TERMITES ESTATES LIMITED ν. Νίκολα Λευκαρίτη κ.α., Αρ. Αγωγής: 4774/2010, 28/2/2025
print
Τίτλος:
TERMITES ESTATES LIMITED ν. Νίκολα Λευκαρίτη κ.α., Αρ. Αγωγής: 4774/2010, 28/2/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής:  4774/2010

Μεταξύ:

TERMITES ESTATES LIMITED

Ενάγουσας

και

 

1.   Νίκολα Λευκαρίτη

2.    Συνεργατικό Ταμιευτήριο Επαγγελματικών Κλάδων

και Επιχειρηματιών Κύπρου Λτδ (ΣΤΕΚΕΚ Λτδ)

Εναγομένων

και

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Μεσεγγυούχος

 

- - - - - - - - - - -

 

Αίτηση ημερομηνίας 11.09.2023

 

Ημερομηνία:  28.02.2025

Για την Ενάγουσα – Αιτήτρια:  κα Μ. Γιωρκάτζη

Για την Εναγόμενη 1 – Καθ’ ης η Αίτηση:  κα Κωνσταντή με κα Χαραλάμπους

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ   ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στις 26.09.2023 εκδόθηκε μονομερώς ένταλμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου garnishee order nisi (στο εξής «ένταλμα») στη βάση των παραγράφων Α – Γ της αίτησης ημερομηνίας 11.09.2023. Συγκεκριμένα, το ένταλμα αφορά την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «Μεσεγγυούχος») και με αυτό διατάχθηκε να μην παραιτηθεί από τη φύλαξη και/ή να μην αποξενώσει και/ή να μην καταβάλει στην Εναγόμενη 1 (στο εξής «Καθ’ ης η αίτηση») το ποσό των €37.076,82 πλέον τόκο προς 4% ετησίως από 01.09.2023 μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, διατάχθηκε η Μεσεγγυούχος όπως εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να εξεταστεί σχετικά με τα ποσά που οφείλει στην Καθ’ ης η αίτηση και/ή διατηρούνται σε τραπεζικό λογαριασμό της Καθ’ ης η αίτηση.

 

Στην υπό κρίση αίτηση περιλαμβάνεται και το ακόλουθο αιτητικό (παράγραφος Δ) σε σχέση με το οποίο δόθηκαν οδηγίες όπως επιδοθεί στην Μεσεγγυούχο και την Καθ’ ης η αίτηση:

 

«Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ να καταβάλει στους Ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό έχει στην φύλαξη και/ή κατοχή της ως πιστωτής και/ή που οφείλει στην Εναγόμενη 1 και/ή που διατηρεί σε τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 1 προς μερική ή πλήρη ικανοποίηση της εκδοθείσας στα πλαίσια της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγής απόφασης ημερομηνίας 17/8/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147

 

Προς υποστήριξη της αίτησης καταχωρήθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας (στο εξής «Αιτήτρια») ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στις 17.08.2016 εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας τελική απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση για το ποσό των €80.540,87 πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως επ’  αυτού από 30.09.2010 μέχρι 31.12.2014 και τόκο προς 4% ετησίως από 01.01.2015 μέχρι εξοφλήσεως. 

 

Καταχωρίστηκε έφεση και αντέφεση με τις οποίες αμφισβητήθηκε η ορθότητα της προαναφερόμενης απόφασης.  Μετά την καταχώριση έφεσης εκδόθηκε διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης σε σχέση με την απαίτηση, υπό τον όρο της κατάθεσης τραπεζικής εγγύησης από την Καθ’ ης η αίτηση ύψους €90.000. Η Καθ’ ης η αίτηση κατέθεσε τραπεζική εγγύηση η οποία εκδόθηκε από τη Μεσεγγυούχο και αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης εκκρεμούσης της εκδίκασης της έφεσης. 

 

Στις 09.06.2022, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίφθηκαν.  Ως εκ τούτου, η Μεσεγγυούχος κατέβαλε στην Αιτήτρια το ποσό της τραπεζικής εγγύησης.  Μετά την πιο πάνω καταβολή το εξ αποφάσεως χρέος που παραμένει οφειλόμενο ανέρχεται στο ποσό των €37.076,82. 

 

Εν κατακλείδι, αναφέρεται στη ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, ότι η Καθ’ ης η αίτηση διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στη Μεσεγγυούχο, εξού και η τελευταία εξέδωσε την τραπεζική εγγύηση ύψους €90.000.

 

Την 01.11.2023, η Μεσεγγυούχος, μέσω εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και δήλωσε ότι συμμορφώθηκε με το ένταλμα.  Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι η Καθ’ ης η αίτηση διατηρεί δύο τραπεζικούς λογαριασμούς, ήτοι έναν προσωπικό και έναν κοινό με άλλο πρόσωπο, τους οποίους και δέσμευσε.  Περαιτέρω, δηλώθηκε από τη Μεσεγγυούχο ότι θα συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τη διάθεση του ποσού που δεσμεύθηκε με το επίμαχο ένταλμα.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση, από την πλευρά της, καταχώρισε ένσταση στις 20.05.2024 εγείροντας 12 λόγους ένστασης.  Οι τελευταίοι μπορούν να συνοψιστούν στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομοθεσία ως προς την έκδοση και/ή διατήρηση σε ισχύ του εντάλματος, καθώς και στο ότι η Αιτήτρια δεν αποτελεί πλέον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ενόψει της πλήρους εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους. 

 

Στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στις 20.03.2024 παραδόθηκε στους δικηγόρους της Αιτήτριας επιταγή ύψους €28.931,82 προς πλήρη ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.  Η προαναφερόμενη επιταγή παραλήφθηκε με την επιφύλαξη εκ μέρους της Αιτήτριας ότι εκκρεμεί επιπρόσθετο ποσό προς πληρωμή.  Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης και με επιφύλαξη της θέσης της Καθ’ ης η αίτηση περί πλήρους εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους, τροποποιήθηκε το εκδοθέν ένταλμα με αποτέλεσμα το ποσό το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα δεσμευμένο να ανέρχεται σε €8.945 πλέον τόκο 4% από 20.03.2024.

 

Με την προαναφερόμενη πληρωμή εξοφλήθηκε πλήρως το εξ αποφάσεως χρέος.  Αυτό, διότι η απόφαση του Δικαστηρίου προνοούσε, στη βάση του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60, την επιβολή νόμιμου τόκου. Συνεπώς, ο εκάστοτε τόκος με τον οποίο χρεωνόταν το ύψος της απαίτησης υπολογίζεται στη βάση των σχετικών διαταγμάτων του Υπουργού Οικονομικών και όχι στη βάση σταθερού επιτοκίου 4% ετησίως από 01.01.2015.  Επιπροσθέτως, η τελική απόφαση του Δικαστηρίου δεν προνοούσε για παροχή τόκου επί τόκου.  Επομένως, από τις 20.03.2024, ημερομηνία πληρωμής του πιο πάνω αναφερόμενου ποσού, η επίδικη αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου. 

 

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, το ποσό που θα δικαιολογείτο να παραμένει δεσμευμένο είναι το ποσό των €7.889,16 και όχι το ποσό των €8.945 πλέον τόκο 4% από 20.03.2024.

 

Πριν προχωρήσω στην παράθεση της νομικής πτυχής και των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου σημειώνω, ότι στις 15.05.2024 το ένταλμα τροποποιήθηκε εκ συμφώνου με τη μείωση του ποσού που δεσμεύτηκε από €37.076,82 πλέον τόκο προς 4% ετησίως από 01.09.2023 σε €8.944,35 πλέον τόκο προς 4% ετησίως από 20.03.2024.

 

Περαιτέρω, στις 10.09.2024, μετά από αίτημα της Αιτήτριας, δόθηκαν οδηγίες όπως η αίτηση και το ένταλμα επιδοθούν στον συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού που διατηρεί η Καθ’ ης η αίτηση στη Μεσεγγυούχο (στο εξής «Ενδιαφερόμενο Μέρος»). Οι συνήγοροι της Καθ’ ης η αίτηση ανέλαβαν την εκπροσώπηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους και δήλωσαν ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της ήδη καταχωρηθείσας ένστασης.  

 

Η ακρόαση της επίδικης αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων με τις αγορεύσεις τους προέβαλαν την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους. Τόσο η αίτηση και η ένσταση με τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις, όσο και οι αγορεύσεις των συνηγόρων έχουν μελετηθεί και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους.

 

Νομική πτυχή

Η εκτέλεση απόφασης με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου προβλέπεται στο Μέρος VII του Κεφ. 6 (άρθρα 73 – 81). Στην Solvochem France, Sarl v. Κυπριακής Εταιρείας Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ, Πολ. Έφ αρ.Ε9/2014, ημερ.09.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:A177, συνοψίσθηκαν ως ακολούθως οι αρχές έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου:

 

«Οι αρχές και οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, όπως καθορίστηκαν στη νομολογία (Carna Plants Ltd v. Masalcha & Others(1990) 1 AAΔ 28, Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 754) κατ΄ ακολουθία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι:

 

(α) Ο αιτητής θα πρέπει να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής και να αποδείξει στο Δικαστήριο ότι η σχετική απόφαση δεν έχει ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει,

 

(β) Πρέπει επίσης να καταδειχθεί σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του τρίτου προσώπου, του μεσεγγυούχου,

 

(γ) Η έκδοση διατάγματος είναι ζήτημα που εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»

 

Ως προς την ακολουθητέα διαδικασία έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης, αυτή, σύμφωνα με την αυθεντία F. Hoffman La Roche and Co. A.G. v. Inter – Continental Pharmaceuticals (Bletchley) Ltd Curtis and Company Ltd and Zygmunt (Chemists) Ltd (1969) 1 C.L.R. 196, η οποία υιοθετήθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διακρίνεται σε δύο ουσιαστικά στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά την έκδοση μονομερώς του εντάλματος κατάσχεσης με το οποίο καλείται ο μεσεγγυούχος να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί σε σχέση με περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή του και ανήκει στον εξ αποφάσεως χρεώστη. Στο δεύτερο στάδιο, αφού το Δικαστήριο ακούσει όσους κριθούν ως ενδιαφερόμενοι, δύναται να διατάξει είτε τη διάθεση της περιουσίας που κατασχέθηκε προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, είτε την άρση του διατάγματος κατάσχεσης, είτε να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα κρίνει υπό τις περιστάσεις δίκαιο. Σημειώνεται, ότι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης, ως ενδιαφερόμενο μέρος, έχει το δικαίωμα να ακουστεί πριν την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της διάθεσης της περιουσίας δυνάμει του άρθρου 78 του Κεφ.6.

 

Συμπεράσματα

Αποτελεί κοινό έδαφος, ότι κατά τον χρόνο καταχώρισης της υπό κρίση αίτησης υφίστατο οφειλή της Καθ’ ης η αίτηση προς την Αιτήτρια δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 17.08.2016. Υπάρχει διάσταση θέσεων ως προς το ακριβές ύψος της εξ αποφάσεως οφειλής και τον τρόπο υπολογισμού της, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι η Αιτήτρια κατά τον εν λόγω χρόνο ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής.

 

Αυτό το οποίο τυγχάνει έντονης αμφισβήτησης και αποτελεί τον κυρίαρχο λόγο ένστασης είναι το κατά πόσο η Αιτήτρια εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιότητα του εξ αποφάσεως πιστωτή.

 

Συγκεκριμένα, η Καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζει ότι με την πληρωμή του ποσού των €28.931,82, η οποία έλαβε χώραν την 20.03.2024, εξοφλήθηκε το εξ αποφάσεως χρέος. Στήριξε τον πιο πάνω ισχυρισμό της σε δύο επιχειρήματα.  Πρώτον, ότι ο υπολογισμός των τόκων της απόφασης θα πρέπει να γίνεται στη βάση του εκάστοτε νόμιμου επιτοκίου. Δεύτερον, στο ότι η πληρωμή της τραπεζικής εγγύησης εκ ποσού €90.000, η οποία διενεργήθηκε στις 07.07.2023, εξόφλησε την απαίτηση εκ ποσού €80.540,87.  Αυτό, διότι το εναπομείναν ποσό των €28.931,29, αποτελεί υπόλοιπο τόκων, το οποίο δεν τοκίζεται, καθώς η απόφαση δεν προνοεί κεφαλαιοποίηση των τόκων. 

 

Θεωρώ, ορθή την προσέγγιση της Αιτήτριας σε ό,τι αφορά το πρώτο από τα δύο επιχειρήματα που επικαλέστηκε.  Η μελέτη της απόφασης του Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι δεν επιδικάστηκε συγκεκριμένο ποσοστό τόκου, αλλά νόμιμος τόκος. Η περί αντιθέτου εισήγηση της Αιτήτριας, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στο λεκτικό της συνταγμένης απόφασης αγνοώντας το περιεχόμενο της πλήρους απόφασης, δεν με βρίσκει σύμφωνο. 

 

Στην απόφαση Ο Φιλελεύθερος Λτδ κ.α. (2003) 1Α Α.Α.Δ 1729, τονίστηκε ότι:

 

«Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι το συντεταγμένο διάταγμα - ("drawn up order"), αλλά η πλήρης απόφαση, περιλαμβανομένου και του σκεπτικού της.  Η συντεταγμένη, ή/και καταχωρημένη -  ("drawn up" ή "entered") - απόφαση δεν αποτελεί το πλήρες πρακτικό - ("record").»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση επαναβεβαιώθηκε και πρόσφατα από το Εφετείο στην υπόθεση Βιολάρης κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 163/2018 σχ. με 165/2018, ημερομηνίας 06.09.2024. Επομένως, ο τόκος που φέρει η απόφαση θα πρέπει να αναζητηθεί στην πλήρη απόφαση. Εν προκειμένω, στη σελίδα 26 της πλήρους απόφασης του Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης 1 για το ποσό των €80.540,87 με νόμιμο τόκο …»

 

Είναι εμφανές, ότι το Δικαστήριο δεν καθόρισε συγκεκριμένο ποσοστό τόκου, αλλά επιδίκασε τον εκάστοτε νόμιμο τόκο ο οποίος επιβάλλεται αυτόματα στη βάση του άρθρου 33(2) του Ν.14/60 (D & G Products Ltd v. Pemixco Asphalting Company Ltd (1999) 1Α Α.Α.Δ 263).

 

Ο νόμιμος τόκος, τώρα, δεν «κλειδώνει» κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, ως η σχετική εισήγηση της Αιτήτριας. Αυτό προκύπτει, κατά την άποψή μου, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 33(2) και (4)(α) του Ν.14/60.  Συγκεκριμένα, από τις πιο πάνω ρυθμίσεις προκύπτει ότι το ύψος του νόμιμου τόκου που φέρει μία απόφαση, δύναται να αναθεωρείται μέσω διατάγματος του Υπουργού Οικονομικών. Επομένως, η απόφαση θα ακολουθεί μέχρι την τελική αποπληρωμή του συγκεκριμένου εξ αποφάσεως χρέους τον εκάστοτε νόμιμο τόκο, όπως αυτός θα καθορίζεται με τα κατά καιρούς διατάγματα του Υπουργού Οικονομικών. Αυτό ακριβώς αποτυπώθηκε και στο κείμενο της υπό αναφορά συνταγμένης απόφασης, όπου ο Πρωτοκολλητής απλώς προσδιόρισε τα ποσοστά νόμιμου τόκου που ίσχυαν από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

Με την προαναφερόμενη προσέγγιση,  ότι δηλαδή ο νόμιμος τόκος ακολουθεί τις τυχόν διακυμάνσεις που μπορεί να επέλθουν και μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, συνηγορούν και όσα αναφέρθηκαν, obiter, στην απόφαση Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1Α Α.Α.Δ 414. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

 

«Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων θα φέρει τόκο προς 6% από 27 Νοεμβρίου 1989, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, μέχρι 27 Δεκεμβρίου 1995 που εκδόθηκε πρωτόδικα απόφαση, ενώ το ποσό της ειδικής ζημίας θα φέρει ομοίως τόκο από 27 Ιουνίου 1988, που προέκυψε το αγώγιμο δικαίωμα, μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης: βλ. το άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 (όπως τροποποιήθηκε) και τις αρχές που τέθηκαν στη Jefford and Another ν. Gee [1970] 1 All E.R. 1202. Μετά την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης θα τρέχει βέβαια και για τα δύο ποσά ο προβλεπόμενος νόμιμος τόκος που, όπως υποδείξαμε πρόσφατα στην D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 Α.Α.Δ. 263, επιβάλλεται αυτόματα βάσει του άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν. 14/1960) όπως τροποποιήθηκε: βλ. ιδιαίτερα εδώ τον τροποποιητικό Ν. 102(1)796 αναφορικά με το νέο ύψος του νόμιμου τόκου μετά τις 29 Νοεμβρίου 1996

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στις αγορεύσεις τους παρέπεμψαν σε αγγλική νομολογία αναφορικά με την επιδίκαση τόκου στις δικαστικές αποφάσεις. Θεωρώ, ότι δεν μπορούν να αντληθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα από την εν λόγω νομολογία, καθώς ερμηνεύει συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν συναντώνται στο δικό μας δίκαιο.

 

Προχωρώ στο δεύτερο επιχείρημα της Καθ’ ης η αίτηση. 

 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην απόφαση δεν περιλαμβάνεται πρόνοια περί κεφαλαιοποίησης των τόκων.  Θεωρώ, ωστόσο, ότι το όλο ζήτημα δεν άπτεται της κεφαλαιοποίησης, αλλά του καταλογισμού των πληρωμών που διενεργήθηκαν.  Η ανάλυση της Καθ’ ης η αίτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Τεκμήριο Α της ένστασης και συνοψίζεται στο ότι μετά τις 07.07.2023 δεν θα έπρεπε να υπολογίζονται τόκοι,  δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Αυτό, διότι δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον μου ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς τον καταλογισμό των πληρωμών και ειδικότερα ως προς το ότι οι πληρωμές θα καταλογίζονται πρώτα έναντι της απαίτησης.  Το αντίθετο, μάλιστα, προκύπτει από δήλωση του συνηγόρου της Αιτήτριας η οποία καταγράφηκε στο πρακτικό της 15.05.2024, όταν και τροποποιήθηκε εκ συμφώνου το ένταλμα. Παρατίθεται αυτούσια η σχετική δήλωση:

 

«Και θέση μας είναι ότι πρέπει να παραμείνει και επιπλέον ένα ποσό για να καλύψει τυχόν τόκους μέχρι εξοφλήσεως ενός χρόνου ή έξι μηνών μέχρι την εκδίκαση της αίτησης του 4% που είναι ο δικός μας υπολογισμός …»

 

Είναι, επομένως, φανερό ότι η Αιτήτρια καταλόγισε τις πληρωμές πρώτα έναντι των τόκων. Το δικαίωμα της Αιτήτριας να προχωρεί σε καταλογισμό των πληρωμών πρώτα έναντι των τόκων, πηγάζει, τόσο από τα άρθρα 59 – 61 του Κεφ. 149, όσο και από τη νομολογία (Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ 38 και Archbold Investment Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1Β Α.Α.Δ 1084).

 

Το ότι στην προκείμενη περίπτωση το χρέος δεν πηγάζει από σύμβαση αλλά από δικαστική απόφαση, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από τις προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις και τη νομολογία.  Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Δημήτρης Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ ν. Hellenic Bank Public Co Ltd (2014) 1Γ A.A.Δ 2534.  Στην εν λόγω υπόθεση ηγέρθηκε λόγος έφεσης ως προς τον καταλογισμό των πληρωμών στον οποίο προέβη η εφεσίβλητη μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

«Στην υπό εξέταση υπόθεση είναι παραδεκτό αλλά και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη καταλόγιζε τις πληρωμές της εφεσείουσας πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων και παν υπόλοιπο, εάν υπήρχε, έναντι του κεφαλαίου. Επίσης είναι παραδεκτό, ότι η εφεσείουσα δεν παρουσίασε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι κατά τις υπ’ αυτές γενόμενες πληρωμές προέβαινε σε καταλογισμό τους ήτοι κατά πόσο αυτές γίνονταν έναντι του κεφαλαίου ή των δεδουλευμένων τόκων.

 

Με βάση τα πιο πάνω σταθερά δεδομένα δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να προβεί σε καταλογισμό των πληρωμών με τον τρόπο που αυτή επιθυμούσε ήτοι πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων. Η διάκριση που προέβη ο συνήγορος της εφεσείουσας σε χρέος δυνάμει Δικαστικής απόφασης και σε χρέος δυνάμει συμφωνίας δεν παρέχει οιανδήποτε προστασία στην εφεσείουσα καθ’ ότι δεν μπορεί να τεθεί κανόνας ότι επειδή πρόκειται περί «εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος» θα πρέπει άνευ ετέρου να γίνεται καταλογισμός πληρωμών κατά τον τρόπο που εισηγείται ο συνήγορος. Η επιδίκαση ενός ποσού με Δικαστική απόφαση δεν μεταβάλλει αυτό σε οτιδήποτε άλλο από χρέος. Αναπόφευκτα και στην περίπτωση αυτού του είδους χρέους ισχύουν τα όσα είχαν αναφερθεί την υπόθεση Λούκος (άνω) και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθό στην κρίση του ότι ο γενόμενος καταλογισμός πληρωμών όπως αυτός έγινε από την εφεσίβλητη ήταν ορθός και νόμιμος. Αναπόφευκτο αυτού είναι ότι και οι χρεωθέντες τόκοι, είναι ορθοί

 

Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ, ότι η Αιτήτρια εξακολουθεί να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 17.08.2016. Αυτό, διότι το ποσό των €28.931,29, το οποίο απέμεινε ως υπόλοιπο μετά την είσπραξη της τραπεζικής εγγύησης στις 07.07.2023, έφερε τόκο αφού αποτελούσε υπόλοιπο της απαίτησης των €80.540,87. Πιο συγκεκριμένα, με την είσπραξη των €90.000 στις 07.07.2023 αποπληρώθηκαν οι μέχρι τότε δεδουλευμένοι τόκοι εκ ποσού €38.390,42 και το εναπομείναν ποσό των €51.609,58 αφαιρέθηκε από το ποσό της απαίτησης (€80.540,87). Επομένως, το ποσό των €28.931,29 έφερε νόμιμο τόκο προς 2,5% από 08.07.23 μέχρι 31.12.2023 και 5,5% από 01.01.2024. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου στις 20.03.2024 μετά την πληρωμή του ποσού των €28.931,82 παρέμεινε υπόλοιπο €662,47 πλέον τόκους προς 5,5%.

 

Η δεύτερη, τώρα, προϋπόθεση αφορά τη σχέση μεταξύ εξ αποφάσεως οφειλέτη και μεσεγγυούχου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η Μεσεγγυούχος δήλωσε ότι δέσμευσε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρεί η Καθ’ ης η αίτηση, ήτοι έναν προσωπικό και έναν κοινό. Ηγέρθηκε ακροθιγώς ζήτημα ως προς το κατά πόσο ο κοινός λογαριασμός μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δέσμευσης δυνάμει του εντάλματος. Ανάλογο ζήτημα εξετάστηκε στην Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.ά. (2013) 1Α Α.Α.Δ 754, όπου αποφασίστηκε ότι το άρθρο 73 του Κεφ.6 δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση που μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του μεσεγγυούχου υπάρχει σχέση πιστωτή – οφειλέτη, αλλά η εφαρμογή του επεκτείνεται και σε άλλες μορφές δικαιωμάτων. Ως προς το ζήτημα του κοινού λογαριασμού, αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση τα ακόλουθα:

 

«Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη ως ένας από τους δικαιούχος του κοινού λογαριασμού που τηρείτο στους εφεσίβλητους-μεσεγγυούχους είχε συμφέρον στο λογαριασμό αυτό.»

 

Υφίσταται, επομένως, σχέση πιστωτή – οφειλέτη μεταξύ της Καθ’ ης η αίτηση και του Μεσεγγυούχου αναφορικά και με τους δύο λογαριασμούς που έχουν δεσμευθεί. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι η Μεσεγγυούχος δεν αμφισβήτησε την οφειλή της προς την Καθ’ ης η αίτηση (Κουζαλή ν. Gordian Holdings Ltd, Πολ. Έφ. αρ.Ε4/2018, ημερ.28.09.2023).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους υποστήριξε, ότι η όλη διαδικασία πάσχει καθώς δεν επιδόθηκε εξαρχής η αίτηση και το ένταλμα στο Ενδιαφερόμενο Μέρος. Με κάθε σεβασμό, θεωρώ ότι το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κεφ.6, το Δικαστήριο οφείλει να ακούσει τα πρόσωπα που δυνατόν να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα προτού αποφασίσει ως προς τη διάθεση της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε. Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση, αφού η επίδοση προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος έγινε πριν την ακρόαση και δόθηκε κάθε ευκαιρία στο τελευταίο να λάβει μέρος στη διαδικασία και να ακουστεί.

 

Ούτε και η θέση, ότι στην υπό κρίση αίτηση δεν προσδιορίζεται το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους με βρίσκει σύμφωνο. Η Αιτήτρια προσδιόρισε το ποσό που η ίδια θεωρούσε ότι παρέμενε ως οφειλόμενο και κατονόμασε τον μεσεγγυούχο σε σχέση με τον οποίο ζητούσε την έκδοση του εντάλματος. Το ότι υπήρξε διαφωνία ως προς το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους και δεν δόθηκε αριθμός λογαριασμού, δεν καθιστά, κατά την κρίση μου, τη διαδικασία άκυρη. Η παρούσα διαδικασία, άλλωστε, είναι διερευνητικής υφής και στοχεύει στη διακρίβωση ύπαρξης χρέους από τον μεσεγγυούχο προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη  (Γυμναστικού Συλλόγου τα Παγκύπρια ΓΣΠ δια του Προέδρου του ΧΧΧ Ιωαννίδη v. ULYSSES INVESTMENTS LTD, Πολ. Εφ. Αρ. 171/2014, ημερ. 30.12.2021), ECLI:CY:AD:2021:A596.

 

Έχοντας αποφασίσει ότι η Αιτήτρια εξακολουθεί να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής, καθώς και ότι μεταξύ της Καθ’ ης η αίτηση και της Μεσεγγυούχου υπάρχει σχέση πιστωτή και οφειλέτη, θα προχωρήσω να εξετάσω τον τρόπο διάθεσης της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε.

 

Η έκδοση διατάγματος διάθεσης της κατασχεθείσας περιουσίας δυνάμει του άρθρου 78 του Κεφ.6 είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.α, ανωτέρω).

 

Θεωρώ, ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί προς όφελος της Αιτήτριας με την έκδοση διατάγματος πληρωμής του ποσού των €662,47 προς πλήρη και τελεία εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η οριστική επίλυση της διαμάχης των διαδίκων η οποία εκκρεμεί στα Δικαστήρια εδώ και 15 έτη.

 

Επισημαίνω, ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να συνηγορεί στο ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί προς άλλη κατεύθυνση από την προαναφερόμενη. Ο μοναδικός λόγος που επικαλείται η Καθ’ ης η αίτηση και υιοθετεί το Ενδιαφερόμενο Μέρος, είναι η βούληση της Καθ’ ης η αίτηση προς εξόφληση σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι υπάρχει οφειλόμενο εξ αποφάσεως χρέος. Κρίνω, ότι αυτός ο λόγος δεν δικαιολογεί τη μη έκδοση διατάγματος πληρωμής. Άλλωστε, η έκδοση σχετικού διατάγματος δεν εμποδίζει την Καθ’ ης η αίτηση να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της. Σε μία τέτοια περίπτωση, με ευθύνη των διαδίκων, θα πρέπει να ενημερωθεί ο Μεσεγγυούχος για την ενδεχόμενη εξόφληση.

 

Κατάληξη

Υπό το φως των πιο πάνω, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η Μεσεγγυούχος  όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση του διατάγματος σε αυτήν καταβάλει στην Αιτήτρια ποσό ύψους €662,47 πλέον νόμιμο τόκο προς 5,5% από 20.03.2024 μέχρι 31.12.2024 και 6% από 01.01.2025, το οποίο είναι κατατεθειμένο στους λογαριασμούς που έχουν δεσμευθεί και διατηρεί η Καθ' ης η αίτηση στη Μεσεγγυούχο, προκειμένου το πιο πάνω χρηματικό ποσό να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της Καθ' ης η αίτηση στο πλαίσιο της με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγής.

 

Τα έξοδα της διαδικασίας να υπολογιστούν στην κλίμακα €10.000 – €50.000 (περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2017, Κ.39(ε)) και επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                    (Υπ.) …………………………………..

                                                                                                  Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.     

 

Πιστόν αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο