Παναγιώτα Ησαΐα ν. Χαράλαμπος Αβαρατζής, Αρ. Αγωγής: 609/2023, 28/1/2025
print
Τίτλος:
Παναγιώτα Ησαΐα ν. Χαράλαμπος Αβαρατζής, Αρ. Αγωγής: 609/2023, 28/1/2025

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 609/2023 (i-Justice)

Μεταξύ:

 

Παναγιώτα Ησαΐα

                                                                                                        Ενάγουσα

            -και-

 

Χαράλαμπος Αβαρατζής

                                                                                    Εναγόμενος

 

Αίτηση ημερομηνίας 12/03/2024 για διαγραφή παραγράφων από δικόγραφο

 

Ημερομηνία28 Ιανουαρίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα. Α. Γρύλλη για P. Tsangari & Associates LLC

Για τον Εναγόμενο/ Καθ’ ου η Αίτηση: κ Κ. Κωνσταντινίδης για Μιχαηλίδης & Παντελή Δ.Ε.Π.Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

 

1.    Στις 30/03/2023 η Ενάγουσα («Αιτήτρια»), καταχώρισε την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα γενικώς οπισθογραφημένο. Όπως προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 16/06/2023 η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος προέβει στην κοινοποίηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ημερομηνίας 06/04/2022 και 11/04/2022, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται αυτολεξεί, σε τρίτα πρόσωπα. Στην Έκθεση Απαίτηση δικογραφούνται συνοπτικά οι συνθήκες που οδήγησαν στην αποστολή των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, παραθέτει τον τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο των μηνυμάτων και καταλήγει ότι τα όσα περιλαμβάνονται σε αυτά συνιστούν δυσφήμηση και/ή επιζήμια ψευδολογία και για τα οποία αξιώνει αποζημιώσεις καθότι οι ενέργειες του Εναγόμενου της έχουν προκαλέσει ζημιά.

 

2.    Στις 12/02/2024 ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε την Υπεράσπιση του και προωθεί υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, μεταξύ άλλων, την θέση, ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε καταχρηστικά και κακόβουλα με σκοπό να ασκηθεί πίεση στον ίδιο ώστε να επωφεληθούν τρίτα πρόσωπα που είναι εμπλεκόμενα σε άλλη δικαστική διαδικασία ήτοι την αγωγή 1918/2022. Όσον αφορά την ουσία της Υπεράσπισης του, με το δικόγραφο του παραθέτει επαγγελματικές και προσωπικές πληροφορίες για τον ίδιο, αρνείται την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 06/04/2022, το οποίο όμως θεωρεί άσχετο για σκοπούς της παρούσας. Σε άλλο σημείο ισχυρίζεται ότι ανακάλεσε το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 06/04/2022 το οποίο όμως αποτελούσε έντιμο σχόλιο και/ή είναι προνομιούχο και αποτελούσε την απλή διατύπωση αληθινών γεγονότων και της γνώμης του ώστε να μην υφίσταται δυσφήμηση. Περαιτέρω, σε άλλο μέρος της Υπεράσπισης αρνείται την κοινοποίηση του μηνύματος ημερομηνίας 06/04/2022 στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις που παρέθεσε η Αιτήτρια, ενώ σε άλλο μέρος αυτής δικογραφείται ότι το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων διατυπώθηκε εσφαλμένα και απομονώθηκε μέρος του ώστε να αλλοιώνεται το νόημα του. Επιπλέον καταγράφονται λεπτομέρειες σε σχέση με την αγωγή 1918/2022, τις θεραπείες που επιζητούνται στην εν λόγω διαδικασία, τους διάδικους όπως και τα δικονομικά διαβήματα που έχουν ληφθεί σε αυτή.  Γενικότερα, αρνείται ότι προέβη σε ενέργειες με σκοπό να προκαλέσει δυσφήμιση στην Ενάγουσα και ουδεμία βλάβη της έχει προκαλέσει και περιγράφει τις προσπάθειες που υπήρξαν για εξομάλυνση των σχέσεων τους μετά την δημοσίευση των εν λόγω μηνυμάτων.

Αίτηση

 

3.    Η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση  στις 12/03/2024 (η «Αίτηση») με την οποία ζητείται η διαγραφή αποσπασμάτων από το δικόγραφο της Υπεράσπισης, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθώ στη συνέχεια, και διαζευκτικά αιτείται την διαγραφή όλου του δικογράφου. Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 θ.θ 4 και 26, Δ.20 θ.1-5, Δ.21 θ.1 έως 15, Δ.25 θ.5, Δ.27 θ.θ 1,3, Δ.48, θ.θ1 - 4 και Δ.64, στη νομολογία, στην διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου, στο Σύνταγμα και στις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση ημερομηνίας 12/03/2024 της Άννας Τσαγκάρη (η «Ε/Δ Τσαγκάρη»).

 

4.    Στην Ε/Δ Τσαγκάρη επεξηγείται ότι η ίδια είναι δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και ότι προβαίνει στην ένορκη δήλωση καθότι η Αιτήτρια είναι κλινήρης. Το περιεχόμενο της Ε/Δ Τσαγκάρη αναλώνεται στην προώθηση νομικής επιχειρηματολογίας ότι τα αποσπάσματα που η Αιτήτρια επιθυμεί να διαγραφούν είναι σκανδαλώδη, ενοχλητικά, άσχετα και αχρείαστα με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης, προκαλούν αμηχανία, δυσμενείς εντυπώσεις και προκατάληψη προς την Αιτήτρια και αν παραμείνουν θα παρεκτραπεί η ακροαματική διαδικασία αφού θα αναγκασθεί η Αιτήτρια να προσκομίσει μαρτυρία για άσχετα θέματα. Αρνείται ότι η παρούσα απαίτηση είναι καταχρηστική και διερωτάται πώς γίνεται να υφίσταται κάτι τέτοιο εφόσον οι δικογραφήμενοι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αφορούν μόνο την συμπεριφορά του Καθ’ ου η Αίτηση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και τα όσα αναφέρει στα προτεινόμενα προς διαγραφή αποσπάσματα έχουν συμπεριληφθεί για να δημιουργήσουν εντυπώσεις εναντίον της. Πιστεύει ότι οι αναφορές αυτές πρέπει να διαγραφούν, ώστε να μην υπάρξει καθυστέρηση και σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου.

Ένσταση

5.    Ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε την ένσταση του στις 15/10/2024, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου (η «Ε/Δ Αβαρατζή») και με την οποία προβάλλονται 20 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19, θ.4, Δ.20, Δ.21, Δ.27 θ.θ 1 και 3, Δ.48, θ.4, Δ.51 θ.3, Δ.57, Δ.64, στο  άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στη διακριτική ευχέρεια και συμφυείς εξουσίες, στην νομολογία και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

6.    Συνοπτικά αποδιδόμενοι, με τους λόγους ένστασης προωθείται ότι α) δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της διαγραφής των υπό αναφορά ισχυρισμών καθότι οι παράγραφοι που επιθυμεί η Αιτήτρια να διαγράψει συμμορφώνονται με τους δικονομικούς κανόνες, β) ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε με αλλότρια κίνητρα και/ή με απώτερο σκοπό την πρόκληση καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, γ) με την υπό κρίση αίτηση επιζητείται κατά τρόπο ανεπίτρεπτο όπως        κριθούν στο παρόν στάδιο επί της ουσίας ισχυρισμοί του Καθ' ου η Αίτηση  χωρίς τη διεξαγωγή δίκης δ) ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους επιθυμεί να διαγράψει η Αιτήτρια είναι ουσιώδεις και σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα και είναι αναγκαίο να τεθούν για να απαντηθούν ολοκληρωμένα οι θέσεις της Αιτήτριας ε) ότι η ομνύουσα της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση είναι δικηγόρος και δεν εξηγείται για ποιο λόγο δεν καταχωρήθηκε η ένορκη δήλωση από την Ενάγουσα και στ) ότι η Αίτηση είναι παράτυπη και στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.

 

7.    Με την Ε/Δ Αβαρατζή επαναλαμβάνονται και υιοθετούνται οι πιο πάνω λόγοι ένστασης. Θεωρεί ότι η ομνύουσα είναι δικηγόρος και εικάζει ότι είναι εμπλεκόμενο πρόσωπο στον χειρισμό της υπόθεσης με αποτέλεσμα η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να είναι παράτυπη και αντικανονική. Το υπόλοιπο της ένορκης δήλωσης αναλώνεται σε νομική επιχειρηματολογία βάσει της οποίας ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση έγκρισης της Αίτησης το δικαιώμα του να υπερασπιστεί την παρούσα απαίτηση θα επηρεαστεί δυσμενώς. Επίσης θεωρεί ότι δεν έχει καταδειχθεί με ποιο τρόπο τα αιτούμενα προς διαγραφή αποσπάσματα προκαλούν αμηχανία και δυσμενείς εντυπώσεις στην Αιτήτρια. Αναφέρει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί αποτελούν την ουσία της Υπεράσπισης του και δηλώνει ότι αν είναι αβάσιμοι αυτό θα κριθεί στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας. Επαναλαμβάνει την αντίληψη του ότι υπάρχουν αλλότρια κίνητρα στην προώθηση της παρούσας αγωγής και ότι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ή ίδια η Αιτήτρια στην Έκθεση Απαίτησης της προέβηκε σε αναφορές σε τρίτα πρόσωπα και συνεπώς απορρίπτει την θέση ότι η Αιτήτρια θα κληθεί να απαντήσει άσχετες με τα επίδικα θέματα αναφορές.  

 

 

Ακρόαση της Αίτησης

8.    Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά. Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

9.    Κατόπιν σχετικής δήλωσης της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι δεν θα προωθηθεί το αιτητικό που αφορά την διαγραφή του συνόλου της Υπεράσπισης το αιτητικό Β της Αίτησης αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Συνεπώς, δεν θα σχολιάσω την σχετική επιχειρηματολογία επί της Δ.27 που ανέπτυξε ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση και θα περιοριστώ να εξετάσω τα Αιτητικά με τα οποία η Αιτήτρια αιτείται τη διαγραφή συγκεκριμένων αποσπασμάτων από την Υπεράσπιση. Επιπλέον, κατόπιν μελέτης των γραπτών αγορεύσεων της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση προκύπτει ότι με εξαίρεση των λόγων ένστασης που αφορούν την καθυστέρηση, την αντικανονικά της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση και του τρόπου εφαρμογής των όσων προνοεί η Δ.19 θ.26, επί της οποίας εδράζεται η Αίτηση, οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης δεν έχουν αναπτυχθεί ώστε να θεωρούνται ότι έχουν εγκαταλειφθεί Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019,απόφαση ημερομηνίας 28/05/2020.

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

Ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση

10. Προτού προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της Αίτησης κρίνω επιβεβλημένο να εξετάσω τον λόγο ένστασης που προβλήθηκε σχετικά με το νομότυπο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση. Γενικότερα, το γεγονός ότι ένας δικηγόρος που δεν χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση, αλλά απλά εργοδοτείται στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του εκάστοτε διαδίκου που προωθεί ένα διάβημα, ορκίζεται εκ μέρους του πελάτη του ένορκη δήλωση, δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της ένορκης δήλωσης εάν δίνονται επαρκείς εξηγήσεις που να δικαιολογούν την εν λόγω ενέργεια (Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82 και Investylia Public Company Ltd v. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, Πολιτική Έφεση αρ.236/2010, ημερ. 13/06/2013). Περαιτέρω, εξίσου μπορεί να λεχθεί ότι κατά γενική αρχή όταν ένας δικηγόρος έχει καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται λόγω ασυμβιβάστου να συνεχίσει να εμφανίζεται ως δικηγόρος εκ μέρους του (Rybolovlev – ανωτέρω και In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329).

 

11. Σε ότι αφορά στην αμφισβήτηση της κανονικότητας της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, δεν συμμερίζομαι τις θέσεις του Καθ' ου η Αίτηση, καθώς διαπιστώνω ότι στην ένορκη της δήλωση η ομνύουσα εξηγεί τους λόγους για τους οποίους προβαίνει στην ένορκη της δήλωση και δεν θεωρώ ότι δεν πρόκειται για καλό λόγο, ήτοι ότι η Αιτήτρια ήταν κλινήρης κατά τον χρόνο που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση. Δεν παραβλέπω ότι όντως θα μπορούσαν να είχαν προσκομισθεί περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την φύση και χρονική διάρκεια της νοσηλείας της που δημιούργησαν την ανάγκη να ορκιστεί την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση πρόσωπο άλλο από την ίδια, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγει και την ανάγκη προσκόμισης σχετικών εγγράφων και αποδεικτικών, όπως επιχειρηματολόγησε ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση, πόσον μάλλον για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας όπου δεν υπάρχει και οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία ή προβολή έστω ισχυρισμού ότι ο επικαλούμενος λόγος δεν υφίσταται.  

 

12. Περαιτέρω, στην παρούσα περίπτωση, η ομνύουσα, κατονομάζει θεωρώ με σαφήνεια  την ιδιότητα της, ήτοι ότι είναι δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια αλλά και την πηγή της γνώσης της για τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται και τα οποία επισημαίνω δεν είναι ουσιώδη πραγματικά γεγονότα αλλά απεναντίας τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση αλλά και την ένσταση είναι αμιγώς νομικά ζητήματα. Ειδικότερα, η ενόρκως δηλούσα ανέφερε από που άντλησε πληροφορίες και συμβουλές, ήτοι από τους δικηγόρους που χειρίζονται την παρούσα υπόθεση και ότι είναι εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκη δήλωση. Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η Αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαττωματική και παράτυπη υπό αυτές τις περιστάσεις για τον λόγο ότι η ένορκη δήλωση δεν έγινε από τον ίδιο τον διάδικο. 

 

13. Πέραν των πιο πάνω, η προβαλλόμενη επάρκεια γνώσης της ομνύουσας, της ιδιότητας της αλλά και ο λόγος για τον οποίο προέβη η ίδια σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας παρέμειναν αδιαμφισβήτητα αφού καμία προσπάθεια αντεξέτασης ή άλλως πώς προσκόμισης μαρτυρίας με τα οποία να αμφισβητούνται τα εν λόγω ζητήματα έγινε από πλευράς του Καθ' ου η Αίτηση.

 

14. Καταληκτικά, θα σχολιάσω και την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Καθ’ ου η Αίτηση περί ύπαρξης ασυμβίβαστου καθότι θεωρεί ότι υπάρχει έμμεση παραδοχή ότι η ομνύουσα είναι εμπλεκόμενο πρόσωπο στον χειρισμό της παρούσας υπόθεσης. Η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση, προσέγγισε το θέμα ωσάν η ομνύουσα να είναι δικηγόρος που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια ενώ όπως έχω αναφέρει η ίδια αναφέρει ότι είναι δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο. Αφήνοντας επί μέρους την όποια σύγχυση ως προς την ιδιότητα του εν λόγω προσώπου ακόμη και αν κάτι τέτοιο όντως υφίστατο από τη στιγμή που η ομνύουσα δεν χειρίστηκε προσωπικά την παρούσα Αίτηση συμπεριλαμβανομένης και της ακροαματικής διαδικασίας αυτής αλλά και στην απουσία μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι είναι εμπλεκόμενο πρόσωπο στον χειρισμό της υπόθεσης δεν υφίσταται ζήτημα ασυμβίβαστου. Συνακόλουθα, απορρίπτοντας το σύνολο των ισχυρισμών της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση, δεν θεωρώ ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση είναι παράτυπο και ότι θα πρέπει να αγνοηθεί από το Δικαστήριο.

 

Καθυστέρηση στην υποβολή της Αίτησης

15. Ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση επιχειρηματολογεί ότι η παρούσα καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση παραπέμποντας σχετικά σε νομολογία (Σιακόλας Nίκος ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1998) 1 ΑΑΔ 1338) από την οποία προκύπτει η αρχή ότι αιτήσεις όπως η παρούσα πρέπει να υποβάλλονται ταχέως και κατά κανόνα προτού κλείσουν τα δικόγραφα. Συνεπώς επιχειρηματολογεί ότι υπήρχε καθυστέρηση καθότι ενώ χρειάστηκαν μόλις 5 ημέρες για την υποβολή της παρούσας από την καταχώρηση του δικογράφου της Απάντησης εντούτοις δεν επεξηγείται από την Αιτήτρια γιατί η Αίτηση δεν καταχωρήθηκε το συντομότερο μετά την καταχώριση της Υπεράσπισης του Καθ’ ου η Αίτηση στις 12/02/2024. Η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται από την άλλη ότι δεν υπήρξε σημαντική καθυστέρηση και ότι η πρόθεση τους να καταχωρήσουν την παρούσα Αίτηση είναι κάτι που καταγράφηκε σχετικά στο σημείο 10 του Παραρτήματος της Κλήσης Οδηγιών ημερομηνίας 07/03/2024 «10. Άλλο αίτημα που δεν καλύπτεται από τα ανωτέρω» και σημειώνει ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε μόλις 5 ημέρες μετά που έκλεισαν τα δικόγραφα.

 

16. Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι η κλήση οδηγιών υποβλήθηκε αυθημέρον με το δικόγραφο της Απάντησης. Αναφορικά με τον χρόνο που θεωρούνται τα δικόγραφα ότι έχουν κλείσει παραπέμπω στην Δ.26, θ.11 που διέπει το ζήτημα:

 

“11. Where a pleading subsequent to reply is not ordered, then, at the expiration of seven days from the delivery of the defence or reply (if any); or, where a pleading subsequent to reply is ordered, and the party who has been ordered or given leave to deliver the same fails to do so within the period limited for that purpose, then, at the expiration of the period so limited, the pleadings shall be deemed to be closed.”

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

17. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι και οι δύο συνήγοροι εσφαλμένα ισχυρίζονται ότι τα δικόγραφα είχαν κλείσει την ίδια ημερομηνία που καταχωρήθηκε η Απάντηση, στην πραγματικότητα η Αίτηση καταχωρήθηκε σε χρονικό σημείο προτού τα δικόγραφα να θεωρείται ότι έχουν κλείσει και άρα η σχετική επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Καθ΄ ου η Αίτηση δεν ευσταθεί. Σε κάθε περίπτωση, όπως άλλωστε αναφέρει η ίδια η απόφαση Federal Bank of Lebanon ανωτέρω, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση αν και κατά κανόνα αιτήσεις όπως η παρούσα καταχωρούνται πριν να κλείσουν τα δικόγραφα, όπως έγινε και στην παρούσα, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας ως προς το χρονικό σημείο της καταχώρισης και δη όταν ακριβώς με τυχόν επιτυχία της αίτησης θα περιοριστούν τα επίδικα ζητήματα εξοικονομώντας μετέπειτα πολύτιμο δικαστικό χρόνο.

 

18.  Περαιτέρω, σε συμφωνία με τα όσα λέχθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Η/ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ "GRAMMO" ν. METRO FOODS TRADING LIMITED, Αρ. Αγωγής: 1789/18, 26/3/2020 στην οποία με παρέπεμψε η συνήγορος της Αιτήτριας, όντως ο παράγοντας καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης όπως της παρούσας αλλά και ευρύτερα κάθε είδους αίτησης πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, εξετάζεται και κρίνεται υπό τον φακό της νέας πραγματικότητας που καθιέρωσε η νέα Δ.30. Αναμφίβολα η νέα Δ.30 έχει εισαγάγει μια νέα διαδικασία και φιλοσοφία όσον αφορά την εκδίκαση αστικών υποθέσεων και όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 5η Έκδοση, Τόμος 11, παρ. 33 σε σχέση με τους τότε νεοεισαχθέντες Civil Procedure Rules (CPR 1998), "The effect of this provision is that previous case law, authorities and other legal material will not usually be applied but are, at most, only persuasive in interpreting and giving effect to the new provisions.  This new code has the overriding objective of enabling the court to deal with cases justly."

 

19. Η ανάγκη να εξυπηρετείται ο πρωταρχικός σκοπός αντανακλάται και στην Δ.30 θ.9 βάσει της οποίας το Δικαστήριο πρέπει να έχει συνεχώς υπόψιν τον πρωταρχικό στόχο ενόσω εξασκεί οποιαδήποτε εξουσία η οποία χορηγείται από τις νέες διαταγές ή όταν ερμηνεύει οποιοδήποτε κανονισμό αυτών. Στα πλαίσια  προώθησης αυτού του σκοπού εντάσσεται και η συμπλήρωση του τυποποιημένου Παραρτήματος (Τύπος 25) που περιέχει Πίνακα όπου οι διάδικοι προσδιορίζουν τα αιτήματα επί των οποίων ζητούν από το Δικαστήριο να εκδώσει ανάλογες οδηγίες και το σημείο 10 τιτλοφορείται ως  «10. Άλλο αίτημα που δεν καλύπτεται από τα ανωτέρω» ακριβώς για να δύναται το Δικαστήριο να εκδώσει άλλες κατάλληλες οδηγίες εάν το κρίνει αναγκαίο.

 

20. Κατά την κρίση μου, όπως και αν ήθελε εξεταστεί το ζήτημα του χρόνου καταχώρησης της Αίτησης, είτε από τον χρόνο καταχώρησης της κλήσης οδηγιών είτε από την ημερομηνία που είχε καταχωρηθεί η Υπεράσπιση κρίνω ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη της Αίτησης και συνεπώς και αυτός ο λόγος ένστασης είναι έκθετος σε απόρριψη.

Ανάλυση αποσπασμάτων Υπεράσπισης για τα οποία προωθείται η Αίτηση

21. Η Αίτηση ορθώς στηρίζεται στην Δ.19, θ.26 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action».

22. Από μελέτη των αγορεύσεων των συνηγόρων προκύπτει ότι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς τις εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το ζήτημα της διαγραφής παραγράφων από δικόγραφο. Η συνήγορος της Αιτήτριας με παρέπεμψε στην πρόσφατη απόφαση μου Μαρίας Καζαμία ν. Μηλίτσας Κουννή, Αρ. Αγωγής: 68/2023, 22/3/2024 όπου παρέθεσα την σχετική νομολογία που διέπει το ζήτημα της διαγραφής δικογραφημένων ισχυρισμών και την οποία κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω αυτούσια για σκοπούς της παρούσας:

 

13. Επιπλέον η αίτηση στηρίζεται και στην επίσης σχετική διάταξη Δ.19, θ4 μέσω της οποίας καθορίζεται το πλαίσιο και οι παράμετροι που διέπουν την σύνταξη δικογράφων:

"Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ........"

14. Στην υπόθεση Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 685 λέχθηκε ότι η σύνταξη των δικογράφων διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της δίκης. Οι εν λόγω κανόνες ενσωματώνονται στη Δ.19, Θ.4.  Στη βάση της εν λόγω Διαταγής προκύπτει ο θεμελιακός κανόνας  ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να διατυπώνει σε συνοπτική μορφή όλα τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία ο διάδικος βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπιση του Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238. Η έννοια δε της λέξης ουσιώδη (material) εκεί, συσχετίζεται με ότι είναι απαραίτητο για να διατυπωθεί μια πλήρης αιτία αγωγής η βάση υπεράσπισης.  Στην ίδια απόφαση εξηγείται ότι η πεμπτουσία είναι ότι η διατύπωση και η παρουσίαση της υπόθεσης πρέπει να είναι λιτή χωρίς πλατειασμούς. Ο βασικός σκοπός των δικογράφων είναι να δώσουν την ευχέρεια στον αντίδικο να γνωρίζει τι υπόθεση θα αντιμετωπίσει με τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορέσει να ετοιμασθεί επαρκώς για να απαντήσει. Εξηγείται επίσης ότι η μαρτυρία με την οποία μπορεί να αποδειχθεί οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα δεν έχει θέση σε δικόγραφο και εάν παρεισφρήσει πρέπει να διαγραφεί.

 

15. Ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Δ.19 θ.26 χρησιμοποιείται όπου οι ισχυρισμοί στο δικόγραφο τείνουν να εκτροχιάσουν την πορεία της δίκης ή όπου η συμπερίληψη άσχετων ισχυρισμών ή μαρτυρίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρή δυσχέρεια στον αντίδικο. Στην Soboh Petroleum v Hussein Ali Nasrat Abdallah (2013) 1 AAΔ 1520 αναφέρθηκε ότι:

 

“Σύμφωνα δε με το Annual Practice, 1958, σελ. 477-479, η φράση: "Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action" - («τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής») - έχει ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια, έτσι ώστε απλή πολυλογία να μην προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεσή τους, εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους κανόνες. Δικόγραφα, έστω και αν δεν είναι απόλυτα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, δε διαγράφονται. Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι, από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις.”

 

16. Οι ίδιες αρχές επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Αγγελίδου ν. Μούσουλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1846 αναφέρθηκαν τα εξής αναφορικά με τη σύνταξη δικογράφων:

«Τα δικόγραφα αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει και τελειώνει η προσφερόμενη δυνατότητα παρουσίασης της υπόθεσης ενός εκάστου διαδίκου.  Η Δ.19 θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτικά καθορίζει ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα δικόγραφα γεγονότα, κατ' αντίθεση προς τη μαρτυρία, και κατά δεύτερο λόγο τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά από ένα διάδικο πρέπει να είναι ουσιώδη σχετιζόμενα με το επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εκδίκαση.  (Βλ. Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, Γεωργίου Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164 και Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 685

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

17. Περαιτέρω για να διαπιστωθεί κατά πόσο ένα θέμα είναι σκανδαλώδες θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο το θέμα αυτό θα αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία για να δείξει την αλήθεια κάποιου δικογραφημένου ισχυρισμού, ο οποίος είναι ουσιώδης με αναφορά στην αιτούμενη θεραπεία όπως αυτή εκτίθεται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης. Γενικά σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άχρηστα θέματα είναι εκείνα τα οποία θεωρούνται ανήθικα ή υποβιβαστικά ή γίνονται με στόχο τον επηρεασμό της άλλης πλευράς, αλλά αν είναι σχετικά τότε δεν είναι κατ' ανάγκη και σκανδαλώδη, ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός απλώς και μόνο διότι είναι αχρείαστος, εκτός και αν είναι εμφανώς άσχετος. Επίσης θα πρέπει διαγραφούν μη απαραίτητοι ισχυρισμοί με τους οποίους αποδίδεται στον αιτητή ή άλλο πρόσωπο κακή πίστη ή παράπτωμα (misconduct) (Αnnual Practice 1956 σελ. 365 - 368).

 

18. Όπως όμως επίσης έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά, η διαγραφή ισχυρισμών δικογράφου, δυνάμει της Δ.19 θ.26, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνον εφόσον το δικόγραφο ή μέρος του, κρίνεται στα πλαίσια των όσων η νομολογία έχει αναγνωρίσει, πώς επιβάλλεται η διαγραφή του. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί ένα χρήσιμο όπλο προς αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, αχρείαστων ή ενοχλητικών θεμάτων αντίθετων με τους κανόνες που έθεσε η Δ.19 θ.4.

 

19. Στην ESQUIRE HOLDING LTD v ΤSENTAS DEVELOPERS LTD κ.α, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. E191/2015, ημερομηνίας 23/3/2016, αφού επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές, λέχθηκαν επί του προκειμένου τα ακόλουθα:

 

«Με βάση τη σχετική νομολογία κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου είναι εξαιρετικό μέτρο και μέρη από τη δικογραφία μπορούν να διαγραφούν όταν τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής.  Όπως έχει τεθεί από παλαιά (βλ Annual Practice 1958, σελ.477 κ.ε.) απλή πολυλογία δεν προκαλεί αμηχανία.  Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεση τους εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους Κανόνες.  Ακόμη και αν ένα δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα τούτο δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαγραφή του εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο.  Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά και ως προς τη συναφή αιτιολογία που πρέπει να δίδεται για τη διαγραφή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί παλαιότερα «though the language of Order 19 Rule 26 is wide, its operation is limited".  (βλLavar Shipping CoLtd & Another v. Souras Bros Ltd & Another (1972) 4 J.S.C. σελ. 416)».

23. Έχω ήδη αναφερθεί συνοπτικά στην ενότητα της εισαγωγής στα όσα συνθέτουν την παρούσα διαφορά. Στα αποσπάσματα των παραγράφων 3 και 13 της Υπεράσπισης τα οποία η Αιτήτρια επιθυμεί να διαγραφούν σύμφωνα με το Αιτητικό Α, υπάρχουν αναφορές για τα εξής ζητήματα, το περιεχόμενο των οποίων θα συνοψίσω καθότι παρέλκει η αυτούσια επανάληψη τους:

 

α) στην καταχρηστική προώθηση της παρούσας αγωγής στο σύνολο της με σκοπό η Αιτήτρια να λάβει οικονομικά ανταλλάγματα και να ασκήσει πίεση στον Καθ’ ου η Αίτηση σε σχέση με το περιεχόμενο της αγωγής 1918/2022 προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, β) στις θεραπείες που αξιώνονται στην αγωγή 1918/2022, γ) στην ιδιότητα και θέσεις που κατέχουν οι εκεί εμπλεκόμενοι διαδίκοι αλλά και δ) σε δικονομικά διαβήματα που λήφθηκαν στην εν λόγω διαδικασία. Σημειώνω ότι οι συνήγοροι συμφωνούν ότι η διαδικασία 1918/2022 αφορά άλλα μέρη από τους υφιστάμενους διάδικους.

 

24. Αρχικά αναφέρω ότι τα επίδικα προς διαγραφή αποσπάσματα είναι κατάσπαρτα από στοιχεία μαρτυρίας και έχουν συνταχθεί ωσάν να δίνεται δια ζώσης μαρτυρία από τον Καθ΄ ου η Αίτηση στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής. Στις εν λόγω παραγράφους ουσιαστικά αποτυπώνονται οι σκέψεις και αντιλήψεις του Καθ’ ου η Αίτηση με αναφορές σε τρίτα πρόσωπα, διάδικους σε άλλη διαδικασία, καταγράφοντας σε αυτές, υποθέσεις και συμπεράσματα του που κατά τον ίδια καταδεικνύουν κακοπιστία και καταχρηστικότητα της Αιτήτριας στην προώθηση της παρούσας. Επαναλαμβάνω, ότι στα δικόγραφα επιτρέπεται μόνο η προβολή ουσιωδών γεγονότων σχετικών με τα επίδικα θέματα και όχι μαρτυρίας ή πολύ περισσότερο υποθέσεων, συμπερασμάτων ή γενικότερα σχολιασμών. Απερίφραστα αναφέρω ότι η σύνταξη των εν λόγω παραγράφων υπό τύπου μαρτυρίας παρεκκλίνει από τους κανόνες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν τη σύνταξη της δικογραφίας, όπως αυτές έχουν αναπτυχθεί πιο πάνω και συνεπώς απορρίπτω την σχετική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση περί συμμόρφωσης με τους κανόνες δικογράφησης.

 

25. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της πάγιας νομολογίας επί του θέματος, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δύναται να εξετάζει κατά πόσον συγκεκριμένα αποσπάσματα που περιλήφθηκαν σε ένα δικόγραφο είναι σκανδαλώδη, αχρείαστα ή ενοχλητικά σύμφωνα πάντα με τη φύση της αγωγής και κατά πόσο τα εν λόγω αποσπάσματα είναι σχετικά με τα επίδικα ζητήματα. Ως εκ τούτου, απαιτείται να τύχουν διερεύνησης τα αγώγιμα δικαιώματα που προωθούνται στην παρούσα και τα συστατικά στοιχεία που τα απαρτίζουν και κατά πόσο τα όσα δικογραφούνται στις προτεινόμενες για διαγραφή παραγράφους διασυνδέονται με αυτά.

 

26. Οι βάσεις αγωγής που προωθούνται από την Αιτήτρια όπως προκύπτει από την οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος που αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσης (Vasilico Cement Works Limited and Others ν. World Tide Shipping Corporation and Others (1996) 1 ΑΑΔ 389) είναι αυτές της δυσφήμησης και της επιζήμιας ψευδολογίας δυνάμει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148). Σημειώνω ότι η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την εκδίκαση της Αίτησης συμφώνησε και επιβεβαίωσε ότι η Αιτήτρια εξακολουθεί να προωθεί και την βάση αγωγής της επιζήμιας ψευδολογίας, με δεδομένο ότι στις γραπτές της αγορεύσεις της επιχειρηματολόγησε ότι τα υπό εξέταση αποσπάσματα της Υπεράσπισης, είναι άσχετα με αναφορά στην βάση αγωγής της δυσφήμησης. Εξετάζοντας πρώτα την βάση αγωγής της δυσφήμησης από τη διατύπωση του άρθρου 17 του Κεφ.148 προκύπτει ότι για να πετύχει ο Ενάγοντας σε αγωγή για δυσφήμηση, θα πρέπει να αποδείξει ότι συντρέχουν τα ακόλουθα, χωρίς να κρίνεται αναγκαίο να παραθέσω στην παρούσα τις παραμέτρους που εξετάζονται για την εξακρίβωση του κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι όντως δυσφημιστικό για σκοπούς της παρούσας:

α)        Ότι υπήρξε δημοσίευση δημοσιεύματος

β)        Ότι η δημοσίευση αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντα και

γ)        Ότι η δημοσίευση είναι δυσφημιστική για το πρόσωπο του ενάγοντα

27. Συνεπώς αβίαστα καταλήγω, ότι στην προκειμένη περίπτωση τα όσα αναφέρονται στις υπό εξέταση παραγράφους της Υπεράσπισης ουδόλως αποτελούν απάντηση στις δικογραφήμενες θέσεις της Αιτήτριας ούτε και φυσικά σχετίζονται με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δυσφήμησης. Σε συμφωνία με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου της Αιτήτριας με τα εξεταζόμενα αποσπάσματα δεν προτάσσεται οποιαδήποτε από τις υπερασπίσεις που θέτει το Κεφ. 148 ούτε και συνιστούν τέτοια. Απερίφραστα αναφέρω ότι η συμπερίληψη των εν λόγω ζητημάτων είναι άτοπη καθότι αφορούν ζητήματα παντελώς άσχετα για σκοπούς εξέτασης του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης. Αυτό άλλωστε έγινε αποδεκτό και από τον συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση κατά την ακρόαση της Αίτησης και συνεπώς η σχετική επιχειρηματολογία όπως αποτυπώνεται στις γραπτές αγορεύσεις που υποβλήθηκε εκ μέρους του, ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στις υπό εξέταση παραγράφους αποτελούν ουσιώδη γεγονότα για την  θεμελίωση της Υπεράσπισης του απορρίπτεται συλλήβδην.

 

28. Σε σχέση με το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογία από τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 25 του Κεφ.148 ο εκάστοτε ενάγοντας  υποχρεούται να αποδείξει δημοσίευση δήλωσης που είναι ψευδής και κακόβουλη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ ου η Αίτηση με παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση Κυριάκου Φυρίλλα ν. Σταύρου Σταύρου κ.α., Αρ.Αγωγής: 5170/2016, 12/6/2017 όπου εκεί το Δικαστήριο αρνήθηκε να διαγράψει από την Υπεράσπιση συγκεκριμένες παραγράφους. Ειδικότερα στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι οι εκεί εξεταζόμενες παράγραφοι δικαιολογημένα παρέθεταν ουσιώδη γεγονότα προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εκεί ενάγοντα που συσχετίστηκαν με την απόδειξη από μέρους του των συστατικών στοιχείων της επιζήμιας ψευδολογίας ήτοι των συστατικών στοιχείων του ψεύδους και της κακοβουλίας που επέδειξε ο εναγόμενος όταν προέβη στις σχετικές δηλώσεις.

 

29. Σε αντιδιαστόλη όμως με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση και σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Καθ΄ ου η Αίτηση στην παρούσα υπόθεση αποφαίνομαι ότι η πολύ περιορισμένη αναφορά στην οικονομική διαφορά μεταξύ τρίτων προσώπων που υπήρξε στην Έκθεση Απαίτησης, από την πλευρά της Αιτήτριας, διασυνδέθηκε και συσχετίστηκε αποκλειστικά με την καταγραφή του ιστορικού των γεγονότων που οδήγησαν στην κοινοποίηση των επίδικων ηλεκτρονικών μηνυμάτων στους διάφορους παραλήπτες. Κάτι τέτοιο ουδόλως δικαιολογούσε το περιεχόμενο των εξεταζόμενων στην παρούσα αποσπασμάτων της Υπεράσπισης, πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη την φύση και τις βάσεις αγωγής που προωθούνται στην παρούσα υπόθεση. Δηλαδή, δεν υπήρξε από την πλευρά της Αιτήτριας οποιαδήποτε αναφορά είτε στο περιεχόμενο της αγωγής 1918/2022 ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε παράθεση γεγονότων που αφορούν και συνθέτουν την εν λόγω οικονομική διαφορά ούτε και φυσικά υπήρξε διασύνδεση αυτής της κατ’ ισχυρισμό οικονομικής διαφοράς με οτιδήποτε που αφορά την απόδειξη των συστατικών στοιχείων του αστικού αδικήματος είτε της δυσφήμησης είτε της επιζήμιας ψευδολογίας που προωθεί η Αιτήτρια στην παρούσα. Απεναντίας, τα γεγονότα που η Αιτήτρια θεωρεί ότι στοιχειοθετούν την κακοβουλία και πρόθεση του Καθ’ ου η Αίτηση να της προκαλέσει βλάβη δικογραφούνται στις παραγράφους 12,14,16 και 18 της Έκθεσης Απαίτησης. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται στα εξεταζόμενα αποσπάσματα των παραγράφων 3 και 13 της Υπεράσπισης ως κατ΄ ισχυρισμό στοιχεία κακοπιστίας και που άπτονται των ευρύτερων διαπροσωπικών σχέσεων και κινήτρων που αποδίδει ο Καθ’ ου η Αίτηση στην Αιτήτρια, με δεδομένο ότι αυτά δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία απόδειξης ή υπεράσπισης των αγώγιμων δικαιωμάτων που προωθούνται, τότε αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν ως άσχετα με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης. Κρίνω σκόπιμο να προβώ και σε ειδική αναφορά στο περιεχόμενο του αποσπάσματος της παραγράφου 13(i) της Υπεράσπισης. Ειδικότερα κρίνω ότι ο εκεί σχολιασμός προς το πρόσωπο της Καθ’ ης η Αίτηση, δηλαδή ότι η ίδια προσπαθεί να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από την προώθηση της παρούσας αγωγής είναι όντως αχρείαστος και τείνει να προκαταβάλει δυσμενώς το Δικαστήριο προς το πρόσωπο της αναφορικά με την γνησιότητα της απαίτησης της.

 

30. Ως εκ των πιο πάνω, συμφωνώ με την θέση της Αιτήτριας ότι τα υπό εξέταση αποσπάσματα της Υπεράσπισης θα περιπλέξουν την διαδικασία, θα προκαλέσουν αμηχανία και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, θα προκαλέσουν σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και ουδόλως θα προσφέρουν οτιδήποτε χρήσιμο σε αυτή για σκοπούς επίλυσης των επίδικων ζητημάτων που θα κληθεί να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο. Επιπλέον, αποφαίνομαι ότι αν παραμείνουν τα εν λόγω αποσπάσματα υπάρχει ορατός κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία άλλης αγωγής στην οποία εξετάζονται άλλα αγώγιμα δικαιώματα, ενώ η εν λόγω διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου και υπάρχει ο κίνδυνος να προβεί έστω και παρεμφερώς σε ευρήματα γεγονότων που αφορούν την εν λόγω δικαστική διαδικασία. Στη βάση των πιο πάνω, αναμφίβολα δικαιολογείται η διαγραφή του συνόλου των υπό εξέταση παραγράφων τουλάχιστο στο βαθμό που η σχετικότητα τους εξετάστηκε με αναφορά στα επίδικα ζητήματα όπως αυτά προκύπτουν από τις βάσεις αγωγής που προωθούνται από την Ενάγουσα.

 

31. Περαιτέρω, επιθυμώ να  σχολιάσω την θέση του συνηγόρου του Καθ’ ου  η Αίτηση ότι με τυχόν διαγραφή των παραγράφων, ο τελευταίος θα υποστεί ζημιά και θα παραβιαστεί το συνταγματικό του δικαίωμα να παρουσιάσει την υπόθεση του όπως επιθυμεί. Το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι τα υπό εξέταση αποσπάσματα και παράγραφοι, των οποίων επιζητείται η διαγραφή τους, δεν αφορούν ζητήματα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς και συνεπώς θα έχει την ευκαιρία να προωθήσει την υπόθεση της στη βάση των όσων έχει δικογραφήσει στην Υπεράσπιση του.

 

32. Επιπρόσθετα, κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω τα όσα ανέφερα στην απόφαση Μαρίας Καζαμίας ανωτέρω και τα οποία εφαρμόζονται και στην προκειμένη ότι «το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς την εφαρμογή της Δ.19, θ.26 θα πρέπει αφ΄ ενός μεν να λαμβάνει υπόψη το συνταγματικό δικαίωμα κάθε διαδίκου για ελεύθερη παρουσίαση της υπόθεσης του και πρόσβαση στο δικαϊκό σύστημα, και αφ΄ ετέρου το σεβασμό στους δικονομικούς κανόνες της διαδικασίας και ειδικότερα αυτούς που αφορούν την σύνταξη δικογράφων, οι οποίοι θα πρέπει να τηρούνται ούτως ώστε να εξυπηρετείται ορθά η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης κατόπιν βέβαια διεξαγωγής δίκαιης δίκης.  Οι τελευταίοι αυτοί κανόνες θέτουν τα όρια στη διατύπωση των δικογράφων καθότι χωρίς αυτούς οι δικαστικές διαδικασίες θα διαιωνίζονταν ατέρμονα και άσκοπα επί οποιασδήποτε τυχόν διαφοράς μεταξύ διαδίκων και συνεπώς απορρίπτω τη σχετική επιχειρηματολογία περί δήθεν παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση».

 

 

33. Εντούτοις, παρά τα ως άνω, υπάρχει και μια επιπρόσθετη παράμετρος που χρήζει εξέτασης, προτού το Δικαστήριο αποφανθεί επί της διαγραφής των αποσπασμάτων το οποίο αφορά ειδικά το απόσπασμα από την παράγραφο 3 της Υπεράσπισης. Ειδικότερα, ο συνήγορος του Καθ΄ ου η Αίτηση επιχειρηματολόγησε ότι τυχόν διαγραφή του εν λόγω αποσπάσματος θα αποστερήσει από τον Καθ΄ ου η Αίτηση την δυνατότητα να προωθήσει την προδικαστική του ένσταση περί ύπαρξης καταχρηστικότητας και κακοβουλίας στην καταχώριση της παρούσας με αναφορά στην διαδικασία 1918/2022. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και  αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας (Έλληνας ν Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501,  Αναφορικά με τον Victor Makushin, (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλέισει.

 

34. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΗΛΙΑΔΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 348/2018, 349/2018, 31/5/2019 λέχθηκαν τα εξής:

«Αποτελεί αξίωμα του Δικαίου ότι υπέρτατο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προώθηση της Δικαιοσύνης και η παρεμπόδιση πρόκλησης αδικίας. Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος καθήκοντος έχει αναγνωριστεί, με πάγια  νομολογία, ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία αναστολής ή απόρριψης υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας όταν αυτή απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου.   Υπό την προϋπόθεση όμως ότι, επειδή η υπό αναφορά εξουσία συνιστά κατ΄ εξαίρεση δικαιοδοσία, η άσκηση της πρέπει να γίνεται με περίσκεψη και φειδώ και μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα προκαλέσει έκδηλη αδικία στο πρόσωπο που επικαλείται την κατάχρηση, το οποίο έχει και το βάρος απόδειξης της κατάχρησης βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.   

35. Σημειώνω ότι στο παρόν πρώιμο στάδιο, το οποίο αναμφίβολα δεν είναι το κατάλληλο για να αποφανθεί καταληκτικώς επί τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει εκ των προτέρων επιχειρηματολογία, ιδωμένη στην ευρύτερη του διάσταση, ήτοι ότι η προώθηση δικαστικής διαδικασίας που εγείρεται με σκοπό να ασκηθεί πίεση σε άλλους διάδικους και όχι για να προωθηθούν γνήσια βάσεις αγωγής δύναται να συνιστά υπό κατάλληλες προϋποθέσεις κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αν και ομολογουμένως, όπως ορθά παρατηρεί και η συνήγορος της Αιτήτριας, για την προώθηση της εν λόγω προδικαστικής ένστασης θα ήταν αρκετή η απλή αναφορά στην αγωγή 1918/2022 χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναφοράς σε τρίτα πρόσωπα, κρίνω ότι δεν πρέπει να αποστερηθεί ο Καθ’ ου η Αίτηση του δικαιώματος να προωθήσει την προδικαστική του ένσταση και επί αυτής της βάσης. Υπό το φως των πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι θα πρέπει να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει τη δική του θέση και να προωθήσει δικογραφικά τον εν λόγω ισχυρισμό, πάρα την απουσία διασύνδεσης του εν λόγω αποσπάσματος από την παράγραφο 3 της Υπεράσπισης με τις βάσεις αγωγής στην παρούσα, ώστε να δύναται ο Καθ’ ου η Αίτηση να τον επικαλεστεί στα πλαίσια προώθησης ανάλογης αίτησης που θα υποβάλει, όπως άλλωστε ανέφερε και ο συνήγορος του. Φυσικά αναμένεται ότι ένα δικονομικό διάβημα στο οποίο θα προβάλλεται ο ισχυρισμός της κατάχρησης θα προωθηθεί έγκαιρα και πολύ πριν την διεξαγωγή της δίκης και βέβαια όχι κατά την ακροαματική διαδικασία (Williams and Glyns Bank v. Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 821 και Μούρτζινος Μιχαήλ ν. Πλοίου "Galaxias" κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 80).

Κατάληξη

 

36. Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το μέρος του Αιτητικού Α της Αίτησης που αφορά την διαγραφή των αποσπασμάτων από τις παραγράφους 13(i),13(iii) και 13(iv) της Υπεράσπισης εγκρίνεται ενώ το υπόλοιπο απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη την μερική επιτυχία της Αίτησης, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ΄ ου η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως κατά το 1/4. Τα έξοδα θα είναι πληρωτέα από αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Τροποποιημένη Υπεράσπιση που να συνάδει με την παρούσα απόφαση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο