ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μιχάλη Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Αγωγή με αρ.: 5642/2015.
Μεταξύ:
G.A.I. PAPANICOLAOU BLINDS LTD
Ενάγουσας
-και-
G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD
Εναγόμενης
-------------------
Ημερομηνία: 14/11/2025.
Εμφανίσεις:
Για την Ενάγουσα: κ. Χαράλαμπος Τσέλιγκας.
Για την Εναγόμενη: κ. Μιχάλης Β. Ιωάννου.
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ι.
Εισαγωγικά
Η παρούσα αγωγή αφορά απαίτηση της Ενάγουσας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα ειδών σκίασης, εναντίον της Εναγόμενης εταιρείας οικοδομικών εργασιών, για καταβολή ποσού €44.943,50, ως οφειλόμενου, με βάση παραδεδεγμένο λογαριασμό, τιμήματος για πωληθέντα και παραδοθέντα αγαθά, καθώς και για εκτελεσθείσες εργασίες στο συγκρότημα «Tivoli Square» στη Λεμεσό. Η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Εναγόμενη παρέλαβε και αποδέχθηκε τα αγαθά και τις εργασίες χωρίς να εξοφλήσει το συμφωνηθέν αντάλλαγμα και παραδεδεγμένο υπόλοιπο του τηρούμενου λογαριασμού, ενώ η Εναγόμενη αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής, προβάλλοντας ότι οι σχετικές συμφωνίες συνήφθησαν με τρίτη εταιρεία, την Gerligton Ltd. Η διαφορά εστιάζεται στο κατά πόσο υπήρξε συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και, κατ’ επέκταση, εάν η Εναγόμενη ευθύνεται για την καταβολή του επίδικου ποσού.
ΙΙ.
Η υπόθεση των διαδίκων
Από το κλητήριο ένταλμα της αγωγής και την προσκομισθείσα έκθεση απαίτησης προκύπτουν οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας, οι οποίοι συνοψίζονται κατωτέρω για την πληρέστερη απεικόνιση του ιστορικού όπως το παρουσιάζει η ίδια και του αντικειμένου της επίδικης διαφοράς.
Η Ενάγουσα είναι εταιρεία με έδρα τη Λευκωσία και δραστηριοποιείται στην εισαγωγή, κατασκευή, εμπορία και τοποθέτηση ειδών σκίασης κάθε είδους. Η Εναγόμενη, επίσης εταιρεία, η οποία έχει την έδρα της στην Λεμεσό και δραστηριοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, κατά ουσιώδη χρόνο υπήρξε πελάτισσα της Ενάγουσας.
Τον Μάρτιο του 2014, οι διάδικοι σύναψαν προφορική συμφωνία πώλησης αγαθών και εκτέλεσης συναφών εργασιών, με αποδοχή από την Ενάγουσα πρότασης της Εναγόμενης για την προμήθεια και τοποθέτηση ηλεκτροκίνητων εξωτερικών περσίδων αλουμινίου και άλλων συστημάτων σκίασης σε επαύλεις του συγκροτήματος «Tivoli Square» στη Λεμεσό. Σύμφωνα με ρητούς ή/και εξυπακουόμενους όρους της συμφωνίας, καθώς και τη συνήθη πρακτική σε συναφείς συναλλαγές, η Εναγόμενη υποχρεούνταν να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την παράδοση των αγαθών και την εκτέλεση των εργασιών ή μόλις η Ενάγουσα το απαιτούσε.
Η Ενάγουσα παρέδωσε και τοποθέτησε όλα τα συμφωνηθέντα συστήματα, τα οποία η Εναγόμενη παρέλαβε και αποδέχθηκε πλήρως, τεκμηριώνοντας έτσι την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας. Συναφώς, η συμφωνία καταμαρτυρείται και από την ανωτέρω συμπεριφορά των μερών.
Βάσει της καθιερωμένης συνεργασίας, η Ενάγουσα άνοιξε στο όνομα της Εναγόμενης λογαριασμό χρεοπιστωτικό, ο οποίος χρεωνόταν με την αξία των πωληθέντων αγαθών και εκτελεσμένων εργασιών και πιστωνόταν με οποιαδήποτε πληρωμή της Εναγόμενης. Ο λογαριασμός αυτός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €44,943.50 για αγαθά και εργασίες που η Εναγόμενη παρέλαβε και αποδέχθηκε, αλλά δεν εξόφλησε.
Η Εναγόμενη ζήτησε και έλαβε κατάσταση του λογαριασμού, την οποία αποδέχθηκε ως ορθή, τόσο προφορικά όσο και εγγράφως μέσω της Σοφίας Μπουντουκίδου, και η οποία αποτέλεσε την τελευταία παραδεχθείσα κατάσταση. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις που δέχθηκε από την Ενάγουσα και τις ρητές διαβεβαιώσεις ότι θα εξοφλούσε το οφειλόμενο ποσό, η Εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε, με αποτέλεσμα το ποσό των €44,943.50 να παραμένει ανεξόφλητο.
Στις 26/10/2015, η Ενάγουσα απέστειλε προειδοποιητική επιστολή μέσω δικηγόρου για τη λήψη δικαστικών μέτρων. Στις 02/11/2015, η Εναγόμενη απάντησε μέσω του δικού της δικηγόρου αρνούμενη οποιαδήποτε οφειλή, γεγονός που απαντήθηκε με νέα επιστολή από τον δικηγόρο της Ενάγουσας στις 05/11/2015.
Κατά συνέπεια, η Ενάγουσα αξιώνει το ποσό των €44,943.50 ως οφειλόμενο για πωληθέντα αγαθά και εκτελεσθείσες εργασίες, ή εναλλακτικά ως παραδεδεγμένο λογαριασμό, ή ως αποζημίωση για παράβαση σύμβασης, ή με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση εξόφλησης και έξοδα της αγωγής.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο συνήγορος της Ενάγουσας δήλωσε ότι η Ενάγουσα περιορίζει τη βάση της αγωγής της, προωθώντας την αποκλειστικά επί της βάσεως του παραδεδεγμένου λογαριασμού.
Από το δικόγραφο της έκθεσης υπεράσπισης που κατέθεσε η Εναγόμενη προκύπτουν οι ισχυρισμοί και οι αντενστάσεις της, οι οποίοι συνοψίζονται κατωτέρω για την πληρέστερη παρουσίαση των θέσεών της επί της επίδικης διαφοράς.
Κατ’ αρχάς το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Εναγόμενη προέβαλε ένσταση ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί αυτής της αγωγής, καθότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, ουδέποτε συνήφθη, εκτελέστηκε ή παραβιάστηκε οποιαδήποτε συμφωνία στη Λευκωσία, ούτε παραδόθηκαν εκεί εμπορεύματα, και ότι το αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Περαιτέρω, η Εναγόμενη αρνείται ότι οφείλει στην Ενάγουσα το ποσό των €44.943,50 είτε ως τίμημα πωληθέντων και παραδοθέντων αγαθών, είτε ως υπόλοιπο λογαριασμού, είτε ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι δεν προκύπτουν αγώγιμα δικαιώματα εναντίον της. Παραδέχεται μόνο τις παραγράφους 1 και 2 της έκθεσης απαίτησης -- ήτοι, ότι έχει την έδρα της στην Λεμεσό και δραστηριοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, καθώς και ότι κατά ουσιώδη χρόνο υπήρξε πελάτισσα της Ενάγουσας --, πλην όμως αρνείται τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 3 έως 15, και ειδικότερα ότι τον Μάρτιο ή τον Μάιο του 2014 συνήφθη οποιαδήποτε προφορική συμφωνία στη Λευκωσία με τους όρους που επικαλείται η Ενάγουσα.
Υποστηρίζει ότι η Gerlington Ltd, η οποία ανήγειρε το οικοδομικό συγκρότημα «Tivoli Square» στη Λεμεσό, υπέβαλε προς την Ενάγουσα συγκεκριμένες προσφορές για εκτέλεση εργασιών -- ήτοι, τις με αρ. 32462, 32469, 32470 και 32482 --, τις οποίες η τελευταία αποδέχθηκε, συνάπτοντας συμφωνία με την εν λόγω εταιρεία, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της Εναγόμενης. Επίσης, η Εναγόμενη αρνείται ότι εκδόθηκαν τιμολόγια ή λογαριασμός στο όνομά της που να τεκμηριώνουν το επίδικο ποσό, καθώς και ότι η Ενάγουσα εκτέλεσε οποιεσδήποτε εργασίες προς όφελός της, επικαλούμενη μάλιστα επιστολή ημερομηνίας 02/11/2015, δια του δικηγόρου της, με την οποία παρέπεμψε την Ενάγουσα για πληρωμή στην Gerlington Ltd. Τέλος, η Εναγόμενη ζητά την απόρριψη της αγωγής με επιδίκαση εξόδων εναντίον της Ενάγουσας.
ΙΙΙ.
Η μαρτυρία
Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους και για θεμελίωση των αντίστοιχων θέσεών τους, οι διάδικοι προσκόμισαν και εξέτασαν ενώπιον του Δικαστηρίου τους εξής μάρτυρες: η Ενάγουσα τον Νίκο Παπανικολάου (εφεξής «Μ.Ε.») και η Εναγόμενη την Ευγενία Παρασκευαΐδου (εφεξής «Μ.Υ.»). Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση της μαρτυρίας τους, προκειμένου να αποτυπωθεί πλήρως το μαρτυρικό υλικό που προσκόμισε κάθε πλευρά προς υποστήριξη της υπόθεσής της.
Ο Μ.Ε. κατέθεσε σχετικά με τη συμφωνία για την προμήθεια και τοποθέτηση συστημάτων σκίασης στις επαύλεις του συγκροτήματος «Tivoli Square», την εκτέλεση και αποδοχή των εργασιών και των αγαθών από την Εναγόμενη, την τήρηση και διαχείριση του τελικώς παραδεδεγμένου λογαριασμού, καθώς και τις σχετικές ή και επακόλουθες οχλήσεις και αλληλογραφία για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού. Αντιθέτως, η Μ.Υ. κατέθεσε ότι οι συμφωνίες και οι πληρωμές για τα συστήματα σκίασης είχαν συνάφθεί με την Gerligton Ltd, ότι οι προσφορές της Ενάγουσας αφορούσαν συγκεκριμένες κατοικίες και ότι μέρος των εργασιών είχε ολοκληρωθεί και πληρωθεί μέσω της Gerligton Ltd.
ΙV.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας
Πρώτος εξετάστηκε ο μάρτυρας της Ενάγουσας, Μ.Ε., που είναι ο διευθυντής της, ο οποίος προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της και να διαφωτίσει τα επίδικα γεγονότα από την πλευρά της. Παρατίθεται ακολούθως η ουσιώδης μαρτυρία του, όπως αυτή προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία.
Η Ενάγουσα έχει την έδρα της στην Λευκωσία (Τεκμήριο 1) και δραστηριοποιείται στον τομέα εισαγωγής, κατασκευής και τοποθέτησης συστημάτων σκίασης. Η Εναγόμενη έχει την έδρα της στην Λεμεσό και κατά τον επίδικο χρόνο είχε ως διευθύντρια και γραμματέα την Σοφία Μπουντουκίδου (εφεξής «η Μπουντουκίδου») (Τεκμήριο 2). Ασχολείται με κτηματικές επιχειρήσεις και την ανάπτυξη και διαχείριση ακινήτων.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι, κατά τον Μάρτιο 2014, η Μπουντουκίδου επικοινώνησε με την Ενάγουσα και ζήτησε την υποβολή προσφορών για την προμήθεια και τοποθέτηση ηλεκτροκίνητων περσίδων και λοιπών συστημάτων σκίασης στις επαύλεις που είχε ανεγείρει η Εναγόμενη του συγκροτήματος «Tivoli Square» στη Λεμεσό. Η Ενάγουσα, κατόπιν τούτου, υπέβαλε τον Απρίλιο 2014 σχετικές γραπτές προσφορές, οι οποίες έγιναν αποδεκτές και υπογράφηκαν εκ μέρους της Εναγόμενης (Τεκμήριο 3: δέσμη έξι προσφορών συνολικής αξίας €128.490). Στις εν λόγω προσφορές, γινόταν ρητή πρόνοια ότι η Εναγόμενη θα κατέβαλλε το ½ του συμφωνηθέντος τιμήματος ως προκαταβολή και πως θα εξοφλούσε το υπόλοιπο με την παράδοση των αγαθών. Ο τόπος στον οποίο θα γινόταν η πληρωμή δεν καθοριζόταν.
Στη συνέχεια, από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο 2014, η Ενάγουσα παρέδωσε και εγκατέστησε τα συστήματα σκίασης, τα οποία παραλήφθηκαν και έγιναν αποδεκτά από την Εναγόμενη. Για τις εργασίες αυτές, εκδόθηκαν από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη τιμολόγια (Τεκμήριο 4: δέσμη έξι τιμολογίων συνολικής αξίας €128.490), τα οποία, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, φέρουν την υπογραφή εκ μέρους της Εναγόμενης, ως ένδειξη αποδοχής και έγκρισης των χρεώσεων.
Αναφορικά με το ζήτημα των πληρωμών, ο μάρτυρας δήλωσε ότι η Ενάγουσα τηρούσε λογαριασμό στο όνομα της Εναγόμενης, στον οποίο καταχωρούνταν όλες οι χρεώσεις και πιστώσεις. Στον λογαριασμό αυτό καταχωρήθηκαν τρεις πληρωμές, ύψους €83.546,50 συνολικά, οι οποίες έγιναν με τραπεζικές επιταγές (Τεκμήριο 5: δέσμη τριών επιταγών). Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι για τις επιταγές αυτές, οι οποίες εκδόθηκαν από την Εναγόμενη στο όνομα της Ενάγουσας και παραδόθηκαν εκ μέρους της Εναγόμενης στο λογιστήριο της Ενάγουσας στην Λευκωσία, εκδόθηκαν οι αποδείξεις εισπράξεως (Τεκμήριο 6: δέσμη τριών αποδείξεων).
Επιπλέον, ο μάρτυρας παρέπεμψε σε εκτύπωση λογαριασμού της 11/09/2025, όπου εμφανίζεται χρεωστικό υπόλοιπο €44.934,50 (Τεκμήριο 7), το οποίο παρέμεινε ανεξόφλητο. Κατά την κατάθεσή του, η Εναγόμενη είχε λάβει κατάσταση του λογαριασμού της, και το πιο πάνω υπόλοιπο επιβεβαιώθηκε στην Ενάγουσα από την Μπουντουκίδου με υπογραφή της σε έγγραφο με τίτλο «Επιβεβαίωση Υπολοίπου», ημερ. 21/10/2015, στο οποίο δηλωνόταν οφειλή €44.943,36 προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 8). Ο μάρτυρας επισήμανε ότι το έγγραφο αυτό, συνιστά παραδεδεγμένη οφειλή λογαριασμού εκ μέρους της Εναγόμενης, υπογεγραμμένη προσωπικά από τη διευθύντριά της.
Ανέφερε επίσης ότι, κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων για εξόφληση, η Ενάγουσα απέστειλε μέσω του δικηγόρου της επιστολή προειδοποίησης προς την Εναγόμενη στις 26/10/2015, καλώντας την να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των €44.934,50 στο γραφείο του στην Λευκωσία, ενώ με απαντητική επιστολή, ημερομηνίας 02/11/2015, η Εναγόμενη, μέσω των νομικών της συμβούλων, αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής, παραπέμποντας την Ενάγουσα προς την Gerligton Ltd για πληρωμή (Τεκμήριο 9: αλληλογραφία).
Τέλος, αναφέρθηκε σε μεταγενέστερη συμφωνία με την Gerligton Ltd, η οποία πληροφόρησε την Ενάγουσα ότι ανέλαβε το οικοδομικό συγκρότημα «Tivoli Square», για τελική τοποθέτηση συστημάτων σκίασης στην έπαυλη με αρ. 1 του έργου, τον Ιούνιο 2017, για ποσό €12.000 (Τεκμήριο 10), για το οποίο εκδόθηκε τιμολόγιο προς την εν λόγω εταιρεία, και με την εξόφληση εκδόθηκε πιστωτικό σημείωμα υπέρ της Εναγόμενης (Τεκμήριο 11) – επειδή, όπως εξήγησε, η Εναγόμενη αν και είχε τιμολογηθεί για τα ανωτέρω δεν κατέβαλε το ποσό προς εξόφληση --, το οποίο πιστώθηκε στον λογαριασμό της, μειώνοντας την οφειλή σε €32.943,50. Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι, η οφειλή αυτή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα, εξακολουθεί να παραμένει ανεξόφλητη.
Οι ανωτέρω, αποτελούν τους ισχυρισμούς του Μ.Ε. από την κυρίως εξέταση του στο ακροατήριο. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε σε αντεξέταση από τον δικηγόρο της εναγόμενης, κατά την οποία διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί του για τα επίδικα γεγονότα. Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των βασικών στοιχείων που προέκυψαν από την αντεξέταση του, προκειμένου να αποτυπωθεί πλήρως ο τρόπος με τον οποίο η μαρτυρία του υποστηρίζει την υπόθεση της Ενάγουσας.
Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι έλαβε την επιστολή από την Εναγόμενη ημερομηνίας 02/11/2015 (Τεκμήριο 9), στην οποία η Εναγόμενη δήλωνε ότι δεν είχε συνάψει καμία συμφωνία με την Ενάγουσα και ότι η όποια συμφωνία της Ενάγουσας ήταν με την Gerligton Ltd. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο δικηγόρος του ανταπάντησε γραπτώς, χωρίς να μπορεί να υπενθυμίσει το περιεχόμενο.
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας ανέφερε ότι η συμφωνία της Ενάγουσας με την Εναγόμενη για το οικοδομικό συγκρότημα «Tivoli Square», έγινε με την Μ.Υ., που ήταν η υπεύθυνη του, στο γραφείο της στη Λεμεσό, παρουσία και κάποιου Στέφανου Ποσνακίδη, και ότι οι προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) υποβλήθηκαν προς την Εναγόμενη, τα στοιχεία της οποίας τους είχαν δοθεί για αυτό τον σκοπό από την Μ.Υ. Από αυτό, είπε επίσης, του ήταν αυτονόητο ότι την ανέγερση του εν λόγω οικοδομικού συγκροτήματος την έκανε η Εναγόμενη, στοιχείο που για την Ενάγουσα ήταν σε κάθε περίπτωση ουδέτερης σημασίας.
Επιπλέον, ο μάρτυρας ανέφερε ότι οι προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) παραδίδονταν από τον ίδιο στη Μ.Υ., η οποία και τις υπέγραφε. Όσον αφορά τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4), ανέφερε ότι του τα υπέγραψε η Μπουντουκίδου στο γραφείο της, το οποίο βρισκόταν στον ίδιο χώρο με εκείνο της Μ.Υ. Τα παρέδωσε στη Μπουντουκίδου, επειδή, σε κάποια φάση, η Μ.Υ. απουσίαζε, η επικοινωνία μαζί της ήταν δύσκολη και τους είχε παραπέμψει στην Μπουντουκίδου. Ο συνήγορος της Εναγόμενης, υπέβαλε τη θέση ότι η Μ.Υ. ενεργούσε ως μοναδική διευθύντρια της Gerligton Ltd και αμφισβήτησε την υπογραφή των τιμολογίων από την Μπουντουκίδου. Ο μάρτυρας δεν αποδέχθηκε την θέση αυτή, διευκρινίζοντας ότι η Μ.Υ. ουδέποτε του είχε αναφέρει ότι ήταν διευθύντρια σε οποιαδήποτε εταιρεία. Υποστήριξε, συναφώς, ότι οι οδηγίες της Μ.Υ. ήταν σαφείς, καθόσον οι προσφορές της Ενάγουσας θα υποβάλλονταν στην Εναγόμενη, την οποία, στη συνέχεια, με την εκτέλεση των συμφωνηθέντων, θα τιμολογούσε και από την οποία θα πληρωνόταν. Όπως ανέφερε, αυτό και συνέβη, αφού παρέλαβε από την Μ.Υ., προς μερική εξόφληση, τις επιταγές (Τεκμήριο 5) από το πιο πάνω γραφείο.
Ο συνήγορος της Εναγόμενης υπέβαλε τη θέση ότι η Εναγόμενη ουδέποτε συμμετείχε σε διαδικασία που να αποδεικνύει το ισχυριζόμενο οφειλόμενο ποσό των €32.943,50 ως παραδεδεγμένο υπόλοιπο λογαριασμού της. Ο μάρτυρας, εις απάντηση, αναφέρθηκε στα έγγραφα που κατέθεσε στο Δικαστήριο, τα οποία, υποστήριξε, δείχνουν πώς η Εναγόμενη οδηγήθηκε σε υπόλοιπο λογαριασμού €32.943,50 και επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι, όπως καταδεικνύει η «Επιβεβαίωση Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8), την οποία υπογράφει για την Εναγόμενη η Μπουντουκίδου, η Εναγόμενη συμφώνησε ότι είχε χρεωστικό υπόλοιπο.
Από την κατάθεση του Μ.Ε., το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτός κατέθεσε με ειλικρίνεια και χωρίς πρόθεση παραπλάνησης. Παρά το γεγονός ότι εντοπίζονται ορισμένες ασάφειες, μικρές ανακρίβειες ή και αντιφάσεις σε επιμέρους σημεία της μαρτυρίας του, οι αποκλίσεις αυτές δεν κρίνονται ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία του, καθόσον δεν προκύπτει ότι ήταν επιτηδευμένες ή ότι αποσκοπούσαν στην αλλοίωση της αλήθειας.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο αποδίδει τις εν λόγω αποκλίσεις στην ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση που παρουσίασε ο μάρτυρας κατά την κατάθεσή του, λόγω της πεποίθησής του -- όπως αυτή έγινε αντιληπτή -- για το δίκαιο των ισχυρισμών της Ενάγουσας, καθώς και του έκδηλου αισθήματος εμπαιγμού που, κατά την αντίληψή του, υπέστη από την Εναγόμενη, αλλά και στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την επέλευση των επίδικων γεγονότων.
Από την ανασκόπηση της συνολικής μαρτυρίας του προκύπτει ότι, οι ως άνω αποκλίσεις, μπορούν να αποδοθούν σε αντικειμενικούς λόγους. Ειδικότερα, ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν θυμόταν ή δεν κατείχε ακριβείς ημερομηνίες αναφορικά με τη συμφωνία και τις συναλλαγές που αφορούν την υπόθεση, καθόσον αυτές έλαβαν χώρα σε χρονικό διάστημα αρκετών ετών και τεκμηριώνονται κυρίως μέσω των υποβληθέντων εγγράφων.
Περαιτέρω, η συμμετοχή διαφόρων προσώπων στα επίδικα γεγονότα, όπως της Μ.Υ. και της Μπουντουκίδου, ενδέχεται να δημιούργησε διαφοροποιήσεις ως προς τον προσδιορισμό του ποιος υπέγραψε συγκεκριμένα έγγραφα και πότε. Επιπλέον, η εμπλοκή περισσοτέρων προσώπων και η διαχείριση επικοινωνιών και πληρωμών από διαφορετικά μέλη του ίδιου γραφείου, όπως η Μ.Υ. και η Μπουντουκίδου, πιθανόν συνέβαλε στην αδυναμία του μάρτυρα να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τη χρονολογική σειρά των γεγονότων.
Τέλος, η αναφορά του στα υποβληθέντα έγγραφα ως μέσο επιβεβαίωσης των ισχυρισμών του, υποδηλώνει ότι η μνήμη του για τα γεγονότα στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στη γραπτή τεκμηρίωση. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι η συμφωνία ήταν προφορική, ενώ οι σχετικές ενέργειες τεκμηριώνονταν μέσω εγγράφων, γεγονός που ευλόγως μπορεί να προκαλεί αλληλοεπικάλυψη μεταξύ προφορικής και γραπτής ανάμνησης.
Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διαφοροποιήσεις και ασάφειες κρίνονται λογικά επεξηγήσιμες υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, χωρίς να απαξιώνεται η συνολική αξιοπιστία της κατάθεσής του. Η βασική και σταθερή θέση του μάρτυρα ως προς τα ουσιώδη περιστατικά, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο της κατάθεσής του, στηρίζει την κρίση του Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του.
Είναι γεγονός ότι ο Μ.Ε., κατά την κυρίως εξέτασή του, ανέφερε ότι η πρόσκληση της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα για την υποβολή των πιο πάνω αναφερόμενων προσφορών (Τεκμήριο 3) τον Μάρτιο του 2015, έγινε από την Μπουντουκίδου, με την οποία, όπως ισχυρίστηκε, υπήρξαν και άλλες επικοινωνίες. Δεν αναφέρθηκε καθόλου στην Μ.Υ. και στη δική της εμπλοκή στα γεγονότα, παρά μόνο κατά την αντεξέτασή του, όταν, αντιφατικά προς τον πιο πάνω ισχυρισμό του, είπε, μετά που του υποδείχθηκε το πρακτικό της μαρτυρίας του που δόθηκε για τα ίδια περιστατικά στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 4739/2014 (Τεκμήριο 14) όπου καταγράφονται σχετικές αναφορές του, ότι η επικοινωνία που είχε ήταν με την Μ.Υ.
Ο μάρτυρας παραδέχθηκε το γεγονός με φυσικότητα και, όταν κλήθηκε να επεξηγήσει, ανέφερε ότι η Ενάγουσα διαθέτει πωλητές οι οποίοι επισκέπτονται τους πελάτες και επικοινωνούν μαζί τους, αλλά τη διεύθυνση της εταιρείας την έχει ο ίδιος· προφανώς θέλοντας να υπονοήσει ότι η πρόσκληση της Ενάγουσας, ως άνω, ενδέχεται να μην την είχε δεχθεί προσωπικά ο ίδιος, αλλά κάποιος αντιπρόσωπός της. Ωστόσο, κατέθεσε με σαφήνεια ότι την επίδικη συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης την έκανε εν τέλει με την Μ.Υ. στο γραφείο της στη Λεμεσό.
Όταν ρωτήθηκε για λεπτομέρειες, απάντησε με απλότητα και φυσικότητα ότι: «είναι στα χαρτιά», «είναι γραμμένα κάτω», αναφερόμενος στα έγγραφα που παρουσίασε στο Δικαστήριο κατά την κυρίως εξέτασή του προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του. Εξέταση των εγγράφων αυτών δείχνει ότι ο μάρτυρας δεν απέκρυψε το γεγονός της εμπλοκής της Μ.Υ. στα επίδικα γεγονότα και ότι η επεξήγηση που έδωσε υποστηρίζεται από τα ίδια τα τεκμήρια.
Κατά την κυρίως εξέτασή του, ο μάρτυρας, αφού ανέφερε ότι η Ενάγουσα υπέβαλε, κατόπιν της πρόσκλησης της Εναγόμενης, τις σχετικές προσφορές, τις παρουσίασε στο Δικαστήριο, όπου και κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 3. Εξέτασή τους αποκαλύπτει σαφώς την εμπλοκή της Μ.Υ. και δείχνει ότι ο μάρτυρας δεν είχε πρόθεση απόκρυψής της. Σε όλες ανεξαιρέτως, στο σημείο όπου καταγράφονται τα στοιχεία της Εναγόμενης στην οποία απευθύνονται, αναφέρεται, αμέσως μετά τους αριθμούς τηλεφώνου επικοινωνίας, όπου περιλαμβάνεται και κινητό τηλέφωνο, η ένδειξη «Mrs Evgenia». Στο ίδιο σημείο, λίγο πιο πάνω, αναγράφεται ως «agent» ή «SP» (δηλαδή «sales person») ο «Νίκος Παπανικολάου».
Ο μάρτυρας υπήρξε επίσης σαφής και σταθερός στη θέση του ότι η Μ.Υ., κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης, είχε δώσει τα στοιχεία της Εναγόμενης ως της αντισυμβαλλόμενης. Εξ ου και η έκδοση των ως άνω εγγράφων προς την Εναγόμενη, στα στοιχεία της οποίας περιλαμβάνονται και τα προαναφερόμενα που παραπέμπουν στην Μ.Υ. και υποστηρίζουν ακόμη περισσότερο τη θέση του Μ.Ε.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα ίδια στοιχεία καταγράφονται και στα τιμολόγια που εκδόθηκαν στη συνέχεια (Τεκμήριο 4), τα οποία ο μάρτυρας επίσης παρουσίασε κατά την κυρίως εξέτασή του.
Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρεται και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ. πιο κάτω, η τελευταία, κατέθεσε πως τα στοιχεία που καταγράφηκαν στα ανωτέρω έγγραφα σε σχέση με την Εναγόμενη, είναι πράγματι τα δικά της, γεγονός που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Μ.Ε.
Αντεξεταζόμενος περαιτέρω, αυθόρμητα και πάλι, ο Μ.Ε. επεξήγησε ότι, αν και οι προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) είχαν παραδοθεί στην Μ.Υ. και υπογραφεί από αυτήν, τα τιμολόγια, αν και δεν μπορούσε να είναι απόλυτος, είχαν παραδοθεί στην Μπουντουκίδου, επειδή, όπως είπε: «μετά τη συμφωνία στην οποία είχαμε προσέλθει, έκτοτε για κάποια φάση εξαφανίστηκε η Ευγενία και ούτε τηλέφωνα απαντούσε· “μιλάτε με τη Σοφία” έλεε μας. Αν θυμάμαι καλά, έχουμε υπογραφή της Σοφίας».
Και οι ισχυρισμοί αυτοί του Μ.Ε., παρά την αβεβαιότητα που εξέφρασε, επιβεβαιώνονται από τα κατατεθέντα τεκμήρια, ήτοι τις προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) και τα σχετικά με αυτές τιμολόγια (Τεκμήριο 4), εφόσον, εξέτασή τους, αποκαλύπτει ότι, τουλάχιστον οπτικά, στο σημείο όπου επιγράφεται «Received By» τίθεται υπογραφή, ίδια στα πρώτα (με εξαίρεση το πρώτο έγγραφο της δέσμης) και διαφορετική αλλά όμοια μεταξύ των τελευταίων, παραπέμποντας σε διαφορετικά πρόσωπα παραλήπτες. Η δεύτερη αυτή υπογραφή επί των τιμολογίων (Τεκμήριο 4), οπτικά, φαίνεται να ταυτίζεται τουλάχιστον με αυτήν που φέρουν δύο από τις επιταγές (οι δύο πρώτες της δέσμης, Τεκμήριο 5) και με εκείνη επί της «Επιβεβαίωσης Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8), που κατά τη θέση του μάρτυρα ετέθη από την Μπουντουκίδου.
Προσθέτοντας στα ανωτέρω τον ισχυρισμό του Μ.Ε. κατά την αντεξέτασή του ότι, η Μ.Υ., όταν προσήλθαν στη συμφωνία για λογαριασμό της Ενάγουσας και της Εναγόμενης στο γραφείο της στη Λεμεσό, του είχε δώσει και τις επιταγές της Εναγόμενης (Τεκμήριο 5), οι υπογραφές επί των οποίων διαφέρουν από εκείνες στις προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3), γεγονός που συνάδει με το αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι, διοικητική σύμβουλος της Εναγόμενης, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η Μπουντουκίδου και όχι η Μ.Υ., και με τη λογική ότι οι επιταγές της εταιρείας θα υπογράφονταν από τη Μπουντουκίδου, λόγω της θέσεώς της.
Το Δικαστήριο, βεβαίως, δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του πραγματογνώμονα ούτε αποφαίνεται ποιανού είναι οι υπογραφές επί των ανωτέρω εγγράφων ή εάν πράγματι ανήκουν στο ίδιο ή σε διαφορετικά πρόσωπα. Απλώς καταγράφει παρατηρήσεις που τείνουν να υποστηρίξουν, λογικά και ανεξάρτητα, τους ισχυρισμούς του Μ.Ε.
Σχετικά με τα πιο πάνω, και όπως αναλύεται κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ., η τελευταία, αποδέχεται ότι είχε την ανωτέρω επικοινωνία με τον Μ.Ε. και ότι υπέγραψε παραλαμβάνοντας τις προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) προσερχόμενη στο γραφείο της στην Λεμεσό προφορικά σε συμφωνία μαζί του για λογαριασμό της Ενάγουσας. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι ενήργησε για λογαριασμό της Gerligton Ltd και όχι της Εναγόμενης. Περαιτέρω, αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή στην παραλαβή των σχετικών με τις προσφορές τιμολογίων της Ενάγουσας (Τεκμήριο 4), καθώς και στις επιταγές της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 5). Οι ισχυρισμοί αυτοί της Εναγόμενης, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης αξιολόγησης της κύριας θέσης της ως προς το ότι, καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε για την Gerligton Ltd και όχι για την Εναγόμενη, δεν αναιρούν ούτε αντίκεινται στη πιο πάνω μαρτυρία του Μ.Ε., ούτε και στις ανωτέρω παρατηρήσεις που προκύπτουν από τα τεκμήρια τα οποία ο Μ.Ε. παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Μ.Ε. περαιτέρω, δεν αποκλίνουν ουσιωδώς από προηγούμενες δηλώσεις του για τα γεγονότα. Τόσο κατά την ακρόαση της μαρτυρίας του στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 4739/2014 (Τεκμήριο 14), όσο και στην κατάθεση που έδωσε σχετικά με τα επίδικα γεγονότα στην Αστυνομία (Τεκμήριο 13), η οποία επίσης του υποδείχθηκε κατά την αντεξέτασή του για να τοποθετηθεί ως προς τη φαινόμενη αντίφαση, υπήρξε σταθερός ως προς το ότι οι αρχικές επικοινωνίες σχετικά με την επίδικη συμφωνία της Ενάγουσας με την Εναγόμενη έγιναν με την Μ.Υ. και ότι, σε μεταγενέστερο στάδιο, η Μ.Υ. απεμπλάκη, παραπέμποντας για την Εναγόμενη, στην Μπουντουκίδου.
Στην κατάθεσή του στην Αστυνομία (Τεκμήριο 13), μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«… με ενημέρωσε ότι η συμφωνία που θα είχα θα ήταν με την εταιρεία GK Theoneel Ltd. Τα σχετικά τιμολόγια και αποδεικτικά για την πιο πάνω εργασία από μέρους μας τα υπέγραφε όλα η Ευγενία Παρασκευαΐδου εκ μέρους της GK Theoneel Ltd. Εκ των υστέρων είπε από μόνη της η Ευγενία ότι δεν είχε τελικά σχέση με την εταιρεία GK Theoneel Ltd και ότι θα έπρεπε να μιλώ με τη Σοφία Μπουντουκίδου.».
Αντίστοιχα, στην κατάθεσή του στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 4739/2014 (Τεκμήριο 14), μεταξύ άλλων, είπε:
«Τα τιμολόγια, όταν στείλαμε τα τιμολόγια, η κυρία Ευγενία Παρασκευαΐδου μου είπε ότι δεν έχει καμία σχέση με την GK Theoneel και ότι η διευθύντρια είναι η κυρία Σοφία και να αποταθώ στην κυρία Σοφία. Με την κυρία Παρασκευαΐδου εκάναμε μαζί τη συμφωνία. Εγώ θέλω να πληρωθώ, δεν έχω καμία σχέση με τη Σοφία. Μίλησα με τη Σοφία, “κάνε υπομονή, κάνε υπομονή”. Εξαντλήθηκε η υπομονή μου και αποτάθηκα στον δικηγόρο μου για να διεκδικήσω τα οφειλόμενα.».
Και πιο κάτω:
«Στην αρχή κυλούσαν όλα ομαλά, επιάσαμε προκαταβολές, κάποια επληρωθήκαν, και όταν έμεινε το υπόλοιπο και το διεκδικούσαμε, έστειλε με στην κυρία Σοφία.».
Είναι δεδομένο ότι, ο μάρτυρας, έδωσε την κατάθεσή του στην Αστυνομία (Τεκμήριο 13) στις 29/09/2014, στην Αγωγή με αρ. 4739/2014 (Τεκμήριο 14) στις 21/03/2025 και στην παρούσα Αγωγή στις 16/09/2025, για γεγονότα που αφορούν τα έτη 2014 και 2015, ενώ, όπως ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, είναι ηλικίας 73 ετών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι εντοπίζονται μικροαντιφάσεις, κενά ή ανούσιες ανακολουθίες και παλινδρομήσεις σε ό,τι αφορά τις περιβάλλουσες περιστάσεις της προαναφερόμενης βασικής εκδοχής του για τα γεγονότα, επί της οποίας υπήρξε σταθερός.
Η εκδοχή αυτή υποστηρίζεται, εξάλλου, από το εξέχουσας σημασίας γεγονός που ο ίδιος ισχυρίστηκε, και το οποίο παρέμεινε αδιάσειστο κατά την αντεξέτασή του, χωρίς μάλιστα να αμφισβητηθεί ουσιαστικά, ότι δηλαδή η Εναγόμενη εξέδωσε και παρέδωσε στην Ενάγουσα τις επιταγές (Τεκμήριο 5), οι οποίες ήταν πληρωτέες στις 15/04/2014, 23/04/2014 και 06/08/2014, ήτοι κατά τον επίδικο χρόνο, όπως αυτός καθορίστηκε από τον Μ.Ε., και οι οποίες τελικώς τιμήθηκαν. Οι επιταγές αυτές, συνολικά, αφορούν το ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των €83.546,50.
Πέραν του ισχυρισμού του Μ.Ε. ως προς τον λόγο για τον οποίο εκδόθηκαν και παραδόθηκαν από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα οι εν λόγω επιταγές (Τεκμήριο 5), ήτοι, σε εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας, καμία άλλη λογική ή εναλλακτική εξήγηση προσφέρθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης, ούτε από τη Μ.Υ., όπως αναφέρεται κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της, ούτε και προέκυψε άλλως από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία.
Εξέχουσας επίσης σημασίας στοιχείο, που ενισχύει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του Μ.Ε., παρά την ασάφεια, την παλινδρόμηση ή και την αβεβαιότητα που εκδηλώθηκε κατά την προβολή του σχετικού επιμέρους ισχυρισμού του, αποτελεί και η μαρτυρία που παρέχει η «Επιβεβαίωση Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8).
Ο μάρτυρας, κατά την κυρίως εξέτασή του, ανέφερε ότι το έγγραφο αυτό είχε αποσταλεί στις 20/10/2010 στην Εναγόμενη μέσω τηλεομοιοτυπίας (φαξ) από τη σύζυγό του, Χρύσω Παπανικολάου, η οποία ήταν επίσης διοικητική σύμβουλος της Ενάγουσας. Σκοπός της αποστολής, όπως κατέθεσε, ήταν η επιβεβαίωση από την Εναγόμενη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού της για σκοπούς ελέγχου των λογιστικών βιβλίων της Ενάγουσας από τους ελεγκτές. Όπως προκύπτει από τους ισχυρισμούς του, η επιβεβαίωση αυτή πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, όταν η Μπουντουκίδου συμπλήρωσε το έγγραφο, έθεσε την υπογραφή της προς επιβεβαίωση και το επέστρεψε στην Ενάγουσα με τον ίδιο τρόπο.
Κατά την αντεξέτασή του, ωστόσο, ο μάρτυρας, εμφανώς ταραγμένος, όπως έγινε αντιληπτό από το Δικαστήριο, λόγω της αμφισβήτησης των ισχυρισμών του, επανέλαβε ότι ήταν απολύτως βέβαιος πως το πιο πάνω έγγραφο υπογράφηκε από τη Μπουντουκίδου. Παρέκκλινε, όμως, εν μέρει από την κατάθεσή του στην κυρίως εξέταση, δηλώνοντας ότι δεν θυμόταν εάν η υπογραφή τέθηκε ενώπιόν του ή αν το έγγραφο του είχε αποσταλεί εκ των υστέρων· αναφέροντας ότι ενδεχομένως αυτό να είχε σταλεί μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή να είχε υπογραφεί παρουσία του και να του παραδόθηκε ταυτόχρονα με τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4).
Η εξέταση της «Επιβεβαίωσης Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8) αποκαλύπτει ότι, πράγματι, εστάλη μέσω τηλεομοιοτυπίας, όπως επιβεβαιώνεται από τις ενδείξεις του συστήματος αποστολής που φέρει το έγγραφο, όπου αναγράφονται η ημερομηνία και η ώρα αποστολής του από τη Χρύσω Παπανικολάου, η οποία το υπογράφει. Ιδιαίτερα σημαντικό, είναι ότι το έγγραφο φέρει το όνομα ολογράφως και την υπογραφή της Μπουντουκίδου για λογαριασμό της Εναγόμενης, γεγονός που δεν έχει αμφισβητηθεί από την τελευταία, η οποία αναγνωρίζει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Μπουντουκίδου ήταν διοικητική της σύμβουλος, αλλά αμφισβήτησε ότι είναι η δική της υπογραφή.
Περαιτέρω, από τις ενδείξεις του μηχανήματος τηλεομοιοτυπίας επί του εγγράφου, προκύπτει ότι αυτό επεστράφη στην Ενάγουσα από τον αριθμό τηλεομοιοτυπίας 25431514, ο οποίος είναι ο ίδιος αριθμός που αναγράφεται στις προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) και στα σχετικά τιμολόγια (Τεκμήριο 4) ως στοιχείο επικοινωνίας της Εναγόμενης. Ο οποίος, σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Ε. είχε δοθεί από την Μ.Υ. Το στοιχείο αυτό ενισχύει, όχι μόνο την αυθεντικότητα του ισχυρισμού του Μ.Ε. για το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά και τη θέση του ότι η Μ.Υ. και η Μπουντουκίδου ενεργούσαν από το ίδιο γραφείο στη Λεμεσό, γεγονός που εύλογα εξηγεί τη σύγχυση στην οποία φάνηκε να περιέπεσε ο μάρτυρας, βασιζόμενος στις παραστάσεις τους σχετικά με την εκπροσώπηση της Εναγόμενης.
Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό ότι, δίπλα από τον αριθμό τηλεομοιοτυπίας, στην ένδειξη του μηχανήματος επί της «Επιβεβαίωσης Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8), αναγράφεται η επωνυμία «APL Development», η οποία παραπέμπει σε εταιρεία διαφορετική από την Εναγόμενη ή την Gerlington Ltd, γεγονός που υποδηλώνει ότι, οι εταιρείες αυτές, ενδεχομένως λειτουργούσαν από τα ίδια πρόσωπα και από τον ίδιο επαγγελματικό χώρο.
Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ.Ε. ενισχύεται ουσιαστικά από τα έγγραφα και τα τεκμήρια που ο ίδιος προσκόμισε ή στα οποία αναφέρθηκε. Ειδικότερα, οι προσφορές, τα τιμολόγια, οι επιταγές πληρωμής και οι αποδείξεις είσπραξης (Τεκμήρια 3 - 6), καθώς και ο λογαριασμός συναλλαγών (Τεκμήριο 7) και η επιβεβαίωση υπολοίπου υπογεγραμμένη από τη διευθύντρια της Εναγόμενης (Τεκμήριο 8), συνάδουν πλήρως με την περιγραφή του Μ.Ε. για τη σύναψη της συμφωνίας, την εκτέλεση των εργασιών και την οφειλή του επίδικου ποσού. Η αλληλουχία των ημερομηνιών, των ποσών και των σχετικών ενεργειών, όπως προκύπτουν από τα τεκμήρια, επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της μαρτυρίας του, καθιστώντας την όχι μόνο πειστική, αλλά και αντικειμενικά τεκμηριωμένη.
Κατόπιν της μαρτυρίας που παρατέθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας, εξετάστηκε η Μ.Υ. που προσήλθε για λογαριασμό της Εναγόμενης, με σκοπό να υποστηρίξει την εκδοχή των γεγονότων όπως αυτή προβάλλεται από την τελευταία. Η κατάθεσή της Μ.Υ. αποσκοπεί στην αμφισβήτηση ορισμένων πτυχών της μαρτυρίας της Ενάγουσας μέσω του Μ.Ε. και στην επιβεβαίωση των ισχυρισμών της Εναγόμενης. Ακολουθεί συνοπτική αποτύπωση του περιεχομένου της μαρτυρίας της.
Κατά την εξέτασή της από τον συνήγορο της Εναγόμενης, η Μ.Υ. κατέθεσε ότι διετέλεσε μοναδική διευθύντρια της Gerligton Ltd από το 2009 μέχρι τις 25/06/2014, γεγονός που επιβεβαιώνεται από έγγραφο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 15). Ανέφερε ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν η αναπτύκτρια του συγκροτήματος «Tivoli Square» στη Λεμεσό (Τεκμήριο 16), το οποίο περιλάμβανε οκτώ επαύλεις και δύο πολυκατοικίες, και ότι η Ενάγουσα υπέβαλε προς αυτήν για την Gerligton Ltd, προσφορές για την εγκατάσταση παραθυρόφυλλων που συνολικά υπερέβαιναν τις €100.000. Όταν τις υποδείχθηκαν οι γραπτές προσφορές τις οποίες κατέθεσε ο Μ.Ε. στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 3), εξήγησε ότι αυτές εκδόθηκαν από την Ενάγουσα με τα στοιχεία επικοινωνίας της Gerligton Ltd και τα δικά της προσωπικά στοιχεία, πλην όμως, ως αποδέκτης εμφανιζόταν η Εναγόμενη, κάτι που, όπως ανέφερε, παρατήρησε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου και το απέδωσε πιθανόν σε παραδρομή. Ήταν ο ισχυρισμός της ότι θα έπρεπε να εκδίδονταν στην Gerligton Ltd. Ειδικότερα, ανέφερε ότι στις πιο πάνω γραπτές προσφορές, καταγράφονται η προσωπική της διεύθυνση διαμονής, η διεύθυνση του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου, ο αριθμός τηλεφώνων του γραφείου της και του προσωπικού της κινητού και υποστήριξε ότι η Gerligton Ltd λειτουργούσε από την πιο πάνω διεύθυνση της.
Υπέδειξε ότι οι γραπτές προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) αφορούσαν επιμέρους κατοικίες (τις με αρ. 1 έως 7) και διευκρίνισε ότι, μέχρι την αποχώρησή της από την Gerligton Ltd, από την Ενάγουσα είχαν ολοκληρωθεί εργασίες μόνο στις κατοικίες με αρ. 1, 5 και 7, δηλαδή σε όσες είχαν πωληθεί σε αγοραστές. Η ίδια δήλωσε ότι η συμφωνία με την Ενάγουσα έγινε με τον Μ.Ε. στο γραφείο της Gerligton Ltd στη Λεμεσό, τον Απρίλιο του 2014, όπως μπορούσε να υπολογίσει από τα αναφερόμενα στις γραπτές προσφορές (Τεκμήριο 3) επειδή δεν θυμόταν, με όρο πληρωμής 50% προκαταβολικά και το υπόλοιπο μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, και ότι το ποσό της προκαταβολής καταβλήθηκε από την Gerligton Ltd. Ο τρόπος πληρωμής, είπε επίσης, είχε επίσης καθοριστεί, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί επειδή πλέον, λόγω της αποχώρησης της από την Gerligton Ltd, δεν έχει πρόσβαση σε έγγραφα του αρχείου της.
Κατά την αντεξέτασή της από τον συνήγορο της Ενάγουσας, η μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι οι γραπτές προσφορές της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) φέρουν την υπογραφή της, πλην όμως επέμεινε ότι αυτές αφορούσαν την Gerligton Ltd και όχι την Εναγόμενη, με την οποία δεν είχε καμία σχέση, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό ότι η ίδια υπέδειξε να εκδοθούν στο όνομα της τελευταίας. Ήταν ο ισχυρισμός της ότι λόγω των πολλών εγγράφων που υπέγραφε για την Gerligton Ltd, ίσως από παραδρομή δεν πρόσεξε ότι είχαν εκδοθεί στο όνομα της Εναγόμενης και ο Μ.Ε. να έκανε λάθος κατά την έκδοση τους. Και περαιτέρω, είπε ότι αν πράγματι υπεδείκνυε στον Μ.Ε. την έκδοση τους στην Εναγόμενη, τότε θα έπρεπε ο Μ.Ε. να συμφωνούσε τα στοιχεία της Εναγόμενης και να καταγράφονταν αυτά· και επιπλέον, να τα υπέγραφε άλλο πρόσωπο και όχι εκείνη.
Αναγνώρισε συγγενική σχέση με τη διευθύντρια της Εναγόμενης, Μπουντουκίδου, -- είναι είπε νύφη της --, και κατέθεσε ότι η Εναγόμενη συμμετείχε στην ανάπτυξη του συγκροτήματος «Tivoli Square» ως υπεργολάβος· διευκρινίζοντας όμως ότι, η ίδια, δεν είχε καμία σχέση με την Εναγόμενη, ούτε μπορούσε να δώσει οδηγίες για συναλλαγές ή πληρωμές που την αφορούσαν.
Επίσης, δήλωσε ότι δεν αναγνώριζε τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4) και τις επιταγές της (Τεκμήριο 5) που της επιδείχθηκαν, τα οποία φέρονταν να εκδίδονται ή να αφορούν την Εναγόμενη και δήλωσε ότι δεν γνώριζε ποιος τα υπογράφει και εάν αυτά υπογράφτηκαν από την Μπουντουκίδου υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια της Εναγόμενης. Συναφώς, ανέφερε ότι δεν θυμόταν για να πει ακριβώς κατά πόσο η Gerligton Ltd είχε καταβάλει στην Ενάγουσα οποιαδήποτε ποσά, υπέθεσε όμως ότι, επειδή οι εργασίες για τις τρείς κατοικίες με αρ. 1, 5 και 7 είχαν ολοκληρωθεί, κάποιες πληρωμές θα έγιναν. Επανέλαβε όμως ότι δεν είχε στοιχεία για να πει με βεβαιότητα και να είναι συγκεκριμένη, λόγω του ότι πλέον δεν έχει πρόσβαση στο αρχείο της Gerligton Ltd. Σε ότι δε αφορά τις πιο πάνω επιταγές (Τεκμήριο 5), αν και συμφώνησε ότι είναι της Εναγόμενης, ανέφερε πως δεν έδωσε οδηγίες για την έκδοση τους, επειδή δεν έχει καμία σχέση με την Εναγόμενη.
Αναφορικά με την επιβεβαίωση υπόλοιπου που παρουσίασε ο Μ.Ε. (Τεκμήριο 8), είπε ότι δεν γνωρίζει τι αφορά και πως δεν έχει καμία σχέση με την Gerligton Ltd ή την ίδια. Υποστήριξε ωστόσο ότι, αν αφορά υπόλοιπο της Gerligton Ltd προς την Ενάγουσα, δεν το αποδέχεται, επειδή κατά τον χρόνο αποχώρησής της από Gerligton Ltd, δεν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες πέραν των τριών κατοικιών με αρ. 1, 5 και 7, και άρα, δεν υπήρχε οποιαδήποτε οφειλή. Αντέκρουσε τέλος τους ισχυρισμούς ότι επιχειρεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς τον πραγματικό οφειλέτη, επιμένοντας ότι όλες οι συμφωνίες και πληρωμές για τις υπηρεσίες της Ενάγουσας, μέσω του Μ.Ε., έγιναν με την Gerligton Ltd ως κύρια του έργου «Tivoli Square».
Το Δικαστήριο αξιολόγησε την κατάθεση της Μ.Υ. και διαπιστώνει ότι η μαρτυρία της δεν κρίνεται αξιόπιστη ούτε ειλικρινής. Η κατάθεση της υπήρξε γενική και αόριστη, ενώ, σε κρίσιμα σημεία, επικαλέστηκε την απουσία πρόσβασης στα έγγραφα της Gerligton Ltd για να δικαιολογήσει την αδυναμία της να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις. Ταυτόχρονα, εμφανιζόταν βέβαιη σε ορισμένους ισχυρισμούς της, δημιουργώντας αντίφαση, όπως για τη δήλωσή της ότι δεν είχε καμία σχέση με την Εναγόμενη και ότι, όλες οι υπηρεσίες της Ενάγουσας αφορούσαν αποκλειστικά την Gerligton Ltd.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο ισχυρισμός της ότι υπέγραψε τις προσφορές (Τεκμήριο 3), απευθυνόμενες στην Εναγόμενη, «εκ παραδρομής». Το Δικαστήριο θεωρεί τον ισχυρισμό αυτόν ανεπαρκώς αιτιολογημένο, καθώς δεν επεξηγεί πώς, με τα ίδια στοιχεία, εκδόθηκαν στη συνέχεια τιμολόγια της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη (Τεκμήριο 4). Τα τιμολόγια αυτά, όπως προκύπτει, υπογράφηκαν από άλλο πρόσωπο και όχι από την ίδια, αφού η μάρτυρας δηλώνει ότι δεν τα αναγνωρίζει. Μόνο η ίδια εμφανίστηκε να ενεργεί για λογαριασμό της Gerligton Ltd και κανένα άλλο πρόσωπο.
Παραμένει αναπάντητο το λογικό ερώτημα: γιατί κάποιο άλλο πρόσωπο, και ποιο, να υπέγραφε και να παραλάμβανε τα έγγραφα αυτά, τα οποία υποτίθεται ότι απευθύνονταν λανθασμένα στην Εναγόμενη, εφόσον η τελευταία δεν είχε καμία συμβατική σχέση με την Ενάγουσα; Η σύμπτωση κάποιο άλλο πρόσωπο, αρμόδιο από την Εναγόμενη, να συνέχιζε το ίδιο ακριβώς «λάθος» και να αποδεχόταν εκ παραδρομής τα έγγραφα αυτά, είναι λογικά εξαιρετικά απομακρυσμένη.
Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι η θέση της Εναγόμενης, όπως προβλήθηκε κατά την ακρόαση, εμφανίζει έλλειψη συνοχής. Συγκεκριμένα, κατά την αντεξέταση του Μ.Ε., ο συνήγορος της Εναγόμενης υπέβαλε στον μάρτυρα την θέση της ότι: «…όλες οι προσφορές και τα τιμολόγια υπογράφηκαν από την Ευγενία Παρασκευαΐδου», δηλαδή, από την ίδια τη Μ.Υ. Ωστόσο, η Μ.Υ., όταν κλήθηκε να καταθέσει προς υποστήριξη της θέσης της Εναγόμενης, προέβαλε ισχυρισμούς αντίθετους προς την ανωτέρω θέση, αρνούμενη ουσιαστικά ότι υπέγραψε τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4). Η αντίφαση αυτή αναδεικνύει όχι μόνο την ασυνέπεια και την έλλειψη συνοχής στην υπερασπιστική γραμμή της Εναγόμενης, αλλά και την προσωπική αναξιοπιστία της Μ.Υ., η οποία, με την ασάφεια και τις αντιφατικές της δηλώσεις, αποδείχθηκε μη πειστική.
Σχετικά με την τοποθέτηση της Μ.Υ., όταν τέθηκε από τον συνήγορο της Ενάγουσας, ότι η ίδια υπέδειξε ως αντισυμβαλλόμενη στον Μ.Ε. την Εναγόμενη και του παρέδωσε τα σχετικά στοιχεία, η απάντησή της ήταν η εξής:
«Εάν του το ζητούσα εγώ, τότε ο κύριος Παπανικολάου θα έπρεπε να αναφέρει κάτω από το όνομα της εταιρείας G. K. Theonell τα στοιχεία της πιο κάτω εταιρείας και θα υπέγραφε άλλο πρόσωπο και όχι εγώ.».
Η δήλωση αυτή είναι τουλάχιστον αντιφατική, ενέχει ενοχή και υποδηλώνει ότι πράγματι του έκανε σχετικές παραστάσεις, πλην όμως, ο Μ.Ε., όφειλε να ελέγξει τα στοιχεία αυτά και την σχέση της με την Εναγόμενη.
Η μάρτυρας παραδέχθηκε ότι εργασίες της Ενάγουσας ολοκληρώθηκαν σε τρεις κατοικίες και, κατ’ αναλογία, η Gerligton Ltd όφειλε να έχει καταβάλει πληρωμές, χωρίς όμως να προσκομίζει έγγραφα που να τεκμηριώνουν αυτές τις πληρωμές. Εφόσον, κατά τη μαρτυρία της, η Gerligton Ltd ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τη σύμβαση και τις πληρωμές της Ενάγουσας, είναι αδύνατο να εξηγηθεί πώς η Ενάγουσα έλαβε μέσω των επιταγών (Τεκμήριο 5) και των άλλων εγγράφων που η Μ.Υ. δεν αναγνωρίζει, σημαντικά ποσά, χωρίς καμία εμπλοκή ή ευθύνη της Εναγόμενης. Η μάρτυρας δεν προσκόμισε καμία λογική εξήγηση για αυτή την αντίφαση.
Οι επιταγές (Τεκμήριο 5) εκδόθηκαν από την Εναγόμενη και, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της Ενάγουσας, όπως προέκυψε μέσω του Μ.Ε., υπογράφτηκαν, όπως και τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4), από τη Μπουντουκίδου, η οποία είναι διοικητική σύμβουλος της Εναγόμενης και, όπως η Μ.Υ. ανέφερε, νύφη της. Η μάρτυρας, δεν αμφισβήτησε τη θέση της Μπουντουκίδου στην Εναγόμενη, περιοριζόμενη να δηλώσει ότι: «δεν γνωρίζει» σχετικά με τα έγγραφα αυτά, γεγονός που υπονομεύει περαιτέρω την αξιοπιστία της. Ο ισχυρισμός δε της ότι, πέραν της συγγένειας: «είχαν συνεργαστεί για κάποιο διάστημα», ενισχύει τους ανωτέρω ισχυρισμούς του Μ.Ε. περί εμπλοκής αμφοτέρων στην υπόθεση, αντί να τους αντικρούει.
Η ανειλικρίνεια της Μ.Υ. σχετικά με τα ανωτέρω γεγονότα, διαφάνηκε ιδιαιτέρως κατά την αντεξέτασή της, όταν ερωτήθηκε για το ζήτημα της έκδοσης από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα των επιταγών (Τεκμήριο 5). Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της μαρτυρίας της:
«E. Έχετε δώσει εσείς οδηγίες να εκδοθούν οι εν λόγω επιταγές;
A. Δεν μπορώ να θυμάμαι τώρα για να απαντήσω στις ερωτήσεις· δεν έχω πρόσβαση στα έγγραφα για να θυμηθώ.
E. Οι εν λόγω επιταγές αφορούσαν την G. K. Theonell, εκδόθηκαν από την G. K. Theonell και εσείς έχετε σχέση με την G. K. Theonell;
A. Όχι, δεν έχω καμία σχέση με την G. K. Theonell.
E. Επομένως, δεν θα μπορούσατε να δώσετε τέτοιες οδηγίες να εκδοθούν, σωστά;
A. Δεν είπα κάτι τέτοιο, δεν έχω δώσει οδηγίες.
E. Ναι, δεν θα μπορούσατε έτσι κι αλλιώς να δώσετε;
A. Δεν έχω καμία σχέση με την εταιρεία G. K. Theonell.».
Από το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής, προκύπτει ότι η Μ.Υ. υπήρξε εμφανώς ασαφής και ανακόλουθη, γεγονός που μειώνει ουσιωδώς την αξιοπιστία της. Ενώ, εφόσον δεν είχε δώσει οδηγίες για την έκδοση των επιταγών (Τεκμήριο 5), θα ανέμενε κανείς μια ευθεία και κατηγορηματική άρνηση, εκείνη απέφυγε να απαντήσει με σαφήνεια, επικαλούμενη ότι: «δεν θυμάται» ή ότι: «δεν έχει πρόσβαση στα έγγραφα». Όταν δε της επισημάνθηκε η αντίφαση, απάντησε με συγκεχυμένες και αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις του τύπου: «δεν είπα κάτι τέτοιο» ή: «δεν έχω καμία σχέση με την Εναγόμενη», επιχειρώντας να αποπροσανατολίσει το ερώτημα. Οι αόριστες αυτές απαντήσεις, σε συνδυασμό με την προφανή αμηχανία και τη διστακτικότητά της κατά τη διαδικασία, καταδεικνύουν επίγνωση της αναλήθειας των ισχυρισμών της, και επιβεβαιώνουν την έλλειψη ειλικρίνειας και αξιοπιστίας της.
Συνολικά, η μαρτυρία της Μ.Υ. εμφανίζει αοριστίες, αντιφάσεις και έλλειψη τεκμηρίωσης για κρίσιμα στοιχεία όπως οι προσφορές, τα τιμολόγια και οι επιταγές (Τεκμήρια 3, 4 και 5), ενώ επιχειρεί να παραπλανήσει ως προς την ευθύνη για τις πληρωμές. Η μάρτυρας δεν παρέχει πειστική εξήγηση για τις αντιφάσεις μεταξύ της υποτιθέμενης παραδρομής στις προσφορές, της εκτέλεσης εργασιών, των πληρωμών της Gerligton Ltd και των επιταγών που εκδόθηκαν για λογαριασμό της Εναγόμενης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία της Μ.Υ. δεν δύναται να ληφθεί ως αξιόπιστη και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τεκμηρίωση ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης.
V.
Βασικά Ευρήματα
Μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, το Δικαστήριο προβαίνει σε ευρήματα για τα επίδικα γεγονότα, βασισμένα στη μαρτυρία του Μ.Ε. η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και αποδεκτή, καθώς και στα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα στοιχεία που τεκμηριώνονται από τα προσκομισθέντα έγγραφα και την υπόλοιπη μαρτυρία. Ειδικότερα, αποτελούν βασικά ευρήματα του Δικαστηρίου τα εξής:
- Η Ενάγουσα έχει την έδρα της στη Λευκωσία και δραστηριοποιείται στην εισαγωγή, κατασκευή και τοποθέτηση συστημάτων σκίασης. Ο Μ.Ε. κατά ουσιώδη χρόνο ήταν ένας εκ των διοικητικών της συμβούλων (Τεκμήριο 1).
- Η Εναγόμενη έχει την έδρα της στη Λεμεσό και ασχολείται με κτηματικές επιχειρήσεις, την ανάπτυξη, διαχείριση και πώληση ακινήτων. Εκ των διοικητικών συμβούλων και γραμματέας της κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η Σοφία Μπουντουκίδου (Τεκμήριο 2).
- Τον Μάρτιο 2014, η Εναγόμενη επικοινώνησε με την Ενάγουσα ζητώντας προσφορές για την προμήθεια και τοποθέτηση συστημάτων σκίασης στο οικοδομικό συγκρότημα «Tivoli Square» στη Λεμεσό.
- Τον Απρίλιο 2014, η Ενάγουσα υπέβαλε τις προσφορές (Τεκμήριο 3), οι οποίες έγιναν αποδεκτές και υπογράφηκαν εκ μέρους της Εναγόμενης.
- Οι προσφορές προέβλεπαν προκαταβολή ίση με το ½ του συνολικού ποσού και εξόφληση με την παράδοση των αγαθών, ήτοι εντός 10 έως 12 εβδομάδων από τη λήψη των κατασκευαστικών μέτρων. Ο τόπος πληρωμής δεν καθοριζόταν. Ήταν πέντε στον αριθμό και εκδόθηκαν όλες, με εξαίρεση τη με αρ. 32482, η οποία εκδόθηκε μία ημέρα αργότερα, στις 16/04/2014. Συγκεκριμένα, η με αρ. 32459 αφορούσε τις οικίες 1 και 3 για ποσό €20.750, η με αρ. 32462 τις οικίες 2 και 4 για ποσό €35.400, η με αρ. 32469 την οικία 5 για ποσό €17.400, η με αρ. 32470 την οικία 6 για ποσό €18.225 και η με αρ. 32482 την οικία 7 για ποσό επίσης €18.225, με γενικό σύνολο €110.000.
- Οι προσφορές παραδόθηκαν από τον Μ.Ε. στην Μ.Υ. στο γραφείο της στη Λεμεσό, η οποία τις υπέγραψε για λογαριασμό της Εναγόμενης.
- Η Μ.Υ. παρέδωσε τα στοιχεία της Εναγόμενης την οποία παρουσίασε ότι αντιπροσώπευε για την έκδοση των εγγράφων και συντόνισε τη διαδικασία για λογαριασμό της Εναγόμενης διά της οποίας Ενάγουσα και Εναγόμενη προσήλθαν σε συμφωνία στη βάση των προσφορών (Τεκμήριο 3).
- Η συμφωνία έγινε προφορικά από τον Μ.Ε. με την Μ.Υ., παρουσία και τρίτου προσώπου, στο γραφείο της Μ.Υ. στη Λεμεσό, την 17/04/2014, ή σε άλλη ημερομηνία μεταγενέστερα κατά τον Απρίλιο 2014.
- Από Μάιο έως Αύγουστο 2014, η Ενάγουσα παρέδωσε και εγκατέστησε τα συστήματα σκίασης, τα οποία έγιναν αποδεκτά από την Εναγόμενη.
- Για τις εργασίες αυτές εκδόθηκαν τιμολόγια (Τεκμήριο 4) από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, τα οποία υπέγραψε η Μπουντουκίδου στο γραφείο της, καθώς, όπως ο Μ.Ε. είχε πληροφορηθεί από την ίδια τη Μ.Υ., η τελευταία απουσίαζε και έπρεπε να απευθύνεται πλέον στην Μπουντουκίδου ως την υπεύθυνη. Στις 30/07/2014, έγινε η παράδοση των αγαθών και η εκτέλεση των εργασιών για τις οικίες 1 και 3, και το σχετικό τιμολόγιο για το ποσό των €20.750 είχε εκδοθεί από την Ενάγουσα για σκοπούς παράδοσής του στις 22/07/2014. Για τις οικίες 2 και 4, αυτό έγινε στις 31/07/2014, και το σχετικό τιμολόγιο για το ποσό των €35.400 εκδόθηκε επίσης στις 22/07/2014. Για την οικία 5, η παράδοση και εκτέλεση έγιναν την 01/08/2014, και το σχετικό τιμολόγιο για το ποσό των €17.400 εκδόθηκε και πάλι στις 22/07/2014. Για την οικία 6, αυτό έγινε στις 02/08/2014, και το σχετικό τιμολόγιο για το ποσό των €18.225 εκδόθηκε επίσης στις 22/07/2014. Τέλος, αναφορικά με την οικία 7, η παράδοση και εκτέλεση ολοκληρώθηκαν στις 03/08/2014, και το σχετικό τιμολόγιο για το ποσό των €18.225 εκδόθηκε, ομοίως, στις 22/07/2014.
- Ο λογαριασμός της Ενάγουσας τον οποίο τηρούσε για τις συναλλαγές τους με την Εναγόμενη, κατέγραψε, εκτός από τις καταχωρήσεις χρέωσης σε σχέση με τα ανωτέρω τιμολόγια (Τεκμήριο 4), και τρεις πληρωμές συνολικού ύψους €83.546,50 μέσω τραπεζικών επιταγών, οι οποίες εκδόθηκαν από την Εναγόμενη στο όνομα της Ενάγουσας (Τεκμήριο 5). Η πρώτη, η με αρ. 93631578, εκδόθηκε πληρωτέα στις 15/04/2014, που είναι πλησίον της ημερομηνίας έκδοσης των προσφορών της Ενάγουσας (Τεκμήριο 3) ως άνω, και ήταν αξίας €5.547. Η δεύτερη, η με αρ. 93631588, εκδόθηκε πληρωτέα στις 23/04/2014, ήτοι πριν από την παράδοση των αγαθών και την εκτέλεση των εργασιών ως άνω, και ήταν αξίας €55.000, ήτοι, το 50% του γενικού συνόλου για αυτές των €110.000, βάσει της συμφωνίας των μερών ως προκαταβολή. Και η τρίτη, η με αρ. 94191655, εκδόθηκε πληρωτέα στις 06/08/2014, ήτοι μετά την ολοκληρωτική για όλες τις οικίες παράδοση των αγαθών και την εκτέλεση των εργασιών ως άνω στις 03/08/2024, και ήταν αξίας €22.999,50.
- Οι επιταγές παραδόθηκαν από τον Μ.Ε., ο οποίος τις παρέλαβε από την Μπουντουκίδου στο γραφείο της στη Λεμεσό, στο λογιστήριο της Ενάγουσας και εκδόθηκαν προς την Εναγόμενη αντίστοιχες αποδείξεις εισπράξεως (Τεκμήριο 6). Η πρώτη, η με αρ. 23990, εκδόθηκε στις 15/04/2014 αναφορικά με το «Sales Order 15888» (βλ. το πρώτο έγγραφο στο Τεκμήριο 3), και αφορά την πιο πάνω επιταγή με αρ. [ ] για το ποσό των €5.547. Η δεύτερη, η με αρ. 30236, εκδόθηκε στις 23/04/2014 για την προκαταβολή αναφορικά με τις ανωτέρω προσφορές (Τεκμήριο 4), και αφορά την πιο πάνω επιταγή με αρ. [ ]. Και η τρίτη και τελευταία, η με αρ. 32411, εκδόθηκε στις 06/08/2014 «έναντι λογαριασμού», και αφορά την πιο πάνω επιταγή με αρ. [ ].
- Εκτύπωση του πιο πάνω λογαριασμού στις 11/09/2025 (Τεκμήριο 7), δείχνει στις 07/08/2014, ήτοι, μετά την ολοκληρωτική, για όλες τις οικίες, παράδοση των αγαθών και την εκτέλεση των εργασιών ως άνω, στις 03/08/2024, και την πληρωμή με την προαναφερόμενη επιταγή με αρ. [ ] του ποσού των €22.999,50 έναντι λογαριασμού, χρεωστικό υπόλοιπο €44.943,50. Η πρώτη καταχώριση στον εν λόγω λογαριασμό είναι ημερομηνίας 16/04/2014 και αφορά πίστωση του ποσού των €5.547 το οποίο, ως πιο πάνω αναφέρθηκε, είναι το πρώτο ποσό που η Ενάγουσα εισέπραξε με την πρώτη επιταγή της Εναγόμενης με αρ. [ ] η οποία είχε εκδοθεί πληρωτέα στις 15/04/2014. Πριν από αυτή την πρώτη καταχώριση, υπάρχει η αναφορά «Opening Balance 0.00».
- Η Μπουντουκίδου, στις 21/10/2015, επιβεβαίωσε για την Εναγόμενη με υπογραφή της, την οφειλή κατά την 31/12/2014 €44.943,35, στο έγγραφο «Επιβεβαίωση Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8). Με βάση τις καταχωρήσεις του λογαριασμού ανωτέρω (Τεκμήριο 7), κατά την 31/12/2014 το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν €44.943,50. Πριν από αυτό, δηλαδή, πριν από τις 21/10/2015 και κατά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Σεπτεμβρίου 2015, η Μπουντουκίδου είχε ζητήσει από την Ενάγουσα για την Εναγόμενη και λάβει, κατάσταση του λογαριασμού της με το ανωτέρω υπόλοιπο, το οποίο, όχι μόνο δεν αμφισβήτησε, αλλά προφορικά, στις μεταξύ της και του Μ.Ε. ή της Χρύσως Παπανικολάου σχετικές επικοινωνίες, αποδέχθηκε ρητά.
- Από την κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 7) μέχρι τις 31/12/2014, προκύπτουν καταχωρήσεις μόνο αναφορικά με τα πιο πάνω τιμολόγια (Τεκμήριο 4), τις επιταγές και τις αποδείξεις είσπραξης (Τεκμήρια 5 και 6), πλην τεσσάρων άλλων, ημερομηνιών 02/07/2014, 03/07/2014, 07/07/2014 και 11/07/2014, που αφορούν χρέωση και αντίστοιχη πίστωση ποσών €70 και €80 αντίστοιχα.
- Η Ενάγουσα, στις 26/10/2015, απέστειλε στην Εναγόμενη μέσω του δικηγόρου της, επιστολή για καταβολή της οφειλής των €44.943,50 (βλ. πρώτη επιστολή στη δέσμη Τεκμήριο 9). Ο δικηγόρος, για την Ενάγουσα, την καλούσε όπως το αργότερο μέχρι τις 10/11/2015, κατέβαλλε το πιο πάνω ποσό προς εξόφληση, στο γραφείο του που βρίσκεται επί της Οδού Αλκαίου 1, 1060 Λευκωσία.
- Η Εναγόμενη, μέσω δικηγόρου, απάντησε στις 02/11/2015 ότι δεν αναγνωρίζει την οφειλή και παρέπεμψε την Ενάγουσα στην Gerligton Ltd (βλ. δεύτερη επιστολή στη δέσμη Τεκμήριο 9).
- Τον Ιούνιο 2017, ήτοι μετά την καταχώριση της Αγωγής στις 17/11/2015, έγινε με την Gerligton Ltd, η οποία στο μεταξύ ανέλαβε την συνέχιση της ανάπτυξης του έργου «Tivoli Square», συμφωνία της Ενάγουσας για τελική τοποθέτηση συστημάτων σκίασης στην οικία 1 με κόστος €12.000. Μετά την εκτέλεση των σχετικών εργασιών τον Ιούνιο του 2017, η Ενάγουσα εξέδωσε προς την Gerlington Ltd τιμολόγιο για το εν λόγω ποσό (Τεκμήριο 10), το οποίο εξοφλήθηκε από την τελευταία. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε πιστωτικό σημείωμα υπέρ της Εναγόμενης (Τεκμήριο 11), λόγω του ότι αν και δεν είχε εξοφλήσει το ποσό για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, η Εναγόμενη είχε τιμολογηθεί για αυτές, μειώνοντας έτσι το υπόλοιπο της οφειλής της Εναγόμενης σε €32.943,50.
- Μ.Υ. και Μπουντουκίδου, λειτουργούσαν ως συνεργαζόμενες στο ίδιο γραφείο στη Λεμεσό και κατά ουσιώδη χρόνο ενεργούσαν και παρουσίαζαν ότι ενεργούσαν σε σχέση με τις επικοινωνίες και τις δοσοληψίες τους με τον Μ.Ε. και την Ενάγουσα, ως αντιπρόσωποι της Εναγόμενης και όχι της Gerlington Ltd.
VI.
Νομική πτυχή
Αφού το Δικαστήριο διαπίστωσε και κατέγραψε τα βασικά ευρήματα αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, κρίνεται σκόπιμο να στραφεί πλέον στην εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης.
Στις περιπτώσεις όπου μία σύμβαση προνοεί για την πληρωμή ενός ποσού ως αντιπαροχή για την παράδοση αγαθών ή την εκτέλεση υπηρεσιών από πλευράς ενός εκ των συμβαλλομένων μερών ή, γενικότερα, για την εκτέλεση κάποιας συγκεκριμένης υποχρέωσης, τότε, το μέρος αυτό, με την εκπλήρωση της υποχρέωσής του, έχει δικαίωμα να πληρωθεί το ποσό που έχει κερδίσει.
Η αποκατάσταση του σε περίπτωση αθέτησης, δεν συνιστά αγωγή για αποζημιώσεις βάσει παράβασης σύμβασης, αλλά αγωγή για την ανάκτηση του ποσού της σύμβασης ως χρέους. Και αυτό, επειδή η αξίωση του ενάγοντος αφορά την ειδική εκτέλεση της κύριας υποχρέωσης του εναγομένου να εκτελέσει τα όσα έχει υποσχεθεί. Την καταβολή του χρηματικού ανταλλάγματος. (Βλ. Εταιρεία Πέππης Λτδ ν. Andreas Demetriades Consulting Services Ltd, (2006) 1 Α.Α.Δ. 100 και J. Aristodemou Ideal Houses Ltd ν. Γλυκή, (2005) 1 Α.Α.Δ. 266).
Ως εκ τούτου, ενάγοντας που βασίζει την αγωγή του σε χρέος, δεν φέρει το βάρος απόδειξης απώλειας ή ζημιάς, αλλά απλώς οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας/όρου για την πληρωμή του ποσού αυτού της σύμβασης, σε περίπτωση εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, κανόνες του δικαίου των συμβάσεων που αφορούν το ζήτημα της αποζημίωσης για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε λόγω παράβασης της σύμβασης, δεν εισέρχονται προς εξέταση (βλ. στο σύγγραμμα Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, παράγραφοι 21-001 και 21-002).
Χρέος, συνεπώς, θεωρείται ότι υπάρχει, όπου ο ενάγοντας έχει εκπληρώσει όλες τις πράξεις οι οποίες, βάσει των όρων της σύμβασης, του δίδουν το δικαίωμα να πληρωθεί. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, The Indian Contract and Specific Relief Acts, 14η έκδοση, στη σελίδα 935, στο μέρος που επιγράφεται «Several Distinct Debts», χρέος λογίζεται:
«Any pecuniary liability, which has been quantified or is capable of being quantified, on the basis of a contract or on the principles of law, is a debt. It must be an ascertained amount. ... The test to determine whether the dues to the plaintiff are one debt or several distinct debts is whether he can sue for such dues separately ...».
Ως εκ τούτου, το κατά πόσο η υποχρέωση για πληρωμή του ενάγοντος έχει προκύψει, εξαρτάται κυρίως από τους όρους της σύμβασης. Όπου οι συμβατικές υποχρεώσεις του ενάγοντος είναι διαιρετές, από την άποψη ότι η σύμβαση δίδει το δικαίωμα τμηματικής πληρωμής για κάθε στάδιο εκτέλεσης, κατά γενική αρχή, ο ενάγοντας μπορεί να εγείρει αγωγή για κάθε μέρος του συμβατικού τιμήματος καθώς ολοκληρώνεται η εργασία ή εκπληρώνεται η υποχρέωση που αφορά το μέρος αυτό σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής του. Στην περίπτωση όμως που οι συμβατικές υποχρεώσεις του ενάγοντος είναι αδιαίρετες, δηλαδή, η σύμβαση είναι αδιαίρετη («entire agreement»), ο ενάγοντας, κατά γενική αρχή, δεν μπορεί να ανακτήσει τίποτα προτού ουσιαστικά ολοκληρώσει στο σύνολό τους τις συμβατικές του υποχρεώσεις (βλ. στο σύγγραμμα Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, στις παραγράφους 17-031 και 17-035 και 17-036).
Σχετικά με τα προαναφερόμενα, είναι και τα αναφερόμενα στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, The Indian Contract and Specific Relief Acts, 14η έκδοση, στις σελίδες 1272 και 1273, στο μέρος που επιγράφεται «Claim for Agreed Sum»:
«Α debt is a definite sum of money fixed by the agreement of the parties as payable by one party in return for the performance of a specified obligation by the other party or upon the occurrence of some specified event or condition; a claim for repayment of debt or deposit, a claim under a guarantee, a policy of insurance, price of goods sold, an employee's remuneration, an indemnity, arrears of instalments under a hire purchase agreement, a claim of refund of value of shares, a claim for crediting adjustment in account, a claim for recovery of money due under the terms of the contract, - etc. Where money is unlawfully withheld, the remedy of the claimant is a decree for the recovery of money, and not for damages. Α claim for an agreed sum or for payment of debt differs from a claim of damages for breach of contract, though its damages may be awarded in addition to a claim for debt, for the consequential loss arising out of failure to pay the debt. It is a claim for specific enforcement of the promisor's primary obligation. However, unlike the relief of specific performance, it is available as of right and is not subject to judicial discretion. Α party, claiming payment of debt, need and must prove only his performance, or that the event dependent on which, or the condition subject to which payment was due, has occurred. He cannot sue for the agreed sum, even if he has been prevented from performing his duties under the contract; in that case, he can sue for damages."You cannot claim remuneration under a contract if you have not earned it; if you are prevented from earning it, your only remedy is in damages".
It is not necessary to prove any loss resulting from the defendant's failure to pay, unless he claims damages in addition to the repayment of debt. The rules of duty of mitigation or remoteness do not apply. Moreover, the plaintiff may take the benefit of summary proceedings for recovery. However, an action for recovery of such amount cannot arise, unless the duty to pay has arisen; which depends upon the terms of the contract. Thus, under the terms of the contract, the right to recover the amount may not arise, unless a certain performance has been rendered. Further, if the contract has been repudiated, and the party accepts the repudiation, and elects to terminate, he cannot sue for any sum which, according to the terms of the contract was to accrue to him after the date of termination; his proper remedy is to claim damages. If he elects to reject the repudiation and continue with the contract, he may recover the agreed sum if he has performed all that was required to be performed under the contract.».
Προς υποστήριξη αγωγής που καταχωρείται στο Δικαστήριο για την ανάκτηση ποσού οφειλόμενου από σύμβαση, είναι συχνό φαινόμενο να παρουσιάζονται στο Δικαστήριο και τιμολόγια. Ένα τιμολόγιο, όμως, δεν θεωρείται καθ’ αυτό συμβατικό έγγραφο ή απόδειξη σύμβασης. Πρόκειται απλώς για ένα λογιστικό έγγραφο, μία αναλυτική δήλωση της φύσης, της ποσότητας και του κόστους ή της τιμής των τιμολογούμενων πράξεων, που «συναρτάται με τη γνώση του γράφοντος γι’ αυτά που κατέγραψε» και, δυνατόν, και του αποδέκτη που το προσυπέγραψε. Αποτελεί, όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου, (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, «τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση» (βλ. επίσης, Haleko Hanseatisches Lebensmittelkontor GMBH & Co OHG ν. L.S.E. Life Style Enterprises Ltd, (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1055).
Ως εκ τούτου, αποτελεί στοιχείο μαρτυρίας το οποίο συνδέεται με την προφορική μαρτυρία μέσω της οποίας παρουσιάζεται και εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιόν του Δικαστηρίου. Δεν μπορεί, χωρίς άλλο, να εξισώνεται με τη συμφωνία «από την οποία απορρέει η υποχρέωση για την οφειλή» (βλ. Θεοδώρου ν. Χριστάκη Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1492, Εμπορικά Ψυγεία Βόρειος Πόλος Λτδ ν. Φάρμας Ρ. Χ. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1358, Στρατής ν. Παντελής – Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ, (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Παναγιώτης Μαστρής Λτδ ν. Σωκράτους, (2000) 1 Α.Α.Δ. 128, Χριστοδουλίδου ν. Mocassino Shoes Ltd, (2006) 1 Α.Α.Δ. 294, Palatino Developments Limited ν. Telectronics Communication Limited, (2002) 1 Α.Α.Δ. 962 και Demil Imports Exports ν. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ, (2011) 1Α Α.Α.Δ. 462).
Η απαίτηση ενάγοντος για την ανάκτηση ποσού οφειλόμενου από σύμβαση, μπορεί να συνδέεται και με υπόλοιπο λογαριασμού που τηρείται για τον σκοπό. Και πάλι, κατ’ αναλογίαν του προαναφερόμενου σκεπτικού (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου, (2009) 1 Α.Α.Δ. 339), σε μία τέτοια περίπτωση, ο ενάγοντας φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυριζόμενων συναλλαγών ή οικονομικών κινήσεων μεταξύ των μερών (βλ. Olympic Insurance Agencies Ltd v. Lexus Insurance Agencies Ltd κ.α., (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1440 και A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156).
Σύμφωνα με τη νομολογία, κατάσταση λογαριασμού μπορεί να γίνει αποδεκτή ως απόδειξη προϋφιστάμενης οικονομικής σχέσης μεταξύ των μερών, νοουμένου ότι το περιεχόμενό της επεξηγεί επαρκώς ή ότι οι σχετικές καταχωρήσεις παρέχουν, υπό τις περιστάσεις, ικανοποιητική και αξιόπιστη πληροφόρηση αναφορικά με το επίδικο ζήτημα (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1344 και Olympic Insurance Agencies Ltd v. Lexus Insurance Agencies Ltd κ.α., (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1440).
Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ένας λογαριασμός δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, απόδειξη των γεγονότων που περιέχει. Η ύπαρξη του, καθώς και τα γεγονότα που καταγράφονται σε αυτόν, πρέπει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύονται με αποδεκτή μαρτυρία, ικανή να ικανοποιήσει το νομικό πρωταρχικό βάρος απόδειξης που φέρει ο ενάγων διάδικος («legal burden of proof»: βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου, (2009) 1Α Α.Α.Δ. 339 και Εμπορικά Ψυγεία Βόρειος Πόλος Λτδ ν. Φάρμας Ρένου Χ. Ιωάννου, (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1358).
Αυτό σημαίνει ότι, η κάθε ξεχωριστή καταχώριση είτε πίστωσης είτε χρέωσης στον λογαριασμό, πρέπει να αποδεικνύεται θετικά ώστε να επαληθεύεται η αυθεντικότητα και η ακρίβειά της ως προς το τελικό υπόλοιπο (βλ. A.G. Lithotechnic Ltd v. Πρίνος Λαχαναγορά Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 359/2019, 04/07/2025, Παπά v. Lagrome Trading Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 423/2016, 03/06/2025, Εταιρεία Μωσαϊκών ΜΑ.ΜΙ.ΠΑ. Λτδ ν. Veligalouskaya, Πολιτική Έφεση Αρ. 139/2015, 12/12/2023, Total Pack (Cyprus) Ltd v. SIVA Plus Detergents Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 318/2012, 13/01/2020, ECLI:CY:AD:2020:A10, Κίμωνος ν. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 66/2013, 04/11/2019, Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Κυριάκου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2011, 29/06/2016, Κλεάνθους κ.α. ν. Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ., (2012) 1 Α.Α.Δ. 1344, Olympic Insurance Agencies Ltd v. Lexus Insurance Agencies Ltd κ.α., (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1440, Paneuropean Insurance Co. Ltd v. Μηλιώνη, (2008) 1Β Α.Α.Δ. 780, Γιάγκου ν. Deme Dairy Ltd, (2006) 1 Α.Α.Δ. 91, A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd, (1999) 1 Α.Α.Δ. 156,).
Φυσικά, όπως και σε κάθε υπόθεση, ο εναγόμενος διάδικος, ο οποίος αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, φέρει το αποδεικτικό βάρος αντίκρουσής τους («evidential burden of proof»: βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου, (2009) 1Α Α.Α.Δ. 339 και Εμπορικά Ψυγεία Βόρειος Πόλος Λτδ ν. Φάρμας Ρένου Χ. Ιωάννου, (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1358), ήτοι την υποχρέωση να προσκομίσει επαρκή μαρτυρία ή στοιχεία που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των ισχυρισμών αυτών. Εν τέλει, ωστόσο, το νομικό πρωταρχικό βάρος παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης επί του ενάγοντος.
Δεν ισχύουν τα ίδια όταν η βάση της απαίτησης είναι παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός («account stated») και δεν σχετίζεται με υπόλοιπο λογαριασμού.
Η έννοια του παραδεδεγμένου λογαριασμού προϋποθέτει προϋπάρχουσα νομική υποχρέωση ενός μέρους να καταβάλει χρήματα σε άλλο, και στηρίζεται στην παραδοχή του οφειλόμενου ποσού.
Όπως αναλύεται στην νομική εγκυκλοπαίδεια Halsbury's Laws of England, 2019, Volume 22, para. 402, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τρεις διαφορετικές καταστάσεις: (1) το «evidentiary account stated», (2) το «real account stated», και (3) το «agreement to pay».
Το πρώτο, το «evidentiary account stated», αποτελεί απλή παραδοχή αξίωσης για πληρωμή οφειλής ως ορθής ή διαφορετικά, αναγνώριση χρέους εκτός δικαστηρίου, χωρίς αντιπαροχή, και λειτουργεί μόνο ως αποδεικτικό στοιχείο κατά του παραδεχόμενου μέρους. Δεν συνιστά δεσμευτική συμφωνία ούτε δημιουργεί νέα αιτία αγωγής, αλλά απλώς «μεταθέτει το βάρος απόδειξης» στον οφειλέτη και μπορεί να ανατραπεί εάν αποδειχθεί ότι έγινε λανθασμένα ή υπό άλλες περιστάσεις που δικαιολογούν την μη αποδοχή του (βλ. Camillo Tank Steamship Co Ltd v. Alexandria Engineering Works, (1921) 38 TLR 134).
Αντιθέτως, το «real account stated», ανακύπτει όταν τα μέρη προβαίνουν σε αμοιβαίο διακανονισμό απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων, συμφωνώντας επί υπολοίπου που θεωρείται πληρωτέο· στην περίπτωση αυτή υπάρχει αντάλλαγμα -- ήτοι, η απαλλαγή εκάστου μέρους από τις επιμέρους απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον λογαριασμό εκάστου -- και η συμφωνία έχει συμβατική ισχύ, εντασσόμενη στο πεδίο του δικαίου των συμβάσεων (βλ. Camillo Tank Steamship Co Ltd v. Alexandria Engineering Works, (1921) 38 TLR 134 και Siqueira v. Noronha, [1934] AC 332, PC).
Το τρίτο είδος, το «agreement to pay», συνίσταται σε ρητή αποδοχή της απαίτησης ως ορθής έναντι εύλογου ανταλλάγματος -- όπως μείωση του ποσού της οφειλής, παράταση του χρόνου πληρωμής ή οποιουδήποτε άλλου ανταλλάγματος ουσιαστικής αξίας για την αποδοχή της αξίωσης -- και αποτελεί πλήρη συμβατική δέσμευση που μπορεί να ακυρωθεί μόνο για λόγους απάτης ή άλλης αιτίας ακυρότητας με βάση το δίκαιο των συμβάσεων.
Επομένως, μόνο το «evidentiary account stated» ανήκει στο πεδίο του δικαίου της απόδειξης, ενώ οι άλλες δύο μορφές έχουν καθαρά συμβατικό χαρακτήρα, προσεγγίζοντας κατά τη φύση τους την έννοια της νέας, συμβιβαστικής συμφωνίας («accord and satisfaction»).
Σύμφωνα με την περιγραφή στο πιο πάνω σύγγραμμα:
«A claim by one party which is admitted by the other party to be correct is termed an account stated. In this sense it is no more than an admission of a debt out of court; and while it is no doubt cogent evidence against the admitting party, and throws upon him the burden of proving that the debt is not due, it may, like any other admission, be shown to have been made in error. Where the transaction is of this character, the agreement is without consideration and amounts to no more than an admission (Camillo Tank Steamship Co Ltd v Alexandria Engineering Works (1921) 38 TLR 134 at 143, HL).».
Οι πιο πάνω αρχές έχουν υιοθετηθεί και αναπτυχθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου, τα οποία, μέσα από σειρά αποφάσεων, έχουν αναγνωρίσει τη διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων που συνιστούν απλώς αποδεικτική παραδοχή λογαριασμού και εκείνων που προκύπτουν από αμοιβαίο διακανονισμό με συμβατικό αποτέλεσμα. Η πρώτη κατηγορία σχολιάστηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Χρ. Χ”Χριστοφή (Αθηαινίτης) Λτδ ν. Technoplastics Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2019, 15/05/2025, Εταιρεία J.K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού, Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2013, 30/01/2019, Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ, (2011) 1 Α.Α.Δ. 462, Ττοκου ν. Σεργίου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 60, Μιχαηλίδης ν. Φάνος Ν. Επιφανείου Λτδ, (2009) 1 Α.Α.Δ. 494 και Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της Loukos Trading Co Ltd ν. Ρεϊνμποου Πλητσιηγκ και Νταϊγκ Κο Λτδ, (2005) 1 Α.Α.Δ. 610. Και η δεύτερη, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις A.G. Lithotechnic Ltd v. Πρίνος Λαχαναγορά Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 359/2019, 04/07/2025, Total Pack (Cyprus) Ltd v. SIVA Plus Detergents Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 318/2012, 13/01/2020, ECLI:CY:AD:2020:A10 και Κουρουκλάρης ν. Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2012, 06/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A440. Η νομολογία αυτή επιβεβαιώνει τη θέση ότι, αναλόγως των πραγματικών περιστατικών, ο παραδεδεγμένος λογαριασμός μπορεί να έχει, είτε αποδεικτικό χαρακτήρα, οπότε δεν θεμελιώνει αυτοτελή αιτία αγωγής, είτε συμβατικό χαρακτήρα, ικανό να αποτελέσει ανεξάρτητη βάση αγωγής.
VII.
Ειδικά Ευρήματα και Νομική Υπαγωγή
Κατόπιν της αξιολόγησης της αποδεκτής μαρτυρίας και της διαπίστωσης ανωτέρω των βασικών πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο προβαίνει στην περαιτέρω υπαγωγή των ευρημάτων αυτών στις εφαρμοστέες νομικές αρχές. Εντός του πλαισίου αυτού, εξετάζεται κατά πόσον τα διαπιστωθέντα πραγματικά γεγονότα πληρούν τα απαιτούμενα στοιχεία που προκύπτουν από τις σχετικές αρχές του δικαίου, ώστε να εξαχθούν τα ειδικά ευρήματα που είναι αναγκαία για την ορθή νομική αξιολόγηση της υπόθεσης.
Η απαίτηση της Ενάγουσας
Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Ενάγουσα προσήλθε σε συμφωνία με την Εναγόμενη βάσει των προσφορών της (Τεκμήριο 3), οι οποίες είχαν γίνει αποδεκτές και υπογραφεί για λογαριασμό της Εναγόμενης από τη Μ.Υ. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την πληρωμή συγκεκριμένων ποσών ως αντιπαροχή για την παράδοση αγαθών και την εκτέλεση υπηρεσιών. Σύμφωνα με τις νομικές αρχές που διέπουν τις συμβάσεις, η Ενάγουσα, με την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, είχε το δικαίωμα να απαιτήσει τα συμφωνημένα ποσά, ως χρέος.
Οι συμβατικές υποχρεώσεις της Ενάγουσας ήταν διαιρετές, δεδομένου ότι οι προσφορές (Τεκμήριο 3) προέβλεπαν προκαταβολή και εξόφληση κατά στάδια παράδοσης και εκτέλεσης των εργασιών (σε σχέση με τις συγκεκριμένες οικίες στο συγκρότημα «Tivoli Square» που εκάστη αφορούσε). Σύμφωνα με τις σχετικές νομικές αρχές, όπου οι συμβατικές υποχρεώσεις είναι διαιρετές, ο ενάγων μπορεί να απαιτήσει τμηματική πληρωμή για κάθε στάδιο εκτέλεσης, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση με την έκδοση και παράδοση από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη των τιμολογίων (Τεκμήριο 4).
Από τον Μάιο έως τον Αύγουστο 2014, η Ενάγουσα παρέδωσε και εγκατέστησε τα συστήματα σκίασης στις οικίες του συγκροτήματος «Tivoli Square», οι οποίες έγιναν αποδεκτές από την Μπουντουκίδου, εκπρόσωπο και διοικητική σύμβουλο της Εναγόμενης. Οι παραδόσεις και οι εκτελεσθείσες εργασίες δηλώθηκαν αναλυτικά μέσω τιμολογίων που προσυπογράφηκαν από την Μπουντουκίδου (Τεκμήριο 4), παρέχοντας αποδεικτικό στοιχείο για την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας.
Η Εναγόμενη κατέβαλε τρεις πληρωμές συνολικού ύψους €83.546,50 (Τεκμήριο 5), για τις οποίες εκδόθηκαν οι αποδείξεις είσπραξης (Τεκμήριο 6), οι οποίες καταγράφηκαν ως πιστώσεις στο λογαριασμό της Ενάγουσας (Τεκμήριο 7), στον οποίο τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4) καταχωρήθηκαν ως χρεώσεις. Τα προαναφερόμενα αποτελούν επίσης αποδεικτικό στοιχείο για την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας. Η τελευταία καταχώριση μετά την ολοκλήρωση των παραδόσεων και εργασιών -- 07/08/2014 --, έδειξε χρεωστικό υπόλοιπο €44.943,50. Σύμφωνα με τις αρχές περί χρέους, το ποσό αυτό συνιστά εκκαθαρισμένο συμβατικά οφειλόμενο υπόλοιπο, το οποίο η Εναγόμενη είχε νομική υποχρέωση να καταβάλει.
Στις 21/10/2015, η Μπουντουκίδου επιβεβαίωσε ότι η οφειλή της Εναγόμενης στις 31/12/2014 ήταν €44.943,35, με το έγγραφο «Επιβεβαίωση Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8). Με βάση τις καταχωρήσεις του λογαριασμού ανωτέρω (Τεκμήριο 7), κατά την 31/12/2014 το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν €44.943,50. Πριν από αυτό, δηλαδή πριν από τις 21/10/2015, και κατά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Σεπτεμβρίου 2015, η Μπουντουκίδου είχε ζητήσει από την Ενάγουσα για την Εναγόμενη και λάβει κατάσταση του λογαριασμού της με το ανωτέρω υπόλοιπο, το οποίο, όχι μόνο δεν αμφισβήτησε, αλλά προφορικά στις μεταξύ της και του Μ.Ε. ή της Χρύσως Παπανικολάου σχετικές επικοινωνίες, αποδέχθηκε ρητά (βλ. Loukos Trading Co Ltd ν. Ρεϊνμποου Πλητσιηγκ και Νταϊγκ Κο Λτδ, (2005) 1 Α.Α.Δ. 610). Η πιο πάνω επιβεβαίωση, συνιστά «evidentiary account stated» ως άνω, δηλαδή παραδοχή της οφειλής εκτός δικαστηρίου, η οποία μεταθέτει το βάρος απόδειξης, δηλαδή, το αποδεικτικό βάρος απόδειξης, στον οφειλέτη. Η παραδοχή αυτή, αν και δεν δημιουργεί νέα αιτία αγωγής, παρέχει ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της Ενάγουσας· το οποίο, βάσει της αποδεκτής μαρτυρίας του Μ.Ε., εν όψει της απόρριψης της μαρτυρίας της Μ.Υ., δεν ανατράπηκε (βλ. Γιανναρά ν. Κρεμμαστού, Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2013, 23/04/2019), ECLI:CY:AD:2019:A158.
Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε., ο οποίος σημειώνεται κατέθεσε για αυτά από προσωπική γνώση, σχετικά με τη συμφωνία βάσει των προσφορών (Τεκμήριο 3), την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ενάγουσας, την έκδοση των τιμολογίων (Τεκμήριο 4) που έγιναν αποδεκτά από την Εναγόμενη με την υπογραφή της Μπουντουκίδου, τις πληρωμές μέσω επιταγών (Τεκμήριο 5) και αποδείξεων εισπράξεως (Τεκμήριο 6) και την αποτύπωση τους στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 7), συνιστούν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης του χρέους της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα και του ύψους αυτού, στο ισοζύγιο πιθανοτήτων (βλ. Χριστόδουλος Φαίδωνος Εμπορευόμενος με την Εμπορική Επωνυμία CSP City Living ν. Μαυρόπουλου, Πολιτική Έφεση Αρ.40/2016, 18/10/2024, A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd, (1999) 1 Α.Α.Δ. 156 και Παναγιώτης Μαστρής Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ, (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 728).
Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της βάσης αγωγής, λαμβάνοντας υπόψη τα δικόγραφα και τα γεγονότα που έχουν δικογραφηθεί και παρουσιαστεί ενώπιόν του μέσω μαρτυρίας, και όχι τον χαρακτηρισμό που αποδίδει στη βάση αυτή ένας εκ των διαδίκων (βλ. Evangelou κ.α. v. Minerva Finance, (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734).
Συναφώς, κάθε διάδικος δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία του παρέχει ο Νόμος, νοουμένου ότι τα αναγκαία πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν το σχετικό νομικό αποτέλεσμα έχουν δεόντως δικογραφηθεί. Όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει επαρκής δικογράφηση και αποδεκτή μαρτυρία βάσει της οποίας μπορεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ του διαδίκου, οφείλει να του αποδώσει τη θεραπεία που ο Νόμος προβλέπει (βλ. Demil Co Ltd v. A. Panayides Contracting Ltd, (2008) 1 Α.Α.Δ. 661, Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους, (1990) 1 Α.Α.Δ. 319 και Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjan, (1992) 1 Α.Α.Δ. 400).
Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα, με την αγωγή της και ειδικότερα με το υπό το στοιχείο Α του απαιτητικού της έκθεσης απαίτησής της, αξίωνε:
«€44.943,50 ως ποσό οφειλόμενο για την αξία πωληθέντων και παραδοθέντων αγαθών και εκτελεσθεισών εργασιών και/ή ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως παραδεδεγμένο λογαριασμό και/ή ως αποζημίωση για παράβαση συμφωνίας και/ή με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή άλλως πως.»
Στις δε παραγράφους 14 και 15 της αγωγής, προς στήριξη της απαίτησής της, η Ενάγουσα πρόβαλλε τα ακόλουθα:
«14. Ως εκ των ανωτέρω, η Ενάγουσα έχει υποστεί ζημιές ύψους €44.943,50, ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των πωληθέντων και παραδοθέντων αγαθών, καθώς και των συναφών εργασιών που εκτέλεσε προς όφελος και για λογαριασμό της Εναγόμενης, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που η ίδια είχε αναλάβει έναντι αυτής βάσει των μεταξύ τους συμφωνιών.
15. Με βάση τα πιο πάνω, η Εναγόμενη έχει πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος της Ενάγουσας, παραλαμβάνοντας τα εν λόγω αγαθά και αποδεχόμενη τις συναφείς εργασίες, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των €44.943,50.».
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, όπως περιλαμβάνονται στο δικόγραφό της, την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε., όπως έχει ήδη αναλυθεί, καθώς και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ενάγουσα δικαιούται θεραπείας σε σχέση με το χρέος της Εναγόμενης προς αυτήν, το οποίο απορρέει από την εκπλήρωση εκ μέρους της Ενάγουσας των συμβατικών της υποχρεώσεων και τη μη εκπλήρωση από την Εναγόμενη των δικών της αντίστοιχων υποχρεώσεων για την καταβολή του συμφωνημένου ανταλλάγματος.
Μετά την εκτέλεση των εργασιών της Ενάγουσας για την οικία 1 εκ μέρους της Gerligton Ltd τον Ιούνιο 2017, εκδόθηκε σχετικό τιμολόγιο, το οποίο και εξοφλήθηκε από τη Gerligton Ltd. Το γεγονός αυτό, για τους λόγους που ο Μ.Ε. εξήγησε και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του υπολοίπου του χρέους της Εναγόμενης στο ποσό των €32.943,50 (Τεκμήρια 10 και 11), χωρίς ωστόσο να θίγει την προηγούμενη παραδοχή της Εναγόμενης ως προς την ύπαρξη της οφειλής που αξιώνει με την αγωγή της, ούτε να επηρεάζει την ανωτέρω κατάληξη του Δικαστηρίου βάσει της αποδεκτής μαρτυρίας και της εφαρμογής σε κάθε περίπτωση του κανόνα περί βάρους απόδειξης.
Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε., πρόκειται για περιορισμό της απαίτησης της Ενάγουσας λόγω γεγονότος που έλαβε χώρα υπέρ της Εναγόμενης, μεταγενέστερα της καταχώρισης της αγωγής. Ο εν λόγω περιορισμός δεν επηρέασε τη διεξαγωγή της υπεράσπισης κατά την ακρόαση, καθότι οι σχετικοί ισχυρισμοί παρουσιάστηκαν από τον Μ.Ε. και υποβλήθηκαν σε αντεξέταση από τον συνήγορο της Εναγόμενης, ο οποίος είχε πλήρη δυνατότητα να τους διερευνήσει. Σε κάθε περίπτωση, κύρια θέση της Εναγόμενης στην έκθεση υπεράσπισής της δεν ήταν το ύψος του οφειλόμενου ποσού ή η ορθότητά του, αλλά ότι δεν είχε καμία υποχρέωση έναντι της Ενάγουσας ούτε της όφειλε το αξιωμένο ποσό, καθόσον δεν υπήρξε ποτέ αντισυμβαλλόμενή της. Συνεπώς, η υπεράσπιση της Εναγόμενης ουδόλως έχει επηρεαστεί από τα όσα προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία.
Επομένως, ο περιορισμός αυτός δεν καθιστούσε, ούτε καθιστά απαραίτητη την τροποποίηση του δικογράφου της έκθεσης απαίτησης της Ενάγουσας, δεδομένου ότι δεν εισάγει νέα βάση αγωγής ούτε νέα απαίτηση. Πρόκειται για προσέγγιση απολύτως θεμιτή, εφόσον προάγει το δίκαιο και συνάδει με τις αρχές που αναδεικνύονται για την πρακτική αυτή, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Έλληνας κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2013, 03/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ, (2015) 1 Α.Α.Δ. 953, Παπαϊωάννου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 310/2015, 04/09/2024, καθώς και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αριστοτέλους ν. Καλλικά κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 135/2018, 28/11/2024.
Κατόπιν της υπαγωγής των βασικών ευρημάτων του Δικαστηρίου στη νομική πτυχή της υπόθεσης και της εξαγωγής των σχετικών ειδικών συμπερασμάτων, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν ορισμένα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Τα ζητήματα αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία για την ορθή και πλήρη αξιολόγηση της διαφοράς.
Η αντιπροσώπευση της Εναγόμενης από τις Μ.Υ. και Μπουντουκίδου
Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι Μ.Υ. και Μπουντουκίδου, λειτουργούσαν ως συνεργαζόμενες στο ίδιο γραφείο στη Λεμεσό και κατά ουσιώδη χρόνο ενεργούσαν και παρουσίαζαν ότι ενεργούσαν σε σχέση με τις επικοινωνίες και τις δοσοληψίες τους με τον Μ.Ε. και την Ενάγουσα, ως αντιπρόσωποι της Εναγόμενης και όχι της Gerlington Ltd.
Σύμφωνα με το Άρθρο 33Α του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (εφεξής «το Κεφ. 113»), η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας να δεσμεύει την εταιρεία ή να εξουσιοδοτεί άλλους για τον σκοπό αυτό, θεωρείται ότι δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε περιορισμούς που απορρέουν από το καταστατικό της έγγραφο, όταν πρόκειται για συναλλαγές της με πρόσωπο το οποίο συναλλάσσεται με αυτήν καλή τη πίστει. Μάλιστα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, ένα πρόσωπο τεκμαίρεται ότι συναλλάσσεται καλή τη πίστει με εταιρεία, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, τρίτα πρόσωπα που συναλλάσσονται με μια εταιρεία δεν έχουν υποχρέωση να διερευνήσουν το εύρος των εξουσιών του διοικητικού της συμβουλίου να δεσμεύει την εταιρεία ή να εξουσιοδοτεί άλλους για τον σκοπό αυτό.
Η πρόνοια αυτή, συνιστά κωδικοποίηση της αρχής που είχε καθοριστεί στο κοινό δίκαιο, για πρώτη φορά στην υπόθεση Royal British Bank v. Turquand, (1856) 6 E & B 327, πριν από τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον Companies Act 1989, ο οποίος τροποποίησε τον Companies Act 1985, μεταξύ άλλων, μέσω της εισαγωγής του σχετικού Section 35A (βλ. επίσης, Morris v. Kanssen, [1946] AC 459). Η ρύθμιση αυτή καθόρισε ένα πιο περιορισμένο πεδίο αμφισβήτησης εκ μέρους της εταιρείας, πράξεων ή συναλλαγών του διοικητικού της συμβουλίου που την δεσμεύουν έναντι τρίτων προσώπων.
Η βασική αρχή, συνεπώς, είναι ότι μια εταιρεία δεσμεύεται από συναλλαγή στην οποία προέβη, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το διοικητικό της συμβούλιο ενήργησε χωρίς εξουσιοδότηση. Και μάλιστα, χωρίς να απαιτείται επικύρωση της σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση των μελών της εταιρείας. Η «επίπτωση», κατ’ επέκταση, στα μέλη της εταιρείας είναι ότι αυτά μπορούν να ενεργήσουν μόνο προληπτικά, προκειμένου να αποτρέψουν τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο, στην περίπτωση όπου τους παρέχεται σχετική καταστατική εξουσία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εξασφάλισης σχετικού δικαστικού απαγορευτικού διατάγματος. Ωστόσο, δεν τους αναγνωρίζεται δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο για να αποτρέψουν την υλοποίηση ήδη διαμορφωθείσας νομικής υποχρέωσης της εταιρείας έναντι τρίτου προσώπου, που προκύπτει από τετελεσμένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Κατ’ αποτέλεσμα, σε σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, η εταιρεία διατηρεί μόνο το δικαίωμα άσκησης τυχόν αξιώσεων εναντίον των διοικητικών της συμβούλων και, ενδεχομένως, εναντίον του τρίτου προσώπου, στη βάση εξ επαγωγής καταπιστεύματος (constructive trust) (βλ. Rolled Steel Products (Holdings) Ltd v. British Steel Corpn, [1986] Ch 246).
Σε ατομικό επίπεδο, το ζήτημα της εξουσιοδότησης κάθε διοικητικού συμβούλου μιας εταιρείας να την δεσμεύει σε συναλλαγές της με τρίτους, ρυθμίζεται από τις αρχές του δικαίου της αντιπροσώπευσης. Η σύναψη σύμβασης με τη μεσολάβηση αντιπροσώπου, αποτελεί μία από τις μεθόδους περιορισμού της αρχής του privity of contract (βλ. Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2009, 17/10/2014). Στην Κύπρο, το ζήτημα της αντιπροσωπείας ρυθμίζεται από το Μέρος ΧΙΙΙ του Κεφ. 149. Η γενική αρχή είναι ότι ο αντιπρόσωπος αποσύρεται από τη συναλλαγή στην οποία ο εντολέας του προσέρχεται με τρίτο πρόσωπο και ως εκ τούτου, ο ίδιος δεν ευθύνεται για τη σύμβαση ούτε έχει εξουσία να την επιβάλει (βλ. Thunder Shipping Co. Ltd v. Lloyd Triestino DI.NAV. S.P.A., κ.α., (1984)1 Α.Α.Δ. 135).
Διοικητικός σύμβουλος μιας εταιρείας δεσμεύει την εταιρεία όταν, προσερχόμενος σε συναλλαγές εκ μέρους της, διαθέτει σχετική εξουσιοδότηση, είτε πραγματική είτε φαινόμενη (βλ. Clapp, a.o. v. Enron (Thrace) Exploration and Production BV a.a., [2005] EWCA Civ 1511, καθώς και Άρθρο 33 του Κεφ. 113). Στην υπόθεση Liopetri Transport Co v. Constantinou, (1971) 1 C.L.R. 424, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στις αγγλικές υποθέσεις Freeman and Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangal) Ltd, [1964] 1 All E.R. 630 και Hely-Hutchinson v. Brayhead Ltd a.a., [1967] 3 All E.R. 98, ανέλυσε τη νομική πτυχή αυτής της αντιπροσώπευσης. Ειδικότερα, υιοθέτησε την προσέγγιση του μ. Λόρδου Denning, στην υπόθεση Freeman, σύμφωνα με την οποία η πραγματική εξουσιοδότηση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, ενώ η φαινόμενη ή προφανής εξουσιοδότηση, αφορά την εξουσία του αντιπροσώπου όπως αυτή εμφανίζεται σε τρίτους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι όταν ένα πρόσωπο ενεργεί εντός του συνήθους πεδίου των καθηκόντων του, τρίτοι που συναλλάσσονται μαζί του δικαιούνται να θεωρούν ότι ενεργεί με την εξουσιοδότηση που συνήθως συνοδεύει τη θέση του, εκτός εάν έχουν γνώση περιορισμών που έχουν επιβληθεί στην εξουσία του. O εντολέας δεν απαλλάσσεται από ευθύνη για πράξεις του αντιπροσώπου του, όταν αυτές εμπίπτουν στο φαινόμενο πεδίο της εξουσίας που του έχει ανατεθεί.
Κατά συνέπεια, μια εταιρεία δεσμεύεται από πράξεις διοικητικού της συμβούλου που ενεργεί εντός του φαινομένου πεδίου των εξουσιών του, ακόμη και αν εσωτερικά οι εξουσίες του είχαν περιοριστεί, εφόσον ο τρίτος συναλλάχθηκε καλή τη πίστει και χωρίς γνώση των σχετικών περιορισμών. Συνεπώς, πραγματική εξουσιοδότηση διαθέτει ένας διοικητικός σύμβουλος εταιρείας είτε ρητά είτε έμμεσα. Η πρώτη περίπτωση, υφίσταται, όταν υπάρχει εκ μέρους της εταιρείας ρητή ανάθεση της σχετικής εξουσίας προς τον διοικητικό σύμβουλο, η οποία συνήθως αποτυπώνεται σε καταγεγραμμένο ψήφισμα ή απόφαση. Η δεύτερη περίπτωση, προκύπτει εκ της θέσης που ο διοικητικός σύμβουλος κατέχει στην εταιρεία (π.χ. ως εκτελεστικός διευθυντής ή ως γενικός διευθυντής), στη βάση του τι θεωρείται ότι συνήθως καλύπτει η εν λόγω θέση για σκοπούς άσκησης εξουσίας και λήψης αποφάσεων. Αντιθέτως, η φαινόμενη εξουσιοδότηση διοικητικού συμβούλου, δηλαδή, από την άποψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης της εταιρείας σε συγκεκριμένη συναλλαγή, καθορίζεται από την αντίληψη που διαμορφώνουν τρίτα πρόσωπα τα οποία προσέρχονται στη συναλλαγή με την εταιρεία ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσής της. Η φαινόμενη εξουσιοδότηση, όπως έχει αναγνωριστεί, μπορεί να λειτουργήσει τόσο προς την κατεύθυνση διεύρυνσης της πραγματικής εξουσιοδότησης όσο και προς τη δημιουργία εξουσιοδότησης εκεί όπου τέτοια δεν υφίσταται πραγματικά.
Με βάση τις ανωτέρω αρχές, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο Μ.Ε. συναλλάχθηκε με την Εναγόμενη μέσω της Μπουντουκίδου, καλόπιστα, η οποία ήταν μία εκ των διοικητικών της συμβούλων και ενεργούσε εκ μέρους της εκτελώντας καθήκοντα διευθυντή της -- υπογράφοντας τα τιμολόγια (Τεκμήριο 4), προβαίνοντας στις πληρωμές με τις επιταγές (Τεκμήριο 5), υπογράφοντας την «Επιβεβαίωση Υπολοίπου» (Τεκμήριο 8), έχοντας επικοινωνίες για την οφειλή της Εναγόμενης με τους Μ.Ε. και Χρύσω Παπανικολάου --, δεσμεύοντάς την έναντι της Ενάγουσας, υπό τις προαναφερόμενες και περιγραφόμενες στα ευρήματα του Δικαστηρίου περιστάσεις, οι οποίες καθιστούσαν τη σχετική εξουσιοδότησή της προφανή.
Η φαινόμενη πληρεξουσιότητα, κατ’ αρχήν, έχει και μία άλλη διάσταση. Δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, ακόμη και όταν δεν υπάρχει στην πραγματικότητα σχέση αντιπροσώπευσης ή εξουσιοδότηση, εφόσον ο τελευταίος δια της συμπεριφοράς του παρίστα ή επιτρέπει να παρίσταται ότι άλλος ενεργεί ως αντιπρόσωπός του, και ο τρίτος, καλόπιστα και στηριζόμενος σε αυτή την παράσταση, ενεργεί ή μεταβάλλει τη θέση του. Η δέσμευση στηρίζεται στις αρχές του κωλύματος (estoppel): εκείνος που δημιουργεί ή ανέχεται την εντύπωση ότι κάποιος είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους του, κωλύεται να αρνηθεί τη δέσμευσή του έναντι τρίτου που ενήργησε βάσει αυτής της παράστασης. Στην υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Δημήτρη, (1999) 1 Α.Α.Δ. 551, οι πιο πάνω αρχές αναλύθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ως εξής:
«Είναι γεγονός πως ουδέποτε η εφεσίβλητη ήλθε σε κατ’ ευθείαν επαφή με τους ίδιους τους εφεσείοντες, δηλαδή με λειτουργούς τους. Ούτε υπήρξε μαρτυρία για ρητή παράσταση από την πλευρά των εφεσειόντων πως η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπός τους. Είναι επίσης ορθό πως δεν υπήρχαν στοιχεία που να θεμελίωναν ότι πράγματι η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσειόντων. Αυτή η επιπρόσθετη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Όμως οι αρχές ως προς τη φαινομένη πληρεξουσιότητα, που αποτέλεσε ανεξάρτητο και αυτοτελές έρεισμα, υπερβαίνουν και τα δύο. Δεν προϋποθέτουν ρητή παράσταση απαραιτήτως. Αρκεί συμπεριφορά διά της οποίας κάποιος παριστά ή επιτρέπει να παρίσταται πως άλλος είναι αντιπρόσωπός του. Το γεγονός ότι δεν είναι στην πραγματικότητα αντιπρόσωπός του, με ρητή ή έστω σιωπηρή πληρεξουσιότητα, όχι μόνο είναι αδιάφορο αλλά αποτελεί και το λόγο της γέννησης των αρχών δικαίου ως προς τις επιπτώσεις από τέτοια παράσταση. Τίθεται ζήτημα ευθύνης από φαινομένη πληρεξουσιότητα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πράγματι τέτοια. Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση οι πρόνοιες του Ν. 72/84. Δεν θεμελιώνεται η ευθύνη στην ενέργεια πράγματι αντιπροσώπου αλλά φαινομένου αντιπροσώπου. Θα παρεμβάλλαμε εδώ πως στο Μέρος αναφορικά με την αντιπροσωπεία, στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, δεν περιλαμβάνεται κανονισμό πρόνοια προς τέτοια κατεύθυνση. Ρυθμίζεται μόνο (άρθρο 197) η έκφανση της φαινομένης πληρεξουσιότητας στην περίπτωση που ενώ πράγματι υπάρχει σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, ο πρώτος υπερβαίνει την εξουσιοδότησή του. Οπότε, και πάλιν, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται “αν προφορικά ή με την συμπεριφορά του εξωθήσει τους τρίτους να πιστέψουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας των αντιπροσώπων”. Στις υποθέσεις Zoe Ch. Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd. And Another (1969) 1 C.L.R. 525 και Liopetri Transport Co., v. Loucas Constantinou (1971) 1 C.L.R. 424 δεν έγινε αναφορά στο άρθρο 197, αλλά είναι σχετικές. (Βλ. συναφώς και Hotel & Catering v. Pilava (1982) 1 C.L.R. 81, Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 343 και Pollock and Mulla, 9η έκδοση, σελ. 794).
Οι συνέπειες από τη φαινομένη πληρεξουσιότητα βρίσκουν έρεισμα κατά τα επικρατούντα, στις αρχές του κωλύματος (estoppel) που αποτελούν μέρος του δικαίου μας κατά το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60· αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί, ούτε βέβαια προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, ότι αποκλείονται από τις διατάξεις του Κεφ. 149. (βλ. σχετικά Παϊκκος ν. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 50). Βρίσκεται στον πυρήνα της δέσμευσης η εμφάνιση των πραγμάτων όπως αυτή μπορεί να συνδεθεί προς παράσταση, ρητή ή με τη συμπεριφορά. Κωλύεται εκείνος που παριστά ή που επιτρέπει με αυτό τον τρόπο να παρίσταται άλλος ως αντιπρόσωπός του, να αρνηθεί δέσμευση όταν ο τρίτος, στηριγμένος σ’ αυτή την παράσταση, ενεργεί προς βλάβη του ή, ακόμα ευρύτερα, διαφοροποιεί τη θέση του.».
Βλ. επίσης, Paneuropean Insurance Co. Ltd v. Χείμαρη, (2004) 1 Α.Α.Δ. 713, Marketventures Ltd v. Καλλικά, (2010) 1 Α.Α.Δ. 48 και Marketventures Ltd v. Δικωμίτη, (2009) 1 Α.Α.Δ. 383.
Ως έχει ανωτέρω παρατεθεί, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι μεταξύ της Ενάγουσας και της Μ.Υ. υφίστατο, καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα, σχέση αντιπροσώπευσης. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τέτοια σχέση δεν αποδείχθηκε με την απαιτούμενη βεβαιότητα -- έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων -- το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό το φως της αποδεκτής μαρτυρίας και του συνόλου των περιστάσεων, συνέτρεχε περίπτωση φαινόμενης πληρεξουσιότητας. Συγκεκριμένα, η Εναγόμενη, διά της συμπεριφοράς της και ιδίως μέσω της διοικητικής συμβούλου Μπουντουκίδου, όπως εύλογα συνάγεται από τα αποδεκτά γεγονότα -- μεταξύ άλλων, από το ότι η Μ.Υ. λειτουργούσε από το ίδιο γραφείο με την Μπουντουκίδου, καθώς και από την αποδοχή και ανοχή των ενεργειών της σε σχέση με την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Ενάγουσας στο οικοδομικό συγκρότημα «Tivoli Square» του οποίου η Εναγόμενη ήταν αναπτύκτρια -- επέτρεψε στη Μ.Υ. να παριστά ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της. Ως αποτέλεσμα, ο Μ.Ε., ενεργώντας καλόπιστα εκ μέρους της Ενάγουσας, στηρίχθηκε ευλόγως στις εν λόγω παραστάσεις, προσήλθε για λογαριασμό της Ενάγουσας στη συμφωνία που προαναφέρθηκε, εκπλήρωσε τις αναληφθείσες υποχρεώσεις και μεταβλήθηκε αναλόγως η θέση της Ενάγουσας.
Κατά συνέπεια, η Μπουντουκίδου και η Μ.Υ., κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, αντιπροσώπευαν την Εναγόμενη, η οποία, όσον αφορά την Ενάγουσα και τα επίδικα γεγονότα, δεσμεύεται από τις πράξεις ή και παραλείψεις τους, όπως αυτές διαγράφονται από τα ευρήματα του Δικαστηρίου που προηγήθηκαν.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου
Στρεφόμενο το Δικαστήριο στην καταληκτική ενότητα της απόφασης, προβαίνει στην εξέταση της ένστασης που εγέρθηκε προδικαστικά στην έκθεση υπεράσπισης της Εναγόμενης και αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Η καθίδρυση των Δικαστηρίων, καθώς και η κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους, ρυθμίζεται από τον Περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, Νόμος 14/1960 (εφεξής «ο Νόμος 14/1960»). Σχετικές είναι, μεταξύ άλλων, οι πρόνοιες των Άρθρων 3 και 21. Παρατίθεται κατωτέρω αυτούσια περικοπή των διατάξεων του Άρθρου 21.(1)[(α) και (β)] οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με το ζήτημα που εγείρεται από πλευράς Εναγόμενης:
«Τo Επαρχιακόv Δικαστήριov, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 19, θα έχη αρμοδιότητα ίvα ακoύη και απoφασίζη oιαvδήπoτε αγωγήv συμφώvως πρoς τας διατάξεις τoυ άρθρoυ 22 oσάκις-
(α) η βάσις της αγωγής έχη πρoκύψει είτε καθ' oλoκληρίαv είτε εv μέρει εvτός τωv oρίωv της επαρχίας δι' ηv τo δικαστήριov καθιδρύθη
(β) o εvαγόμεvoς ή oιoσδήπoτε τωv εvαγoμέvωv, κατά τov χρόvov της εγέρσεως της αγωγής, διαμέvη ή διεξάγη επάγγελμα εvτός της επαρχίας δι' ηv τo δικαστήριov καθιδρύθη.».
Η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο ερείδεται επί των ισχυρισμών που διατυπώνονται στα δικόγραφα και οι οποίοι προσδιορίζουν τα επίδικα ζητήματα. Πέραν της αναγκαιότητας που προκύπτει εκ των διατάξεων της Δ.2, κ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έχει παγίως νομολογηθεί ότι ο διάδικος ο οποίος επικαλείται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου οφείλει να εκθέτει στα δικόγραφά του τα πραγματικά γεγονότα που εντάσσουν την απαίτησή του στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας αυτού. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην υπόθεση Severgep Ltd v. United Sea Transport, (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 729:
«Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως.».
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η υπόθεση Safarino ν. Σταυρινού, (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059.
Το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δικαιοδοσίας αποτελεί ζήτημα που παραμένει διαρκώς ανοικτό καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν, σε οποιοδήποτε στάδιο, διαπιστωθεί ότι η δικαιοδοσία ελλείπει, η υπόθεση καθίσταται μη παραδεκτή. Το Δικαστήριο, δύναται αυτεπαγγέλτως να εξετάσει ζήτημα που αφορά την αρμοδιότητά του, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο αναφύεται.
Η αρχή αυτή έχει επιβεβαιωθεί σε πλείστες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων Interamerican Insurance Co. Ltd v. Μακρίδου, (2001) 1 Α.Α.Δ. 1586, Θεοχάρους ν. Παστελλή, (1993) 1 Α.Α.Δ. 240, Severgep Ltd v. United Sea Transport Ltd, (1989) 1 C.L.R. 729 και Theofanous v. Georghiou, (1969) 1 C.L.R. 203.
Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση C & K Κυριάκου & Αδελφοί Λτδ ν. Ιωάννου, (1990) 1 Α.Α.Δ. 479, το πιο πάνω Άρθρο 21.(1)(α) του Νόμου 14/1960 παρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου σημειώνεται η παράλειψη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Αντίστοιχη προσέγγιση, ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Παστελλή, (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 όπου κρίθηκε ότι ο τόπος επιτέλεσης της υποχρέωσης αποπληρωμής καθόρισε την τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Σε περιπτώσεις όπου ο τόπος ή/και ο τρόπος εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων δεν έχει ρητά συμφωνηθεί, εφαρμόζονται οι πρόνοιες των Άρθρων 49 και 50 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (εφεξής «το Κεφ. 149»), οι οποίες παρέχουν στον δανειστή τη δυνατότητα να καθορίσει εύλογο τόπο ή τρόπο εκπλήρωσης.
Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά:
«49. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίστηκε τόπος εκπλήρωσης, ο οφειλέτης υποχρεούται να οχλήσει το δανειστή για να ορίσει εύλογο τόπο για την εκπλήρωση της υπόσχεσης και να την εκπληρώσει στον τόπο αυτό.
50. Η εκπλήρωση της υπόσχεσης δύναται να γίνει κατ’ οποιοδήποτε τρόπο ή σε οποιοδήποτε χρόνο τον οποίο ορίζει ή εγκρίνει ο δανειστής.».
Όταν δεν καθορίζεται ρητά τόπος πληρωμής, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να αναζητήσει τον πιστωτή στον τόπο διαμονής ή εργασίας του. Ο παράγοντας αυτός καθορίζει, σε τέτοιες περιπτώσεις, την τοπική αρμοδιότητα του δικάσαντος Δικαστηρίου, όπως αναγνωρίστηκε στις υποθέσεις Θεοχάρους ν. Παστελλή, (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 και Χριστοφόρου, κ. α. ν. Paneuropean Company Ltd, (2002) 1 Α.Α.Δ. 1644.
Ιδιαίτερης σημασίας για το υπό εξέταση ζήτημα είναι οι αποφάσεις Πιττής ν. Progress Electronics Co. Ltd, (2005) 1 Α.Α.Δ. 50 και Πουγιούκα, κ. α. ν. Θρασυβούλου, (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ελλείψει ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας ως προς τον τόπο πληρωμής, η υποχρέωση του οφειλέτη να αναζητήσει τον πιστωτή καθορίζει και την κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην τελευταία υπόθεση:
«Όπου δεν καθορίζεται ρητά ή εξυπακουόμενα από τη σύμβαση ο τόπος πληρωμής, είναι καθήκον του οφειλέτη να αναζητήσει το δανειστή, με σκοπό να τον πληρώσει, στον τόπο της διαμονής του ή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.».
Βλ. επίσης στο σύγγραμμα Pullock & Mulla, The Indian Contract and Specific Relief Acts, Volume 1, 14th edition, σελίδες 824 έως 831.
Η αρχή αυτή, η οποία έχει παγιωθεί στη νομολογία, καθορίζει με σαφήνεια το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σε υποθέσεις που ερείδονται επί συμβατικών υποχρεώσεων, όταν ο τόπος εκπλήρωσης, ειδικά όταν αυτός αφορά την πληρωμή χρημάτων, δεν έχει καθοριστεί ρητά από τα μέρη.
Στην προκείμενη περίπτωση, η Ενάγουσα έχει την έδρα και την βάση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας της στη Λευκωσία και η Εναγόμενη στη Λεμεσό. Η συμφωνία στην οποία προσήλθαν στο γραφείο της Μ.Υ. στη Λεμεσό βάσει των προσφορών (Τεκμήριο 3), δεν όριζε ρητά τον τόπο πληρωμής ούτε και εξυπακουόταν από τους συμφωνηθέντες όρους τέτοιος τόπος. Οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν βάσει των επιταγών (Τεκμήριο 5) για σκοπούς εκπλήρωσης της Εναγόμενης με τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς εξόφληση των τιμολογίων (Τεκμήριο 4), έγιναν από την Μπουντουκίδου στον Μ.Ε. στο ίδιο γραφείο στη Λεμεσό. Ωστόσο, μετά από αυτό και στην συνέχεια, η Εναγόμενη δεν όχλησε ποτέ την Ενάγουσα για τον καθορισμό τόπου εκπλήρωσης της υποχρέωσής της για πληρωμή και, παρά τις σχετικές επανειλημμένες οχλήσεις τόσο του Μ.Ε. όσο και της Χρύσως Παπανικολάου για λογαριασμό της Ενάγουσας, παρέλειψε να αναζητήσει και καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο βάσει των τιμολογίων (Τεκμήριο 4) και του λογαριασμού, στον τόπο διεξαγωγής της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Ενάγουσας, δηλαδή στη Λευκωσία. Κατόπιν τούτου, πριν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής, η Ενάγουσα, μέσω του δικηγόρου της, όρισε γραπτώς με επιστολή προς την Εναγόμενη (Τεκμήριο 9: πρώτη επιστολή στην δέσμη εγγράφων), η οποία παραλήφθηκε από την τελευταία, ως εύλογο τόπο εκπλήρωσης, το γραφείο του δικηγόρου της στη Λευκωσία, και απαιτούσε την εκπλήρωση της υποχρέωσης, χωρίς όμως η Εναγόμενη να εκπληρώσει τη σχετική πληρωμή στον τόπο αυτό. Ούτε και αναζήτησε την Εναγόμενη στην έδρα της ή στον βασικό τόπο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στην Λευκωσία για να το πράξει, ή πρόβαλε οποιοδήποτε λόγο για την θέση της να εκπληρώσει την πιο πάνω υποχρέωση, σχετικά με το εύλογο του τόπου ή και του χρόνου που καθορίστηκε. Συνεπώς, η καταχώριση της παρούσας αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι ορθή και σύμφωνη με τις διατάξεις των Άρθρων 49 και 50 του Κεφ. 149 και του Άρθρου 21.(1)(α) του Νόμου 14/1960, καθώς πληρούται η προϋπόθεση τοπικής αρμοδιότητας.
Στην προαναφερόμενη υπόθεση Πουγιούκα κ. α. ν. Θρασυβούλου, (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014 εξετάστηκαν παρόμοια περιστατικά. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η αγωγή έπρεπε να εκδικασθεί στη Λεμεσό, τόπο καταγωγής τους και σύναψης της σύμβασης. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η βάση της αγωγής ήταν η αθέτηση καταβολής μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος και όχι αξίωση για απώλεια κέρδους, ενώ η σύνδεση με τη Λευκωσία πρόκυπτε από τη διαμονή και το εργαστήριο του ενάγοντα στην Κακοπετριά, εντός της επαρχίας Λευκωσίας. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε.
Αναφέρθηκε ότι το Άρθρο 21.(1)(α) του Νόμου 14/1960 παρέχει στο Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιοδοσία για αγωγή, η βάση της οποίας έχει προκύψει καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει εντός των ορίων της επαρχίας. Όταν ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης δεν προσδιορίζεται ρητά, εφαρμόζονται τα Άρθρα 49 και 50 του Κεφ. 149, σύμφωνα με τα οποία ο οφειλέτης υποχρεούται να αναζητήσει τον δανειστή για να εκπληρώσει την υποχρέωση στον τόπο διαμονής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εφόσον οι τόποι αυτοί βρίσκονται στην Κύπρο.
Το Δικαστήριο αποφάσισε, συναφώς, ότι παρά το γεγονός ότι προηγούμενες πληρωμές έγιναν στη Λεμεσό, δεν υπήρχε ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία περί τόπου πληρωμής. Επομένως, ήταν καθήκον των εναγομένων να αναζητήσουν τον ενάγοντα στον τόπο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, στην Κακοπετριά, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης. Η σαφής αναφορά στην έκθεση απαίτησης ότι ο ενάγων διατηρούσε ξυλουργείο στην Κακοπετριά παρείχε επαρκές υπόβαθρο για τη δικαιοδοσία, χωρίς περαιτέρω αποδείξεις.
VIII.
Κατάληξη
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €32.943,50, πλέον νόμιμου τόκου επί του ποσού των €44.943,50 από την ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας Αγωγής στις 17/11/2015 μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Επιπλέον, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για τα έξοδα της παρούσας Αγωγής, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., με νόμιμο τόκο επί του ποσού που θα υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή, από την ημερομηνία έγκρισης του υπολογισμού τους μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Υπογραφή: ____________________
Μιχάλης Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο