
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2067/15
Μεταξύ:
Δήμος Λεμεσού
Εναγόντων
και
F & A Coffee Points Ltd
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 26.2.25
Εμφανίσεις:
Για τον Εναγόμενο/Αιτητή: κα Φ. Ηρακλέους
Για τον Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση: κα Μ. Τζιουτ για κκ Η. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αφορμή για την έκδοση της παρούσης απόφασης αποτέλεσε αίτηση η οποία υποβλήθηκε από την πλευρά του Εναγόμενου/Αιτητή, από τώρα και στο εξής «ο Αιτητής», στις 25.6.24 με την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος:
«Με το οποίο να παραμερίζεται η απόφαση και/ή το διάταγμα ημερομηνίας 20.6.24 που εξέδωσε το Δικαστήριο σε βάρος της Εναγόμενης και υπέρ του Ενάγοντα στα πλαίσια της παρούσας Αγωγής.
Με το οποίο να επαναφέρεται η Ανταπαίτηση της Αιτήτριας που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσας αγωγής και απορρίφθηκε στις 20.6.24».
Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του Διευθυντή του Αιτητή ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Αιτητή να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, από τώρα και στο εξής «ο Διευθυντής».
Η υπό κρίση αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση. Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται στο σώμα της Ειδοποίησης ένστασης σύμφωνα με την Δ.48, θ.4(1) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Καθ’ ου η αίτηση όπως προβεί εκ μέρους και για λογαριασμό του στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα. Η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση αποκαλύπτει μια εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην απαίτηση και μια βάσιμη ανταπαίτηση. Στην Υπεράσπιση δικογραφείται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε δικαίωμα να τερματίσει την επίδικη συμφωνία που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και του Αιτητή αναφορικά με το επίδικο υποστατικό διά τερματισμού άδειας χρήσης. Με επιστολή δε των δικηγόρων του ημερομηνίας 26.3.13 που στάλθηκε προς τον Καθ’ ου η αίτηση αναφέρονται οι λόγοι γιατί η επίδικη συμφωνία ήταν συμφωνία ενοικίασης λόγω της φύσης και της πρακτικής της εφαρμογής και όχι συμφωνία άδειας χρήσης και ότι είναι πάνω σε αυτή την βάση που έπρεπε να ρυθμιστεί νομικά.
Με την Ανταπαίτηση ο Αιτητής αξιώνει ειδικές αποζημιώσεις σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι η επίδικη συμφωνία που υπογράφηκε αρχικά μεταξύ των δύο πλευρών το 2005 και ανανεώθηκε αργότερα, είναι συμφωνία άδειας χρήσης. Οι αποζημιώσεις αξιώνονται στην βάση του ότι το επίδικο υποστατικό αντί να ήταν έτοιμο και εξοπλισμένο για σκοπούς χρήσης του από τον Αιτητή για διεξαγωγή των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων εξοπλίσθηκε και, μάλιστα, πλήρως από τον Αιτητή ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως επιχείρηση υπαίθριου καφέ σνακ μπαρ και ο Αιτητής πλήρωνε μηνιαίο μίσθιο προς τον Καθ’ ου η αίτηση.
Στις 8.10.19 ζητήθηκε αναβολή της ακρόασης καθότι μετά από σχετική προσπάθεια των δικηγόρων και των δύο πλευρών για εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού συμφωνήθηκε όπως αποσταλεί σχετική πρόταση στον Καθ’ ου η αίτηση προκειμένου να εξεταστεί είτε προς έγκριση είτε προς απόρριψη από το Δημοτικό Συμβούλιο – Τεκμήριο 5. Από το 2019 και μέχρι το 2024 ζητούνταν επανειλημμένα από κοινού αναβολές προκειμένου να ληφθεί η απάντηση του Καθ’ ου η αίτηση στην πρόταση του Αιτητή. Η πρόταση του Αιτητή δεν εξετάσθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο και την 1.2.24 ο Καθ’ ου η αίτηση μέσω επιστολής των δικηγόρων του επανήλθε με αντιπρόταση - Τεκμήριο 6 - μέσω της οποίας τίθεντο επαχθέστατοι για τον Αιτητή όροι την διευθέτηση της υπόθεσης οι οποίοι απείχαν μακράν από το πνεύμα της επιστολής ημερομηνίας 8.10.19. Με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 14.2.24 ο Αιτητής απέρριψε την αντιπρόταση. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 7.
Η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 31.5.24. Οι δικηγόροι του Αιτητή ζήτησαν από την δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση, από τώρα και στο εξής «η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση», να τους ενημερώσει αν θα άρχιζε η ακροαματική διαδικασία προκειμένου να ετοιμαστούν δεόντως. Η εν λόγω δικηγόρος μετά από σχετικό ερώτημα της προς το Δικαστήριο ενημέρωσε τους δικηγόρους του Αιτητή ότι το Δικαστήριο θα ανέβαλλε την υπόθεση λόγω άλλων συνεχιζόμενων ακροάσεων.
Στις 31.5.24 το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 3.6.24 λόγω μπερδέματος που έγινε με την επικοινωνία προς το Δικαστήριο από την πλευρά του Αιτητή υπό την έννοια ότι λόγω της εξέλιξης που προηγήθηκε θεωρήθηκε ότι το Δικαστήριο θα έδινε νέα ημερομηνία ακρόασης στην απουσία των δικηγόρων και χωρίς να προηγηθεί σχετική γραπτή επικοινωνία προς το Δικαστήριο αφού ούτως η άλλως ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε τηρήσει και τους κανονισμούς του 2022 σε σχέση με την εκδίκαση καθυστερημένων υποθέσεων και δη δεν είχε αποστείλει προς την πλευρά του Αιτητή τρεις μέρες πριν την δικάσιμο της 31.5.24 την γραπτή μαρτυρία των μαρτύρων που θα κατέθεταν στην υπόθεση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα.
Στις 3.6.24 το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για απόδειξη στις 20.6.24 χωρίς να δοθούν σχετικές οδηγίες για την ανταπαίτηση. Μάλιστα για την εξέλιξη αυτή πληροφορήθηκε η δικηγόρος του Αιτητή από την στενογράφο του Δικαστηρίου την ίδια ημέρα.
Η δικηγόρος του Αιτητή λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας το οποίο αναφέρεται στο επισυνημμένο Τεκμήριο 8 δεν μπόρεσε ούτε να επικοινωνήσει μαζί με τον Διευθυντή, ούτε με άλλο συνάδελφο της προκειμένου να ζητήσει από το Δικαστήριο όπως επαναορίσει την υπόθεση για ακρόαση είτε γραπτώς, είτε με φυσική παρουσία ενώπιον του Δικαστηρίου στις 20.6.24 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Υπό το φως των πιο πάνω συνέτρεχε καλός λόγος για την απουσία της δικηγόρου του Αιτητή από το Δικαστήριο ή για την έλλειψη επικοινωνίας της μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος με το Δικαστήριο ή τους αντιδίκους.
Ενώ οι δικηγόροι του Καθ’ ου η αίτηση γνώριζαν τα πιο πάνω, εντούτοις, άδραξαν την ευκαιρία και ζήτησαν από το Δικαστήριο να αποδείξουν την υπόθεση τους σε βάρος του Αιτητή και ζήτησαν όπως απορριφθεί και η ανταπαίτηση. Το Δικαστήριο στην απουσία νομικού εκπροσώπου του Αιτητή ενέκρινε το αίτημα και εξέδωσε απόφαση υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και σε βάρος του Αιτητή και απέρριψε την ανταπαίτηση.
Την εξέλιξη αυτή η πλευρά του Αιτητή την πληροφορήθηκε στις 21.6.24 με φυσική παρουσία του συνεργάτη δικηγόρου που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση κύριου XXXX XXXX στο Δικαστήριο το οποίο επιβεβαίωσε την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο κύριος XXXX στην συνέχεια επικοινώνησε με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση η οποία, επίσης, τον ενημέρωσε για την εξέλιξη που είχε η υπόθεση.
Χωρίς καθυστέρηση οι δικηγόροι των Αιτητών ενημέρωσαν τον Διευθυντή για την τύχη που είχε η υπόθεση και ο τελευταίος έδωσε στους πρώτους οδηγίες να ετοιμάσουν και να καταχωρήσουν αμέσως αίτηση παραμερισμού της απόφασης και/ή του διατάγματος ημερομηνίας 20.6.24 καθώς και αίτηση επαναφοράς της ανταπαίτησης.
Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε 25.6.24 και δη χωρίς καθυστέρηση αφού η 21.6.24 ήταν Παρασκευή και η 25.6.24 ήταν η επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση αίτησης.
Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται αυτούσιοι:
1. Η υπό κρίση Αίτηση πάσχει από ακυρότητα και/ή είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά και πραγματικά αστήρικτη και/ή δεν ακολουθεί τους σχετικούς νόμους και/ή διαδικαστικούς κανονισμούς και/ή άλλως πως.
2. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και/ή δεν συντρέχουν οι παράγοντες που καθορίζει η νομολογία και/ή δεν υπάρχει κανένας καλός και/ή ικανοποιητικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης.
3. Η Αιτήτρια ουδέν ισχυρισμό έθεσε και/ή απέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι η απόφαση, ημερομηνίας 20/6/2024, δεν εκδόθηκε νομότυπα και/ή κανονικά.
4. Η Αιτήτρια δεν έχει δικαιολογήσει και/ή δεν έχει δικαιολογήσει επαρκώς την παράλειψη εμφάνισης της κατά τις δύο ημερομηνίες που ήταν ορισμένη για Ακρόαση και για Απόδειξη η Αγωγή, παρά το γεγονός ότι είχε δεόντως ενημερωθεί από το Δικαστήριο.
5. Δεν παρουσιάστηκε από την Αιτήτρια η ύπαρξη σοβαρού και εύλογου λόγου για τη μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο.
6. Δεν παρατίθεται και/ή δεν καταδεικνύεται μέσα από την υπό κρίση Αίτηση και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια έχει καλόπιστη υπεράσπιση και/ή συζητήσιμη υπεράσπιση και ανταπαίτηση επί της ουσίας της υπόθεσης.
7. Η Αιτήτρια επέδειξε αδικαιολόγητη αδιαφορία για την παρούσα Αγωγή η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η Αίτηση και η οποία αποτελεί τροχοπέδη στο επανάνοιγμα της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής.
8. Με την περιφρονητική και/ή καταφρονητική συμπεριφορά της Αιτήτριας, η τελευταία απεμπόλησε το δικαίωμα της να ακουστεί.
9. Η Ένορκη Δήλωση που υποβάλλεται προς υποστήριξη της Αίτησης περιλαμβάνει λανθασμένους και/ή ψευδείς και/ή αντιφατικούς και/ή ανακριβείς και/ή παραποιημένους ισχυρισμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
10. Η υπό κρίση Αίτηση είναι κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή σκοπεί στην παρακώλυση και/ή πρόκληση καθυστέρησης και/ή στην παρεμπόδιση του Καθ’ ου η Αίτηση να λάβει μέτρα εκτέλεσης.
11. Η Αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και/ή παρέλειψε να αποδείξει ότι τα Διατάγματα που ζητά δικαιολογούνται υπό τις περιστάσεις.
12. Η έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον Καθ’ ου η Αίτηση, παρεμποδίζοντας τον από το να εισπράξει το λαβείν του από την προς όφελος του νομότυπα εκδοθείσα απόφαση.
13. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων θα πλήξει τα συνταγματικά δικαιώματα του Καθ’ ου η Αίτηση.
14. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων θα πλήξει την ορθή και απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να δοθούν υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
15. Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης των αιτημάτων της Αιτήτριας και να απορρίψει την υπό κρίση Αίτηση με έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση.
Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.
Η υπό κρίση αίτηση πάσχει από ακυρότητα, είναι παράτυπη, αντικανονική, νομικά και πραγματικά αστήρικτη και δεν ακολουθεί τους σχετικούς νόμους και/ή διαδικαστικούς κανονισμούς για τους λόγους που εξηγούνται στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση.
Ο Αιτητής δεν έχει δικαιολογήσει καθόλου ή και επαρκώς την παράλειψη εμφάνισης του στις δύο ημερομηνίες που ήταν ορισμένη για ακρόαση και για απόδειξη η αγωγή παρά το γεγονός ότι είχε δεόντως ενημερωθεί από το Δικαστήριο. Αρχικά ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον Αιτητή ως προκύπτει από το σημείωμα εμφάνισης ημερομηνίας 30.6.15 ήταν ο κύριος XXXX XXXX. Η εκπροσώπηση αυτή διακόπηκε στις 16.5.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης αλλαγής δικηγόρου από την δικηγόρο κυρία YYYY YYYY. Με την λήξη της περιόδου αναστολής της άδειας άσκησης επαγγέλματος του κύριου XXXX που διατάχθηκε τον Ιούλιο του 2023 ως η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων – Τεκμήριο 1 - και την ανανέωση της τον Ιανουάριο του 2024, ο τελευταίος άρχισε να επικοινωνεί με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση με σκοπό την διευθέτηση της υπόθεσης.
Σε κάθε επικοινωνία ο κύριος XXXX διαβεβαίωνε την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση ότι θα καταχωρούσε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου, κάτι το οποίο ουδέποτε έγινε. Αποτέλεσμα της επικοινωνίας αυτής και των προτροπών του κύριου XXXX για διευθέτηση της υπόθεσης στην βάση πρότασης που είχε αποστείλει εκ μέρους του Αιτητή στις 2.10.19 ήταν η άνευ βλάβης αποστολή εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση αντιπρότασης διευθέτησης η οποία δεν έγινε αποδεκτή από τον Αιτητή. Ως εκ τούτου οι συζητήσεις για διευθέτηση έληξαν τον Φεβρουάριο του 2024. Η πιο πάνω άνευ βλάβης ανταλλαγείσα αλληλογραφία είναι τα Τεκμήρια 5-7 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση και τα οποία εντελώς αντικανονικά έχουν παρουσιασθεί μέσω της ένορκης δήλωσης του Διευθυντή.
Παρά το γεγονός ότι η επίσημα διορισθείσα δικηγόρος του Αιτητή ήταν η κυρία YYYY YYYY την επικοινωνία για την ουσία της υπόθεσης την έκανε πάντοτε ο κύριος XXXX, ο οποίος είναι ανεξάρτητος δικηγόρος και δεν εργοδοτείται από το γραφείο της κυρίας YYYY. Σύμφωνα με το σύστημα τηλεφωνίας του γραφείου των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση ο κύριος XXXX επικοινώνησε τηλεφωνικά με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση από το κινητό του τηλέφωνο που φέρει αριθμό XXXXXXXX στις 8.5.24, 31.5.24, 4.6.24, 20.6.24, 21.6.24 και στις 9.7.24. Σχετική εκτύπωση από το σύστημα τηλεφωνίας του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τον Καθ’ ου η αίτηση επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 2. Σημειώνεται ότι η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση πέραν της παρούσας υπόθεσης δεν χειρίζεται άλλη υπόθεση με αντίδικο τον κύριο XXXX.
Μετά την ανεπιτυχή λήξη των προσπαθειών για διευθέτηση της υπόθεσης και συγκεκριμένα κατά την αμέσως επόμενη ημερομηνία που ήταν ορισμένη η αγωγή για ακρόαση, ήτοι στις 12.3.24, η κυρία YYYY υπέβαλε ηλεκτρονικά αίτημα αναβολής της ακρόασης. Το σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3. Στο εν λόγω μήνυμα προβάλλονται λόγοι υγείας προσώπου άλλου από την κυρία YYYY το οποίο σύμφωνα με το μήνυμα χειρίζεται την υπόθεση. Ενόψει τούτου και ελλείψει ένστασης από την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση το Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση της αγωγής και επαναόρισε την αγωγή για ακρόαση στις 3.6.24.
Ενώ πλησίαζε η ημερομηνία ακρόασης της αγωγής και δη στις 31.5.24, όπως καταμαρτυρείται από το Τεκμήριο 2, ο κύριος XXXX επικοινώνησε εκ μέρους του Αιτητή με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση η οποία του ανέφερε ότι είχε ρωτήσει το Δικαστήριο και ότι το Δικαστήριο της ανέφερε ότι δεν υπήρχε χρόνος να ξεκινήσει την ακρόαση. Τον ενημέρωσε ταυτόχρονα ότι επρόκειτο να αποστείλει σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα. Περαιτέρω, κατόπιν παράκλησης της δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση ο κύριος XXXX επιβεβαίωσε και πάλι στην δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση ότι θα καταχωρούσε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου καθότι η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση δεν θεωρούσε πρέπον να συζητά μαζί του την υπόθεση χωρίς να είναι δεόντως διορισμένος. Η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση απέστειλε στο Δικαστήριο σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο κοινοποιήθηκε στην κυρία YYYY η οποία ουδόλως ανταποκρίθηκε με αποτέλεσμα η τελευταία να μην εμφανιστεί στην ακρόαση της αγωγής ούτε ηλεκτρονικά. Το ηλεκτρονικό μήνυμα της δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση προς το Δικαστήριο ημερομηνίας 31.5.24 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4.
Αφ’ ης στιγμής ουδείς παρουσιάσθηκε στις 3.6.24 εκ μέρους του Αιτητή το Δικαστήριο όρισε την αγωγή για απόδειξη στις 20.6.23 και ο νέος ορισμός της υπόθεσης αναρτήθηκε αυθημερόν στο Πινάκιο του Δικαστηρίου. Στις 4.6.24 ο κύριος XXXX επικοινώνησε τηλεφωνικά με την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση διερωτούμενος γιατί είχε οριστεί η υπόθεση για απόδειξη και επιβεβαιώνοντας ότι θα καταχωρούσε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου πριν τις 20.6.24 ώστε να μπορεί να εμφανίζεται ο ίδιος στο Δικαστήριο αφού η κυρία YYYY είχε διοριστεί τυπικά και προσωρινά.
Μέχρι τις 20.6.24 καμία ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου δεν είχε καταχωρηθεί και την ημέρα εκείνη ουδείς εμφανίστηκε εκ μέρους του Αιτητή στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου ο Καθ’ ου η αίτηση προχώρησε στην απόδειξη της αγωγής και το Δικαστήριο την ίδια μέρα εξέδωσε την τελική του απόφαση.
Από όλα τα πιο πάνω και δη τα πρακτικά του Δικαστηρίου με ημερομηνίες 4.7.24, 8.7.24, 10.7.24, 17.7.24 και 22.7.24 – Τεκμήριο 5 - προκύπτει ξεκάθαρα ότι αυτός που χειρίζεται ουσιαστικά και εξ ολοκλήρου την υπόθεση είναι ο κύριος XXXX.
Ο κύριος XXXX, ο οποίος συνέταξε την υπό κρίση αίτηση καθώς και την αίτηση αναστολής εκτέλεσης, και τις καταχώρησε εκ μέρους της κυρίας YYYY εμφανίσθηκε προσωπικά σε όλες ανεξαιρέτως τις εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου και ήταν ιδιαίτερα έντονος σε σχέση με την έκδοση της απόφασης εναντίον του Αιτητή ως θα ήταν ο δικηγόρος που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση. Αντιθέτως, η κυρία YYYY ουδέποτε εμφανίστηκε προσωπικά στο Δικαστήριο για την υπόθεση αυτή και μάλιστα μετά την έκδοση της απόφασης δεν φαίνεται να ασχολείται καθόλου.
Για την απουσία της δικηγόρου του Αιτητή στις 3.6.24 καμία απολύτως εξήγηση δεν δόθηκε πέραν του ότι επρόκειτο για παρεξήγηση με το Δικαστήριο που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Δήθεν παρεξήγηση αφού δεν αναφέρεται η δικηγόρος του Αιτητλη να είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με το Δικαστήριο πριν την ακρόαση της 3.6.24. Όσον αφορά στην μη εμφάνιση στο Δικαστήριο στις 20.6.24 παρουσιάσθηκε από τον Διευθυντή ένα ιατρικό πιστοποιητικό – Τεκμήριο 8 - το περιεχόμενο του οποίου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό λόγο για την μη εμφάνιση στο Δικαστήριο την ημέρα εκείνη. Το εν λόγω τεκμήριο είναι αναρρωτική άδεια από τις 18.6.24 μέχρι και την 21.6.24 λόγω οξείας γαστρεντερίτιδας και σοβαρής αφυδάτωσης. Εντέχνως στο εν λόγω πιστοποιητικό δεν αναγράφεται η ειδικότητα του γιατρού. Από την ιστοσελίδα του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου - Τεκμήριο 6 – προκύπτει ότι ο υπογράφων το πιστοποιητικό ιατρός είναι γυναικολόγος-μαιευτήρας. Η κυρία YYYY αντί, δηλαδή, να μεταβεί στις Πρώτες Βοήθειες ή στον προσωπικό της ιατρό επισκέφθηκε τον γυναικολόγο της. Επίσης το εν λόγω τεκμήριο φέρει ημερομηνία 18.6.24, δηλαδή, δύο ημέρες πριν την ημέρα που η αγωγή ήταν ορισμένη για απόδειξη. Δεν δίνεται, όμως, οποιαδήποτε πληροφορία για την έκτοτε κατάσταση της υγείας της κυρίας YYYY. Η θέση που προωθείται από τον Αιτητή είναι ότι η κυρία YYYY δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανένα για όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο χορηγήθηκε το Τεκμήριο 8 όπως στον κύριο XXXX για να του ζητήσει να παρουσιασθεί εκείνος στο Δικαστήριο στις 20.6.24. Η θέση αυτή δεν είναι αποδεκτή από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση.
Το περιεχόμενο της παραγράφου 19 της ένορκης δήλωσης του Διευθυντή είναι αναληθές καθότι οι δικηγόροι του Καθ’ ου η αίτηση ουδέποτε ενημερώθηκαν για την ισχυριζόμενη ασθένεια της κυρίας YYYY, η οποία εξ όσων φαίνεται από το ίδιο το Τεκμήριο 8, δεν ήταν αληθινή. Το Τεκμήριο 8 είναι ένα πιστοποιητικό που μπορεί εύκολα και άτυπα να εξασφαλιστεί από οποιοδήποτε ιατρό και ως τέτοιο δεν θα πρέπει να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα στην απόφαση του Δικαστηρίου. Επίσης η θέση περί δήθεν ασθένειας της κυρίας YYYY προβλήθηκε για πρώτη φορά μέσα από την ένορκη δήλωση του Διευθυντή.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ξεκάθαρα ότι όχι μόνο δεν παρουσιάστηκε από τον Αιτητή η ύπαρξη σοβαρού και εύλογου λόγου για την μη εμφάνιση της δικηγόρου του στο Δικαστήριο, αλλά και ότι ο Αιτητής επέδειξε αδικαιολόγητη αδιαφορία για την αγωγή η οποία προσλαμβάνει την μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η αίτηση και αποτελεί τροχοπέδη στο επανάνοιγμα της αγωγής. Με την περιφρονητική και καταφρονητική συμπεριφορά του Αιτητή ο τελευταίος απεμπόλησε το δικαίωμα του να ακουσθεί. Κανένας σοβαρός λόγος δεν προβλήθηκε για την μη εμφάνιση του Αιτητή σε δύο συνεχείς προγραμματισμένες ημερομηνίες ακρόασης και απόδειξης για τις οποίες ήταν ενήμερη τόσο η κυρία YYYY απευθείας από το Δικαστήριο όσο και ο κύριος XXXX από το Πινάκιο του Δικαστηρίου αλλά και από την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση.
Tο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση δεν αποκαλύπτει καλόπιστη ή συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης. Στις 30.4.13, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η άδεια χρήσης του επίδικου υποστατικού το οποίο διαχειρίζονταν ο Αιτητής, ζητήθηκε από τον Αιτητή να το εκκενώσει αφού δεν είχε γίνει αποδεκτό αίτημα του για νέα παράταση χρήσης. Ο Αιτητής επέλεξε να παραμείνει παράνομα και χωρίς νόμιμη αιτία στο επίδικο υποστατικό και να το λειτουργεί εξασφαλίζοντας κέρδη εις βάρος του Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος υπέστη και εξακολουθεί να υπόκειται μεγάλη ζημία λόγω της συμπεριφοράς των Αιτητών. Δεν πρόκειται για τερματισμό σύμβασης, αλλά για μη ανανέωση της άδειας χρήσης μετά την λήξη της. Η υπεράσπιση του Αιτητή είναι ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για σύμβαση ενοικίασης και όχι για σύμβαση άδειας χρήσης η οποία αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Ενόψει του γεγονότος ότι το επίδικο υποστατικό δεν υπόκειται στο Ενοικιοστάσιο καμία διαφορετική νομική αντιμετώπιση δεν υπάρχει, ενώ οι προθέσεις των μερών περιγράφονται με λεπτομέρεια στο περιεχόμενο των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί. Ενόψει του γεγονότος ότι και η ανταπαίτηση στηρίζεται στην ίδια νομική θέση ούτε και αυτή έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας.
Το περιεχόμενο της παραγράφου 15 της ένορκης δήλωσης του Διευθυντή είναι αναληθές αφού σε σχέση με την αναβολή της ακρόασης ημερομηνίας 3.6.24 μετά από την ανεπίσημη ενημέρωση του Δικαστηρίου ότι δεν θα υπήρχε χρόνος να την ξεκινήσει ουδέποτε δόθηκε η εντύπωση ότι δεν θα απαιτηθεί η εμφάνιση των μερών κατά την ημερομηνία της ακρόασης. Άλλωστε ποτέ δεν είναι τέτοια η αντίληψη όταν στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους δικηγόρους να κάνουν καλύτερο προγραμματισμό το Δικαστήριο υποδεικνύει την δυνατότητα ή μη έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας σε μια υπόθεση. Είναι για τον λόγο αυτό που η δικηγόρος του Καθ’ ου η αίτηση παρά την επιβεβαίωση του Δικαστηρίου ότι δεν θα ξεκινούσε η ακρόαση της αγωγής απέστειλε στις 31.5.24 σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα στο Δικαστήριο κοινοποιώντας το και στην κυρία YYYY. Η κυρία YYYY δεν εμφανίστηκε, όμως, στο Δικαστήριο είτε με φυσική παρουσία είτε ηλεκτρονικά αφού δεν απάντησε στο ηλεκτρονικό μήνυμα της δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση το οποίο της είχε αποσταλεί με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ορίσει την αγωγή για απόδειξη στις 20.6.24. Παρά το ότι ο ορισμός της αγωγής για απόδειξη θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη τόσο από την κυρία YYYY όσο και από τον κύριο XXXX αλλά και από τον ίδιο τον Αιτητή στις 20.6.24 και πάλι κανείς απολύτως δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο εκ μέρους του Αιτητή.
Όλα τα πιο πάνω επιβεβαιώνουν την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος του Αιτητή για την αγωγή και αποτελούν τροχοπέδη στο επανάνοιγμα της αγωγής στην οποία δεν υπάρχει καλή υπεράσπιση για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Ούτε και βάσιμη ανταπαίτηση υπάρχει. Η συμπεριφορά του Αιτητή είναι αδικαιολόγητη και προσβλητική σε βαθμό που συνιστά κατάφωρη περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η Αίτηση στην διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και την λήψη των καρπών της επιτυχίας του οι οποίοι πηγάζουν από την απόφαση ημερομηνίας 20.6.24 η οποία είναι δεσμευτική και πλήρως εκτελεστή.
Εν κατακλείδι ο Αιτητής δεν έχει αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για την απουσία του από το Δικαστήριο στις 3.6.24 και 20.6.24. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα πλήξει την ορθή και απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης.
Η υπό κρίση αίτηση έχει καταχωρηθεί κακόπιστα και καταχρηστικά και σκοπεί στην παρακώλυση και πρόκληση καθυστέρησης, κάτι που επιβεβαιώνεται με την μέχρι σήμερα συμπεριφορά του Αιτητή. Ο Αιτητής με την μέχρι σήμερα συμπεριφορά του έχει αποδείξει ότι χωρίς να έχει οποιαδήποτε υπεράσπιση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποστερήσει τον Καθ΄ ου η αίτηση τους καρπούς της επιτυχίας του οι οποίοι πηγάζουν μέσα από την προς όφελος του νομότυπα εκδοθείσας απόφασης.
Υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης και να επιδικάσει έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση.
Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις θέσεις του διαδίκου που ο καθένας εκπροσωπεί.
Οι θεσμοί 3 και 5 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοούν τα ακόλουθα:
«3. If on the day fixed for trial the plaintiff appears when the trial is called on but the defendant does not, then upon proof being given of the defendant having been given notice of such day, the plaintiff may prove his claim, so far as the burden of proof lies upon him, and judgment may be given accordingly.
5. Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial».
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«3. Αν την ημέρα που ορίσθηκε για την δίκη ο ενάγων εμφανίζεται όταν η υπόθεση ανακοινώνεται αλλά δεν εμφανίζεται ο εναγόμενος τότε επί τη αποδείξει ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση για την ημέρα αυτή, ο ενάγων δύναται να αποδείξει την απαίτησή του καθ’ ην έκταση φέρει το βάρος απόδειξης και απόφαση δύναται να εκδοθεί ανάλογα.
5. Οποιαδήποτε απόφαση εξασφαλίζεται όταν ένας διάδικος δεν εμφανίζεται στην δίκη δύναται αν η περίπτωση είναι κατάλληλη να παραμερισθεί από το Δικαστήριο υπό τέτοιους όρους οι οποίοι ήθελε κριθεί ότι αρμόζουν στην βάση αίτησης που υποβάλλεται εντός δεκαπέντε ημερών μετά από την δίκη».
Στην υπόθεση Ann–Clair Developments Ltd v. Στέλιου Κυριακίδη (1999) 1 ΑΑΔ 537 στις 11.9.96 ημερομηνία κατά την οποία η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση οι εναγόμενοι/εφεσείοντες δεν είχαν εκπροσωπηθεί και η αγωγή ορίσθηκε για απόδειξη πρώτα στις 18.9.96 και στην συνέχεια στις 20.9.96 προς συμπλήρωση της απόδειξης οπότε και εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων και η ανταπαίτηση των τελευταίων απορρίφθηκε. Στις 8.10.96 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό της εναντίον τους εκδοθείσας απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε κρίνοντας πως ήταν εκπρόθεσμη αφού δεν είχε καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από την δίκη όπως προβλέπει ο θεσμός 5 της Διάταξης 33 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.
Διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
- ενώ ήταν ορθό πως οι εφεσείοντες είχαν κατάλληλα ειδοποιηθεί για τις 11.9.96, άσχετα αν το γραφείο επίδοσης τους δεν είχε μεταβιβάσει την πληροφορία στον δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση, αυτό δεν αρκούσε. Θα έπρεπε να τους είχε γνωστοποιηθεί και η ημερομηνία που είχε ορισθεί για την απόδειξη της υπόθεσης του εφεσίβλητου. Η παράλειψη τέτοιας γνωστοποίησης τους νομιμοποιούσε στην καταχώριση αίτησης για παραμερισμό χωρίς το χρονικό περιορισμό της Δ.33 θ.5. Η προθεσμία των 15 ημερών που ο πιο πάνω Κανονισμός τάσσει ισχύει μόνο εφόσον τηρείται η προϋπόθεση της Δ.33 θ.3 σύμφωνα με την οποία απαιτείται απόδειξη πως η ημερομηνία που έχει ορισθεί γνωστοποιείται. Σύμφωνα με τις υποθέσεις Re Pritchard [1963] 1 All E R 873 και Evagorou ν. Christodoulou and Others (1982) 1 CLR 771 η διαδικασία ήταν άκυρη
- σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να λειτουργήσει η Διάταξη 64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με την οποία η μη συμμόρφωση προς τους Κανονισμούς δεν επιφέρει ακυρότητα. Εν προκειμένω, ως προς την προθεσμία, αφού το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο δεν επιβαλλόταν η εκ νέου ειδοποίηση του εφεσείοντα σε σχέση με την ημερομηνία που η υπόθεση είχε ορισθεί για την απόδειξη και η αίτηση για παραμερισμό ήταν εκπρόθεσμη. Η υπόθεση Evagorou ν. Christodoulou and Others (1982) 1 CLR 771 δεν βοηθούσε τον εφεσείοντα, ενώ, αντίθετα, η υπόθεση Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945 παρείχε την απάντηση στην εισήγηση πως θα ήταν δυνατό να παρακαμφθεί η προθεσμία δια μέσου της Διάταξης 64. Όπως και οι υποθέσεις Μιχάλης Μιχαηλίδης ν. Σωτήρης Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 1190 και Remedica Ltd ν. Bayer Aktiengellshaft (1998) 1 ΑΑΔ 1815.
Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Μια ήταν η ημερομηνία που ορίστηκε για τη δίκη και αυτή ήταν η 11.9.96. Ο εφεσείων ειδοποιήθηκε κανονικά και η παράλειψη εμφάνισης του ενεργοποίησε τις πρόνοιες της Δ.33 θ.3. Ο εφεσίβλητος είχε το δικαίωμα να αποδείξει την υπόθεση, στο βαθμό που το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους του, και μπορούσε να εκδοθεί απόφαση ανάλογα. Στις 11.9.96 συντελέστηκε πλήρως η μη εμφάνιση κατά την ορισθείσα ημερομηνία και όσα ακολούθησαν δεν μπορούσαν να ταξινομούνται ως δίκη, με την έννοια του όρου στο πλαίσιο της Δ.33 θ.3. Με τροχιοδρομημένη πλέον τη διαδικασία της απόδειξης, την οποία ρητά προσδιορίζει ο Κανονισμός ως ξεχωριστή έννοια, θα μπορούσε να είχε προσαχθεί η οποιαδήποτε μαρτυρία χρειαζόταν αυθημερόν ή σε περισσότερες της μιας ημερομηνίες, ή σε άλλη ημερομηνία, ανάλογα με τις ανάγκες της περίπτωσης. Ο ορισμός νέας ημερομηνίας για απόδειξη, κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο, ή ακόμα το γεγονός της μη συμπλήρωσης της απόδειξης σε μια ημερομηνία, δεν την αποχαρακτηρίζει για να τη μεταβάλει σε "δίκη" με την έννοια της Δ.33 θ.3».
..........................................................................................................................
Στην παρούσα περίπτωση, η νέα ημερομηνία αφορούσε στην απόδειξη, όρος που στο πλαίσιο της Δ.33 θ. 3 ενέχει την έννοια της προσαγωγής μαρτυρίας από τον ένα μόνο από τους διαδίκους, τον ενάγοντα που εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία που ορίστηκε για τη δίκη.
Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (ανωτέρω) και τις άλλες που αναφέρθηκαν δεν ήταν δυνατό να παρακαμφθεί το γεγονός ότι η αίτηση για παραμερισμό ήταν εκπρόθεσμη, κατ' επίκληση της Δ.64. Το γεγονός ότι είχε παρέλθει ελάχιστος χρόνος από την εκπνοή της προθεσμίας, όπως παρατηρήθηκε και στην πιο πάνω υπόθεση, θα μπορούσε να ήταν σχετικός παράγοντας στο πλαίσιο αίτησης για παράταση της προθεσμίας. Θα σημειώναμε εδώ και την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Evand Promotions κ.ά. ν. Frank Rutman (1998) 1 Α.Α.Δ. 2123 σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για παράταση. Αφορούσε σε προθεσμία για αναθεώρηση ψήφισης εξόδων που παρατάθηκε αφού κρίθηκε πως το σφάλμα του δικηγόρου αναφορικά με τα ένδικα μέσα που προσφέρονταν, δεν θα έπρεπε να αποβεί μοιραίο».
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απερρίφθη.
Σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ann – Clair Developments Ltd v. Στέλιου Κυριακίδη (1999) 1 ΑΑΔ 537, που πιο πάνω μνημονεύεται, ό,τι στην υπό εξέταση περίπτωση ενεργοποιεί τις πρόνοιες της Διάταξης 33, θεσμός 5 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας είναι η παράλειψη του Αιτητή να εμφανισθεί κατά την ημέρα της δίκης και συγκεκριμένα στις 3.6.24. Ο ορισμός της υπόθεσης για απόδειξη στις 20.6.24 δεν ισοδυναμεί με δίκη οπότε και η προθεσμία των 15 ημερών που τάσσει ο πιο πάνω θεσμός άρχισε να τρέχει όχι από τις 20.6.24 αλλά από τις 3.6.24 με αποτέλεσμα αυτή να έχει ήδη εκπνεύσει πριν την ημερομηνία καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης. Αυτό καθιστά την υπό κρίση αίτηση δίχως άλλο εκπρόθεσμη. Βεβαίως, δεν μου διαφεύγει ότι μέχρι και την λήξη των 15 ημερών δεν υπήρχε απόφαση τον παραμερισμό της οποίας να αιτηθεί ο Αιτητής. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού, ο οποίος τάσσει προθεσμία 15 ημερών μετά την δίκη για υποβολή αίτησης για παραμερισμό, θα μπορούσε να αγνοηθεί. Ο Αιτητής καταχωρώντας την υπό κρίση αίτηση χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει άδεια του Δικαστηρίου για παράταση της προθεσμίας των 15 ημερών ενήργησε κατά παράβαση του πιο πάνω Κανονισμού. Δεν παραγνωρίζεται ότι η πιο πάνω προθεσμία δεν είχε εκπνεύσει από δική του υπαιτιότητα. Παρόλα αυτά επιβάλλετο όπως πριν καταχωρήσει την υπό κρίση αίτηση εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου για παράταση της πιο πάνω προθεσμίας ώστε η αίτηση του να θεωρείται εμπρόθεσμη. Σε μια τέτοια αίτηση θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η ανάγκη για παράταση προέκυπτε από το γεγονός ότι το ίδιο το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για απόδειξη μετά την λήξη των 15 ημερών κατά παράκληση της δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση. Αφ’ ης στιγμής, όμως, η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε χωρίς προηγουμένως να εξασφαλισθεί παράταση της προθεσμίας, αυτή, είναι εκπρόθεσμη οπότε και θα πρέπει να εξετασθούν οι συνέπειες από το γεγονός τούτο.
Σημειώνεται ότι το ότι το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να παρατείνει την προθεσμία που προβλέπει ο θεσμός 5 επιβεβαιώνεται από την Ετήσια Πρακτική (Annual Practice) του 1958. Στην σελίδα 832 του πιο πάνω συγγράμματος αναφέρεται ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία στην βάση της παλαιάς Αγγλικής Διάταξης 64, Κανονισμός 7, που είναι η αντίστοιχη με την δική μας Διάταξη 57, θεσμός 2, να παρατείνει την προθεσμία που προνοείται στην παλαιά Αγγλική Διάταξη 36, Κανονισμός 33, που είναι η αντίστοιχη με την δική μας Διάταξη 33, θεσμός 5. Η Διάταξη 57, θεσμός 2 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προσδιορίζει τον τρόπο για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου ζητήματος. Σύμφωνα με αυτή κάθε διάδικος μπορεί πριν από την πάροδο της προθεσμίας αλλά και μετά από αυτή να υποβάλει αίτηση για την παράταση της (Βλ. επίσης, Schafer ν. Blyth (1920) 3 KB 141 και Bradshaw ν. Warlow 32 Ch. D. 403).
Στην υπόθεση Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945 η εφεσίβλητη/ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για να δοθούν οδηγίες για διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας. Η αίτηση καταχωρήθηκε την ενδέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι γραπτές προτάσεις θεωρούνταν ότι είχαν κλείσει και, κατά συνέπεια, ήταν εκπρόθεσμη κατά μία ημέρα, διότι σύμφωνα με την Δ.30, θ.1(β) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας έπρεπε να υποβληθεί μέσα σε δέκα μέρες από το κλείσιμο των έγγραφων προτάσεων. Η εφεσείουσα/εναγόμενη στην ένστασή της που καταχώρησε στην πιο πάνω αίτηση ήγειρε, μεταξύ άλλων, το θέμα του εκπρόθεσμου της αίτησης και επέμενε στο θέμα αυτό μέχρι τέλους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ήταν απλή παρατυπία και όχι θεμελιώδες ελάττωμα που επέφερε ακυρότητα προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης και εξέδωσε διάταγμα για επιτόπια έρευνα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το γεγονός ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ήταν μια απλή παρατυπία και όχι θεμελιώδες ελάττωμα που οδηγούσε σε ακυρότητα της όλης διαδικασίας δεν σήμαινε αυτόματα και την ανοχή της παρατυπίας. Εφόσον η εφεσίβλητη επέμενε στην ένστασή της και δεν συνέτρεχαν οποιοιδήποτε λόγοι που να καταδεικνύουν ότι εθεωρείτο ότι είχε παραιτηθεί ή κωλύονταν να προβάλει την ένστασή της η αίτηση έπρεπε να είχε απορριφθεί σαν εκπρόθεσμη και δεν υπήρχε περιθώριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει της Διάταξης 64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.
Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν ήγειρε το θέμα του εκπρόθεσμου της υπό κρίση αίτησης ενώ είχε την δυνατότητα να πράξει τούτο στα πλαίσια της ένστασης που καταχωρήθηκε εκ μέρους του αφού πριν την καταχώρηση της ένστασης είχε γνώση της παρατυπίας. Σύμφωνα με την Ετήσια Πρακτική του 1958 (Annual Practice), σελίδα 832, αίτηση για παράταση της προθεσμίας πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατόν (at the earliest possible moment). Καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται στο ζήτημα τούτο στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και, κατ’ επέκταση, το ζήτημα αυτό δεν προβάλλεται ως λόγος ένστασης. Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να εγείρει το θέμα του εκπρόθεσμου της καταχώρησης της ένστασης με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί ότι ουδεμία ένσταση έχει στην εκπρόθεσμη καταχώρηση της. Στην υπόθεση Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945 σημαντικός παράγοντας για την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτέλεσε το γεγονός ότι η πλευρά της εφεσίβλητης είχε ένσταση στην εκπρόθεσμη καταχώρηση της αίτησης και επέμεινε στο παράτυπο της μέχρι τέλους. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν συντρέχει κάτι τέτοιο. Στην ένσταση που καταχωρήθηκε και στην οποία ο Καθ’ ου η αίτηση είχε την δυνατότητα να εγείρει το ζήτημα ουδέν παράπονο ή ένσταση εκφράσθηκε επί του ζητήματος τούτου. Υπό το φως των δοσμένων περιστάσεων θεωρώ ότι η μη συμμόρφωση του Αιτητή με τις πρόνοιες του θεσμού 5 θεραπεύθηκε με την εκ των υστέρων συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση όπως αυτή πιο πάνω περιγράφηκε.
Σημαντική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση του Λόρδου Denning στην Αγγλική υπόθεση McFoy v. United Africa Co. Ltd (1961) All E R 1169 στην οποία έγινε αναφορά στην Μαίρη Α. Αθανασιάδη ν. Ηρώς Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945, που πιο πάνω μνημονεύεται. Στην υπόθεση εκείνη ο ενάγων είχε καταχωρήσει την έκθεση απαίτησής του αντικανονικά, ήτοι κατά την διάρκεια των διακοπών, χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως την αναγκαία άδεια. Ο εναγόμενος παράλειψε να καταχωρίσει υπεράσπιση και εκδόθηκε απόφαση εναντίον του. Στα πλαίσια αίτησης του εναγόμενου για παραμερισμό της απόφασης υποστηρίχτηκε ότι το βάθρο στο οποίο είχε στηριχθεί η έκδοση της απόφασης ήταν ανύπαρκτο. Ο Λόρδος Denning αφού εξήγησε τις επιπτώσεις ανάλογα με το κατά πόσο μια διαδικασία είναι απλώς παράτυπη ή άκυρη από την αρχή υιοθέτησε ως μέθοδο διάκρισης μεταξύ των δύο το κατά πόσο θα ήταν δίκαιο διάδικος που παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να εγείρει θέμα σε σχέση με υπάρχον ελάττωμα ή που έκαμε νέα βήματα στη διαδικασία αφότου το ελάττωμα περιήλθε σε γνώση του μπορεί να παραπονείται γι’ αυτό εκ των υστέρων. Με βάση το πιο πάνω κριτήριο θεωρήθηκε ότι η καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης ήταν απλώς αντικανονική και πως η παρατυπία θεραπεύθηκε εξαιτίας των μετέπειτα χειρισμών του εναγόμενου. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ανάλογη και την περίπτωση στην υπόθεση Nigerian Produce v. Sonora Shipping (1979) 1 CLR 409 στην οποία λέχθηκε ότι παρά τις πρόνοιες των κανονισμών σύμφωνα με τους οποίους κανένα κλητήριο ένταλμα δεν παραμένει σε ισχύ μετά την πάροδο 12 μηνών από την έκδοσή του η επίδοσή του μετά την περίοδο αυτή χωρίς προηγουμένως να εξασφαλιστεί παράταση της ισχύος του αποτελεί απλή παρατυπία που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει θεραπευθεί με την καταχώριση εμφάνισης χωρίς όρους.
Στην υπόθεση Άννα Νικολάου Χαραλάμπους ν. K. & T. Andreou Ltd κ.α. (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1296 η οποία αφορούσε αίτηση για επαναφορά της αγωγής, η οποία απερρίφθη όταν τόσο η ενάγουσα/αιτήτρια όσο και ο δικηγόρος της απουσίαζαν από το Δικαστήριο την ημέρα της ακρόασης, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας σε αίτηση παραμερισμού απόφασης οριοθετούνται στην υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R.. 204. Στη σελίδα 210 αναφέρονται τα εξής από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):-
“In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice: The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments. If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Magaw L.J. in Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d)).
The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment.”
Και κατά ελεύθερη μετάφραση:-
“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη. Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ’ όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία. Εάν επιτραπεί σε ένα διάδικο εύκολα να επανανοίγει την υπόθεσή του η σφραγίδα της τελεσιδικίας με όλες τις συνέπειες που επιφέρει, και η βεβαιότητα που ενέχει στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων, θα εξαφανισθούν με σοβαρές συνέπειες στην απονομή της δικαιοσύνης (Βλ. παρατηρήσεις του Λόρδου Δικαστή Megaw στην Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, 833).
To αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει σπουδή να αποστερήσει διάδικο να τύχει ακρόασης στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρονήσεως της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το Δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης.”
(Βλ., επίσης, Milouca Motor Trading Ltd. v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941 και Έλσα Λουκαΐδου ν. Ανδρέα Γερολέμου (2000) 1 ΑΑΔ 333.
Στην υπόθεση Παναγιώτης Ανδρέου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1596 λέχθηκε ότι οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αίτηση για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης δυνάμει της Διάταξης 17, θεσμός 10 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας ισχύουν και σε αιτήσεις όπως η υπό κρίση (Βλ., επίσης, Ευριδίκη Παπανικολάου ν. Κυριακής Κότσαπα (2004) 1 ΑΑΔ 1800 και Μυριάνθη Κωνσταντίνου ν. Χρυστάλλας Ουρπάνκοβα (2003) 1 ΑΑΔ 308). Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στα ακόλουθα.
Πρωταρχικής σημασίας για το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι κατά πόσο ο αιτητής έχει καταδείξει συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Το βάρος απόδειξης είναι στον αιτητή, όχι για να αποδείξει την υπεράσπισή του, όπως θα έπραττε αν η υπόθεσή του εκδικαζόταν, αλλά για να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή και εύλογη υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης.
Ο αιτητής θα πρέπει, επίσης, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την μη εμφάνισή του στη διαδικασία όπως και για τυχόν καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης. Ο λόγος που θα δοθεί είναι ένας από τους παράγοντες που επενεργούν σοβαρά στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Βλ. Eros Travel & Tours (Limassol-Paphos) Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 712).
Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγόμενου να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του. Διαφορετικά η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματά της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγόμενου σε σχέση με την εναντίον του αγωγή (Βλ. Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 ΑΑΔ 26).
Στην υπόθεση Eros Travel & Tours (Limassol-Paphos) Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 712 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το βάρος απόδειξης ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν η ενδεδειγμένη με βάση τα γεγονότα κείται επί των ώμων του εφεσείοντος. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι η απόφαση έχει κανονικά εκδοθεί και ο αιτητής θα πρέπει να δείξει σοβαρούς λόγους γιατί η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για ακύρωση μιας τέτοιας κανονικά εκδοθείσας απόφασης θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ του. Στην υπόθεση Costas Christoforou ν. Kyriacoullis Kyriacoulli (1963) 2 C.L.R. 159, το Δικαστήριο τόνισε ότι απόφαση που εξασφαλίστηκε από τον ενάγοντα θα πρέπει να εξακολουθεί να ισχύει, εκτός αν ο εναγόμενος μπορεί να αποδείξει, επιπροσθέτως της εξήγησης για την παράλειψή του να εμφανιστεί, ότι η υπεράσπισή του είναι τόσο ουσιαστική, που να δικαιολογεί επανέναρξη της διαδικασίας. Η πρώτη προϋπόθεση που θα πρέπει να ικανοποιηθεί είναι βέβαια η ύπαρξη υπεράσπισης στην οποία το δικαστήριο μπορεί να δώσει σημασία. Αν ο εναγόμενος διαθέτει υπεράσπιση το δικαστήριο εκ πρώτης όψεως δεν πρέπει να αφήσει απόφαση που εξασφαλίστηκε χωρίς κανονική εκδίκαση να παραμείνει σε ισχύ. Το δικαστήριο επίσης θα πρέπει να εξετάσει τις εξηγήσεις του αιτητή για το λόγο που παρέλειψε να παρουσιαστεί μετά την επίδοση, αν και κατά κανόνα η παράλειψή του μπορεί ικανοποιητικά να τιμωρηθεί με διαταγή ως προς τα έξοδα ή με άλλους όρους που το δικαστήριο έχει την εξουσία να επιβάλει».
Είναι μόνο όταν η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου που το Δικαστήριο δεν θα επιτρέψει τον παραμερισμό απόφασης ακόμα και αν ο διάδικος αυτός έχει καταδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση (Βλ. Μilouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941).
Ο Διευθυντής έδωσε εξήγηση για την απουσία της δικηγόρου του Αιτητή από το Δικαστήριο και για τις 3.6.24 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για δίκη και για τις 20.6.24 που η υπόθεση μετέπειτα ορίσθηκε για απόδειξη. Υποδεικνύεται ευθύς εξ’ αρχής ότι δεν θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο ο λόγος της απουσίας της δικηγόρου του Αιτητή από το Δικαστήριο στις 20.6.24. Καθότι αυτό που ενεργοποιεί την εξουσία του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση δυνάμει της Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και που πραγματικά, επομένως, ενδιαφέρει είναι η απουσία του ενάγοντα κατά την ημέρα της δίκης και όχι κατά την ημέρα που η υπόθεση μετέπειτα ορίζεται για απόδειξη (Βλ. Ann–Clair Developments Ltd v. Στέλιου Κυριακίδη (1999) 1 ΑΑΔ 537). Άλλωστε αν η υπόθεση ορίζεται για απόδειξη σε περισσότερες από μια ημερομηνίες θα απαιτούνταν να δοθεί λόγος για την απουσία του ενάγοντα κάθε φορά που η υπόθεση ορίζονταν για απόδειξη; Φρονώ πως όχι.
Η δήλωση ότι το Δικαστήριο ερωτηθείς σχετικά από την δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση σε προγενέστερο της ημέρας της δίκης χρόνο ενημέρωσε την εν λόγω δικηγόρο ότι δεν είχε τον χρόνο να ξεκινήσει την υπόθεση καθότι ήταν απασχολημένο με άλλες συνεχιζόμενες ακροάσεις δεν βρίσκεται καταγραμμένη στα πρακτικά, προδήλως, γιατί στις 31.5.24 το Δικαστήριο δεν είχε τον φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του. Η δήλωση ήταν, επομένως, μια ανεπίσημη δήλωση. Δεν αμφισβητήθηκε, όμως, από την πλευρά του Αιτητή. Αν θεωρήσω ως δεδομένο ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής, τότε, η δήλωση του Διευθυντή εκπλήσσει. Η υποχρέωση του διαδίκου ή του δικηγόρου του να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου την μέρα που η υπόθεση είναι ορισμένη και δη για ακρόαση δεν ατονεί επειδή το Δικαστήριο ανακοίνωσε ότι δεν θα έχει τον χρόνο να ξεκινήσει την δίκη. Η υποχρέωση του Αιτητή παρέμεινε, λοιπόν, ενεργή γι’ αυτό και το Δικαστήριο στις 3.6.24 εξέδωσε απόφαση υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και απέρριψε την ανταπαίτηση του. Επί τούτου δεν διατυπώθηκε αντίθετη άποψη από την πλευρά του Αιτητή. Συναφώς η πλευρά του Αιτητή δεν ισχυρίσθηκε ότι κακώς το Δικαστήριο προχώρησε με απόδειξη της υπόθεσης και απόρριψη της ανταπαίτησης από δικονομικής άποψης. Το πλέον, όμως, ουσιώδες είναι ότι η στάση της δικηγόρου του Αιτητή με το υπόβαθρο που την διαπνέει είναι περιφρονητική και προσβλητική για το Δικαστήριο. Η απουσία της ήταν συνειδητή. Η συνειδητή αυτή μη εμφάνιση για λόγο που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί απουσία από το Δικαστήριο και δη κατά την ημέρα της ακρόασης συνιστά κατά την κρίση μου διαγωγή περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας.
Επιβεβαίωση για την πιο πάνω διαπίστωση είναι και το γεγονός ότι η δικηγόρος του Αιτητή δεν εμφανίσθηκε ούτε στις 20.6.24 σε μια προσπάθεια διά της παρουσίας της να αναχαιτίσει την διαδικασία απόδειξης της υπόθεσης. Συνέχισε την ίδια στάση όπως και στις 3.6.24. Παρά το γεγονός ότι για τον νέο ορισμό της υπόθεσης είχε ειδοποιηθεί τηλεφωνικώς από την στενογράφο του Δικαστηρίου κατόπιν εντολών του Δικαστηρίου, κάτι που δέχεται η πλευρά του Αιτητή. Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ενημερώσει την δικηγόρο του Αιτητή για την νέα ημερομηνία. Το έπραξε από μακροθυμία για να δώσει στην πλευρά του Αιτητή μια τελευταία ευκαιρία να εμφανισθεί και να ζητήσει τον εκ νέου ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση. Οι καλές προθέσεις, όμως, του Δικαστηρίου δεν εκτιμήθηκαν. Ούτε στις 20.6.24 εμφανίσθηκε η δικηγόρος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου είτε με φυσική παρουσία, είτε ηλεκτρονικά επιδεικνύοντας, έτσι, μέγιστη αδιαφορία τόσο για το Δικαστήριο όσο και για τα δικαιώματα των πελατών της. Η αδιαφορία που επιδείχθηκε στις 3.6.24 δεν ήταν, επομένως, τυχαία. Η συμπεριφορά που η δικηγόρος του Αιτητή επέδειξε στις 20.6.24 επιβεβαιώνει περίτρανα ότι η στάση που επέδειξε και στις 3.6.24 ήταν ο εν γένει τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε το Δικαστήριο.
Δεν μου διαφεύγει το πιστοποιητικό – Τεκμήριο 8. Αυτό, όμως, δεν μπορώ να το δεχθώ ως γνήσιο. Φρονώ πως αν η δικηγόρος του Αιτητή όντως έπασχε στις 18.6.24 από γαστρεντερίτιδα και σοβαρή αφυδάτωση δεν θα ανέτρεχε σε γυναικολόγο για θεραπεία, αλλά σε ιατρό της αρμόδιας ειδικότητας, όπως παθολόγο ή γαστρεντερολόγο. Δεν είναι λογικό μια γυναίκα που πάσχει από γαστρεντερίτιδα να ανατρέχει σε γυναικολόγο για θεραπεία. Το ότι η δικηγόρος του Αιτητή ανέτρεξε σε γυναικολόγο-μαιευτήρα εύλογα δημιουργεί στο Δικαστήριο αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του τεκμηρίου. Προδήλως είναι γι’ αυτό τον λόγο που, ως ορθά επισήμανε η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση, η ειδικότητα του υπογράφοντος αυτό ιατρού δεν υποδηλώνεται στο εν λόγω τεκμήριο. Παρά μόνο αναγράφεται η θέση του στο ιατρικό κέντρο στο οποίο αυτός εργάζεται (hospital director). Υπό το φως των πιο πάνω ο λογικός άνθρωπος εύλογα κατά την κρίση μου θα υπέθετε ότι για να αποταθεί η δικηγόρος του Αιτητή σε γυναικολόγο-μαιευτήρα ακολουθεί ότι γνώριζε ότι ο συγκεκριμένος ιατρός ήταν διατεθειμένος να της χορηγήσει ένα ιατρικό πιστοποιητικό που να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πάντως καμία εξήγηση δεν δόθηκε για την παραδοξότητα αυτή.
Επισημαίνεται ότι τα πιο πάνω διαπιστώνονται ως απόρροια της κοινής λογικής και ως εξ αντικειμένου προκύπτοντα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα.
Και αν ακόμα, όμως, δεχόμουν ως αληθινό το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 δεν θα δεχόμουν ότι η δικηγόρος του Αιτητή στις 20.6.24, ήτοι δυο μέρες μετά, αδυνατούσε να παρουσιασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ή ότι ακόμα και από τις 18.6.24, πόσο μάλλον, την επομένη αδυνατούσε να ενημερώσει κάποιο άλλο συνάδελφο της, όπως τον κύριο XXXX, και να του ζητήσει να εμφανισθεί εκείνος γι’ αυτήν στις 20.6.24, ή το Δικαστήριο το ίδιο για την τυχόν αδυναμία της να παρουσιασθεί ενώπιον του στις 20.6.24 είτε με ηλεκτρονικό μήνυμα, είτε διά τηλεφώνου. Επισημαίνεται, επίσης, ότι αναφορικά με την εξέλιξη της υγείας της δικηγόρου του Αιτητή δεν υπάρχει ο παραμικρός ισχυρισμός στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση. Το λογικό πάντως είναι ότι δυο μέρες μετά η δικηγόρος του Αιτητή θα ήταν καλύτερα από ότι στις 18.6.24. Επίσης από το Τεκμήριο 8 δεν προκύπτει ότι η δικηγόρος του Αιτητή δεν μπορούσε ούτε ένα τηλεφώνημα να κάνει είτε στις 18.6.24 είτε οποιαδήποτε μέρα μετά. Σημειώνεται ότι στο εν λόγω τεκμήριο δεν συνίσταται καν όπως η δικηγόρος του Αιτητή παραμείνει κλινήρης για την περίοδο της αναρρωτικής άδειας.
Υποδείχθηκε ξανά ότι ο Αιτητής δεν όφειλε, ως ανωτέρω υποδείχθηκε, να δικαιολογήσει την απουσία του από το Δικαστήριο στις 20.6.24. Τα όσα αναφορικά με την ημερομηνία 20.6.24 υποδείχθηκαν υποδείχθηκαν ως ενισχυτικά και επιβεβαιωτικά της διαπίστωσης του Δικαστηρίου για την στάση που η δικηγόρος του Αιτητή επέδειξε απέναντι στο Δικαστήριο στις 3.6.24.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω ο Αιτητής επέδειξε συμπεριφορά ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Έτσι και σύμφωνα με την Νομολογία ακόμα και αν αποφάσιζα ότι ο Αιτητής κατεδείκνυε καλή ή συζητήσιμη υπεράσπιση για τον λόγο αυτό θα αρνιόμουνα να παραμερίσω την απόφαση.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης υποδεικνύονται τα ακόλουθα. Ο Διευθυντής κάνει αναφορά σε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην παράγραφο 7 της ένορκης του δήλωσης. Με την εν λόγω παράγραφο παραπέμπει στην Υπεράσπιση του Αιτητή και κάνει ρητή αναφορά στο ότι η επίδικη συμφωνία είναι συμφωνία ενοικίασης και όχι συμφωνία για άδεια χρήσης και ότι για τον λόγο αυτό ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε δικαίωμα να τερματίσει στις 11.3.13.
Η θέση του Αιτητή ότι η επίδικη συμφωνία, η οποία αξίζει να σημειωθεί, δεν παρουσιάσθηκε από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση, είναι συμφωνία ενοικίασης δεν υποστηρίζεται από απτούς και συγκεκριμένους λόγους στην Υπεράσπιση, αλλά με γενικότητες και αοριστολογίες του τύπου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επέδειξε τέτοια συμπεριφορά και προέβη σε τέτοιες παραστάσεις που καθιστούν τον ίδιο ιδιοκτήτη και τον Αιτητή ενοικιαστή. Στις περισσότερες δε από τις παραγράφους αυτές δεν εξειδικεύονται η επικαλούμενη συμπεριφορά και οι επικαλούμενες παραστάσεις. Κάποιες δε θέσεις είναι τόσο εξόφθαλμα λανθασμένες από νομικής άποψης που μπορούν να απορριφθούν από αυτό το στάδιο και χωρίς δεύτερη σκέψη. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Αιτητής προέβη σε έξοδα για να επανδρώσει το επίδικο υποστατικό δεν καθιστά την επίδικη συμφωνία σε συμφωνία ενοικίασης. Ούτε και ότι ο Καθ’ ου η αίτηση εξακολουθεί να λαμβάνει ενοίκια είναι ικανό να μετατρέψει την επίδικη συμφωνία από συμφωνία για άδεια χρήσης σε συμφωνία ενοικίασης. Σημειώνεται ότι ως υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση τα ενοίκια αυτά εισπράττονται άνευ βλάβης από μέρους του Καθ’ ου η αίτηση. Τέλος λανθασμένη είναι και η θέση ότι δεν είναι παράνομος επεμβασίας γιατί εξακολουθεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του καταβάλλοντας ενοίκια τα οποία γίνονται αποδεκτά. Οι πιο πάνω θέσεις όχι μόνο δεν αποκαλύπτουν καλή αλλά ούτε καν συζητήσιμη υπεράσπιση, προβάλλονται δε, προδήλως, μόνο για σκοπούς καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της υπόθεσης. Καμία γνήσια υπεράσπιση δεν καταδείχθηκε, διαπίστωση που εκ προοιμίου καθιστά την υπό κρίση αίτηση έκθετη σε απόρριψη.
Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση/Ενάγοντα και εναντίον του Αιτητή/Εναγόμενου όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …..…………………………
Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο