
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 784/2022 (i-justice)
Μεταξύ:
ALLER AQUA A/S
Εναγόντων
- και -
TELΙA AQUA MARINE LTD
Εναγόμενων
------------------------------
Αίτηση αναστολής διαδικασίας, ημερομηνίας 15/10/2024
Ημερομηνία: 24/2/2025
Εμφανίσεις:
Για εναγόμενους - αιτητές: κ. Π. Γιωρκάτζης, για Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.
Για ενάγοντες - καθ’ ων η αίτηση: κ. Ν. Λεωνίδα, για ANDREAS ORPHANIDES & CO LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή τους με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, στις 3/6/2022. Οι εναγόμενοι, στις 23/6/2022 καταχώρησαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία στην αγωγή και αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η παρούσα διαδικασία και/ή ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το κλητήριο ένταλμα της αγωγής, λόγω ύπαρξης εφαρμοστέας ρήτρας διαιτησίας. Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση η οποία απορρίφθηκε μετά από ακρόαση, με την έκδοση της αιτιολογημένης απόφασής μου, ημερομηνίας 12/12/2023. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε από τους εναγόμενους η έφεση 88/2023, για την οποία, ωστόσο, όπως ανάφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης, στις 14/2/2025 «.. έχει σταλεί επιστολή για απόσυρσή της στο Εφετείο και έχει τεθεί σήμερα ενώπιον του Εφετείου.»
Οι ενάγοντες, στις 9/5/2024 καταχώρησαν, χωρίς άδεια του Δικαστηρίου - ως είχαν δικαίωμα δυνάμει της Δ.25 Θ.1(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας -τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και στις 18/9/2024, αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των εναγόμενων, επειδή παρέλειψαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση.
Η εν λόγω αίτηση εκκρεμεί, καθώς οι εναγόμενοι, στις 15/10/2024 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν, ό,τι ακριβώς ζητούσαν και με την πρώτη αίτηση, την απορριφθείσα.
Και αυτή η αίτηση - όπως και η προηγούμενη - υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο εκ των διευθυντών των εναγόμενων, Φύτος Ιωάννου.
Οι ενάγοντες καταχώρησαν και πάλιν ένσταση στην αίτηση η οποία αποτελείται από 15 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η υπάλληλος στη δικηγορική εταιρεία των δικηγόρων τους, Άντρια Χίνη.
Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Ως 1ος λόγος ένστασης στην αίτηση προβάλλεται το γεγονός της καταχώρησης και απόρριψης της προηγούμενης και «πανομοιότυπης» αίτησης που είχαν καταχωρήσει οι εναγόμενοι, ως 2ος, το γεγονός ότι εναντίον της σχετικής - απορριπτικής απόφασης καταχωρίστηκε από τους εναγόμενους η έφεση 88/23 «..η οποία εκκρεμεί δι’ εκδίκαση.» και ως 3ος λόγος, ότι οι θεραπείες της υπό κρίση αίτησης έχουν αποφασιστεί στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης και ότι η σχετική απόφαση δημιούργησε δεδικασμένο για την προώθηση της υπό κρίση αίτησης. Η οποία, όπως υποβάλλεται με τον 4ο λόγο ένστασης είναι καταχρηστική, καθότι, η ίδια αίτηση, με τους ίδιους διαδίκους και τις ίδιες θεραπείες εκδικάστηκε και αποφασίστηκε η απόρριψή της. Τέλος, με τον 5ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι εφόσον εκκρεμεί η έφεση 88/23 (ανωτέρω), το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάζει ως Εφετείο του εαυτού του.
Λόγω της συνάφειας και κυρίως, της σοβαρότητας των παραπάνω λόγων ένστασης, που είναι δικαιοδοτικής φύσεως, θα τους εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Στην υπόθεση Recnex Trading Limited και Άλλος ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866 - στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόμενων - επισημαίνονται τα εξής:
«Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων. Στο τέλος της ημέρας το Δικαστήριο δεν μόρφωσε και ούτε εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος. Δεν υπήρξε ενασχόληση με την ουσία του επιδίκου ζητήματος που αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata (K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309). Εξαρτάται πάντοτε από το κατά πόσο η απορριπτική απόφαση επεκτάθηκε σε ζητήματα επί της ουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, σε ενδιάμεσης αιτήσεις και εκεί όπου δεν αποφασίζεται οτιδήποτε, εκτός από το γεγονός ότι το Δικαστήριο για άλλους λόγους αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θεραπεία που ο διάδικος ζήτησε, τότε το δεδικασμένο δεν καλύπτει την περίπτωση. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Spencer Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, 1996, σελ.82:
«Although some interlocutory orders may finally determine some question and be binding in later stages of the proceedings, the dismissal of an interlocutory application is not final and will not bar a further application on the ground of res judicata, although the further application is not likely to succeed unless supported by additional evidence or a different argument.
Orders granting interlocutory applications in matters of practice and procedure, such as an interlocutory injunction, remain under the control of the court, subject to review. Such orders do not decide any question finally, not even whether there should be an interlocutory injunction, or its terms. Buttes Gas and Oil Co v. Hammer (No.3) [1982] A.C. 888.»»
Από το παραπάνω απόσπασμα, δυο είναι οι βασικές αρχές που αναδύονται. Αρχίζοντας από την πρώτη, εάν μια ενδιάμεση αίτηση απορριφθεί, η καταχώρηση νέας, κατά κανόνα δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Σύμφωνα με τη δεύτερη - σε συνέχεια της προηγούμενης -, το Δικαστήριο που θα επιληφθεί της νέας αίτησης έχει διακριτική ευχέρεια, είτε να την εγκρίνει είτε, ελλείψει νέων στοιχείων, να την απορρίψει. Αυτονόητο πως και στη μια και στην άλλη περίπτωση, με την αναγκαία αιτιολογία.
Καθ’ όλα σχετικά με το θέμα είναι και τ’ ακόλουθα από την απόφαση στην υπόθεση K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 στην οποία ουσιαστικά εδράζεται η Recnex Trading Limited (ανωτέρω):
«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.
Μία από τις πλέον αυθεντικές διατυπώσεις του κανόνα έγινε από το Sir James Wigram, V-C, στην Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100 στις σελ. 114-115:
"In trying this question I believe I state the rule of the court correctly when I say that, where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a court of competent jurisidiction, the court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might. have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward, only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation, and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time."
Βλέπε επίσης Fidelitas Shipping Co., Ltd. v. V/O Exportchleb [1965] 2 All E.R. 4.
Είναι, εντούτοις, απαραίτητη προϋπόθεση, όπως επισημαίνεται και στην παραπάνω απόφαση, η μόρφωση και έκφραση γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό είτε σε ζήτημα νομικό είτε πραγματικό. Η ενασχόληση του δικαστηρίου με την ουσία του επίδικου θέματος είναι η βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata. Βλέπε Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 16 παράγραφος 1529. Ο όρος "δικαστική διαδικασία" περιλαμβάνει και αίτηση στην οποία εκδόθηκε παρεμπίπτουσα διαταγή: Peareth v. Marriott [1882] 22 Ch.D. 182, 191 και Badar Bee v. Habib Merican Noordin [1909] AC. 615, PC.
Στην απόφασή του το δικαστήριο επεσήμανε την παντελή έλλειψη υλικού που θα του επέτρεπε να ασκήσει την οποιαδήποτε εξουσία έχει στο ζήτημα. Δεν προέβη σε αξιολόγηση, αντιπαραθέτοντας μάλιστα αποδεικτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια δεν έγιναν πραγματικά ευρήματα. Με περαιτέρω λόγια δε δόθηκε απόφαση (adjudication, determination) επί της ουσίας οποιουδήποτε θέματος νομικού ή πραγματικού που θα θεμελίωνε res judicata.
Καταλήγω πως δεν υπάρχει δεδικασμένο.»
Το σκεπτικό απόρριψης της προηγούμενης αίτησης των εναγόμενων περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα της σχετικής απόφασής μου:
«Το κρίσιμο ερώτημα που καλούμαι να απαντήσω αφορά στο κατά πόσο μεταξύ των διαδίκων υπάρχει συμφωνία παραπομπής των διαφορών τους που απορρέουν από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση σε διαιτησία. Εάν η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, τότε ανακύπτουν προς εξέταση και διάφορα άλλα θέματα. Σε περίπτωση όμως που είναι αρνητική, το θέμα τελειώνει εδώ.
Η υπό κρίση αίτηση αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι διέπεται από τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν. 101/1987).
Σύμφωνα με το άρθρο 7 που είναι αυτό που μας ενδιαφέρει:
«(1) "Συμφωvία περί διαιτησίας" είvαι η συμφωvία με τηv oπoία υπάγovται σε διαιτησία όλες ή oρισμέvες διαφoρές, παρoύσες ή μέλλoυσες, πoυ απoρρέoυv από καθoρισμέvη έvvoμη σχέση, συμβατική ή μη. Η συμφωvία περί διαιτησίας μπoρεί vα εvταχθεί σε σύμβαση ως ρήτρα διαιτησίας ή vα απoτελέσει τo αvτικείμεvo χωριστής συμφωvίας.
(2) Η συμφωvία περί διαιτησίας είvαι έγκυρη μόvo αv είvαι γραπτή.
(3) Θεωρείται γραπτή η συμφωvία περί διαιτησίας αv περιέχεται σε έγγραφo πoυ φέρει τηv υπoγραφή τωv μερώv, ή σε αvταλλαγή επιστoλώv, τέλεξ, τηλεγραφημάτωv ή άλλωv μέσωv τηλεπικoιvωvίας πoυ καταγράφoυv τη σχετική συμφωvία, ή στηv αvταλλαγή εκθέσεωv απαιτήσεως και υπερασπίσεως, στις oπoίες περιέχεται ισχυρισμός τoυ εvός τωv μερώv για τηv ύπαρξη συμφωvίας περί διαιτησίας χωρίς o ισχυρισμός αυτός vαvτικρoύεται από τo άλλo τωv μερώv. Αvαφoρά στη σύμβαση σε έγγραφo άλλo, πoυ περιέχει ρήτρα διαιτησίας, συvιστά συμφωvία περί διαιτησίας αv η σύμβαση είvαι γραπτή και η αvαφoρά είvαι τέτoια ώστε vα καθιστά τη ρήτρα αυτή αvαπόσπαστo μέρoς της σύμβασης.»
Από το παραπάνω άρθρο, ερμηνευτικά - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής:
Αρχίζοντας από το εδάφιο 1 δε νομίζω ότι χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης τι είναι «συμφωνία περί διαιτησίας». Συγκρατώ απλώς ότι αυτή μπορεί να ενταχθεί, δηλαδή να περιέχεται σε σύμβαση, ως αναπόσπαστο μέρος της ή να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής συμφωνίας. Δηλαδή, μιας άλλης ειδικής συμφωνίας που να διαλαμβάνει απλώς, ότι οι συμβαλλόμενοι σ’ αυτή συμφωνούν ότι όλες ή μερικές από τις διαφορές τους που υπάρχουν ή θα προκύψουν, ως απόρροια συγκεκριμένης και νόμιμης συμβατικής ή άλλης μεταξύ τους σχέσης (βλ. τη φράση «όλες ή oρισμέvες διαφoρές, παρoύσες ή μέλλoυσες, πoυ απoρρέoυv από καθoρισμέvη έvvoμη σχέση, συμβατική ή μη») θα παραπέμπονται προς επίλυση σε διαιτησία.
Απ’ εκεί και πέρα, για να είναι έγκυρη μια συμφωνία περί διαιτησίας, θα πρέπει να είναι γραπτή. Και θεωρείται γραπτή σε τρεις περιπτώσεις. Σύμφωνα με την πρώτη - που και πάλιν δε χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης - η συμφωνία θα πρέπει να περιέχεται σε έγγραφο που φέρει την υπογραφή των μερών κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο 1 (ανωτέρω).
Υπεισέρχομαι τώρα στη δεύτερη περίπτωση, η ερμηνεία της οποίας θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα από τη φράση «Θεωρείται γραπτή η συμφωvία περί διαιτησίας αv περιέχεται …. σε αvταλλαγή επιστoλώv, τέλεξ, τηλεγραφημάτωv ή άλλωv μέσωv τηλεπικoιvωvίας πoυ καταγράφoυv τη σχετική συμφωvία …»
Η συγκεκριμένη φράση, κατά τη γνώμη μου έχει την έννοια ότι για να θεωρείται γραπτή η συμφωνία διαιτησίας, η ύπαρξή της θα πρέπει να προκύπτει ευθέως από την ανταλλαγή μεταξύ των μερών οποιουδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται εξαντλητικά στο σχετικό εδάφιο, υπό την έννοια ότι, διαβάζοντας κάποιος το περιεχόμενο των εν λόγω μέσων, από τα συμφραζόμενα, καταλαβαίνει ότι σ’ αυτά περιέχεται με απολύτως ξεκάθαρο, σαφή και κατανοητό τρόπο η σχετική συμφωνία περί διαιτησίας.
Τέλος, η τρίτη περίπτωση ύπαρξης γραπτής συμφωνίας περί διαιτησίας είναι όταν στο πλαίσιο αγωγής υπάρχει δικογραφημένος ισχυρισμός από το ένα μέρος περί της ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας και το άλλο μέρος, με το δικό του δικόγραφο δεν αρνείται ή απορρίπτει τον εν λόγω ισχυρισμό.
Η τελευταία φράση του εδαφίου 3 δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα ερμηνείας και αυτό είναι και το μόνο που θέλω να πω αναφορικά με αυτή.
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις παραπάνω ερμηνευτικές θέσεις, στο κρίσιμο ερώτημα που έχω θέσει σε άλλο σημείο (πιο πάνω) απαντώ αρνητικά.
Ενώ δεν τίθεται θέμα ύπαρξης συμφωνίας περί διαιτησίας που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής, είτε της πρώτης είτε της τρίτης περίπτωσης θεωρώ πως δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία, που να οδηγεί στο συμπέρασμα ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης περίπτωσης. Και τούτο, επειδή, πολύ απλά και τα τρία έγγραφα που επικαλούνται οι εναγόμενοι για σκοπούς στοιχειοθέτησης της περί αντιθέτου θέσης τους προέρχονται αποκλειστικά από τους ενάγοντες και κανένα από τους ίδιους, ενώ για να θεωρηθεί ότι υπάρχει γραπτή συμφωνία περί διαιτησίας που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης περίπτωσης καθώς ήδη έχει αναφερθεί, η ύπαρξη της συμφωνίας, θα πρέπει να προκύπτει ευθέως από την ανταλλαγή μεταξύ των μερών οποιουδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στο σχετικό εδάφιο και στην προκειμένη περίπτωση, δεν τίθεται καθόλου θέμα ανταλλαγής μεταξύ των διαδίκων, είτε επιστολών είτε οποιουδήποτε άλλου από τα συγκεκριμένα αυτά μέσα, που να περιέχει ή καταγράφει συμφωνία περί διαιτησίας.
Το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση Parker v. South Eastern Railway [1877] 2 C.P.D. 416, 421 ("if in the course of making a contract one party delivers to another a paper containing writing, and the party receiving the paper knows that the paper contains conditions which the party delivering it intends to constitute the contract ... the party receiving and keeping it, assent to the conditions contained in it, although he does not read them, and does not know what they are".) δε βοηθά τους εναγόμενους για το σκοπό που το επικαλούνται οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι κατά πόσο υπάρχει έγκυρη σύμβαση με βάση το δίκαιο των συμβάσεων - για να τίθεται θέμα εφαρμογής των παραπάνω - αλλά έγκυρη γραπτή σύμβαση περί διαιτησίας με βάση το άρθρο 7 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/1987 που είναι ειδικός νόμος, επομένως, οι πρόνοιές του υπερισχύουν των προνοιών οποιουδήποτε άλλου νόμου πραγματεύονται το θέμα έγκυρης σύμβασης, περιλαμβανομένου και του περί Συμβάσεων Νόμου. Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιόν μου από τους εναγόμενους, ενώ με βάση τις πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, θα έλεγα ότι στοιχειοθετείται η θέση τους περί ύπαρξης μεταξύ των διαδίκων, έγκυρης συμφωνίας διαιτησίας, για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, σε καμιά περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει έγκυρη γραπτή συμφωνία περί διαιτησίας με βάση τις πρόνοιες του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/1987 και ειδικά του άρθρου 7.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.»
Από το παραπάνω απόσπασμα είναι σαφές, ότι η κατάληξή μου να απορρίψω την αίτηση ήταν απότοκο αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας και υπαγωγής των σχετικών συμπερασμάτων μου στη νομική πτυχή που διέπει το θέμα - την οποία ανέλυσα -, με κατάληξη, ότι στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιόν μου δε στοιχειοθετήθηκε η θέση των εναγόμενων, περί ύπαρξης μεταξύ των διαδίκων, έγκυρης γραπτής συμφωνίας διαιτησίας, με βάση τις πρόνοιες του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/1987 και ειδικά του άρθρου 7. Για να χρησιμοποιήσω το λεκτικό της K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. (ανωτέρω), η απόρριψη της αίτησης ήταν το αποτέλεσμα μόρφωσης και έκφρασης γνώμης εκ μέρους μου με τρόπο καθοριστικό τόσο επί του νομικού όσο και επί του πραγματικού ζητήματος που διέπει το θέμα, δηλαδή, ασχολήθηκα με την ουσία του επίδικου θέματος που αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata και σε ενδιάμεσες διαδικασίες.
Αντίθετα, στην K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A., το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο επειδή έκρινε ότι ο λόγος απόρριψης της πρώτης αίτησης ήταν η παντελής έλλειψη μαρτυρικού υλικού που θα του επέτρεπε να ασκήσει την οποιαδήποτε εξουσία είχε στο ζήτημα. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά για το Δικαστήριο και τη σχετική απόφασή του «Δεν προέβη σε αξιολόγηση, αντιπαραθέτοντας μάλιστα αποδεικτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια δεν έγιναν πραγματικά ευρήματα. Με περαιτέρω λόγια δε δόθηκε απόφαση (adjudication, determination) επί της ουσίας οποιουδήποτε θέματος νομικού ή πραγματικού που θα θεμελίωνε res judicata.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση, αυτό που στην πραγματικότητα επιδιώκουν οι εναγόμενοι είναι να τους επιτραπεί να προσκομίσουν μαρτυρία την οποία, χωρίς να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση ή δικαιολογία παρέλειψαν να προσκομίσουν στο πλαίσιο και για σκοπούς στοιχειοθέτησης της πρώτης αίτησής τους, καθώς και να διεξάγουν νέο δικαστικό αγώνα, εξ υπαρχής, με την προσδοκία ότι αυτή τη φορά, στη βάση της εν λόγω μαρτυρίας, θα πετύχουν. Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτησή τους, έμμεσα, αυτό που προκύπτει ως προς το λόγο για τον οποίο παρέλειψαν να προσκομίσουν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησής τους, τη μαρτυρία που έχουν προσκομίσει στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, δεν είναι πως, είτε δεν υπήρχε τότε εν λόγω μαρτυρία είτε δεν την είχαν υπόψη τους, είτε ακόμη και να την είχαν υπόψη τους, ότι για οποιαδήποτε σοβαρό λόγο αδυνατούσαν να την προσκομίσουν. Παρέλειψαν να την προσκομίσουν, επειδή, πολύ απλά θεωρούσαν πως δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς απόδειξης και στοιχειοθέτησης της αίτησής τους. Όπως αναφέρει ο διευθυντής τους στην παράγραφο 20 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση «Μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησης και το σκεπτικό του Σεβαστού Δικαστηρίου για την απόρριψη της και την καταχώρηση του ουσιαστικά νέου Κλητηρίου Εντάλματος και άνευ βλάβης της θέσης της Εναγόμενης σε σχέση με την ορθότητα της εν λόγω απόφασης, η Εναγόμενη και συγκεκριμένα εγώ προσωπικά ανέθεσα στον υπεύθυνο των ηλεκτρονικών συστημάτων της Εναγόμενης να ανατρέξει στο ηλεκτρονικό αρχείο της Εναγόμενης και να προσπαθήσει να εντοπίσει την ηλεκτρονική ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ της Εναγόμενης και της Ενάγουσας…». Τότε λοιπόν ήταν που ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά τους και αποφάσισαν να αναζητήσουν για να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου την κατάλληλη και αναγκαία μαρτυρία για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αίτησής τους.
Ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτραπεί προκύπτει με απόλυτη ενάργεια από το ακόλουθο απόσπασμα - το οποίο εκτίθεται και σε άλλο σημείο (πιο πάνω) - και πάλιν από την K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A.:
«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.»
Είναι η κατάληξή μου για όλους τους παραπάνω λόγους, ότι η απόφασή μου επί της προηγούμενης αίτησης των εναγόμενων - την οποία απέρριψα - δημιούργησε δεδικασμένο. Γεγονός το οποίο καθιστά βάσιμο τον 3ο λόγο ένστασης και την ίδια ώρα διαγράφει την τύχη της αίτησης η οποία δεν μπορεί να πετύχει.
Μολονότι η αίτηση έχει κριθεί στη συνέχεια θα εξετάσω κατά πόσο ευσταθεί η θέση των εναγόντων ότι αυτή είναι καταχρηστική.
Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Loukos Trading Co. Ltd v. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο. Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014:
«΄Εχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής διαδικασίας. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Re Beogradska D.D., Πολιτική ΄Εφεση 9495/6.9.1996 και Βασιλείου ν. Μακρίδη, Ποινική ΄Εφεση 6804/24.2.2000).
Στην Περρέλλα, πιο πάνω, σελ. 222, υποδείχθηκε ότι "η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας, που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυση του".»
Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Leonid – Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 937:
«…το Δικαστήριο έχει σύμφυτη (inherent) εξουσία να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία και να ενεργεί ώστε να εμποδίζει και τερματίζει την όποια κατάχρησή της. Η εξουσία αυτή είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας και του κύρους, τόσο της δικαστικής διαδικασίας, όσο και του κράτους δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, το τι συνιστά κατάχρηση διαδικασίας είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το κατά πόσο τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης συνθέτουν συμπεριφορά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως καταχρηστική ώστε να περιβάλλεται με εξουσία, αλλά και καθήκον να παρέμβει.»
Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο (πιο πάνω), η πρώτη αίτηση των εναγόμενων με την οποία ζητούσαν ό,τι ακριβώς ζητούν και με την παρούσα, απορρίφθηκε στις 12/12/2023. Οι εναγόμενοι - ως είχαν κάθε δικαίωμα - εφεσίβαλαν τη σχετική απόφαση και οι ενάγοντες, στις 9/5/2024 καταχώρησαν τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και στις 18/9/2024, αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των εναγόμενων, επειδή παρέλειψαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Οι τελευταίοι, σχεδόν ένα μήνα αργότερα και 10 μήνες μετά την έκδοση της απόφασής μου με την οποία απέρριψα την πρώτη αίτησή τους καταχώρησαν την παρούσα αίτηση.
Στο ερώτημα, εάν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, απαντώ καταφατικά.
Καταρχάς, από τη στιγμή που οι εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφασή μου με την οποία απέρριψα την προηγούμενη αίτησή τους, αμφισβητώντας έτσι την ορθότητα της εν λόγω απόφασης, που με απλά λόγια σημαίνει πως αποτελεί θέση τους ότι θα έπρεπε να είχα εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα στο πλαίσιο της αίτησής τους, το γεγονός ότι εκκρεμούσης της έφεσης καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού είναι φανερό, ότι επιδιώκουν την επίτευξη του ίδιου στόχου με τη χρήση δυο δικονομικών μέσων.
Όσα ακολουθούν από την απόφαση στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (ανωτέρω) στην περίπτωσή τους - τηρουμένων των αναλογιών - θεωρώ ότι τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής:
«Στην Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd and Another [1981] 1 All E.R. 143 (HL), αποφασίστηκε ότι ειδοποίηση για την εγκατάλειψη αγωγής μπορεί ν' ακυρωθεί παρά την απουσία θεσμικών περιορισμών για την εγκατάλειψη αγωγής προς αποτροπή χρήσης του δικαιώματος για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχεται, δηλαδή, τον τερματισμό της διαδικασίας για την επίλυση του επίδικου θέματος. Κρίθηκε ότι η ειδοποίηση για την εγκατάλειψη της αγωγής συνιστούσε κατάχρηση επειδή εκδόθηκε όχι για το σκοπό για τον οποίο το δικονομικό αυτό μέσο προορίζεται αλλά γι άλλους σκοπούς, για να προλειάνει το έδαφος για την έναρξη διαδικασίας για το ίδιο θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά την εξασφάλιση σημαντικών ωφελημάτων από τη διαδικασία ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου. Πριν την υποβολή της ειδοποίησης για την εγκατάλειψη της αγωγής, οι εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει ευθύνη για τις διεκδικήσεις του ενάγοντα και κατέβαλαν υπό μορφή ενδιάμεσων πληρωμών μέρος της απαίτησής του. Ο λόγος της Castanho είναι ότι η άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων μπορεί να περισταλεί εφόσον ασκούνται για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχονται και απολήγουν σε κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου.
….
….
Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. ...".» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Το γεγονός ότι οι εναγόμενοι κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, πληροφόρησαν το Δικαστήριο ότι την ίδια μέρα θα απέσυραν την έφεση, δε διαφοροποιεί τα πράγματα. Και τούτο, επειδή η συγκεκριμένη ενέργειά τους παραβλέπει το παραπάνω απόσπασμα - το υπογραμμισμένο - από την Περρέλλα από το οποίο προκύπτει ότι η έγερση και μόνο περισσότερων διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Πολύ περισσότερο, που στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι καταχώρησαν πρώτα την έφεση, σχεδόν 10 μήνες αργότερα, την παρούσα αίτηση και αποφάσισαν να αποσύρουν την έφεση, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή και συγκεκριμένα, κατά την ακρόαση της αίτησης.
Στη Loukos (ανωτέρω) τονίστηκε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας προστασίας της άλλης πλευράς από ταλαιπωρία που προκύπτει από συμπεριφορά του αντιδίκου η οποία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Σ’ εκείνη την υπόθεση, οι εφεσίβλητοι είχαν ετοιμάσει τρεις ένορκες δηλώσεις και εμφανίσθηκαν 5 φορές, μέσω δικηγόρου, ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς ακρόασης των τριών αιτήσεων. Κρίθηκε ότι το διάταγμα εξόδων εναντίον του αιτητή δεν αποτελούσε αντιστάθμισμα για την ταλαιπωρία την οποία είχαν υποστεί οι εφεσίβλητοι.
Τηρουμένων των αναλογιών, στην ίδια περίπου θέση βρίσκονται και οι ενάγοντες, οι οποίοι, μετά την έκδοση της απόφασής μου με την οποία απέρριψα την πρώτη αίτηση των εναγόμενων βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σχετική έφεση των τελευταίων, ενώ, όταν οι ίδιοι μετά την καταχώρηση του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος καταχώρησαν την αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των εναγόμενων, επειδή παρέλειψαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση, εκεί όπου, κατά λογική ακολουθία του πράγματος ανάμεναν ότι αυτοί θα ζητούσαν χρόνο για να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους για να προωθηθεί έτσι και η αγωγή τους, υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν για δεύτερη φορά την ίδια ακριβώς αίτηση και να υποβληθούν στην ίδια δικαστική διαδικασία, ενώ παράλληλα, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την έφεση των εναγόμενων. Με ό,τι όλα αυτά συνεπάγονται και σε επίπεδο οικονομικών επιπτώσεων για τους ίδιους, καθώς, σε όλες αυτές τις διαδικασίες, ενώπιον, τόσο του παρόντος Δικαστηρίου όσο και του Εφετείου εκπροσωπούνται από δικηγόρο.
Ούτε και μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι, η απόσυρση της έφεσης από τους εναγόμενους την τελευταία στιγμή, αποτελεί κίνησης τακτικής και όχι ουσίας, υπό την έννοια ότι απέσυραν την έφεση, όχι επειδή πείστηκαν για την ορθότητα της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη αίτησή τους, αλλά, απλώς και μόνο, για να μη θεωρηθεί ότι η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ότι περί αυτού πρόκειται, έμμεσα, το ομολόγησε ο δικηγόρος τους, ο οποίος, ενώ συνάρτησε την απόσυρση της έφεσης - την ημέρα ακρόασης της παρούσας αίτησης -, με την προβολή από τους ενάγοντες, ως λόγου ένστασης στην παρούσα αίτηση, της ύπαρξη της έφεσης, ουδέν ανάφερε σε σχέση με τους ακόλουθους ισχυρισμούς του διευθυντή των εναγόμενων που περιέχονται στην παράγραφο 20 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση: «Μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησης και το σκεπτικό του Σεβαστού Δικαστηρίου για την απόρριψη της και την καταχώρηση του ουσιαστικά νέου Κλητηρίου Εντάλματος και άνευ βλάβης της θέσης της Εναγόμενης σε σχέση με την ορθότητα της εν λόγω απόφασης, η Εναγόμενη και συγκεκριμένα εγώ προσωπικά ανάθεσα στον υπεύθυνο των ηλεκτρονικών συστημάτων της Εναγόμενης να ανατρέξει στο ηλεκτρονικό αρχείο της Εναγόμενης και να προσπαθήσει να εντοπίσει την ηλεκτρονική ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ της Εναγόμενης και της Ενάγουσας…». (η έμφαση είναι δική μου).
Τέλος, επί του ισχυρισμού του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόμενων - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής του - ότι σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα διαδικασία υπάρχουν νέα στοιχεία και γεγονότα, αφού καταχωρίστηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα από τους ενάγοντες, σημειώνω τα εξής: αυτό είναι γεγονός, όπως όμως αποτελεί επίσης γεγονός, ότι οι εναγόμενοι καταχώρησαν δυο αιτήσεις, με ίδιο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο που είναι η σταθερή θέση τους, ότι μεταξύ των διαδίκων υπάρχει γραπτή συμφωνία παραπομπής των διαφορών τους που απορρέουν από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση σε διαιτησία. Και τούτο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος των εναγόντων. Εν πάση περιπτώσει, εάν αυτό είναι που τους ώθησε να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση, θα μπορούσαν και όφειλαν να την είχαν καταχωρήσει σε εύλογο χρόνο, μετά τις 20/5/2024, που καθ’ ομολογία του διευθυντή τους, τους κοινοποιήθηκε το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και όχι 5 μήνες αργότερα και αφού στο μεταξύ οι ενάγοντες είχαν καταχωρήσει την αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον τους, επειδή παρέλειψαν να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους.
Για να καταλήξω, η παραπάνω διαγωγή τους προσλαμβάνει μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Με αυτό δεδομένο, χρησιμοποιώντας το λεκτικό του Εφετείου στη Loukos (ανωτέρω), στην άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας μου, η οποία αποβλέπει στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θεωρώ ότι θα πρέπει να δοθεί τέλος στην παρούσα διαδικασία με διάταγμα απόρριψης της παρούσας αίτησης, αυτοτελώς και γι’ αυτό το λόγο.
Και κάτι ακόμη.
Και να μην υπήρχαν οι δυο - δικαιοδοτικής φύσεως - λόγοι, για τους οποίους η αίτηση θα απορριφθεί, με μόνο λόγο το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις 12/12/2023 που απέρριψα την πρώτη αίτηση των εναγόμενων μέχρι και τις 15/10/2024 που αυτοί καταχώρησαν την παρούσα αίτηση και πάλιν θα την απέρριπτα. Θα ενεργούσα δηλαδή, όπως θα ενεργούσε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην K.S.R. Commercio Industria de Papel S.A. (ανωτέρω), στην οποία, ο αείμνηστος Δικαστής Νικήτας σημείωσε τα εξής:
«Θα πρόσθετα πως αν είχα δικαιοδοσία στο θέμα πάλι θα κατέληγα στο ίδιο αποτέλεσμα λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης. Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από το φάκελο της υπόθεσης. Δε θα ασχοληθώ εκτεταμένα με το ιστορικό απλώς αναφέρω ότι η πρώτη αίτηση έγινε στις 30/12/92, ενώ εκκρεμούσε η ακρόαση της αγωγής. Για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης στην παραχώρηση αναστολής παραπέμπω στο σχόλιό του Atkin's Court Forms, σελ. 174, παράγραφος 4 με τίτλο 'Time for application for stay" και στις υποθέσεις που παραπέμπει.»
Να πω απλώς, ότι σε εκείνη την υπόθεση, η πρώτη αίτηση καταχωρίστηκε στις 30/12/1992 και απορρίφθηκε στις 30/11/1993. Μολονότι δεν προκύπτει πότε καταχωρίστηκε η δεύτερη αίτηση, αν ληφθεί υπόψη ότι η απόφαση με την οποία αυτή είχε απορριφθεί εκδόθηκε στις 29/3/1995, δηλαδή, 16 μήνες αργότερα, έχοντας υπόψη ότι αυτό έγινε μετά από ακρόαση, που σημαίνει ότι υπήρξε ένσταση στην αίτηση και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, η αίτηση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καταχωρήθηκε ενωρίτερα. Εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει από την απόρριψη της πρώτης αίτησης μέχρι και την καταχώρηση της δεύτερης, είναι περίπου ο ίδιος με το χρόνο που τα δυο αυτά γεγονότα έλαβαν χώρα και στην παρούσα υπόθεση.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα, ουδείς λόγος υπάρχει που να μου επιτρέπει να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων.
(Υπ.) ...…………………………..
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο