IRIS GATEWAY SATELLITE SERVICES LTD ν. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1590/2016, 11/11/2025
print
Τίτλος:
IRIS GATEWAY SATELLITE SERVICES LTD ν. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1590/2016, 11/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1590/2016

 

Μεταξύ:

IRIS GATEWAY SATELLITE SERVICES LTD

Ενάγουσα

και

 

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

3. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

4. ΝΑΤΑΣΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Εναγόμενοι

 

11 Νοεμβρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Μιχαήλ για Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 2 & 3/Καθ’ ων η Αίτηση: κα Ραφτοπούλου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 13.5.2025

για τροποποίηση της Έκθεση Απαίτησης

 

 

Με την παρούσα αίτηση η Ενάγουσα/Αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Οι Εναγόμενοι 2 & 3/Καθ’ ων η Αίτηση έχουν εγείρει ένσταση. Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι η Εναγόμενη 1 τέθηκε σε εκκαθάριση μετά την καταχώρηση της αγωγής και η αγωγή εναντίον της αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 6.3.2023.

 

Η αγωγή αφορά αξιώσεις της Ενάγουσας που σχετίζονται με την απομείωση καταθέσεων που διατηρούσε στην πρώην Εναγόμενη 1, Λαϊκή Τράπεζα, τον Μάρτιο 2013. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι ζημιές που υπέστη από την απομείωση των καταθέσεων της οφείλονταν, μεταξύ άλλων, σε αμέλεια και/ή βαριά αμέλεια της Εναγόμενης 3. Εξειδικεύει τους ισχυρισμούς της δικογραφώντας τις προβλεπόμενες λεπτομέρειες στις παραγράφους 15(i)-(xiii) του υφιστάμενου δικογράφου.

 

Στην Υπεράσπιση, η Εναγόμενη 3 αρνείται ότι επέδειξε αμέλεια ή βαριά αμέλεια και τις λεπτομέρειες αμέλειας που της αποδίδονται προβάλλοντας τις δικές της θέσεις.

 

Η ανταλλαγή των δικογράφων ολοκληρώθηκε το 2018. Η κλήση οδηγιών εκδόθηκε το 2019. Το 2022 η Ενάγουσα διόρισε τους νυν δικηγόρους της. Έχουν καταχωρηθεί εκατέρωθεν κατάλογοι μαρτύρων με σύνοψη μαρτυρίας και έχουν γίνει αποκαλύψεις εγγράφων. Η δε υπόθεση είχε οριστεί επανειλημμένα για ακρόαση με τις δύο πλευρές να δηλώνουν έτοιμες να προβούν σε παραδεκτά γεγονότα για να περιοριστεί η έκταση των επίδικων θεμάτων.

 

Τον Απρίλιο 2025 και ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η Ενάγουσα ζήτησε άδεια δυνάμει των περί Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων Κανονισμών 2022 όπως καταχωρήσει αίτηση για άδεια τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία της δόθηκε. Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.25, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του 2014. Σύμφωνα με τη Δ.25 Θ.1(3):

 

«(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και στις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης».

 

(υπογράμμιση δική μου)

 

Η τροποποίηση της Δ.25 Θ.1 που διενεργήθηκε το 2014 είχε σκοπό να περιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η τροποποίηση των δικογράφων στην πορεία της αγωγής[1]. Όπως διαμορφώθηκε η Δ.25, μετά το στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες, η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, σε μια από τις δύο περιπτώσεις που καθορίζονται ρητά, δηλαδή εάν η τροποποίηση θα διορθώσει καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή εάν πρόκειται για νέα γεγονότα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου.

 

Στην παρούσα περίπτωση, με την αιτούμενη τροποποίηση η Ενάγουσα επιχειρεί να εισαγάγει 22 νέες λεπτομέρειες ισχυριζόμενης αμέλειας και/ή βαριάς αμέλειας που αποδίδει στην Εναγόμενη 3 κατά την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων. Οι επιδιωκόμενες αυτές προσθήκες αφορούν ισχυρισμούς για γεγονότα (και ισχυριζόμενες πράξεις και παραλείψεις της Εναγόμενης 3) της περιόδου 2006-2013. Δεν πρόκειται για νέα δεδομένα, δηλαδή δεδομένα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου. Συνεπώς, η παρούσα δεν εμπίπτει στην αντίστοιχη κατηγορία περιπτώσεων όπου μπορεί να δοθεί άδεια για τροποποίηση δικογράφου δυνάμει της Δ.25 Θ.1 (ανωτέρω).

 

Η άλλη περίπτωση στην οποία η Δ.25 Θ.1 επιτρέπει τροποποίηση δικογράφου είναι για τη διόρθωση «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

Η πλευρά της Ενάγουσας υποστηρίζει ότι «ως οι Ενάγοντες-Αιτητές έχουν πληροφορήσει τους δικηγόρους τους που χειρίζονται την παρούσα υπόθεση, υπήρχε πρόθεση να συμπεριληφθούν σχετικές λεπτομέρειες στην Έκθεση Απαίτησης οι οποίες θα προέκυπταν από μαρτυρία και σχετική έκθεση εμπειρογνώμονα που θα ετοιμαζόταν ή που ήταν υπόψη των προηγούμενων δικηγόρων που εκπροσωπούσαν τους Ενάγοντες-Αιτητές στην ως άνω αγωγή, ωστόσο, εκ παραδρομής ή λόγω κακής συνεννόησης είτε δεν περιλήφθηκαν οι λεπτομέρειες στην Έκθεση Απαίτησης είτε δεν ετοιμάστηκε εγκαίρως η έκθεση εμπειρογνώμονα. Μετά την αλλαγή δικηγόρου και το χειρισμό της παρούσας αγωγής από το δικηγορικό γραφείο κ.κ. Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε. δεν εντοπίστηκε το περιεχόμενο αυτής της μαρτυρίας/έκθεσης στο φάκελο της υπόθεσης. Οι λεπτομέρειες που εν προκειμένω επιθυμούν να προσθέσουν οι Ενάγοντες-Αιτητές προκύπτουν από νέα έκθεση που ετοίμασε άλλος εμπειρογνώμονας επί χρηματοοικονομικών θεμάτων, ο κ. Σάββας Τταντής και η οποία δεν υπήρχε όταν συντασσόταν η Αγωγή καθότι ο εμπειρογνώμονας εντοπίστηκε από το γραφείο των υφιστάμενων δικηγόρων των Εναγόντων-Αιτητών μετά την ανάληψη του χειρισμού της ρηθείσας υπόθεσης από αυτούς, μέσω του χειρισμού άλλων υποθέσεων ενώ παράλληλα η έκθεση του προαναφερθέντος πραγματογνώμονα ετοιμάστηκε πρόσφατα στα πλαίσια ετοιμασίας της μαρτυρίας για άλλη αγωγή» (παράγραφος 5, ένορκη δήλωση Αίτησης).

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι πιο πάνω αναφορές δείχνουν «καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας». Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου MONOKΟ (Κοστολογήσεις Επιμετρήσεις Οικοδομών) Λτδ ν C & S Amart Move Developers Ltd, πολιτική έφεση Ε99/2022, ημερομηνίας 3.10.2025 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η νέα διαταγή 25 δεν αναφέρεται ειδικά, στην ερμηνεία της φράσης «καλόπιστο λάθος». Κατά την κρίση μου, το καλόπιστο λάθος δεν επεκτείνεται στην παράλειψη προσθήκης κάποιων ισχυρισμών, αλλά περιορίζεται στην τυπικά λανθασμένη σύνταξη του δικογράφου, σε παραλείψεις και σε μικρές ασάφειες ή σε απλά τυπογραφικά λάθη. Με αυτή την έννοια δεν συνιστά καλόπιστο λάθος, η παράλειψη προσθήκης νέων ισχυρισμών, ειδικά αν αυτοί ήταν γνωστοί από πριν στον αιτητή. Σχετική είναι η ενδιάμεση απόφαση της Λ. Δημητριάδου Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην αγωγή 813/2017 Οδυσσέως ν. Σ.Κ.Τ., ημερ. 30/12/2019, στην οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής, δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους».

 

Κρίνω ότι οι λόγοι που η πλευρά της Ενάγουσας επικαλείται είναι εκτός του πλαισίου που καθορίζει το Εφετείο. Η προσθήκη 22 νέων λεπτομερειών αμέλειας και/ή βαριάς αμέλειας δεν μπορούν θα θεωρηθούν «τυπικά λανθασμένη σύνταξη του δικογράφου, παραλείψεις και σε μικρές ασάφειες ή απλά τυπογραφικά λάθη» (ως το ανωτέρω απόσπασμα). Αντίθετα, επιχειρείται εισαγωγή ισχυρισμών για νέες πράξεις και παραλείψεις που αποδίδονται στην Εναγόμενη 3 προς θεμελίωση της αντίστοιχης βάσης αγωγής. Οι επιδιωκόμενες προσθήκες διευρύνουν τον επίδικο χρόνο κατά 7 έτη και εισαγάγουν νέες ενότητες συμβάντων που συνθέτουν, ως η θέση των Εναγόντων, αμέλεια. Μεταξύ άλλων επιδιώκουν να καταστήσουν επίδικα (α) την πώληση μετοχών στη Λαϊκή Τράπεζα από την HSBC προς τη Marfin Financial Holdings S.A και Tosca Fund το 2006, (β) την έκδοση καλυμμένων ομολόγων από Marfin Egnatia Bank με εξασφάλιση τυχόν απαιτήσεων από τη Λαϊκή Τράπεζα το 2008, (γ) την υποβάθμιση Ελληνικών ομολόγων από διεθνείς οίκους αξιολόγησης το 2010, (δ) τις υποβαθμίσεις της Λαϊκής Τράπεζας και Marfin Egnatia Bank από διεθνείς οίκους αξιολόγησης από 2009 κτλ.

 

Κρίνω ότι δεν μπορεί να επιτραπεί η έγκριση της Αίτησης στη βάση της Δ.25 Θ.1 γιατί οι λόγοι που προβάλλονται από την Ενάγουσα δεν κατατάσσουν αυτή την περίπτωση σε εκείνες όπου σύμφωνα με τη Δ.25 Θ.1(3) επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφου μετά την Κλήση για Οδηγίες.

 

Δεν παραγνωρίζω τις πρόνοιες της Δ.25 Θ.5 των Θεσμών η οποία προβλέπει ότι:

 

«Το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, ως θα έκρινε δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωμα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία, όλες δε οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνονται με σκοπό τον καθορισμό του πραγματικού ζητήματος ή επίδικου θέματος, το οποίο εγείρεται από ή κατά τη διαδικασία.»

 

Όμως, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στην παρούσα περίπτωση ενδεχόμενη έγκριση της Αίτησης θα συνέτεινε στον καθορισμό των πραγματικών ζητημάτων της επίδικης διαφοράς.

 

Εκτός των όσων ήδη ανέφερα, η έκταση των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων θα επαναπροσδιόριζε παρά θα καθόριζε τα επίδικα θέματα και θα εκτροχίαζε τη διαδικασία της αγωγής, η εκδίκαση της οποίας έχει ήδη καθυστερήσει υπέρμετρα. Πρέπει επίσης να σημειώσω ότι παρά την αναφορά της Ενάγουσας ότι εξ αρχής υπήρχε πρόθεση να καταθέσει εμπειρογνώμονας προς προώθηση των αξιώσεων της, εντούτοις στον κατάλογο μαρτύρων δεν περιλαμβάνεται εμπειρογνώμονας παρά μόνο λειτουργοί της Ενάγουσας. Περαιτέρω, ούτε στα έγγραφα που η Ενάγουσα έχει αποκαλύψει περιλαμβάνεται έκθεση εμπειρογνώμονα.

 

Επιπρόσθετα, η Αίτηση υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση που δεν έχει δικαιολογηθεί επαρκώς. Το υφιστάμενο δικόγραφο καταχωρήθηκε το 2018, η νομική εκπροσώπηση των Εναγόμενων άλλαξε το 2022 και η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε το 2025, ενώ η υπόθεση ορίστηκε πολλές φορές για ακρόαση στο ενδιάμεσο. Θεωρώ ότι αυτά που επικαλείται η πλευρά της Ενάγουσας (ως το πιο πάνω απόσπασμα από την ένορκη δήλωση της Αίτησης) δεν συνιστούν ικανοποιητική δικαιολογία για το πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την καταχώρηση του αρχικού δικογράφου. Θεωρώ πως δεν είναι ορθό να επιτραπούν ενέργειες που θα προκαλέσουν περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

Τέλος, μέσω της ένστασης εγείρεται και ζήτημα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος που πηγάζει από τις επιδιωκόμενες προσθήκες. Ενόψει του ότι ζήτημα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος εγείρεται στην Υπεράσπιση και με δεδομένο ότι η Αίτηση δεν θα εγκριθεί για τους λόγους που ήδη εξήγησα, θεωρώ ορθότερο να μην εξετάσω αυτό τον λόγο ένστασης. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας και εναντίον των Εναγόμενων 2 & 3/Καθ΄ων η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………………

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Σε σχέση με τα όσα ίσχυαν με βάση την προηγούμενη μορφή της Δ.25 σχετικές, ενδεικτικά, οι Στέλιου Φοινιώτη ν Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33, Easton v Ford Motor Co Ltd (1993) 4 All E.R. 257, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο