
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.
Αριθμός Αγωγής: 187/2020
TRUST INTERNATIONAL INSURANCE COMPANY (CYPRUS) LIMITED
Ενάγοντες
-και-
1. Όλγα Θωμά
2. Στυλιανός Αμπατζίδης
Εναγόμενοι
Ημερομηνία: 07/01/2025
Εμφανίσεις:
Για Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση: κύριος Ζαννούπας Σ.
Για Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση: κυρία Βασιλείου Σ. για ΧΑΒΙΑΡΑΣ & ΦΙΛΙΠΠΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Αίτηση για παραμερισμό Απόφασης του Δικαστηρίου)
I. Εισαγωγή
1. Επίδικη στην παρούσα διαδικασία είναι η Αίτηση ημερομηνίας 27/12/2023 δια της οποίας ζητείται ο παραμερισμός ή/και η ακύρωση των Αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν στις 21/02/2022 και 18/04/2022 στην απουσία των Εναγόμενων. H Απόφαση ημερομηνίας 21/02/2022 αφορά την Εναγόμενη 1 ενώ η Απόφαση ημερομηνίας 18/04/2022 αφορά τον Εναγόμενο 2.
Η θέση της Ενάγουσας
2. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα είναι Ασφαλιστική Εταιρεία η οποία είχε ασφαλίσει το όχημα της Εναγόμενης 1 έναντι τρίτου δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου/Πιστοποιητικού Ασφάλισης που υπογράφτηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1.
3. Το εν λόγω όχημα εκτός από την Ενάγουσα δικαιούτο, σύμφωνα με το σχετικό Πιστοποιητικό Ασφάλισης, να το οδηγεί ακόμη ένα πρόσωπο.
4. Κατά παράβαση του σχετικού Πιστοποιητικού Ασφάλισης ο Εναγόμενος 2 οδηγούσε το όχημα της Εναγόμενης 1 στις 22/04/2013 προκαλώντας ατύχημα και ζημιές στο όχημα τρίτου προσώπου.
5. Ο Εναγόμενος 2 δεν κατονομαζόταν ρητά στο εν λόγω Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο/Πιστοποιητικό Ασφάλισης.
6. Η Ενάγουσα εξαιτίας του πιο πάνω ατυχήματος που προκάλεσε ο Εναγόμενος 2 κατέβαλε το ποσό των 3.250 Ευρώ προς τρίτο πρόσωπο, το οποίο είχε υποστεί ζημιές από το ατύχημα που προκάλεσε ο Εναγόμενος 2 με το όχημα της Εναγόμενης 1. Το ποσό αυτό το διεκδικεί τώρα η Ενάγουσα από τους Εναγόμενους αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα δυνάμει Συμβατικής Σχέσης.
7. Όπως θα διαφανεί αμέσως πιο κάτω, το δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα βεβαρημένο.
Το δικονομικό ιστορικό
8. Οι Εναγόμενοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης μέσω του Δικηγόρου τους στις 05/03/2021. Ακολούθησε η καταχώριση Αίτησης για Απόφαση λόγω μη καταχώρισης Έκθεσης Υπεράσπισης στις 27/05/2021.
9. Στις 22/11/2021 όπου η πιο πάνω Αίτηση ήταν ορισμένη για Απόδειξη το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «ο Δικηγόρος των Εναγόμενων είχε αποβιώσει πρόσφατα». Ενόψει τούτου ζήτησε από τους Συνήγορους της Ενάγουσας να επικοινωνήσουν με τον κύριο Αλεξάνδρου, επίσης Δικηγόρο, ο οποίος όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό «ίσως να γνωρίζει κατά πώς θα τύχουν χειρισμού οι υποθέσεις του αποβιώσαντος Δικηγόρου». Ως εκ τούτου όρισε εκ νέου την σχετική Αίτηση για Απόφαση εναντίον των Εναγόμενων λόγω μη καταχώριση Έκθεσης Υπεράσπισης για Απόδειξη στις 21/02/2022.
10. Στο ενδιάμεσο, οι Συνήγοροι των Εναγόντων καταχώρισαν ένορκη δήλωση απόδειξης στις 18/02/2022.
11. Ενόψει της παράλειψης εμφάνισης εκ μέρους των Εναγόμενων κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση, το Δικαστήριο εξέδωσε Απόφαση στην απουσία της Εναγόμενης 1 στις 21/02/2022, ορίζοντας την για περαιτέρω απόδειξη σε σχέση με τον Εναγόμενο 2.
12. Στις 18/04/2022 όπου η υπόθεση ήταν και πάλι ορισμένη για Απόδειξη εναντίον του Εναγόμενου 2, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία εναντίον του και εξέδωσε Απόφαση εναντίον του Εναγόμενου 2, αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα με την Εναγόμενη 1.
13. Ακολούθησε η καταχώριση Αίτησης για Οικονομική εξέταση στις 23/09/2022 από τους Ενάγοντες εναντίον της Εναγόμενης 1.
14. Η σχετική αίτηση ορίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες για επίδοση, ήτοι στις 18/11/2022, 11/01/2023 και 15/03/2023.
15. Στις 03/05/2023 καταχωρίστηκε αίτηση για υποκατάστατη επίδοση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η εν λόγω αίτηση κατέστη απαραίτητη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, καθότι δεν ήταν εφικτή η επίδοση της εν λόγω Αίτηση προς την Εναγόμενη 1.
16. Ακολούθησαν διάφορες εμφανίσεις στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης για υποκατάστατή επίδοση, ήτοι στις 16/05/2023 και 22/05/2023 με την αίτηση να τροποποιείται και να προστίθεται ως τρόπος υποκατάστατης επίδοσης η επίδοση μέσω της εφαρμογής «Viber». Στο μεταξύ συνέχισαν να πραγματοποιούνται εμφανίσεις, ήτοι στις 12/06/2023, 22/06/2023 και 28/06/2023 με τα σχετικά διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης να εκδίδονται την τελευταία από τις πιο πάνω ημερομηνίες.
17. Εν τέλει καταχωρίστηκε ένορκη δήλωση επίδοσης στις 09/08/2023, δια της οποίας βεβαίωνε ο κύριος Καγκελλάρης Χ. ότι έγινε η επίδοση μέσω της εφαρμογής «Viber» προς την Εναγόμενη 1. Ενόψει τούτου στις 03/10/2023 όπου η Αίτηση για Οικονομική Εξέταση ήταν ορισμένη και ενόψει της απουσίας της Εναγόμενης 1 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον της.
18. Στις 20/11/2023 όπου ήταν ορισμένη η Αίτηση για οικονομική εξέταση για έλεγχο του εντάλματος σύλληψης, το οποίο εν τέλει εκτελέστηκε, η Εναγόμενη 1 ανέφερε ότι «δεν γνώριζα ότι έπρεπε να έρθω».
19. Την πιο πάνω εμφάνιση ακολούθησε η καταχώριση της επίδικης Αίτηση για παραμερισμό από τους Εναγόμενους των Αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν στις 21/02/2022 και 18/04/2022.
20. Ακολούθησε η καταχώριση Αίτησης για αναστολή εκτέλεσης των Αποφάσεων του Δικαστηρίου. Αφού ακολούθησαν διάφορες εμφανίσεις τόσο για την Αίτηση έρευνας όσο και για την Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της Απόφασης του Δικαστηρίου, εκδόθηκε εκ συμφώνου το σχετικό Διάταγμα στις 26/01/2024 και η εκτέλεση της Απόφασης του Δικαστηρίου εναντίον των Εναγόμενων έχει ανασταλεί.
21. Η Ένσταση των Εναγόντων/Καθ’ ων η Αίτηση στην επίδικη Αίτηση καταχωρίστηκε στις 23/02/2024.
II. Νομική Πτυχή
22. Η νομική βάση μιας αίτησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για να είναι έγκυρο ένα δικονομικό μέτρο, θα πρέπει να καθορίζονται στη νομική βάση της ενδιάμεσης Αίτησης οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται το αίτημα.[1]
23. Νομική βάση της επίδικης Αίτησης είναι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 θ. 1-6 και 9 (h), Δ.64, Δ.16 θ. 7, Δ.17 θ. 10, Δ.26 θ. 1 – 14, το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η νομολογία, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου. Νομική βάση της Ένσταση είναι η Δ.2 θ. 2, Δ.6 θ. 6, 7 (1) (γ), Δ.17 θ. 1 – 10, Δ.26 θ. 1, Δ.33 θ. 3, 5, Δ.35 θ. 18-19, Δ.40 θ. 11, Δ.48 θ. 1-9, Δ.64, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο περί Δικαστηρίων Νόμος 14/1960 (άρθρα 21 και 22), η νομολογία, οι συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου.
24. H Δ.17 θ. 10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δίνει την δυνατότητα παραμερισμού Δικαστικής Απόφασης παρέχοντας προς τούτο διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο.
25. Εκεί και όπου η Απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε παράνομα, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας τότε η Απόφαση παραμερίζεται ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης (ex debito justitiae) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας.[2] Μια τέτοια περίπτωση είναι η κακή επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος.
26. Σε περίπτωση που δεν παραμερίζεται η Απόφαση του Δικαστηρίου ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εξισορροπούνται διάφοροι παράγοντες. Πρώτον, το δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουστεί. Δεύτερον η ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και τρίτον η διαφύλαξη της τελεσιδικίας των Δικαστικών Αποφάσεων.
27. Η ύπαρξη καλής υπεράσπισης είναι πρωταρχικής σημασίας. Κατά την αξιολόγηση της «εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης» που προβάλλουν οι Αιτητές, αυτή θα πρέπει να καταδειχθεί, χωρίς το Δικαστήριο να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού.[3] Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της Υπεράσπισης που προβάλλουν οι Αιτητές[4] και δεν θα κάνει οποιαδήποτε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί των ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλουν οι Αιτητές. Το Δικαστήριο θα εξετάσει στο στάδιο αυτό κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία που να δικαιολογούν το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Για να καταστεί αυτό εφικτό θα πρέπει να παρουσιαστούν κάποια αποδεικτικά στοιχεία και γεγονότα που διαθέτουν κάποιο βαθμό πειστικότητας και τεκμηρίωσης.[5]
28. Πρόκειται για ένα περιορισμένο βάρος, το οποίο βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών. Σε περίπτωση που προβληθεί υπεράσπιση χωρίς τα πιο πάνω χαρακτηριστικά τότε η Αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.[6] Απλή αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σε αυτούς κάποια βαρύτητα ισοδυναμεί με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.[7]
29. Παράλληλα θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι υπήρχε σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο οι Αιτητές και άφησαν την υπόθεση να εκδικαστεί στην απουσία τους. Θα πρέπει επίσης να καταδειχθεί ότι έδρασαν οι Αιτητές με επιμέλεια και ταχύτητα μετά την έκδοση απόφασης εναντίον τους.[8] Οι Αιτητές έχουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι δικαιολογημένα καθυστέρησαν να αποταθούν στο Δικαστήριο και απλή εξήγηση της καθυστέρησης δεν συνιστά και ικανοποιητική δικαιολόγησή της.[9]
30. Σε διαφορετική περίπτωση αν ένας διάδικος μπορούσε απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας την οποία φέρει η απόφαση και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα καθίσταντο άνευ αντικειμένου, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό απόφασης ισοδυναμεί με καταφρόνηση του Δικαστηρίου ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση.[10]
31. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του Αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό Απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.[11]
32. Από την άλλη όμως το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.
33. Το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία που αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης.[12]
34. Καταληκτικά, το τι πρέπει να καταδείξει ο Αιτητής για παραμερισμό απόφασης (όχι να αποδείξει) είναι, αν δεν καταδειχθεί παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία.[13]
III. Η επίδικη Αίτηση
35. Οι Συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο Δικαστήριο τις γραπτές αγορεύσεις τους, τις οποίες το Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη. Εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο θα γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε αυτές. Εκ προοιμίου σημειώνεται ότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.
36. Κάθε επιχείρημα συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.[14] Όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.[15] Σημειώνεται δε ότι καμία πλευρά δεν επέλεξε να αντεξετάσει ή να υποβάλει αίτημα για να καταχωρίσει Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση προς απάντηση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς.[16]
Η επιχειρηματολογία των Αιτητών
37. Η επιχειρηματολογία των Αιτητών περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες:
(i) Πρώτος άξονας της επιχειρηματολογίας τους, είναι οι διαβεβαιώσεις από τον τότε Δικηγόρο τους ότι η Αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει με αποτέλεσμα να θεωρήσουν το θέμα «λήξαν» παρά το ότι καταχώρισαν Σημείωμα Εμφάνισης στις 05/02/2021.[17] Ενόψει των διαβεβαιώσεων που ισχυρίζονται ότι έλαβαν από τον (τότε) Δικηγόρο τους και παρά το ότι αυτός απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2021, δεν αναζήτησαν ξανά την υπόθεση. Στο ενδιάμεσο δεν ενημερώθηκαν ποτέ από τον κύριο Αλεξάνδρου, παρά τις Οδηγίες του Δικαστηρίου, με τον οποίον δεν συνεργάστηκαν ποτέ ενώ η Εναγόμενη 1 όταν έλαβε με υποκατάστατη επίδοση την Αίτηση Οικονομικής Εξέτασης μέσω της εφαρμογής «Viber», θεώρησε ότι ενδεχομένως να επρόκειτο για μια διαδικτυακή απάτη και δεν την άνοιξε.
(ii) Δεύτερος άξονας της επιχειρηματολογίας των Αιτητών είναι ότι έχουν καλή Υπεράσπιση, επειδή το αστικό αδίκημα της αμέλειας έχει παραγραφεί κατά την καταχώριση της Αγωγής και επειδή υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της Αγωγής. Αυτό το οποίο σημειώνουν είναι ότι ουδέποτε είχαν συμβατική σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση και δεν είχαν ασφαλίσει το επίδικο όχημα στην Ενάγουσα. Σύμφωνα με την θέση τους, ο Εναγόμενος 2 δεν ήταν ποτέ αμελής και οδηγούσε καθ’ όλα νόμιμα το όχημα.[18] Σε άλλο σημείο αναφέρουν ότι η Εναγόμενη 1 δεν ήταν ποτέ αμελής γιατί δεν επέτρεψε ποτέ στον Εναγόμενο 2 να οδηγήσει το επίδικο όχημα της.[19] Καταλογίζεται το ατύχημα στην οδηγό του άλλου εμπλεκόμενου οχήματος. Τέλος, σημειώνουν ότι η Ενάγουσα δεν τους ενημέρωσε ποτέ για την πρόθεση της να αποζημιώσει το οποιοδήποτε πρόσωπο για να συμμετάσχουν στην σχετική διαδικασία και να εκτιμήσουν τις ζημιές. Επιπλέον, σημειώνουν τις προσπάθειες που ήδη έκαναν για να βρεθεί μια εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης για να «αγοράσουν τον μπελά».
H επιχειρηματολογία της Καθ’ ης η Αίτηση
38. Με την Ένσταση που καταχώρισε η Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλεται ότι δεν αποκαλύπτεται καλή και συζητήσιμη υπεράσπιση, δεν καταδείχθηκε οποιοσδήποτε σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση στην καταχώριση της επίδικης Αίτησης. Πρόκειται για μια προσπάθεια των Αιτητών να δικαιολογήσουν την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις υποχρεώσεις τους προς την Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση, κάτι το οποίο προσλαμβάνει την μορφή καταφρόνησης της Δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.
39. Μέσα από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση αναφέρεται ότι ακόμα και στο ίδιο το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο αναγράφεται η υποχρέωση καταχώρισης Υπεράσπισης εντός 14 ημερών από την καταχώριση του Σημειώματος Εμφάνισης. Προβάλλεται περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών είναι πέραν της λογικής αφού ουδέποτε επέδειξαν το οποιοδήποτε ενδιαφέρον οι Αιτητές για την πορεία της υπόθεσης τους ακόμα και μετά τον θάνατο του (τότε) Δικηγόρου τους. Η συμπεριφορά ιδιαίτερα της Εναγόμενης 1/Αιτήτριας είναι ξεκάθαρα περιφρονητική και τα όσα ισχυρίζεται αναληθή αφού ο ιδιώτης επιδότης προσπάθησε να της επιδώσει τόσο στις 12/12/2022 αλλά και στις 13/02/2023.
40. Η Καθ’ ης η Αίτηση προσκομίζει ως Τεκμήριο, ειδοποίηση του επιδότη ημερομηνίας 12/12/2022, στο οποίο αναφέρεται ότι επικοινώνησε με την Εναγόμενη 1 τηλεφωνικά για να της επιδώσει την Αίτηση Οικονομικής Εξέτασης αλλά αυτή δεν του απάντησε για να συναντηθούν.
41. Νέα προσπάθεια έκανε ο ιδιώτης επιδότης, όπως αναφέρεται στο Τεκμήριο 1 επισκεπτόμενος ιδιωτική επιχείρηση που διατηρεί η Εναγόμενη 1, όπου εντόπισε την μητέρα της, η οποία τον ενημέρωσε ότι η Εναγόμενη 1 βρίσκεται στο εξωτερικό χωρίς να γνωρίζει πότε αυτή θα επιστρέψει.
42. Επιπλέον, αναφέρουν ότι είχαν ενημερώσει τον κύριο Αλεξάνδρου, ως ήταν οι Οδηγίες του Δικαστηρίου αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση είχε δοθεί επαρκής χρόνος για να εμφανιστούν οι Εναγόμενοι/Αιτητές χωρίς αυτοί να επιδείξουν κανένα ενδιαφέρον.
43. Τέλος, σημειώνουν ότι δεν έχουν καταδείξει καλή υπεράσπιση αφού ο ισχυρισμός τους περί παραγραφής είναι ανυπόστατος. Σύμφωνα με την θέση της Καθ’ ης η Αίτηση, η αξίωση της στηρίζεται στην Σύμβαση Ασφάλισης που είχε υπογραφτεί μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1 και τοι σχετικό Πιστοποιητικό Ασφάλισης και όχι σε αμέλεια όπως εσφαλμένα αναφέρουν οι Αιτητές.
44. Στη βάση των πιο πάνω το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει κατά πόσο έχει καταδειχθεί καλή υπεράσπιση από τους Εναγόμενους. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο και εφόσον διαπιστωθεί καλή υπεράσπιση, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώριση της επίδικης Αίτησης ή τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους των Εναγόμενων που να ισοδυναμεί με καταφρόνηση ή περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών. Στην τελευταία περίπτωση το Δικαστήριο δύναται να μην ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να παραμερίσει την Απόφαση του.
Πρέπει να παραμεριστούν οι Αποφάσεις του Δικαστηρίου ως καθήκον έναντι της Δικαιοσύνης;
45. Ο Συνήγορος των Εναγόμενων μέσα από την γραπτή του αγόρευση θίγει ακροθιγώς ότι το Δικαστήριο δεν είναι απαραίτητο να υπεισέλθει στην εξέταση της ύπαρξης συζητήσιμης υπεράσπισής καθότι οι Αποφάσεις του Δικαστηρίου θα πρέπει να παραμεριστούν ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης.
46. Πυρήνας της επιχειρηματολογίας αυτής αποτελεί το ότι οι Εναγόμενοι δεν ενημερώθηκαν ποτέ από τον κύριο Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν γνώριζαν και ούτε συνεργάστηκαν ποτέ τους για την πορεία της υπόθεσης, ως ήταν οι Οδηγίες του Δικαστηρίου. Το σημείο αυτό το διασυνδέουν με την αναφορά του (τότε) Δικηγόρου τους ότι η Ενάγουσα δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας της Αγωγής εναντίον τους με αποτέλεσμα να θεωρούν το θέμα λήξαν.
47. Για να παραμεριστεί μια Απόφαση του Δικαστηρίου ex debito justitiae θα πρέπει να διαπιστωθεί θεμελιακό ελάττωμα στην διαδικασία. Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία η κακή επίδοση αποτελεί ένα τέτοιο θεμελιακό ελάττωμα που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης. Η επίδοση Κλητηρίου Εντάλματος στους διαδίκους είναι απαραίτητη για την θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Μόνο έτσι ένα άτομο γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει και να προβάλει την υπεράσπιση του. Πρόκειται για απόρροια του άρθρου 30 (3) (α) και (β) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. [20]
48. Είναι αποδεκτό από τους διαδίκους ότι η Αγωγή επιδόθηκε δεόντως στους Εναγόμενους, οι οποίοι καταχώρισαν προς τούτου και σημείωμα εμφάνισης. Μάλιστα ο Εναγόμενος 2 καταχώρισε αυτοβούλως σημείωμα εμφάνισης στην διαδικασία.
49. Η περίπτωση που αφορά τους Εναγόμενους όμως δεν εμπίπτει εντός του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανόνα και δεν δύναται να παραμεριστεί η Απόφαση του Δικαστηρίου ως καθήκον έναντι της δικαιοσύνης. Σε κανένα σημείο δεν προβάλλεται κάποιο θεμελιακό ελάττωμα που να συνδέεται με την διαδικασία και το ζήτημα αυτό δεν αναπτύχθηκε με παραπομπή στην νομολογία.
50. Ο (τότε) Δικηγόρος των Εναγόμενων είχε αποβιώσει πριν από την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η Αίτηση για Απόφαση λόγω μη καταχώρισης Έκθεσης Υπεράσπισης για Απόδειξη.
51. Με την επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος και την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης, οι Εναγόμενοι είχαν επαχθεί στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Από την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης έκαστος διάδικος θα πρέπει να βρίσκεται υπό εγρήγορση και να φροντίζει να ενημερώνεται για την πορεία της υπόθεσης που καταχωρίστηκε εναντίον του. Ο θάνατος του (τότε) Δικηγόρου των Εναγόμενων θα έπρεπε να αποτελέσει ένα επιπλέον λόγο ώστε να τεθούν σε εγρήγορση οι Εναγόμενοι και να αναζητήσουν την υπόθεση τους και την τύχη της.
52. Η προσπάθεια εντοπισμού των Εναγόμενων από το Δικαστήριο δεν αποτελούσε υποχρέωση του Δικαστηρίου αλλά ούτε και των Συνηγόρων της Ενάγουσας. Αντίθετα, ήταν υποχρέωση των Εναγόμενων να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την διαδικασία που είχε εγερθεί εναντίον τους και εκκρεμούσε.
53. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέβαλε προσπάθεια μέσω των Δικηγόρων της Ενάγουσας να ενημερώσει κάποιο πρόσωπο που ενδεχομένως να γνωρίζει την τύχη των υποθέσεων του (τότε) Δικηγόρου των Εναγόμενων, δεν μπορεί να είναι λόγος παραμερισμού της Απόφασης του Δικαστηρίου και ούτε μπορεί να εξισωθεί με προσπάθεια επίδοσης.
54. Επιπλέον, ακόμη και να μην ενημερώθηκαν οι Εναγόμενοι από τον κύριο Αλεξάνδρου, αυτό δεν αποτελεί θεμελιακό ελάττωμα της διαδικασίας αφού όπως σημειώθηκε ήταν καθήκον και υποχρέωση των Εναγόμενων η εμφάνιση στη διαδικασία. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η διαβεβαίωση του (τότε) Δικηγόρου των Εναγόμενων δεν αφορούσε τον άνευ ετέρου άμεσο τερματισμό της διαδικασίας αλλά αφορούσε τις προοπτικές επιτυχίας της Αγωγής. Διαφορετικό συμπέρασμα θα έθετε την διαδικασία και την οριστικότητα των Αποφάσεων στην διάθεση των διαδίκων.
55. Βέβαια, από τις αναφορές των Εναγόμενων δεν μπορεί να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Από την μια ισχυρίζονται ότι «ο Δικηγόρος μας δεν καταχώρισε Υπεράσπιση με αποτέλεσμα στις 27/05/2021 να καταχωριστεί εναντίον μας αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης Υπεράσπισης» και από την άλλη αναφέρουν ότι «από την στιγμή που αναθέσαμε την Υπεράσπιση μας στον [..] και από την στιγμή που αυτός μας διαβεβαίωσε ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν καμία πιθανότητα επιτυχίας στην Αγωγή τους θεωρούσαμε το θέμα λήξαν.» Σε κάποιο άλλο σημείο αναφέρουν ότι το γεγονός του θανάτου του (τότε) Δικηγόρου τους «δεν επηρέαζε την υπόθεση» τους αφού ο ίδιος τους είχε διαβεβαιώσει ότι «θα διευθετούσε την υπόθεση.». Δεν είναι σαφές τι είναι αυτό που προσπαθούν να προβάλουν οι Αιτητές αφού πουθενά δεν φαίνεται να τους διαβεβαίωσε ότι η υπόθεση θα τερματιζόταν αυτόματα. Σημειώνεται εκ νέου ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών και με αυτά τα δεδομένα δεν το έχουν αποσείσει.
56. Σημειώνεται επιπλέον, ότι το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου, επενέργησε υπέρ των Εναγόμενων αφού με αυτό τον τρόπο δόθηκε επαρκής χρόνος, ήτοι χρονικό διάστημα τριών μηνών, ώστε ακόμα και μετά τον θάνατο του (τότε) Δικηγόρου των Εναγόμενων είτε να διορίσουν ένα νέο Δικηγόρο είτε να εμφανιστούν στη διαδικασία αυτοπροσώπως, είτε ακόμα και να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τους Συνηγόρους της Ενάγουσας για να ενημερωθούν για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης ή να προβούν γενικότερα σε οποιοδήποτε διάβημα. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν έπραξαν.
57. Υπενθυμίζεται ότι η καταχώριση της Αίτησης για απόφαση λόγω έλλειψης υπεράσπισης είχε γίνει πριν αποβιώσει ο (τότε) Δικηγόρος των Εναγόμενων. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι δεν γνώριζαν για την εν λόγω Αίτηση. Αντίθετα, ο τρόπος που διατυπώνεται ο σχετικός ισχυρισμός φαίνεται να ήταν ενήμεροι για την σχετική Αίτηση.
58. Συνεπώς, για τους πιο πάνω λόγους η Απόφαση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να παραμεριστεί ex debito justitiae.
Έχει καταδειχθεί καλή υπεράσπιση από την Εναγόμενη 1;
59. Εκ προοιμίου επαναλαμβάνεται ότι δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση, αλλά θα πρέπει να υπάρξει παράθεση θετικών γεγονότων με τρόπο πειστικό. Διαφορετικά θα μετατρεπόταν η διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας.[21]
60. Μια αναδρομή στη δικογραφία και στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας καταδεικνύει ότι η αγωγή στηρίζεται σε παράβαση σύμβασης η οποία υπογράφτηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1. Δυνάμει της Συμφωνίας αυτής, η Ενάγουσα ασφάλισε το επίδικο όχημα της Εναγόμενης 1, την οποία Συμφωνία παραβίασε η Εναγόμενη 1.
61. Η παράβαση έγκειται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, στο ότι ο Εναγόμενος 2 χωρίς να καλύπτεται από το Πιστοποιητικό Ασφάλισης (βλ. τον όρο 5 (25) του Πιστοποιητικού Ασφάλισης) οδηγούσε το ασφαλισμένο όχημα της Εναγόμενης 1 προκαλώντας ατύχημα, όντας αμελής. Από το ατύχημα αυτό προκλήθηκαν ζημιές στο όχημα τρίτου προσώπου, το οποίο αποζημίωσε η Ενάγουσα.
62. Με βάση το Ασφαλιστήριο Μηχανοκίνητου Οχήματος το οποίο είναι συνημμένο ως Τεκμήριο 3 στην Ένορκη Δήλωση Απόδειξης (βλ. σελίδες 20 και 22), που καταχωρίστηκε στις 18/02/2022, η Ενάγουσα σε περίπτωση που καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για το οποίο δεν έχει ευθύνη, τότε θα δικαιούται να το ανακτήσει από τον Ασφαλισμένο και από τον Οδηγό. Μια τέτοια περίπτωση είναι όπως αναφέρει η Ενάγουσα και η οδήγηση του οχήματος από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό.
63. Από τα όσα έχουν καταδειχθεί πιο πάνω και χωρίς το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό να υπεισέρχεται στην ουσία των επιχειρημάτων των διαδίκων, προκύπτει ότι η προβολή του ισχυρισμού περί παραγραφής του αστικού αδικήματος της αμέλειας δεν μπορεί να αποτελέσει καλή υπεράσπιση από μέρους των Εναγόμενων σε μια Αγωγή που αφορά παράβαση συμβατικής σχέσης.
64. Παράλληλα με το πιο πάνω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι δεν είχαν καμία συμβατική σχέση με την Ενάγουσα.
65. Από το σύνολο των στοιχείων και των Τεκμηρίων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και χωρίς να υπεισέρχεται το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό στην εξέταση της ουσίας του ισχυρισμού της Εναγόμενης 1 ότι δεν έχει συμβατική σχέση με την Ενάγουσα, διαπιστώνεται ότι η θέση της δεν αποτελεί καλή υπεράσπιση στη βάση των όσων η νομολογία απαιτεί.
66. Πρόκειται για ένα αόριστο και γενικό ισχυρισμό, ο οποίος δεν στηρίζεται σε κανένα θετικό στοιχείο. Η Εναγόμενη 1 δεν παρείχε καμία εξήγηση ή έστω ένα θετικό ισχυρισμό για τον λόγο που υπάρχει ένα Πιστοποιητικό Ασφάλισης στο όνομα της και σε σχέση με το όχημα της, το οποίο μάλιστα είχε εμπλακεί και σε ατύχημα με τρίτο πρόσωπο.
67. Στο πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψη και το ότι σε άλλο σημείο της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση, η Εναγόμενη 1 προβάλλει διάφορους αντιφατικούς μεταξύ τους ισχυρισμούς. Από την μια ισχυρίζεται ότι το ατύχημα προκλήθηκε από την οδηγό του άλλου εμπλεκόμενου οχήματος και ότι ο Εναγόμενος 2 οδηγούσε το όχημα καθ’ όλα νόμιμα (βλ. παράγραφο 40 και 41 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση). Από την άλλη, σε διαφορετική παράγραφο της σχετικής ένορκής δήλωσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον Εναγόμενο 2 να οδηγήσει το όχημα της (βλ. παράγραφο 45 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση).
68. Δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο παράλληλα, δηλαδή και να οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 καθ’ όλα νόμιμα το όχημα της Εναγόμενης 1 και παράλληλα να μην του επέτρεψε ποτέ να οδηγήσει το όχημα της. Σε κάθε περίπτωση και να μπορούσε να συμβαίνει αυτό, δεν επεξηγήθηκε περαιτέρω από την Εναγόμενη 1.
69. Αυτή η αντιφατικότητα, αοριστία και ασάφεια στις αναφορές της Εναγόμενης 1 δεν παρέχουν κανένα στέρεο υπόβαθρο για να εξεταστεί η ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Ελλείπει δηλαδή η πειστικότητα και η τεκμηρίωση με τρόπο που να μην καθίσταται δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.[22]
70. Συνεπώς, δεν έχει καταδειχθεί βάσιμη υπεράσπιση σε σχέση με την Εναγόμενη 1.
Έχει καταδειχθεί καλή υπεράσπιση από τον Εναγόμενο 2;
71. Αντίθετα, η πιο πάνω θέση σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, δηλαδή η ανυπαρξία συμβατικής σχέσης με την Ενάγουσα κρίνεται ότι δύναται να αποτελέσει καλή υπεράσπιση.
72. Από ανάγνωση των εκατέρωθεν θέσεων και χωρίς να γίνει αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπιστώνεται από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν μέρος της Συμφωνίας που διατηρούσε η Ενάγουσα με την Εναγόμενη 1.
73. Είναι καλά γνωστή η αρχή της σχετικότητας των Συμβάσεων (privity of contract), η οποία σημαίνει ότι δικαιώματα και υποχρεώσεις από μια Σύμβαση δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων.[23] Στην προκείμενη περίπτωση, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται αφορούν Σύμβαση που δημιουργήθηκε μεταξύ της Εναγόμενης 1 και της Ενάγουσας.
Επέδειξε αδιαφορία ή αργοπορία ο Εναγόμενος 2;
74. Η διαπίστωση ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης σχετικά με τον Εναγόμενο 2, δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της Αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας Απόφασης.[24]
75. Το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του διαδίκου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας Απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης.[25]
76. Η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη των Αιτητών και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση τους να πάρουν έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της Απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της επίδικης Αίτησης.[26]
77. Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ανοίξει εκ νέου την υπόθεση του. Το γεγονός ότι ένας Αιτητής δίνει απλώς κάποια εξήγηση δεν συνιστά αιτιολόγηση.[27]
78. Η όλη επιχειρηματολογία που προβάλλεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση αφορά κυρίως την Εναγόμενη 1 ενώ αντίστοιχα, η επιχειρηματολογία της Ενάγουσας εστιάζει στην Εναγόμενη 1 και στις προσπάθειες επίδοσης της Αίτησης Οικονομικής Εξέτασης.
79. Σε σχέση με τον Εναγόμενο 2 δεν διαπιστώνεται να έχει προσφερθεί μαρτυρία που να κατατείνει στο ότι η συμπεριφορά του ήταν τέτοια που να προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της διαδικασίας ή ότι υπήρξε αργοπορία στην καταχώρισης της επίδικης Αίτησης.
80. Από την μια, η διαβεβαίωση του (τότε) Δικηγόρου των Εναγόμενων δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για την μη εμφάνιση του και την μετέπειτα έλλειψη ενδιαφέροντος για την πορεία της υπόθεσης.
81. Από την άλλη ο Εναγόμενος 2, καίτοι η Αγωγή δεν του είχε επιδοθεί, καταχώρισε αυτοβούλως σημείωμα εμφάνισης. Ακολούθως, η Ενάγουσα δεν έλαβε κανένα μέτρο εκτέλεσης εναντίον του και ούτε τέθηκε η οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος 2 είχε ενημερωθεί για τις προσπάθειες επίδοσης στην σύζυγο του της Αίτησης Οικονομικής Εξέτασης. Η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι ο Εναγόμενος 2 ενημερώθηκε για την ύπαρξη της Απόφασης εναντίον του όταν εκτελέστηκε το Ένταλμα Σύλληψης εναντίον της συζύγου του.
82. Τα πιο πάνω σε συνάρτηση με την κατάδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης[28], καθιστούν την Απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18/04/2022 υποκείμενη σε παραμερισμό.
Επέδειξε αδιαφορία ή αργοπορία η Εναγόμενη 1;
83. Παρά το γεγονός της διαπίστωσης ότι δεν καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως καλή Υπεράσπιση, θα εξεταστεί κατά πόσο η συμπεριφορά της Εναγόμενης 1 ήταν τέτοια που δεν θα επέτρεπε τον παραμερισμό της Απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της.
84. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πιο πάνω δεν ισχύουν σε σχέση με την Εναγόμενη 1. Η Ενάγουσα είχε καταβάλει αρκετές προσπάθειες να της επιδώσει την Αίτηση Οικονομικής Εξέτασης, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να αποτελέσει με τον οποιοδήποτε τρόπο αφορμή για προβληματισμό για μια Αγωγή που θεωρούσε παρελθόν η Εναγόμενη 1.
85. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι αρχικά, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση της Ενάγουσας, ο ιδιώτης επιδότης επικοινώνησε με την Εναγόμενη 1 στις 12/12/2022 σε μια προσπάθεια να επιδώσει την Αίτηση Οικονομικής Εξέτασης.
86. Ακολούθως, ο ιδιώτης επιδότης επισκέφτηκε στις 13/02/2023 την ιδιωτική επιχείρηση την οποία διατηρεί η Εναγόμενη 1, όπου εντόπισε την μητέρα της και η οποία τον ενημέρωσε ότι η Εναγόμενη 1 απουσιάζει στο εξωτερικό.
87. Ακολούθως, έγινε επίδοση της Αίτησης Οικονομικής Εξέτασης μέσω της εφαρμογής «viber» στις 07/08/2023 προς την Εναγόμενη 1 και προς τούτο καταχωρίστηκε και ένορκη δήλωση επίδοσης με την Εναγόμενη 1 να διαβάζει το σχετικό μήνυμα, την ίδια ημέρα.
88. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της Εναγόμενης 1 ότι η διαβεβαίωση του Δικηγόρου της ότι δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας της Αγωγής, ήταν αρκετή για να μην αναζητήσει ποτέ την υπόθεση και την πορεία της. Ακόμη και αυτό να αποτελούσε επαρκή αιτιολογία για την μη εμφάνιση της στη διαδικασία, οι διάφορες προσπάθειες επίδοσης που έγιναν προς την Εναγόμενη 1 όλο αυτό το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την καταχώριση της Αίτησης Οικονομικής Εξέτασης ήταν ικανές να αποτελέσουν αφορμή για προβληματισμό και αναζήτηση της πορείας της υπόθεσης, δηλαδή μιας Αγωγής την οποία θεωρούσε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, παρελθόν.
89. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με τις πιο πάνω προσπάθειες επίδοσης της Αίτησης για Οικονομική Εξέταση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της Εναγόμενης 1 ότι όταν εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης στις 19/11/2023 εναντίον της δεν ενημερώθηκε ούτε και εκεί για τον λόγο που αυτό εκδόθηκε και ότι δεν γνώριζε την υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον της.
90. Σημειώνεται δε ότι όταν στις 23/09/2022 εμφανίστηκε η Εναγόμενη 1 ενώπιον του Δικαστηρίου κατόπιν εκτέλεσης του Εντάλματος Σύλληψης ανέφερε στο Δικαστήριο ότι «δεν ήξερα ότι έπρεπε να έρθω».
91. Ενδεικτικό της στάσης της Εναγόμενης 1 έναντι της δικαστικής διαδικασίας, είναι ο χαρακτηρισμός που εντοπίζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση ότι έκανε διαπραγματεύσεις για εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης για να γλυτώσει τον «μπελά της ταλαιπωρίας του Δικαστηρίου».
92. Συνεπώς ακόμα και αν διαπιστωνόταν ότι η Εναγόμενη 1 διαθέτει «καλή υπεράσπιση» δεν θα ασκείτο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της και η Απόφαση που έχει εκδοθεί εναντίον της δεν θα παραμεριζόταν καθότι η συμπεριφορά της Εναγόμενης 1 ήταν περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των αντιδίκων της.
IV. Κατάληξη
93. Υπό το φως των όσων έχουν σημειωθεί:
(i) H Αίτηση απορρίπτεται σε σχέση με την Εναγόμενη 1.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση/Ενάγουσας και εναντίον της Αιτήτριας/Εναγόμενης 1.
(ii) Η Αίτηση σε σχέση με τον Εναγόμενο 2 επιτυγχάνει και η Απόφαση ημερομηνίας 18/04/2022 παραμερίζεται.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αγωγής.
Ο Εναγόμενος 2 να καταχωρίσει Έκθεση Υπεράσπισης εντός 20 ημερών από την έκδοση της Απόφασης και να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας για την περαιτέρω πορεία της Αγωγής.
(Υπ.)…………………………………………..
Χ. Στρόππος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1A.A.Δ. 965, Φλουρέντζου κ.ά ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά (2007) 1 A.A.Δ. 393 και Egiazaryan κ.ά ν. Denoro Investments Limited (2013) 1 A.A.Δ. 409.
[2] βλ. Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ.247, Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ v. 1. Ιωάννη Κυριακίδη 2. Σόλωνα Συμεού (2000) 1Α Α.Α.Δ 601, Bank de Binary Limited v Philip Lalor, Πολιτική Έφεση E41/18 ημερ.31/10/2023.
[3] Φραντζής v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1094.
[4] Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954.
[5] Λοΐζου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε419/16 ημερ. 7.2.2024.
[6] Τεγγεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289, Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118.
[8] βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, Πίττας v. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1761 και Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 (Γ) ΑΑΔ 1774.
[9] Φραντζής v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1094.
[10] Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης, (1997) 1Β ΑΑΔ 941.
[12] Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τραπ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938.
[13] Wakeham v. Bhattti κ.α. Πολ. Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016.
[14] Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490.
[15] Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020.
[16] Iacovou Bros. v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 1377 και Thinking Steel International BV ν. Caramondani Bros Public Co Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1460
[17] βλ. παράγραφο 10 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση.
[18] Βλ. παράγραφο 40 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση.
[19] Βλ. παράγραφο 45 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση.
[20] Ηλία Μανώλη ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Εφ. 413/11 ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37, ECLI:CY:AD:2017:A37.
[21] ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΙΝΑ ΛΕΥΚΙΔΟΥ ν. ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΝΝΑΟΥΡΙΔΗ (1999) 1 ΑΑΔ 528.
[22] Λοΐζου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε419/16 ημερ. 7.2.2024.
[24] SIBERIA AIR ν. ΒΡΑΣΙΔΑ ΠΟΥΛΛΙΚΑ (2005) 1 ΑΑΔ 893.
[25] Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ 26, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α., (2001) 1 Α.Α.Δ. 457, Καλλής v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 (B) A.A.Δ. 793, Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601 και Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64).
[26] Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26.
[27] Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26.
[28] Σύμφωνα με την Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. v. Χαπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 2 «Το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος ικανοποιεί το δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που μετρούν στην κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, την ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο