Θεόδωρου Βουδάσκα κ.α. ν. Παναγιώτη Μαδρίτη, Αριθμός Απαίτησης: 919/2024, 12/2/2025
print
Τίτλος:
Θεόδωρου Βουδάσκα κ.α. ν. Παναγιώτη Μαδρίτη, Αριθμός Απαίτησης: 919/2024, 12/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                            Αριθμός Απαίτησης: 919/2024 (i-justice)

 

Μεταξύ:

1.    Θεόδωρου Βουδάσκα

2.    Τετυάνας και/ή Τατιάνας Βουδάσκα

                                                                                                        Εναγόντων

    και

 

          Παναγιώτη Μαδρίτη

Εναγόμενου

 

--------------------

Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ημερομηνίας 1.11.2024

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/2/2025

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες 1 και 2 - αιτητές: κ. Σωφρόνιος Σωφρονίου

Για εναγόμενο - καθ’ ου η αίτηση: κ. Χρ. Χριστοφόρου, για ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ

΄

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή τους με έντυπο απαίτησης μαζί με έκθεση απαίτησης, στις 24/9/2024. Με αυτή αξιώνουν εναντίον του εναγόμενου, πρώτο, δήλωση ότι οι ίδιοι είναι οι νόμιμοι και εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος το οποίο βρίσκεται στον Ύψωνα Λεμεσού (στο εξής «επίμαχο διαμέρισμα»), δεύτερο, δήλωση, με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας στο επίμαχο διαμέρισμα και ότι από το Μάη του 2024 κατέστη και συνεχίζει να είναι παράνομος επεμβασίας (TRESPASSER) και ότι εξακολουθεί να διατηρεί χωρίς κανένα νόμιμο δικαίωμα την κατοχή του επίμαχου ακινήτου και τρίτο, διάταγμα που να διατάσσει τον εναγόμενο και/ή οποιοδήποτε αντιπρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν, πρόσωπο κ.ο.κ., να εγκαταλείψει και να παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος στους ίδιους. Οι υπόλοιπες αξιώσεις των εναγόντων, που είναι χρηματικής φύσεως, για σκοπούς εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης δε μας ενδιαφέρουν, επομένως δεν υπάρχει λόγος ειδικής αναφοράς σ’ αυτές.

 

Ο εναγόμενος, στις 7/10/2024 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και στις 31/10/2024, υπεράσπιση.

 

Oι ενάγοντες, την επομένη, 1/11/2024 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εναγόμενου, για όλες τις αξιώσεις τους - σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της αγωγής του -, πλην όμως, στις 28/11/2024, ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους, με ρητή δήλωσή του περιόρισε το αίτημά τους για έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση μόνο με τις πρώτες τρεις αξιώσεις τους (ως ανωτέρω).

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο ενάγοντας με τη συγκατάθεση και τις οδηγίες της ενάγουσας - συζύγου του.

 

Ο εναγόμενος καταχώρησε ένσταση στην αίτηση η οποία αποτελείται από 6 λόγους και υποστηρίζεται από δική του ένορκη δήλωση.

 

Παρεμβάλλεται ότι τόσο η αγωγή όσο και η υπό κρίση αίτηση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των - νέων - Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ»).

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο των παραπάνω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Προτού υπεισέλθω στην ουσία της αίτησης, θα ήθελα να τοποθετηθώ επί της θέσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του εναγόμενου - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής του - ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, αυτοτελώς, επειδή υπάρχει παράλειψη συμμόρφωσης των εναγόντων με επιτακτικές πρόνοιες των ΚΠΔ.

 

Κατά τον κ. Χριστοφόρου, στην αίτηση, κατά παράβαση του Μέρους 23.4(2) των ΚΠΔ, δεν επισυνάπτεται προσχέδιο του αιτούμενου διατάγματος.

 

Μολονότι είναι γεγονός, ότι οι ενάγοντες δε συμμορφώθηκαν με την παραπάνω πρόνοια, εντούτοις, δε συμφωνώ με τον κ. Χριστοφόρου, ότι η επί του προκειμένου παράλειψή τους οδηγεί άνευ άλλου σε απόρριψη της αίτησης.

 

Σύμφωνα με το Μέρος 3.8 των ΚΠΔ με τίτλο «Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα»:

 

«(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

 

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο· και

 

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

 

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

 

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό· και

 

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»

 

Σύμφωνα με το Μέρος 1.2(1) των ΚΠΔ:

 

«Οι παρόντες κανονισμοί αποτελούν διαδικαστικό κώδικα, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η παροχή στο δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.»

 

Δε θεωρώ τόσο σοβαρή την υπό αναφορά παράλειψη των εναγόντων και πολύ περισσότερο, ότι θα είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να εκδώσω διάταγμα ακύρωσης - και ουσιαστικά απόρριψης - της αίτησης, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης της συγκεκριμένης παράλειψης, λαμβάνοντας υπόψη και τον πρωταρχικό σκοπό των ΚΠΔ. Εάν ήθελε αποδειχθεί ότι οι ενάγοντες δικαιούνται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με οποιαδήποτε από τις αξιώσεις τους, το καλώς νοούμενο συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την έκδοση τέτοιας απόφασης, αμέσως, δηλαδή χωρίς δίκη (Μέρος 24.1(1) των ΚΠΔ) και όχι με τη διατήρηση αχρείαστα της απαίτησης ή μέρους της και τη διεξαγωγή δίκης, κάτι που αν συμβεί, απλώς θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το πρόγραμμα του Δικαστηρίου και θα συμβάλει στη δημιουργία εντελώς αδικαιολόγητα εξόδων. Έπειτα είναι και το γεγονός, ότι ο εναγόμενος, ο οποίος, σ’ ολόκληρη τη διαδικασία της αγωγής - περιλαμβανομένης και της αίτησης - εκπροσωπείται ικανά από δικηγόρο, ούτε ισχυρίζεται μα ούτε και διαπιστώνω να έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη, εξαιτίας της εν λόγω παράλειψης. Και κάτι ακόμη. Όσο διασταλτικά και να ερμηνεύσω τους 6 λόγους ένστασης στην αίτηση, η παραπάνω θέση του εναγόμενου θεωρώ πως καλύπτεται από οποιοδήποτε από αυτούς τους λόγους.

 

Κατά τον κ. Χριστοφόρου και πάλιν, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και για τον επιπλέον λόγο, ότι οι ενάγοντες ούτε και με το Μέρος 24.4(2)(β) των ΚΠΔ έχουν συμμορφωθεί. Η συγκεκριμένη πρόνοια αφορά στην ουσία της αίτησης, στην οποία υπεισέρχομαι αμέσως.

 

Αναμφίβολα, η αίτηση διέπεται από το Μέρος 24 των ΚΠΔ, το οποίο - και χάριν εξοικείωσης - ακολουθεί αυτούσιο:

 

«24.1. Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

(1) To παρόν Μέρος παραθέτει τη διαδικασία με την οποία το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη.

 

(2) To δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου σε οποιοδήποτε είδος δικαστικής διαδικασίας.

 

24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

 

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

 

(α) κρίνει ότι:

 

(i)  ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή

 

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και

 

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

 

24.3. Διαδικασία

 

(1) Ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.

 

(2) Αν ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.

 

(3)  Όταν ορίζεται ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης.

 

24.4. Η Αίτηση

 

 

(1) Υπό την επιφύλαξη των προνοιών του παρόντος Μέρους, η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23.

 

(2) Η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή ή επιδίδεται με αυτή:

 

(α) προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής, ή/και

 

(β) αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος ή (ανάλογα με την περίπτωση) προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί.

 

(3) Εκτός αν η ίδια η αίτηση περιέχει το σύνολο τής μαρτυρίας (αν υπάρχει) στην οποία στηρίζεται ο αιτητής, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο αιτητής. Αυτό δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να καταχωρίσει πρόσθετη μαρτυρία, δυνάμει του κανονισμού 24.5(2).

 

24.5. Μαρτυρία για σκοπούς ακρόασης αίτησης για συνοπτική απόφαση

 

(1) Αν ο καθ’ ου η αίτηση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία στην ακρόαση, αυτός :

 

(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

 

(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στην αίτηση, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.

 

(2) Αν ο αιτητής επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία προς απάντηση, αυτός :

 

(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

 

(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής στον καθ’ ου η αίτηση, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.

 

(3) Όταν ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο χωρίς την έκδοση άλλων οδηγιών:

 

(α) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση:

 

(i)  καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

 

(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης·

 

(β) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση προς απάντηση γραπτής μαρτυρίας οποιουδήποτε άλλου διαδίκου :

 

(i)  καταχωρίζει τη γραπτή απαντητική μαρτυρία· και

 

(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης.

 

(4) Ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί:

 

(α) την καταχώριση γραπτής μαρτυρίας αν αυτή έχει ήδη καταχωριστεί· ή

 

(β) την επίδοση γραπτής μαρτυρίας σε διάδικο στον οποίο έχει ήδη επιδοθεί.

 

(5) Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας, η οποία καταχωρίζεται επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.

 

24.6. Διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο

 

(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο κατόπιν αίτησης, δυνάμει του Μέρους 24 περιλαμβάνουν:

 

(α) απόφαση επί της απαίτησης,

 

(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης,

 

(γ) απόρριψη της αίτησης,

 

(δ) διάταγμα υπό όρους.

 

(2) Διάταγμα υπό όρους είναι διάταγμα το οποίο απαιτεί από διάδικο:

 

(α) να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή

 

(β) να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση τού διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.

 

(3) Το δικαστήριο δύναται επίσης:

 

(α) να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης·

 

(β) να δώσει περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.

 

24.7. Παραμερισμός διατάγματος συνοπτικής απόφασης

 

(1) Αν εκδοθεί διάταγμα για συνοπτική απόφαση εναντίον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στην ακρόαση της αίτησης, ο καθ’ ου η αίτηση δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του διατάγματος.

 

(2) Κατά την ακρόαση αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ως κρίνει δίκαιο.»

 

Από την παραπάνω πρόνοια - για ό,τι μας ενδιαφέρει για σκοπούς εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης - προκύπτουν τα εξής:

 

Το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του εναγόμενου σε σχέση με όλες ή για μερικές από τις αξιώσεις του ενάγοντα, εάν κρίνει ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή την αγωγή και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.

 

Ο ενάγοντας, εκτός εάν έχει εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου, μέχρις ότου ο εναγόμενος καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, δεν μπορεί να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

 

Η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ και η αίτηση ή η υποστηρικτική της μαρτυρία, θα πρέπει, πρώτο, να προσδιορίζει περιεκτικά το νομικό σημείο/σημεία ή την πρόνοια/πρόνοιες στο έγγραφο/έγγραφα στα οποία στηρίζεται ο ενάγοντας ή/και, να αναφέρει ότι η αίτηση υποβάλλεται διότι ο ενάγοντας πιστεύει ότι με βάση τη μαρτυρία, ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και ότι δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η αίτηση πρέπει να εκδικαστεί. Η φράση «ή/και» έχει την έννοια ότι αρκεί να ικανοποιείται η μια από τις δυο αυτές απαιτήσεις. Δεύτερο, δεδομένου ότι η αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23, για σκοπούς στοιχειοθέτησής της απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας, επί της ουσίας της απαίτησης η οποία μπορεί να προκύπτει είτε από στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης είτε από το περιεχόμενο σχετικών ενόρκων δηλώσεων, οι οποίες θα πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση. Εκτός εάν το σύνολο της μαρτυρίας στην οποία στηρίζεται η αίτηση περιέχεται στην ίδια την αίτηση, αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο ενάγοντας, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμά του να καταχωρήσει πρόσθετη μαρτυρία.

 

Η βασική διαφορά που διέπει την αίτηση έκδοσης συνοπτικής απόφασης με βάση το Μέρος 24 των ΚΠΔ από την αίτηση η οποία εδράζεται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έγκειται στο γεγονός, ότι στην πρώτη περίπτωση, όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις καθίστανται δικαιοδοτικής φύσεως, υπό την έννοια ότι, το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, νοουμένου ότι όλες αυτές οι προϋποθέσεις αποδειχθεί ότι πληρούνται σωρευτικά.

 

Για να επιληφθεί το Δικαστήριο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης η οποία εδράζεται στη Δ.18, κατά πάγια νομολογία, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες τρεις, προκαταρκτικές - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋποθέσεις:

 

Πρώτο, το κλητήριο ένταλμα θα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, δυνάμει της Δ.2 Θ.6, δεύτερο, ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και τρίτο, αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου που να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται καθώς και να δηλώνει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, The Chain Gulf Traders Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 1168, Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 κ.ο.κ.).

 

Αν διαπιστωθεί ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, ενώ την ίδια ώρα, το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο (βλ. Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R. 265, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 κ.α.).

 

Πλέον, δηλαδή, για όσες αιτήσεις έχουν δικαιοδοτικό υπόβαθρο το Μέρος 24 των ΚΠΔ δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους, υπό την εξής έννοια: ο ενάγοντας οφείλει να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή στην αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, ο ενάγοντας δεν αρκεί να το δηλώνει απλώς αυτό, αλλά απαιτείται και να το αποδεικνύει. Και η απόδειξή του εξυπακούει παράθεση εκ μέρους του, ικανοποιητικών στοιχείων μαρτυρίας που να στοιχειοθετούν τόσο την απαίτησή του όσο και τη θέση του ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, κατόπιν πλήρους ακρόασης.

 

Εάν το πετύχει αυτό γίνεται αντιληπτό, ότι δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους στον εναγόμενο και υποχρέωσής του να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης, αλλά, απλώς, απόσεισης του αρχικού συμπεράσματος/διαπίστωσης του Δικαστηρίου, περί απόδειξης των παραπάνω.

 

Στην υπό  εξέταση περίπτωση αποτελεί γεγονός ότι η αίτηση υποβλήθηκε σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ και ότι η μαρτυρία προσδιορίζει περιεκτικά τόσο τα νομικά σημεία όσο και τις πρόνοιες στα έγγραφα στα οποία στηρίζονται οι ενάγοντες. Θα έλεγα πως, ούτε και υπάρχει περί αντιθέτου θέση από τον εναγόμενο, ο οποίος, ωστόσο, μέσω του δικηγόρου του προβάλλει τη θέση ότι οι ενάγοντες δε συμμορφώθηκαν με την «επιτακτική» πρόνοια του Μέρους 24.4(2)(β).

 

Δε συμφωνώ. Καταρχάς, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω), με έμφαση στη φράση «ή/και» η διαλαμβανόμενη στη συγκεκριμένη πρόνοια, αναφορά καθίσταται υποχρεωτική, μόνο σε περίπτωση που η αίτηση ή η μαρτυρία δεν προσδιορίζουν το νομικό σημείο ή την πρόνοια στα έγγραφα στα οποία στηρίζεται ο αιτητής. Όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ικανοποίησαν και αυτή την απαίτηση προκύπτει από τα εξής:

 

Όπως αναφέρεται στην αίτηση «Με βάση τα γεγονότα και τα έγγραφα (τεκμήρια) που επισυνάπτονται στο Έντυπο Απαίτησης, αλλά και με βάση τη γραπτή ενταύθα μαρτυρία, ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η Αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης των Εναγόντων/Αιτητών και ούτε προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης. Εξ’ αυτών οι Αιτητές/Ενάγοντες δεν γνωρίζουν άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση τους πρέπει να εκδικαστεί.»

 

Το γεγονός ότι στην παραπάνω αναφορά ελλείπει η φράση «διότι ο αιτητής πιστεύει» δε στοιχειοθετεί τη θέση του εναγόμενου ότι οι ενάγοντες δε συμμορφώθηκαν με τη συγκεκριμένη απαίτηση. Το σχετικό κενό συμπληρώνεται από τους ακόλουθους ισχυρισμούς του ενάγοντα οι οποίοι περιέχονται στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση: «Όπως μας συμβουλεύει ο δικηγόρος μας, τις συμβουλές του οποίου πιστεύω ως ορθές και αληθείς, αλλά και όπως προσωπικά πιστεύω, έχοντας υπόψιν μου τη καθυστέρηση καταχώρησης Υπεράσπισης, έκδηλα καταδεικνύεται πως ο Εναγόμενος πράγματι δεν έχει καμιά μεν Υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή και στις αξιώσεις μας αλλά και κανένα γεγονός που θα μπορούσε να θέσει σ’ αυτή που να δύναται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι ο Εναγόμενος, έστω και κατ’ ελάχιστο, θα είχε ή έχει καλή και ουσιαστική Υπεράσπιση που να του δίδει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.»

 

Η συμμόρφωση με τους ΚΠΔ πρώτα και πάνω απ’ όλα αποτελεί θέμα ουσίας και όχι τυπολατρικής προσήλωσης σε θέματα διατύπωσης και στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ ότι υπάρχει ουσιαστική συμμόρφωση των εναγόντων με τη συγκεκριμένη πρόνοια. Τυχόν περί αντιθέτου θέση, συν τοις άλλοις, θα ήταν και σε ευθεία σύγκρουση με τον πρωταρχικό σκοπό των εν λόγω κανονισμών.

 

Παρά τις διαφορές που διέπουν την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση τις πρόνοιες του Μέρους 24 των ΚΠΔ από την αντίστοιχη αίτηση η οποία διέπεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχω τη γνώμη, ότι οι ακόλουθες νομολογιακές αρχές ισχύουν και στις δυο περιπτώσεις.

 

Σύμφωνα με την Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ. 148:

 

«…είναι γνωστό ότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης ….. Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ …. »

 

Αναφορικά με το σκοπό της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τη Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818  είναι:

 

«…κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόση καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη,…»

 

Ό,τι απομένει προς εξέταση είναι η θέση των εναγόντων ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Θέση η οποία, ασφαλώς θα ιδωθεί υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και των τριών αξιώσεων των εναγόντων για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εναγόμενου.

 

Οι βασικές θέσεις των εναγόντων που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά τους και τις παραπάνω αξιώσεις τους εναντίον του εναγόμενου σύμφωνα με έκθεση απαίτησης της αγωγής των πρώτων είναι οι εξής:

 

Οι ίδιοι αγόρασαν το επίμαχο διαμέρισμα με πλειστηριασμό, στις 6/10/2023, οπότε και είχαν το δικαίωμα να το παραλάβουν άμεσα, όπως και έπραξαν. Αυτό, στις 10/7/2024 γράφτηκε στο όνομά τους, με μερίδιο ½ έκαστος. Κατά ή περί το Μάη του 2024 και ενώ ανέμεναν τους τίτλους ιδιοκτησίας του για να λάβουν αδιαμφισβήτητη κατοχή και χρήση του αντιλήφθηκαν ότι αλλάχθηκε η εξώθυρά του και συγχρόνως διαπίστωσαν ότι κάποιος, χωρίς την άδειά τους εισήλθε και διέμενε σ’ αυτό παράνομα. Από έρευνα και πληροφορία που έλαβαν από την Α.Η.Κ. και το Σ.Υ.Λ. φαίνεται ότι την ίδια περίοδο, ο εναγόμενος, κατ’ άγνωστο τρόπο για τους ίδιους, κατόρθωσε παράνομα και αντικανονικά να γράψει τους λογαριασμούς ρεύματος και νερού στο όνομά του, πιστεύοντας ίσως κατ’ αυτό τον τρόπο ότι θα μετέτρεπε την παράνομη επέμβασή του στο επίμαχο διαμέρισμα σε νόμιμη κατοχή και χρήση του και ότι θα αποκτούσε δικαιώματα επ’ αυτού, είτε οίκησης είτε άλλως πως. Ο εναγόμενος παραδέχθηκε την επέμβαση και ανάφερε ότι πράγματι διαμένει στο επίμαχο διαμέρισμα με την άδεια του γιου του, φερόμενου ως και/ή πρώην ιδιοκτήτη του, ενώ ήδη γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό πωλήθηκε από τους ενυπόθηκους πιστωτές του γιου του και/ή της εταιρείας του και ότι η πώληση κατακυρώθηκε στους ενάγοντες, οι οποίοι από τον Οκτώβρη του 2013 κατέστησαν οι νόμιμοι, μόνοι και αποκλειστικοί ιδιοκτήτες του.

 

Κατάγγειλαν την ως άνω παράνομη και ετσιθελική ενέργειά του στην Αστυνομία και ανάμεναν την εγγραφή του επίμαχου διαμερίσματος στο όνομά τους για να λάβουν και ουσιαστική κατοχή του, αλλά και για να ενεργήσουν και προχωρήσουν σε περαιτέρω νομικά διαβήματα κατά του εναγόμενου για την απομάκρυνσή του από αυτό και την απόδοσή του, ελεύθερη κάθε ξένης επέμβασης. Η εγγραφή του στο όνομά τους έγινε στις 10/7/2024 και η έκδοση του τίτλου ιδιοκτησίας, στις 23/7/2024.

 

Παρά τις συνεχείς και επανειλημμένες οχλήσεις τους, συνεχίζει να εισέρχεται, κατέχει, διαμένει και χρησιμοποιεί το επίμαχο διαμέρισμα, παράνομα, ως παράνομος επεμβασίας. Κατά ή περί τις 16/9/2024 τού απέστειλαν  επιστολή, ήτοι, το δυνάμει των ΚΠΔ προδικαστηριακό πρωτόκολλο στο οποίο απάντησε μέσω του δικηγόρου του, στις 23/9/2024, αρνούμενος να συμμορφωθεί.

 

Πλείστες από τις παραπάνω θέσεις των εναγόντων στοιχειοθετούνται από το περιεχόμενο αριθμού εγγράφων τα οποία επισυνάπτονται στην έκθεση απαίτησης, ανάμεσά τους και το πιστοποιητικό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας από το οποίο προκύπτει ότι το επίμαχο διαμέρισμα, πράγματι, στις 10/7/2024 γράφτηκε εξ ημισείας επ’ ονόματί τους.

 

Ο εναγόμενος, μια μέρα προτού οι ενάγοντες καταχωρήσουν την υπό κρίση  αίτηση καταχώρησε υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή. Οι βασικές θέσεις του σύμφωνα με αυτή είναι οι εξής:

 

Οι ενάγοντες, ουδέποτε απόκτησαν καλό τίτλο του επίμαχου διαμερίσματος και ήταν κακή τη πίστει αγοραστές, οι οποίοι εσκεμμένα και δολίως απέκρυψαν τα αληθή και πραγματικά γεγονότα τα οποία γνώριζαν τόσο πριν όσο και μετά τη διαδικασία πλειστηριασμού. Ο γιος του αγόρασε το επίμαχο διαμέρισμα, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 14/12/2011 την οποία κατάθεσε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Στις 10/4/2023 καταχώρησε στο Ε.Δ. Λεμεσού, την αγωγή 677/23 στο πλαίσιο της οποίας ζητά - μεταξύ άλλων - αναγνωστική απόφαση ότι η εν λόγω συμφωνία ήταν έγκυρη και δεσμευτική, διάταγμα που να διατάσσει την ειδική εκτέλεσή της και διάταγμα που να διατάσσει τη μεταβίβαση του επίμαχου διαμερίσματος επ’ ονόματί του. Κατά την αγορά του κατέβαλε πλήρως το συμφωνημένο τίμημα πώλησης στην πωλήτρια εταιρεία και έλαβε κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος στο οποίο διέμενε με την οικογένειά του, περιλαμβανομένου και του ίδιου, οι οποίοι διαμένουν σ’ αυτό μέχρι σήμερα. Ο γιος του, την 1/8/2024 καταχώρησε αίτηση τροποποίησης του τίτλου της παραπάνω αγωγής, δια της προσθήκης σ’ αυτήν των εναγόντων στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής και τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης, επικαλούμενος ότι η διαδικασία πώλησης του επίμαχου διαμερίσματος στους ενάγοντες ήταν εξ υπαρχής άκυρη και/ή ακυρώσιμη, μη δυνάμενη να επιφέρει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα.

 

Αρνείται ότι οι ενάγοντες έλαβαν με οποιοδήποτε τρόπο μέχρι σήμερα κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος και ισχυρίζεται ότι αυτό από την αγορά του από το γιο του, στις 14/12/2011 κατέχεται και κατοικείται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα από αυτόν και την οικογένειά του, του ιδίου περιλαμβανομένου. Σε καμιά περίπτωση υπήρξε και/ή είναι παράνομος επεμβασίας. Αναφορικά με τους λογαριασμούς του ρεύματος και του νερού ισχυρίζεται ότι ήταν εγγεγραμμένοι επ’ όνόματί του από την ημερομηνία αγοράς του επίμαχου διαμερίσματος το 2011 και όχι κατά το χρόνο που επικαλούνται αναληθώς οι ενάγοντες.

 

Όπως και οι ενάγοντες έτσι και ο εναγόμενος, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της υπεράσπισής του επισυνάπτει σ’ αυτήν αριθμό εγγράφων, ανάμεσά τους και η γραπτή συμφωνία αγοράς του επίμαχου διαμερίσματος από το γιο του και το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα τής αγωγής 677/2023 (ανωτέρω).

 

Πλείστες από τις παραπάνω θέσεις των εναγόντων σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησής τους επαναλαμβάνονται και στην υποστηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωση του ενάγοντα.

 

Με αυτή, ο ενάγοντας, αφού επιβεβαιώνει ως ορθό και αληθές το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:

 

Όταν στις 19/7/2024 τους στάλθηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας του επίμαχου διαμερίσματος και μετέβηκαν στην πολυκατοικία όπου αυτό βρίσκεται για να το παραλάβουν και εισέλθουν σ’ αυτό διαπίστωσαν ότι κάποιος επενέβηκε και άλλαξε τη θύρα της εισόδου του, τοποθετώντας νέα μεταλλική. Ο δράστης ήταν ο εναγόμενος και σε σχετική επικοινωνία που είχε μαζί του, του ανάφερε ότι το επίμαχο διαμέρισμα ήταν δικό τους, αλλά αυτός, αντίθετα υποστήριξε ότι ήταν δικό του, δηλαδή ήταν η κατοικία του, ενώ το σπίτι στο οποίο διαμένει οικογενειακώς - στο οποίο διαμένει και ο γιος - του βρίσκεται στα Πολεμίδια (αναφέρεται η διεύθυνση). Ξαναπροσπάθησε να τον πείσει να μην κατακρατεί το διαμέρισμά του και να παραδώσει τα κλειδιά του,  αλλά αυτός, του ανάφερε ότι έγγραψε το νερό και το ρεύμα στο όνομά του.

 

Ως οι συμβουλές των δικηγόρων τους, τα πιο πάνω γεγονότα και οι εκ των υστέρων κατασκευασμένες προσπάθειες για δημιουργία de facto καταστάσεων σε βάρος των νόμιμων συμφερόντων τους, ουδεμία νομιμότητα μπορούν να φέρουν, δεν αποδίδουν στον ενάγοντα οποιοδήποτε δικαίωμα, είναι άκυρα, καθ’ ον χρόνο έγιναν από τον εναγόμενο, που δεν είχε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα επί του ακινήτου τους ή αυτά έγιναν από πρόσωπο που παράνομα παρέστησε εαυτόν, ως το νόμιμο δικαιούχο του ακινήτου.

 

Ανεξάρτητα όμως με τις πιο πάνω νομικές θέσεις, όπως περαιτέρω τους έχει εξηγήσει ο δικηγόρος τους, ο εναγόμενος, ποτέ και από πουθενά δεν άντλησε ή έχει οποιοδήποτε δικαίωμα, όχι μόνο ιδιοκτησίας ή κατοχής και χρήσης του επίμαχου διαμερίσματος, αλλά ούτε καν σχέση. Απλά επενέβη στο όλο θέμα, ως «αλεξιπτωτιστής» διότι με αυτό τον τρόπο και τις παράνομες ενέργειές του, ως πιστεύει θα προσδώσει σ’ αυτές νομιμότητα.

 

Με βάση όλα τα γεγονότα που περιέγραψε πιστεύει ότι στην προκειμένη  περίπτωση, ικανοποιούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτυχία της αίτησης. Από την άλλη, ο εναγόμενος, μη έχων οποιαδήποτε υπεράσπιση και ούτε καν προσωπική σχέση με το διαμέρισμά τους δε δύναται καθόλου να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει επαρκή και συζητήσιμη υπεράσπιση και να δείξει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο θα ήταν ορθό και δίκαιο να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης στην αγωγή τους. Τα γεγονότα που περιγράφονται στην ένορκη δήλωσή του αποδεικνύουν ότι  η απαίτησή τους είναι τόσο καθαρή, που να μη χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα δείχνουν ότι δεν μπορεί να προβληθεί καλόπιστα υπεράσπιση, αλλά, απλώς ο εναγόμενος, πιθανώς να το πράξει για σκοπούς καθυστέρησης και μόνο της υπόθεσης. 

 

Ο εναγόμενος, με την ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένστασή του στην αίτηση, επαναλαμβάνει όλες τις βασικές θέσεις και ισχυρισμούς του που προβάλλει και με την υπεράσπισή του.     Ενόρκως, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:

 

Ο ίδιος και γιος του, ουδέποτε εγκατέλειψαν το επίμαχο διαμέρισμα στο οποίο διαμένουν από την ημερομηνία αγοράς του, στις 14/11/2011 μέχρι σήμερα, όπου έχει εγγράψει το λογαριασμό ρεύματος επ’ ονόματί του, ο οποίος εξακολουθεί να είναι γραμμένος επ’ ονόματί του μέχρι σήμερα. Προς διάψευση των ισχυρισμών των εναγόντων ότι έγραψε παράνομα το λογαριασμό του ρεύματος και του νερού στο όνομά του το Μάη του 2024 καταθέτει κατάσταση λογαριασμού της ΑΗΚ από το 2011 μέχρι σήμερα. Αρνείται ότι ο ίδιος και γιος του διαμένουν στα Πολεμίδια. Η διεύθυνση που αναφέρει ο ενάγοντας είναι η διεύθυνση της πεθεράς του γιου του που είχε δηλώσει ως διεύθυνση επικοινωνίας, πλην όμως δε διαμένει στην εν λόγω διεύθυνση, αλλά στο επίμαχο διαμέρισμα.

 

Σε καμιά περίπτωση παραδέχθηκε ότι εισήλθε παράνομα στο επίμαχο διαμέρισμα, του οποίου, μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης είναι ο γιος του και η νομιμότητα ή όχι της αγοράς του και της εγγραφής του επ’ ονόματι των εναγόντων θα κριθούν στο πλαίσιο της αγωγής 677/2023 (ανωτέρω).

 

Η υπεράσπισή του έχει πραγματική προοπτική  επιτυχίας και τα θέματα τα οποία εγείρονται θα πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη.

 

Όπως αναφέρεται εντελώς στην αρχή της απόφασής μου, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αίτηση αξιώνουν εναντίον του εναγόμενου, πρώτο, δήλωση ότι οι ίδιοι είναι οι νόμιμοι και εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίμαχου διαμερίσματος, δεύτερο, δήλωση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας σ’ αυτό και ότι από το Μάη του 2024 κατέστη και συνεχίζει να είναι παράνομος επεμβασίας (TRESPASSER) και ότι εξακολουθεί να διατηρεί χωρίς κανένα νόμιμο δικαίωμα την κατοχή του ακινήτου και τρίτο, διάταγμα που να διατάσσει τον εναγόμενο και/ή οποιοδήποτε αντιπρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν, πρόσωπο κ.ο.κ., να εγκαταλείψει και να παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος στους ίδιους.

 

Παρατηρώ τα εξής:

 

Καταρχάς, το γεγονός ότι το επίμαχο διαμέρισμα από τις 10/7/2024 είναι εγγεγραμμένο, δυνάμει τίτλου ιδιοκτησίας, επ’ ονόματι των εναγόντων δε δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο, νόμιμης ιδιοκτησίας του από αυτούς. Όπως επισημαίνεται στη Χρυσοστόμου ν. Φράγκου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 622 με αναφορά στις υποθέσεις Thomas Antoni Theodorou ν. Christos Theori Haji Antoni (1961) C.L.R. 203 και Myrofora Nicou Socratous ν. Nicolas Michael Mezou (1975) 1 C.L.R. 62, ο τίτλος ιδιοκτησίας συνιστά εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ιδιοκτησίας κτήματος. Η ισχύς του υποχωρεί μόνο εφόσον καταδειχθεί λάθος στην εγγραφή του ή αποδειχθεί ότι τρίτο πρόσωπο απόκτησε την ιδιοκτησία του κτήματος, ως αποτέλεσμα εχθρικής κατοχής του.

 

Οι παραπάνω αρχές επαναλαμβάνονται και στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Σουρκούνη κ.ά. ν. Βαρβέλη, Πολ. Έφ. Αρ. 234/2015, ημερ. 30/4/2024 στην οποία προστίθεται ότι με την κατάθεση του τίτλου, το μαρτυρικό βάρος απόδειξης, ότι η εγγραφή ήταν αποτέλεσμα λάθους ή ότι για οποιοδήποτε λόγο δε θα έπρεπε να ισχύσει, μετατίθεται στην πλευρά που επικαλείται τη λάθος εγγραφή ή ότι για οποιοδήποτε λόγο αυτή δεν πρέπει να ισχύσει.

 

Όσα ακολουθούν κατά τη γνώμη μου αποδεικνύουν ότι η απαίτηση των εναγόντων σε σχέση και με τις τρεις αξιώσεις τους για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εναγόμενου δεν καθιστούν τόσο καθαρές ή ξεκάθαρες τις εν λόγω αξιώσεις τους ώστε να μη χρειάζεται διεξαγωγή κανονικής δίκης.

 

Δικογραφικά οι ενάγοντες ισχυρίζονται πως, όταν στις 6/10/2023 αγόρασαν το επίμαχο διαμέρισμα με πλειστηριασμό είχαν το δικαίωμα να το παραλάβουν άμεσα, γεγονός το οποίο και έπραξαν. Επειδή όμως αυτό έχριζε επιδιορθώσεων και αλλαγών, στις οποίες επιθυμούσαν να προβούν εντός Μαΐου του 2024 δεν προέβησαν στην άμεση επιδιόρθωσή του. Κατά ή περί το Μάη του 2024 και ενώ ανάμεναν τους τίτλους ιδιοκτησίας του επίμαχου διαμερίσματος για να λάβουν αδιαμφισβήτητη κατοχή και χρήση του αντιλήφθηκαν την αλλαγή της ξύλινης εξώθυράς του με μεταλλική και ότι ο εναγόμενος εισήλθε και διέμενε σ’ αυτό παράνομα, ως παράνομος επεμβασίας. Από πληροφορία που έλαβαν από την Α.Η.Κ., ο εναγόμενος, την ίδια περίοδο κατόρθωσε παράνομα και αντικανονικά να γράψει τους λογαριασμούς ρεύματος και νερού στο όνομά του, πιστεύοντας ίσως με αυτό τον τρόπο ότι θα μετέτρεπε την παράνομη επέμβασή του στο επίμαχο διαμέρισμα σε νόμιμη κατοχή και χρήση του και ότι θα αποκτούσε δικαιώματα επ’ αυτού.

 

Και ενώ, τόσο με την αγωγή τους όσο και με την υπό κρίση αίτηση, οι ενάγοντες ζητούν δήλωση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας στο επίμαχο διαμέρισμα από το Μάη του 2024 μέχρι σήμερα, χωρίς κανένα νόμιμο δικαίωμα κατοχής του και με την έκθεση απαίτησης ισχυρίζονται ότι διαπίστωσαν την αλλαγή της ξύλινης εξώθυράς του με μεταλλική, κατά ή περί το Μάη του 2024, ο ενάγοντας, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση ισχυρίζεται ότι μετέβηκαν στην πολυκατοικία για να παραλάβουν και εισέλθουν στο επίμαχο διαμέρισμα, στις 19/7/2024 που τους στάλθηκε από το Κτηματολόγιο ο τίτλος ιδιοκτησίας του και τότε ήταν που διαπίστωσαν ότι κάποιος επενέβη και άλλαξε τη θύρα της εισόδου του, τοποθετώντας νέα, μεταλλική.

 

Πιστεύω ότι νομιμοποιούμαι να προβώ στην αντιπαραβολή των δικογραφημένων θέσεων των εναγόντων με την ένορκη μαρτυρία τους και στην ανάδειξη της παραπάνω αντίφασης, ως ενός στοιχείου που προσμετρά στη διαμόρφωση της κρίσης μου, ότι γενικά η απαίτηση των εναγόντων, καθώς οι αξιώσεις τους εναντίον του εναγόμενου δεν είναι τόσο καθαρές ώστε να δικαιούνται να πάρουν απόφαση από τώρα και χωρίς δίκη. Και ο λόγος που πιστεύω ότι νομιμοποιούμαι να το κάνω αφορά στο γεγονός, ότι ο ενάγοντας, στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσής του αναφέρει ότι διάβασε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης της αγωγής και το επιβεβαιώνει ως ορθό και αληθές.

 

Για να συνεχίσω, ενώ σύμφωνα και πάλιν με την υποστηρικτική της αίτησης, μαρτυρία αποτελεί θέση των εναγόντων ότι ο εναγόμενος, ποτέ και από πουθενά δεν άντλησε ή έχει οποιοδήποτε δικαίωμα, όχι μόνο ιδιοκτησίας ή κατοχής και χρήσης του επίμαχου διαμερίσματος, αλλά ούτε καν σχέση και ότι απλά επενέβη στο όλο θέμα ως «αλεξιπτωτιστής» διότι με αυτό τον τρόπο και τις παράνομες ενέργειές του, ως πιστεύει θα προσδώσει σ’ αυτές νομιμότητα, υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο μαρτυρίας το οποίο έχει θέσει ενώπιόν μου ο εναγόμενος, που εκ πρώτης όψεως πάντοτε, παρέχει έρεισμα στη θέση του, ότι διαμένει στο επίμαχο διαμέρισμα από το 2011 - που το είχε αγοράσει ο γιος του - μέχρι και σήμερα.

 

Ο εναγόμενος για σκοπούς αντίκρουσης των παραπάνω ισχυρισμών των εναγόντων και απόδειξης και στοιχειοθέτησης του ισχυρισμού του ότι διαμένει στο επίμαχο διαμέρισμα όλη αυτή την περίοδο, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένστασή του στην αίτηση επισυνάπτει ως τεκμ. 1,  κατάσταση λογαριασμού της Α.Η.Κ. για το επίμαχο διαμέρισμα από την οποία προκύπτουν τα εξής: ο λογαριασμός - που είναι αναλυτικός - αποτελείται από 8 σελίδες και καλύπτει την περίοδο 20/7/2009 μέχρι και 5/12/2024. Από τη σελίδα που καλύπτει - και - το 2011 και σε όλες τις άλλες που αφορούν την μετέπειτα περίοδο μέχρι τις 5/12/2024, το όνομα του εναγόμενου αναφέρεται ως το όνομα του πελάτη και από το περιεχόμενο του λογαριασμού φαίνεται να υπήρχε κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος για όλες τις περιόδους που αναφέρονται στην κατάσταση έναντι συγκριμένου ποσού - υπό μορφή χρέωσης - για κάθε τέτοια περίοδο.

 

Από τα παραπάνω σε συνδυασμό και με το γεγονός, ότι ο εναγόμενος με διάφορα στοιχεία μαρτυρίας που έχει θέσει ενώπιόν μου - μέρος των οποίων αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών - αμφισβητεί ότι οι ενάγοντες απόκτησαν νόμιμα τίτλο ιδιοκτησίας του επίμαχου διαμερίσματος και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή συμπερασμάτων επί αντικρουόμενων ισχυρισμών αναφορικά με το πραγματικό και το νομικό καθεστώς της υπόθεσης και τέλος, χωρίς να παραγνωρίζω και την αλληλεξάρτηση των τριών αξιώσεων των εναγόντων για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, υπό την έννοια ότι, η αξίωσή τους για δήλωση ότι ο εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας στο επίδικο διαμέρισμα από το Μάη του 2024 προαπαιτεί αποδοχή της πρώτης αξίωσής τους για δήλωση ότι το επίμαχο διαμέρισμα γράφτηκε νόμιμα επ’ ονόματί τους, ενώ η αξίωσή τους για διάταγμα έξωσης του εναγόμενου από αυτό, προαπαιτεί  αποδοχή της αξίωσής του για δήλωση ότι διαμένει σ’ αυτό παράνομα από το Μάη του 2024, κρίνω ότι, το ορθό και πρέπον είναι η αγωγή σε σχέση με όλες τις αξιώσεις τους να αποφασιστεί στο πλαίσιο κανονικής δίκης.

 

Σε σχέση και με τις τρεις αξιώσεις τους για τις οποίες ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα στη νομική πτυχή που τις διέπει, δεδομένων των εκατέρωθεν εκδοχών, υπό το φως - μεταξύ άλλων - και των προαναφερθεισών νομολογιακών αρχών (βλ. τις Χρυσοστόμου, Theodorou, Socratous και Σουρκούνη, ανωτέρω) καθώς και των εξής: Έχει νομολογηθεί επίσης (βλ. Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100 και Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122) ότι σε αγωγή για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία κατά το άρθρο 43 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, γενικά, δικαίωμα τρίτου στην ιδιοκτησία ή κατοχή της γης δεν αποτελεί υπεράσπιση εκτός όπου ο εναγόμενος έχει ενεργήσει με την εξουσιοδότηση του ιδιοκτήτη ή άλλου που δικαιούται να δώσει τέτοια εξουσιοδότηση. Να πω απλώς, ότι στην υπό εξέταση περίπτωση αποτελεί θεμελιακή θέση του εναγόμενου - η οποία δεν αποκλείεται να ευσταθεί - ότι διαμένει στο επίμαχο διαμέρισμα μαζί με το γιο του, ουσιαστικά, κατ’ εξουσιοδότησή του.

 

Ότι, ούτε ενδείκνυται μα ούτε και είναι τόσο απλό να αποφανθώ στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επίμαχου διαμερίσματος καταφαίνεται και από την ερμηνεία του όρου «κύριος» σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, Κεφ. 224 (ανωτέρω). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο «"κύριος" σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ο κύριος οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας είτε αυτό είναι εγγεγραμμένο με τον τρόπο αυτό ή όχι·» Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίμαχου διαμερίσματος, το οποίο ωστόσο, προηγουμένως, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 14/12/2011 είχε αγοράσει ο γιος του εναγόμενου, ο οποίος κατάθεσε τη συμφωνία αυτή στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και με την αγωγή του με αριθμό 677/2023 ζητά - μεταξύ άλλων - πρώτο, αναγνωριστική απόφαση, ότι η εν λόγω συμφωνία είναι έγκυρη και δεσμευτική, δεύτερο, διάταγμα που να διατάσσει την ειδική εκτέλεσή της και τρίτο, διάταγμα που να διατάσσει τη μεταβίβαση και εγγραφή του επίμαχου διαμερίσματος επ’ ονόματί του.

 

Για να καταλήξω, με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει το θέμα, δεν μπορώ να πω ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της εναντίον του απαίτησης. Την ίδια ώρα, εκείνο που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι ότι υπάρχουν αρκετοί επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους η υπόθεση θα πρέπει να κριθεί και αποφασιστεί σε κανονική δίκη και όχι χωρίς δίκη.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Ο εναγόμενος έχει ήδη καταχωρήσει την υπεράσπισή του, επομένως δεν τίθεται θέμα παροχής οδηγιών για το σκοπό αυτό. Αναφορικά με την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, να ακολουθηθούν οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης παρατηρώ τα εξής:

 

Η αίτηση καταχωρίστηκε και εκδικάστηκε με βάση τις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Για το παρόν Δικαστήριο είναι η πρώτη και από την προηγηθείσα ανάλυση των σχετικών προνοιών των εν λόγω κανονισμών που τη διέπουν είναι φανερό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές από την αντίστοιχη αίτηση η οποία εδράζεται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Εξ όσων γνωρίζω μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σχετική εφετειακή απόφαση και αυτό είναι εμφανές και από το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων, οι οποίοι, με αυτές, αναφορικά με τη νομική πτυχή με παρέπεμψαν - κατ’ αναλογία - σε νομολογία η οποία αφορά αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης η οποία εδράζεται στη Δ.18. Με όλα αυτά δεδομένα και παρά το γεγονός, ότι ο εναγόμενος είναι ο επιτυχών διάδικος στην αίτηση φρονώ ότι, υπό τις περιστάσεις, η πλέον δίκαιη και ορθή διαταγή ως προς τα έξοδα - την οποία εκδίδω - είναι κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της.

 

 

`

                                                                          (Υπ.) ...…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

/ΚΚ-TA

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο