ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΝΙΚΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ κ.α., Αρ. Υπόθεσης:3693/24, 14/1/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΝΙΚΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ κ.α., Αρ. Υπόθεσης:3693/24, 14/1/2025

ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

                    Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.

                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, E.Δ.

                                                                                                Αρ. Υπόθεσης:3693/24

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

 

ν.

 

 

 1. ΝΙΚΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

                                               2. O.C.M

                                               3. G.N.

                                                                                                                                       

                                                      Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 14/01/2025

Για τη Δημοκρατία: κα Α. Τιμοθέου.

Για τον Kατηγορούμενο 1: κ. Δ. Λοχίας.

Για τον Κατηγορούμενο 2: κα Ν. Χριστοδουλίδου.

Για τον Κατηγορούμενο 3: κ. Α. Αλεξάνδρου.

Κατηγορούμενοι παρόντες.

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος, μετά από παραδοχή του, σε κατηγορίες κατοχής (κατηγορία 2) και κατοχής με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 3) ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ και σε κατηγορία καπνίσματος φυτού καννάβεως (κατηγορία 4), κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων των εν λόγω κατηγοριών, ο κατηγορούμενος 1, στη Λεμεσό:

 

·                Στις 29/02/2024 είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β΄, δηλαδή 5 κιλά και 252,85 γραμμάρια κάνναβης, από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (κατηγορία 2)

·                Στις 29/02/2024 κατείχε την ως άνω ποσότητα κάνναβης με σκοπό να την προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα (κατηγορία 3) και

·                Μεταξύ της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2024 κάπνισε φυτό κάνναβης, από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (κατηγορία 4).

 

Εδώ να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος 1 αρχικά αντιμετώπιζε και την κατηγορία 1, στην οποία ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή της ποινικής δίωξης. Να επισημάνουμε δε ότι η υπόθεση είναι σήμερα ορισμένη για ακρόαση όσον αφορά τους κατηγορουμένους 2 και 3. Προχωρήσαμε δε με τη διαδικασία προς επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο 1, πριν ολοκληρωθεί η υπόθεση για όλους τους κατηγορούμενους, κατόπιν έγκρισης σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου 1 (βλ. ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 18/11/2024).

 

 Τα γεγονότα της υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί, είναι τα ακόλουθα:

 

Στις 29/02/2024, κατόπιν πληροφορίας ότι ο κατηγορούμενος 1 ασχολείται με εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. Αρχηγείου μετέβηκαν στην περιοχή Γερμασόγειας και συγκεκριμένα στην οδό [ ] όπου βρίσκεται η οικία του κατηγορουμένου 1 και έθεσαν την περιοχή υπό διακριτική παρακολούθηση. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, ο κατηγορούμενος 1 χρησιμοποιεί για τις διακινήσεις του το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] (στο εξής «το όχημα Α».

 

Ο Αστ.3021 Α. Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε θέση παρατηρητή της εν λόγω οικίας, ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη ότι εντόπισε σταθμευμένο έξω από την οικία το όχημα Α, του οποίου εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης είναι ο πατέρας του κατηγορουμένου 1, ενώ πλησίον της οικίας εντοπίστηκε το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] (στο εξής «το όχημα Β») εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο κατηγορούμενος 1. Η ώρα 13:30 ο Αστ.3021 είδε το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] (στο εξής «το όχημα Γ»), το οποίο οδηγείτο από άγνωστη γυναίκα, να σταματά έξω από την οικία του κατηγορούμενου 1. Την ίδια στιγμή ο Αστ.3021 είδε τον κατηγορούμενο 1 να εξέρχεται της οικίας και να επιβιβάζεται στο όχημα Γ. Έγινε προσπάθεια παρακολούθησης του χωρίς θετικό αποτέλεσμα αφού χάθηκε η οπτική επαφή. Στη συνέχεια και περί ώρα 15:55 ο Αστ.3021 είδε το όχημα Γ να σταματά έξω από την οικία του κατηγορουμένου 1 και ο τελευταίος να αποβιβάζεται απ αυτό.

 

Περί ώρα 16:10, ο Αστ.3021 είδε τον κατηγορούμενο 1 να εξέρχεται της οικίας του, να επιβιβάζεται στο όχημα Α και να αναχωρεί. Αυτός εισήλθε στη Λεωφ. Σπύρου Κυπριανού και στη συνέχεια στο πρατήριο καυσίμων ΕΚΟ. Ακολούθως εξήλθε και κατευθύνθηκε προς Άγιο Αθανάσιο, όπου στάθμευσε στην οδό [ ]. Τότε ο Αστ.3924 Κ. Δημητρίου είδε τον κατηγορούμενο 1 να εξέρχεται του οχήματος του και πεζός να εισέρχεται σε κτίριο στην οδό [ ] όπου και έχασε οπτική επαφή.

 

Περί ώρα 17:35, ο Αστ.3021 είδε τον κατηγορούμενο 1 να εξέρχεται από το πιο πάνω κτήριο και να κρατά ένα γεμάτο νάιλον σακούλι σκουπιδιών χρώματος πράσινου και να κατευθύνεται προς το όχημα Α. Επίσης τον είδε να ανοίγει τη δεξιά πίσω πόρτα του οχήματος και να τοποθετηθεί το πράσινο σακούλι εντός του οχήματος. Λήφθηκαν οδηγίες για ανακοπή του οχήματος και ο Αστ.3924 με τη βοήθεια συναδέλφων του ανέκοψε το όχημα Α. Αφού αποκάλυψε την αστυνομική του ιδιότητα στον κατηγορούμενο 1, ο Αστ.3924 τον ενημέρωσε για τον λόγο της παρουσίας του, του επέστησε την προσοχή στο Νόμο και ο κατηγορούμενος 1  απάντησε «Κάμε τη δουλειά σου». Όπως πρόσεξε ο Αστ.3924, ο κατηγορούμενος 1 κρατούσε στα χέρια του ένα κινητό τηλέφωνο, το οποίο ο Αστ. 3924 παρέλαβε, αφού επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και αυτός απάντησε «Εν το τηλέφωνο μου».

 

Στη συνέχεια και μεταξύ των ωρών 17:40 - 18:00, ο Αστ.3924 διενήργησε έρευνα στο όχημα Α, στην παρουσία του κατηγορουμένου 1, κατά την οποία ανευρέθηκε, στα πίσω καθίσματα, ένα νάιλον σακούλι σκουπιδιών με την επιγραφή «MR BIN» και ο κατηγορούμενος 1 αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε «Εν τα ρούχα μου τα άπλυτα». Στη συνέχεια, ο Αστ.3924 άνοιξε το σακούλι, εντός του οποίου υπήρχε δεύτερο σακούλι σκουπιδιών, το οποίο αφού άνοιξε, εντόπισε σε αυτό 6 διαφανή σακούλια που περιείχαν πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβη. Αμέσως υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο 1, ο οποίος, αφού πληροφορήθηκε ότι η κατοχή της κάνναβης απαγορεύεται και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε «Έπιασα τα που μια πολυκατοικία δαμέ πιο κάτω». Ο Αστ.3924 πληροφόρησε τον κατηγορούμενο 1 ότι είναι υπό σύλληψη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ και αφού του επέστησε την προσοχή στο Νόμο απάντησε «Κάμε τη δουλειά σου». Αμέσως ο Αστ.3924 επέδωσε στον κατηγορούμενο 1 τα δικαιώματα του ως συλληφθέντα.

 

Ακολούθως και ώρα 18:38, ο Αστ.2075 Χρ. Χριστοφή υπέδειξε στον κατηγορούμενο 1 την πράσινη σακούλα σκουπιδιών με τις 6 συσκευασίες κάνναβης και αφού του επέστησε την προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Ήταν να με πάρουν τηλέφωνο να τα πάρω κάπου αλλά δεν ξέρω σε ποιον θα τα έπαιρνα και που». Αφού παρέλαβε την πράσινη σακούλα από το όχημα, ο Αστ.2075 διαπίστωσε ότι μέσα σε αυτό υπήρχε άλλο πράσινο σακούλι σκουπιδιών και μέσα σε αυτό 6 σφραγισμένες διαφανείς συσκευασίες με πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβη. Αφού υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο 1 και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Ήταν να τα πάρω κάπου δεν ξέρω που θα τα έπαιρνα, περίμενα οδηγίες τηλεφωνικώς».

 

Έπειτα τα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. μετέβηκαν στην οδό [ ] όπου ο κατηγορούμενος 1  είχε σταθμευμένο το όχημα Β και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του κατηγορουμένου 1, ο Αστ.2075 ερεύνησε, μεταξύ των ωρών 20:23 – 20:30, το εν λόγω όχημα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας εντοπίστηκε στο όχημα, κάτω από τη θέση του οδηγού, ένα πράσινο νάιλον σακούλι, εντός του οποίου υπήρχαν 3 νάιλον διαφανείς συσκευασίες, εντός των οποίων υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης και μια άδεια νάιλον συσκευασία. Αφού υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο 1 και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Είναι όλα τα ναρκωτικά αυτά μαζί με τα άλλα που βρήκατε πριν, κάποιου που δεν ξέρω το όνομα του και τα πουλώ για λογαριασμό του». Ακολούθως, κάτω από το  κάθισμα του συνοδηγού, εντοπίστηκε ένα πράσινο νάιλον σακούλι, μέσα στο οποίο υπήρχε μια νάιλον διαφανής συσκευασία, εντός της οποίας υπήρχε αριθμός νάιλον διαφανών συσκευασιών με ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης καθώς και μια άδεια νάιλον συσκευασία. Αφού παραλήφθηκαν ως τεκμήρια και υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο 1, του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο και ο κατηγορούμενος 1 δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση.

 

Έπειτα, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του κατηγορουμένου 1, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. διενήργησαν έρευνα στην οικία του, στην παρουσία αυτού, του πατέρα και του παππού του, χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το επιλήψιμο. Ακολούθως δόθηκαν τα νόμιμα δικαιώματα στον κατηγορούμενο 1 τα οποία υπέγραψε.

 

Την 01/03/2024 και ώρα 02:15, στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού, ο Αστ.1742 Χρ. Πολυμνίου έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 1, αφού τον πληροφόρησε εκ νέου για τα αδικήματα που διερευνούσε και του επέστησε γραπτώς την προσοχή του στο Νόμο. Στην κατάθεση του ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε ότι λόγω του προχωρημένου της ώρας και κατόπιν συμβουλής της τότε δικηγόρου του θα επιφύλασσε το δικαίωμα του να προβεί σε κατάθεση σε κατοπινό στάδιο.

 

Στις 03/03/2024 και μεταξύ των ωρών 11:15 – 13:10, στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού, ο Αστ.3437 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο 1, αφού τον πληροφόρησε εκ νέου για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο. Στην κατάθεση του ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε ότι είναι χρήστης κάνναβης, με τελευταία μέρα χρήσης την 27-28/02/2024. Περαιτέρω εμπλέκει τρίτο πρόσωπο ως το πρόσωπο που του έδωσε οδηγίες να παραλάβει τα ναρκωτικά και του ανάφερε πως θα ενημερωνόταν τηλεφωνικώς για το που θα τα έπαιρνε και αφού θα τα έπαιρνε θα λάμβανε το χρηματικό ποσό των €1.500. Όσον αφορά τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν στο όχημα Β, ανάφερε ότι τα φύλαγε για λογαριασμό τρίτου προσώπου, τα στοιχεία του οποίου αρνήθηκε να αναφέρει. Ακολούθως, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του κατηγορουμένου 1, λήφθηκαν τα παρειακά του επιχρίσματα καθώς και τα δακτυλικά και παλαμικά του αποτυπώματα, τα οποία στάληκαν για επιστημονικές εξετάσεις.

Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Χημείου της Δημοκρατίας, η ανευρεθείσα ποσότητα κάνναβης ήταν συνολικού βάρους 5 κιλών και 252,85 γραμμαρίων.

 

Σύμφωνα με την έκθεση του Εργαστηρίου Δακτυλοσκοπίας της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας, υπάρχει πλήρης ταύτιση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου 1 με τις συσκευασίες μέσα στις οποίες ανευρέθηκε η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών. Επίσης, σύμφωνα με την Έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου 1 έχει συνδεθεί με τεκμήρια της υπόθεσης, ήτοι με ζευγάρι γάντια μιας χρήσης, νάιλον σακούλια χρώματος πράσινου, άδεια νάιλον διαφανή συσκευασία και νάιλον διαφανή συσκευασία.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου 1 ζήτησε και η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής συγκατατέθηκε, όπως ληφθεί υπόψη η υπόθεση υπ’ αριθμό 898/24 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην οποία ο κατηγορούμενος 1 δήλωσε παραδοχή σε κατηγορία οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση των άρθρων 11.Α,Β,Γ,Ε,Ζ,Η, και Θ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/1986 και των άρθρων 9 και 20Α του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/1972.

 

Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 25/06/2023 και ώρα 10:00, ενώ ο Ε/Αστ.5672 Χ. Νικολάου της Τροχαίας Αρχηγείου διεξήγε έλεγχο τροχαίας στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας - Κοφίνου παρά τις Αγγλισίδες, ανέκοψε για έλεγχο το όχημα με αρ. εγγραφής [ ] που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1. Κατά τη συνομιλία με τον κατηγορούμενο 1, ο Ε/Αστ.5672 πρόσεξε ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε υγρά ερεθισμένα μάτια αλλά δεν μύριζε αλκοόλ. Ακολούθως πληροφόρησε τον κατηγορούμενο 1 ότι θα διενεργούσε προκαταρκτικό έλεγχο νάρκοτεστ και του ζήτησε να δώσει δείγμα σάλιου, εφιστώντας την προσοχή του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Εντάξει».

 

Η προκαταρκτική εξέταση είχε θετική ένδειξη σε κάνναβη. Στη συνέχεια, αφού ο Ε/Αστ.5672 ενημέρωσε τον κατηγορούμενο 1 για την προκαταρκτική ένδειξη, τον πληροφόρησε ότι θα διενεργούσε και τελικό έλεγχο, εφιστώντας εκ νέου την προσοχή του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «Ήπια λίο εψές». Ακολούθως, έλαβε εκ νέου δείγμα σάλιου από τον κατηγορούμενο 1. Το αποτέλεσμα των εργαστηριακών εξετάσεων από το Γενικό Χημείο του Κράτους ήταν ανίχνευση σε Δ.9THC, δηλαδή τετραϋδροκανναβινόλη. Στις 07/12/2023 ο κατηγορούμενος 1 κατηγορήθηκε γραπτώς για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο απάντησε «Παραδέχομαι».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου 1, στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε στο λευκό ποινικό μητρώο του πελάτη του, στο νεαρό της ηλικίας του, στην παραδοχή, απολογία και μεταμέλεια του και στη συνεργασία του με την Αστυνομία. Περαιτέρω αναφέρθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο κατηγορούμενος 1 διέπραξε τα επίδικα αδικήματα καθώς και στον ρόλο που είχε κατά τη διάπραξη τους. Σε σχέση με τις προσωπικές τους περιστάσεις, ο κ. Λοχίας υιοθέτησε βασικά την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (με εξαίρεση ένα μέρος) και προέβη σε συμπληρωματική αναφορά. Περαιτέρω, ο κ. Λοχίας αναφέρθηκε στις προσπάθειες που ο κατηγορούμενος 1 έκανε στις Κεντρικές Φυλακές για να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα, τα οποία παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος 1, είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται κατ’ αρχάς από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και Souilmi ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Συγκεκριμένα, για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ προνοείται ποινή φυλάκισης 8 χρόνων, ενώ για το αδίκημα της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και της χρήσης τέτοιου φαρμάκου προνοείται ποινή δια βίου φυλάκισης.

 

 

Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 λέχθηκε ότι η χρήση ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει, κατά κανόνα, την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Η χρήση των εν λόγω ουσιών έχει ποικιλόμορφα χαρακτηριστεί ως «κοινωνική μάστιγα και ως νάρκη στο θεμέλιο της κοινωνίας» εφόσον τα ναρκωτικά αποτελούν κίνδυνο τόσο για τη φυσική όσο και για την κοινωνική ευημερία του κοινού και ιδιαίτερα της νεολαίας μας. Ως δε επισημάνθηκε στην Κλεομένης v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350, στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας ενώ είναι λυπηρή, οδυνηρή και τραγική η διαπίστωση πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφεση Αρ. 214/2021, ημερ. 19/01/2024).

     

Τα τελευταία χρόνια διακινούνται στη χώρα μας μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα ο αριθμός των θυμάτων να αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι υπερβολικό. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για την πρόληψη και την καταστολή του παγκόσμιου αυτού φαινομένου, φαίνεται το πρόβλημα να έχει διογκωθεί και να έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. 

 

Ο ρόλος των Δικαστηρίων στην καταπολέμηση και πάταξη της σύγχρονης αυτής μάστιγας είναι ουσιαστικός. Τα πιο πάνω όπως και η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων έχουν βέβαια επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επανειλημμένα τόνισε την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης τους και επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Η ανάγκη αυτή επισημάνθηκε και από το νέο Εφετείο (βλ. Μαυρόλουκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 74/2021 (Σχετ. Ποιν. Εφ. Αρ. 95/2021), ημερ. 31/10/2023 και Καμπίσιο κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 89-91/2023, ημερ. 13/06/2024).

 

Η έξαρση στη χρήση των ναρκωτικών αλλά και οι δυσμενείς συνέπειες τους, ιδιαίτερα στη νεολαία μας, καθιστούν την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της ποινής (βλ. Ξυδάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807 και Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110). Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των ποινών, ο οποίος πρέπει να αντανακλάται στο ύψος τους, αποτελεί λοιπόν το κύριο γνώρισμα τους (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 557).

 

Τόσο ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος 29/1977 όσο και η σχετική νομολογία προβαίνουν σε διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση των χρηστών σε αντίθεση με τους εμπόρους ναρκωτικών. Έτσι στην Beyki ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 60, λέχθηκε ότι θεμελιωμένη είναι η αρχή της διάκρισης της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν σε εμπορία ναρκωτικών και εκείνων που αφορούν σε κατοχή και χρήση. Οι έμποροι ναρκωτικών καθιστούν επάγγελμα τους τη διασπορά του θανάτου και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα για μετριασμό των ποινών που επιβάλλονται σ’ αυτούς. Για τους χρήστες ναρκωτικών, όμως, υπάρχει κάποιο περιορισμένο περιθώριο για επίδειξη επιεικείας, το οποίο σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου και ειδικά των χρηστών ναρκωτικών, ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάκριση φαίνεται και στην Παγιαβλάς (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκε ότι στην περίπτωση των εμπόρων η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη εφόσον αυτοί αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου, Ποιν. Έφεση Αρ. 71/2022, ημερ. 01/12/2022, μετά την επισήμανση ότι η κατάρα των ναρκωτικών έχει για τα καλά ριζώσει στον τόπο μας με ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για τους παραβάτες, δυστυχώς νεαρούς, ακόμα και ανηλίκους αλλά και για την ίδια την κοινωνία, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε ακόμα μια φορά ότι επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών ποινών, ιδίως εκεί όπου η κατοχή των ναρκωτικών συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ή με πρόθεση προμήθειας αυτών σε τρίτα πρόσωπα.

 

Το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται τα ναρκωτικά, ως και ο ρόλος του δράστη, είναι παράγοντες βαρύνουσας σημασίας κατά τον καθορισμό της ποινής. Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών (βλ. Esper v. Δημοκρατία (1972) 2 C.L.R. 73, Moussa v. Δημοκρατία (1992) 2 Α.Α.Δ. 320 και Μallouk v. Δημοκρατία (2000) 2 Α.Α.Δ. 711).

Στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής λαμβάνουμε υπόψη και την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσεως αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854, Μιχαήλ (ανωτέρω) και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551). Στην προκειμένη δέον όπως λεχθεί ότι τα επίδικα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση, γεγονός για το οποίο έχουμε γνώση όχι μόνο μέσω της σχετικής νομολογίας αλλά και από τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που αφορούν τέτοια και καταχωρούνται ενώπιον μας αλλά και στα λοιπά πρωτόδικα Δικαστήρια.

 

Σε σχέση δε με το ύψος των ποινών έχουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως προηγούμενων αποφάσεων. Η αναφορά σε προηγούμενη νομολογία ενδεικτική μόνο σημασία μπορεί να έχει διότι ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων. Οι προηγούμενες σχετικές αποφάσεις και προφανώς αναφερόμαστε σε αποφάσεις Ανώτερων Δικαστηρίων, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για τα συγκεκριμένα αδικήματα και δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του κάθε παραβάτη. Εκείνο στο οποίο οι προηγούμενες τέτοιες αποφάσεις βοηθούν είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, ενώ τα Δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνουν, χωρίς προδεσμεύσεις, τη συγκεκριμένη υπόθεση που τίθεται ενώπιον τους, επιβάλλοντας εκείνη την ποινή που θεωρούν εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (βλ. Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100). Να πούμε βέβαια ότι, προς διαπίστωση του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής σε σχέση με αδικήματα όπως τα επίδικα, έχουμε μελετήσει και έχουμε υπόψη μας τη σχετική νομολογία των Ανώτερων Δικαστηρίων.

 

Δεν μας διαφεύγει δε ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391). Κάθε υπόθεση κρίνεται λοιπόν με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της και ανάλογα με αυτά διαβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία θα πρέπει να αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή.

 

Στην προκειμένη, η σοβαρότητα της ποινικά κολάσιμης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου 1 έγκειται στο ότι είχε στην κατοχή του, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, ήτοι συνολικά 5 κιλά και 252,85 γραμμάρια κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

 

Σε σχέση δε με τον ρόλο του κατηγορουμένου 1 στη διάπραξη των αδικημάτων δέον όπως αναφερθούν τα εξής:

 

Ο κατηγορούμενος 1, ως προκύπτει από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, την ίδια ημέρα, μετά από οδηγίες άλλου προσώπου, παρέλαβε μια συνολικά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών για να την παραδώσει στη συνέχεια σε άλλο σημείο, στη βάση νέων οδηγιών. Συγκεκριμένα, αρχικά με τη χρήση του οχήματος Β, παρέλαβε μέρος της εν λόγω ποσότητας, την οποία φύλαξε στο εν λόγω όχημα μέχρι να λάβει τις σχετικές οδηγίες. Δεν περιορίσθηκε όμως σε αυτό. Ακολούθως με τη χρήση άλλου οχήματος (του οχήματος Α), στη βάση και πάλι οδηγιών του ίδιου προσώπου, παρέλαβε άλλη ποσότητα (η οποία βρισκόταν σε σακούλι σκουπιδιών), την οποία τοποθέτησε στα πίσω καθίσματα του εν λόγω οχήματος. Μετά δε την ανακοπή του οχήματος που ακολούθησε, κατά την έρευνα αυτού εντοπίσθηκε τόσο η ως άνω ποσότητα αλλά και άλλη ποσότητα ναρκωτικών, που βρισκόταν σε άλλο σακούλι σκουπιδιών. Από τα πιο πάνω προκύπτει λοιπόν ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν ήταν ούτε ο «ιδιοκτήτης» των ναρκωτικών ουσιών, ούτε και ο ιθύνων νους της όλης επιχείρησης. Έδρασε για λογαριασμό τρίτου προσώπου, μετά από οδηγίες που λάμβανε. Παρόλα αυτά, δεν μας διαφεύγει ότι έλαβε μέρος στην εκτέλεση ενός σχεδίου διακίνησης μιας μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, από κάποια σημεία σε ένα άλλο σημείο, έστω και εάν δεν γνώριζε την αρχική προέλευση και την κατάληξη των ναρκωτικών μετά που θα τα παρέδιδε, κάτι που ευτυχώς αποτράπηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της Αστυνομίας. Εδώ να λεχθεί, ως προς τη δήλωση του κατηγορουμένου 1 στην κατάθεση του ότι όλα τα ναρκωτικά που εντοπίσθηκαν στην κατοχή του, ανήκουν σε κάποιο πρόσωπο, το όνομα του οποίου δεν γνώριζε και ότι τα πουλούσε για λογαριασμό του, ότι η κα Τιμοθέου αποδέχθηκε ότι δεν συνιστά δήλωση παραδοχής πώλησης ναρκωτικών «έναντι αντιτίμου» αλλά «παράδοση έναντι αμοιβής». Συνεπώς δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης ως προς τα γεγονότα.

 

Δεν μας διαφεύγει δε ούτε ότι η χρονική περίοδος που έδρασε ο κατηγορούμενος 1 μέχρι την ανακοπή του και θα δρούσε εάν δεν γινόταν αυτή, δηλαδή από την παραλαβή μέχρι την παράδοση των ναρκωτικών στη συνέχεια, δεν ήταν μεγάλη. Από την άλλη όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Λοχία, βασικά ότι ως εκ της χρονικής διάρκειας της δράσης του κατηγορουμένου 1, ο ρόλος του ήταν «ακόμα πιο περιθωριακός από αυτόν του αποθηκάριου ή προσωρινού φύλακα των ναρκωτικών». Δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το ουσιώδες, ότι δηλαδή ο ρόλος του κατηγορουμένου 1, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, ήταν βασικός και αναγκαίος στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, αφού χωρίς αυτόν ως ενδιάμεσο δεν θα ήταν εφικτή η περαιτέρω διακίνηση και διάδοση τους στη συνέχεια στην κοινωνία (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466).

 

Εδώ να σημειωθεί ότι, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε στην κατοχή του, με σκοπό την προμήθεια, την ως άνω αναφερόμενη μεγάλη ποσότητα, δεν μας διαφεύγει το είδος των ναρκωτικών που δεν εμπίπτει στα σκληρά ναρκωτικά.

 

Ως προς τους λόγους που ο κατηγορούμενος 1 κατέφυγε στη διάπραξη των αδικημάτων, ο κ. Λοχίας στην αγόρευση του ανέφερε τα ακόλουθα:

 

Ο κατηγορούμενος 1 ήταν για χρόνια χρήστης κάνναβης (από την ηλικία των 15 ετών περίπου) και στο πλαίσιο αυτό είχε επικοινωνία με πρόσωπο από το οποίο αγόραζε κάνναβη για δική του χρήση (στο εξής «ο προμηθευτής»). Λόγω της σοβαρότητας της εξάρτησης του, η επικοινωνία αυτή ήταν συχνή. Σε μια συνάντηση τους, τονίστηκε πως ο κατηγορούμενος 1 χρωστούσε το ποσό των €200. Ο κατηγορούμενος 1 εξήγησε πως δεν ήταν σε θέση να πληρώσει καθότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Ο προμηθευτής του εξήγησε πως εξαντλείτο η υπομονή του και πως, αν θα συνέχιζε να τον εφοδιάζει με τη δόση του, θα έπρεπε να του καταβάλει άμεσα το ποσό που χρωστούσε. Στην επόμενη συνάντηση τους, λίγες μέρες πριν τη διάπραξη των αδικημάτων, ο προμηθευτής ρώτησε τον κατηγορούμενο 1 αν είχε λεφτά. Όταν ο κατηγορούμενος 1 του είπε πως είχε μόνο το ποσό των €20 να του πληρώσει, ο προμηθευτής αρνήθηκε να τον εφοδιάσει με κάνναβη. Του είπε πως όταν είχε τα €200 που χρωστούσε, θα «ξανάνοιγε η πόρτα του». Για τον κατηγορούμενο 1, ως χρήστη ναρκωτικών, βαριά εθισμένο, η στέρηση ήταν ανυπόφορη. Η έλλειψη χρημάτων, σήμαινε πως δεν είχε άλλη επιλογή από τον προμηθευτή. Τότε, ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος δεν είχε κάνει χρήση για 48 ώρες μετά την τελευταία συνάντηση του με τον προμηθευτή, ξεκίνησε να νιώθει έντονη ανησυχία, σοβαρή αλλαγή διάθεσης, δεν είχε ύπνο, είχε ταχυκαρδία και ανορεξία. Υπό αυτές τις συνθήκες, τηλεφωνούσε επίμονα στον προμηθευτή στην προσπάθεια να τον πείσει να τον εφοδιάσει με ναρκωτικά. Την επόμενη ημέρα, ο προμηθευτής συμφώνησε να συναντηθεί με τον κατηγορούμενο 1 και τότε πρότεινε στον τελευταίο, ενόψει του ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον αποπληρώσει, να του αναθέσει μια «εύκολη» και γρήγορη δουλειά, που θα του απέφερε κέρδος €1.500, ποσό αρκετό για να εξοφλήσει και για να έχει αρκετά λεφτά για μελλοντικές αγορές ναρκωτικών. Του εξήγησε πως θα παραλάμβανε ποσότητα ναρκωτικών από κάποια σημεία και θα τα παρέδιδε σε σημείο που θα του υποδεικνυόταν. Ήταν υπό αυτές τις συνθήκες που ο κατηγορούμενος 1 συμφώνησε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα.

 

Ως προς τα πιο πάνω δέον όπως λεχθεί ότι είναι προφανές ότι ο λόγος για τον οποίο ο κατηγορούμενος 1 κατέφυγε στη διάπραξη των επίδικων σοβαρών αδικημάτων των κατηγοριών 2 και 3 ήταν ουσιαστικά η αποκόμιση οικονομικού οφέλους, με σκοπό να εξοφλήσει χρέος που είχε δημιουργήσει από την αγορά ναρκωτικών αλλά και για να εξασφαλίσει τη μελλοντική αγορά τέτοιων ουσιών για προσωπική χρήση. Ο λόγος όμως αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη σοβαρή παράνομη συμπεριφορά που επέδειξε. Ο κατηγορούμενος 1 όφειλε να αρνηθεί, ως άλλωστε ο κ. Λοχίας εύστοχα αναγνωρίζει στην αγόρευση του και να μην ενδώσει στον πειρασμό της εξασφάλισης γρήγορου οικονομικού οφέλους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεων του στους συνανθρώπους του, στους οποίους τελικά θα κατέληγαν τα ναρκωτικά και ιδιαίτερα σε νέους ανθρώπους, όπως ο ίδιος. Ως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 15, «αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου». Από την άλλη δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 έδρασε με αυτό τον τρόπο υπό την ανάγκη που του δημιουργούσε η εξάρτηση του από τα ναρκωτικά. Εδώ να επισημάνουμε ότι ο βαθμός εξάρτησης ενός κατηγορουμένου, όπως του κατηγορουμένου 1 στην προκειμένη, αποτελεί παράγοντα που, σύμφωνα με το Νόμο 29/1977 καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά (βλ. άρθρο 30(4)(β)(iv), κάτι το οποίο λαμβάνουμε δεόντως υπόψη.

 

Άρρηκτα συνδεδεμένο με τον βαθμό εξάρτησης του κατηγορουμένου 1, αποτελεί το ότι διέπραξε τα επίδικα αδικήματα, παρασυρόμενος από πρόσωπο, το οποίο μπορούσε να ασκήσει επιρροή σε αυτόν και συγκεκριμένα από τον προμηθευτή του, ο οποίος από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, προκύπτει ότι εκμεταλλεύθηκε την οικονομική αδυναμία του κατηγορουμένου 1, ως χρήστη ναρκωτικών που είχε δημιουργήσει χρέος έναντι του (από την αγορά ναρκωτικών) σε συνδυασμό με την εξάρτηση του, για να τον δελεάσει και να τον παρασύρει ουσιαστικά να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα. Λαμβάνουμε λοιπόν υπόψη το ότι ο κατηγορούμενος 1 έδρασε παράνομα, παρασυρόμενος από άτομο που μπορούσε να ασκήσει επιρροή σε αυτόν (βλ. άρθρο 30(4)(ii) του Νόμου 29/1977).  

    

Από την άλλη, ως προς τα πιο πάνω δεν μας διαφεύγει ότι ως υποδεικνύει η σχετική νομολογία, συνθήκες ως οι προαναφερόμενες, υπό τις οποίες δηλαδή ο κατηγορούμενος 1 ενεπλάκη στη φύλαξη και διακίνηση των ναρκωτικών είναι μικρότερης σημασίας σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις όσον αφορά τον καθορισμό της ποινής. Αυτό καθότι, ως έχει σημειωθεί από τη σχετική νομολογία, η πείρα καταδεικνύει ότι οι έμποροι ναρκωτικών επιλέγουν συνήθως συνεργάτες άτομα ευάλωτα, με ειδικά προβλήματα, που έχουν κάποια ανάγκη, όπως ο κατηγορούμενος 1 στην προκειμένη. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί όμως να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (βλ. Marius v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ. 397).

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι, ως έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά, πρέπει να επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές σε οργανωμένους εμπόρους απ’ ότι σε περιστασιακούς προμηθευτές ή διαμεσολαβητές. Η ίδια όμως νομολογία παράλληλα επισημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικό ο λόγος διακίνησης των ναρκωτικών. Αυτό διότι, ως λέχθηκε, είτε γίνεται για χρηματικό κέρδος, είτε για άλλο όφελος, η κατάληξη παραμένει η ίδια, δηλαδή η διάδοση ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα και η μόλυνση της κοινωνίας. Τα πιο πάνω λέχθηκε στην Xhaferi ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 207/2021, ημερ. 16/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B453, από την οποία παραθέτουμε και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Εκείνο το οποίο, ωστόσο, παραμένει ως γεγονός στην παρούσα περίπτωση είναι ότι ο Εφεσείων αναμφίβολα κατέστη συνεργός κάποιου ή κάποιων οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών. Με τις ενέργειες του προσέφερε σημαντική εκδούλευση και συνδρομή στον τελικό προμηθευτή και έμπορο ναρκωτικών, όποιος και αν ήταν αυτός. Η κατάληξη της ενέργειας του αυτής δεν μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από τη συνδρομή στη διακίνηση και διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.

 

Οφείλουμε δε καθηκόντως να παρατηρήσουμε και τα ακόλουθα: Παρότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νου και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή, συνέργεια, βοήθεια και εκδούλευση την οποία παρέχουν οι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς ευόδωση του τελικού στόχου, που είναι η ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης του ίδιου του εμπόρου από την Αστυνομία. Στην πραγματικότητα οι συνεργοί αυτού του είδους, εν γνώσει τους και έναντι κάποιας μορφής ανταλλάγματος, συμμετέχουν στα πιο ριψοκίνδυνα στάδια της δραστηριότητας και συνιστούν απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών κατά τρόπο που μπορεί να λεχθεί ότι χωρίς την προθυμία τέτοιων ατόμων δεν θα διαπράττετο το αδίκημα ή τουλάχιστον δεν θα καθίστατο τόσο εύκολη η διάπραξη του για τους οργανωτές του. Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν αυτό ακριβώς έπραξε ο Εφεσείων. Έχοντας υπό τη φύλαξη του τα ναρκωτικά σε αποθήκη της οποίας αυτός κρατούσε το κλειδί, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι έδιδε καθοριστικής σημασίας κάλυψη στον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών μέχρι τέλους, αφού δεν τον κατονόμασε. Ορθώς, επομένως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο Εφεσείων διαπράττοντας τα αδικήματα είχε κύρια συνδρομή στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, δίδοντας ξεκάθαρα σημαντικό «χέρι βοήθειας» προφανώς σε εμπόρους τους οποίους επέλεξε να μην αποκαλύψει».

 

 

Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της παρούσας, λαμβάνουμε υπόψη τα γεγονότα της άλλης υπόθεσης που τέθηκε ενώπιον μας. Ως προς τούτο, δεν μας διαφεύγει ότι όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αδικήματα άλλων υποθέσεων μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194 και Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598). Η υπόθεση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα, έχει τη δική της βαρύτητα καθότι η οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος με απρόβλεπτες συνέπειες, όχι μόνο για τον οδηγό αλλά και για άλλα πρόσωπα. Βεβαίως, δεν παραγνωρίζουμε ότι η εν λόγω υπόθεση δεν αφορά κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, όπως στην παρούσα, αλλά αδίκημα λιγότερο σοβαρό, που συνδέεται μάλιστα με την προαναφερόμενη εξάρτηση του κατηγορουμένου 1 σε ναρκωτικές ουσίες. Είναι λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο που λαμβάνουμε υπόψη τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης για σκοπούς επιβολής ποινής στον κατηγορούμενο 1, χωρίς δηλαδή να την παραγνωρίζουμε στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής, ως ουσιαστικά εισηγήθηκε ο κ. Λοχίας.

 

Στο σημείο αυτό δέον όπως λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει ότι τα Δικαστήρια, στο πλαίσιο της εξατομίκευσης μιας ποινής, δεν βασίζονται μόνο στη σοβαρότητα ενός αδικήματος και στην προβλεπόμενη ποινή, αλλά λαμβάνουν υπόψη και τις προσωπικές και λοιπές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου. Σε καμία περίπτωση δεν μειώνεται λοιπόν η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245 αυτό ισχύει ακόμα και όταν υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Παράλληλα διατηρούμε κατά νου και δεν μας διαφεύγει, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του Νόμου ή να αναιρεί τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής, που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Προς όφελος του κατηγορουμένου 1, πέραν των όσων σχετικών λέχθηκαν ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη και τα λοιπά που τέθηκαν ενώπιον μας.

 

Κατ’ αρχάς λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου 1, στοιχείο που του δίδει το δικαίωμα να αιτείται την επιείκεια του Δικαστηρίου (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και  Αριστοδήμου ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017 ημερ. 21/09/2017), ECLI:CY:AD:2017:D311.

 

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψην είναι και το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου 1. Στο σύγγραμμα G. Piki, Sentencing in Cyprus (2nd ed.) σελ. 88-90, τονίζεται το πόσο ευαίσθητο έργο αποτελεί το καθήκον επιβολής ποινής σε νεαρά άτομα για τα οποία έμφαση πρέπει να δίδεται στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία. Για αυτά υπερισχύει η αρχή της υποβοήθησης τους να αναμορφωθούν, αφού ακριβώς η πιθανότητα αναμόρφωσης στους νέους είναι ισχυρότερη από τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα (βλ. επίσης Ioannou v. Police (1986) 2 C.L.R. 149). Το στοιχείο της αποτροπής στην περίπτωση νεαρών ατόμων θα πρέπει να μετριάζεται από το συμφέρον της κοινωνίας στην αναμόρφωση τους (βλ. Savvides v. Republic (1988) 2 C.L.R. 51, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ελευθερίου, Ποιν. Έφεση Αρ. 46/23, ημερ. 16/07/2024 και Α.Β. ν. Γενικού Εισαγγελέα, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 142/2023 και 166/2023, ημερ. 29/11/2024). Από την άλλη έχουμε υπόψη ότι το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου δεν αποτελεί πάντοτε παράγοντα που επηρεάζει από μόνος του την ποινή. Συνεκτιμάται και αυτός με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50).

 

Στην προκειμένη, έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, λαμβάνουμε δεόντως υπόψη το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου 1, ο οποίος είναι σήμερα 22 ετών και κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν 21 ετών. Να επισημάνουμε ότι η ηλικία, σύμφωνα με το άρθρο 30(4)(β)(i) του Νόμου 29/1977, είναι ένας από τους παράγοντες που καθιστούν τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται βέβαια υπόψη, χωρίς να μας διαφεύγει η σοβαρότητα της όλης κολάσιμης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου 1, ως περιγράφηκε ανωτέρω. Περαιτέρω, δέον όπως λεχθεί ότι σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικά, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε μεν ότι το νεαρό της ηλικίας του παραβάτη δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, αλλά σημείωσε ότι ειδικά σε αυτό τον τομέα οι νεαροί θα πρέπει να αναπτύξουν ιδιαίτερες αντιστάσεις, σκεπτόμενοι ότι τα ναρκωτικά προορίζονται κυρίως για συνομήλικους τους, στην εξαθλίωση των οποίων συμβάλλουν με την εμπλοκή στη διακίνηση τους (βλ. Marius v. Δημοκρατίας (2015) 2 A.A.Δ. 397).

 

Περαιτέρω, προς όφελος του κατηγορουμένου 1 λαμβάνουμε υπόψη την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο καθώς και την απολογία και μεταμέλεια του, ως αυτή εκφράστηκε μέσω του συνηγόρου του. Ως προς την παραδοχή του, πέραν του ότι με αυτή εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28), έχουμε πάντα υπόψη μας τη βασική αρχή ότι η παραδοχή ενοχής θα πρέπει να ανταμοίβεται με έκπτωση στην ποινή καθότι πέραν του ότι αποτελεί ένδειξη της ειλικρινούς μεταμέλειας του κατηγορουμένου, προάγει και τους σκοπούς της Δικαιοσύνης και ωφελεί την κοινωνία γενικότερα (βλ. G. Piki, Sentencing in Cyprus, (2nd ed.) σελ. 65-66).

 

Άλλα στοιχεία που λαμβάνουμε υπόψη, ως καταδεικνύοντα τη μεταμέλεια του κατηγορουμένου 1, είναι η παραδοχή του στην Αστυνομία και η συνεργασία που επέδειξε μετά την ανακοπή του αλλά και στη συνέχεια, η οποία περιλάμβανε τις απαντήσεις του όταν εφίστατο η προσοχή του στο Νόμο κατά τις έρευνες, τη γραπτή του συγκατάθεση όπως γίνει έρευνα στο όχημα Β, αλλά και στην οικία του καθώς και την παραδοχή του και την αποκάλυψη, σε ανακριτική του κατάθεση, του ρόλου του και της δικής του εμπλοκής στην υπόθεση και τη γραπτή του συγκατάθεση για λήψη παρειακών επιχρισμάτων και αποτυπωμάτων (βλ. Mbakoub v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 119). Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη στον δέοντα βαθμό, ότι ο κατηγορούμενος 1 θα ήταν πρόθυμος, ως ανέφερε ο κ. Λοχίας, μετά την ανακοπή και σύλληψη του, εάν του ζητείτο, να συνεργασθεί με την Αστυνομία με σκοπό την περαιτέρω παράδοση των ναρκωτικών, ώστε να συλληφθεί ο τελικός παραλήπτης. 

 

Εδώ να λεχθεί και το εξής. Δεν μας διαφεύγει ότι σε υποθέσεις ναρκωτικών, ως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή δεν πρέπει να υπερτιμάται εφόσον τέτοιας φύσεως παράνομη συμπεριφορά δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με άλλες περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς. Περαιτέρω, δεν μας διαφεύγει ούτε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος 1 κατελήφθη ουσιαστικά επ’ αυτοφώρω να κατέχει τα ναρκωτικά που εντοπίσθηκαν στο όχημα Α (δηλαδή μέρος της συνολικής ποσότητας), η παραδοχή του ως προς τούτα (για τα υπόλοιπα λαμβάνεται υπόψη και το ότι ο εντοπισμός τους ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας του) είναι μειωμένης αξίας (βλ. Κατσαπάου ν. Δημοκρατία (2012) 2 Α.Α.Δ. 318). Από την άλλη όμως, δεν παραγνωρίζουμε ότι η παραδοχή έχει τη σημασία της, ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, ως απτό στοιχείο της μεταμέλειας του (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 A.A.Δ. 424).

 

Επίσης λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του κατηγορουμένου 1, η απουσία οποιωνδήποτε παραγόντων που καθιστούν τα αδικήματα που διέπραξε ιδιαίτερα σοβαρά, εν τη εννοία του άρθρου 30(4)(α) του Νόμου 29/1977, γεγονός που τα καθιστά λιγότερο σοβαρά (βλ. άρθρο 30(4)(β)(vii)).

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις του κατηγορουμένου 1, ως φαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (με εξαίρεση την αναφορά ως προς το κίνητρο του στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων) και από τα όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο κ. Λοχίας και ιδιαίτερα ότι ο κατηγορούμενος 1:

 

·                Είναι ηλικίας 22 ετών και αρραβωνιασμένος.

·                Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 1 ½ ετών. Πριν τον χωρισμό τους, η μητέρα του νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο Αθαλάσσας για περίοδο 6 μηνών και όταν έλαβε εξιτήριο εγκατέλειψε την Κύπρο για πολλά χρόνια και δεν είχε επαφή με τον κατηγορούμενο 1.

·                Μεγάλωσε με τον πατέρα του και τους γονείς αυτού, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας και ειδικότερα με ξαδέρφια του, τα οποία ζούσαν με τις μητέρες τους και ένιωθε δύσκολα που δεν είχε τη δική του μητέρα, η οποία του έλειπε.

·                Όταν ήταν 12 ετών, εμφανίστηκε ξανά η μητέρα του, όταν ήλθε στην Κύπρο και συναντήθηκε μαζί του αρκετές φορές, μετά και από δική του επιθυμία αυτή να είναι μέρος της ζωής του. Κατά την τελευταία τους συνάντηση, σε ερώτηση της μητέρας του εάν ήθελε να πάει μαζί της διακοπές στη Ρωσία (χώρα καταγωγής της μητέρας του) για να συναντήσει τη δική της οικογένεια και τα ετεροθαλή του αδέλφια (παιδιά που απέκτησε η μητέρα του στη Ρωσία), ο κατηγορούμενος 1 απάντησε αρνητικά. Τότε η μητέρα του αντέδρασε άσχημα, φωνάζοντας του και τονίζοντας του ότι η ζωή της ξεκίνησε να διαλύεται από τον καιρό που αυτός γεννήθηκε, κάτι που δεν ξεχάστηκε από τον κατηγορούμενο 1. Στη συνέχεια, μπροστά στα μάτια του, η μητέρα του αποπειράθηκε να θέσει τέρμα στη ζωή της, επιχειρώντας να κόψει τις φλέβες της, κάτι που απετράπη από μέλος της οικογένειας που παρενέβη μετά που άκουσε τον κατηγορούμενο 1 να φωνάζει για βοήθεια. Ακολούθως η μητέρα του μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και αργότερα επέστρεψε στη Ρωσία. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο κατηγορούμενος 1 είδε τη μητέρα του. Το όλο συμβάν άφησε σοβαρό αντίκτυπο στον κατηγορούμενο 1 καθότι, όντας παιδί, ένιωθε τύψεις πως ο ίδιος έφταιγε για αυτό, τύψεις που δεν αποβλήθηκαν από το μυαλό του, παρά τις επανειλημμένες επεξηγήσεις που του έγιναν ότι δεν έφταιγε για το συμβάν.

·                Τα επόμενα χρόνια είχε πρόβλημα αυτοεκτίμησης, ήταν πάντοτε λιγομίλητος και ντροπαλός στο σχολείο και ήταν ως παιδί ευάλωτο. Του προτάθηκε να επισκέπτεται ψυχολόγο, ωστόσο αρνιόταν, επειδή είχε στιγματιστεί πολύ από τη μητέρα του και το ιστορικό της και ένιωθε πως θα γινόταν όπως εκείνη εάν αποδεχόταν πως έπρεπε να επισκεφθεί επαγγελματία υγείας.

·                Όταν ήταν περίπου 15 ετών ξεκίνησε τη χρήση ναρκωτικών και ειδικότερα κάνναβης, η οποία δεν άργησε να εξελιχθεί σε σοβαρή εξάρτηση και η οποία, παρά τη στήριξη που είχε από την οικογένεια του, δεν μπορούσε να αποτραπεί ή να αναχαιτιστεί, αλλά απεναντίας αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου.

·                Μετά τη συμπλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, εγγράφηκε σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στη Λεμεσό και σπούδαζε πληροφορική. Κατά τη σύλληψη του, στο πλαίσιο της παρούσας, φοιτούσε στο 3ο έτος σπουδών. Επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στον χώρο των Φυλακών και θα προχωρήσει στις απαραίτητες διαδικασίες. Μετά την αποφυλάκιση του και με την ολοκλήρωση των σπουδών του, σχεδιάζει να εργοδοτηθεί στον τομέα της πληροφορικής και να συμβιώσει με την αρραβωνιαστικιά του.

 

Στο σημείο αυτό να πούμε ότι όλες οι ως άνω συνθήκες του κατηγορουμένου 1 και ιδιαίτερα τα όσα θλιβερά βίωσε με τη μητέρα του και η επίδραση τους στη ζωή του λαμβάνονται υπόψη, στον βαθμό βέβαια που ορίζει η σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός παραβάτη, σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, λαμβάνονται υπόψη σε κάποιο βαθμό και η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορούν να εξουδετερώσουν ή να αποδυναμώσουν τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας και τη συναφή αντιμετώπιση των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν για αυτήν και ιδίως για νέους ανθρώπους, από την κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (βλ. Μιχαήλ (ανωτέρω), Abe ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 211 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου (2016) 2Α Α.Α.Δ. 423).

 

Τέλος, το ότι ο κατηγορούμενος 1 κατά τον εγκλεισμό του στις Κεντρικές φυλακές, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, καταβάλλει προσπάθειες για απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά και έκτοτε δεν έχει προβεί σε χρήση ναρκωτικών, επίσης λαμβάνεται δεόντως υπόψη, συνυπολογιζομένου του βαθμού εξάρτησης του αλλά και του ότι αυτός επέδρασε, στον βαθμό που προαναφέρθηκε, στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων (βλ. Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ. 364).

 

Αφού εξετάσαμε και λάβαμε λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων των μετριαστικών παραγόντων που εκθέσαμε ανωτέρω αλλά και την ανάγκη για αποτροπή, που επιβάλλουν η φύση και η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και κατόπιν συνυπολογισμού αυτών και στάθμισης όλων των σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές στην παρούσα είναι αναπόφευκτα αυτές της φυλάκισης. Να πούμε βέβαια εδώ ότι η ποινή φυλάκισης που θα επιβληθεί στην κατηγορία 4 θα είναι σαφώς μικρότερης διάρκειας, μιας και διακρίνεται ως προς τη σοβαρότητα της σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, εφόσον περιορίζεται και αφορά στη χρήση ναρκωτικών ουσιών.

 

Ως εκ των άνω επιβάλλονται στον κατηγορούμενο 1 οι ακόλουθες ποινές:

 

·    Στην κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης 5 ½ ετών.

·    Στην κατηγορία 4 ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

 

Στην κατηγορία 2 δεν επιβάλλεται ποινή διότι τα γεγονότα αυτής εμπεριέχονται στα γεγονότα της κατηγορίας 3, στην οποία έχουμε ήδη επιβάλει ποινή (βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385 και Περικλέους ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34).

 

Οι ως άνω ποινές φυλάκισης να συντρέχουν και η περίοδος έκτισης τους μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος 1 τελεί σε προφυλάκιση για την παρούσα, δηλαδή από την 01/03/2024.

 

Το τεκμήριο της υπόθεσης υπ’ αριθμό 898/24 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ήτοι το δείγμα σάλιου διατάσσεται όπως καταστραφεί.

 

Τα τεκμήρια της παρούσας υπόθεσης να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας.

 

 

                                                                     (Υπ.)  .………….…………..……………

                                                                                                    Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

 

                                                                        (Υπ.)  .…….………..……….…………...

                                                                                                   Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

 

                                                                    (Υπ.)  ….…..……...……………………

                                                                                    Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.                     

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο