ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μιχάλη Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Αγωγή με αρ.: 3801/2017.
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
Ενάγοντας
-και-
1. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
2. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ
Εναγόμενων
-------------------
Ημερομηνία: 25/11/2025.
Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κ. Ε. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Εναγόμενους: κ. Ανδρέας Μ. Κλεάνθους.
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ι.
Εισαγωγικά
Η παρούσα αγωγή αφορά υποθήκες που συστάθηκαν ως επιβαρύνσεις επί ακινήτων ιδιοκτησίας του Ενάγοντα, βάσει συμβάσεων και δηλώσεων υποθήκης οι οποίες παραχωρήθηκαν προς εξασφάλιση δανείων από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοκκινοτριμιθιάς.
Ο Ενάγων υποστηρίζει ότι η εν λόγω Σ.Π.Ε. δεν κατείχε νόμιμο δικαίωμα ή εξουσία να αποδεχθεί τις υποθήκες και ότι, ως εκ τούτου, οι σχετικές πράξεις στερούνται έννομων αποτελεσμάτων. Ως αποτέλεσμα, προβάλλει ότι η σύστασή τους είναι άκυρη και ότι οι Εναγόμενες δεν δικαιούνται, μέσω των υποθηκών αυτών, να αξιώσουν τα εξασφαλιζόμενα ποσά.
Αντιθέτως, οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι οι υποθήκες συστάθηκαν νομίμως, εντός των αρμοδιοτήτων και δικαιωμάτων της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς, και αποτελούν έγκυρη ασφάλεια για την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεων του Ενάγοντα. Περαιτέρω, επικαλούνται το δεδικασμένο που, κατά τη θέση τους, απορρέει από τις διαιτητικές αποφάσεις επί διαφορών με τον Ενάγοντα σχετικά με τις υποθήκες αυτές. Οι αποφάσεις αυτές, όπως προβάλλουν, καταχωρήθηκαν στο μητρώο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για σκοπούς εκτέλεσης κατόπιν αιτήσεων εγγραφής, τηρώντας πλήρως τις προβλεπόμενες από τον σχετικό Νόμο διαδικασίες.
ΙΙ.
Η υπόθεση των διαδίκων
Λαμβάνοντας υπόψη τις αντίθετες θέσεις των διαδίκων, όπως συνοπτικά εκτέθηκαν πιο πάνω, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να παραθέσει στη συνέχεια, με μεγαλύτερη σαφήνεια και πληρότητα, τις σχετικές θέσεις εκάστου μέρους, όπως αυτές προκύπτουν από τα δικόγραφα. Η παρουσίαση αυτή αποσκοπεί στην αποτύπωση των ουσιωδών ισχυρισμών και θέσεων των διαδίκων, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η κατανόηση του πλαισίου της διαφοράς και των ζητημάτων που τίθενται προς επίλυση.
Η υπόθεση του Ενάγοντα
Συνοπτικά, σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής και την προσκομισθείσα έκθεση απαίτησης, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα του Ενάγοντα έχουν ως εξής:
Ο Ενάγων, προβάλλει ότι κατά τα έτη 2008 έως 2010 προέβη, κατόπιν απαίτησης και υπόδειξης της τότε Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς (εφεξής «η αρχική Σ.Π.Ε.»), στην υπογραφή τεσσάρων συμβάσεων και δηλώσεων υποθήκευσης επί ακινήτων ιδιοκτησίας του, προς εξασφάλιση ισάριθμων δανειακών συμβάσεων.
Τα επηρεαζόμενα ακίνητα είναι δύο: το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 9/[ ], τεμάχιο 557, Φ/ΣΧ. 2-219-391 στην Κοκκινοτριμιθιά (εφεξής «το Ακίνητο 557») και το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/[ ], τεμάχιο 276, Φ/ΣΧ. 2-219-391 επίσης στην Κοκκινοτριμιθιά (εφεξής «το Ακίνητο 276»).
Ο Ενάγων αναφέρει ότι, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συμβάσεων και δηλώσεων υποθήκευσης, επί των ανωτέρω ακινήτων του συστάθηκαν, ως επιβάρυνση, οι ακόλουθες υποθήκες:
- Η υποθήκη με αριθμό Υ15959/08, ημερομηνίας 12/11/2008, επί του Ακινήτου 557, προς εξασφάλιση του δανείου 480/08 (εφεξής «η Υποθήκη 15959/08»).
- Η υποθήκη με αριθμό Υ468/09, ημερομηνίας 21/01/2009, επί του Ακινήτου 276, προς εξασφάλιση του δανείου 10/09 (εφεξής «η Υποθήκη 468/09»).
- Η υποθήκη με αριθμό Υ6227/09, ημερομηνίας 17/06/2009, επί του Ακινήτου 276, προς εξασφάλιση του δανείου 266/09 (εφεξής «η Υποθήκη 6227/09»).
- Και η υποθήκη με αριθμό Υ2583/2010, ημερομηνίας 26/02/2010, επί του Ακινήτου 557, προς εξασφάλιση του δανείου 55/10 (εφεξής «η Υποθήκη 2583/10»).
(Οι τέσσερις αυτές υποθήκες θα αναφέρονται εφεξής συλλογικά ως «οι Επίδικες Υποθήκες»).
Κατά τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, οι πιο πάνω συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκευσης καταχωρήθηκαν από την αρχική Σ.Π.Ε. και βάσει αυτών συστάθηκαν οι Επίδικες Υποθήκες προς όφελός της επί των ανωτέρω ακινήτων. Η εν λόγω Σ.Π.Ε. αποτέλεσε το αντισυμβαλλόμενο μέρος του Ενάγοντα στις σχετικές συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκευσης. Ο Ενάγων στρέφει, ωστόσο, την παρούσα αγωγή κατά των Εναγομένων υπό την ιδιότητά τους ως διαδόχων και/ή υποκαταστατών της Σ.Π.Ε.: κατά του Εναγόμενου 1, ως του φορέα που την απορρόφησε ή στον οποίο αυτή μετεξελίχθηκε, και κατά της Εναγόμενης 2, ως της περαιτέρω υποκαταστάτριας του διάδοχου φορέα.
Κατά τον Ενάγοντα, τόσο η αρχική Σ.Π.Ε. όσο και οι μεταγενέστεροι διάδοχοί της δεν διέθεταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το νόμιμο δικαίωμα ή την απαιτούμενη εξουσία να συμφωνήσουν, δηλώσουν και καταχωρήσουν, με αποτέλεσμα να συσταθούν ή/και να διατηρηθούν υπέρ τους, οι Επίδικες Υποθήκες. Ως εκ τούτου, προβάλλει ότι οι σχετικές πράξεις τελούν σε παράβαση ή υπέρβαση της ισχύουσας νομοθεσίας και, εξ αυτού, είναι παράνομες, άκυρες και στερούμενες έννομων αποτελεσμάτων.
Περαιτέρω, ο Ενάγων αναφέρει ότι με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 29/09/2017, ζήτησε από τους Εναγόμενους τη διαγραφή, ανάκληση ή ακύρωση των Επίδικων Υποθηκών, πλην όμως αυτοί παρέλειψαν ή αρνήθηκαν να προβούν στη ζητούμενη ενέργεια.
Βασιζόμενος στα ανωτέρω, ο Ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο, πρώτον, την έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων, με τις οποίες να διαπιστώνεται ότι οι Επίδικες Υποθήκες συμφωνήθηκαν, δηλώθηκαν και συστάθηκαν κατά παράβαση ή καθ’ υπέρβαση της ισχύουσας νομοθεσίας και χωρίς να υφίσταται νόμιμο δικαίωμα της αρχικής Σ.Π.Ε. εξ αρχάς και των Εναγόμενων ακολούθως προς τούτο, με αποτέλεσμα να στερούνται έννομων αποτελεσμάτων· και, ακολούθως, την έκδοση διαταγμάτων που να διατάσσουν την ακύρωση εκάστης των ως άνω υποθηκών. Περαιτέρω, αιτείται την επιδίκαση νόμιμου τόκου, των δικαστικών εξόδων πλέον Φ.Π.Α., καθώς και των εξόδων επίδοσης.
Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της αγωγής, σε ότι αφορά τις Επίδικες Υποθήκες, ο Ενάγων προώθησε μόνο τις αξιώσεις του υπό τα στοιχεία Α και Δ, έχοντας ήδη αποσύρει σε προηγούμενο στάδιο, πριν από την έναρξη της ακρόασης, τις αξιώσεις του υπό τα στοιχεία Β και Γ.
Η υπόθεση των Εναγόμενων
Όπως προαναφέρθηκε, οι Εναγόμενοι αρνούνται την ορθότητα των ισχυρισμών που προβάλλει ο Ενάγων και υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι προδήλως αβάσιμη, ενώ η βάση της δεδικασμένη και ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι οι Επίδικες Υποθήκες και τα συναφή ζητήματα έχουν ήδη εκδικαστεί και τελεσιδίκως αποφασιστεί στο πλαίσιο διαιτητικών αποφάσεων και προηγούμενων δικαστικών διαδικασιών, οι οποίες δεσμεύουν τον Ενάγοντα.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι βασικοί ισχυρισμοί και επιχειρήματα των Εναγομένων, όπως καταγράφονται στο δικόγραφο της έκθεσης υπεράσπισης.
Οι Εναγόμενοι αρνούνται συλλογικά και χωριστά όλους τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, εκτός από εκείνους που γίνονται ρητά παραδεκτοί, ήτοι την παραδοχή ότι τα ενυπόθηκα δάνεια έγιναν κατόπιν αίτησης του Ενάγοντα και σύμφωνα με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί πριν την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων.
Οι Εναγόμενοι εγείρουν προδικαστική ένσταση και νομικό σημείο, ισχυριζόμενοι ότι η βάση της αγωγής είναι δεδικασμένη και ανεπίτρεπτη, καθόσον τα ζητήματα που καλύπτουν οι Επίδικες Υποθήκες είχαν ήδη εκδικαστεί και αποφασιστεί μέσω των διαιτητικών αποφάσεων ημερομηνίας 11/05/2011, 11/05/2011, 15/11/2011 και 17/11/2011 (εφεξής «Διαιτητικές Αποφάσεις») και καταχωρήθηκαν για εκτέλεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν αποφάσεων Δικαστηρίου μέσω των αιτήσεων εγγραφής με αριθμούς 790/2011, 791/2011, 292/2012 και 299/2012, ημερομηνίας 18/10/2011, 18/10/2011, 30/03/2012 και 03/05/2012 (εφεξής «οι Αιτήσεις Εγγραφής»), οι οποίες δεν εφεσιβλήθηκαν και κατέστησαν τελεσίδικες.
Οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι καταχρηστική και ανεδαφική, καθώς οι ισχυρισμοί που προβάλλονται θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί κατά τη διάρκεια και στο πλαίσιο των Διαιτητικών Αποφάσεων και των Αιτήσεων Εγγραφής, αλλά ο Ενάγων δεν το έπραξε. Τονίζουν ότι ο Ενάγων κωλύεται να επαναφέρει τα ίδια θέματα ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι οποιαδήποτε επανεξέταση των λόγων ακύρωσης των Επίδικων Υποθηκών θα προσέκρουε, εκτός από την αρχή του δεδικασμένου, και στη νομολογιακή αρχή που απαγορεύει σε Επαρχιακό Δικαστή να αναθεωρεί αποφάσεις άλλου Επαρχιακού Δικαστή επί των ίδιων θεμάτων, αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία συγκρουόμενων αποφάσεων.
Οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι τα ενυπόθηκα δάνεια χορηγήθηκαν κατόπιν αίτησης του Ενάγοντα και ότι εγκρίθηκαν υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί πριν από την υπογραφή των σχετικών συμφωνιών. Αναφορικά με την ιδιότητά τους ως διάδοχοι φορείς, οι Εναγόμενοι ανέλαβαν πλήρως όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής Σ.Π.Ε., λόγω των συγχωνεύσεων που πραγματοποιήθηκαν στις 12/10/2013 και 21/07/2017, αντίστοιχα.
Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι Επίδικες Υποθήκες συστάθηκαν νόμιμα, εντός των ορίων των τραπεζικών διευκολύνσεων, και είναι έγκυρες. Κάθε Επίδικη Υποθήκη συνδέθηκε με συγκεκριμένο ενυπόθηκο δάνειο, το οποίο, λόγω μη αποπληρωμής, παραπέμφθηκε σε διαιτησία και εκδόθηκαν οι αντίστοιχες Διαιτητικές Αποφάσεις. Ο Ενάγων ειδοποιήθηκε δεόντως, αλλά παρέλειψε να παραστεί, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να εκδοθούν ερήμην του.
Οι Διαιτητικές Αποφάσεις, οι οποίες ακολούθως του γνωστοποιήθηκαν, και μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας προσβολής τους με έφεση, καταχωρήθηκαν για εκτέλεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μέσω των Αιτήσεων Εγγραφής και κατέστησαν τελεσίδικες, δεν εφεσιβλήθηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από τον Νόμο.
Κατά συνέπεια, ο Ενάγων είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των Επίδικων Υποθηκών κατά τη διαδικασία και στο πλαίσιο έκδοσης και καταχώρησης των Διαιτητικών Αποφάσεων, αλλά επέλεξε να μην το πράξει, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει οποιοδήποτε δικαίωμα να εγείρει την παρούσα αγωγή.
Τέλος, οι Εναγόμενοι αρνούνται όλες τις αξιώσεις που περιέχονται στις παραγράφους Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ της αγωγής του Ενάγοντα και ζητούν την πλήρη απόρριψη της αγωγής, με ταυτόχρονη επιβάρυνση του Ενάγοντα με τα δικαστικά έξοδα.
ΙΙΙ.
Η μαρτυρία
Κατά την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η διαδικασία θα διεξαχθεί βάσει παραδεκτών γεγονότων, όπως αυτά δηλώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και έγιναν αποδεκτά για τον σκοπό αυτό.
Τα γεγονότα αυτά παρατίθενται, όπως ακριβώς παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, ως εξής:
«1. Ο Ενάγων είναι κάτοικος Λευκωσίας.
2. Ο Ενάγων την 12/11/2008 υπέγραψε έγγραφο υποθήκευσης του ακινήτου ιδιοκτησίας του υπό στοιχεία αρ. εγγραφής 9/[ ], τεμάχιο 557, Φ/Σχ. 2-219-391 στην Κοκκινοτριμιθιά αρ. υποθήκης Υ15959/08 προς εξασφάλιση του δανείου 480/08 αρ. λογαριασμού [ ]. Ομοίως ο ενάγων την 21/01/2009 υπέγραψε έγγραφο υποθήκευσης του ακινήτου ιδιοκτησίας του υπό στοιχεία αρ. εγγραφής 0/[ ], τεμάχιο 276, Φ/Σχ. 2-219-391 στην Κοκκινοτριμιθιά, χωράφι μερίδιο το όλο, αρ. υποθήκης Υ468/09 προς εξασφάλιση του δανείου αρ. 10/09 αρ. λογαριασμού [ ]. Ο ενάγων περαιτέρω στις 17/06/2009 υπέγραψε έγγραφο υποθήκευσης του ακινήτου ιδιοκτησίας του υπό στοιχεία αρ. εγγραφής 0/[ ], τεμάχιο 276, Φ/Σχ. 2-219-391 στην Κοκκινοτριμιθιά, χωράφι μερίδιο το όλο αρ. υποθήκης Υ6227/09 προς εξασφάλιση του δανείου αρ. 266/09 αρ. λογαριασμού [ ]. Στις 26/02/2010 ο ενάγων υπέγραψε έγγραφο υποθήκευσης του ακινήτου ιδιοκτησίας του υπό στοιχεία αρ. εγγραφής 9/[ ], τεμάχιο 557, Φ/Σχ. 2-219-391 στην Κοκκινοτριμιθιά, χωράφι το όλο αρ. υποθήκης Υ2583/2010 προς εξασφάλιση του δανείου αρ. 55/10 αρ. λογαριασμού [ ]. Τα έγγραφα των εν λόγω υποθηκών επισυνάπτονται ως δέσμη τεκμήριο 1(α - δ).
3. Οι ως άνω συμβάσεις υποθήκευσης τις οποίες υπέγραψε ο ενάγων έγιναν προς εξασφάλιση της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς.
4. Οι εναγόμενοι αρ. 1 την 12/10/2013 ανέλαβαν και διαδέχθηκαν εξ ολοκλήρου τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοκκινοτριμιθιάς σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Οι υποχρεώσεις του ενάγοντα μεταφέρθηκαν και μεταβιβάστηκαν στους εναγομένους αρ. 1, οι οποίοι ανέλαβαν και διαδέχθηκαν τα δικαιώματα που απορρέουν από τις επίδικες συμφωνίες με τον ενάγοντα. Την 21/07/2017 η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε και διαδέχθηκε εξ ολοκλήρου το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας, δηλαδή τους εναγομένους αρ. 1, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Οι υποχρεώσεις του ενάγοντα μεταφέρθηκαν και μεταβιβάστηκαν στους εναγόμενους αρ. 2, δηλαδή στη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, οι οποίοι ανέλαβαν και διαδέχθηκαν τα δικαιώματα που απορρέουν από τις επίδικες συμφωνίες με τον ενάγοντα. Οι εν λόγω δημοσιεύσεις επισυνάπτονται ως δέσμη Τεκμήριο 2(ε).
5. Ο ενάγων απευθύνθηκε προς τους εναγόμενους με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 29/09/2017. Οι εναγόμενοι απάντησαν με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 09/10/2017. Οι εν λόγω επιστολές επισυνάπτονται ως δέσμη τεκμήριο 3(στ).
6. Την 03/05/2012 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο επιτρέπεται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 17/11/2011 και καταχωρήθηκε και εγγράφηκε προς εκτέλεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η διαιτητική απόφαση αφορούσε ενυπόθηκο γραμμάτιο με αρ. [ ] για ποσό €93.033,99 με τόκο 9% ετησίως ανατοκιζόμενο την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και της υποθήκης με αρ. Υ2583/10. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης 299/2012. Το εν λόγω διάταγμα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4(η).
7. Την 18/10/2011 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο επιτρέπεται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 11/05/2011 και καταχωρήθηκε και εγγράφηκε προς εκτέλεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η διαιτητική απόφαση αφορούσε ενυπόθηκο γραμμάτιο με αρ. [ ] για ποσό €345.439,81 με τόκο 9% ετησίως ανατοκιζόμενο την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και της υποθήκης με αρ. Υ468/2009. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης 790/2011. Το εν λόγω Διατάγμα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 5(η).
8. Την 18/10/2021 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο επιτρέπεται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 11/05/2011 και καταχωρήθηκε και εγγράφηκε προς εκτέλεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η διαιτητική απόφαση αφορούσε ενυπόθηκο γραμμάτιο με αρ. [ ] για ποσό €16.305,85 με τόκο 9% ετησίως ανατοκιζόμενο την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και της υποθήκης με αρ. Υ6227/2009. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης 791/2011. Το εν λόγω Διάταγμα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6.
9. Την 30/03/2012 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο επιτρέπεται η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ημερ. 15/11/2011 και καταχωρήθηκε και εγγράφηκε προς εκτέλεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η διαιτητική απόφαση αφορούσε ενυπόθηκο γραμμάτιο με αρ. [ ] για ποσό €116.344,23 με τόκο 9% ετησίως ανατοκιζόμενο την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους και της υποθήκης με αρ. Υ15959/08. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης 292/2012. Το εν λόγω Διάταγμα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 7.
10. Δυνάμει των υποθηκών Υ15959/2008 και Υ2583/2010 προωθήθηκε και ολοκληρώθηκε πλειστηριασμός με βάση τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο 9/1965 και τα ενυπόθηκα ακίνητα περιήλθαν στην κατοχή των εναγομένων. Τα ενυπόθηκα ακίνητα αρ. Υ468/2009 και Υ6227/2009 παραχωρήθηκαν από τον ενάγοντα έναντι χρεών του στους εναγομένους.
11. Κατατίθενται από κοινού:
(α) Έγγραφο υποθήκης Υ15959/2008 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου.
(β) Έγγραφο υποθήκης Υ468/2009 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου.
(γ) Έγγραφο υποθήκης Υ6227/2009 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου.
(δ) Έγγραφο υποθήκης Υ2583/2009 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου.
(ε) Έγγραφα από τον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών ημερ. 21/07/2017 και 24/07/2017.
(στ) Επιστολές ημερ. 29/09/2017 και 09/10/2017.
(η) Αντίγραφα των πιο πάνω διαταγμάτων μετά των διαιτητικών αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 6 - 9 των παραδεκτών γεγονότων».
ΙV.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και Βασικά Ευρήματα
Τα ανωτέρω παραδεκτά γεγονότα συνιστούν αδιαμφισβήτητα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτελούν τα θεμέλια για την εκτίμηση των επίδικων ζητημάτων. Το Δικαστήριο, επομένως, δεν καλείται να αξιολογήσει την αξιοπιστία ή αποδεκτότητα της μαρτυρίας που τα υποστηρίζει, αλλά τα παραδεκτά γεγονότα εκλαμβάνονται ως δεδομένα και δεσμεύουν την κρίση του, αποτρέποντας οποιοδήποτε συμπέρασμα ή εύρημα που θα έρχεται σε αντίθεση ή δεν θα συνάδει με αυτά (βλ. Αντρέα, κ.α. ν. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 498, Sbaih v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 188/2014, 17/07/2015, Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός Λευκωσίας ν. Αριστοκλέους, (2011) 1 Α.Α.Δ. 1349). Σε αυτά τα παραδεκτά γεγονότα, τα οποία αποτελούν τα βασικά ευρήματα του Δικαστηρίου, στηρίζεται η περαιτέρω νομική ανάλυση της υπόθεσης και η αξιολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων.
V.
Νομική πτυχή
Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν επιδιώκεται η ακύρωση συσταθείσας υποθήκης και η περίπτωση αφορά ισχυρισμό για ακυρότητα εξ υπαρχής, και όχι την περίπτωση όπου η υποθήκη συστάθηκε νόμιμα και δικαιολογείται η εξάλειψή της είτε διότι ο σκοπός της εκπληρώθηκε είτε διότι κατέστη πλέον ανέφικτος, η διερεύνηση των συναφών ισχυρισμών και γεγονότων απαιτεί τη χρησιμοποίηση του ορθού δικονομικού μέσου, ήτοι της καταχώρισης αγωγής (βλ. Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας, (1997) 1 Α.Α.Δ. 1771 και Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Costas & Zack Realty Ltd, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε87/2022, 16/03/2023).
Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λατσιών, Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2011, 20/06/2014, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σύμφωνα με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο του 1985, Νόμος 22/1985 (εφεξής «Νόμος 22/1985»), δεν προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για ακύρωση ή παραμερισμό διαιτητικής απόφασης που εκδίδεται βάσει του Άρθρου 52 του Νόμου 22/1985.
Στην υπόθεση αυτή, ο εφεσείων, μέλος της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών, υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό και ακύρωση διαιτητικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε κατόπιν παραπομπής της διαφοράς του με την Σ.Π.Ε. σε διαιτησία από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 52 του Νόμου 22/1985. Η διαιτησία διεξήχθη στις 28/06/2007, η απόφαση του διαιτητή γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφορούσε οφειλή του με υποθήκη. Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση εντός της 21ήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στο Άρθρο 52(4) του Νόμου 22/1985, αλλά προχώρησε αργότερα σε αιτήσεις παραμερισμού/ακύρωσης και σε ένσταση κατά της εγγραφής της διαιτητικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε λάβει επαρκή γνωστοποίηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στη νομολογία, ήτοι στις υποθέσεις Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, (2012) 1 Α.Α.Δ. 707 και Re Δημοσθένους, (2000) 1 Α.Α.Δ. 1699, και στα ακριβή πλαίσια του Άρθρου 52 του Νόμου 22/1985, τόνισε ότι η διαιτητική απόφαση, η οποία δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα, είχε καταστεί τελεσίδικη και ότι η προφορική γνωστοποίηση στον εφεσείοντα ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις του νόμου για έναρξη της προθεσμίας έφεσης. Επιπλέον, επεσήμανε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ουσία της διαφοράς, αλλά διαπιστώνει μόνο ότι η απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο για σκοπούς εκτέλεσης.
Στα δεδομένα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, έκρινε ότι οι μεταγενέστερες ενέργειες του εφεσείοντα για ακύρωση ή παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης ήταν αβάσιμες και εκτός του πλαισίου του Νόμου και ότι η εγγραφή της απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας πραγματοποιήθηκε ορθά.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, (2012) 1 Α.Α.Δ. 707:
«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική, εφόσον δι’ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι’ αυτό ακριβώς κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση, ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε αφορά μόνο το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία της διαφοράς. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.»
Σχετική με τα ανωτέρω είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδουλίδης, κ.α. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Στρουμπιού, Πολιτική Έφεση Αρ. 122/2013, 03/02/2020, ECLI:CY:AD:2020:A39.
Στην υπόθεση αυτή, οι δύο εφέσεις αφορούσαν αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου για διαφορετικές υποθέσεις με ταυτότητα επιδίκων θεμάτων, οι οποίες εκδικάστηκαν ταυτόχρονα και κρίθηκαν με κοινή απόφαση. Οι εφεσίβλητες Συνεργατικές Πιστωτικές Εταιρείες εξασφάλισαν διαιτητικές αποφάσεις εναντίον των εφεσειόντων κατά εφαρμογή του Άρθρου 52 του Νόμου 22/1985. Οι αποφάσεις αυτές δεν προσβλήθηκαν εμπρόθεσμα με έφεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός της 21ήμερης προθεσμίας που προβλέπει το Άρθρο 52(4) του Νόμου 22/1985, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Άρθρο 52(5) του Νόμου 22/1985, να καταστούν τελεσίδικες και εκτελεστές με τον ίδιο τρόπο όπως οι αποφάσεις πολιτικού δικαστηρίου.
Το επόμενο στάδιο για την εκτέλεση αφορούσε την εγγραφή των αποφάσεων στα μητρώα του αρμόδιου πρωτοκολλητείου, διαδικασία που επιτρέπει στο Δικαστήριο να διατάξει και να εποπτεύσει την εκτέλεση. Στο στάδιο αυτό, όπως προβλέπει η προαναφερόμενη νομολογία, το Δικαστήριο δεν ελέγχει την ορθότητα ή την ουσία της διαιτητικής απόφασης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο ότι η απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.
Στην υπόθεση αυτή, οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τα στοιχεία αυτά.
Υποστήριξαν ωστόσο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπάγγελτα καταχρηστικές ρήτρες, επικαλούμενοι την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (εφεξής «η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ») και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Brusse, Garabito v. Jahani BV, C-488/2011 και Claro v. Centro Movil Millennium SL, C-168/2005), καθώς και τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996, Ν. 93(I)/1996 (εφεξής «ο Νόμος 93(Ι)/1996»). Υποστήριξαν επίσης ότι οι διαιτητικές αποφάσεις περιλάμβαναν παράνομες χρεώσεις ή ποινικές ρήτρες, και ότι η «εναγόμενη 1» δεν ήταν μέλος της εφεσίβλητης Σ.Π.Ε., με συνέπεια παρανομία στην παροχή του δανείου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι τέτοια θέματα έπρεπε να εγερθούν εμπρόθεσμα εντός της 21ήμερης προθεσμίας του Άρθρου 52(4) του Νόμου 22/1985. Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά μόνο στο στάδιο προτού η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 52(5) του Νόμου 22/1985, η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και ο Νόμος 93(I)/1996 δεν παρέχουν δυνατότητα ανατροπής ή επανεξέτασης των αποφάσεων.
Συνεπώς, το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις εφέσεις, επιβεβαίωσε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς περιορίστηκε στο θέμα της εγγραφής των διαιτητικών αποφάσεων για σκοπούς εκτέλεσης και δεν ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει άλλες αμφισβητήσεις σχετικά με την ουσία της διαφοράς ή καταχρηστικές ρήτρες.
Κρίσιμο για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
«Η Οδηγία και η σχετική νομολογία όπως εξηγήθηκε στη Μιχαηλίδης περιορίζονται στο στάδιο προτού μια απόφαση να καταστεί τελική με βάση το άρθρο 52(4). Δεν είναι στην ανατροπή της τελεσιδικίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται κατά το εθνικό δίκαιο, που αποσκοπούσε η Οδηγία, αλλά στην ενίσχυση της δυνατότητας εξέτασης τέτοιων ζητημάτων στα πλαίσια εκκρεμοδικίας της υπόθεσης. Οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να υποβάλουν έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από της ημερομηνίας γνωστοποίησης της διαιτητικής απόφασης, με δυνατότητα να εγείρουν θέμα ακυρότητας επί τη βάση του Νόμου, έστω και αν δεν θα είχαν εγείρει τέτοιο θέμα στα πλαίσια της διαιτησίας. Αυτή φαίνεται να είναι η έννοια της νομολογίας και όχι όπως οι εφεσείοντες εισηγούνται».
Το δεδικασμένο (res judicata) συνίσταται σε απόφαση επί της ουσίας από όργανο που διαθέτει εξουσία και είναι, κατά τη σχετική έννοια, δικαστικό.
Στην υπόθεση Administration of the Territory of Papua and New Guinea v. Daera Guba, (1972) 130 CLR, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας ανέφερε ότι το δόγμα του δεδικασμένου εκτείνεται στην απόφαση οποιουδήποτε δικαιοδοτικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει οριστικά ένα ζήτημα που προκύπτει μεταξύ των διαδίκων, ακόμη και αν δεν ονομάζεται δικαστήριο, και η αρμοδιότητά του απορρέει από τον νόμο ή από την υποβολή των μερών.
Συναφώς, στην υπόθεση Patras v. Commonwealth, (1966) 9 FLR 152, το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας Βικτώρια της Αυστραλίας ανέφερε ότι, σε όλες τις περιπτώσεις όπου ένα όργανο λειτουργεί με δικαστικές διαδικαστικές εγγυήσεις ─ δηλαδή υποχρεούται να λαμβάνει μαρτυρία και να ακούει επιχειρηματολογία και, συνεπώς, δεν ενεργεί απλώς διοικητικά ─ οι αποφάσεις του δημιουργούν δεδικασμένο.
Συνεπώς, όταν το όργανο που λαμβάνει την απόφαση είναι ικανό να ασκεί δικαιοδοτική εξουσία είτε εκ του νόμου είτε λόγω αποδοχής της δικαιοδοσίας του από τα μέρη, και η απόφασή του απαιτείται και έχει ληφθεί με δικαστικό τρόπο, τότε δημιουργείται δεδικασμένο· και τα μέρη που είχαν τη διαφορά τους εξεταστεί από το όργανο αυτό δεν επιτρέπεται να επανεκδικάσουν τα ίδια ζητήματα ενώπιον άλλου οργάνου, περιλαμβανομένου και δικαστηρίου.
Κάθε εγχώριο δικαιοδοτικό όργανο, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε διαιτητή ή άλλου προσώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ακούσει και να επιλύσει μια διαφορά με τη συναίνεση των μερών ή βάσει δικαστικής απόφασης ή με νόμο, αποτελεί, για τους σκοπούς του δόγματος του δεδικασμένου, «δικαστικό όργανο», και οι αποφάσεις και επιδικάσεις του είναι δεσμευτικές, εκτός αν ακυρωθούν.
Η τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων εμποδίζει έναν ενάγοντα να επαναδιεκδικήσει απαίτηση για την οποία ήδη εκδόθηκε απόφαση ─ είτε κέρδισε είτε έχασε ─ διότι η αξίωση συγχωνεύεται στην απόφαση και παύει να υφίσταται, ενώ παράλληλα το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να υπάρχει τέλος στη δικαστική διαμάχη. Στην θεμελιακή υπόθεση Henderson v. Henderson, [1843-60] All ER Rep 378 η πιο πάνω πτυχή του δόγματος του δεδικασμένου, ήτοι σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel), εξηγήθηκε ως εξής:
«Where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a court of competent jurisdiction, the court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special-case, not only to points upon which the court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time.».
Συνεπώς, όταν ένα συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται αντικείμενο δίκης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου και υπόκειται σε απόφαση, το δικαστήριο απαιτεί από τα μέρη να παρουσιάσουν ολόκληρη την υπόθεσή τους και, εκτός ειδικών περιστάσεων, δεν επιτρέπει στα ίδια μέρη να ανοίξουν ξανά το ίδιο ζήτημα σε σχέση με θέματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί ως μέρος της διαφοράς αλλά δεν υποβλήθηκαν, μόνο επειδή παραλείφθηκαν από αμέλεια, απροσεξία ή ακόμη και κακοτυχία ή ατύχημα. Η ένσταση ή υπεράσπιση του δεδικασμένου εφαρμόζεται, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σε ζητήματα για τα οποία το δικαστήριο κλήθηκε πράγματι να σχηματίσει γνώμη και να εκδώσει απόφαση, αλλά σε κάθε ζήτημα που ανήκει σωστά στο αντικείμενο της δίκης και που τα μέρη, ασκώντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν παρουσιάσει κατά τον χρόνο της εκδίκασης.
Το δεδικασμένο σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel), διαφέρει από το δεδικασμένο σε σχέση με επίδικο θέμα (issue estoppel). Μια απόφαση θα δημιουργήσει δεδικασμένο επί ζητήματος εάν σε μια αξίωση αποφάνθηκε επί ενός θέματος ως αναγκαίο ή ουσιώδες βήμα στη λογική της κρίσης που την αιτιολογεί. Άρα, το δεδικασμένο σε σχέση με επίδικο θέμα εφαρμόζεται σε θεμελιώδη ζητήματα που έχουν αποφασιστεί σε προηγούμενη διαδικασία και αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης: «An issue estoppel is limited to “a state of fact or law which is necessarily decided by the prior judgment, decree or order”». Στην υπόθεση Blair v. Curran, (1939) 62 CLR 464, το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτεία Τασμάνια της Αυστραλίας αναφέρει σχετικά:
«A judicial determination directly involving an issue of fact or of law disposes once for all of the issue, so that it cannot afterwards be raised between the same parties or their privies. The estoppel covers only those matters which the prior judgment, decree or order necessarily established as the legal foundation or justification of its conclusion … the distinction between res judicata and issue-estoppel is that in the first the very right or cause of action claimed or put in suit has in the former proceedings passed into judgment, so that it is merged and has no longer an independent existence, while in the second, for the purpose of some other claim or cause of action, a state of fact or law is alleged or denied the existence of which is … necessarily decided by the prior judgment, decree or order.».
Ειδικά με αναφορά σε διαιτητικές αποφάσεις στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley Res Judicata, 6η έκδοση, αναφέρεται το εξής στην παράγραφο 8.27 του κεφαλαίου 8:
«An award in arbitration proceedings can create an issue estoppel. The parties having chosen the tribunal, or been compelled by statute to resort to it, are bound by its determinations on any issue fundamental to the award.».
Δηλαδή, μια απόφαση σε διαιτητική διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο επί ζητήματος. Τα μέρη, είτε επειδή επέλεξαν το διαιτητικό όργανο είτε επειδή υποχρεώθηκαν από νόμο να προσφύγουν σε αυτό, δεσμεύονται από τις αποφάσεις του επί κάθε ζητήματος που είναι θεμελιώδες για την απόφαση που λαμβάνει.
Περαιτέρω, και σε εναρμόνιση με τις πιο πάνω αρχές της ευρύτερης νομολογιακής παράδοσης του κοινού δικαίου ─ όπως αυτή αναπτύσσεται τόσο στο αγγλικό δίκαιο όσο και στις δικαιοδοσίες της Κοινοπολιτείας ─ η κυπριακή νομολογία έχει επανειλημμένα υιοθετήσει και εφαρμόσει τις βασικές αρχές που διέπουν το δόγμα του δεδικασμένου, με το Ανώτατο Δικαστήριο, σε πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Κωνσταντινίδη ν. Κωμοδρόμου, υπό την ιδιότητά της ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Hissin, Πολιτική Έφεση Αρ. 283/2015, 17/11/2025, να συνοψίζει εκ νέου τα κριτήρια και τα όρια της εφαρμογής του. Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση αποτυπώνεται επιγραμματικά στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:
«Κώλυμα λόγω δεκασμένου είναι δυνατό να εγερθεί στις περιπτώσεις που ένα επίδικο γεγονός ενώ έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο, επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Κώλυμα του είδους, είναι δυνατό να προκύπτει τόσο σε σχέση με την αιτία της αγωγής (cause of action estoppel) όσο και σε σχέση με το επίδικο θέμα (cause of issue estoppel) (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Παναγιώτου κ.α. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, Θεοδώρου ν. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036 και Halsbury' s Laws of England, 5th Edition, Vol. 12, par. 1169). Είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κώλυμα - είτε λόγω απόφασης επί της ίδιας της αιτίας της αγωγής είτε λόγω απόφασης επί επίδικου θέματος - αφορά βασικά την αποτροπή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
Η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι υπάρχει προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση των διαδίκων και της ιδιότητας τους καθώς και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Περαιτέρω, αποτελεί εδραιωμένη νομολογιακή αρχή, ότι ο κανόνας του δεδικασμένου και ειδικά το κριτήριο της ταύτισης των επίδικων θεμάτων, δεν περιορίζεται σε θέματα που είχαν εγερθεί και εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά καλύπτει κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή και επιμελώς συμπεριφερόμενοι θα μπορούσαν να είχαν εγείρει, πλην όμως παρέλειψαν να το πράξουν (Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296, Henderson v. Henderson [1843‑1860] 2 All E.R. 144 και Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670). Στις περιπτώσεις δηλαδή που ένας διάδικος είχε την ευχέρεια να προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ένα ζήτημα στα πλαίσια προγενέστερων διαδικασιών και δεν το έπραξε, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει τη γενικότερη αρχή του δεδικασμένου. Η τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογή του διαδίκου και κατ' επέκταση η διαιώνιση τους, πλήττοντας έτσι την αρχή της τελεσιδικίας, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή από τα Δικαστήρια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε στην Barquwi (2004) 1 Α.Α.Δ. 1, με παραπομπή σε σχετική επί ζητήματος νομολογία:
“... το δεδικασμένο που απορρέει από προηγούμενη διαδικασία εκτείνεται και καλύπτει όχι μόνο “όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά [...] και εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν”. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η ευρηματικότητα του διαδίκου».”
Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει παράλληλα να επισημανθεί ότι η πιο πάνω αρχή, όπως και ο γενικότερος κανόνας του δεδικασμένου, δεν είναι άκαμπτη. Όπως συναφώς επισημάνθηκε στην Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 670:
“Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC [1991] 2 Α.C. 93 αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί. Η υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) δεν αφορούσε σε κώλυμα ως προς την αιτία της αγωγής αλλά σε κώλυμα ως προς επίδικο θέμα. Στην υπόθεση The "Indian Grace" (ανωτέρω) κρίθηκε ότι, κατ' εφαρμογήν της, ισχύουν τα ίδια και στην περίπτωση κωλύματος ως προς την ίδια την αιτία της αγωγής, σε σχέση όμως με θέμα που ενώ δεν αποφασίστηκε πράγματι, θα μπορούσε να είχε προβληθεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας για να αποφασιστεί”.».
Επιπλέον, και σε συνέχεια των ανωτέρω, στην υπόθεση Δάμτσα ν. Δάμτσα, (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1389, αποφασίσθηκε ότι το δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο ως προς το αποτέλεσμα, αλλά καλύπτει και τις διαπιστώσεις επί των ζητημάτων στα οποία το Δικαστήριο βάσισε την κρίση του (βλέπε επίσης Νικολάου ν. Σκουτελλά, (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1125 και Συμεών ν. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2013, 15/12/2020), ECLI:CY:AD:2020:A439.
Προς ενίσχυση των ανωτέρω, σημειώνονται ενδεικτικά και οι ακόλουθες αποφάσεις, οι οποίες υιοθετούν και εφαρμόζουν τις ίδιες αρχές: Σεβαστός, ως Διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Σεβαστού, κ.α. ν. Νικηφόρου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2016, 16/01/2025, Alikhani, ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Alikhani ν. Προδρόμου, (2012) 1 Α.Α.Δ. 657, Θεοδώρου ν. Μάντη, (2010) 1 Α.Α.Δ. 1036, Apha Panareti Public Ltd v. Αράπη, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E125/2019, 15/11/2024, The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. Του Πλοίου «Sapphire Seas», (2002) 1 Α.Α.Δ. 1563, K.S.R. Comercio Ε Industria De Papel S.A., κ.α. ν. Bluecoral Navigation Ltd, (1995) 1 ΑΑΔ 309, Χωματένος, ως Διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Χωματένου, κ.α. ν. Σταυρινού, Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2011, 17/12/2015 και Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298.
Ειδικότερα ως προς τις διαιτητικές αποφάσεις, το Εφετείο, στην υπόθεση D. Stavrinos Constructions Ltd v. Hadjiefstathiou Bros Tourist Enterprises Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. E146/2019, 03/07/2024, διατυπώνει τα ακόλουθα:
«Επί του προκειμένου, επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει διάκριση ένεκα του γεγονότος ότι η προηγηθείσα απόφαση ήταν διαιτητική και όχι δικαστική, αφού το κώλυμα λόγω δεδικασμένου ισχύει ανεξαρτήτως. Δηλαδή, προηγηθείσα τελεσίδικη και οριστική διαιτητική απόφαση, δύναται να αποτελέσει το υπόβαθρο για την προβολή κωλύματος λόγω δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δικαστική ή και διαιτητική διαδικασία (βλ. Halsbury's Laws of England (5th Edition) Civil Procedure (Volume 11 (2020) Par.1557 και HE Daniels Ltd v. Carmal Exporters and Importers Ltd [1953] 2 All E.R. 401).».
VI.
Ειδικά Ευρήματα και Νομική Υπαγωγή
Κατόπιν της εξέτασης των παραδεκτών γεγονότων και της διαπίστωσης των βασικών πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο προβαίνει στην υπαγωγή των ευρημάτων αυτών στις εφαρμοστέες νομικές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογείται κατά πόσον τα διαπιστωθέντα πραγματικά γεγονότα πληρούν τα απαιτούμενα στοιχεία που προκύπτουν από τις σχετικές αρχές του δικαίου, ώστε να εξαχθούν τα ειδικά συμπεράσματα που είναι αναγκαία για την ορθή νομική αξιολόγηση της υπόθεσης.
Βασική θέση του Ενάγοντα προς υποστήριξη της παρούσας Αγωγής είναι ότι το Άρθρο 23 του Νόμου 22/1985, όπως ίσχυε κατά τα έτη 2008 έως 2010, όταν προέβη στην υπογραφή των τεσσάρων συμβάσεων και δηλώσεων υποθήκευσης επί των ανωτέρω ακινήτων ιδιοκτησίας του προς εξασφάλιση των ισάριθμων δανειακών συμβάσεων στις οποίες έχει ήδη γίνει αναφορά, και με το οποίο συστάθηκαν οι Επίδικες Υποθήκες, πρέπει ─ βάσει των σχετικών αρχών της νομολογίας ─ να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη γραμματική του διατύπωση και τη συνήθη έννοια των όρων του.
Κατά τον Ενάγοντα, σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Νόμου 22/1985, η αρχική Σ.Π.Ε. μπορούσε να εξασφαλίσει τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις μόνο με τη δέσμευση των κινητών περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο 1, παράγραφο (β), και, συνεπώς, αποκλειόταν η εξασφάλιση μέσω υποθήκης. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η σύσταση των Επίδικων Υποθηκών από την αρχική Σ.Π.Ε., κατά τον ουσιώδη χρόνο και χωρίς ρητή πρόβλεψη στον Νόμο 22/1985, καθιστά τις υποθήκες αυτές παράνομες, ανεξαρτήτως της τότε συναίνεσής του, υπό την έννοια ότι συστάθηκαν κατά υπέρβαση των ορίων του Νόμου.
Περαιτέρω, ο Ενάγων καλεί το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη διάταξη λαμβάνοντας υπόψη τον θεσμό του συνεργατισμού, ο οποίος αποσκοπούσε στην προστασία του τότε γεωργικού πληθυσμού της Κύπρου από φαινόμενα τοκογλυφίας και ανεξέλεγκτες τραπεζικές πρακτικές. Υποστηρίζει, δε, ότι σύμφωνα με τις αρχές της σχετικής νομολογίας, ο σκοπός του νομοθέτη κατά τη θέσπιση του Νόμου 22/1985 ήταν η ίδρυση Σ.Π.Ε. που θα δανειοδοτούσαν τα μέλη τους χωρίς την ανάγκη υποθήκευσης των ακινήτων τους, αλλά μέσω δέσμευσης κινητών περιουσιακών στοιχείων, όπως η εσοδεία ή τα γεωργικά μηχανήματα. Κατά την άποψή του, η πρόθεση αυτή κατατείνει στον αποκλεισμό της υποθήκευσης ακινήτων. Τούτο, κατά τον Ενάγοντα, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι με τους τροποποιητικούς Νόμους 107(Ι)/2013 και 107(Ι)/2015 επήλθε αλλαγή στο Άρθρο 23, με την οποία εισήχθησαν πλέον ρητές πρόνοιες που παρέχουν τη δυνατότητα υποθήκευσης ακινήτων.
Τέλος, ο Ενάγοντας υποστηρίζει ότι οι Διαιτητικές Αποφάσεις που εκδόθηκαν, μάλιστα ερήμην του, δεν είναι δυνατόν να άρουν την προαναφερθείσα παρανομία που βαραίνει τις Επίδικες Υποθήκες, ούτε και το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές έχουν ήδη εκποιηθεί. Τούτο ισχύει ιδίως υπό το πρίσμα του ότι, όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Ζαμπά κ.α. ν. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 169/2012, 06/06/2018, ECLI:CY:AD:2018:A273, και Ζαμπά κ.α. ν. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 96/2012, 06/06/2018, ECLI:CY:AD:2018:A277, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας βάσει του Νόμου 22/1985 ο διαιτητής δεν διαθέτει εξουσία να εκδίδει απόφαση με την οποία να διατάσσεται η εκποίηση υποθήκης.
Λαμβάνοντας υπόψη τις προεκτεθείσες θέσεις του Ενάγοντα, όπως αναπτύχθηκαν στην τελική αγόρευσή του συνηγόρου του, και εφαρμόζοντας τις σχετικές νομικές αρχές που διέπουν την υπό κρίση διαφορά, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας. Αφού συνεκτιμήθηκαν τα πραγματικά δεδομένα και η νομική τους υπαγωγή, το Δικαστήριο καταλήγει στην ακόλουθη απόφαση, το σκεπτικό της οποίας εκτίθεται αμέσως πιο κάτω.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο Ενάγων είχε πλήρη γνώση των διαιτητικών διαδικασιών, αλλά παρέλειψε να εμφανιστεί και να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του για ακυρότητα των Επίδικων Υποθηκών. Οι Διαιτητικές Αποφάσεις του 2011 και 2012, οι οποίες του γνωστοποιήθηκαν, δεν προσβλήθηκαν εμπρόθεσμα με έφεση εντός της 21ήμερης προθεσμίας που προβλέπει το Άρθρο 52(4) του Νόμου 22/1985. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Άρθρο 52(5) του Νόμου 22/1985, αυτές κατέστησαν τελεσίδικες.
Σύμφωνα με τη νομολογία, και ειδικότερα την υπόθεση Χριστοφή ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λατσιών, Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2011, 20/06/2014, εφόσον ο Ενάγων θεωρούσε ότι οι Επίδικες Υποθήκες ήταν παράνομες για τους προαναφερθέντες λόγους, δηλαδή, λόγω των προνοιών του Άρθρου 23 του Νόμου 22/1985 και των σκοπών του Νόμου 22/1985, ακόμη και αν δεν εμφανίστηκε στις διαιτητικές διαδικασίες, έπρεπε να εγείρει τον αντίστοιχο ισχυρισμό εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας έφεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η αποτυχία αυτή, εφόσον αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων αλλά και εύρημα του δικαστηρίου με βάση τα γεγονότα, υπό τις περιστάσεις ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 ανέλαβαν και διαδέχθηκαν, κατά σειρά και διαδοχικά, τα δικαιώματα της αρχικής Σ.Π.Ε. που απορρέουν από τις Επίδικες Υποθήκες, με αποτέλεσμα την ταύτιση διαδίκων και ιδιότητας, δημιουργεί δεδικασμένο.
Οι τελεσίδικες Διαιτητικές Αποφάσεις, σύμφωνα με τη νομολογία ─ ειδικά όπως αναφέρεται στην υπόθεση D. Stavrinos Constructions Ltd v. Hadjiefstathiou Bros Tourist Enterprises Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. E146/2019, 03/07/2024 ─ αποτελούν δεσμευτικές αποφάσεις που καλύπτουν τόσο την ουσία της οφειλής όσο και τα ζητήματα θεμελιώδη για τις Επίδικες Υποθήκες. Όπως ρητά καταγράφεται στα Τεκμήρια 4(η), 5(η), 6(η) και 9(η), αποφασίστηκε από τον διαιτητή ότι η αρχική Σ.Π.Ε., μέσω και εκάστης των Επίδικων Υποθηκών, δικαιούταν να αξιώσει τα ποσά που καθορίστηκαν ως οφειλόμενα. Εφαρμόζοντας το δόγμα του δεδικασμένου, όπως αναπτύσσεται στη νομολογία, ο Ενάγων δεν μπορεί να επανεκδικάσει ζητήματα που είτε αποφασίστηκαν είτε θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στη διαιτητική διαδικασία ή μέσω εμπρόθεσμης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Η διαπίστωση του δεδικασμένου καθορίζει την κατάληξη της παρούσας αγωγής, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η μεταγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ζαμπά κ.α. ν. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 169/2012 και 96/2012, 06/06/2018 παρέχει ή όχι υποστήριξη στους ισχυρισμούς του Ενάγοντα.
Αν και η επιλογή της Αγωγής από πλευράς του Ενάγοντα, σε αντίθεση με άλλα δικονομικά μέσα, ήταν ορθή υπό τις περιστάσεις που σχετίζονται με τις αξιώσεις του, εντούτοις, λόγω του δεδικασμένου που προκύπτει από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
VII.
Κατάληξη
Κατά ακολουθία όλων όσων έχουν προαναφερθεί, το Δικαστήριο κρίνει αβάσιμη την Αγωγή του Ενάγοντα όσον αφορά τις αξιώσεις υπό τα στοιχεία Α και Δ, οι οποίες προωθούνται και αφορούν τις Υποθήκες Υ15959/08 και Υ2583/10. Ως εκ τούτου, η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2 και σε βάρος του Ενάγοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, με νόμιμο τόκο επί του ποσού των εξόδων από την ημερομηνία έγκρισης από το Δικαστήριο μέχρι πλήρη εξόφληση.
Υπογραφή: ____________________
Μιχάλης Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο