνία, κατά τα λοιπά, να παραμένει ζωντανή.

Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68, στην σελίδα 78, λέχθηκε, με αναφορά στη σχετική νομοθεσία, ότι, «Το άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149, που καθιερώνει και ρυθμίζει την αντικατάσταση (novation) στο δίκαιο των συμβάσεων, προβλέπει ότι κάθε συμφωνία συνεπαγόμενη όχι μόνο την υποκατάσταση υφιστάμενης σύμβασης με νέα αλλά και την ακύρωση ή τη μετατροπή της, απαλλάττει τους συμβαλλόμενους από την υποχρέωση εκτέλεσης της (Βλ. Pollock & Mulla, Indian Law of Contract and Specific Relief Acts, 10th Ed., σελ. 434 κ.επ.)."»

Ομοίως, στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου κ.α. ν. Coudounaris Food Products Ltd κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, στις σελίδες 647 και 648 σημειώθηκε ότι: 

"Νέα σύμβαση (novation) υποδηλοί τη δημιουργία μεταξύ των συμβαλλομένων ή/και άλλων, νέας σύμβασης σε αντικατάσταση της υφιστάμενης. Στο αγγλικό Σύγγραμμα Cheshire and Fifoot "Law of Contract", 7η έκδοση, σελίδα 473 (που αναφέρθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Novation is a transaction by which, with the consent of all the parties concerned, a new contract is substituted for one that has already been made. The new contract may be between the original parties, e.g. where a written agreement is later incorporated in a deed; or between different parties, e.g. where a new person is substituted for the original debtor or creditor. It is this last form, the substitution of one creditor for another that concerns us at the moment. The effectiveness of such a substitution was concisely illustrated by Buller J.:

 

'Suppose A. owes B. £100.-, and B. owes C. £100.- and the three meet, and it is agreed between them that A. shall pay C. the £100.-; B.'s debt is extinguished, and C. may recover the sum against A.'".

 

Επίσης το Αγγλικό Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 8, παράγραφος 460 (το οποίο επίσης αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο), κάτω από τον τίτλο "Novation", αναφέρει τα εξής:

 

"460. Meaning of novation. Novation is, in effect, a form of assignment in which, by the consent of all parties, a new contract is substituted for an existing contract. Usually, but not necessarily (o), a new person becomes party to the new contract, and some person who was party to the old contract is discharged from further liability. The introduction of a new party prevents the new contract from being a mere accord without satisfaction (p), and thus affords a defence to any action upon the old contract (q).

 

For novation to ensue there must be not only the substitution of some other obligation for the original one, but also the intention or animus novandi (r).".

Δύο βασικά σημεία προκύπτει ότι είναι απαραίτητα για τη δημιουργία νέας συμφωνίας:

(α) Η ύπαρξη μιας αρχικής συμφωνίας.

(β) Η διαγραφή των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, ή του ενός, στην αρχική συμφωνία και η ανάληψη των υποχρεώσεων αυτών από ένα τρίτο μέρος στη νέα συμφωνία.

 

Επίσης, βασική προϋπόθεση είναι η πρόθεση των μερών για αντικατάσταση της υφιστάμενης συμφωνίας (animus novandi).

 

Η νέα όμως συμφωνία ή πράξη δεν συνιστά novation παρά μόνο αν εκφράζεται καθαρά η πρόθεση των μερών ότι η οφειλή από τον Άλφα προς τον Βήτα θα διαγραφεί."

 

Αντικατάσταση (notation) και Εξ υποσχέσεως Κώλυμα

Ως προς την υπεράσπιση της αντικατάστασης (novation), αλλά και του Εξ υποσχέσεως Κωλύματος (Promissory Estoppel), στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68, σημειώθηκε ότι:        

«Το εύρημα ότι ο Διευθυντής του υποκαταστήματος των εφεσειόντων στη Λεμεσό κ. Αγιομαμίτης, ο αντιπρόσωπος της Τράπεζας, συμφώνησε να απαλλάξει τον εφεσίβλητο από τις υποχρεώσεις του από την εγγύηση και όσα επακολούθησαν, έτειναν να θεμελιώσουν όχι μόνο τη δημιουργία εξ υποσχέσεως κωλύματος αλλά και την αντικατάσταση του Τεκμ. 3 με την έννοια που ενέχει ο όρος στο δίκαιο των συμβάσεων (novation).

Το άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149, που καθιερώνει και ρυθμίζει την αντικατάσταση (novation) στο δίκαιο των συμβάσεων, προβλέπει ότι κάθε συμφωνία συνεπαγόμενη όχι μόνο την υποκατάσταση υφιστάμενης σύμβασης με νέα αλλά και την ακύρωση ή τη μετατροπή της, απαλλάττει τους συμβαλλόμενους από την υποχρέωση εκτέλεσης της. (Βλ. Pollock & Mulla, Indian Law of Contract and Specific Relief Acts, 10th Ed., σελ. 434 κ.επ.).

Τα ευρήματα του δικαστηρίου έτειναν να τεκμηριώσουν και την αντικατάσταση (novation) με την έννοια που ενέχει ο όρος βάσει του άρθρου 62 εφόσον στην απαλλαγή του εφεσίβλητου από τις υποχρεώσεις του ως εγγυητή βάσει του Τεκμ. 3 είχε συμφωνήσει και ο συνεγγυητής του, ο εναγόμενος Φυλακτού, του οποίου η συγκατάθεση ήταν αναγκαία για την απαλλαγή του εφεσίβλητου από τις συμβατικές  του υποχρεώσεις (Βλ.James Graham & Co. v. Southgate Sands). Η Αρχή της συνεισφοράς μεταξύ των συνεγγυητών η οποία εκπηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας, (Scholefield Goodman & Sons v. Zyngier [1985] 3 All E.R. 105) ευρίσκει έρεισμα στην Κύπρο στις διατάξεις του άρθρου 104 του Κεφ. 149.

[…]

Κανένας από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι δεν επήλθε αντικατάσταση (novation) του Τεκμ. 3 δεν αναιρεί ούτε θέτει υπό αμφισβήτηση τα πρωτογενή ευρήματα του δικαστηρίου τα οποία ορθά κρίθηκε ότι συνιστούσαν εμπόδιο για τους εφεσείοντες να επικαλεστούν τα συμβατικά δικαιώματα που τους παρείχε η σύμβαση εγγύησης που στοιχειοθετείται με το Τεκμ. 3. Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας της Τράπεζας για την απαλλαγή του εφεσίβλητου από τις υποχρεώσεις του βάσει του Τεκμ. 3, ο τελευταίος μετέβαλε ουσιωδώς τη θέση του με,

(α) τη διάθεση των μετοχών του στην Olympic,

(β) την αποχώρηση του από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και γενικά,

(γ) την αποξένωση του από την Olympic.

Υπό το φως αυτών των ευρημάτων ορθά κρίθηκε ότι θα ήταν άδικο και εξαιρετικά ζημιογόνο για τον εφεσίβλητο να κληθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του Τεκμ. 3 από τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι του τον είχαν απαλλάξει. Οι αρχές που διέπουν την τεκμηρίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων μερικές από τις οποίες μνημονεύονται στην πρωτόδικη απόφαση. Περιοριζόμεθα στο να επαναλάβουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι οι εφεσείοντες κωλύονταν να επικαλεσθούν τις συμβατικές υποχρεώσεις του εφεσίβλητου βάσει του Τεκμ. 3 λόγω των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος τους και να αξιώσουν την εκπλήρωση τους από τον εφεσίβλητο. (ΒλHadjiYiannis v. The Attorney General (1970) 1 C.L.R. 32, Xenopoulos v. Constantinidou (1979) 1 C.L.R. 519Stytianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392Boustani v. Linmare Shipping Company Limited (1984) 1 C.L.R. 354Maharaj v. Chand [1986] 3 All E.R. 107Goldsworthy v. Brickell [1987] 1 All E.R. 853 (C.A.), Attorney - General v. Humphreys Estates Ltd [1987] 2 All E.R. 387 (P.C)).»

         

Εξ υποσχέσεως Κώλυμα (Promissory Estoppel)

               Στην υπόθεση Γιαννάκη Πελεκάνου κ.α. ν. Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ., 1768, σε σχέση με το Εξ υποσχέσεως Κώλυμα (Promissory Estoppel) σε συνάρτηση με την απουσία επιμονής ενός συμβαλλόμενου στη τήρηση συγκεκριμένου συμβατικού όρου, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Υπήρξε πράγματι καθυστέρηση τριών ημερών και εγείρεται το ζήτημα των επιπτώσεων ενόψει της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου. Οι αρχές είναι καλά θεμελιωμένες και έχουν εξηγηθεί σε μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε μερικές από τις οποίες αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ιδίως στην Αndreas Christou Chilides v. Elias Danos (1977) 1 C.L.R. 255 της οποίας πράγματι τα γεγονότα είναι παρόμοια. Και εκεί μια δόση έναντι εκ συμφώνου απόφασης έφθασε στους πιστωτές με καθυστέρηση πέντε ημερών και τέθηκε το θέμα αν, ενόψει τούτου, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να ισχύει η συμφωνία πως με την εμπρόθεσμη πληρωμή μικρότερου ποσού θα εξοφλείτο ολόκληρο το χρέος. Και αναλόγως, να εκτελεστεί ή να παραμεριστεί ένταλμα εκτέλεσης κινητών που είχε εκδοθεί. Διαπιστώθηκε πως, κατά διαφοροποίηση της αρχικής διευθέτησης, αντί να  παραλαμβάνονται οι επιταγές από το γραφείο του δικηγόρου των οφειλετών, αυτός θα τις ταχυδρομούσε. Επομένως, όπως κρίθηκε, αυτό απέληγε και σε παραίτηση από το δικαίωμα αυστηρής προσήλωσης στον όρο της συμφωνίας αναφορικά με το χρόνο πληρωμής. Προσέγγιση ενδεικτική του επιπέδου της καλής πίστης που απαιτούν οι αρχές της επιείκειας κατά τις συναλλαγές. Όπως και στη Georghios HadjiYiannis v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32 στην οποία η αδράνεια της μιας πλευράς, που μετέδιδε σαφώς το μήνυμα στην άλλη πως η μη τήρηση ορισμένων όρων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, σήμαινε παραίτησή τους και συνιστούσε κώλυμα στη μελλοντική επίκληση των παραβάσεων προς αποφυγή της σύμβασης. Και περαιτέρω, στη Nicos K. Shakolas v. Sofronios Michaelides and Another (1967) 1 C.L.R. 290 στην οποία η συμπεριφορά των αγοραστών που κυρίως περιλάμβανε διαδοχική αποδοχή καθυστερημένων παραδόσεων, κρίθηκε πως, κάτω από τις περιστάσεις, συνιστούσε παραίτησή τους από το δικαίωμα να επικαλεστούν, προς τερματισμό της σύμβασης, την πρόνοια αναφορικά με το χρόνο παράδοσης. Αφού, μεταξύ των άλλων, επισημάνθηκε και το πιο κάτω απόσπασμα από την Charles Rickards Ltd v. Oppenhaim [1950] 1 K.B. p. 616 από τη σελίδα 623:

"If the defendant, as he did, led the plaintiffs to believe that he would not insist on the stipulation as to time, and that, if they carried out the work, he would accept it, and they did it, he could not afterwards set up the stipulation as to the time against them. Whether it be called waiver or forbearance on his part, or an agreed variation or substituted performance, does not matter. It is a kind of estoppel. By his conduct he evinced an intention to affect their legal relations. He made, in effect, a promise not to insist on his strict legal rights. That promise was intended to be acted on, and was in fact acted on. He cannot afterwards go back on it."

To πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε τη δια της συμπεριφοράς παραίτηση (waiver) και το εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) ως διακριτές στην περίπτωση δυνητικές βάσεις για την κατ' ισχυρισμό αδυναμία επίκλησης της συμβατικής ρύθμισης.  Διαφαίνεται όμως από τη νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί αλλά και τη βιβλιογραφία, όπου το θέμα, με βάση τη διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση αναλύεται συστηματικά, ότι τα δύο μπορούν να διασυνδέονται. Έχουμε υπόψη τον Chitty on Contracts 27η έκδοση τόμος 1 σελ. 1087 παράγραφος 22-036 στο οποίο εξηγείται η παραίτηση στην έκφανσή της ως παραίτηση δια κωλύματος (waiver by estoppel) και συναφώς τους Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 16 σελ. 825 παράγραφος 922 και Cheshire, Fifoot and Furmston's Law of Contract 13η έκδοση σελ. 576. Στο πλαίσιο τέτοιας διάκρισης το πρωτόδικο δικαστήριο είδε ως ανάγκη για τη θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού του συμβαλλομένου που στηρίκτηκε στην υπόσχεση ή στη διαβεβαίωση του άλλου. Και, όπως έκρινε, οι εφεσείοντες "δεν έκαμαν, βασιζόμενοι στη στάση του ενάγοντα τίποτε περισσότερο από αυτό που ήταν ήδη υποχρεωμένοι να κάμουν με βάση την απόφαση". Δεν τους έθεσε σε δυσμενέστερη θέση ή αποδοχή των μετέπειτα δόσεων από τον εφεσίβλητο. Μάλλον τους ευνοούσε, αφού ο εφεσίβλητος απέφυγε να αξιώσει όλο το υπόλοιπο δια μιας.

[…]

Στην Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. σελ. 542 διαπιστώθηκε ότι δεν είναι πλέον η επικρατούσα αντίληψη πως για τη θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel) απαιτείται η απόδειξη δυσμενούς επηρεασμού.  (Βλ. και Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68Μαυρομιχάλη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530 και  W.J. Alan & Co v. El Nasr Export [1972] 2 Q.B. 189). Εξηγήθηκε πως η βάση του διευρύνθηκε και πως αρκεί το ότι θα ήταν ανεπιεικές να εμμένει κάποιος, ενόψει των ρητών ή δια της συμπεριφοράς παραστάσεων του, στα αυστηρά του νομικά δικαιώματα. Μεταφέρομε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 553 της απόφασης που εξέδωσε ο Πικής Δ. όπως ήταν τότε.

"At one time the view prevailed that for the promisee to rely successfully on promissory estoppel, he had to establish suffering detriment as a result of acting upon the representations of the promisor. That is no longer the case and the proof of detriment as such, is not regarded as indispensable for the application of equitable estoppel. The basis of the doctrine has been broadened;  all that the promisee need establish, is that it would be inequitable for the promisor to insist, in view of his representations by word of conduct, on the enforcement of his strict legal rights.

Νοουμένου, βεβαίως, πως το μήνυμα της παραίτησης, με την παράσταση, εν προκειμένω δια της συμπεριφοράς, πως δεν θα επιμείνει κάποιος στα δικαιώματά του, θα είναι σαφές και ανεπιφύλακτο. (ΒλNational Bank of Greece v. N.I. Droushiotis (Imports-Exports) Co Ltd (1975) 1 C.L.R. 248· Xenopoulos v. Constantinidou (1979) 1 C.L.R. 519· Rodoulli v. Papasavva & Αnother (1988) 1 C.L.R. 540Louis Tourist Agency Ltd v. Hλία (1992) 1 A.A.Δ. 98Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν. G & C Exhaust Systems Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 500Mardorf Peach v. Attica Sea Carriers [1977] 1 All ER 545, China National v. Evlogia Shipping [1979] 1 All ER 657, Antaios Cia v. Salen Rederierna [1983] 3 All ER 777).

Ο όρος σε σχέση με την πλήρη εξόφληση περιλαμβανομένων και των εξόδων, εφόσον  καταβάλλονταν εμπροθέσμως οι καθορισθείσες δόσεις, ήταν συμβατικός. Δεν αμφισβητείται δε πως, στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα, ο εφεσίβλητος, εφόσον υπήρξε καθυστέρηση στην πληρωμή μιας δόσης, θα είχε δικαίωμα να διεκδικήσει δια μιας όλο το υπόλοιπο μαζί με τα έξοδα. Ο εφεσίβλητος δέκτηκε την εκπρόθεσμη πληρωμή και δεν άσκησε το δικαίωμά του. Αντίθετα, άφησε καθαρά να εννοηθεί πως την εισέπραττε ως κανονική πληρωμή. Δεν είπε τίποτε και αυτό, ενώ είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως οι ίδιοι οι εφεσείοντες θα έμεναν με την καθαρή εντύπωση πως οι όροι σε σχέση με την τμηματική πληρωμή και εν τέλει την εξόφληση, εξακολουθούσαν να ισχύουν. Πολύ περισσότερο αφού οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν, με βάση τα γεγονότα, εκδώσει και παραδώσει εμπροθέσμως την επιταγή. Εξάλλου, το έχουμε και ως ομολογία του εφεσίβλητου. Γνώριζε πως με τη συμπεριφορά του θα άφηνε τους εφεσείοντες με αυτή την εντύπωση. Δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα η δήλωση, όπως τη σημειώσαμε, πως ενσυνειδήτως επέλεξε αυτή την πορεία για να αφήσει τους εφεσείοντες να πληρώσουν τις δόσεις. Διαφορετικά θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να μή εισπράξει το χρέος. […].

[…]Θα ήταν ανεπιεικές να επιτραπεί στον εφεσίβλητο να εμμείνει στους όρους της σύμβασης. Οι εφεσείοντες ενήργησαν στη βάση των παραστάσεων που εμπεριείχε η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου και είχαν προσαρμόσει τη δική τους στάση αναλόγως. Είναι αυτονόητο πως προέβησαν σε διευθετήσεις για την εξασφάλιση των χιλιάδων λιρών που χρειάζονταν για την αποπληρωμή των δόσεων με βασικό κίνητρο την αποφυγή της πληρωμής των £5.000, για να αντιμετωπίσουν στο τέλος, εκδήλως έξω από τους προγραμματισμούς τους και αντίθετα προς όσα ο εφεσίβλητος τους άφησε να πιστεύουν, αξίωση γι' αυτό το επιπρόσθετο ποσό. Ουσιαστικά, ο εφεσίβλητος θέλησε να παγιδεύσει τους εφεσείοντες και η συμπεριφορά του υπολείπεται από το επίπεδο της καλής πίστης που απαιτείται να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων.  Θεωρούμε ότι, στο πλαίσιο των περιστατικών, έχουμε κλασσική περίπτωση παραίτησης που εμποδίζει τους εφεσίβλητους να επικαλούνται την πρόνοια για πληρωμή των £5.000.»

 

            Με την υπεράσπιση του Εξ υποσχέσεως Κωλύματος, καταπιάστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση Λευκή Κόκου Μάρκου ν. Όθωνος Μιχαήλ Πασχάλη (2001) 1 ΑΑΔ 829, με τις σχετικές επισημάνσεις του να κρίνονται βοηθητικές για την επίλυση της παρούσας διαφοράς:

«Το δόγμα του κωλύματος έτυχε εφαρμογής στην Hadji Yianni v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32, 48  στην οποία δόθηκε ο εξής ορισμός του δόγματος του εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel):

«Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη του, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή.»*

To πιο πάνω δόγμα είχε αρχικά καθιερωθεί στην Hughes v. Metropolitan Railway Co. [1877] 2 App. Cas. 439 (H.L.) και έτυχε ευρείας εφαρμογής μετά την απόφαση στην Central London Property Trust v. High Trees House Ltd [1947] K.B. 130.

Στην Stylianou (πιο πάνω) ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, προέβει σε περιεκτική επισκόπιση των αρχών της νομολογίας που διέπουν την εφαρμογή του κωλύματος  (estoppel). Υπέδειξε, ανάμεσα σ' άλλα, ότι το κώλυμα αποτελεί θεμελιώδες δόγμα του δικαίου της επιείκειας και τυγχάνει αναγνώρισης στην Κύπρο δυνάμει του άρ. 29 (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60).

Στην Boustani (πιο πάνω) επιβεβαιώθηκαν τα νομολογηθέντα στην Stylianou. (Βλ. και Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 533: «Εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από το πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ' αυτές, αναπαροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο σε μεταγενέστερο στάδιο να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις - βλ., μεταξύ άλλων, Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 68»). (Βλ. και Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398).»

            (βλ., επίσης και την υπόθεση Ανδρέας Αλεξάνδρου ν. Πολυδώρου Πικροδάφνη κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 915, το σύγγραμμα Η Αρχή του Κωλύματος στο Σύγχρονο Δίκαιο του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, έκδοση 2023, σελ. 99 – 147, Halsburys Laws of England, 4th Edition, Vol. 16(2), σελ. 412 και Anson’s Law of Contract, 31st edition, σελ. 121).

 

Συνδυασμός των Υπερασπίσεων του Κωλύματος (estoppel) και της Απεμπόλησης (waiver)

Κατά παρόμοιο τρόπο, με αναφορά στις αρχές της απεμπόλησης (waiver), στην υπόθεση Combe v. Combe, o Δικαστής Denning επεξήγησε την αρχή που είχε ο ίδιος διατυπώσει στην υπόθεση Central London Property Ltd v. High Trees House Ltd [1947] 1 K.B. 1130:

«That is the way it was put in Hughes v. Metropolitan Railway in Birmingham, etc., Land Company v. London and North-Western Railway Co., the case in the Court of Appeal where the principle was enlarged. It is also implicit in all the modern cases in which the principle has been developed. Sometimes it is a plaintiff who is not allowed to insist on his strict legal rights. Thus, a creditor is not allowed to enforce a debt which he has deliberately agreed to waive, if the debtor has carried on business or in some other way changed his position in reliance on the waiver […]

 

Συναφώς, στην υπόθεση D&C Builders v. Rees [1966] 2 Q.B. 617, αναφορικά με διαφορά που προέκυψε μεταξύ πιστωτή και του χρεώστη του, σημειώθηκε ότι:

«This principle (the principle of promissory estoppel) has been applied to cases where a creditor agrees to accept a lesser sum in discharge of a greater. So much so that we can now say that, when a creditor and a debtor enter upon a course of negotiation, which leads the debtor to suppose that, on payment of the lesser sum, the creditor will not enforce payment of the balance, and on the faith thereof the debtor pay the lesser sum and the creditor accepts it as satisfaction: then the creditor will not be allowed to enforce payment of the balance when it would be inequitable to do so.  [...].  In applying this principle, however, we must note the qualification: The creditor is only barred from his legal rights when it would be inequitable for him to insist upon them. Where there has been a true accord, under which the creditor voluntarily agrees to accept a lesser sum in satisfaction, and the debtor acts upon that accord by paying the lesser sum and the creditor accepts, it, then it is inequitable for the creditor afterwards to insist on the balance. But he is not bound unless there has been truly an accord between them

 

Σε σχέση πάντα με την υπεράσπιση του κωλύματος σε διαφορές μεταξύ πιστωτή και χρεώστη, στην υπόθεση Collier v. P&M J Wright (Holdings) Ltd [2008] 1 W.L.R. 643, σημειώθηκε ότι:

«If (1) the debtor offers to pay part only of the amount he owes; (2) the creditor voluntarily accepts that offer, and (3) in reliance on the creditor’s acceptance the debtor pays that part of the amount he owes in full, the creditor will, by virtue of the doctrine of promissory estoppel, be bound to accept that sum in full and final satisfaction of the whole debt. For him to resile will of itself be inequitable. In addition, in these circumstances, the promissory estoppel has the effect of extinguishing the creditor’s right to the balance of the debt. This part of our law originated in the brilliant obiter dictum of Denning J, as he was, in the High Trees case

 

Στο σύγγραμμα Η Αρχή του Κωλύματος στο Σύγχρονο Δίκαιο (ανωτέρω), στη σελίδα 109, με αναφορά στο Αγγλικό σύγγραμμα Snell’s Equity 33th Edition, αναφέρεται ότι:

«Οι υποθέσεις αυτές υποστηρίζουν τη θέση ότι είναι ενάντια στο δίκαιο της επιείκειας ο Α να εκμεταλλευθεί την απραξία ή συμπεριφορά του Β (που κανονικά θα έδινε κάποιο δικαίωμα στον Α) εάν ήταν ο Α εκείνος που είχε ουσιαστικά προκαλέσει τη μη συμμόρφωση του Β προς τις υποχρεώσεις του. Στις υποθέσεις αυτές ο Α είχε προβεί σε συγκεκριμένες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις προς τον Β (επί των οποίων εύλογα βασίστηκε ο Β), κεντρικό μήνυμα των οποίων ήταν ότι δεν ήταν ανάγκη προς το παρόν αυτός (ο Β) να συμμορφωθεί με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Μεταξύ των μερών υπήρχε συγκεκριμένη συμβατική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ο Α θα αποκτούσε συγκεκριμένα δικαιώματα έναντι του Β, εάν ο Β δεν συμμορφωνόταν με τις δικές του υποχρεώσεις. Εάν τώρα ο Β δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του λόγω των ενεργειών και της συμπεριφοράς του Α, τότε ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τα αυστηρά νομικά του δικαιώματα, τουλάχιστον μέχρι να επανέλθει η ισορροπία μεταξύ των μερών και να αποκατασταθεί η οποιαδήποτε αδικία προκλήθηκε ή ενδεχομένως θα προκαλείτο στον Β. Και οι δύο πιο πάνω υποθέσεις αντανακλούν βασική αρχή του δικαίου της επιείκειας (και ίσως του δικαίου γενικότερα, συμπεριλαμβανομένου του κοινοδικαίου) ότι ο Α δεν μπορεί να συμπεριφερθεί αθέμιτα προς τον Β, εάν ήταν οι ενέργειες ή οι παραστάσεις ή η συμπεριφορά του Α που οδήγησαν τον Β στη μη εκπλήρωση των προσυμφωνημένων υποχρεώσεών του.»

 

Αναφορικά τώρα με την Υπεράσπιση της απεμπόλησης (waiver), ο Λόρδος Denning[7], σχολιάζοντας τα όσα αποφασίστηκαν σε διάφορές υποθέσεις που είχαν ως αντικείμενο την μετέπειτα αποδοχή από ένα συμβαλλόμενο όπως ο αντισυμβαλλόμενος του εκπληρώσει τη συμβατική υποχρέωση του με διαφορετικό, από ότι προβλέπεται στην αρχική συμφωνία, τρόπο, στην υπόθεση W.J. Alan & Co Ltd v. El Nasr Export and Import Co [1972] 2 Q.B. 189, σημείωσε τα εξής:

«What is the true basis of those decisions? is it a variation of the original contact? or a waiver of the strict rights thereunder? or a promissory estoppel precluding the seller from insisting on his strict rights? or what else? 

In Enrico Furst, Diplock J. said it was a “classic case of waiver.” I agree with him. In is an instance of the general principle which was first enunciated by Lord Cairns L.C. in Hughes v. Metropolitan Railway Co. (1877) 2 App.Cas 439, and rescued from oblivion by Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] K.B. 130. The principle is much wider than waiver itself: but waiver is a good instance of its application».

 

Πάντα επί της Υπεράσπισης της απεμπόλησης, ο Λόρδος Denning, στην W.J. Alan & Co Ltd (ανωτέρω), σημείωσε και τα εξής:

«The principle of waiver is simply this: If one party, by his conduct, leads another to believe that the strict rights arising under the contract will not be insisted upon, intending that the other should act on that belief, and he does act on it, then the first party will not afterwards be allowed to insist on the strict legal rights when it would be inequitable for him to do so: see Plasticmoda Societa per Azioni v. Davidsons (Manchester) Ltd. [1952] 1 Lloyd’s Rep. 527, 539. There may be no consideration moving from him who benefits by the waiver. There may be no detriment to him by acting on it. There may be nothing in writing. Nevertheless, the one who waives his strict rights cannot afterwards insist on them. His strict rights are at any rate suspended so long as the waiver lasts. He may on occasion be able to revert to his strict legal rights for the future by giving reasonable notice in that behalf, or otherwise making it plain by his conduct that he will thereafter insist upon them: But there are cases where no withdrawal is possible. It may be too late to withdraw: or it cannot be done without injustice to the other party. In that event he is bound by his waiver. He will not be allowed to revert to his strict legal rights. He can only enforce them subject to the waiver he has made

 

Συνέπειες διευθέτησης μιας εκκρεμούσας αγωγής

               Στη βάση των δεδομένων που διέπουν τη παρούσα υπόθεση, σημασίας υπέχουν και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Green v. Rozen a.o. [1955] 2 All E.R. 797, 801, η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Μούχτου κ.α. ν. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794. Θα τα παραθέσω, αυτούσια, κατωτέρω, αφού προηγουμένως σημειώσω ότι, στη εν λόγω υπόθεση (Green v. Rozen), οι συνήγοροι των μερών δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι επήλθε συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων στη βάση όρων οι οποίοι καταγράφηκαν και υπεγράφησαν από του συνηγόρους των διαδίκων και διατηρούντο στους φακέλους των συνηγόρων. Το Δικαστήριο, ακολούθως, όρισε την υπόθεση σε νέα ημερομηνία, χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή ως προς την υλοποίηση της συμφωνίας συμβιβασμού και χωρίς να θέσει την υπόθεση εκτός πινακίου και να δώσει άδεια στη κάθε πλευρά να αποταθεί στο Δικαστήριο για σκοπούς υλοποίησης της. Όταν, ακολούθως, ο Εναγόμενος παραβίασε τους όρους της συμφωνίας συμβιβασμού, ο Ενάγοντας αποτάθηκε, διά αιτήσεως, στο πλαίσιο της αγωγής, ζητώντας από το Δικαστήριο να διατάξει τον πρώτο να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του στη βάση των όρων της συμβιβαστικής συμφωνίας. Ο Εναγόμενος έφερε ένσταση στο αίτημα του Ενάγοντα. Η σχετική, κρίση του Δικαστηρίου, επί της αιτήσεως του εκεί Ενάγοντα, είχε ως εξής:

«There are various ways in which an action can be disposed of when terms of settlement are arrived at when the action comes on for trial or in the course of the hearing. I myself have had experience of at least five methods of disposing of an action in such circumstances, and those five methods are not exhaustive.»

 

            Ακολούθως το Δικαστήριο αναφέρεται στις πέντε (5) αυτές μεθόδους, εκ των οποίων οι πρώτες τέσσερεις δεν κρίνονται σχετικές με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής[8] και, κατά συνέπεια, δεν καθίσταται αναγκαία η εδώ παράθεσή τους. Ως την πέμπτη, τέτοια, μέθοδο, το Δικαστήριο αναφέρει

«The fifth method, which was followed in the present case, is where there is no order of the court at all, the court merely being told by counsel that the case has been settled on the terms indorsed on counsels' briefs. I have known that method to be supplemented by a request for leave to withdraw the record, and, in the case of a trial by jury, by a request for the withdrawal of a juror, although I believe that, in the case of a trial by jury, the action can be set down and reheard if the terms are not complied with. However, I am not concerned at the moment with actions tried by juries.

It will perhaps emphasise which is the easiest method of disposing of an action if consideration is given to the steps which can be taken in each of those cases to enforce the terms, if default is made in compliance with them.»

 

            Στο σημείο αυτό, ακολουθεί η αναφορά στα διαβήματα που πρέπει να λαμβάνονται από τους διάδικους, αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο, σε κάθε μια από τις πέντε (5) αυτές περιπτώσεις, που, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, δεν καθίσταται αναγκαία η εδώ καταγραφή των όσων σημειώθηκαν για τις τέσσερεις (4), πρώτε περιπτώσεις. Ως προ την πέμπτη περίπτωση, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:  

«The fifth method, which is the only one I propose to adjudicate on, is the one which was adopted in the present case. The court made no order of any kind whatsoever, and, having considered such authoritiesb as I have been able to find, I arrive at the conclusion that in those circumstances the new agreement between the parties to the action supersedes the original cause of action altogether, that the court has no further jurisdiction in respect of the original cause of action which has been superseded by the new agreement, and that, if the terms of the new agreement are not complied with, then the injured party must seek his remedy on the new agreement. […]. I am sorry to have to come to that conclusion, because it may mean starting a new action, under RSC Ord 14, but, in my judgment, I have no jurisdiction—this is not a matter of discretion—to give to the plaintiff the relief which she seeks. In those circumstances the application must be refused. If I am asked for it, and if it is necessary, as to which I express no opinion, I shall give leave to appeal. The point is by no means an easy one.»

              

               Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Green v. Rozen (ανωτέρω), είναι ότι, αφ’ ης στιγμής οι διάδικοι κατέληξαν σε συμφωνία διευθέτησης της αγωγής (με δικαιώματα και υποχρεώσεις που εκφεύγουν των δικογραφημένων απαιτήσεων), τούτη (η συμφωνία διευθέτησης), υπερισχύει της αρχικής βάσης της αγωγής και το Δικαστήριο δεν έχει πλέον δικαιοδοσία για επίλυση της αρχικής διαφοράς των μερών στα πλαίσια της ενώπιον του αγωγής, εκτός αν τούτο (το Δικαστήριο), στη βάση της ενημέρωσής του περί της συνομολόγησης της συμφωνίας διευθέτησης, εξέδωσε, σχετικά με την υλοποίησης της διευθέτησης, διατάγματα ή έδωσε σχετικές οδηγίες[9], ώστε να δύναται, στο πλαίσιο της αγωγής, να επιληφθεί των ζητημάτων της συμφωνίας διευθέτησης. Ως αποτέλεσμα, Ενάγοντας που αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος συμφωνίας διευθέτησης της εκκρεμούσας αγωγής του, και ακολούθως προβάλλει τη θέση ότι δεν υλοποιήθηκαν τα συμφωνηθέντα της διευθέτησης, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της διευθέτησης δεν έγινε πρόνοια για να διατηρήσει τη δυνατότητα προώθησης της αγωγής του επί των νομικών βάσεων που εδράζεται, δικαιούται, πλέον, να αναζητήσει σχετική θεραπεία μόνο μέσω νέας δικαστικής διαδικασίας, στη βάση των όρων της συμφωνίας διευθέτησης. Οι αρχές, που αναφέρονται στην υπόθεση (Green v. Rozen) υιοθετήθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαμαϊκής, και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Patrick Allen v. Theresa Allen [2018] JMCA Civ 16 και Magwall Jamaica Ltd a.o. v. Glenn Clydesdale a.o. [2013] JMCA Civ 4.

Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση στο ανώτερο νομικό πλαίσιο που τη διέπει

              Δεδομένων των ανωτέρω τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, και ειδικότερα του γεγονότος ότι η Ενάγουσα, παρά την παρέλευση των 30 ημερών από την πρότασή της (μέρος του Τεκμηρίου 4), συνέχισε και συνεχίζει ακόμα να ενεργεί στη βάση των όρων του Τεκμηρίου 4, με σκοπό να υλοποιήσει την εκποίηση, τούτη απεμπόλησε (waived) το δικαίωμα της να επικαλείται το συγκεκριμένο όρο του εν προκειμένω Τεκμηρίου και να ισχυρίζεται, συναφώς, ότι οι όροι του έπαψαν, πλέον, να ισχύουν.

 

              Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι στη βάση των όρων του Τεκμηρίου 4, τα μέρη συμφώνησαν όπως οι Εναγόμενοι εξοφλήσουν το επίδικο χρέος τους με συγκεκριμένη μέθοδο αποπληρωμής, και δη διαφορετική απ' ό,τι, σχετικώς, προβλεπόταν στη συμφωνία δανείου, που αποτελεί και τη νομική βάση της αγωγής. Πιο συγκεκριμένα, τα μέρη συμφωνήσαν όπως το εν προκειμένω χρέος εξοφληθεί διά της καταβολής μικρότερου, από το πραγματικό (στη βάση υπολοίπου που προέκυπτε από τη κατάσταση λογαριασμού που τηρούσε η Ενάγουσα) οφειλόμενο, ποσού (διά της διαγραφής, από τη μια, των €913.000 και διά της είσπραξης, από την άλλη, του περιορισμένου, επιτρεπόμενου, στη βάση της συμφωνίας υποθήκης, ποσού από το εκπλειστηρίασμα μετά την υλοποίηση της εκποίησης[10]), καθώς επίσης και όπως τρίτα πρόσωπα, αλλά και συγκεκριμένος διάδικος της παρούσας αγωγής, ενεργήσουν με τρόπο που δεν αποτελούσε υποχρέωσή τους στη βάση των όρων των συμφωνιών δανείου, εγγυήσεως και υποθηκών (τρίτο πρόσωπο, μη διάδικος της παρούσας αγωγής, να μεταβιβάσει ακίνητό του ‑ μη δεσμευμένο για την επίδικη τραπεζική διευκόλυνση ‑ προς εταιρεία που υπέδειξε η Ενάγουσα για εξόφληση μέρους (€145.000) του χρέους, και η Εναγόμενη 4, να αποσύρει το πωλητήριο έγγραφο, που βάρυνε το ενυπόθηκο ακίνητο της Εναγόμενης 6 ως εμπράγματο βάρος, για να προχωρήσει η υλοποίηση της εκποίησής του). Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, οι Εναγόμενοι, αλλά και τρίτο πρόσωπο, επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη και βασισμένοι στις σχετικές παραστάσεις της Ενάγουσας, ως αυτές, ρητώς, αναφέρονται στο Τεκμήριο 4), όχι απλώς μετέβαλαν τη θέση τους ‑ κάτι, που, εν πάση περιπτώσει, στη βάση των ανωτέρω, σχετικών, νομικών αρχών, θα αρκούσε -, αλλά, κάποιοι εξ αυτών, ενήργησαν και εις βάρος των συμφερόντων τους (acting on their detriment). Επίσης, με όλες τις σχετικές ενέργειες τους, ως είναι αποδεκτό, οι Εναγόμενοι εκπλήρωσαν κάθε υποχρέωσή τους, ως αυτή προέκυπτε από τους όρους του εν λόγω Τεκμηρίου. Ο μόνος λόγος για τον οποίο το επίδικο χρέος δεν έχει ακόμα εξοφληθεί, δεν αφορά στους Εναγόμενους, παρά μόνο στην Ενάγουσα, η οποία, ως αποδέχεται, οφείλει να προχωρήσει, και προχωρεί, στην υλοποίηση της εκποίησης του ακινήτου με σκοπό να εξοφληθεί το επίδικο χρέος.

 

              Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, το να επιτραπεί στην Ενάγουσα να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιδιώκει την εξόφληση του χρέους δια της καταβολής μεγαλύτερου ποσού – ως το υπόλοιπο του λογαριασμού που διατηρεί στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου -, θα ήταν άδικο για τους Εναγόμενους, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν, πλήρως, εφαρμογής οι αρχές της Υπεράσπισης του κωλύματος (estoppel) και της απεμπόλησης (waiver), ως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω.

 

              Δεν μου διαφεύγουν οι όροι/προϋποθέσεις (στη εξής «οι όροι») που αναφέρονται στο Τεκμήριο 4, και στους οποίους παραπέμπει η Ενάγουσα με σκοπό να υποστηρίξει ότι, παρά ταύτα (παρά το περιεχόμενό του Τεκμηρίου 4), διατηρεί το δικαίωμα να προωθεί την παρούσα αγωγή. Οι συγκεκριμένοι όροι έχουν ως εξής:

«α) Οι υποχρεώσεις τόσο του πρωτοφειλέτη όσο και των υπόλοιπων εγγυητών /παροχέων άλλης εξασφάλισης σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει δεν επηρεάζονται καθ' οιονδήποτε τρόπο, υπό την αίρεση της μείωσης του υπολοίπου με το ισόποσο που θα ληφθεί από την πώληση[11].

β) Ο τερματισμός της Συμφωνίας Δανείου παραμένει σε ισχύ και Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ («ο Δανειστής») διατηρεί το δικαίωμα λήψης νομικών μέτρων εναντίον τόσο του πρωτοφειλέτη όσο και των υπόλοιπων εγγυητών /παροχέων άλλης εξασφάλισης». 

 

              Με κάθε σεβασμό στη σχετική εισήγηση της Ενάγουσας, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο γιατί εδράζεται επί της αποσπασματικής και μόνο θεώρηση των εν λόγω όρων. Αν τούτοι αντικριστούν σε συνάρτηση με το υπόλοιπο μέρος του Τεκμηρίου 4, τότε προκύπτει ξεκάθαρα, κατά την κρίση μου, το αβάσιμο της εν προκειμένω εισήγησης της Ενάγουσας.

 

              Και τούτο γιατί, ως προκύπτει, στη βάση της συνολικής αυτής θεώρησης, ο εκεί (στους ανωτέρω όρους) αναφερόμενος μη επηρεασμός των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, των εγγυητών και/ή άλλων παρόχων εξασφάλισης, δεν αποσκοπούσε στο να διατηρήσει η Ενάγουσα το δικαίωμά της να προωθεί την παρούσα αγωγή, στην οποία καμία αναφορά γίνεται στο Τεκμήριο 4 - παρά την εκκρεμότητά της για τέσσερα ολόκληρα χρόνια (η αγωγή καταχωρήθηκε τον Μάιο του 2017 και το Τεκμήριο 4 συνομολογήθηκε στις 03.09.2021) -, αλλά για να διατηρηθούν οι διάφορες ιδιότητες, ώστε να μπορούν να εκπληρωθούν οι όροι του Τεκμηρίου 4 και δη, η Ενάγουσα να παραμείνει ενυπόθηκος δανειστής και η Εναγόμενη 6 ενυπόθηκος οφειλέτης, για να είναι δυνατή η εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου της τελευταίας για σκοπούς εξόφλησης του χρέους. Επίσης, οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 να διατηρήσουν την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη, ώστε το εκπλειστηρίασμα από την εκποίηση της υποθήκης να μπορεί να κατατεθεί προς εξόφληση του επίδικου χρέους τους. Και τέλος, οι Εναγόμενοι 4 και 5 να διατηρήσουν την ιδιότητα του εγγυητή, άλλα και οι λοιποί διάδικοι τις ανωτέρω ιδιότητές τους, ώστε να δύναται η Ενάγουσα, αν, για λόγους που θα αφορούν στους Εναγόμενους ή οιονδήποτε εξ αυτών, δεν υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα του Τεκμηρίου 4 (εν προκειμένω, στη βάση των αδιαμφισβήτητων εξελίξεων, η υλοποίηση της εκποίησης) να λάβει (και όχι να διατηρήσει εν ζωή τα ήδη ληφθέντα – και δη την παρούσα αγωγή) νομικά μέτρα εναντίον τους. Αν σκοπός των διαδίκων ήταν, μέσω του Τεκμηρίου 4, η Ενάγουσα να διατηρήσει το δικαίωμα να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιδιώκει τις επιζητούμενες, μέσω της, θεραπείες, τούτο θα καταγραφόταν ρητώς, ή, έστω, θα γινόταν κάποια αναφορά στην αγωγή και την εκκρεμότητά της. Ενδεικτική της πιο πάνω ερμηνείας είναι και η αναφορά στον επόμενο, ανωτέρω, όρο – στον οποίο παραπέμπει η Ενάγουσα -, ότι αυτό που στην ουσία διατηρεί, ως αποτέλεσμα της διατήρησης της ισχύος του τερματισμού της συμφωνίας δανείου, είναι «το δικαίωμα λήψης νομικών μέτρων» ‑ κάτι, που, προφανώς, έπεται - της συνομολόγησης του Τεκμηρίου 4 - να συμβεί, και όχι στη διατήρηση δικαιώματος προώθησης των ήδη ληφθέντων νομικών μέτρων, κάτι που αποτελεί η παρούσα αγωγή. Για την μόλις εκφρασθείσα κρίση μου, συνυπολόγισα και το γεγονός ότι, στην αντίστοιχη συμφωνία διευθέτησης, που αφορούσε τις τέσσερις άλλες τραπεζικές διευκολύνσεις της οικογένειας των Εναγομένων (βλέπε Τεκμήριο 12), η Ενάγουσα, εν γνώσει της ότι κατά τον χρόνο συνομολόγησης της (ίδιο χρονικό διάστημα που ετοιμάστηκε και το Τεκμήριο 4), εκκρεμούσε προς εκτέλεση δικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο αγωγής αναφορικά με μία εξ αυτών των τεσσάρων τραπεζικών διευκολύνσεων, ρητώς επιφύλαξε το δικαίωμα της να συνεχίζει να λαμβάνει μέτρα εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης (βλέπε τελευταία παράγραφο της τρίτης σελίδας του Τεκμηρίου 12).

 

              Πέραν των πιο πάνω, δεδομένου ότι η Ενάγουσα δεν έχει πείσει ότι αδυνατεί να υλοποιήσει την εκποίηση, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση είναι τέτοια, που η μη, μέχρι τώρα, εξόφληση του χρέους, δεν οφείλεται στους Εναγόμενους, αλλά στην ίδια τη συμπεριφορά που επιδεικνύει η Ενάγουσα, με αποτέλεσμα και πάλι, στη βάση των ανωτέρω νομικών αρχών, που διέπουν τις υπερασπίσεις του κωλύματος και της απεμπόλησης, να νομιμοποιούνται οι Εναγόμενοι, κατ' επίκληση τους, να ζητούν από το Δικαστήριο να μην επιτρέψει στην Ενάγουσα να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιδιώκει θεραπείες στη βάση των όρων των συμφωνιών δανείου, εγγυήσεων και υποθηκών, πόσω, δε, μάλλον, όταν, το επιζητούμενο, μέσω της παρούσας αγωγής, ποσό, είναι εμφανώς μεγαλύτερο από το ποσό που επιτρέπεται στην Ενάγουσα να εισπράξει, μέσω της εκποίησης, για εξόφληση του χρέους. Στην ουσία, είναι η συμπεριφορά της Ενάγουσας που οδηγεί στη μη, μέχρι σήμερα, εξόφληση του χρέους των Εναγομένων.    

 

              Αναφορικά τώρα με την υπεράσπιση της αντικατάστασης (novation) και ή της μεταβολής (variation), είμαι της γνώμης ότι τούτη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, καθότι η εφαρμογή τους προϋποθέτει την ύπαρξη ισχύουσας σύμβασης κατά τον χρόνο της συνομολόγησης της νέας συμφωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία δανείου τερματίστηκε, νομοτύπως, τον Απρίλιο του 2017, ενώ η συμφωνία διευθέτησης (Τεκμήριο 4), συνομολογήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021.

 

              Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή, ως αυτά προκύπτουν από τα ανωτέρω ευρήματά μου, εφαρμογής τυγχάνει και η αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Green v. Rozen (ανωτέρω). Δεδομένου δε ότι το Δικαστήριο, μετά που ενημερώθηκε για τη συμφωνία διευθέτησης (Τεκμήριο 4), δεν εξέδωσε Tomlin order, ούτε και έθεσε την αγωγή εκτός πινακίου με άδεια προς τους διαδίκους να αποταθούν εκ νέου για σκοπούς επίλυσης της όποιας διαφοράς τους επί της συμφωνίας διευθέτησης, ούτε και εξέδωσε ή έδωσε οποιαδήποτε άλλη, σχετική με την υλοποίησης της συμφωνίας διευθέτησης, διαταγή ή οδηγία, δεν παρέχεται, πλέον, η δυνατότητα στην Ενάγουσα, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, να εξασφαλίσει θεραπεία στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου, καθότι η συμφωνία διευθέτησης (Τεκμήριο 4), υπερισχύει της εν λόγω συμφωνίας που αποτελεί τη νομική βάση της παρούσας αγωγής.

 

              Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που η εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6 δεν υλοποιηθεί για λόγους που θα αφορούν στους Εναγόμενους και ή κάποιους ή, έστω, έναν εξ αυτών (κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω), η Ενάγουσα θα νομιμοποιείται να λάβει νομικά μέτρα εναντίον τους, στη βάση, όμως, των όρων του Τεκμηρίου 4.

 

              Προβληματίστηκα κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα μπορούσε να επιτύχει στον περιορισμένο βαθμό, που, μέσω της, επιδιώκεται η έκδοση του διατάγματος εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου της Εναγόμενης 6 δια δημόσιου πλειστηριασμού. Είμαι της γνώμης ότι ούτε για αυτήν τη θεραπεία η Ενάγουσα νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αγωγή, καθότι, στη βάση των όρων του Τεκμηρίου 4, το οποίο, ως κρίθηκε ήδη, αποτελεί συμφωνία διευθέτησης της επίδικη διαφοράς των διαδίκων, τα μέρη συμφώνησαν ειδικό τρόπο εξόφλησης του χρέους, και τούτος καθορίζεται ως η ιδιωτική εκποίηση (ελλείπει αναφορά σε δικαστικό διάταγμα, η έκδοση του οποίου αποτελεί προϋπόθεση για τη διενέργεια εκποίησης δια δημόσιου πλειστηριασμού), της οποίας η διαδικασία, τη δεδομένη στιγμή, βρίσκεται σε εξέλιξη, με την Ενάγουσα να δηλώνει ότι μπορεί να τη διενεργήσει, πλην όμως χρειάζεται επιπρόσθετο χρόνο για να πράξει τούτο.

 

              Προφανώς, αν η ιδιωτική εκποίηση δεν υλοποιηθεί, για λόγους που θα αφορούν στους Εναγόμενους ή, έστω, κάποιων ή έναν εξ αυτών (κάτι, που, ως ανέφερα ήδη, δεν συμβαίνει στη υπό εξέταση περίπτωση), η Ενάγουσα θα δύναται - ως ήδη, επίσης, σημειώθηκε ανωτέρω - στη βάση των ανωτέρω όρων του Τεκμηρίου 4, που επικαλέστηκε, να λάβει νομικά μέτρα για να εξασφαλίσει τη σχετική θεραπεία.

 

              Στη βάση των όσων πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω, η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.

 

               Δεδομένης της εξόφθαλμης παραδοχής των Εναγομένων, ως αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, αλλά και τη λοιπή, ενώπιον μου, κοινώς αποδεκτή, προσκομισθείσα μαρτυρία, ότι, κατά το χρόνο συνομολόγησης του εν λόγω Τεκμηρίου (03.09.2021), όφειλαν στην Ενάγουσα, στη βάση των ιδιοτήτων που τους αποδίδει τούτη, πόσο πέραν των €1.500.000, έχοντας, από τον Απρίλιο του 2017, η Ενάγουσα τερματίσει τη συμφωνία δανείου, με αποτέλεσμα η καταχώρηση της παρούσας αγωγής, κατά τον Μάιο του 2017, να κρίνεται πλήρως δικαιολογημένη, τα έξοδα της αγωγής, μέχρι και τις 03.09.2021, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων, αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα, ενώ, από τις 04.09.2021, συνέπεια της ανωτέρω κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς τις νομικές συνέπειες της συνομολόγησης του Τεκμηρίου 4, μέχρι και σήμερα, τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων (ένα σετ εξόδων) και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

           

(Υπ.) ……………………………

Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Ως ήταν αρχικώς η απαίτηση της Ενάγουσας, την ιδιότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη, στη βάση των όρων σύμβασης υποθήκης με αριθμό Υ5562/12, είχαν και κάποιοι εκ των υπολοίπων διαδίκων, πλην όμως, συνεπεία εξελίξεων που έλαβαν χώρα μετά την καταχώριση της αγωγής – στις οποίες αναφορά θα γίνει κατωτέρω -, η εν λόγω υποθήκη εξαλείφθηκε, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται, για σκοπούς της παρούσας απόφασης, αναγκαία η όποια περαιτέρω, σχετική, ενασχόληση του Δικαστηρίου.

[2] Στη βάση του περιεχομένου της παραγράφου 12 των παραδεκτών γεγονότων (Έγγραφο Α), η συμφωνία εκχώρησης του πωλητηρίου εγγράφου έχει αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο.

[3] Πρόκειται για πρόταση της Ενάγουσας, που έγινε δεκτή από τους εκεί αντισυμβαλλόμενούς της,  για διευθέτηση των άλλων τεσσάρων τραπεζικών διευκολύνσεων της οικογένειας των Εναγομένων, η οποία ετοιμάστηκε την ίδια μέρα που ετοιμάστηκε και η σχετική πρόταση για διευθέτηση του επίδικου χρέους (μέρος του Τεκμηρίου 4).

[4] Προφανώς αναφέρεται στο Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου, Ν. 9/1965.

[5] Βλ. τελευταία παράγραφο της 3ης σελίδας του Τεκμηρίου 4.

[7] Πρόκειται για τον ίδιο Δικαστή που αποφάσισε και την υπόθεση High Trees.

[8] Κάθε τέτοια περίπτωση προϋποθέτει συγκατάθεση των διαδίκων για αναστολή της αγωγής, ή και έκδοση, σχετικής με τη συμφωνία διευθέτησης, διαταγής του Δικαστηρίου, κάτι που δεν συμβαίνει στη υπό εξέταση υπόθεση.

[9] Π.χ. με τη έκδοση, (α) διατάγματος τύπου Tomlin (Tomlin order),ή (β) άλλης, σχετικής με την υλοποίηση της συμφωνίας διευθέτησης, διαταγής ή οδηγία – αναφορά στο/ην οποίο/α γίνεται από το Δικαστήριο όταν καταπιάνεται με τις τέσσερεις (4) πρώτες περιπτώσεις.

[10] Ως προκύπτει από τη συμφωνία υποθήκης, Υ915/12 (Τεκμήριο 6), το ενυπόθηκο ακίνητο της Εναγόμενης 6 θα δύνατο να εκποιηθεί, στο πλαίσιο της, για είσπραξης του περιορισμένου ποσού των €206.000 πλέον τόκου 8,5% επί του εν λόγω ποσού, ενώ στη βάση του αναδομημένου λογαριασμού που τηρεί η Ενάγουσα στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου, το σημερινό χρέος των Εναγόμενων ανέρχεται στα €733.179,93.

[11] Ο όρος «πώληση» αναφέρεται στη μεταβίβαση του ακινήτου του τρίτου προσώπου – μη διάδικου – στην εταιρεία που υπέδειξε η Ενάγουσα, ώστε να μειωθεί το χρέος κατά €145.000.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο