
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 789/24
Μεταξύ:
1. A. DEMETRIOU CONSTRUCTIONS LIMITD
2. Ανδρέας Δημητρίου
3. Ελένη Δημητρίου
Εναγόντων
και
GORDIAN HOLDINGS LIMITED
Εναγομένης
-------
Αίτηση ημερ. 26.8.2024
Ημερομηνία: 8 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγοντες – Αιτητές : κ. Χρίστος Σ. Χριστοφόρου δια Χρίστος Σ. Χριστοφόρου ΔΕΠΕ
Για την Εναγόμενη – Καθ΄ ης η αίτηση: κ. Λοϊζος Παπαχαραλάμπους διά Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε χωρίς ειδοποίηση και με αυτή ζητήθηκε η έκδοση του ακόλουθου διατάγματος:
«Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύει και/ή εμποδίζει την Εναγόμενη – GORDIAN HOLDING LIMITED (ΗΕ 378128) από το να προωθεί οποιαδήποτε διαδικασία πλειστηριασμού δυνάμει του μέρους VIA του Ν.9/65, των ακινήτων που καλύπτονται από τις υπ΄ αριθμό υποθήκες Υ3915/2005, Υ2085/2007, Υ12579/2008,Υ3909/2005, Υ4872/2007, του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού, μέχρι πλήρως αποπερατώσεως της ως άνω υπ΄ αριθμό και τίτλο αγωγή και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του σεβαστού Δικαστηρίου».
To Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της αίτησης, έδωσε οδηγίες όπως αυτή καταστεί διά κλήσεως.
Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Αιτήτρια 1 στο πλαίσιο διεξαγωγής των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της έλαβε μεταξύ των ετών 1999 – 2015 πιστωτικές διευκολύνσεις από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (στο εξής «η Τράπεζα»). Οι προαναφερόμενες πιστωτικές διευκολύνσεις έτυχαν επανέγκρισης σε διάφορα χρονικά διαστήματα μέχρι και το έτος 2017.
Η Καθ΄ ης η αίτηση κατά ή περί το 2020 εξαγόρασε από την Τράπεζα τρεις πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες είχαν χορηγηθεί στην Αιτήτρια 1 (στο εξής «τα δάνεια Α, Β και Γ»), καθώς και τις σχετικές εξασφαλίσεις τους.
Η πώληση των δανείων Α, Β και Γ, των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους, ήτοι των υποθηκών με αρ. Υ3915/05, Υ2085/07, Υ12579/08, Υ3909/05 και Υ4872/07, και των προσωπικών εγγυήσεων των Αιτητών 2 και 3 είναι παράνομη. Ειδικότερα, η πώληση έγινε κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(α)(β) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμου (Ν. 169(Ι)/2015), αφού το συνολικό υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο υπερέβαινε το όριο του €1.000.000.
Περαιτέρω, η Τράπεζα παρέλειψε να κοινοποιήσει στους Αιτητές την πρόθεσή της για πώληση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων με αποτέλεσμα να μην δοθεί στους τελευταίους η εκ του Νόμου προβλεπόμενη προθεσμία για υποβολή πρότασης εξαγοράς των επίμαχων πιστωτικών διευκολύνσεων.
Επιπροσθέτως, μετά από μελέτη των καταστάσεων λογαριασμού των τριών δανειακών συμβάσεων διαπιστώθηκε ότι στο δάνειο Α υπάρχουν υπερχρεώσεις ύψους €119.759,72. Σε σχέση με το δάνειο Β, το οποίο λήφθηκε για την εξόφληση τρεχούμενου λογαριασμού με όριο που διατηρούσε η Αιτήτρια 1 στην Τράπεζα, διαπιστώθηκε ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός είχε χρεωθεί αυθαίρετα με το ποσό των €23.350,85. Επομένως, το δάνειο Β δεν θα έπρεπε να παραχωρηθεί για ποσό €188.000, αλλά για ποσό €164.649,15. Επιπροσθέτως των πιο πάνω, η μελέτη των καταστάσεων λογαριασμού του δανείου Β κατέδειξε ότι η Αιτήτρια 1 κατέβαλε €12.268,17 πέραν του πραγματικά οφειλόμενου υπολοίπου. Το πιο πάνω ποσό θα πρέπει να επιστραφεί στην Αιτήτρια 1 ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Όσον αφορά το δάνειο Γ, η μελέτη των καταστάσεων λογαριασμού κατέδειξε ότι υπάρχουν σε αυτό υπερχρεώσεις ύψους €75.285,42.
Τα δάνεια Α – Γ είναι μεταγενέστερα των ενυπόθηκων εξασφαλίσεων, οι οποίες είχαν καταρτιστεί στο παρελθόν προς εξασφάλιση προγενέστερων δανειακών συμβάσεων. Επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση και των δανείων Α - Γ.
Προς αποφυγή εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων υπήρξαν συναντήσεις και διαπραγματεύσεις με την Καθ΄ ης η αίτηση με σκοπό τη διευθέτηση των οικονομικών υποχρεώσεων της Αιτήτριας 1. Συγκεκριμένα, στις 29.11.2022 υπογράφηκε συμφωνία διευθέτησης. Η εν λόγω συμφωνία, ωστόσο, δεν υπογράφηκε με την ελεύθερη βούληση των Αιτητών αλλά αποτελούσε απόφαση της Καθ΄ ης η αίτηση η οποία ήταν ετεροβαρής και χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης.
Στις 31.05.2024 η Καθ΄ ης η αίτηση επέδωσε στους Αιτητές ειδοποίηση Τύπου «Ι» σε σχέση με την υποθήκη με αρ.Υ3915/2005. Δεν προηγήθηκε αποστολή ειδοποίησης Τύπου «Θ», αλλά ούτε και ο Τύπος «Ι» που επιδόθηκε συνάδει με τον σχετικό Τύπο, όπως αυτός προβλέπεται στο Παράρτημα του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν. 9/65).
Το αιτούμενο διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί, καθώς αμφισβητείται η νομιμότητα της αγοράς των επίμαχων πιστωτικών διευκολύνσεων από την Καθ΄ ης η αίτηση. Περαιτέρω υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τα υπόλοιπα των δανειακών συμβάσεων Α και Γ, ενώ η δανειακή σύμβαση Β έχει εξοφληθεί με την καταβολή, μάλιστα, μεγαλύτερου ποσού από το πραγματικά οφειλόμενο. Επιπροσθέτως, αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν συναφθεί οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις από την Τράπεζα.
Από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, η Καθ΄ ης η αίτηση δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά αφού τα ακίνητα θα εξακολουθούν να παραμένουν υποθηκευμένα προς όφελός της ενώ η αξία τους είναι σχεδόν η διπλάσια από τα ποσά που διεκδικεί η Καθ΄ ης η αίτηση.
Η Καθ΄ ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση εγείροντας 9 λόγους ένστασης, οι οποίοι συνοψίζονται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης του αιτούμενου ενδιάμεσου διατάγματος, καθώς και στο ότι οι Αιτητές κωλύονται λόγω συμπεριφοράς στην προώθηση της παρούσας αγωγής.
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι η μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων πραγματοποιήθηκε κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 18 του Ν.169(Ι)/2015, δυνάμει των προνοιών του σχεδίου διακανονισμού, το οποίο επικυρώθηκε στις 23.05.2019 στο πλαίσιο της Αίτησης με αριθμό 372/2019 Ε.Δ. Λευκωσίας. Οι πρόνοιες των άρθρων 18 και 19 του Ν.169(Ι)/2015 εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του ορίου του €1.000.000, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πιστωτής είναι τραπεζικό – πιστωτικό ίδρυμα.
Εν πάση περιπτώσει, η μεταβίβαση των επίμαχων πιστωτικών διευκολύνσεων έγινε δυνάμει του προαναφερόμενου σχεδίου διακανονισμού στη βάση και των προνοιών των άρθρων 198 – 200 του Κεφ. 113.
Η Τράπεζα απέστειλε στους Αιτητές επιστολές ημερομηνίας 30.10.2018 ενημερώνοντας τους τελευταίους για την πρόθεσή της να πωλήσει τις επίμαχες πιστωτικές διευκολύνσεις. Ακολούθως, τόσο η Τράπεζα, όσο και η Καθ΄ ης η αίτηση, απέστειλαν σχετικές επιστολές ημερ. 31.05.2019 στους Αιτητές με βάση το άρθρο 19 του Ν.169(Ι)/2015.
Οι Αιτητές κωλύονται και δεν νομιμοποιούνται στην έγερση της παρούσας Αγωγής, αφού σε δύο περιπτώσεις, η πρώτη στις 30.11.2022 και η δεύτερη στις 30.08.2023, υπέγραψαν με την Καθ΄ ης η αίτηση δύο συμφωνίες διευθέτησης στη βάση των οποίων αποδέχθηκαν την οφειλή τους προς την Καθ’ ης η αίτηση και το ύψος αυτής. Μάλιστα, οι προαναφερόμενες συμφωνίες διευθέτησης υπογράφηκαν, αφού προηγουμένως συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν με τους συμβούλους των Αιτητών.
Οι προσωπικές εγγυήσεις των Αιτητών 2 και 3 αποτελούν μέρος των επίμαχων συμφωνιών των δανείων Α - Γ. Αναφορικά με τις υπόλοιπες εξασφαλίσεις, οι Αιτητές αποδέχθηκαν όπως αυτές εξασφαλίζουν και τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις.
Παρά την υπογραφή δύο συμφωνιών διευθέτησης, οι Αιτητές δεν τήρησαν τα όσα περιλάμβαναν οι εν λόγω συμφωνίες. Ακόμη όμως και μετά την παραβίαση της δεύτερης συμφωνίας διευθέτησης, η Καθ΄ ης η αίτηση πραγματοποίησε συνάντηση με τους Αιτητές και τους συμβούλους τους. Οι Αιτητές, μέσω των συμβούλων τους, υπέβαλαν νέα πρόταση στις 12.03.2024, η οποία απορρίφθηκε με σχετική επιστολή της Καθ΄ ης η αίτηση στις 21.03.2024.
Η ειδοποίηση Τύπου «Θ» αποστάλθηκε στους Αιτητές μαζί με τις επιστολές τερματισμού. Η σταλθείσα ειδοποίηση Τύπου «Ι» είναι καθόλα νόμιμη.
Εν κατακλείδι, η Καθ΄ ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι είναι σε θέση να ικανοποιήσει την οποιαδήποτε τυχόν ζημιά υποστούν οι Αιτητές από την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου.
Η ακρόαση της επίδικης αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων με τις αγορεύσεις τους προέβαλαν την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους. Έχω μελετήσει και έχω λάβει υπόψη μου στο σύνολό τους όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου.
Νομική πτυχή
Η εξουσία του Δικαστηρίου προς χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας προβλέπεται στο άρθρο 32 του Ν.14/60, το οποίο θέτει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ασκείται η εν λόγω δικαιοδοσία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του Ν.14/60, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:
(α) Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(β) Ύπαρξη πιθανότητας ο Αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.
(γ) Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το ενδιάμεσο διάταγμα.
Στην κλασική αυθεντία Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd a.o (1982) 1 C.L.R 557, λέχθηκε σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 32 (1) του Ν.14/60, ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μία συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση ειπώθηκε, ότι περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα να δικαιούται ο Αιτητής σε θεραπεία, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Σύμφωνα με την Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd a.o (ανωτέρω), ο Αιτητής θα πρέπει να δείξει ότι υπάρχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.
Η τρίτη προϋπόθεση, αφορά το κατά πόσο χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Συμπεράσματα
Στο σύγγραμμα «Διατάγματα, Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, 1η έκδοση» στη σελ.55, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60:
«Με την αναφορά αυτή στην ουσία εισάγεται η γενική προϋπόθεση ότι το δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο ενάγων θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένο είτε από το νόμο (legal right) είτε από το δίκαιο της επιείκειας (equitable right). Γι΄αυτό και το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα αναγνωρισμένο από το νόμο και τις αρχές της επιείκειας, προτού παραχωρήσει τη θεραπεία απαγορευτικού διατάγματος.».
Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση και το Έντυπο Απαίτησης αποκαλύπτουν, ότι οι Αιτητές στηρίζονται σε δύο διαζευκτικές αιτίες αγωγής. Αφενός, στο ότι η μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων των δανείων Α – Γ είναι παράνομη, διότι αντίκειται στο άρθρο 3(1)(α)(β) του Ν.169(Ι)/2015 καθώς το συνολικό ποσό των πιστωτικών διευκολύνσεων υπερέβαινε κατά τον ουσιώδη χρόνο της μεταβίβασης το όριο του €1.000.000. Αφετέρου, στο ότι υπήρξαν υπερχρεώσεις και/ή παράνομες χρεώσεις στα δάνεια Α – Γ. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά το δάνειο Β, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι εξοφλήθηκε και απαιτούν την επιστροφή συγκεκριμένου ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
Θεωρώ, ότι ικανοποιείται το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Ειδικότερα, η ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 3 του Ν.169(Ι)/2015 αναγνωρίστηκε ότι μπορεί να αποτελέσει καλή αιτία αγωγής, παρά την ύπαρξη δικαστικού διατάγματος επικύρωσης του σχεδίου διακανονισμού μεταξύ της Τράπεζας και της Καθ’ ης η αίτηση (Αντωνιάδη κ.α ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Ε86/2022, ημερ.23.02.2024).
Ως εκ των ανωτέρω, αποκαλύπτεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Προχωρώ στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.
Αναφορικά με την κύρια βάση αγωγής που επικαλούνται οι Αιτητές, ήτοι την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 3 του Ν.169(Ι)/2015, θεωρώ ότι δεν αποκαλύπτεται πιθανότητα παροχής θεραπείας στους Αιτητές. Αυτό, διότι, ενώ προβάλλεται η θέση περί παρανομίας η οποία συντελέστηκε κατά την πώληση των επίμαχων δανείων Α – Γ από την Τράπεζα στην Καθ’ ης η αίτηση, εντούτοις η Τράπεζα δεν αποτελεί διάδικο μέρος στην παρούσα απαίτηση. Η διαμόρφωση της απαίτησης, σε σχέση πάντοτε με τη συγκεκριμένη αιτία αγωγής, καθιστά την Τράπεζα αναγκαίο διάδικο, αφού ενδεχόμενη κρίση περί παρανομίας στην πώληση των δανείων Α – Γ θα επηρεάσει άμεσα τα δικαιώματά της. Υπό αυτό το πρίσμα, οι θεραπείες Α και Β του Εντύπου Απαίτησης δεν θα μπορούσαν, στη βάση των υφιστάμενων δεδομένων, να αποδοθούν αφ’ ης στιγμής η Τράπεζα δεν έχει τη δυνατότητα να ακουστεί (βλ. κατ’ αναλογία Πολυβίου ως διαχειρίστρια της περιουσίας της Αρτεμούς Ανδρέα Ψαρά ν. Κουμπαρή κ.α. Πολ. Έφεση αρ.344/2015, ημερ.12.07.2024).
‘Έρχομαι στη διαζευκτική αιτία αγωγής. Οι Αιτητές στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση ισχυρίζονται, ότι κατόπιν μελέτης των καταστάσεων λογαριασμών των επίδικων δανείων, οι οποίες φέρουν ως τελευταία ημερομηνία συναλλαγής την 14.06.2024, διαπιστώθηκαν υπερχρεώσεις. Μάλιστα, το δάνειο Β εξοφλήθηκε με την καταβολή μεγαλύτερου ποσού από το πραγματικά οφειλόμενο. Όσον αφορά τη συμφωνία διευθέτησης που επιτεύχθηκε με την Καθ’ ης η αίτηση προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 29.11.2022, ισχυρίζονται ότι αυτή έγινε χωρίς την ελεύθερη βούλησή τους και χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης.
Στην αντίπερα όχθη, η Καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζει ότι οι Αιτητές σε δύο περιπτώσεις αποδέχθηκαν την ύπαρξη οφειλής προς την Καθ’ ης η αίτηση και προσδιόρισαν το ύψος της. Πέραν της συμφωνίας διευθέτησης ημερ.29.11.2022 (Τεκμήρια 11 – 13 της ένστασης), υπήρξε, λόγω αδυναμίας των Αιτητών να ανταποκριθούν στους όρους αυτής, και δεύτερη συμφωνία διευθέτησης στις 30.08.2023 (Τεκμήρια 14 και 15 της ένστασης). Οι πιο πάνω συμφωνίες επιτεύχθηκαν κατόπιν διαπραγματεύσεων και ανταλλαγής προτάσεων με τους συμβούλους των Αιτητών.
Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη, ότι κατά την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αυτό το οποίο ελέγχεται είναι η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά την ενδιάμεση θεραπεία σε συνάρτηση, για τους περιορισμένους πάντα σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, με τυχόν αντίθετη εκδοχή (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. CYFIELD – NEMESIS κ.α., Πολ. Έφεση αρ. Ε52/21, ημερ.10.02.2022), ECLI:CY:AD:2022:A79. Το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο δεν προχωρεί σε εις βάθος εξέταση της ουσίας της απαίτησης. Ό,τι χρειάζεται να καταδειχθεί είναι απλώς η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και η πιθανότητα οι Αιτητές να δικαιούνται σε θεραπεία.
Θα πρέπει, ωστόσο, η μαρτυρία που προσάγεται να αναφέρεται με ακρίβεια σε εκείνα τα γεγονότα που καταδεικνύουν την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας (Molvi Estates Ltd v. Κίμωνος κ.α., Πολ. Έφ. Ε193/12, ημερ.09.05.2023).
Εξετάζοντας, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, τη μαρτυρία των Αιτητών σε συνάρτηση με την εκδοχή που προωθήθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση, θεωρώ ότι η υπόθεση των Αιτητών δεν έχει τέτοια αποδεικτική δύναμη που να ικανοποιεί το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 32 (1) του Ν.14/60.
Συγκεκριμένα, δεν δόθηκε εκ μέρους των Αιτητών οποιαδήποτε εξήγηση στη θέση της Καθ’ ης η αίτηση, όπως αυτή αναδεικνύεται στα Τεκμήρια 11 και 13 της ένστασης, ότι η συμφωνία διευθέτησης ημερ.29.11.2022 υπογράφηκε μετά από λήψη ανεξάρτητης συμβουλής. Επίσης, δεν δόθηκε η παραμικρή εξήγηση σε σχέση με τα Τεκμήρια 14 και 15 της ένστασης και τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η αίτηση, ότι υπήρξε και δεύτερη συμφωνία διευθέτησης στις 30.08.2023 και πάλι μετά που οι Αιτητές έλαβαν ανεξάρτητη συμβουλή. Ούτε και αιτιολογήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, η μεταγενέστερη απόφαση των Αιτητών να αναζητήσουν νέα ανεξάρτητη συμβουλή, αφού, όπως διαφαίνεται από τα προαναφερόμενα Τεκμήρια, είχαν προηγουμένως αποδεχθεί και συμφωνήσει σε δύο περιπτώσεις το ύψος της οφειλής τους προς την Καθ’ ης η αίτηση.
Στη Λόρδου κ.α. ν. Σιακόλα κ.α. Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.03.17, ECLI:CY:AD:2017:A102, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 Ν.14/60 (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):
«Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του. Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»
Στη βάση, επομένως, των δεδομένων που έχουν τεθεί ενώπιόν μου και ειδικότερα υπό το φως της αντίθετης εκδοχής της Καθ’ ης η αίτηση, χωρίς ασφαλώς να προβαίνω σε εις βάθος αξιολόγηση και σε ευρήματα επί της ουσίας, διαπιστώνω ότι δεν καταδεικνύεται ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας σύμφωνα με το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Αν και η πιο πάνω κατάληξή μου σφραγίζει την έκβαση της αίτησης, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας θα εξετάσω και το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.
Από το απαύγασμα της νομολογίας προκύπτει, ότι εκεί όπου η επιδίκαση αποζημιώσεων στον Αιτητή είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, τότε, δεν είναι απαραίτητη η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Παρατηρώ, ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου δεν δεικνύουν ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Πιο συγκεκριμένα, οι Αιτητές δεν ισχυρίστηκαν ότι τα ενυπόθηκα ακίνητα ενέχουν τέτοια σημασία για τους ιδίους που η επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων δεν θα αποτελούσε ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις θεραπεία.
Από την άλλη, η θέση της Καθ’ ης η αίτηση ότι είναι φερέγγυος οργανισμός και διαθέτει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ζημιά ήθελε προκληθεί στους Αιτητές παρέμεινε χωρίς αντίλογο.
Ως εκ των ανωτέρω, η επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων σε περίπτωση κατά την οποία οι Αιτητές επιτύχουν στην απαίτησή τους συνιστά, στη βάση των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, ικανοποιητική θεραπεία με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δύσκολη ή αδύνατη η απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Κατά συνέπεια, το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 δεν πληρούται.
Κατάληξη
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον των Αιτητών. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων στη βάση του Μέρους 39.7 των ΚΠΔ. Σημειώνω, ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Μέρους 39.9(1) των ΚΠΔ, δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων.
Ως εκ των ανωτέρω, τα έξοδα έχουν υπολογιστεί συνοπτικά στο ποσό των €3.806 πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει, τα οποία θα καταβάλουν οι Αιτητές στην Καθ’ ης η αίτηση μειωμένα, όμως, κατά 15% ενόψει της μη συμμόρφωσης της Καθ’ ης η αίτηση με το Μέρος 39.9(1) των ΚΠΔ (βλ. Μέρος 39.9(2) των ΚΠΔ).
(Υπ.) ……………………………….
Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.
Subject: Civil / Other Actions / Interim
Αναφορά: Προσωρινό διάταγμα
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο