ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Koντοπούλου, Π.Ε.Δ.
Aγωγή αρ.: 5396/2015
Μεταξύ:
EUROBANK CYPRUS LTD
Ενάγουσα
-και-
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Εναγομένου
---------------
Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για εναγόμενο-αιτητή: κ. Α. Μελάς για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για ενάγουσα-καθ’ης η αίτηση: κ. Σ. Γιορδαμλής για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ και Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ
-----------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Αίτηση ημερομηνίας 5.9.2023
Το 2015 η τράπεζα Eurobank Cyprus καταχώρησε αγωγή εναντίον του εναγόμενου με αξίωση για την αποπληρωμή του ποσού των €28.812.917 ως υπόλοιπο δανείου για παράβαση σύμβασης και αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο εναγόμενος καταχώρησε τροποποιημένη υπεράσπιση την 23.12.2020 κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου. Με την υπεράσπιση παραδέχθηκε την συμφωνία παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 10.11.2009 και το άνοιγμα του τρεχούμενο λογαριασμού ΧΧΧΧΧΧ366 που είναι συνδεδεμένο με την εν λόγω συμφωνία δανείου που αποκλειστικό σκοπό είχε την εξόφληση τοκοχρεωλυσιακών δόσεων. Το δάνειο ήταν καθαρά λογιστικό δεν εκταμιεύθηκε από τον εναγόμενο και πιστώθηκε κατ’ εντολη της Eurobank Ergasias AE. Παραδέχθηκε ότι υπέγραψε τις συμβάσεις ως έγγραφα τραπεζικής φύσης και υπογραφή της σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών και προέβη στην αγορά των ομολόγων συνολικής αξίας €27.000.000. Δικογράφησε ότι η ενάγουσα εκταμίευσε και πίστωσε το αντίστοιχο ποσό σε λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας . Δικογράφησε ότι κατέβαλε συστηματικά τς δόσεις του δανείου μέχρι τον Ιούλιο 2013 και εν τέλει για τους λόγους που δικογραφούνται αποκύρηξε τις επίδικες συμφωνίες δανείου και καταχώρησε αγωγές εναντίον της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2023 καταχώρησε την παρούσα αίτηση τροποποίησης της υπεράσπισης με την οποία ζήτησε όπως τροποποιηθούν τα ακόλουθα:
«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου για τροποποίηση της τροποποιημένης Υπεράσπισης ημερομηνίας 23/12/20 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή ως εξής:
α. Δια της απάλειψης στην υφιστάμενη παράγραφο 3 μετά την φράση «δεν εκταμιεύτηκε στον εναγόμενο, αλλά» του υπόλοιπου περιεχομένου της παραγράφου και αντικατάστασης και/ή προσθήκης μετά την πιο πάνω φράση «δεν εκταμιεύτηκε στον εναγόμενο, αλλά»» των ακολούθων:
... «λογικά Θα έπρεπε να είχε πιστωθεί σε λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας για την αγορά των ομολόγων. Πλην όμως προκύπτει και/η εξάγεται από πραγματικά δεδομένα ότι αυτό δεν έλαβε χώρα, αφού δεν υπάρχουν και/η δεν έχουν προσκομιστεί και/η παρουσιαστεί και/η η ενάγουσα δεν κατέχει παραστατικά και/η υποστηρικτικά έγγραφα και/η στοιχεία που να αποδεικνύουν εκταμίευση τον ποσού και πίστωση στον λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, δηλαδή τραπεζική συναλλαγή (SWIFT) μεταξύ της ενάγουσας και της εκδότριας εταιρείας, με αποτέλεσμα το επίδικο δάνειο να καθίσταται ανύπαρκτο και/η παράνομο.»
β. Δια της προσθήκης μετά το τέλος της υφιστάμενης παραγράφου 3 της τροποποιημένης Υπεράσπισης της ακόλουθης νέας παραγράφου 3Α:
3Α: Ειδικότερα και/η επιπρόσθετα ο εναγόμενοι ισχυρίζεται πως να θεωρηθεί ότι νόμιμα έχει χορηγηθεί και/η υφίσταται το επίδικο δάνειο, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (IFRS) και/η το διπλογραφικό σύστημα, με τα οποία η ενάγουσα συμμορφώνεται και/ή ακολουθεί, είναι αναγκαίο να υπάρχει αφ’ ενός συγκεκριμένη πίστωση και/η εγγραφή σε, λογαριασμό του παθητικού της ενάγουσας που δεν φέρει το όνομα του εναγόμενου και αντίστοιχη χρέωση και/η εγγραφή στο ενεργητικό σε λογαριασμό δανείου στο όνομα του εναγόμενου. Εν προκειμένω η ενάγουσα τράπεζα ενήργησε ενάντια και/η αντίθετα με τους κανόνες νόμιμού δανεισμού, αφού ο λογαριασμός που πιστώθηκε στο παθητικό ήταν o τρεχούμενος υπερανάληψης (overdraft) στο όνομα του εναγόμενου, δηλαδή η ενάγουσα δημιούργησε Παθητικό στο όνομα του εναγόμενου με αποτέλεσμα να μην υπάρχει νόμιμο δάνειο αλλά λογιστική εγγραφή κατάθεσης στο όνομα του εναγόμενου καθιστώντας το δάνειο ανύπαρκτο και/η παράνομο. Ο εναγόμενος περαιτέρω λέγει πως, δοθέντος τον ότι στην ουσία η ενάγουσα δεν πίστωσε μέρος του παθητικού της, συνεπάγεται πως δεν έδωσε χρήματα με αποτέλεσμα να μην δικαιούται το κεφάλαιο των 27 εκατομμυρίων, τα δε έσοδα που απεκόμιζε, δηλαδή οι τόκοι, να αποτελούν έσοδα από παράνομη δραστηριότητα.»
Γ) Δια της διαγραφής της υφιστάμενης παραγράφου 7 και/η αντικατάστασης της υφιστάμενης παραγράφου 7 με την εξής:
7. Σε σχέση με την παράγραφο 12 o εναγόμενος αναφέρει και επαναλαμβάνει τούς ισχυρισμούς των παραγράφων 3 και 311 της υπεράσπισης του και περαιτέρω αναφέρει πως η πεποίθηση τον περί ανύπαρκτου και/η παράνομου δανεισμού τεκμηριώνεται και ενισχύεται από οικονομικά στοιχεία και/η έγγραφα και/η πληροφορίες που η ενάγουσα και/η o Όμιλος στον οποίο ανήκει έχει δημοσιεύσει, όπως τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, τον δημοσιευμένο ετήσιο απολογισμό έτους 2009, έγγραφα στα οποία αναλύονται συγκεκριμένοι αριθμοί για τις εκδόσεις υβριδικών μετατρέψιμων κεφαλαίων, τα οποία όμως προκαλούν εύλογα ερωτηματικά και υποψίες όπως μεταξύ άλλων και για την ίδια την έκδοση υβριδικών ομολόγων της ΣΕΙΡΑΣ Ε στα οποία o εναγόμενος φέρεται να επένδυσε το ποσό των 27 εκατομμυρίων ευρώ.
Δ) Δια της προσθήκης μετά το τέλος της υφιστάμενης παραγράφου 14 των κάτωθι:
«Ο εναγόμενος λέγει ότι εφόσον η ενάγουσα προέβη σε τερματισμό των επίδικων συμφωνιών, το μόνο υπόλοιπο πού νομιμοποιείται από τους κανόνες λογιστικής είναι το υπόλοιπο της υπερανάληψης του τρεχούμενου (overdraft) που κάλυπτε όσα χρήματα δεν καλύπτονταν από τον τρεχούμενο. Συνεπώς το ποσό που Θα δικαιούτο η ενάγουσα, εάν ο δανεισμός ήταν νόμιμος το οποίο και πάλι αρνείται, από τους επίδικους λογαριασμούς είναι το ποσό των 679.198, 36 που αναγράφεται ως υπόλοιπο του τρεχούμενού υπερανάληψης (ονerdrafτ) στο ειδικώς οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα.»
Η νομική βάση της αίτησης είναι οι διαταγές 9,10,25,39,63, και 64 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.
Το πραγματικό πλαίσιο της αίτησης υποστηρίζεται σε ένορκη δήλωση που έχει συντάξει η Λουκία Πατσαλίδου δικηγόρος του εναγόμενου. Ανέφερε ότι οι δικηγόροι που χειρίζονται τις υπόθεσεις κατεχώρησαν ενώπιον των Ελληνικών Δικαστήριων αίτημα για χορήγηση εγγράφων από την τράπεζα. Δεν αληθεύει ότι τους χορηγήθηκε η σύμβαση παροχής διευκόλυνσης. Η μια αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 2016 είχε ως αντικείμενο την εξασφάλιση εγγράφων που αποδεικνύουν την ύπαρξη και εκταμίευση του δανείου. Ηταν το έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Εκείνη η αγωγή καταχωρήθηκε το 2016 και η ενάγουσα αιτήθηκε διάρρηξη της δανειοδοτικής συμφωνίας συμβολαιογραφικών εγγράφων γονικής παροχής δηλαδή, δωρεές που προέβη ο εναγόμενος στα τέκνα του. Στην παρούσα η ενάγουσα ενσωμάτωσε ως αποδεικτικό μέσο την κατάσταση λογαριασμού τρεχούμενου λογαριασμού με αριθμό χχχχχχ366 που λειτούργησε ως την απεικόνηση του για την εξυπηρέτηση του λογαριασμού δανείου χχχχχχχ020. Από μελέτη εκείνων των στοιχείων προέκυψε ότι υπάρχει αποδεικτικό υλικό που θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του δανείου. Δικογραφικοί ισχυρισμοί που αφορούν το νομότυπο των συναλλαγών δεν έχουν συμπεπριληφθεί στην αρχική δικογραφία
Η παράλειψη της δικογράφησης δεν είναι το αποτέλεσμα κακής πίστης ή εσκεμμένα αλλά οφείλεται σε αβλεψία ή παραδρομή.
Η όποια προκληθείσα καθυστέρηση δεν επηρεάζει αφού η αγωγή Επίδειξης καταχωρήθηκε το 2022 και στην παρούσα αγωγή εκκρεμούσε προηγούμενη αίτηση τροποποίησης στην οποία εκδόθηκε απόφαση τον Απρίλιο 2022. Υπήρχε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων και χαρακτηριστικό παράδειγμα των διαφωνιών ως προς τα στοιχεία είναι ότι δεν υπάρχει σύμβαση παροχής ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό αλλά γενικοί όροι.
Επιτράπηκε στον αιτητή να καταχωρήσει και συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης της Ελπίδας Ασσιώτου και πάλι δικηγόρος στο γραφείο του δικηγορικού γραφείου που αντιπροσωπεύει το δικηγορικό γραφείο των Εναγόμενων.
Αναφέρει ότι υπάρχουν ελληνικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και αφορούν την διαφορά των μερών και παραπέμπει στις σελίδες 20‑29 της πρωτόδικης απόφασης και στις σελίδες 21‑33 της απόφασης του Εφετείου. Εκεί καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που έχουν γίνει δεκτά.
Τον Μάιο του 2009, η Eurobank Ergasias AE για λόγους ενίσχυσης της κεφαλαιακής της επάρκειας εξέτασε την έκδοση μη καινοτόμων υβριδικών τίτλων μετατρέψιμων σε μετοχές. Οι τίτλοι αυτοί θα εκδίδονταν μέσω θυγατρικής της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία EFG Hellas Funding Ltd στο Jersey.
Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδας και της γενικής συνέλευσης για δάνειο με έκδοση υβριδικών τίτλων μέχρι του ποσού των 500 εκατομμυρίων. Προχώρησε σε σύναψη δανείου ύψους 300 εκατομμύριων με τη θυγατρική της EFG Hellas Funding Ltd και στην έκδοση μέσω της τελευταίας, υβριδικών τίτλων συνολικής ονομαστικής αξίας 300 εκατομμύρια. Η ημερομηνία έκδοσης των τίτλων ορίστηκε στις 29 Ιουλίου 2009. Η δε απόδοσή τους ορίστηκε σε 8.25% ετησίως. Εκείνο που περιγράφεται στις ελληνικές αποφάσεις είναι ότι ο Εναγόμενος έδωσε εντολή στην Εναγομένη που του είχε απαντήσει καταφατικά ως προς την πρόθεσή της να προβεί σε έκδοση νέας σειράς υβριδικών τίτλων για να διερευνήσει δυνατότητα χορήγησης δανείου μέσω της ενάγουσας.
Η Eurobank αποφάσισε να προβεί σε έκδοση της σειράς Ε' των υβριδικών τίτλων με τους ίδιους όρους όπως τους τίτλους της σειράς D'. Αυτοί είναι οι τίτλοι που υποτίθεται έλαβε ο Εναγόμενος και για τους οποίους χορηγήθηκε το επίδικο δάνειο. Με αναφορά στις σελίδες από τον ετήσιο απολογισμό του 2009 του ομίλου Eurobank, μέλους του οποίου είναι και η Ενάγουσα προκύπτει από τα πρακτικά ότι το 2009 ξεκίνησε σε δυσμενές κλίμα λόγω διεθνούς οικονομικής κρίσης και έκλεισε λόγω σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Στο κλίμα αυτό η διαχείριση της ρευστότητας παρέμεινε προτεραιότητα και το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2009 υπήρξε ομαλοποίηση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές. Η Eurobank EFG εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία ήταν η πρώτη Ελληνική Τράπεζα που μπόρεσε και άντλησε ρευστότητα από τις διεθνείς αγορές και άντλησε 3 δισεκατομμύρια, συμπεριλαμβανομένου εκδόσεως υβριδικών μετατρέψιμων κεφαλαίων ύψους 300 εκατομμύρια, η οποία αυτή έκδοση υβριδικών μετατρέψιμων κεφαλαίων ήταν η σειρά D'.
Το επίδικο δάνειο χορηγήθηκε για την αγορά μετατρέψιμων κεφαλαίων ύψους 59 εκατομμύρια, σειρά E'. Εκδόθηκαν μετατρέψιμες ομολογίες ύψους 400 εκατομμύρια. Υπάρχει αριθμητική και εννοιολογική ασυμβατότητα σχετικά με το ύψος και τη φύση των μετατρέψιμων τίτλων χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις ως προς το εάν πρόκειται για διαφορετικά χρηματοοικονομικά εργαλεία. Μέσα στα οικονομικά στοιχεία του Ομίλου η εν λόγω σειρά δεν εμφανίζεται στο περιεχόμενο του απολογισμού και αυτό δημιουργεί επιπρόσθετη αμφιβολία για το κατά πόσο αποτελεί τυπικά και ουσιαστικά ενσωματωμένο μέρος του απολογισμού. Υπάρχει θέμα ως προς την πληρότητα, τη διαφάνεια και αξιοπιστία της έκθεσης διαχείρισης. Στην ουσία δεν υπήρξε έκδοση υβριδικών τίτλων σειράς Ε', ούτε χορηγήθηκε δάνειο στον Εναγόμενο, αλλά και ούτε δόθηκαν χρήματα από την Ενάγουσα προς την εκδότρια εταιρεία. Η Ενάγουσα δεν μπορεί να προσκομίσει το σχετικό swift.
Η ενάγουσα‑καθ΄ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση και πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
1. Οι επιδιωκόμενες τροποποιήσεις στην Υπεράσπιση του Αιτητή αφορούν ισχυρισμούς και/ή νομικά και/ή πραγματικά ζητήματα τα οποία έχουν ήδη εγερθεί και/ή ακουστεί ως επίδικα θέματα και τα οποία έχουν ήδη κριθεί και απορριφθεί τελεσίδικα στα πλαίσια αγωγών και/ή δικαστικών διαδικασιών που εγέρθηκαν από τον Αιτητή ενώπιον των δικαστηρίων της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι αποφάσεις των οποίων έχουν ήδη αναγνωριστεί δεόντως στην Κύπρο.
2. Η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθώς αποτελεί απαγορευμένη προσπάθεια εκ νέου προώθησης και/ή επαναφοράς ζητημάτων και/ή αξιώσεων που έχουν ήδη τύχει πλήρους δικαστικής διερεύνησης και έχουν ήδη αποφασιστεί και/ή τυχόν έγκριση της παρούσας αίτησης Θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ουσία των αποφάσεων των Ελληνικών δικαστηρίων για θέματα που καλύπτονται από το δεδικασμένο.
3. H αίτηση Θα πρέπει να απορριφθεί λόγω δεδικασμένου (res judicata) και/ή κωλύματος (estoppel) καθώς συνιστά κλασικό παράδειγμα διεκδίκησης δεύτερης ευκαιρίας σε νέα δικαστική μάχη επί του ίδιου θέματος που έχει ήδη εξετασθεί και κριθεί δικαστικά και/ή o Αιτητής δεσμεύεται από το δεδικασμένο και εμποδίζεται από το να εγείρει εκ νέου ζητήματα για τα οποία έχουν ήδη αποφανθεί τα δικαστήρια της Ελληνικής Δημοκρατίας.
4. O Αιτητής απέτυχε να καταδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή δεν προβάλλει οποιαδήποτε γεγονότα που να αποκαλύπτουν και/ή καταδεικνύουν καλό λόγο με βάση τον οποίο το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να επιτρέψει την τροποποίηση της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης ημερομηνίας 23.12.20 σε τόσο προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας.
5. Βάσει των ισχυρισμών που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, `έναυσμα για την προώθηση' της παρούσας διαδικασίας αποτελεί αγωγή που καταχωρίστηκε από την Καθ ης η Αίτηση στην Ελλάδα το 2016 και ως εκ τούτου έχει παρουσιασθεί υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της παρούσας αίτησης και/ή ο Αιτητής απέτυχε να δικαιολογήσει τη σημειωθείσα καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης και/ή απέτυχε να δικαιολογήσει το χρονικό στάδιο στο οποίο υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση, σε συνάρτηση με τη δυνατότητά του να αποταθεί στο Δικαστήριο ενωρίτερα.
6. O Αιτητής παρέλειψε να Θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο υπόβαθρο επαρκούς αιτιολόγησης του αιτήματος για τροποποίηση και δεν δικαιολόγησε με επάρκεια την παράλειψή του να αποταθεί στο Δικαστήριο ενωρίτερα.
7. Οι λόγοι για την τροποποίηση ως εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση είναι ασαφείς και/ή ανεπαρκείς και/ή οι επεξηγήσεις που υποστηρίζουν το αίτημα τροποποίησης είναι άσχετες με την επιδιωκόμενη τροποποίηση και/ή πενιχρές και δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση ούτε το αίτημα τροποποίησης, ούτε και την σημειωθείσα καθυστέρηση στην υποβολή αυτού.
8. Ο Αιτητής, μέσω της αιτούμενης τροποποίησης, επιδιώκει να προωθήσει παντελώς νέους ισχυρισμούς και/ή ισχυρισμούς οι οποίοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους σχετικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην υφιστάμενη Υπεράσπισή του, οι οποίοι καθιστούν παραδεχτή την εκταμίευση του επίδικου δανείου και τη χρήση του προϊόντος του για αγορά ομολόγων, και/ή επιδιώκεται η αναδόμηση της Υπεράσπισης του Αιτητή με αποτέλεσμα να επηρεάζονται σοβαρά και δυσμενώς τα δικαιώματα της Καθ' ης η Αίτηση.
9. Ο Αιτητής στην ουσία προσπαθεί εκ νέου, όπως έκανε αρχικά με την υπεράσπιση του (πριν τη διαγραφή μεγάλου μέρους της) και μετέπειτα με την ανεπιτυχή αίτηση τροποποίησης που καταχώρησε, να εισαγάγει στο δικόγραφο του κάθε πιθανή υπεράσπιση στην αξίωση της Ενάγουσας, ανεξαρτήτως του ότι οι ισχυρισμοί που εγείρει έχουν ήδη κριθεί.
10. Η αίτηση είναι αβάσιμη και/ή ανυπόστατη και/ή καταπιεστική και/ή ενοχλητική και/ή αντινομική και/ή καταχρηστική και/ή δεν υποβάλλεται καλόπιστα και/ή δεν σκοπεί στην διόρθωση και την ορθή δικογράφηση και/ή οδηγεί σε εκτροχιασμό της δικαστικής διαδικασίας.
11. Σκοπός της αίτησης είναι η καθυστέρηση και/ή περιπλοκή της διαδικασίας εις βάρος των συμφερόντων της Καθ' ης η Αίτηση στην παρούσα αγωγή και/ή η αίτηση αποτελεί κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών καθώς αποτελεί την δεύτερη αίτηση ιδίου τύπου που καταχωρείται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασία.
12. Η αίτηση επιφέρει αδικία και κώλυμα στην απονομή της δικαιοσύνης και τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα έχει ως επακόλουθο την παρακώλυση της ακροαματικής διαδικασίας με θέματα τα οποία έχουν ήδη τελεσίδικα απορριφθεί από τα Ελληνικά δικαστήρια ως αβάσιμα και ανυπόστατα ή έρχονται σε αντίθεση με μέχρι σήμερα παραδεχτά ζητήματα (όπως την εκταμίευση του επίδικου δανείου και τη χρήση του προϊόντος του για αγορά ομολόγων), θα αυξήσει ουσιαστικά τα δικαστικά έξοδα και σε κάθε περίπτωση θα επιφέρει αχρείαστη περιπλοκή και/ή πολλαπλότητα στην διαδικασία.
Η ένσταση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση που ετοίμασε η Ραφαέλα Αντρέου, δικηγόρος στο γραφείο που αντιπροσωπεύει την Ενάγουσα. Ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής επιχειρεί να εισαγάγει ισχυρισμούς στην Υπεράσπισή του, περί ανύπαρκτου και/ή παράνομου δανεισμού. Ισχυριζόταν μέχρι πρότινος και παραδεχόταν ότι το επίδικο δάνειο εκταμιεύθηκε και ότι πιστώθηκε το προϊόν σε λογαριασμό της εταιρείας ERB Hellas Funding Limited για αγορά υβριδικών ομολόγων που εξέδωσε. Τώρα ο νέος ισχυρισμός είναι ότι δήθεν το δάνειο ουδέποτε πιστώθηκε ή εκταμιεύθηκε. Το ζήτημα αυτό είναι δεδικασμένο και έχει παραχθεί από τις αποφάσεις Ελληνικών Δικαστηρίων στα πλαίσια διαδικασιών που ο Αιτητής καταχώρησε στην Ελληνική Δημοκρατία.
Ο Αιτητής καταχώρησε ενώπιον του πολυμελούς Πρωτοδικίου Αθηνών την 21.03.14, την αγωγή με αριθμό 41838xxx. Επίσης καταχώρησε την 03.10.2013, εναντίον της μητρικής εταιρείας της Καθ΄ης η Αίτηση, η Αγωγή 135468xxx. Κατέθεσε την 05.02.16 τον αριθμό αγωγής 10659xxx/16 παρεμπίπτουσα αγωγή με την οποία αύξησε τα ποσά που απαιτούσε εναντίον της καθ’ ης η αίτηση και της ERBH. Επίσης υπάρχει ακόμη μια κατάθεση την 10664xxx/16.
Με την Ελληνική Αγωγή με αρ. καταθέσεως 135468/3966/14-10-2013 εναντίον της ERBH, ως συμπληρώθηκε από την παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό καταθέσεως 10664/204/3-3-2016 (οι «Ελληνικές Αγωγές κατά της ERBH»), ο Αιτητής ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: (α) οι εκπρόσωποι και επενδυτικοί σύμβουλοι της ERBH τον έπεισαν να επενδύσει το ποσό των €18.000.000 σε ομόλογα που εξέδωσε η εδρεύουσα στο Jersey θυγατρική της εταιρεία, με την επωνυμία «E.F.G. Hellas Funding Limited», ήτοι η Εκδότρια Εταιρεία, καθώς και να λάβει δάνειο. ποσού €27.000.000 από τη Καθ' ης η Αίτηση, επίσης θυγατρική της ERBH, το οποίο επένδυσε στα ίδια ως άνω ομόλογα, (β) οι εκπρόσωποι της ERBH εκμεταλλευόμενοι την απειρία του στους κανόνες λειτουργίας της τραπεζικής αγοράς, αφενός τον διαβεβαίωσαν ψευδώς ότι η εν λόγω επένδυση, συνολικού ύψους €45.000.000 (€18.000.000 + €27.000.000), ήταν απολύτως ασφαλής και κερδοφόρα και αφετέρου υπαιτίως του απέκρυψαν ότι το εν λόγω επενδυτικό προϊόν ενείχε αυξημένο επενδυτικό κίνδυνο, (γ) τον Μάϊο του έτους 2013, οι εκπρόσωποι της ERBH του πρότειναν να μετάσχει στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου δια του ισόποσου της ονομαστικής αξίας των ως άνω υβριδικών ομολόγων, ενημερώνοντάς τον για την άληκτη διάρκεια των ομολόγων και απειλώντας τον ότι αν δεν αποδεχθεί την πρόταση αυτή, η Εκδότρια Εταιρεία, Θα διέκοπτε την καταβολή των αποδόσεων - μερισμάτων προς εκείνον, (δ) υπό το ως άνω καθεστώς απειλής, εξαναγκάστηκε στις 7.6.2013 να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ERBH δια της εξαγοράς από την τελευταία των τίτλων του στην ονομαστική τους αξία (€45.000.000) και τη διάθεση σε αυτόν, στις 4.7.2013, ως αντιστάθμισμα, 29.203.712 κοινών μετοχών της ERBH, η εσωτερική αξία των οποίων, κατά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις της τελευταίας, ανήρχετο στο ποσό των €1,54 δι’ εκάστη και συνολικά στο ποσό των €45.000.000, (ε) την επομένη ημέρα συνεδρίασης του χρηματιστηρίου, ήτοι την 8.7.2013, η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών της ERBH μειώθηκε στο ποσό των €0,60 ανά μετοχή, με αποτέλεσμα, η συνολική αξία των μετοχών που διέθετε να απομειωθεί στο ποσό των €18.000.000.
Με την Ελληνική Αγωγή με αρ. καταθέσεως 41838Ι1169/1-4-2014 εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση, ως συμπληρώθηκε από την παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό καταθέσεως 10659/203/3-3-2016 (οι «Ελληνικές Αγωγές κατά της Καθ' ης η Αίτηση»), ο Αιτητής ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι στις παράνομες πράξεις της ERBH, όπως αυτές περιγράφονται στις Ελληνικές Αγωγές εναντίον της, παρείχε εν γνώσει της άμεση συνδρομή δια της χορηγήσεως σ' αυτόν του δανείου των €27.000.000, το οποίο επενδύθηκε σε υβριδικά ομόλογα «ατελεύτητης διάρκειας», γνωρίζοντας ότι η επένδυση αυτή ήταν αποτέλεσμα διαπραχθείσας σε βάρος του απάτης της μητρικής της εταιρείας, στο δόλο της οποίας συμμετείχε, και συνεπώς η καθ' ης η αίτηση ευθύνεται εις ολόκληρον με την ERBH για μέρος της ζημίας του. Περαιτέρω. ισχυρίστηκε ότι η Καθ' ης η Αίτηση παρέλειψε, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της έναντι του, να τον ενημερώσει για τους όρους από τους οποίους διέπονταν τα υβριδικά ομόλογα της αδελφής της εταιρείας και τους επενδυτικούς κινδύνους που εγκυμονούσαν, καθώς επίσης παρέλειψε να τον αποτρέψει από το να συμμετάσχει αναγκαστικά στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ERBH. Με βάση τους πιο πάνω ισχυρισμούς, ο Αιτητής ζητούσε με την πιο πάνω αγωγή του εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση αποζημιώσεις δυνάμει της σύμβασης παροχής, επενδυτικών και παρεπομένων υπηρεσιών, όσο και δυνάμει των διατάξεων των νόμων 3606/2007 (MiFID) και 2251/1994 (προστασία των καταναλωτών).
Οι ελληνικές αγωγές συνεκδικάστηκαν και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με απόφαση 1727/16, στις 15.07.16 που δημοσιεύτηκε στις 13.09.2016, απέρριψε τις αγωγές στην ολότητά τους. Το Ελληνικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Αποφάσισε ότι ο Αιτητής εμφανιζόταν ως πλήρης γνώστης των χαρακτηριστικών και του τρόπου λειτουργίας των υβριδικών τίτλων. Είχε ενημερωθεί για όλους τους όρους και τους σχετικούς κινδύνους. Κατανοούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ομολόγων. Βάσει πληροφόρησης που είχε από συμβούλους του, θεωρούσε ότι θα ήταν επωφελής επένδυση και ζήτησε να κατηγοριοποιηθεί στους επαγγελματίες επενδυτές. Πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις να του χορηγηθεί το επίδικο δάνειο, υπέβαλε αίτηση για χορήγηση δανείου 27 εκατομμυρίων με σκοπό την επένδυση σε αγορά υβριδικών τίτλων. Το αίτημα έγινε δεχτό και στις 23.11.09, η Καθ΄ης η Αίτηση απέστειλε στον αιτητή σχετική σύμβαση δανείου. Μελέτησε και βεβαιώθηκε για τους όρους και υπέγραψε. Η Τράπεζα απέστειλε στον αιτητή σχετική σύμβαση δανείου και τη μελέτησε και την υπέγραψε.
Περαιτέρω, και σε ότι αφορά την ουσία της επιδιωκόμενης τροποποίησης, το Ελληνικό Δικαστήριο, μέσω της Ελληνικής Πρωτόδικης Απόφασης και συγκεκριμένα μέσω του 15ου φύλλου αυτής, κατέληξε ότι αποδείχθηκε ως πραγματικό γεγονός ότι "στις 30.11.2009, η οποία είχε οριστεί ως ημερομηνία κλεισίματος (Closing Date) των τίτλων, αφενός μεν χρεώθηκε o τηρούμενος καταθετικός λογαριασμός του ενάγοντος με το ποσό των 18.000.000 ευρώ. αφετέρου δε εκταμιεύθηκε το δάνειο των 27.000.000 ευρώ. Αμφότερα τα ποσά κατευθύνθηκαν στην αγορά των επίδικων τίτλων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην εναγόμενη (ΙΤΟΙ στην ERBH) όπου και τηρούνταν υπό τη θεματοφυλακή της".
Εφεσιβλήθηκε η πρωτόδικη ελληνική απόφαση το 2006 και το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε απόφαση στις 12.06.17 που δημοσιεύτηκε στις 13.07.17. Η εφετειακή απόφαση επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο Β στην ένορκη δήλωση του Αντρέα Πετάση, ημερομηνίας 12.12.17 και αυτό έγινε για αναγνώριση της εν λόγω απόφασης στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η εν λόγω απόφαση έχει αναγνωριστεί δεόντως στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το Εφετείο Αθηνών αποδέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας και καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπάρχει σχετικό απόσπασμα-εύρημα ότι στις 30.11.09, εκταμιεύθηκε από την Καθ΄ης η Αίτηση το δάνειο των 27 εκατομμυρίων, ποσό το οποίο κατευθύνθηκε για την αγορά των υβριδικών ομολόγων. Επίσης υπήρχε εύρημα ότι επρόκειτο για καθ' όλα νόμιμες ενέργειες, αυτό παράγει δεδικασμένο. Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση στον Άρειο Πάγο και εξέδωσε ο Άρειος Πάγος απόφαση στην υπόθεση 347/20 ημερομηνίας 06.05.19 που δημοσιεύτηκε στις 08.04.20 και απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Στο σώμα της απόφασης επαναλαμβάνεται το εύρημα περί εκταμίευσης του δανείου και χρήσης του ποσού των 27 εκατομμυρίων για σκοπούς αγοράς των υβριδικών ομολόγων.
Στις 9.5.17 ο Αιτητής καταχώρισε την αρχική του Υπεράσπιση μέσω της οποίας, ισχυριζόταν μεταξύ άλλων ότι (α) σύναψε την επίδικη Συμφωνία Δανείου και προέβη σε όλες τις συναφείς ενέργειες κατόπιν συμβουλών και/ή προτροπών και/ή παραστάσεων της Καθ' ης η Αίτηση και της μητρικής εταιρείας αυτής, ήτοι της ERBH, (β) η Καθ' ης η Αίτηση εισήχθη στην συναλλαγή τεχνηέντως και/ή δόλια και/ή παράνομα κατόπιν απαίτησης και/ή υπόδειξης της ERBH, (γ) η Καθ' ης η Αίτηση και η ERBH, ενεργώντας δόλια και/ή συνωμοτικά, κατηγοριοποίησαν τον Αιτητή ως επαγγελματία επενδυτή ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, (δ) οι παραστάσεις της Καθ' ης η Αίτηση και της ERBH αποδείχθηκαν ψευδείς και έγιναν δολίως και/ή με σκοπό να παραπλανήσουν τον Αιτητή, (ε) οι σχετικές συμβάσεις συνάφθηκαν συνεπεία ψευδών παραστάσεων από την Καθ' ης η Αίτηση, οι οποίες έγιναν με σκοπό να παραπλανήσουν και/ή να υποκινήσουν τον Αιτητή, (στ) ο Αιτητής ενεργούσε ως καταναλωτής και/ή χωρίς εξειδικευμένη γνώση των χρηματαγορών και/ή επενδύσεων και ως εκ τούτου η Καθ' ης η Αίτηση όφειλε καθήκον επιμέλειας προς τον Αιτητή αφού ανέλαβε την ευθύνη παροχής επενδυτικών συμβουλών προς τον Αιτητή, (ζ) η Καθ' ης η Αίτηση ενήργησε αμελώς και/ή κατά παράβαση καθήκοντος επιμέλειας αφού παρέλειψε να εξηγήσει και/ή να αναλύσει στον Αιτητή τους όρους των επίδικων συμφωνιών και/ή των ομολόγων και ο (η) ο Αιτητής συμμετείχε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ERBH κατόπιν οικονομικής και/ή άλλης απειλής και/ή εξαναγκασμού και/ή παραπλάνησης από την ERBH και/ή την Καθ' ης η Αίτηση.
Ενόψει της έκδοσης της ελληνικής πρωτόδικης απόφασης και της εφετειακής απόφασης, η Ενάγουσα καταχώρησε αίτηση διά της οποίας ζήτησε τη διαγραφή παραγράφων και ισχυρισμών της υπεράσπισης του Αιτητή, μεταξύ άλλων, λόγω δεδικασμένων και λόγω κατάχρησης διαδικασίας. Εξαιτίας της έκδοσης της απόφασης του Άρειου Πάγου ο Αιτητής αναγνωρίζοντας τη βασιμότητα των ισχυρισμών της Καθ΄ης η Αίτηση περί δεδικασμένου, ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν θα καταχωρούσε ένσταση στην αίτηση και στις 21.12.2020, το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση διατάσσοντας τη διαγραφή σωρείας παραγράφων της αρχικής υπεράσπισης του αιτητή και καταχωρήθηκε η τροποποιημένη Υπεράσπιση. Στις 26.05.22, μετά από αντικατάσταση προηγούμενων δικηγόρων ζήτησαν να τροποποιήσουν τη δικογραφία. Το Δικαστήριο στις 05.04.2023 με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε την αίτηση τροποποίησης και σημείωσε: «Θέματα τα οποία έχουν ήδη τεθεί ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων σε όλες τις βαθμίδες και έχουν απορριφθεί, ο Αιτητής επιχειρεί εκ νέου να εισαγάγει ισχυρισμούς σε σχέση με ζητήματα που έχουν ήδη αποφασισθεί και κριθεί τελεσίδικα στα πλαίσια Ελληνικών Αγωγών και διαδικασιών. Οι ισχυρισμοί είναι αντίθετοι με τις μέχρι σήμερα θέσεις του αιτητή».
Συγκεκριμένα, παρά την μέχρι σήμερα δικογραφημένη θέση του ότι το ποσό των €27.000.000 του επίδικου δανείου εκταμιεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε από την Καθ' ης η Αίτηση για αγορά των υβριδικών ομολόγων και πιστώθηκε "απευθείας" σε λογαριασμό της Εκδότριας Εταιρείας, χωρίς να εκταμιευθεί στον ίδιο, μέσω της αιτούμενης τροποποίησης ο Αιτητής επιχειρεί να αλλάξει άρδην την θέση αυτή και να ισχυριστεί ότι το ποσό του δανείου ουδέποτε πιστώθηκε σε οποιοδήποτε λογαριασμό, ούτε καν της Εκδότριας Εταιρείας, με αποτέλεσμα το επίδικο δάνειο να είναι ανύπαρκτο.
Αυτά τα θέματα έχουν αποφασιστεί και κριθεί τελεσίδικα από Ελληνικά Δικαστήρια. Το επιχείρημα περί ανυπαρξίας του δανείου επειδή δήθεν ήταν μια λογιστική εγγραφή κατάθεσης στο όνομά του είναι εντελώς αντιφατικό με τη μέχρι σήμερα δικογραφημένη του θέση και είναι αντίθετος ισχυρισμός με το δεδικασμένο της ελληνικής εφετειακής απόφασης.
Βάσει των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων, ο ισχυρισμός περί ανύπαρκτου δανείου:
(α) βάσει του αιτούμενου διατάγματος υπό (Α) της Αίτησης "εξάγεται από πραγματικά δεδομένα" τα οποία περιορίζονται στο ότι "δεν έχουν προσκομιστεί και/ή παρουσιαστεί υποστηρικτικά έγγραφα που να αποδεικνύουν την εκταμίευση του ποσού και πίστωση στον λογαριασμό της Εκδότριας Εταιρείας, δηλαδή τραπεζική συναλλαγή (swift) μεταξύ της Καθ' ης η Αίτηση και της Εκδότριας Εταιρείας",
(β) βάσει του αιτούμενου διατάγματος υπό (Γ) της Αίτησης "τεκμηριώνεται και ενισχύεται από οικονομικά στοιχεία και/ή έγγραφα και/ή πληροφορίες πού η Καθ' ης η Αίτηση και/ή ο όμιλος στον οποίο ανήκει έχει δημοσιεύσει, όπως τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και τον δημοσιευμένο ετήσιο απολογισμό του 2009".
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση δεν γίνεται καμία αναφορά στο σημείο Γ' της αίτησης, δηλαδή οικονομικές καταστάσεις από ετήσιο απολογισμό του 2009.
Περαιτέρω, αναφορικά με τη θέση που προωθείται από τον Αιτητή βάσει του αιτούμενου διατάγματος υπό (Α) της Αίτησης ότι δηλαδή ο ισχυρισμός περί ανύπαρκτου δανείου "εξάγεται από πραγματικά δεδομένα" και επειδή "δεν έχουν προσκομιστεί και/ή παρουσιαστεί υποστηρικτικά έγγραφα που να αποδεικνύουν την εκταμίευση του ποσού", ο Αιτητής, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση, κάνει αναφορά και βασίζει τον εν λόγω ισχυρισμό στην αγωγή που καταχώρισε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης 126100/2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3446/2022, με την οποία επιδιώκει να λάβει αντίγραφα διαφόρων εγγράφων, περιλαμβανομένων αντιγράφων "λογαριασμών τάξεως" και εμβασμάτων. O Αιτητής έχει καταθέσει ως Τεκμήριο 1 της Αίτησης την εν λόγω Αγωγή που καταχώρισε στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σελίδα 5, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται μέσω της παρούσας Αίτησης, ο Αιτητής σημειώνει ότι "στις 30. 11.2009 .... εκταμιεύθηκε από την Eurobank EFG Cyprus Ltd (ήτοι από την Καθ' ης η Αίτηση") το δάνειο ποσού 27 εκ. και εν συνεχεία το σύνολο των 45 εκ. ευρώ διατέθηκε προς την αγορά των ανωτέρων υβριδικών τίτλων".
Ο Αιτητής επισυνάπτει επίσης ως Τεκμήριο 2, τις έγγραφες προτάσεις που οι εν Ελλάδι δικηγόροι της Καθ' ης η Αίτηση καταχώρισαν εκ μέρους της στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, μέσω των οποίων η Καθ' ης η Αίτηση ισχυρίζεται ότι το αίτημα για παροχή αντιγράφων είναι παντελώς αβάσιμο και ανυπόστατο και εγείρεται αριθμός ενστάσεων, ως προς την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του Ελληνικού Δικαστηρίου, την έλλειψη εννόμου συμφέροντος, την αοριστία της αγωγής και την καταχρηστική άσκηση της αγωγής. Ως αναφέρεται στις σελίδες 16 και 17 των εγγράφων προτάσεων της Καθ' ης η Αίτηση, ο όρος "λογαριασμός τάξεως" είναι άγνωστη έννοια στο Κυπριακό λογιστικό σύστημα και η χορήγηση αντιγράφων τέτοιων λογαριασμών καθίσταται άνευ αντικειμένου ενώ τα λοιπά έγγραφα που επιζητεί o Αιτητής δεν είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν και επομένως η χορήγησή τους είναι ανέφικτη. Επομένως, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν υπάρχουν, οι λόγοι που η Καθ ης η Αίτηση ενίσταται στο αίτημα για παροχή αντιγράφων είναι πολλαπλοί και θα κριθούν από το αρμόδιο Ελληνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή.
Η αγωγή με γενικό αριθμό κατάθεσης 126100/22, και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3446/22 εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων. Ο ίδιος ο αιτητής έχει καταθέσει ως Τεκμήριο 3, τη συγκεντρωτική κατάσταση κινήσεως του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού από τον οποίο προκύπτει ότι στις 30.11.2009, το ποσό των 27 εκατομμυρίων εκταμιεύθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον επενδυτικό λογαριασμό που διατηρούσε ο Αιτητής.
Σε ότι δε αφορά την θέση της παραγράφου 6 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση σε σχέση με την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δικηγόρων των μερών και επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 4 και συγκεκριμένα αναφορικά με το ότι, οι δικηγόροι της Καθ' ης η Αίτηση ανέφεραν πως δεν υπάρχει σύμβαση παροχής διευκόλυνσης τρεχούμενου λογαριασμού (overdraft) ενώ στη σελίδα 16 των έγγραφων προτάσεων, Τεκμήριο 2, αναφέρεται ότι πρόκειται για έγγραφο που έχει ήδη προσκομιστεί στον Αιτητή, σημειώνονται τα ακόλουθα: κατ' αρχάς, το εν λόγω ζήτημα, ουδόλως σχετίζεται με τις επιδιωκόμενες τροποποιήσεις και την εκταμίευση του επίδικου δανείου.
Η Αίτηση θα έπρεπε να κατατεθεί διότι η Υπεράσπιση του Αιτητή καταχωρήθηκε από το 2017. Το έναυσμα για την προώθηση της ελληνικής αγωγής επίδειξης εγγράφων ήταν η αγωγή που καταχωρήθηκε ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων τον Ιούλιο του 2016 για διάρρηξη δωρεών που ο Αιτητής έκανε προς τα τέκνα του και έτσι προέκυψαν από τότε τα στοιχεία επί των οποίων ο Αιτητής στηρίζει το αίτημα τροποποίησης.
Η κατάσταση του τρεχούμενου λογαριασμού δόθηκε στον Αιτητή, ακόμα και πριν την αρχική καταχώριση υπεράσπισης. Καμία εξήγηση δεν δίδεται για το ότι τα γεγονότα αυτά δεν εντοπίστηκαν και δεν δικογραφήθηκαν νωρίτερα. Δεν επεξηγείται η αναγκαιότητα τροποποίησης και/ή η δικαιολογία για τη σημειωθείσα καθυστέρηση στη μελέτη των εγγράφων και οι νέοι ισχυρισμοί δεν πλαισιώνονται και δεν συναρτώνται με έγγραφα. Υπάρχει πλήρης αποτυχία να τεθεί αναγκαίο υπόβαθρο επαρκούς αιτιολόγησης. Η εν λόγω τροποποίηση θα οδηγήσει στον εκτροχιασμό της υπόθεσης και θα επιφέρει ριζικά μέτρα τροποποίησης της φύσης της υπεράσπισης που αφορά ζητήματα που έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα από τα Ελληνικά Δικαστήρια. Η αιτούμενη τροποποίηση δεν αποβλέπει στη διακρίβωση των μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενων πραγματικών διαφορών, είναι προσπάθεια καθυστέρησης της διαδικασίας.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η υφιστάμενη παράγραφος 3 παραπέμπει σε τρεχούμενο λογαριασμό που ήταν συνδεδεμένο με το δάνειο. Προβάλλεται ως γεγονός ότι το δάνειο ήταν καθαρά λογιστικό και εκταμιεύθηκε απευθείας στον λογαριασμό της τράπεζας για την αγορά των υβριδικών ομολόγων. Με την υφιστάμενη δικογραφία δεν υπάρχει αμφιταλάντευση ως προς την ύπαρξη του δανείου, στον μηχανισμό εκταμίευσης του ή του σκοπού του δανείου.
Η προτεινόμενη τροποποίηση 1α της παραγράφου αλλοιώνει τα ουσιώδη γεγονότα και προβάλει σε αντίθεση, με την υφιστάμενη με την υπεράσπιση, την θέση ότι το δάνειο δεν υπήρξε ποτέ επειδή δεν έχει εντοπιστεί τραπεζική συναλλαγή ‘swift’. Πρόκειται στην ουσία για νέα προβαλλόμενη υπεράσπιση. Το σημείο (1β) παραθέτει σειρά από στοιχεία που θεωρεί ο αιτητής ότι τεκμηρίωνει τη θέση που προβάλλεται στο σημείο 1α. Δηλαδή, γίνεται προσπάθεια εισαγωγής στην δικογραφία νέων στοιχείων και γεγονότων ώστε να τεκμηριωθεί αντίθετη υπεράσπιση σε σχέση με την υφιστάμενη.
Με την υφιστάμενη παράγραφο 7 της τροποποιημένης υπεράσπισης προβάλλεται ως γεγονός ότι η ενάγουσα αγόρασε για λογαριασμό του ενάγοντα τα εν λόγω ομόλογα και ότι εκταμίευσε και πίστωσε το ποσό των €27,000,000 σε λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας. Επιχειρείται η τροποποίηση αυτής της παραγράφου διά της εισαγωγής γεγονότων που αφορούν μαρτυρικό υλικό, ήτοι, ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου, που κατά την άποψη του αιτητή δημιουργούν υποψία και/ή αμφιβολία για την ίδια την έκδοση των υβριδικών ομολόγων. Με λίγα λόγια με την προτεινόμενη τροποποίηση διαγράφεται η υφιστάμενη τροποποίηση ότι η αγορά των ομολόγων ήταν γεγονός και αντικαθίσταται με μια νέα αντίθετη τοποθέτηση που αφήνει μετέωρο το ζήτημα κατά πόσο υλοποιήθηκε η αγορά των ομολόγων διότι τίθεται σε αμφισβήτηση η έκδοση των ομολόγων από την καθ’ ης η αίτηση.
Η υφιστάμενη παράγραφος 14 της τροποποιημένης υπεράσπισης παραπέμπει στις παραγράφους 15 μέχρι 22 της έκθεσης απαίτησης που αφορά τις συνθήκες σύναψης του δανείου και προβαίνει σε γενική άρνηση των ισχυρισμών. Με την προτεινόμενη υπεράσπιση προβάλεται η θέση ότι το υπόλοιπο το οφειλόμενο είναι μόνο το ποσό των €679.198 που είναι το μόνο υπόλοιπο που νομιμοποιείται από τους κανόνες λογιστικής.
Ενόψει των προνοιών της Δ.30.11 των παλαιών θεσμών της πολιτικής δικονομίας που προβλέπει ότι ‘Οι διατάξεις της Δ.30 που εφαρμόζονται σε αγωγές που καταχωρούνται από 1.1.2015, αναστέλλονται και ότι …Από 1.1.2016 οι Διατάξεις της Δ.30 θα τυγχάνουν, ασχέτως κλίμακας, καθολικής εφαρμογής’ δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η Δ.25 ως τροποποιήθηκε πρώτα με τον διαδικαστικό κανονισμό ημερομηνίας 26.9.2014 μέχρι την τελευταία τροποποίηση του εν λόγου κανονισμού στις 27.4.2018 που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να τροποποιήσει τα δικόγραφα μετά το κλείσιμο των δικογράφων και τον ορισμό της αγωγής για οδηγίες δυνάμει της Δ.30.
Παρατίθεται πιο κάτω ο διαδικαστικός κανονισμός που έχει εφαρμογή ώστε να εξετασθεί το αίτημα της εναγόμενης.
- The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.
Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιήσει τα δικόγραφα κατόπιν του συγκεκριμένου κανονισμού δεν περιορίζεται. Το δικονομικό μέτρο που προωθεί ο εναγόμενος αιτητής το 2023 δεν μπορεί απόλυτα να εξετασθεί υπό το πρίσμα του δικονομικού πλαισίου που επικρατούσε το 2015. Με αναφορά την διαταγή 60.2 των νέων θεσμών της πολιτικής δικονομίας προβλέπεται ότι όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια σε διαδικασία που άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης των νέων θεσμών το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές που καθορίζονται από τους νέους θεσμούς και συγκριμένα μπορεί να λάβει υπόψη του τον πρωταρχικό σκοπό του Δικαστηρίου ήτοι, την δυνατότητα χειρισμού υποθέσεων με τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος. Με βάση την Δ.25.1 το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να προβεί στην τροποποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας όταν η τροποποίηση καταστεί αναγκαία για τη δίκαια επίλυση των επίδικων ζητημάτων της αγωγής. Το δίκαιο δεν μπορεί να περιλαμβάνει νέα νομικά και πραγματικά επιχειρήματα που έχουν σκεφτεί οι δικηγόροι του εναγόμενου οκτώ χρόνια μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης, και μετά την έκδοση διατάγματος ημερομηνίας 21.12.2020 διά του οποίου είχαν διαγραφεί παραγράφοι της υπεράσπισης και μετά από απόρριψη της αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 26.5.2022 όπου ζητείτο προσθήκη ισχυρισμών που καλύπτονται από το δεδικασμένο των αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστήριων.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου 1 ΑΑΔ (1991) 934 η σύγχρονη τάση είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά με την προτεινόμενη τροποποίηση. Δίδεται η τροποποίηση φιλελεύθερα εάν αυτή είναι αναγκαία για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Να σημειωθεί ότι σε εκείνη την υπόθεση το αίτημα για τροποποίηση έγινε μετά που είχαν ήδη μαρτυρήσει επτά μάρτυρες της υπόθεσης.
Στην υπόθεση Ταξί Κυριάκος ν Παύλου 1 ΑΑΔ (1995) 560 επεξηγήθηκε από το Εφετείο ότι το Δικαστήριο ασκεί διακριτική εξουσία να επιτρέψει τροποποίηση δικογράφου. Για την άσκηση αυτής της εξουσίας λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, και όχι μόνο το επανορθώσιμο των συνεπειών της προτεινόμενης τροποποίησης. Σε εκείνη την υπόθεση δεν εγκρίθηκε το αίτημα τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης, διότι ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι μόλις είχαν περιέλθει εις γνώση του κάποια γεγονότα ενώ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Στην υπόθεση Δημητρώφ ν Ιωάννου 1 ΑΑΔ 1645 (2003) το Δικαστήριο δεν ενέκρινε τέταρτη αίτηση των εναγόντων για τροποποίηση των δικογράφων επειδή ήταν φανερό ότι η αίτηση ενείχε το στοιχείο της κακοπιστίας. Παρόλο τούτο το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επέτρεψε την μερική τροποποίηση του δικογράφου για να συμπεριληφθεί μία τυπικού χαρακτήρα τροποποίηση για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης.
Στην υπόθεση Anna Latouf Agini v Εθνικη Τράπεζας Ελλάδας 1 ΑΑΔ 11 (1999) επικυρώθηκε απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί την τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης με την προσθήκη και ανταπαίτησης εκεί όπου διαπίστωσε ότι η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής και επειδή τα γεγονότα της υπόθεσης αποκάλυπταν την πρόθεση της εναγομένης για κωλυσιεργία η οποία έπρεπε να αντιμετωπισθεί δεόντως από το Δικαστήριο. Σημείωσε δε την ανάγκη να αποτρέπεται κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου ειδικά όταν διαπιστώνεται εκθεμελίωση της σωστής πορείας της υπόθεσης από τα σωστά της πλαίσια με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ορθή απονομή δικαιοσύνης.
Η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς ή για την αποτροπή της πολλαπλότητας των διαδικασιών. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής (Βλ. Χρίστου ν. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704 και Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1 (Ε) ΑΑΔ 33.
Στην Μιχάλης Παπόρης ν. MASKINFABRIKEN "SIO" A/S (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του είναι βαθειά ριζωμένη στους θεσμούς της δικαιοσύνης που είχαμε δεχθεί και αναπτύξει. Χωρίς το όπλο αυτό, το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καταντήσει άθυρμα στα χέρια των επιτηδείων. Παράλληλα θα επερχόταν επικίνδυνη υπονόμευση και αποδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής της δικαιοσύνης. Η εξουσία του δικαστηρίου, όπως τόνισε ο Λόρδος Diplock στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο της δικαστικής κρίσης, στην Ηunter v. Chief Constable of West Midlands & Another [1981] 3 All E.R. 727, 729 έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε πρόσφορη περίπτωση για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών.
Ο πρωτόδικος δικαστής ενασκώντας της διακριτική του εξουσία, έλαβε υπόψη την επί του θέματος φιλελεύθερη προσέγγιση των δικαστηρίων κατά την εξέταση αιτήσεων αυτού του είδους. Έλαβε επίσης υπόψη και τον σημαντικό παράγοντα της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση σε συνάρτηση με το ιστορικό της διαδικασίας και αυτό ως λογική απόρροια των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει την μέσα σε εύλογο χρόνο διεξαγωγή και περάτωση της δίκης».
Το έναυσμα για την καταχώρηση της αίτησης είναι σύμφωνα με την θέση που πρόβαλε ο αιτητής έρευνα που έχει διεξάγει ο αιτητής δια της οποίας έχουν προκύψει νέα στοιχεία που δικαιολογούν την αναγκαιότητα της τροποποίησης. Το πραγματικό πλαίσιο της αίτησης δεν υποστηρίζει τέτοιο συμπέρασμα. Δεν έχουν παραθέσει στοιχεία ενώπιον μου που να καταδεικνύον θετικά ότι δεν υπήρχε συμφωνία δανείου και εκταμίευση του ποσού του δανείου. Αντίθετα η αίτηση υποστηρίζεται από το τεκμήριο 3 ήτοι κατάσταση λογαριασμού επ’ ονόματι του αιτητή αρ. xχχχχχ366 στην οποία υπάρχει πιστωτική καταχώρηση ημερομηνίας 30.1.2009 για €27.722,000. Παράλληλα καταχώρησαν στην Ελληνική δημοκρατία αγωγή επτά χρόνια μετά από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής το 2022 στην οποία ζητούν διάταγμα αποκάλυψης αντίγραφου εμβάσματος (swift copy) για το ποσό των €27,000,000 τα οποία μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό της EFG Hellas Funding με σκοπό την αγορά υβριδικών τίτλων ίσης αξίας. Εφόσον το έγγραφο ζητείται να αποκαλυφθεί στα πλαίσια Δικαστικής διαδικασίας στην Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι το ίδιο με το να προβάλεται θετικά ισχυρισμός ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοιο έμβασμα.
Αυτή η αγωγή έχει καταχωρηθεί στην Ελληνική Δημοκρατία μετά την έκδοση της απόφασης 347/2020 του Αρείου Πάγου ημερομηνίας 8.4.2020 σε τριτοβάθμιο επίπεδο επικύρωσης του ευρήματος ‘επαναλαμβάνονται τα περί εκταμίευσης του δανείου και χρησιμοποίησης του ποσού των €27.000,000’ και κατάληξης ως προς το αναιρετικό έλεγχο της Εφετειακής απόφασης ‘Δεν ευρίσκουν έρεισμα εφαρμογής οι προσβαλλόμενες αιτιάσεις’. Επομένως, το ότι αλιεύονται νέα στοιχεία για να προβληθούν νέες αιτιάσεις αφότου ο αιτητής έχει εξαντλήσει τα ένδικα μέσα στην Ελληνική Δημοκρατίας έχει την σπουδαιόττητα του ως επιχείρημα εξέτασης της αίτησης.
To γεγονός οτι η ίδια διαφορά έχει επιλυθεί μεταξύ των ιδίων μερών ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου στο ψηλότερο επίπεδο στην Ελληνική Δημοκρατία και ο αιτητής επιχειρεί να προσκρούσει στον τοίχο του δεδικασμένου με επιπόλαιες αναταράξεις των πραγματικών δεδομένων δημιουργεί έντονο προβληματισμό για το γνήσιο των προθέσεων του που έχει επιλέξει το συγκεκριμένο ένδικο διάβημα στο παρόν στάδιο της διαδικασίας. Το ζήτημα του πραγματικού κωλύματος (issue estoppel) μπορεί να εξετασθεί στην περίπτωση έκδοσης απόφασης αλλοδαπού Δικαστηρίου ειδικά και αφού αφορά απόφαση κράτος μέλος της Ευρώπης και η συγκεκριμένη Ελληνική πρωτόδικη απόφαση έχει ήδη αναγνωριστεί από την Κυπριακή Δημοκρατία. H υπόθεση Williams and Glyn’s bank Plc v The Ship Maria 1 Α.Α.Δ. 309 (1992) είναι σχετική :
“Πράγματι απόφαση ξένου δικαστηρίου είναι δυνατό να αποτελέσει νομικό κώλυμα (issue estoppel) πάνω σε ένα επίδικο θέμα σε διαδικασία ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων. (Ίδε Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, παρ. 1530 και "Res Judicata", Turner, 2η Έκδοση, σελ. 60-70.)
Σχετικά ο Κανονισμός 35 που αναφέρεται στον Dicey & Morris, "The Conflict of Laws", 11η Έκδοση, Τόμος 1, σελ 418, αναφέρει:
"A judgment of a court of a foreign, country (hereinafter referred to as a foreign judgment) has no direct operation in England but may
(1) ....
(2) be recognised as a defence to an action or as conclusive of an issue in an action."
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Περαιτέρω ο Λόρδος Diplock L.J. στην υπόθεση Mills v. Cooper (1967) 2 All E.R. 100, στη σελίδα 104 σχολιάζοντας την εφαρμογή της πιο πάνω νομικής αρχής (χωρίς όμως να γενικεύει την αναφορά του ώστε να περιλαμβάνει και αλλοδαπές αποφάσεις), είπε:
"This doctrine, so far as it affects civil proceedings, may be stated thus: a party to civil proceedings is not entitled to make, as against the other party, an assertion, whether of fact or of the legal consequences of facts, the correctness of which is an essential element in his cause of action or defence, if the same assertion was an essential element in his previous cause of action or defence in previous civil proceedings between the same parties or their predecessors in title and was found by a court of competent jurisdiction in such previous civil proceedings to be incorrect, unless further material which is relevant to the correctness or incorrectness of the assertion and could not by reasonable diligence have been adduced by that party in the previous proceedings has since become available to him.".
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Όπως έχει νομολογηθεί, για να υπάρξει δεδικασμένο πάνω σε ένα επίδικο θέμα, από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, θα πρέπει να ικανοποιούνται τρεις προϋποθέσεις: (α) Το αλλοδαπό δικαστήριο ήταν αρμόδιο και είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και η απόφαση του οποίου είναι τελική και τελεσίδικη πάνω στην ουσία της υπόθεσης, (β) ότι οι διάδικοι είναι ίδιοι και (γ) ότι τα επίδικα θέματα είναι ταυτόσημα.
Ο Λόρδος Brandon στην υπόθεση The Sennar [1985] 2 All E.R. 104, υιοθετώντας την υπόθεση Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner & Keeler Ltd & Others (No.2) [1966] 2 All E.R. 536 στη σελίδα 110 είπε:
"To create an estoppel of that kind, three requirements have to be satisfied. The first requirement is that the judgment in the earlier action relied on as creating an estoppel must be (a) of a court of competent jurisdiction, (b) final and conclusive and (c) on the merits. The second requirement is that the parties (or privies) in the earlier action relied on as creating an estoppel and those in the later action in which that estoppel is raised as a bar must be the same. The third requirement is that the issue in the later action in which the estoppel is raised as a bar must be the same issue as that decided by the judgment in the earlier action."
(Επίσης ίδε Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος Demetriou v. Hilides & Others (1980) 1 J.S.C. 211, όπου υιοθετήθηκαν οι πιο πάνω αρχές καθώς και στην πρόσφατη Απόφαση, R. v. Governor of Brixton Prison ex parte Osman (1) [1992] 1 All E.R.108, στις σελίδες118-120.)
Εξετάζοντας τώρα τις πιο πάνω προϋποθέσεις, καταλήγω ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται. Το Ελληνικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την πιο πάνω υπόθεση, κάτι που υποστήριξαν και οι δύο εμπειρογνώμονες του Ελληνικού Δικαίου και αυτή η Απόφαση είναι τελική και τελεσίδικη για το Δικαστήριο που την εξέδωσε, ασχέτως εάν μπορούσε να εφεσιβληθεί (ίδε Colt Industries v. Sarlie (No.2) [1966] 1 W.L.R. 1287), κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν έγινε. Τώρα όσον αφορά κατά πόσο η Απόφαση ήταν επί της ουσίας, τούτο συνάγεται αναντίλεκτα από την ανάγνωση της ίδιας της Απόφασης, όπου φαίνεται ότι το Δικαστήριο εξέτασε τα γεγονότα και τις νομικές αρχές που ήταν ενώπιον του και μετά κατέληξε στα συμπεράσματα του.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι κατά πόσο οι διάδικοι είναι ταυτόσημοι.
…
Για τους πιο πάνω λόγους ακυρότητας, έγκυρα υπάρχει δεδικασμένο διότι ικανοποιείται πλήρως και η τρίτη προϋπόθεση για ταυτότητα στα επίδικα θέματα. Όμως όσον αφορά το λόγο ακυρότητας με βάση το άρθρο 3 του Νόμου 3899/1958, για το οποίο καμιά αναφορά δεν έγινε στην Απόφαση γιατί απλούστατα δεν εγέρθηκε το θέμα, τούτο χρήζει περισσότερης ανάλυσης.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον ένας διάδικος θα πρέπει να εγείρει όλους τους λόγους υπεράσπισης στο αλλοδαπό δικαστήριο και κατά πόσον εάν δεν το πράξει δε θα μπορεί αργότερα ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων να τους επικαλεσθεί. Η θέση αυτή είναι ξεκάθαρη όσον αφορά την εφαρμογή του δεδικασμένου με βάση αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο εάν εφαρμόζονται και για αλλοδαπές αποφάσεις.
Όσον αφορά κυπριακές αποφάσεις, στην υπόθεση Avgousta Theori v. Maroulla A Djoni C.L.R. 296, ο αδελφός Δικαστής Λοΐζου υιοθέτησε από την Απόφαση Henderson v. Henderson [1844] 6 Q.B. 288, το εξής απόσπασμα:
"The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time."
(Επίσης ίδε Vervaeke v. Smith [1982] 2 All E.R. 144, όπου υιοθετήθηκε η πιο πάνω Απόφαση.)
Πιστεύω ότι οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και σε σχέση με αλλοδαπές αποφάσεις όπως την προκειμένη.
Ο Dicey & Morris στη σελίδα 463 αναφέρει:
"Closely parralel to the rule that a foreign judgment is conclusive is the rule that the defendant must take all available defences in the foreign court, and that, if he does not do so, he cannot be allowed to plead them afterwards in England."
Η θέση αυτή υποστηρίζεται από την υπόθεση Henderson v. Henderson [1844] 6 Q.B. 288 και την Israel Discount Bank of New York v. Hadjipateras [1984] 1 W.L.R. 137 καθώς και από το σύγγραμμα "Res Judicata", Turner, 2η Έκδοση, παράγραφος 205.
Το Ελληνικό Δικαστήριο κατέληξε τελικώς σε πραγματικό εύρημα ότι υπήρχε πραγματικό δάνειο και ότι ο αιτητής είχε το ανάλογο όφελος από την συναλλαγή.Η Ελήνική απόφαση δεσμεύει τα μέρη σε σχέση με την συγκεκριμένη διαφορά. Η απόφαση προέρχεται από χώρα της οποίας μπορεί το δικαϊκό σύστημα να είναι διαφορετικό, αλλά της οποίας η μητρική γλώσσα και οι εθνικές ρίζες είναι οι ίδιες με τις δικές μας. Δεν εκφράζεται κατανοητή υπεράσπιση στην αγωγή με την προτεινόμενη. Επεκτείνεται το κείμενο σε νέο πεδίο χωρίς να είναι γνωστό που οδηγείται η δίκη.
Κατά δεύτερο λόγο η τροποποιηση που επειχείρεται στην παράγραφο 7 της εκθεσης υπεράπσισης αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο παρουσίασης νέων δεδομένων στο μέλλον εφόσον η προτεινόμενη νέα υπεράσπιση δεν προβάλει θετικά ως γεγονός την θέση ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια αγορά υβριδικών ομολόγων.
Στην ουσία επιζητείται επανάνοιγμα της υπόθεσης εκτροχιασμό της δίκης χωρίς να καταδεικνύεται κατά πόσο η τροποποίηση είναι αναγκαία για να προστεθούν ουσιώδη γεγονότα (ultimate facts). Μαγειρεύεται νέα βάση υπεράσπισης που αναιρεί τα υφιτάμενα ουσιώδη γεγονοτα της υπεράσπισης και ο αιτητής έχει αποταθεί με το ένδικο διάβημα της τροποποίησης σε χρόνο που έχει εξαντλήσει τα ένδικα του στην Ελληνική Δημοκρατία.
Στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν Χαρικλείδη 1 ΑΑΔ 1608 (2001) το Εφετείο επεξήγησε ότι:
«η τροποποίηση της δικογραφίας είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και ότι εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής (Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704, 707). Στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συνεκτιμάται και ο παράγων της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης σαν λογικής απόρροιας των διατάξεων του άρ. 30.2 του Συντάγματος (βλ. Χρίστου, πιο πάνω).
…Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.
… Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.»
…[η] καθυστέρηση είναι σχετικός παράγοντας σε αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας, αλλά δεν είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας (Βλ. Astor Manufacturing v. A & G Leventis Co. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, 730 στην οποία εγκρίθηκε τροποποίηση σε αίτηση που καταχωρήθηκε 11 χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής γιατί υποβλήθηκε σε μια γνήσια προσπάθεια κάλυψης όσων εκλήφθηκαν ως ελλείψεις της έκθεσης απαιτήσεως και γιατί υποβλήθηκε καλόπιστα. Βλ., επίσης, Saba & Co.(Τ.Μ.Ρ.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426).
«Έχει, περαιτέρω, νομολογηθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα (Βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 στην οποία εγκρίθηκε τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως μετά που είχαν ακουσθεί 7 μάρτυρες).
Τέλος έχει νομολογηθεί ότι κατά την εξέταση του παράγοντα της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά των μερών παρόλο που η ευθύνη για τη διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Αρ. 30.2 του Συντάγματος βαρύνει το δικαστήριο (Βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 A.A.Δ. 364 και Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η στάση της εφεσείουσας κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Διάδικος ο οποίος με τη στάση του υπονομεύει το δικαίωμα εκδίκασης μέσα σε εύλογο χρόνο δεν μπορεί να επικαλείται ένα τέτοιο δικαίωμα για να αντικρούσει αίτημα του αντιδίκου του για τροποποίηση. Όπως έχει τεθεί στην Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66 δεν μπορεί να οικοδομηθεί υπόθεση για αντισυνταγματικό τρόπο διεξαγωγής της δίκης πάνω στις ίδιες τις παραλείψεις των ενδιαφερομένων. Ομοίως και στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομήσει πάνω στην καθυστέρηση - ανεξήγητη έστω - των εφεσιβλήτων. Κατά τα άλλα η επίδικη τροποποίηση δικαιολογείται απόλυτα με βάση τις αρχές που διέπουν την τροποποίηση της δικογραφίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας».
Δεν είναι αβλεψία ή λάθος του αιτητή να αλλάξει τα γεγονότα με τρόπο που αναιρεί την αρχική του θέση αλλά στρατηγική επιλογή.
Δεν βοηθά στην ομαλή και απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης στο στάδιο αυτό να επιτραπεί στον εναγόμενο η προσθήκη ουσιωδών γεγονότων που είναι αντίθετοι με την ουσία της διαφοράς με απότελεσμα να θολώνονται τα νερά ως προς τα επίδικα ζητήματα.
Ολες οι σκοπούμενες τροποποιήσεις είναι γενικές και ανούσιες διότι δεν καταπιάνονται με συγκεκριμένη εκδοχή των γεγονότων. Εξαιτίας της γενικότητας των πραγματικών θέσεων που προτείνονται για αλλαγή η καθ’ ης η αίτηση θα είναι σε αμηχανία να τα απαντήσει.
Εάν επιτραπεί τέτοια τροποποίηση χρόνια μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης σε μια από τις παλαιότερες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προωθείται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης με το ανάλογο κόστος. Το αίτημα του εναγόμενου είναι καταχρηστικό ανοίγει την προοπτική προώθησης νέων αγώγιμων δικαιωμάτων υπό συνθήκες που η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση θα τεθεί εξαπίνης. Θα είναι άγνωστο μέχρι την ακροαματική διαδικασία τι εκδοχή των γεγονότων ο εναγόμενος θα επιλέξει να προωθήσει εφόσον οι προτεινόμενες δικογραφημένες θέσεις του είναι γενικές και απροσδιόριστες.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας της καθυστέρησης καθώς και η συμπεριφορά των μερών στα πλαίσια της αγωγής παρόλο που η ευθύνη για τη διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το αρ. 30.2 του Συντάγματος βαρύνει το Δικαστήριο (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 A.A.Δ. 364 και Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).
Το κακόβολο των επιδιώξεων του εναγόμενου ως η τροποποίηση διαφαίνεται από τον χρονικό ορίζοντα της καταχώρησης της αίτησης και το στάδιο των ένδικων διαβημάτων τόσο ενώπιον των Δικαστηρίων της Ελληνικής Δημοκρατίας όσο και στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.
Η εν λόγω έρευνα που το 2022 έχει προωθηθεί θα μπορούσε να γίνει από το 2016 χρόνο κατά τον οποίο εκδικάσθηκε η αγωγή της Ελληνικής Δημοκρατίας και σε χρόνο που η ενάγουσα προχώρησε με αποκάλυψη εγγράφων στα πλαίσια εκείνης της αγωγής. Στην υπόθεση Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της εταιρείας Always Travel Holidays 1 ΑΑΔ 607 (1995) η καθυστέρηση υποβολής του αιτήματος για τροποποίηση δικαιολογήθηκε με την αλλαγή του δικηγόρου των εναγομένων. Τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης όπως και της δικής μας που θεμελίωναν την προτεινόμενη τροποποίηση ήταν γνωστά ή, εύλογα, θα μπορούσαν γίνουν γνωστά και να εντοπισθούν από τους εναγόμενους από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Η αιτήτρια δεν ερεύνησε τέτοια πτυχή της υπόθεσης. Υπό το πλέγμα των γεγονότων που στηρίζουν την αίτηση δεν έχω πεισθεί ότι το συγκεκριμένο αίτημα τροποποίησης γίνεται καλόπιστα και όχι για λόγους κωλυσιεργίας εφόσον αυτό γίνεται υπερβολικά καθυστερημένα 8 και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής. Η υπόθεση αυτή είναι εξαιρετικά παλαιά και οι καθ’ ων η αίτηση έχουν δικαίωμα επιτέλους να ακουσθούν. Με την προτεινόμενη τροποποίηση δεν προσδιορίζεται η ουσία της διαφοράς των μερών αντιθέτως τα επίδικα θέματα της αγωγής περιπλέκονται και οι νέοι ισχυρισμοί που προτίθεται ο αιτητής να προβάλει θα δημιουργήσει τέτοια σύγχυση που δεν είναι δυνατόν να μην επηρεασθεί δυσμενώς ο χειρισμός της υπόθεσης από τους καθ’ ων η αίτηση.
Διακλαδώνονται νέες και αντιφατικές προοπτικές προώθησης της υπεράσπισης χωρίς να δίδεται ευχέρεια στην άλλη πλευρά να απαντήσει αποτελεσματικά. Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με τον σημαντικό παράγοντα της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση σε συνάρτηση με το ιστορικό της διαδικασίας ως λογική απόρροια των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει την μέσα σε εύλογο χρόνο διεξαγωγή και περάτωση της δίκης υπαγορεύει την απόρριψη της αίτησης.
Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται και τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της καθ’ ης η αίτηση εναντίον της αιτήτριας-ενάγουσας ως αυτά υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η αγωγή ορίζεται για ακρόαση την 26 Ιανουαρίου 2026 και ώρα 10.00π.μ.
(Υπ.)……..…………………….…………….
Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΕΠ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο