
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2630/14
Μεταξύ:
- Σωτηρούλας Χατζηγιώρκη υπό την ιδιότητα διαχειριστή της περιουσίας του Mehmet Ertugrul Sahin άλλως Mehmet Hadjihassan άλλως Mehmed Shahin άλλως Mehmed Εrtogroul Hadjihassan άλλως Mehmet Ertogroul Hadjihassan Mulla
- Φίλιου Σαββίδη υπό την ιδιότητα διαχειριστή της περιουσίας του Mehmet Ertugrul Sahin άλλως Mehmet Hadjihassan άλλως Mehmed Shahin άλλως Mehmed Ertogroul Hadjihassan άλλως Mehmet Ertogroul Hadjihassan Mulla
Εναγόντων
και
- Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
- Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών
- Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων
- Andreas E. Ellinas & Son Λτδ
- Ανδρέα Πίττας
- Ανδρέας Λάμπρου
- Σταύρου Θρασυβούλου
- Χάρι Χρίστου
- LABELLA TOURS & INSURANCE LIMITED
10. Ηρακλή Κυριάκου
11. Δ. Κάκουλλας
12. Κώστας θεοδώρου
13. Ανδρέας Πασχάλη
14. Γεώργιο Θεοφάνους
15. Αντρέας Σαββίδης
Εναγομένων
Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 6.12.2023
Μεταξύ:
1. Σωτηρούλας Χατζηγιώρκη υπό την ιδιότητα διαχειριστή της περιουσίας του Mehmet Ertugrul Sahin άλλως Mehmet Hadjihassan άλλως Mehmed Shahin άλλως Mehmed Ertogroul Hadjihassan άλλως Mehmet Ertogroul Hadjihassan Mulla
2. Φίλιου Σαββίδη υπό την ιδιότητα διαχειριστή της περιουσίας του Mehmet Ertugrul Sahin άλλως Mehmet Hadjihassan άλλως Mehmet Hadjihassan άλλως Mehmed Shahin άλλως Mehmed Ertogroul Hadjihassan άλλως Mehmet Ertogroul Hadjihassan Mulla
Εναγόντων
και
- Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
- Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών
- Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων Λευκωσία
- Andreas E. Ellinas & Son Λτδ
- Ανδρέα Πίττας
- Μαργαρίτα Λάμπρου υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Λάμπρου Αντωνίου
- Σταύρου Θρασυβούλου
- Χάρι Χρίστου
- LABELLA TOURS & INSURANCE LIMITED
10. Μαρία Διάκου υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
αποβιώσαντα Ηρακλή Κυριάκου Διάκου
11. Δ. Κάκουλλας
12. Κώστας Θεοδώρου
13. Ανδρέα Πασχάλη
14. Γεώργιο Θεοφάνους
15. Αντρέας Σαββίδης
Εναγομένων
------
Ημερομηνία: 30 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις
Για τους Ενάγοντες: κ. Mourat Hakki
Για τους Εναγόμενους 1?3: κα Ε. Φλωρέντζου με κ. Παναγή για Γενικό Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας
Για την Εναγόμενη 4: κ. Κ. Καμπανέλλας με κα Α. Χαραλαμπίδου για Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό κρίση αγωγή οι Ενάγοντες, υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, διεκδικούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση διαταγμάτων παράδοσης ελεύθερης της κατοχής 24 ακινήτων τα οποία είναι εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι του αποβιώσαντα. Επιπροσθέτως, αξιώνουν το ποσό των €11.704.739 ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων και/ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων και/ή ως ενοίκιο για την περίοδο 15.07.1974 - 31.03.2013, καθώς και αποζημιώσεις από την 01.04.2013 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.
Σύμφωνα με την τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, ο αποβιώσας είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης 24 ακινήτων τα οποία βρίσκονται στην επαρχία Λεμεσού. Λόγω των εχθροπραξιών που ξεκίνησαν στις 15.07.1974 ο αποβιώσας και τα μέλη της οικογένειάς του διέφυγαν στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω των κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων.
Οι Εναγόμενοι 3 - 15, σε κάποιο χρονικό διάστημα μετά από τις 15.07.1974, εξασφάλισαν άδεια από τους Εναγόμενους 1 και/ή 2 δυνάμει της οποίας έλαβαν τον έλεγχο και/ή την κατοχή των επίδικων ακινήτων χωρίς την εξουσιοδότηση ή συγκατάθεση του αποβιώσαντα και/ή των Εναγόντων και/ή των κληρονόμων του. Οι πιο πάνω ενέργειες των Εναγομένων έγιναν με πλήρη αδιαφορία προς τα δικαιώματα του αποβιώσαντα και/ή των Εναγόντων και/ή των κληρονόμων του και ειδικότερα των δικαιωμάτων τους στην προσωπική και οικογενειακή ζωή τα οποία προστατεύονται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και/ή το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α) και/ή του άρθρου 8 αυτής.
Οι Εναγόμενοι 1 – 3, στο κοινό δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, αρνούνται τους ισχυρισμούς των Εναγόντων προβάλλοντας τη θέση ότι ο αποβιώσας εγκατέλειψε την περιουσία του και αυτή περιήλθε στη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης που προκλήθηκε από την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η κατοχή και/ή ο έλεγχος των επίδικων ακινήτων στηρίζεται στον Νόμο και/ή στο δίκαιο της ανάγκης και την εξυπηρέτηση του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος.
Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εναγομένων 1 – 3, ουδεμία ζημιά προκλήθηκε στους Ενάγοντες και/ή την περιουσία του αποβιώσαντος. Αντιθέτως, οι Εναγόμενοι 1 – 3 κατέβαλαν το συνολικό ποσό των €7.000.000 για συντηρήσεις και/ή επιδιορθώσεις και/ή ανάπτυξη των επίδικων ακινήτων. Οι Εναγόμενοι 1 – 3 ανταπαιτούν το πιο πάνω ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε επαύξηση της αξίας της περιουσίας του αποβιώσαντα.
Η Εναγόμενη 4 με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή της εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι η σγωγή είναι πρόωρη, καθώς καταχωρήθηκε προτού ο Εναγόμενος 2 αποφασίσει επί του αιτήματος των Εναγόντων για άρση της κηδεμονίας. Ανεξαρτήτως της προδικαστικής ένστασης, ισχυρίζεται ότι κατέχει το επίδικο ακίνητο ως αδειούχος και/ή απλός κάτοχος δυνάμει προφορικής συμφωνίας με την τότε Επιτροπή Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης 4, από το 1978 μέχρι και σήμερα κατέβαλε το συνολικό ποσό των €41.548, ως έξοδα αναγκαίων επιδιορθώσεων και/ή βελτιώσεων και/ή για σκοπούς ανάπτυξης του ακινήτου, το οποίο και ανταπαιτεί.
Διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας, αποσύρθηκε η αγωγή εναντίον των Εναγομένων 5 – 15, καθώς και οι ανταπαιτήσεις των τελευταίων εναντίον των Εναγόντων.
Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν, μέσω των εμπεριστατωμένων αγορεύσεών τους, την επιχειρηματολογία τους. Οι τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους. Ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.
Μαρτυρία
Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παραθέσω το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ 35).
Η Ενάγουσα 1 υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσής της (Έγγραφο Α), ως την κυρίως εξέτασή της. Σε αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι διορίστηκαν με τον Ενάγοντα 2 ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος στις 14.01.2008 δυνάμει σχετικού διατάγματος.
Ο αποβιώσας ήταν ιδιοκτήτης 24 ακινήτων στην Επαρχία Λεμεσού. Λόγω των πολιτικών εχθροπραξιών που ξεκίνησαν στις 15.07.1974, ο αποβιώσας με την οικογένειά του διέφυγαν στις κυρίαρχες Βρετανικές Βάσεις και από εκεί μεταφέρθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα τρία από τα πέντε παιδιά του αποβιώσαντα και η σύζυγός του εξακολουθούν να διαμένουν μέχρι σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ δύο παιδιά του διαμένουν στη Γερμανία.
Οι Εναγόμενοι 3 – 15 εξασφάλισαν άδεια από τους Εναγόμενους 1 και 2 για να χρησιμοποιούν και να κατέχουν την ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα, χωρίς ο τελευταίος ή οι κληρονόμοι του να παραχωρήσουν τέτοια εξουσιοδότηση ή συγκατάθεση στους Εναγόμενους 1 και 2 ή σε οποιονδήποτε εξ αυτών.
Η ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα χρησιμοποιείται από τους Εναγόμενους 4 – 15 και από άλλα άγνωστα πρόσωπα, είτε για οικιστικούς σκοπούς, είτε για επαγγελματικούς. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 3 χρησιμοποίησε μέρος της ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντα για την κατασκευή οδικού δικτύου.
Οι πιο πάνω ενέργειες των Εναγομένων παραβιάζουν τα νόμιμα δικαιώματα της περιουσίας του αποβιώσαντα και των νόμιμων κληρονόμων του, οι οποίοι αποστερούνται τη χρήση και απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας που τους ανήκει. Ως εκ των ανωτέρω, η περιουσία του αποβιώσαντα και οι κληρονόμοι του έχουν υποστεί και εξακολουθούν να υφίστανται ζημιά η οποία συνίσταται στη στέρηση δίκαιου και εύλογου ενοικίου και κερδών.
Το 2011 οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ), αλλά η αίτησή τους δεν έγινε αποδεκτή λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Στις 31.01.2014, οι Ενάγοντες ζήτησαν με επιστολή τους προς τον Εναγόμενο 2 την επιστροφή των ακινήτων, καθώς και σχετικές αποζημιώσεις.
Αντεξεταζόμενη δήλωσε, ότι δεν γνώρισε είτε τον αποβιώσαντα, είτε τα παιδιά του. Η εντολή που δόθηκε στην ίδια ως δικηγόρο και διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα, ήταν η επανάκτηση της ακίνητης ιδιοκτησίας ή η αποζημίωση των κληρονόμων.
Συμφώνησε με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εναγομένων 1 – 3, ότι ο λόγος που αναγκάστηκε να αναχωρήσει ο αποβιώσας από την Κύπρο ήταν η Τουρκική εισβολή.
Δεν γνωρίζει κατά πόσο ο αποβιώσας ζήτησε να επαναπατριστεί στη Δημοκρατία ή επιχείρησε να επιστρέψει και εμποδίστηκε από τις αρχές της Δημοκρατίας να το πράξει. Επίσης, δεν γνωρίζει κατά πόσο κληρονόμοι του αποβιώσαντα κατέχουν στα κατεχόμενα περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριους.
Δεν έλαβε την απαντητική επιστολή του Εναγόμενου 2 στο αίτημα για άρση της κηδεμονίας επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του αποβιώσαντα (Τεκμήριο 55).
Αρνήθηκε τη θέση της κας Φλωρέντζου, ότι η ακίνητη ιδιοκτησία του αποβιώσαντα αναπτύχθηκε από τους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση της, καθώς και ότι αυξήθηκε η αξία της λόγω των ενεργειών τους.
Σε σχετικές ερωτήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγόμενης 4 απάντησε, ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο η τελευταία εκτέλεσε οποιεσδήποτε εργασίες συντήρησης στο ακίνητο που χρησιμοποιεί.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγομένων 5 – 15 υιοθέτησε την αντεξέταση των συνηγόρων των Εναγομένων 1 – 4.
Ο Ενάγων 2 υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή του το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσής του (Έγγραφο Β).
Σε αυτήν, αφού επανέλαβε όσα ισχυρίστηκε και η Ενάγουσα 1, ανέφερε επιπλέον ότι γνωρίζει πολύ καλά τους κληρονόμους του αποβιώσαντα.
Από το 1982 μέχρι τον θάνατό του ο αποβιώσας είχε διαρκή επικοινωνία με τον Εναγόμενο 2 και τις αρμόδιες αρχές εκφράζοντας την επιθυμία του να επιστρέψει στην Κύπρο και να αναλάβει την περιουσία του. Δυστυχώς δεν υπήρξε ανταπόκριση από τον Εναγόμενο 2, ο οποίος, είτε άφησε αναπάντητα τα ερωτήματα του αποβιώσαντα, είτε απέρριψε τα αιτήματά του.
Οι Εναγόμενοι δεν δικαιούνται να ζητούν αποζημίωση για τυχόν δαπάνες τους στην ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα, καθώς αυτές έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του αποβιώσαντα ή των διαχειριστών της περιουσίας του.
Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι δεν γνώρισε τον αποβιώσαντα. Η πρώτη επαφή του με την οικογένεια του τελευταίου ήταν κατά το τέλος του 1983, όταν γνώρισε τον υιό του αποβιώσαντα, ονόματι Hassan, με τον οποίο υπήρξαν συμφοιτητές.
Για τη διαφυγή του αποβιώσαντα και της οικογένειάς του στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω των κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων στις 21.07.1974, ενημερώθηκε σε ανύποπτο χρόνο μεταξύ των ετών 1985 – 1993. Έλαβε τη σχετική πληροφόρηση, τόσο από τη σύζυγο του αποβιώσαντα, η οποία κατείχε Βρετανικό διαβατήριο, όσο και από άλλα μέλη της οικογένειάς του. Περαιτέρω, μέσω προσώπου που διετέλεσε Έπαρχος Λάρνακας και Διευθυντής στις Βρετανικές Βάσεις, επιβεβαίωσε ότι κατά την περίοδο του Ιουλίου 1974 διέφυγαν στις Βρετανικές Βάσεις πρόσωπα τα οποία κατείχαν Βρετανικό διαβατήριο.
Δεν γνωρίζει κατά πόσο ο Hassan ή άλλα μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντα διατηρούν στις κατεχόμενες περιοχές ακίνητη περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριους. Ούτε και γνωρίζει κατά πόσο ο Hassan έχει δηλώσει διεύθυνση διαμονής στα κατεχόμενα εδάφη.
Η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την περιουσία του αποβιώσαντα ήταν περί το 2004 – 2005. Η δεύτερη επίσκεψη ήταν μετά το 2008. Τα ακίνητα ήταν παραμελημένα και με πενιχρή συντήρηση.
Διαφώνησε με την κα Φλωρέντζου, ότι τα αιτήματα που υποβλήθηκαν από τον αποβιώσαντα και τους κληρονόμους του ήταν για να τους επιτραπεί η πώληση των ακινήτων. Ανέφερε, ότι η πρώτη επιλογή ήταν πάντοτε η επιστροφή της περιουσίας. Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε μέχρι σήμερα μεταβίβαση της περιουσίας στους κληρονόμους, είναι διότι θα πρέπει να πληρωθεί ο φόρος κληρονομιάς.
Διαφώνησε, επίσης, με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εναγόμενων 1 – 3, ως προς το ότι ο αποβιώσας δεν επιθυμούσε την επανεγκατάστασή του στη Δημοκρατία.
Σε σχετική ερώτηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγόμενης 4 απάντησε, ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο υπήρξε ανταπόκριση από τον αποβιώσαντα στην επιστολή ημερ.08.09.1982 – Τεκμήριο 41.
Δεν είναι σε θέση να γνωρίζει σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα επίδικα ακίνητα κατά το 1974 ή το 1978. Στην επισήμανση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγόμενης 4, ότι η τελευταία κατέβαλε ποσό €48.000 για συντήρηση του ακινήτου που χρησιμοποιεί, απάντησε ότι πρόκειται για ένα μικρό ποσό αν κάποιος αναλογιστεί τα χρόνια που πέρασαν.
Αντεξεταζόμενος από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγομένων 5 – 15 συμφώνησε, ότι ένα ακίνητο χωρίς συντήρηση από το 1978 θα καθίστατο ακατοίκητο.
Τέλος, συμφώνησε με τον κ. Μιχαηλίδη, ότι ο αποβιώσας από το 1974 μέχρι και τον θάνατό του ουδέποτε επέστρεψε στην Κύπρο.
O M.E.3 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του τη γραπτή δήλωσή του – ‘Έγγραφο Γ. Ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, ότι διαθέτει εκτεταμένη εμπειρία σε εκτιμήσεις και ειδικότερα σε σχέση με υποθέσεις που αφορούσαν αξιώσεις Ελληνοκυπρίων εναντίον της Τουρκικής Δημοκρατίας ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ.
Στη δια ζώσης μαρτυρία του κατέθεσε ως Τεκμήριο 44 πίνακα με την υπολογισθείσα απώλεια χρήσης των επίδικων ακινήτων. Για τον υπολογισμό της απώλειας χρήσης χρησιμοποίησε ποσοστό 5% επί της αγοραίας αξίας. Κατέληξε στο εν λόγω ποσοστό, διότι αυτό χρησιμοποιήθηκε από το Ε.Δ.Α.Δ σε προσφυγές Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών γης που αποστερήθηκαν την περιουσία τους στα κατεχόμενα εδάφη λόγω της Τουρκικής εισβολής. Περαιτέρω, ανέφερε ότι και το κράτος εφαρμόζει τη μέθοδο της χρήσης ποσοστού. Συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις ενοικίασης οικιστικών τεμαχίων εφαρμόζει ποσοστό 2% - 3% για τον καθορισμό του ενοικίου στη βάση της Κ.Δ.Π 173/89.
Εν κατακλείδι δήλωσε, ότι στη Λεμεσό, οι αγοραίες αξίες έχουν αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια σε ποσοστό τουλάχιστον 10%.
Αντεξεταζόμενος, δήλωσε ότι είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται ποσοστό επί της αγοραίας αξίας για να ευρεθεί η απώλεια χρήσης. Για την εφαρμογή της συγκριτικής μεθόδου θα πρέπει να εντοπιστούν ανάλογες περιπτώσεις ενοικίασης τεμαχίων. Εν προκειμένω, τα επίδικα τεμάχια κατέχονται ή ενοικιάζονται για 50 χρόνια. Επομένως, για να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα με τη συγκριτική μέθοδο, θα πρέπει να ευρεθούν άλλα ακίνητα τα οποία με ελευθέρα βούληση ενοικιάζονται για αντίστοιχη περίοδο.
Με εξαίρεση τα δύο τεμάχια στα οποία υπήρχαν κτίσματα που ανεγέρθηκαν από τον αποβιώσαντα, στα υπόλοιπα τεμάχια, κατά τον χρόνο της επίσκεψης που πραγματοποίησε για σκοπούς ετοιμασίας της εκτίμησής του, υπήρχαν κτίσματα τα οποία έγιναν από τους πρόσφυγες ή το κράτος.
Η Μ.Υ.1(1-3) είναι εκτιμητής και εργάζεται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Ετοίμασε έκθεση (Τεκμήριο 45) σε σχέση με την απώλεια χρήσης των επίδικων τεμαχίων. Για σκοπούς της έκθεσής της χρησιμοποίησε τη συγκριτική μέθοδο.
Η χρησιμοποίηση ποσοστού 5% επί της αγοραίας αξίας είναι αυθαίρετη. Για παράδειγμα, μετά την τουρκική εισβολή και μέχρι το 1985, τα πλείστα οικόπεδα ήταν αναξιοποίητα, αφού δεν υπήρχε ενδιαφέρον ανάπτυξής τους. Επομένως, η αύξηση στα ποσοστά ενοικίου, ήταν μηδενική.
Ο υπολογισμός ενοικίου στη βάση του ποσοστού που προνοείται στην Κ.Δ.Π 173/89, γίνεται όταν δεν υπάρχουν συγκριτικά ενοίκια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζεται ποσοστό 2% όταν τα κτίρια κατασκευάστηκαν από το κράτος και 3% όταν τα κτίρια κατασκευάστηκαν από ιδιώτες.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε, ότι τα 6 από τα 11 ακίνητα που χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς σύγκρισης βρίσκονται πολύ κοντά στα επίδικα τεμάχια με τα οποία συγκρίθηκαν. Τα υπόλοιπα 5 είναι μεν λίγο πιο μακριά, ωστόσο βρίσκονται και αυτά σε σχετικά κοντινή ακτίνα και συγκεκριμένα εντάσσονται όλα στο κέντρο της Λεμεσού.
Δεν είδε τα ενοικιαστήρια έγγραφα των συγκριτικών ενοικιάσεων, αλλά στηρίχθηκε σε όσα της μεταφέρθηκαν.
Αρνήθηκε τη θέση του κ. Hakki, ότι η σωστή μέθοδος για την απώλεια χρήσης είναι η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης στη βάση της απώλειας πρόσβασης και της απώλειας χρήσης και ανάπτυξης του ακινήτου. Επανέλαβε, ότι η πλέον αξιόπιστη μέθοδος είναι η συγκριτική, καθώς συγκρίνονται όμοια ακίνητα.
Ο Μ.Υ.2 (1-3) είναι διοικητικός λειτουργός Α΄ στο Υπουργείο Εσωτερικών και είναι τοποθετημένος στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών (στο εξής η «Υπηρεσία»). Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης του – Έγγραφο Δ.
Τα επίδικα ακίνητα αποτελούν εγκαταλελειμμένη περιουσία και ως τέτοια τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παραχωρήθηκαν συμβάσεις μίσθωσης σε αριθμό εκτοπισμένων για την ικανοποίηση των στεγαστικών και επαγγελματικών τους αναγκών.
Μεταξύ των Εναγόντων και διαφόρων τμημάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης της Υπηρεσίας, υπήρξε κατά καιρούς αλληλογραφία με την οποία υποβλήθηκαν διάφορα αιτήματα εκ μέρους των Εναγόντων σε σχέση με την ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα. Σε αυτά τα αιτήματα υπήρξαν απαντήσεις από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες ζητούσαν διευκρινίσεις από τους Ενάγοντες σε σχέση, κυρίως, με τις διευθύνσεις διαμονής του αποβιώσαντα και των κληρονόμων του.
Στις 31.01.2014 οι Ενάγοντες, με σχετική επιστολή τους, ζήτησαν την άρση της κηδεμονίας ενημερώνοντας παράλληλα ότι σκοπός τους ήταν να προχωρήσουν στην πώληση των επίμαχων ακινήτων για να ολοκληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ως διαχειριστές. Μετά την εν λόγω επιστολή, η Υπηρεσία αποτάθηκε στις αρχές ασφαλείας της Δημοκρατίας για να διερευνηθεί κατά πόσο οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα έχουν οικειοποιηθεί και κατέχουν περιουσίες Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα εδάφη. Από την ενημέρωση που λήφθηκε από τις αρχές ασφαλείας της Δημοκρατίας, διαπιστώθηκε ότι ο αποβιώσας και η σύζυγός του είχαν δηλωμένη διεύθυνση διαμονής στην κατεχόμενη Κερύνεια. Η δε σύζυγος του κατέχει δελτίο ταυτότητας του ψευδοκράτους. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι τρεις ακόμη κληρονόμοι του αποβιώσαντα κατέχουν δελτίο ταυτότητας του ψευδοκράτους και έχουν δηλώσει διευθύνσεις διαμονής στα κατεχόμενα εδάφη. Μία δε εκ των κληρονόμων του αποβιώσαντα κατέχει Ελληνοκυπριακή περιουσία στο Μπέλλαπάϊς.
Στη διά ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι η φύση των αιτημάτων των Εναγόντων διαφοροποιήθηκε από το 2008 μέχρι το 2012. Το τελικό αίτημα αφορούσε την απόδοση όλης της ακίνητης περιουσίας στους κληρονόμους του αποβιώσαντα και την πώλησή της σε τρίτα πρόσωπα.
Κατά την εξέταση αιτήματος άρσης της κηδεμονίας, ο Κηδεμόνας λαμβάνει υπόψη κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του οικειοποιούνται Ελληνοκυπριακές περιουσίες στα κατεχόμενα εδάφη.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε, ότι ο αποβιώσας και οι κληρονόμοι του εγκατέλειψαν τις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας μετά την Τουρκική εισβολή του 1974. Δεν ήταν, ωστόσο, σε θέση να συμφωνήσει με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, ότι ο αποβιώσας και οι κληρονόμοι του μετακινήθηκαν στις Βρετανικές Βάσεις Ακρωτηρίου πριν την έναρξη της Τουρκικής εισβολής και συγκεκριμένα μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος.
Συμφώνησε με τον συνήγορο των Εναγόντων, ότι, με βάση επίσημα έγγραφα των αρχών της Δημοκρατίας, ο αποβιώσας και οι κληρονόμοι του μετέβησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Διαφώνησε, ωστόσο, με τη θέση του κ. Hakki ότι όλοι οι κληρονόμοι διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό. Από στοιχεία που διαθέτει η Υπηρεσία διαφαίνεται, ότι ορισμένοι εκ των κληρονόμων ενσωματώθηκαν στην κοινωνία στις κατεχόμενες περιοχές, αφού απέκτησαν ταυτότητες του ψευδοκράτους και κατέχουν Ελληνοκυπριακή ιδιοκτησία.
Από τα στοιχεία που δόθηκαν στην Υπηρεσία από την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, δεν προκύπτει ότι στο τεμάχιο με αρ.577 υπήρχε κατά το 1974 έπαυλη που αποτελούσε την κατοικία του αποβιώσαντα και της οικογένειάς του. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού στο εν λόγω τεμάχιο υπήρχε κινηματογράφος.
Η έπαυλη που κατέχεται από θυγατέρα – κληρονόμο του αποβιώσαντα βρίσκεται στην πάνω Κερύνεια και έχει ανεγερθεί σε ακίνητα τα οποία ανήκουν σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες. Ο μάρτυρας παρέπεμψε στα κτηματολογικά αρχεία που τηρούνται στη Δημοκρατία αναφέροντας τα ονόματα των Ελληνοκύπριων προσφύγων ιδιοκτητών των εν λόγω ακινήτων.
Σε σχέση με τις διευθύνσεις που δήλωσαν στις κατεχόμενες περιοχές ο αποβιώσας με τη σύζυγό του και ένας εκ των υιών του αποβιώσαντα, δεν ήταν δυνατός ο επακριβής καθορισμός τους. Ως εκ τούτου, δεν μπόρεσε να γίνει συσχετισμός με τα αρχεία που τηρούνται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Κληθείς να παρουσιάσει έγγραφα του ψευδοκράτους από τα οποία προκύπτει, ότι κληρονόμοι του αποβιώσαντα κατέχουν περιουσία Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα, απάντησε ότι υπάρχουν τέτοια έγγραφα στην Υπηρεσία, αλλά είναι απόρρητα. Περαιτέρω, ως προς τις διευθύνσεις κληρονόμων στα κατεχόμενα εδάφη, δήλωσε ότι αυτές καταγράφονται και στις ταυτότητες των εν λόγω κληρονόμων.
Συμφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, ότι μεγάλο μέρος των αρχείων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας εγκαταλείφθηκε στην Κερύνεια λόγω της Τουρκικής εισβολής. Συμπλήρωσε, ωστόσο, ότι μετά την εισβολή έγινε ανακατασκευή του αρχείου με τίτλους ιδιοκτησίας που υποβληθήκαν από τους πρόσφυγες. Εκεί όπου δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις και λήφθηκαν πληροφορίες από τις οικείες τοπικές αρχές.
Ειδικότερα, σε σχέση με την έπαυλη που κατέχεται από κληρονόμο του αποβιώσαντα και βρίσκεται σε Ελληνοκυπριακή ιδιοκτησία, ο μάρτυρας ανέφερε, ότι η εν λόγω κληρονόμος για κάποιο χρονικό διάστημα διέμενε στο εξωτερικό. Ακολούθως, επέστρεψε στην Κύπρο και διαμένει μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές. Η Υπηρεσία διερεύνησε και σχετικό ισχυρισμό, ότι η εν λόγω έπαυλη δεν ανήκει στην κληρονόμο αλλά σε συγγενικό της πρόσωπο. Η τελική πληροφόρηση, ωστόσο, είναι ότι η έπαυλη ανήκει στην κληρονόμο του αποβιώσαντα.
Δεν γνωρίζει, κατά πόσο οι κληρονόμοι ή οι Ενάγοντες ενημερώθηκαν για τις επιδιορθώσεις και συντηρήσεις που έγιναν στην περιουσία του αποβιώσαντα. Κληθείς να παρουσιάσει αποδείξεις σε σχέση με έξοδα επιδιορθώσεων που έγιναν στην επίδικη περιουσία, παρέπεμψε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, η οποία είναι αρμόδια για τις επιδιορθώσεις.
Ο Μ.Υ.1(4) υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Ε. Δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι είναι ο διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της Εναγόμενης 4. Κατάγεται από την Αμμόχωστο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του στις 20.07.1974 λόγω της παράνομης στρατιωτικής εισβολής της Τουρκίας.
Το επίδικο ακίνητο ανήκει εξ ημισείας στον αποβιώσαντα και σε κάποιο Ελληνοκύπριο. Περί τον Νοέμβριο του 1978 υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης 4 αφενός, του Υπουργού Εσωτερικών και της Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αφετέρου, για παραχώρηση στην πρώτη άδειας χρήσης του επίδικου ακινήτου. Έκτοτε, η Εναγόμενη 4 χρησιμοποιεί το ακίνητο ως κατάστημα πώλησης υλικών οικοδομής.
Η Εναγόμενη 4 ή ο ίδιος προσωπικά, ουδέποτε έλαβαν οποιαδήποτε ειδοποίηση ή αίτημα από τον αποβιώσαντα ή τους διαχειριστές της περιουσίας του για επιστροφή του ακινήτου σε αυτούς.
Από το 1978 η Εναγόμενη 4 κατέβαλε το συνολικό ποσό των €57.548 για την εκτέλεση αναγκαίων εργασιών προς το σκοπό συντήρησης και επιδιόρθωσης διαφόρων προβλημάτων που εμφανίστηκαν στο ακίνητο, αλλά και για βελτίωση της χρήσης του.
Περαιτέρω, κατά διαστήματα αρμόδιοι λειτουργοί του Εναγόμενου 2 διενεργούσαν επιτόπιες επισκέψεις στο ακίνητο πραγματοποιώντας ελέγχους σε σχέση με την κατάστασή του.
Στην διά ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι δεν έχει στην κατοχή του οποιεσδήποτε αποδείξεις σε σχέση με τα ποσά που κατέβαλε η Εναγόμενη 4 για την εκτέλεση εργασιών στο ακίνητο, καθώς λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος έχουν καταστραφεί οι εν λόγω αποδείξεις.
Αντεξεταζόμενος διευκρίνισε, ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας για την παραχώρηση χρήσης του ακινήτου η Εναγόμενη 4 εκπροσωπήθηκε από τον αποβιώσαντα πατέρα του. Εξ όσων γνωρίζει, το ακίνητο κατεχόταν προηγουμένως από κάποιο Ελληνοκύπριο προς τον οποίο η Εναγόμενη 4 κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ. 20.000 για αγορά των διαφόρων εμπορευμάτων που υπήρχαν στο κατάστημα.
Το ενοίκιο που καταβάλλει η Εναγόμενη 4 από το 1978 ανέρχεται στο ποσό των €102,50. Αρνήθηκε την υποβληθείσα θέση, ότι το ενοίκιο είναι εξαιρετικά χαμηλό και ότι επωφελείται από αυτό η Εναγόμενη 4, λέγοντας ότι όλα τα έξοδα συντήρησης, κατασκευών και επιδιόρθωσης ζημιών καλύπτονται αποκλειστικά από την Εναγόμενη 4.
Κληθείς να κατονομάσει τα πρόσωπα προς τα οποία η Εναγόμενη 4 κατέβαλε αμοιβή για την εκτέλεση διαφόρων εργασιών συντήρησης ή επιδιόρθωσης στο κατάστημα, ο Μ.Υ.1(4) δήλωσε ότι δεν θυμόταν τα ονόματα των προσώπων ή εταιρειών προς τους οποίους ανατέθηκε η εκτέλεση εργασιών. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι πριν τη διενέργεια οποιωνδήποτε εργασιών στο κατάστημα δεν ζήτησε την άδεια του αποβιώσαντα ή των Εναγόντων, καθώς τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήλθαν σε επικοινωνία μαζί του ή με την Εναγόμενη 4 για να τον πληροφορήσουν σε σχέση με την ιδιοκτησία του καταστήματος.
Τέλος, αρνήθηκε την υποβληθείσα θέση ότι το κατάστημα δεν έτυχε οποιασδήποτε κατάλληλης συντήρησης με αποτέλεσμα η αξία του να έχει μειωθεί.
Μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία αναδεικνύονται ως παραδεκτά τα ακόλουθα γεγονότα:
- O αποβιώσας ήταν Τουρκοκύπριος, ο οποίος διέμενε στη Λεμεσό.
- O αποβιώσας κατά τον χρόνο θανάτου του ήταν και εξακολουθεί να είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των ακόλουθων 24 ακινήτων τα οποία βρίσκονται στην Επαρχία Λεμεσού:
1. Αρ. Εγγραφής 0/[ ], Φ/Σχ. 54/580404, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
2. Αρ. Εγγραφής 2/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
3. Αρ. Εγγραφής 2/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
4. Αρ. Εγγραφής 0/[ ], Φ/Σχ. 53/64, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 5/24.
5. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
6. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
7. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
8. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
9. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
10. Αρ. Εγγραφής 02/[ ] Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
11. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
12. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/570604, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
13. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
14. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
15. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/570604, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
16. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/570604, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
17. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
18. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
19. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/570604, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
20. Αρ. Εγγραφής 01/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
21. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο 1/1.
22. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/570604, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο ½.
23. Αρ. Εγγραφής 02/[ ], Φ/Σχ. 54/580403, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο ½.
24. Αρ. Εγγραφής 05/[ ], Φ/Σχ. 54/580404, Τεμάχιο [ ], Μερίδιο ½.
- Στις 21.07.1974 ο αποβιώσας με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους μετέβηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ανοίγω μία παρένθεση για να επισημάνω, ότι στη μαρτυρία προωθήθηκε τόσο η εν λόγω ημερομηνία, όσο και η ημερομηνία 20.07.1974. Ωστόσο, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων στην αγόρευσή του αποδέχεται ότι η ημερομηνία μετάβασης στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η 21.07.1974 (βλ. παράγραφο 43 σελ. 8 και 9 της αγόρευσης του κ. Hakki).
- Από τις 21.07.1974, ούτε ο αποβιώσας, ούτε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του επέστρεψαν για να διαμείνουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
- Στις 05.03.1984 επήλθε ο θάνατος του αποβιώσαντα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
- Κληρονόμοι του αποβιώσαντα είναι η σύζυγος του Sigrun Shahin και τα πέντε παιδιά τους, ήτοι οι Konce Serfi Sahin Igrek, Eda Olcay von Lilienfeld, Hassan Yashar Shahin, Indje Muazzez Shahin - Binboga και Pervin E. Larsson.
- Οι Ενάγοντες 1 και 2 διορίστηκαν ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 14.01.2008 στο πλαίσιο της Αίτησης με αριθμό 272/1985.
- Ο Εναγόμενος 2 ενάγεται υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές διατάξεις) Νόμος του 1991 (139/1991).
- Τα πιο πάνω αναφερόμενα ακίνητα ιδιοκτησίας του αποβιώσαντα περιήλθαν στη διαχείριση του Κηδεμόνα δυνάμει των διατάξεων του Ν.139/1991.
- Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εναντίον της Δημοκρατίας με την Αίτηση υπ΄ αριθμό 3605/2011. Η πιο πάνω Αίτηση κρίθηκε ως μη αποδεκτή λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.
- Οι Ενάγοντες απευθύνθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών με επιστολή τους ημερομηνίας 31.01.2014, η οποία λήφθηκε στις 03.02.2014, ζητώντας την άρση της κηδεμονίας επί των ακινήτων του αποβιώσαντα.
- Η συνολική αγοραία αξία της γης και των κτιρίων που έχουν ανεγερθεί επί των επίδικων ακινήτων ανέρχεται, σε τιμές 2022, στο ποσό των €10.590.380.
- Τα επίδικα ακίνητα δεν έχουν μέχρι σήμερα μεταβιβαστεί στους κληρονόμους του αποβιώσαντα.
Πέραν των πιο πάνω μη αμφισβητούμενων γεγονότων, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση για τα γεγονότα του τραγικού καλοκαιριού του 1974 (The Attorney General of the Republic ν. MUSTAFA a.ο. (1964) C.L.R. 195 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Βασιλείου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Χριστοφή Β. Ππασιά (2015) 1Β Α.Α.Δ 1169). Συγκεκριμένα, έχω δικαστική γνώση ότι στις 20.07.1974 η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας προκαλώντας, μεταξύ πολλών δεινών, τον θάνατο χιλιάδων πολιτών, ακόμη και άμαχου πληθυσμού, την εκδίωξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους και την κατάληψη του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχω, επίσης, δικαστική γνώση ότι η έκρυθμη κατάσταση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Ν.139/1991, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υφίσταται. Παρά το άνοιγμα οδοφραγμάτων και τη δυνατότητα επισκέψεων από και προς τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ο τουρκικός στρατός εξακολουθεί να παραμένει στο έδαφος της Δημοκρατίας και να ελέγχει τα κατεχόμενα εδάφη.
Στη βάση όλων των πιο πάνω γεγονότων, η επίδικη περιουσία εμπίπτει στον ορισμό της «Τουρκοκυπριακής περιουσίας», όπως αυτή δίδεται στο άρθρο 2 του Ν.139/1991. Εξού και τελεί υπό τη διαχείριση του Εναγόμενου 2, ο οποίος, άλλωστε, ενάγεται υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι τα ακίνητα υπάγονται στις ρυθμίσεις του Ν.139/1991 αναγνωρίστηκε και από τους Ενάγοντες, οι οποίοι αποτάθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών υποβάλλοντας αίτημα άρσης της κηδεμονίας (Τεκμήριο 34).
Προέχει, επομένως, η εξέταση του κατά πόσο κατά τον χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής είχε γεννηθεί το αγώγιμο δικαίωμα που αναγνωρίζει το άρθρο 6Α (1) και (2) του Ν.139/1991. Το εν λόγω ζήτημα εγείρεται στις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγομένων, καθώς και στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του Εναγόμενου 4.
Το άρθρο 6Α του Ν.139/1991 δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή πρόνοιας του παρόντος Νόμου παραβιάζει δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ε.Σ.Δ.Α ή και τα Πρωτόκολλά της. Παραθέτω αυτούσιες τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 6Α (1) και (2):
«(1) Η παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή και τα Πρωτόκολλά της που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου, είναι αγώγιμη.
(2) Πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου στη δική του περίπτωση παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που κατοχυρώνει η πιο πάνω Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της, δικαιούται, εάν απορριφθεί σχετικό αίτημά του στον Υπουργό, να προσφύγει στο επαρχιακό δικαστήριο με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα για την κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση και να αξιώσει για την παραβίαση τις θεραπείες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:
Με το άρθρο 6Α(2) του Ν.139/1991, τίθενται δύο προϋποθέσεις προκειμένου το Επαρχιακό Δικαστήριο να αναλάβει δικαιοδοσία σε αγωγή που καταχωρείται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Οι δύο πιο πάνω προϋποθέσεις είναι αφενός, η υποβολή αιτήματος για άρση της κηδεμονίας στον Υπουργό Εσωτερικών και αφετέρου, η απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Πρόκειται, εμφανώς, για πρόνοια δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Τούτο αναγνωρίστηκε και νομολογιακά. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση ΧΑΚΚΗ, διαχειρίστρια του Βακουφίου του Εφεντή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. Πολ. Έφ. 320/2012, ημερ. 11.12.2019, η αγωγή απορρίφθηκε σε πρώιμο στάδιο κατόπιν σχετικής αίτησης, διότι, μεταξύ άλλων, η Εφεσείουσα δεν αποτάθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών προς ικανοποίηση των απαιτήσεών της. Ο προαναφερόμενος λόγος απόρριψης της αγωγής δεν προβλήθηκε στην επίμαχη αίτηση, αλλά τέθηκε μέσω των αγορεύσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόψει του δικαιοδοτικού χαρακτήρα της πρόνοιας του άρθρου 6Α(2) του Ν.139/1991, η προβολή του συγκεκριμένου λόγου ήταν αρκετή μέσω των αγορεύσεων και ανέφερε, επιπροσθέτως, τα ακόλουθα:
«Πασιφανώς, η πιο πάνω πρόνοια έχει ως σκοπό την προώθηση, δικαστικώς, του δικαιώματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6Α και καθιστά αγώγιμη την παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της. Η τήρηση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (2) που ακολουθεί και αφορά στην υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και στην απόρριψη αυτού, αποτελεί προϋπόθεση, για να είναι επιτρεπτή προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής προς τον πιο πάνω σκοπό. Σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικασίας αυτής, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, ουσιαστικά, εξουσίας να επιλαμβάνεται τέτοιας αγωγής.»
H πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Μasar v. Κυπριακής Δημοκρατίας διά μέσου του Γενικού Εισαγγελέα κ.α. Πολ. Έφ. Ε200/2014, ημερ. 30.12.2020, όπου ειπώθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Καθίσταται σαφές, από τις πιο πάνω πρόνοιες, ότι η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται, ειδικά, στο εδάφιο (2), δηλαδή η υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και η απόρριψή του, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να είναι επιτρεπτή η προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής προς τον πιο πάνω σκοπό. Σε περίπτωση μη τήρησης της συγκεκριμένης διαδικασίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, ουσιαστικά, εξουσίας να επιληφθεί τέτοιας αγωγής, (βλ. xxx Χακκή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2012, 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A524).»
Στην προκείμενη περίπτωση οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών ζητώντας την άρση της κηδεμονίας στη βάση των προνοιών των άρθρων 3 και 6Α του Ν.139/1991 (Τεκμήριο 34). Προτού, ωστόσο, λάβουν την απάντηση του Υπουργού Εσωτερικών προχώρησαν στην καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, η μία εκ των δύο απαραίτητων προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 6Α(2) του Ν.139/1991 για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν πληρούται, καθώς δεν δόθηκε πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής αρνητική απάντηση από τον Υπουργό Εσωτερικών. Σημειώνεται, ότι το Ε.Δ.Α.Δ αναγνώρισε την ανάγκη τήρησης της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6Α(2) του Ν.139/1991, περιλαμβανομένης της απόρριψης του αιτήματος από τον Υπουργό Εσωτερικών. Συγκεκριμένα, στην Niazi Kazali & Hakan Kazali v. Cyprus, Αίτηση με αριθμό 49247/2008, ημερ. 06.03.2012, το Ε.Δ.Α.Δ. ανέφερε τα ακόλουθα στις παραγράφους 138, 139 και 152 της απόφασής του:
«138. The Court recalls that the decision of the Custodian is merely the first step in the procedure envisaged under amended Law 139/1991 and that in the event of a refusal, his decision can be judicially reviewed by the lodging of an action in the District Court (see paragraph 50 above). The Court therefore does not consider that the fact that the Custodian may be unlikely to lift the custodianship in a particular case undermines the effectiveness of the overall remedy proposed.
139. Insofar as criticism is made of the allegedly overly-restrictive approach to restitution of possession of property to its Turkish-Cypriot owners by the Custodian, the Court reiterates that any decision of the Custodian can subsequently be reviewed by the courts……..
152. In conclusion, the new provisions in Law 139/1991 are formulated in broad terms and by express reference to the guarantees of the Convention as interpreted by this Court. They allow the applicants to make a claim to the Custodian alleging a violation of their Convention rights and, in the absence of a favourable response, to lodge a case in the District Court.»
Δεν παραβλέπω, ότι με το Τεκμήριο 34 τέθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών προθεσμία 30 ημερών για να απαντήσει στο αίτημα άρσης της κηδεμονίας, με ταυτόχρονη επισήμανση, ότι σε περίπτωση που δεν ληφθεί απάντηση εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας, τότε, θα θεωρείται ότι το αίτημα έχει απορριφθεί.
Η προαναφερόμενη συμπερίληψη προθεσμίας στο Τεκμήριο 34 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Καταρχάς, σημειώνω ότι στον Ν.139/1991 δεν προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας ο Υπουργός Εσωτερικών οφείλει να απαντήσει σε σχετικό αίτημα άρσης της κηδεμονίας. Τούτο, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι παρέχεται απεριόριστο χρονικό διάστημα στον Υπουργό Εσωτερικών προκειμένου να απαντήσει σε αίτημα άρσης της κηδεμονίας. Στην απουσία ρητά καθοριζόμενης προθεσμίας, ο Υπουργός οφείλει να απαντήσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το χρονικό διάστημα που μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογο δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, αλλά εξαρτάται από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Εν προκειμένω, το αίτημα άρσης της κηδεμονίας, ως αυτό περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 34, αφορούσε 26 ακίνητα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο αριθμό ακινήτων. Υπό τις περιστάσεις το χρονικό διάστημα των 30 ημερών δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ως εύλογο.
Εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη απάντησης δεν ισοδυναμεί, κατά την κρίση μου, με αρνητική απάντηση. Υπενθυμίζεται, ότι η αρνητική απάντηση αποτελεί προαπαιτούμενο για την καταχώρηση αγωγής. Πέραν τούτου, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 3 και 6Α του Ν.139/1991 προκύπτει, ότι το Δικαστήριο σε σχετική αγωγή εξετάζει και τους λόγους για τους οποίους ο Υπουργός οδηγήθηκε σε αρνητική απάντηση. Για να γίνει, όμως, η σχετική δικαστική διεργασία θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το σκεπτικό απόρριψης του αιτήματος άρσης της κηδεμονίας.
Ούτε, από την άλλη, μου διαφεύγει το γεγονός, ότι εντέλει στις 11.01.2016 δόθηκε αρνητική απάντηση στο αίτημα των Εναγόντων (Τεκμήριο 55). Το πιο πάνω γεγονός δεν διαφοροποιεί, κατά την κρίση μου, την κατάληξη του Δικαστηρίου περί πρόωρης αγωγής. Ως ήδη αναφέρθηκε, το άρθρο 6Α του Ν.139/1991 καθιστά ως απαραίτητη προϋπόθεση γένεσης του υπό αναφορά αγώγιμου δικαιώματος και κατ΄ επέκταση την πρόσδοση εξουσίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς εκδίκαση σχετικής αγωγής, την απόρριψη του αιτήματος άρσης της κηδεμονίας. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής, την 05.06.2014, η προϋπόθεση απόρριψης του αιτήματος δεν υφίστατο. Ως εκ τούτου, δεν είχε γεννηθεί το αγώγιμο δικαίωμα που αναγνωρίζει το άρθρο 6Α. Η απόρριψη του αιτήματος σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρησης της αγωγής δεν δημιουργεί εκ των υστέρων αγώγιμο δικαίωμα, ούτε και προσδίδει αναδρομικά εξουσία στο Δικαστήριο για να επιληφθεί της αγωγής.
Επισημαίνω και το εξής. Είναι καλά γνωστή η αρχή, ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων (Γεωργιάδη κ.α ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολ. Έφ. αρ.376/2014, ημερ.16.03.2023), ECLI:CY:AD:2023:A90. Ειδικότερα, η αιτία αγωγής εξετάζεται σε συνάρτηση με το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν εντοπίζεται δικογραφημένος ισχυρισμός περί απόρριψης του αιτήματος άρσης της κηδεμονίας από τον Υπουργό Εσωτερικών. Αντιθέτως, στην παράγραφο 20 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, οι Ενάγοντες παραδέχονται ότι η σχετική απάντηση επί του αιτήματος άρσης της κηδεμονίας δεν έχει ακόμη δοθεί. Παραθέτω αυτούσια την παράγραφο 20 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης:
«Μέχρι στιγμής οι Ενάγοντες ή ο δικηγόρος τους δεν έχουν λάβει καμία απάντηση κατά παράβαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων. Περαιτέρω δε, ο Εναγόμενος 2 παρέλειψε να εφοδιάσει τους Ενάγοντες ή τον δικηγόρο τους με κατάλογο των υφιστάμενων κατοχών ή των χρηστών των Ακινήτων 1 – 24»
Η πιο πάνω κατάληξη οδηγεί μοιραία σε απόρριψη της αγωγής. Παρά ταύτα, σημειώνω και την εξής παράμετρο.
Οι αξιώσεις για ισχυριζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κληρονόμων του αποβιώσαντος δεν θα μπορούσαν να τύχουν εξέτασης, ακόμη και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιληφθεί της παρούσας αγωγής. Αυτό, διότι οι Ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν τις πιο πάνω θεραπείες. Ό,τι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οι Ενάγοντες είναι θεραπείες για τυχόν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αποβιώσαντα για την περίοδο από τον Ιούλιο του 1974 μέχρι και τον θάνατο του τελευταίου στις 05.03.1984.
Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση P. Torgut υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Ι. Υ. Zia κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 79/2015, ημερ. 10.06.2020, ECLI:CY:AD:2020:A186, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ότι οι διαχειριστές/κληρονόμοι των ιδιοκτητών δεν είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν με αγωγή για αποζημιώσεις.
Δεν υπάρχει, σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, νομική βάση για το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες, ως διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων, δεν μπορούν να διεκδικούν για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αποθανόντων, οι οποίες άρχισαν προτού αποβιώσουν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Αυτό υποστηρίζεται από την ερμηνεία της λέξης «κύριος» στο άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως έχει τροποποιηθεί. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την εισήγηση, οι κληρονόμοι των αποθανόντων και, συνεπώς, οι διαχειριστές της περιουσίας του μπορούν να συνεχίσουν μια υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ, όπως προκύπτει από την υπόθεση Demades v. Turkey, App. No. 16219/90, ημερομηνίας 22.4.2008.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου επιλαμβάνεται του σχετικού ζητήματος:
«Οι Ενάγοντες δεν ενάγουν υπό την προσωπική τους ιδιότητα ως κληρονόμοι των αποβιωσάντων αλλά μόνο ως διαχειριστές της περιουσίας τους. Στον τίτλο της αγωγής ξεκάθαρα αναφέρεται για τον κάθε Ενάγοντα ότι είναι υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας των αποβιωσάντων, στις δε παραγράφους 1 και 2 της Εκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του I. και της M. και εγείρουν την αγωγή με αυτή τους την ιδιότητα. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Y. στις παραγρ. 1 και 2 της γραπτής του δήλωσης. Σημειώνεται ακόμα, για ότι αξίζει, ότι οι διαχειριστές που προωθούν την αγωγή δεν είναι το σύνολο των κληρονόμων των αποβιωσάντων. Κληρονομικό μερίδιο στις περιουσίες των αποβιωσάντων φαίνεται να έχουν τουλάχιστον άλλα πέντε πρόσωπα, τα παιδιά της P., ο I. Turgut, η A. Turgut, η M. Deniz, o T. Turgut και ο I. Okur.
Ο διαχειριστής της περιουσίας αποβιώσαντος έχει σε σχέση με την περιουσία που διαχειρίζεται δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως η σχετική νομοθεσία ορίζει. Διαχειρίζεται την περιουσία, δεν έχει όμως το δικαίωμα να επωφελείται τους καρπούς της εκμετάλλευσής της, ούτε να την χρησιμοποιεί ή απολαμβάνει ο ίδιος. Οι καρποί της εκμετάλλευσής της, αποζημιώσεις σε σχέση με επέμβαση σε αυτή, πληρωμές σε σχέση με επίταξη ή απαλλοτρίωσή της κλπ ανήκουν στην περιουσία του αποβιώσαντα (his estate) η οποία θα διανεμηθεί στους κληρονόμους του και διεκδικούνται από το διαχειριστή. Οποιαδήποτε αποζημίωση που θα δικαιούνταν οι αποβιώσαντες για παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος είναι μέρος της περιουσίας τους και μπορεί να διεκδικηθεί από τους διαχειριστές τους.
Ο I. και η M. απεβίωσαν το 1985 και 1986 αντίστοιχα. Η όποια παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος κάποιου ατόμου, περιουσιακού στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να συνεχίζεται όσο το άτομο βρίσκεται στη ζωή. Ανθρώπινα δικαιώματα έχουν οι ζώντες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δε μεταβιβάζονται, όμως, μεταβιβάζονται τα δικαιώματα σε περιουσία, οπόταν, σε σχέση με αυτή, τερματίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα του πρώην ιδιοκτήτη και γεννώνται, σε σχέση με την περιουσία, νέα ανθρώπινα δικαιώματα στο νέο ιδιοκτήτη.
Κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα κληρονόμου μετά το θάνατο προσώπου συνεπεία του οποίου καθίσταται δικαιούχος σε περιουσία, αλλά προτού η περιουσία αυτή του αποδοθεί και καταστεί ιδιοκτήτης της, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αφού ουδείς κληρονόμος του I. ή της M., ενάγει ως κληρονόμος δηλαδή υπό την προσωπική του ιδιότητα.
Τυχόν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αποβιωσάντων μπορούσε να έχει αντικείμενο εξέτασης μόνο για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι και το 1985 στην περίπτωση του I. και το 1986 στην περίπτωση της M.. Γι΄ αυτό το χρονικό διάστημα δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για οιαδήποτε πραγματική επέμβαση ή φυσική κατοχή της Δημοκρατίας στις περιουσίες τους ή οιαδήποτε από αυτές ή μέρους τους. Ούτε, όπως προειπώθηκε, έγινε επίκληση ή αποδείχτηκε νομική κατοχή από τη Δημοκρατία. Οι διατάξεις του Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση τους αφού αυτοί είχαν αποβιώσει πριν τη θέσπιση του.
Ο Νόμος και κατά πόσο αυτός παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των κληρονόμων των αποβιωσάντων, των κατοχυρωμένων από το Άρθρο 8 της Σύμβασης, το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης ή διαφορετικά, δεν είναι αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα αγωγή. Θα μπορεί να εξεταστεί το ζήτημα στα πλαίσια αγωγής που οι κληρονόμοι των αποβιωσάντων ή οιοσδήποτε από αυτούς ήθελε καταχωρήσει προβάλλοντας ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα του δικαιώματα από τις πρόνοιες του Νόμου σε σχέση με όλες ή κάποιες από τις επίδικες περιουσίες ή μέρος τους.»
Το άρθρο 2 του Κεφ. 224, το οποίο επικαλούνται οι εφεσείοντες, στον ορισμό της λέξης «κύριος» αναφέρει τα ακόλουθα:
«"κύριος" σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ο κύριος οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας είτε αυτό είναι εγγεγραμμένο με τον τρόπο αυτό ή όχι.»
Οι διαχειριστές της περιουσίας δεν αποτελούν πρόσωπα που δικαιούνται να εγγραφούν ως κύριοι οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας των αποβιωσάντων και, συνεπώς, υπό αυτή την έννοια, δε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για παραβίαση δικαιωμάτων σε συνάρτηση με τα επίδικα ακίνητα. Απλώς διαχειρίζονται τις περιουσίες, χωρίς να έχουν δικαίωμα να επωφελούνται τους καρπούς της εκμετάλλευσής τους, ούτε να τις απολαμβάνουν οι ίδιοι.
Είναι ορθή η επισήμανση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων πως στην υπόθεση Demades v. Turkey (πιο πάνω), οι κληρονόμοι του αιτητή μπορούσαν να συνεχίσουν την υπόθεση ενώπιον του ΕΔΑΔ, παρά το ότι αυτός απεβίωσε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Η παρούσα περίπτωση, βεβαίως, διαφοροποιείται επί το ότι η αγωγή προωθείται από τους διαχειριστές της περιουσίας των αποθανόντων και όχι από τους ίδιους του κληρονόμους. Η πρωτόδικη απόφαση ακριβώς αυτό είναι που εντοπίζει. Ότι, δηλαδή, οι κληρονόμοι θα μπορούσαν να αξιώσουν με αγωγή τις συγκεκριμένες θεραπείες, τις οποίες οι διαχειριστές δεν έχουν τη δυνατότητα να αξιώνουν.
Η υπόθεση Demades αφορούσε αποδεκτή από το Δικαστήριο παραβίαση δικαιωμάτων του αιτητή, ο οποίος είχε αποβιώσει πριν τη λήξη της υπόθεσης και η υπόθεση συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του. Εν προκειμένω, η αγωγή καταχωρήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας των αποβιωσάντων ιδιοκτητών και υπό αυτή τους την ιδιότητα διεκδίκησαν τις αιτούμενες θεραπείες. Υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων, μόνο σε περίπτωση που αποδεικνυόταν παραβίαση των δικαιωμάτων των αποβιωσάντων για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 1974 μέχρι το θάνατό τους θα μπορούσε να υπάρχει αντικείμενο εξέτασης. Όμως, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, δεν τέθηκε μαρτυρία για πραγματική επέμβαση ή φυσική κατοχή της Δημοκρατίας στις επίδικες περιουσίες ή οποιαδήποτε από αυτές για εκείνο το χρονικό διάστημα. Ούτε με την αγωγή τους οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν ή τεκμηρίωσαν νομική κατοχή από τη Δημοκρατία πριν τη θέσπιση του Νόμου του 1991.
Στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ορθά υποδεικνύεται ότι το κατά πόσο ο Νόμος παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των κληρονόμων, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα υπόθεση.
Όπως σημειώνεται στο Guide on Article 1 of Protocol No. 1 to the European Convention on Human Rights, που εκδόθηκε από το ΕΔΑΔ στις 31.8.2019, το Παράρτημα 1 του Πρωτοκόλλου 1 εφαρμόζεται σε ήδη υπάρχοντα περιουσιακά δικαιώματα τα οποία περιλαμβάνουν και «θεμιτές προσδοκίες» (legitimate expectation) απόλαυσης τέτοιων δικαιωμάτων.
Στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, του Λίνου Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 2η Έκδοση, στη σελίδα 772, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το 1ο άρθρο του Πρωτοκόλλου δεν προστατεύει το δικαίωμα απόκτησης κάποιου αγαθού, αλλά εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ήδη υπάρχουσα περιουσία. Για τον λόγο αυτό, τα κληρονομικά δικαιώματα εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης, μόνον εφόσον έχει επέλθει η επαγωγή της κληρονομίας. Πράγματι, στην έννοια της «περιουσίας» δεν συμπεριλαμβάνονται τα μελλοντικά κληρονομικά δικαιώματα.»»
Όπως προανέφερα οι Ενάγοντες δεν είναι κληρονόμοι αλλά οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα. Επομένως, αυτό που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οι Ενάγοντες είναι θεραπείες αποζημιώσεων για ισχυριζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αποβιώσαντα και μόνο για την περίοδο Ιουλίου 1974 – 05.03.1984.
Όσον αφορά την έκδοση διατάγματος απόδοσης της επίδικης περιουσίας θεωρώ, ότι σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να διεκδικηθεί από τους Ενάγοντες η έκδοσή του στη βάση των διατάξεων του Ν.139/1991. Καταρχάς, ο Ν.139/1991 δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τον αποβιώσαντα καθώς ο τελευταίος απεβίωσε πριν τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω νομοθεσία. Στην έκταση, τώρα, που αφορά τους κληρονόμους του αποβιώσαντα, στη βάση της απόφασης P. Torgut (ανωτέρω), η τυχόν παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων των κληρονόμων από πρόνοιες του Ν.139/1991 δεν μπορεί να εξεταστεί στην παρούσα αγωγή αφ’ ης στιγμής η τελευταία καταχωρήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα. Τέτοιοι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να εξεταστούν σε τυχόν αγωγή που θα καταχωρήσουν οι ίδιοι οι κληρονόμοι.
Προχωρώ στις ανταπαιτήσεις των Εναγομένων 1 – 3 και της Εναγόμενης 4.
Κρίνω, ότι δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης ενόψει των ρητών προνοιών του άρθρου 6Α(6) του Ν.139/1991, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση που σε αγωγή δυνάμει του παρόντος άρθρου το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα για την απόδοση στον ενάγοντα περιουσίας που τελεί υπό καθεστώς διαχείρισης, ο Κηδεμόνας και ο νόμιμος κάτοχος της περιουσίας δικαιούνται στην αγωγή με αντίστοιχη σχετική ανταπαίτησή τους κατά του ενάγοντα, σε οποιαδήποτε ποσά εξόδων που αποδεδειγμένα έχει ο καθένας τους υποστεί για επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, αναπτύξεις, οικοδομήσεις και μετατροπές που επέφερε στην περιουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι το εν λόγω δικαίωμα του νόμιμου κατόχου είναι μόνο για έξοδα επιδιορθώσεων, βελτιώσεων, αναπτύξεων, οικοδομήσεων και μετατροπών της περιουσίας που επέφερε με την άδεια του Κηδεμόνα.»
Απαραίτητη, επομένως, προϋπόθεση για την εξέταση σχετικής ανταπαίτησης είναι η έκδοση διατάγματος απόδοσης της περιουσίας που τελεί υπό διαχείριση. Η πιο πάνω προϋπόθεση δεν πληρούται στην προκείμενη περίπτωση.
Κατάληξη
Ως εκ των ανωτέρω, τόσο η αγωγή, όσο και οι ανταπαιτήσεις των Εναγομένων απορρίπτονται. Ενόψει της συνεκδίκασής τους, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
(Υπ.) ………………………………………
Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο