CROSSCUT AGENCY LTD ν. KIPR DOM LTD, Aρ. Αγωγής: 533/2022, 24/1/2025
print
Τίτλος:
CROSSCUT AGENCY LTD ν. KIPR DOM LTD, Aρ. Αγωγής: 533/2022, 24/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

Aρ. Αγωγής: 533/2022

(i-justice)

 

Μεταξύ:

CROSSCUT AGENCY LTD

   Εναγόντων                                                      

και

 

                                         KIPR DOM LTD  

                                                                                                         Εναγόμενων

------------------

Αίτηση τροποποίησης τίτλου και έκθεσης απαίτησης,  ημερομηνίας 28/1/2024

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 24/1/2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες - αιτητές: κ. Χρ. Χριστοφόρου, για ΧΡΙΣΤΟΣ Σ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ 

Για καθ’ ου η αίτηση - προτεινόμενο, ως εναγόμενο 2: κα Μ. Νεοφύτου, για Μαρία Νεοφύτου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για καθ’ ης η αίτηση - προτεινόμενη, ως εναγόμενη 3: κ. Κυριάκος Καλυφόμματος.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή εναντίον των εναγόμενων με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, στις 28/4/2022 και στις 13/5/2022 καταχώρησαν - χωρίς άδεια του Δικαστηρίου - τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, με το οποίο - συν τοις άλλοις - προσέθεσαν τους πιο πάνω προτεινόμενους, ως εναγόμενους 2 και 3. Στο πλαίσιο αιτήσεων που είχαν καταχωρήσει οι δυο τελευταίοι, το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, στις 15/1/2024 παραμερίστηκε, εκ συμφώνου.

 

Μερικές μέρες αργότερα και συγκεκριμένα, στις 28/1/2024, οι ενάγοντες καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούν διάταγμα τροποποίησης του τίτλου της αγωγής και οποιωνδήποτε δικογράφων βρίσκονται στο φάκελο της υπόθεσης, με την προσθήκη των παραπάνω προτεινόμενων, ως εναγόμενων 2 και 3. Ζητούν ακόμη και διάταγμα τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης και αν λάβω υπόψη το περιεχόμενο των αιτούμενων τροποποιήσεων, είναι φανερό, ότι η υπό κρίση αίτηση, ουσιαστικά αποβλέπει σε επαναφορά του τροποποιημένου - και παραμερισθέντος - κλητηρίου εντάλματος (ανωτέρω).

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, Στέλλα Παυλή.

 

Οι προτεινόμενοι, ως εναγόμενοι καταχώρησαν ξεχωριστά ένσταση στην αίτηση. Του πρώτου υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο των δικηγόρων του, Παύλος Κωνσταντίνου και της δεύτερης, σε δική της ένορκη δήλωση.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και  στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Οι δυο ενστάσεις στην αίτηση εδράζονται σε αριθμό λόγων, εκ των οποίων, μερικοί  είναι κοινοί. Αρχίζοντας από αυτούς, η ουσία τους έγκειται στην υποβολή της θέσης, ότι η αίτηση δεν αποκαλύπτει κανένα αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των καθ’ ων η αίτηση ώστε αυτοί να θεωρούνται αναγκαίοι διάδικοι. Ίχνος μαρτυρίας υπάρχει που να καταδεικνύει κάτι τέτοιο.

 

Απ’ εκεί και πέρα, οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης υποβάλλονται μόνο από την καθ’ ης η αίτηση:

 

Σύμφωνα με τον 4ο λόγο, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς περί δόλου και/ή συνομωσίας μεταξύ της καθ’ ης η αίτηση και τρίτου προσώπου, χωρίς να εξειδικεύεται και/ή να γίνεται συγκεκριμένη και/ή εξειδικευμένη αναφορά σε γεγονότα που να στοιχειοθετούν, έστω αμυδρά, τέτοιους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα η καθ’ ης η αίτηση να μην είναι σε θέση να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει και/ή να της προκαλείται δικονομική αμηχανία και/ή αβεβαιότητα. Σύμφωνα με τον 5ο λόγο, η ομνύουσα δεν έχει καμιά προσωπική γνώση ούτε δηλώνει κάτι τέτοιο, αναφορικά με θέματα που οι ενάγοντες επιθυμούν να καταστήσουν ως επίδικα και/ή δεν προσφέρει καμιά μαρτυρία, έστω εξ ακοής, περί τούτων των θεμάτων. Σύμφωνα με τον 6ο λόγο, από την ενώπιόν του Δικαστηρίου μαρτυρία, ουδεμία ανάγκη προκύπτει για την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος. Τέλος, σύμφωνα με τον 7ο λόγο, η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή καταπιεστική, καθότι οι ενάγοντες γνωρίζουν  ότι δεν έχουν κανένα αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

Αρχίζοντας από τους λόγους ένστασης, με τους οποίους, βασικά αμφισβητείται η κανονικότητα της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, συναφώς, με αυτούς, η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση, στη γραπτή αγόρευσή της αναφέρει τα εξής, μέρος των οποίων αναφέρει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση, στη δική του αγόρευση:

 

Η ομνύουσα δηλώνει «εξουσιοδοτημένη» να προβεί στην ένορκη δήλωση, χωρίς να αναφέρει από πού εξουσιοδοτήθηκε, δεν αναφέρει συγκεκριμένα την πηγή της γνώσης της, παρά μόνο λέει ότι έλαβε πληροφόρηση από το δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση, ενώ αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει προσωπικά. Αυτό που διαφαίνεται από την ένορκη δήλωσή της είναι μια γενικότητα, χωρίς να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με την πληροφόρησή της, αφού, ούτε καν αναφέρει και δεν προσδιορίζει αν αυτή η γενική πληροφόρηση προήλθε από τους ενάγοντες. Τα όποια «γεγονότα» αναφέρονται στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσής της είναι ξεκάθαρο ότι προβάλλονται ως διαζευκτικοί ισχυρισμοί περί «συνομωσίας και/ή συμφωνίας και/ή ευθύνης των προτιθέμενων Εναγόμενων, για την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1». Όλα αυτά, χωρίς να εξειδικεύεται και χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε γεγονότα που να στοιχειοθετούν, έστω αμυδρά, τέτοιους ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα, ο καθ’ ου η αίτηση να μην είναι σε θέση να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει και γιατί και συνεπώς να προκαλείται  και δικονομική αβεβαιότητα. Καλείται δηλαδή το Δικαστήριο να αποφασίσει επί «γεγονότων» που ίσως να έχουν μια μορφή, ίσως μια άλλη και μάλιστα, σε γεγονότα που δεν είναι μαρτυρία με βάση τη νομολογία, αλλά και τα οποία προκαλούν στον καθ’ ου η αίτηση, δικονομική αβεβαιότητα.

 

Είναι γεγονός, ότι η ενόρκως δηλούσα για τους ενάγοντες, στην ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρει απλώς ότι είναι εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση, χωρίς να αναφέρει από πού έχει εξουσιοδοτηθεί. Ωστόσο αποτελεί επίσης γεγονός, ότι, όσα διασταλτικά και να ερμηνεύσω, όχι μόνο τους υπό εξέταση λόγους ένστασης, αλλά, όλους τους λόγους ένστασης και των δυο ενστάσεων, το συγκεκριμένο γεγονός δεν καλύπτεται από οποιοδήποτε λόγο ένστασης. Εάν οι καθ’ ων η αίτηση ήθελαν να επικαλεστούν το συγκεκριμένο γεγονός, ως λόγω απόρριψης της αίτησης όφειλαν να το προβάλουν ευθέως ως λόγο ένστασης στην αίτηση - όπως έκαναν και με τα υπόλοιπα που προβάλλουν για σκοπούς αμφισβήτησης της κανονικότητας της επίμαχης ένορκης δήλωσης - για να δώσουν την ευκαιρία και στους ενάγοντες να τοποθετηθούν σχετικά.

 

Απ’ εκεί και πέρα, δεν είναι ορθό ότι η ενόρκως δηλούσα δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης της, για οτιδήποτε αναφέρει και ότι λέει απλώς, ότι έλαβε πληροφόρηση από το δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση. Όπως αναφέρει στη σχετική παράγραφο 3 της δήλωσής της είναι υπεύθυνη παρακολούθησης της πορείας της υπόθεσης και τα γεγονότα που αναφέρει εμπίπτουν τόσο εντός της προσωπικής της γνώσης όσο και από τα όσα της ανάφερε ο δικηγόρος, κ. Χρίστος Χριστοφόρου, ο οποίος χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση.

 

Τα παραπάνω καταρρίπτουν και τη συναφή με αυτή θέση των ευπαίδευτων δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση ότι η μάρτυρας αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει προσωπικά. Εν πάση περιπτώσει, πλείστα όσα αναφέρει η μάρτυρας τα οποία και ενδιαφέρουν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης - δεδομένης και της φύσης της  - απορρέουν από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης από τον οποίο μπορώ να αντλήσω και αυτεπάγγελτα και γνώση και πληροφόρηση.

 

Για να συνεχίσω είναι γεγονός, ότι η παράγραφος 9 της ίδιας ένορκης δήλωσης περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς. Επειδή έχει σημασία, το σχετικό μέρος της παραγράφου ακολουθεί αυτούσιο: «Η προσθήκη των Εναγόμενων 2 και 3 στον τίτλο της Αγωγής καθίσταται αναγκαία για επίλυση των επίδικων θεμάτων καθότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εναγόντων φέρουν την ευθύνη σχετική με την Απαίτηση και/ή συνωμότησαν μεταξύ τους και/ή συμφώνησαν στην αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων των Εναγόμενων 1 προκειμένου να μην καταβάλλουν τη συμφωνηθείσα προμήθεια και/ή αμοιβή των Εναγόντων, …»

 

Από την ανάγνωση του σχετικού μέρους της παραγράφου που περικλείει την προβολή διαζευκτικών ισχυρισμών είναι σαφές, ότι αυτό αφορά σε νομικούς ισχυρισμούς, κάτι που είναι και θεμιτό και επιτρεπτό. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Του Πλοίου "Arabella" (2002) 1 Α.Α.Δ. 1033 - με αναφορά σε άλλες δυο υποθέσεις - μια ένορκη δήλωση δεν μπορεί να περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς τα γεγονότα. Τα γεγονότα, προστίθεται, μπορούν να «επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες». Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Η ουσία όλων των άλλων λόγων ένστασης στην αίτηση έγκειται στη βασική θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν είναι αναγκαίοι διάδικοι στην αγωγή και τούτο, επειδή δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που ν’ αποκαλύπτει, έστω εκ πρώτης όψεως ή αμυδρά, ότι οι ενάγοντες έχουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους.

 

Όπως αναφέρουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι και των δυο στη γραπτή αγόρευσή τους, ουδεμία μαρτυρία υπάρχει που να καταδεικνύει διασύνδεσή τους με τις αιτούμενες τροποποιήσεις.

 

Σύμφωνα με την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης, τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της αγωγής των εναγόντων και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά τους εναντίον των εναγόμενων, έχουν ως ακολούθως:

 

Οι ενάγοντες είναι κτηματομεσίτες και οι εναγόμενοι, ιδιοκτήτες ½ μεριδίου ακινήτου εντός του οποίου έκτισαν μια πολυκατοικία, αποτελούμενη από 4 διαμερίσματα. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ημερομηνίας 15/7/2021, οι ενάγοντες ανέλαβαν να μεσολαβήσουν για εξεύρεση αγοραστών των δυο από αυτά τα διαμερίσματα, για το συνολικό ποσό των €880.000 ή €440.000 για κάθε διαμέρισμα. Οποιοδήποτε περαιτέρω ποσό, θα αποτελούσε την προμήθειά τους, πλέον Φ.Π.Α. Ήταν ρητός όρος της συμφωνίας, ότι οι εναγόμενοι θα υποχρεούντο να πληρώσουν στους ενάγοντες την προμήθειά τους, κατά την πραγματοποίηση της πώλησης των διαμερισμάτων.

 

Οι ενάγοντες σύστησαν και/ή υπέδειξαν ως αγοραστές, ένα πρόσωπο για το ένα διαμέρισμα και δυο για το άλλο, για το ποσό των €550.000, πλέον Φ.Π.Α., για κάθε διαμέρισμα. Για το σκοπό αυτό, οι εναγόμενοι, στις 6/7/2021 υπόγραψαν 2 συμφωνίες προκρατήσεων των δυο αυτών διαμερισμάτων και στις 11/8/2021 μετήλθαν σε γραπτές συμφωνίες αγοράς τους, για το παραπάνω ποσό, πλέον Φ.Π.Α.

 

Οι εναγόμενοι, δυνάμει της συμφωνίας τους με τους ενάγοντες, στις 25/10/2021 τους κατέβαλαν - δυνάμει τιμολογίου - έναντι των παραπάνω υπηρεσιών τους, το ποσό των €50.000 και παρέμεινε υπόλοιπο, το ποσό των €170.000, πλέον Φ.Π.Α. Παρότι αναγνώριζαν και υπόσχονταν την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων για την καταβολή του ποσού αυτού, εντούτοις αρνούνται και/ή αμελούν και/ή αδιαφορούν να το πράξουν. Οι ενάγοντες, με την αγωγή τους αξιώνουν το ποσό αυτό, πλέον Φ.Π.Α.

 

Η ουσία των αιτούμενων τροποποιήσεων έγκειται στους ακόλουθους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους οποίους ζητούν να τους επιτραπεί να συμπεριλάβουν στη έκθεση απαίτησης της αγωγής τους:

 

Ο προτεινόμενος, ως εναγόμενος 2, στον ουσιώδη χρόνο ήταν εκ των δυο μετόχων και ο μοναδικός διευθυντής των εναγόμενων 1 και η προτεινόμενη, ως εναγόμενη 3 ήταν και είναι σύζυγος και/ή συμβία του.

 

Οι δυο συμφωνίες πώλησης των διαμερισμάτων (ανωτέρω), στις 14/10/2021 κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

 

Οι ενάγοντες, κατά ή περί τις 3/5/2022 μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο διαπίστωσαν ότι οι εναγόμενοι 1 συνήψαν δυο συμφωνίες πώλησης των άλλων δυο διαμερισμάτων. Για το ένα συνήψαν συμφωνία με την άλλη μέτοχό τους και για το άλλο, με τους προτεινόμενους, ως εναγόμενους 2 και 3. Και οι δυο αυτές συμφωνίες, στις 22/10/2022 κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

 

Είναι ισχυρισμός των εναγόντων ότι η πλήρης αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων των εναγόμενων 1 και ειδικότερα, η σύναψη αγοραπωλητηρίου εγγράφου μεταξύ τους και των προτεινόμενων, ως εναγόμενων 2 και 3 και η κατάθεσή του στο Κτηματολόγιο, υπό συνθήκες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο έγινε προς καταδολίευση των εναγόντων και/ή την πλήρη αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων των εναγόμενων 1, δια της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς τους ενάγοντες, για την καταβολή της συμφωνηθείσας προμήθειάς τους. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 1 δε διαθέτουν οποιαδήποτε άλλη περιουσία στην Κύπρο.

 

Τα όσα ισχυρίζονται στη συνέχεια οι ενάγοντες τα οποία επιθυμούν να προσθέσουν στο δικόγραφό τους, αποβλέπουν σε στοιχειοθέτηση της θέσης τους, ότι η σύναψη από τους εναγόμενους 1 των δυο συμφωνιών πώλησης των άλλων δυο διαμερισμάτων και ειδικότερα, της δεύτερης, την οποία συνήψαν με το διευθυντή τους και τη σύζυγό και/ή συμβία του, δηλαδή με τους καθ’ ων η αίτηση και προτεινόμενους, ως εναγόμενους 2 και 3 και η κατάθεσή των εν λόγω συμφωνιών στο Κτηματολόγιο, έγιναν με σκοπό την εξαπάτηση και/ή καταδολίευσή τους και/ή κατόπιν ψευδών παραστάσεων των εναγόμενων 1 με σκοπό αυτοί και σε συμπαιγνία με τους προτεινόμενους, ως εναγόμενους 2 και 3, να αποφύγουν δολίως να τους καταβάλουν τη συμφωνηθείσα αμοιβή και/ή προμήθειά τους και/ή οι πράξεις των τριών εναγόμενων συνιστούν δόλο και/ή απάτη σε βάρος τους. Οι σχετικές λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων εκτίθενται σε ξεχωριστή παράγραφο. 

 

Με την τελευταία αιτούμενη τροποποίηση, οι ενάγοντες επιδιώκουν συμπερίληψη αιτήματος για έκδοση διατάγματος ακύρωσης της γραπτής συμφωνίας με την οποία οι εναγόμενοι 1 πώλησαν το τελευταίο διαμέρισμά τους στους καθ’ ων η αίτηση και διαγραφή της από τα κτηματολογικά μητρώα. 

 

Στην υπόθεση Mepa Underwriting Management Limited και Άλλοι ν. Aγροτικής Aνώνυμης Eλληνικής Eταιρείας Γενικών Aσφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772 επισημαίνονται τα εξής:

 

 

«Το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να κάμει οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις σε σχέση με τους διαδίκους με το να τους προσθέσει, να τους διαγράψει ή να τους αντικαταστήσει και να επιφέρει τέτοιες αλλαγές όσες είναι αναγκαίες για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επίδικων θεμάτων (Βλ. Van Gelder, Apsimon & Co v. Sowerby Bridge United District Flour Society [1890] 44 Ch D 374, C.A., Montgomery v. Foy, Morgan & Co [1895] 2 Q.B. 321, C.A., Bennetts & Co v. McIlwraith & Co [1896] 2 Q.B. 464, C.A., Ideal Films Ltd v. Richards [1927] 1 K.B. 374, C.A., Wilson v. Balcarres [1893] 1 Q.B. 422, Robinson v. Geisel [1894] 2 Q.B. 688).

 

Στην Byrne and Another v. Brown [1889] 22 Q.B.D. 657 ο Lord Esher, M.R. έχει πραγματευθεί ως πιο κάτω το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου:

 

….

….

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Ένας από τους κύριους σκοπούς των Judicature Acts ήταν να εξασφαλιστεί ότι οποτεδήποτε το δικαστήριο μπορεί να διακρίνει από την διαδικασία η οποία βρίσκεται ενώπιον του ότι τα δικαιώματα ενός από τους διαδίκους θα επηρεαστούν ή δυνατόν να επηρεαστούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε δυνάμει των υφιστάμενων διαδικαστικών θεσμών δυνατό να εγερθούν άλλες αγωγές σε σχέση με την ίδια πράξη, το δικαστήριο θα έχει εξουσία να φέρει όλα τα μέρη ενώπιον του, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων τους σε μια διαδικασία. Δεν είναι απαραίτητο όπως η μαρτυρία, που προκύπτει για τα επίδικα θέματα που εγείρονται από την προσθήκη των μερών, είναι ακριβώς η ίδια. Είναι αρκετό αν η κυρίως μαρτυρία και η κυρίως έρευνα, θα είναι οι ίδιες και το δικαστήριο έχει εξουσία να προσθέσει τα νέα μέρη, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων όλων των μερών που βρίσκονται ενώπιον του σε μια διαδικασία."»

 

Καθόλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Perihan Mustafa Korkut ή Eyiam Perihan ν. Απόστολου Γεωργίου διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου ( Αρ. 1) (2007) 1 Α.Α.Δ. 1213:

 

«Για το εάν ένας διάδικος είναι αναγκαίος ή όχι, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια. Μελέτη της Αγγλικής νομολογίας αποκαλύπτει διάφορες σχολές σκέψης για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.9, θ.10. (Βλ. Amon v. Raphael και Tuck & Sons Ltd. [1956] 1 All E.R. 273 και Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328). Όμως στην Κύπρο επικράτησε η σχολή η οποία αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο. (Βλ. Mepa Underwriting Management Ltd. κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772).»

 

Ομοίως και όσα ακολουθούν από την υπόθεση Αγρότου και Άλλη ν. Αγρότου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1325 σύμφωνα με την οποία:

 

«Αν έχουν συνενωθεί ή όχι στην αγωγή όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι συναρτάται άμεσα με τα  επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις (Παπαχριστοφόρου κ.ά. v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906, Χατζηδαυΐδ v. Χατζηδαυΐδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1176, Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479, Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579, Τιτσινίδης v. Ρεσιατ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429, Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1372). Στην Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772 επανατονίστηκε η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις ως προς τους διαδίκους, ώστε να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων. Η δε επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα (Οδυσσέως (ανωτέρω) και Supreme Court Practice, 1982, σ. 210).»

 

Απ’ εκεί και πέρα, σύμφωνα με την Παπαχρυσοστόμου ν. Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 817:

 

«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε σχέση με αιτήσεις που έχουν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες του κ. 1 της Δ.25[1], όπως είναι η παρούσα περίπτωση, έχουν γίνει αντικείμενο εξέτασης και λεπτομερούς ανάλυσης σε πληθώρα υποθέσεων[.

 

Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα.»

 

Τέλος, σύμφωνα με την Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.ά (2014) 1 Α.Α.Δ. 663:    

 

«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών.  Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης.  Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Θεμελιακή βάση της αγωγής των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων σύμφωνα με την αγωγή και την υφιστάμενη έκθεση απαίτησης αποτελεί η μεταξύ τους συμφωνία για παροχή από τους πρώτους, κτηματομεσιτικών υπηρεσιών στους δεύτερους, έναντι αμοιβής, υπό μορφή προμήθειας. Αιτία της αγωγής αποτελεί η θέση των εναγόντων για παράβαση της εν λόγω συμφωνίας από τους εναγόμενους, οι οποίοι αρνούνται και/ή αμελούν και/ή αδιαφορούν να τους καταβάλουν το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους, για τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν.

 

Ό,τι επιδιώκουν στην πραγματικότητα οι ενάγοντες με την υπό κρίση αίτηση είναι να προσθέσουν στην αγωγή τους, ως εναγόμενους τούς καθ’ ων η αίτηση και να περιλάβουν στα δικόγραφά τους, όσα ζητούν, όχι για σκοπούς απόδειξης και στοιχειοθέτησης της θέσης τους, ότι οι «εναγόμενοι 1», κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας αρνούνται και/ή παραλείπουν και/ή αδιαφορούν να τους καταβάλουν τη συμφωνηθείσα αμοιβή τους, αλλά, για σκοπούς απόδειξης και στοιχειοθέτησης της θέσης τους, ότι οι «τρεις εναγόμενοι», βασικά συνωμότησαν μεταξύ τους προς υποβοήθηση των «εναγόμενων 1» να αποφύγουν να τους καταβάλουν την αμοιβή τους, αλλά και για να καταστεί αυτό πρακτικά αδύνατο.

 

Εάν η αίτηση απέβλεπε στο πρώτο, ασφαλώς και θα θεωρούσα τους καθ’ ων η αίτηση, ως αναγκαίους διαδίκους και τις αιτούμενες τροποποιήσεις, απολύτως αναγκαίες και δικαιολογημένες από κάθε άποψη, για σκοπούς ορθής, δίκαιης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Όμως, η αίτηση αποβλέπει στο δεύτερο, για το οποίο, έχω τη γνώμη, ότι προς αποτροπή του, άλλο θα πρεπε να ήταν το δικονομικό διάβημα στο οποίο οι ενάγοντες θα μπορούσαν να προβούν εκκρεμούσης της αγωγής τους, η οποία έχει ως αντικείμενο, τη διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συμφωνία που είχαν συνάψει με τους εναγόμενους και τη θέση τους, ότι αυτοί, κατά παράβασή της αρνούνται και/ή αμελούν και/ή αδιαφορούν να τους καταβάλουν τη συμφωνηθείσα αμοιβή τους.

 

Εκκρεμούσης μιας αγωγής, ο νόμος παρέχει τα αναγκαία νομικά όπλα και δικονομικά μέσα προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής. Και σε τέτοια περίπτωση, ο νόμος και πάλιν είναι αρωγός του επιτυχόντα διαδίκου προκειμένου να μπορέσει να απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας του που απορρέουν από την εκδοθείσα  - υπέρ του - δικαστική απόφαση. Ούτε το ένα μα ούτε και το άλλο μπορούν να διασφαλιστούν με την τροποποίηση της δικογραφίας, η οποία, ως εκ της φύσης της, αλλού θα πρέπει να αποβλέπει.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ προκειμένου να εξηγήσω για ποιους λόγους δε θεωρώ τους καθ’ ων η αίτηση, ως αναγκαίους διαδίκους στην αγωγή και τις αιτούμενες τροποποιήσεις της έκθεσης απαίτησης, είτε αναγκαίες είτε δικαιολογημένες για σκοπούς ορθής, δίκαιης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, επομένως, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει το θέμα και συνυπολογίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα, δεν είμαι διατεθειμένος να δεχθώ την αίτηση.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεών και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και σε βάρος των εναγόντων.

 

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ….….………………………

                                                                                   Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο