Στέλιος Χριστοφίδη ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αριθμός Αγωγής: 882/2021, 10/1/2025
print
Τίτλος:
Στέλιος Χριστοφίδη ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αριθμός Αγωγής: 882/2021, 10/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.

                                                                                                                       

        Αριθμός Αγωγής: 882/2021

 

 

  Στέλιος Χριστοφίδη

 

    Ενάγοντες

 

-και-

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ως του κατά Νόμο εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

 

                                                                                                                                                                                                      Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 10/01/2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κυρία Μιχαήλ για C. HADJICOSTI LLC

 

Για Εναγόμενους/Αιτητές: κυρία Τσιντίδου Ι. για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου)

 

 

I.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.         Επίδικη στην παρούσα διαδικασία είναι η Αίτηση ημερομηνίας 16/05/2023 δια της οποίας ζητείται όπως τα προδικαστικά σημεία/ενστάσεις που εγείρονται στις παραγράφους 1(α) – (κ) της Έκθεσης Υπεράσπισης εκδικαστούν πριν από την ακρόαση της πιο πάνω Αγωγής.

 

2.         Δια μέσου της πιο πάνω Αγωγής ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι τον Ιούνιο του 2016 είχε προκηρυχθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, η μόνιμη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση. Κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας προήγαγε τον κύριο Παπούλα Α. αντί τον Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο καταχωρώντας την Διοικητική Προσφυγή 866/2017 εναντίον της πιο πάνω Απόφασης της Επιτροπής. Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την Απόφαση προαγωγής  του κύριου Παπούλα Α. και ο Ενάγοντας απέστειλε μέσω των Δικηγόρων του δύο επιστολές προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ζητώντας τους να συμμορφωθούν με την Απόφαση και να προχωρήσουν στην προαγωγή του Ενάγοντα στην πιο πάνω θέση.

 

3.         Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αγνόησε τις δύο επιστολές του. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να υποστεί ζημιές, τις οποίες τώρα διεκδικεί από τον Εναγόμενο.

 

4.         Ο Εναγόμενος προβάλλει προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρείς κατηγορίες. (α) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας δεν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου. (β) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την διαφορά καθότι αυτή ανάγεται στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. (γ) Στις προδικαστικές ενστάσεις δια των οποίων προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας δεν ενήργησε στην βάση των όσων αναφέρονται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθότι δεν απέστειλε επιστολή καθορίζοντας την ζημιά του αλλά ζητούσε απλά συμμόρφωση με την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

II.         ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

 

5.         Υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι επίδικο στην επίδικη Αίτηση είναι κατά πόσο το Δικαστήριο θα επιτρέψει την εκδίκαση των προδικαστικών σημείων που εγείρονται μέσα από την Έκθεση Υπεράσπισης πριν από την ακρόαση της υπόθεσης. Δεν θα κριθεί το βάσιμο ή όχι των προδικαστικών σημείων που εγείρει ο Εναγόμενος. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα εισέλθει σε αξιολόγηση της ουσίας των προδικαστικών σημείων.

 

 

Νομική Βάση

 

6.         Η νομική βάση μιας αίτησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για να είναι έγκυρο ένα δικονομικό μέτρο, θα πρέπει να καθορίζονται στη νομική βάση της ενδιάμεσης Αίτησης οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται το αίτημα.[1]

 

7.         Νομική Βάση της επίδικης Αίτησης είναι οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.9 θθ. 1-13, Δ.19 θ. 26, Δ.27, Δ.48 θ.1-4 και 7, Δ.64, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος (Κεφ. 148), ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1969 (Ν. 10/1969), ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158 (Ι)/1999) όπως τροποποιήθηκε, τα άρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκαν, το άρθρο 172 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην ελληνική και κυπριακή νομολογία, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

8.         Αντίστοιχη είναι και η νομική βάση της Ένστασης.

 

Η επίδικη Αίτηση και η Ένσταση στην επίδικη Αίτηση

 

9.          Όπως σημειώθηκε ήδη, με την επίδικη Αίτηση ζητείται από το Δικαστήριο να επιτρέψει την εκδίκαση διάφορων προδικαστικών σημείων.

 

10.      Η πιο πάνω Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση του Ενάγοντα. Δια της Ένστασης του που καταχωρίστηκε στις 27/02/2024 προβάλλονται 13 λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να επιτραπεί η εκδίκαση του προδικαστικού σημείου.

 

11.      Επιχειρώντας μια ομαδοποίηση των λόγων ένστασης, ο Ενάγοντας/Καθ’ ου προβάλλει ότι η Αίτηση δεν θα πρέπει να επιτύχει επειδή (α) η Αίτηση είναι νομικά αβάσιμη, λανθασμένη, παράτυπη και άκυρη (β) η Αίτηση είναι καταχρηστική, (γ) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθότι πρόκειται για σύνθετα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα για τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να ακούσει μαρτυρία, (δ) ακόμα και αν εκδικαστούν τα προδικαστικά σημεία/ενστάσεις δεν θα οδηγήσουν σε περάτωση της Αγωγής.

 

Νομική Πτυχή

 

12.      Οι νομικές αρχές που διέπουν την προδικαστική εξέταση ενός σημείου καθορίζονται από την Δ.27 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία έχει τύχει ερμηνείας από σειρά αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

13.      Όπως σημειώνεται στην Χ'' Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ[2], οι προϋποθέσεις για να επιτύχει η σχετική αίτηση είναι ότι (α) πρέπει στην σχετική Αίτηση να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται, (β) να καταχωρείται η επίδικη Αίτηση κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). (γ) Το Δικαστήριο να κρίνει ότι το επίδικο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του Αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής.(δ) Το Δικαστήριο θα εκδώσει μια τέτοια διαταγή με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

14.      Όσο αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο θα πρέπει να καταχωρείται η Αίτηση εκδίκασης προδικαστικού σημείου σημειώνεται ότι ο κατάλληλος χρόνος είναι κατά τον ορισμό της υπόθεσης για Οδηγίες, κατά το κλείσιμο των δικογράφων, ή εντός σύντομου χρόνου μετά. Δεν θα πρέπει να αναμένεται μέχρι και την ημερομηνία ακρόασης, με αποτέλεσμα να αναβάλλεται η ακρόαση της υπόθεσης και να προκαλούνται έξοδα. Μια τέτοια τακτική θα οδηγήσει σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το ζήτημα εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης θα εγκρίνει μια τέτοια Αίτηση και θα ορίσει το νομικό σημείο για ακρόαση πριν από την ακρόαση της Αγωγής. [3]

 

15.      Στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α.[4] αναφέρεται ότι η επίλυση θέματος προδικαστικά και, γενικότερα, η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης, όπου είναι το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαιϊκών τους συνεπειών, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσο τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Η επίκληση της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δικαιολογείται εφ' όσον το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα, άλλωστε, τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι, όπως υποδεικνύεται στη Sevegep  Ltd. v.  United Sea  Transport Ltd.  Andothers (1989) 1 Α.Α.Δ. (E) 729 εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση, και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαιτήσεως.

 

16.      Όπου τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί την διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης.  Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

17.      Στην υπόθεση Malachtou v. Armeftis (1984) 1 C.L.R. 548 τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι με βάση τη Δ.27 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αποφασίζονται αμιγώς νομικά θέματα όταν μια τέτοια απόφαση θα είναι καθοριστική για την τύχη της διαδικασίας μεταξύ των μερών, υπό τον όρο όμως ότι το πραγματικό υπόβαθρο δε βρίσκεται κάτω από αμφισβήτηση. Προκύπτει επομένως ότι η εκδίκαση προκαταρκτικών νομικών σημείων γίνεται μόνο στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου.

 

18.      Συνεπώς, το τι προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι μόνο καθαρά νομικά σημεία εκδικάζονται κάτω από την Δ.27 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Υποθέσεις μικτού νομικού και πραγματικού θέματος ή μόνο πραγματικού εκδικάζονται κάτω από την Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εκδικάσει το προδικαστικό σημείο όταν αυτό είναι καθοριστικό για την αντιδικία των διαδίκων. Σε περίπτωση που τα γεγονότα όπως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί την διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης.  Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Τα παραδεκτά γεγονότα

 

19.      Οι Συνήγοροι των Διαδίκων καταχώρισαν στο Δικαστήριο κατάλογο παραδεκτών γεγονότων. Σύμφωνα με τον εν λόγω Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων:

 

(i)            Η Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31/03/2017. Παραδεκτό κατέστη και το Τεκμήριο 1 που επισυνάπτεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση, που είναι η Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

 

(ii)          Το Διοικητικό Δικαστήριο με Απόφαση του στην Προσφυγή 866/2017 μεταξύ του Ενάγοντα και της Κυπριακής Δημοκρατίας και η οποία εκδόθηκε στις 20/08/2019 ακύρωσε την Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017 για προαγωγή του κύριου Παπούλα Α. στην θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση από 20/02/2017. Παραδεκτά κατέστησαν τα Τεκμήρια 3 και 4 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση και που είναι η Προσφυγή που καταχωρίστηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο και η Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου αντίστοιχα.

 

(iii)         Ακολούθως με νέα απόφαση της η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 5269 στις 27/03/2020, γνωστοποίηση αριθμός 286, αποφάσισε να προάγει τον κύριο Παπούλα Α. στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση αναδρομικά από 20/02/2017. Παραδεκτό κατέστη και το Τεκμήριο 2 στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση.

 

(iv)         Εναντίον της νέας Απόφασης της Διοίκησης δεν ασκήθηκε Προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Είναι η επίδικη Αίτηση εμπρόθεσμη και νομότυπη

 

20.      Από αναδρομή στο φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η Κλήση για Οδηγίες εκδόθηκε στις 23/01/2023.

 

21.      Το Παράρτημα που καταχωρίστηκε σύμφωνα με τον Τύπο 25 καταχωρίστηκε στις 25/01/2023 από τον Εναγόμενο, σημειώνοντας κατάλληλα το σημείο που αναφέρει «Άλλο αίτημα που δεν καλύπτεται από τα ανωτέρω».

 

22.      Η επίδικη Αίτηση καταχωρίστηκε τρείς μήνες αργότερα και πριν γίνει οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα.

 

23.      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι στην επίδικη Αίτηση καθορίζεται επαρκώς το νομικό σημείο που ζητείται η εκδίκαση του.

24.      Συνεπώς διαπιστώνεται το εμπρόθεσμο και το νομότυπο της επίδικης Αίτησης.

 

Αποτελούν οι προδικαστικές ενστάσεις «καθαρά νομικά σημεία»

 

25.      Από μια ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης που καταχώρισε ο Ενάγοντας προκύπτει ότι τις ζημιές που διεκδικεί από τον Εναγόμενο, τις στηρίζει σε ένα πλέγμα γεγονότων που αφορούν τον μη διορισμό του στην θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση και την ακύρωση της Απόφασης της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15/02/2017.

 

26.      Η επιχειρηματολογία του Εναγόμενου αλλά και οι προδικαστικές ενστάσεις περιστρέφονται γύρω από το άρθρο 146.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και στο ότι ο Ενάγοντας στηρίζει τις αξιώσεις του στο δημόσιο δίκαιο.

 

27.      Το αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις μετά την έκδοση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης, το οποίο καθιερώνει το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis).  Οι προϋποθέσεις γένεσης του δικαιώματος αυτού καθώς και οι κανόνες καθορισμού του ύψους των αποζημιώσεων είναι ιδιαίτεροι και διαφέρουν από τους αντίστοιχους του κοινοδικαίου και της επιείκειας (Frangoulides ν. Republic (1982) 1 C.L.R 462).

 

28.      Το άρθρο 146.6 έχει ερμηνευθεί στην Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Στην εν λόγω υπόθεση υπογραμμίστηκε ότι η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφ’ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση από πολιτικό δικαστήριο. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται εφ’ όσον η αξίωση αυτού δεν ικανοποιήθηκε υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου. Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με τη ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Από την στιγμή που η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης, τότε  η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφραγίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Όπως σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή.   Στην εκεί επίδικη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών. 

 

29.      Στην πρόσφατη Απόφαση του Εφετείου J. N. Christofides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση αρ. 321/2018, ημερομηνίας 26 Ιουλίου 2024, όπου υιοθετήθηκαν οι Αποφάσεις Νικόλας ν. Δημοκρατία (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 983, 1004, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629 και Κοινοπραξία A.D.T. - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Αναθεωρητική Έφεση 42/2015 ημ. 12/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:C4, ECLI:CY:AD:2022:C4 υπογραμμίστηκε η αναγκαιότητα ύπαρξης επανεξέτασης προκειμένου να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 146. 6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αναγκαιότητα ή μη της επανεξέτασης προκύπτει από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η παράλειψη της εφεσείουσας να προσβάλει την μη επανεξέταση της διοικητικής πράξης ανάκλησης του διαγωνισμού, της στερούσε το αγώγιμο δικαίωμα να αιτείται αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

 

30.      Στην Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian κ.α.ECLI:CY:AD:2014:A167, Πολιτική Έφεση αρ. 151/10, ημερ. 7/3/2014 σημειώνεται ότι το κατά πόσο η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα συνιστά νομικό ζήτημα.

 

31.      Μέσα σε αυτό το νομολογιακό πλαίσιο διαπιστώνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που προβάλλονται στην παράγραφο 1 (α), (β), (γ), (δ), (ζ), (η) (θ)  της Έκθεσης Υπεράσπισης αφορούν ένα καθαρό νομικό σημείο, η αξιολόγηση του οποίου θα συμβάλει στην αποφυγή περαιτέρω εξόδων και σπατάλης δικαστικού χρόνου σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ευσταθούν. Δια μέσου των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων προβάλλεται επί της ουσίας ότι ο Ενάγοντας δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου ή/και δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα ή/και ότι η παράλειψη του Ενάγοντα να προσφύγει εναντίον της απόφασης της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μετά την επαναξιολόγηση, αποστερεί από τον Ενάγοντα το δικαίωμα να διεκδικεί αποζημιώσεις.   

 

32.      Σε σχέση με την προδικαστική Ένσταση που προβάλλεται στην παράγραφο 1 (στ) της Έκθεσης Υπεράσπισης διαπιστώνεται ότι και αυτή η αφορά ένα σημείο το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα. Συγκεκριμένα με την εν λόγω προδικαστική ένσταση, προβάλλεται ότι το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα δεν «γεννήθηκε» καθότι στην επιστολή που απέστειλε στο αρμόδιο διοικητικό όργανο δεν καθόρισε την ζημιά του αλλά αρκέστηκε να ζητήσει την συμμόρφωση της Διοίκησης με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που κατά την αξιολόγηση του ήθελε κριθεί ότι ευσταθεί θα συμβάλει στην αποφυγή περαιτέρω εξόδων και σπατάλης δικαστικού χρόνου.

 

33.      Κατ’ αντίστοιχο τρόπο τα όσα προβάλλονται στην παράγραφο 1 (ε) και (κ) της Έκθεσης Υπεράσπισης αποτελούν καθαρά νομικά σημεία. Στις εν λόγω παραγράφους προβάλλεται ότι ο Ενάγοντας στηρίζει το αγώγιμο δικαίωμα του σε πράξεις που ανάγονται στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου, για τα οποία το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα. Επειδή το ζήτημα αυτό ανάγεται στην δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, τυχόν επιτυχία των προδικαστικών αυτών ενστάσεων θα έχει καταλυτικές συνέπειες για την τύχη της παρούσας Αγωγής.

 

Υπάρχει παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο;

 

34.      Με δεδομένη την διαπίστωση ότι οι προς εκδίκαση προδικαστικές ενστάσεις αφορούν καθαρά νομικά σημεία, ικανά να εκδικαστούν προδικαστικά, το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο υπάρχουν αδιαμφισβήτητα παραδεκτά γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία σύμφωνα και με την νομολογία να καθιστούν δυνατή την εκδίκαση των προδικαστικών σημείων.

 

35.      Όπως σημειώθηκε, οι Συνήγοροι των Διαδίκων κατέθεσαν στο Δικαστήριο κατάλογο παραδεκτών γεγονότων. Επιπλέον τούτου, από ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης και συγκεκριμένα της παραγράφου 7 και 8 αυτής διαπιστώνεται ότι αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι απέστειλε προς την Εκπαιδευτική Υπηρεσία δύο επιστολές δια των οποίων ζητείτο συμμόρφωση με την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Την παράγραφο αυτή παραδέχεται ο Εναγόμενος στην παράγραφο 8 (2) της Έκθεσης Υπεράσπισης του ενώ στην Απάντηση στην Υπεράσπιση αναφέρεται ότι ο Ενάγοντας «επαναλαμβάνει όλους μαζί και ένα προς ένα τους ισχυρισμούς τους οποίου προβάλλει πιο πάνω και στην Έκθεση Απαίτησης του και εμμένει στις απαιτήσεις τις οποίες εγείρει [..]».

 

36.      Συνεπώς υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτό και αδιαμφισβήτητο πραγματικό υπόβαθρο, το οποίο αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς ως η νομολογία των Δικαστηρίων απαιτεί.

 

37.      Τα όσα έχουν παρατεθεί πιο πάνω καθιστούν τους λόγους ένστασης που έχει προβάλει η πλευρά του Ενάγοντα έκθετους σε απόρριψη.

 

38.      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που προβάλλονται στην παράγραφο 1 (α) – (κ) της Έκθεσης Υπεράσπισης  συνιστούν νομικά ζητήματα, τα οποία δύνανται να εκδικαστούν και να αποφασισθούν προδικαστικά και ότι σε περίπτωση που οι προδικαστικές ενστάσεις επιτύχουν, η επίλυση τους αδιαμφισβήτητα θα συμβάλει στην εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, ως είναι ο σκοπός της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

III.       ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

39.      Υπό το φως των όσων έχουν σημειωθεί η Αίτηση επιτυγχάνει.

 

40.      Η υπόθεση είναι ήδη ορισμένη στις 20/01/2025 και ώρα 09:00 π.μ. Κατά την εν λόγω ημερομηνία θα δοθεί ημερομηνία ακρόασης του προδικαστικού ζητήματος.

 

41.      Τα έξοδα της επίδικης Αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου/Αιτητή και εναντίον του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση και θα είναι καταβλητέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

                                                               (Υπ.)…………………………………………..

                                                                                     Χ. Στρόππος, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1A.A.Δ. 965, Φλουρέντζου κ.ά ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά (2007) 1 A.A.Δ. 393 και Egiazaryan κ.ά ν. Denoro Investments Limited (2013) 1 A.A.Δ. 409.

[3] Βλ. Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167, Hambou v. Thoma (1987)1 C.L.R. 370, The heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167, Michaelides v. Diakou (1968) 1C.L.R. 392 και, επίσης, στην υπόθεση Panikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50.

 

[4] (1991) 1 Α.Α.Δ. 229

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο