
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Έφεσης/Αίτησης: 50/2025 (i-justice)
Επί τοις αφορώσι τον Περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμο 9/65, Μέρος VI, Άρθρα 37 - 44 και Μέρος VIA, άρθρα 44Α έως 44ΙΖ, τον Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο Κεφ. 224, ως και τις τροποποιήσεις τους.
Μεταξύ:
ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Ο “ΜΑΣΤΡΟΣ” ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσειόντων
- και -
THEMIS PORTFOLIO (H3) MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
Εφεσίβλητων
--------------------------------
Ημερομηνία: 17/3/2025
Εμφανίσεις:
Για εφεσείοντες: ΧΡΙΣΤΟΣ Σ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ
Για εφεσίβλητους: ΧΡΥΣΑΦΙΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΒΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Προς εξασφάλιση πιστωτικών διευκολύνσεων που είχαν παραχωρηθεί στους εφεσείοντες, δυο πρόσωπα, με την υποθήκη [ ] (στο εξής «επίδικη υποθήκη») υποθήκευσαν το μερίδιό τους επί συγκεκριμένου ακινήτου τους στο Κολόσσι (στο εξής «επίδικο ακίνητο»). Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι υποκατέστησαν τους πιστωτές στα δικαιώματά τους που απορρέουν από τις εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις, τροχοδρομώντας τις σχετικές διαδικασίες πώλησης του επίδικου ακινήτου, δυνάμει του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 μέχρι 2022 (στο εξής «Νόμος») - το οποίο διαλαμβάνει για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή - στις 4/7/2024 εξέδωσαν την προβλεπόμενη στο άρθρο 44Γ(1) του Νόμου, έγγραφη ειδοποίηση κατά τον Τύπο «Ι» του Δεύτερου Παραρτήματος, συνοδευόμενη από κατάσταση λογαριασμού, την οποία επέδωσαν στους εφεσείοντες με ιδιωτική επίδοση, στις 22/8/2024. Επειδή οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις της εν λόγω ειδοποίησης, οι εφεσίβλητοι, στις 23/12/2024 εξέδωσαν την προβλεπόμενη στο άρθρο 44Γ(2) του Νόμου, δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση, κατά τον Τύπο «ΙΑ», του ίδιου Παραρτήματος (στο εξής «επίμαχη ειδοποίηση») την οποία επέδωσαν στους εφεσείοντες και πάλιν με ιδιωτική επίδοση, στις 24/1/2025. Με αυτή, τους ειδοποιούν ότι το ενυπόθηκο και εξασφαλιζόμενο με την επίδικη υποθήκη - προς όφελός τους - χρέος, έχει καταστεί πληρωτέο από τις 12/10/2012 και 6/9/2013 και γι’ αυτό προτίθενται να προχωρήσουν σε πώληση του επίδικου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού, όπως προβλέπεται στο Μέρος VIA του Νόμου, στις 26/3/2025 και ώρα 10:00 π.μ.
Οι εφεσείοντες, στις 18/2/2025 καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση, με την οποία ζητούν: πρώτο, διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού της επίμαχης ειδοποίησης, λόγω μη δέουσας επίδοσης και τρίτο, διάταγμα που να ακυρώνει το σκοπούμενο με την επίμαχη ειδοποίηση πλειστηριασμό του επίμαχου ακινήτου. Η δεύτερη αιτούμενη θεραπεία δε θα με απασχολήσει καθόλου, καθότι έχει εγκαταλειφθεί.
Η έφεση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η διευθύντρια των εφεσειόντων, Μυριάνθη Χριστοδούλου.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην έφεση. Αποτελείται από 14 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο υπάλληλός τους, Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού.
Η ακρόαση της έφεσης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Με τον 3ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων είναι καταχρηστική και κακόπιστη, καθότι, ταυτόχρονα με την παρούσα έφεση έχουν καταχωρηθεί από το ίδιο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους εφεσείοντες, ακριβώς οι ίδιες/ταυτόσημες εφέσεις με αριθμό 48/25, 49/25 και 51/25, με τις οποίες επιζητείται η έκδοση, ακριβώς των ίδιων θεραπειών σε σχέση με το ίδιο ενυπόθηκο ακίνητο και την ίδια ακριβώς υποθήκη και η πολλαπλότητα διαδικασιών, οι οποίες διεκδικούν παράλληλα κατά την ημερομηνία καταχώρησής τους τις ίδιες θεραπείες δημιουργούν κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.
Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Loukos Trading Co. Ltd v. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο. Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014:
«΄Εχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής διαδικασίας. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, ΄Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Re Beogradska D.D., Πολιτική ΄Εφεση 9495/6.9.1996 και Βασιλείου ν. Μακρίδη, Ποινική ΄Εφεση 6804/24.2.2000).
Στην Περρέλλα, πιο πάνω, σελ. 222, υποδείχθηκε ότι "η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας, που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυση του".»
Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Leonid – Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 937:
«…το Δικαστήριο έχει σύμφυτη (inherent) εξουσία να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία και να ενεργεί ώστε να εμποδίζει και τερματίζει την όποια κατάχρησή της. Η εξουσία αυτή είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας και του κύρους, τόσο της δικαστικής διαδικασίας, όσο και του κράτους δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, το τι συνιστά κατάχρηση διαδικασίας είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το κατά πόσο τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης συνθέτουν συμπεριφορά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως καταχρηστική ώστε να περιβάλλεται με εξουσία, αλλά και καθήκον να παρέμβει.»
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, σ’ όλες τις παραπάνω αρχές παρατηρώ τα εξής:
Το γεγονός ότι την ίδια μέρα που καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, σε σχέση με το επίδικο ακίνητο και την επίδικη υποθήκη καταχωρήθηκαν από το ίδιο δικηγορικό γραφείο, άλλες τρεις, πανομοιότυπες εφέσεις, προς όλα τα στοιχεία τους, δηλαδή και ως προς τις αιτούμενες θεραπείες και ως προς τους λόγους έφεσης και την υποστηρικτική μαρτυρία, δεν μπορώ να δεχθώ ότι καθιστά τη συμπεριφορά των εφεσειόντων στην παρούσα έφεση, είτε καταχρηστική είτε κακόπιστη. Αυτό θα ίσχυε, για παράδειγμα, σε περίπτωση που οι εφεσείοντες, ενώ είχαν περισσότερες αξιώσεις εναντίον των εφεσίβλητων αντί να καταχωρήσουν μια έφεση και να περιλάβουν σ’ αυτή, όλες τις αξιώσεις τους καταχωρούσαν εναντίον των εφεσίβλητων αριθμό εφέσεων όσες και οι αξιώσεις τους. Το ίδιο θα ίσχυε και σε περίπτωση που ενώ είχαν την ίδια αξίωση ή αξιώσεις εναντίον περισσοτέρων προσώπων αντί να περιλάβουν όλα τα πρόσωπα στην ίδια έφεση καταχωρούσαν αριθμό εφέσεων, ανάλογο με τα πρόσωπα εναντίον των οποίων θα στρέφονταν οι αξιώσεις τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες, ως είχαν κάθε δικαίωμα επέλεξαν να καταχωρήσουν από μόνοι τους τη δική τους έφεση και ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι από πού εκπηγάζει η υποχρέωσή τους να αναζητούσαν τη συνέργεια και συνεργασία των τριών άλλων προσώπων που καταχώρησαν τις άλλες τρεις εφέσεις, έστω κι αν ισχύουν όσα αναφέρονται για αυτές με τον υπό εξέταση λόγο ένστασης.
Κατανοώ και αναγνωρίζω το βάσιμο της ανησυχίας των εφεσίβλητων, ότι, ως αποτέλεσμα της εκδίκασης των 4 εφέσεων με ίδιο ακριβώς αντικείμενο από διαφορετικά Δικαστήρια, ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεών. Όμως, ούτε και αυτό καθιστά την αίτηση καταχρηστική μα ούτε και τεκμηριώνει τη θέση των εφεσίβλητων ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων είναι είτε καταχρηστική είτε κακόπιστη.
Όλα όσα επικαλούνται οι εφεσίβλητοι για σκοπούς στοιχειοθέτησης της περί αντιθέτου θέσης τους αποτελούν στέρεο και ικανοποιητικό υπόβαθρο, το οποίο τους παρείχε τη δικονομική δυνατότητα να επιδιώξουν τη συνένωση και συνεκδίκαση των 4 εφέσεων - αντί να ζητούν την απόρριψη της έφεσης, ως καταχρηστικής - κάτι που δεν έκαναν και που δυστυχώς, εξ αντικειμένου, πλέον, ούτε και μπορούν να κάνουν - ή να γίνει -, λόγω του ελάχιστου χρόνου που απομένει μέχρι και την ημερομηνία που έχει οριστεί για πώληση του επίδικου ακινήτου με πλειστηριασμό.
Υπεισέρχομαι στην ουσία της έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι οι εφεσίβλητοι απέστειλαν την επίμαχη ειδοποίηση η οποία επιδόθηκε στους εφεσείοντες με ιδιωτική επίδοση, στις 24/1/2025, πριν αποκρυσταλλωθεί το ανέφικτο της επίδοσής της με συστημένη επιστολή, ως πρώτη επιλογή ώστε να διανοίγεται ο δρόμος για την επίδοσή της με ιδιωτική επίδοση και ως εκ τούτου, η επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης με ιδιωτική επίδοση ήταν μη δέουσα υπό τις περιστάσεις και το Δικαστήριο, θα πρέπει να την παραμερίσει και/ή ακυρώσει.
Όπως αναφέρει η διευθύντρια των εφεσειόντων στην ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την έφεση, η επίμαχη ειδοποίηση τής επιδόθηκε υπό την ιδιότητά της ως διευθύντριας των εφεσειόντων, μέσω ιδιώτη επιδότη, στις 24/1/2025. Πριν από την εν λόγω επίδοση δε θυμάται να έχει λάβει οποιαδήποτε ειδοποίηση από το ταχυδρομείο για παραλαβή οποιασδήποτε συστημένης επιστολής και/ή της επίμαχης ειδοποίησης.
Οι εφεσίβλητοι, με την υποστηρικτική της ένστασής τους, ένορκη δήλωση αντιτείνουν τα εξής:
Οι εφεσείοντες, μετά την αποστολή των ειδοποιήσεων Τύπου «Ι» δε συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις των εφεσίβλητων και ως εκ τούτου, αυτοί, απέστειλαν και επέδωσαν στους ενυπόθηκους οφειλέτες, ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΒ» και στους εφεσείοντες και σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΑ» και «Δελτίο», ημερομηνίας 23/12/2024. Η επίμαχη ειδοποίηση - για ό,τι μας ενδιαφέρει - στάλθηκε στους εφεσείοντες με συστημένο ταχυδρομείο, στις 30/12/2024, όμως, ένεκα του ότι δεν παραλήφθηκε από το Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών επιδόθηκε δια μέσω ιδιώτη επιδότη, στις 24/1/2025, στην κυρία Μυριάνθη Χριστοδούλου, υπό την ιδιότητά της, ως διευθύντριας των εφεσειόντων.
Προς απόδειξη των παραπάνω, ο ενόρκως δηλών, όπως αναφέρει στην παράγραφο 22 της ένορκης δήλωσής του, καταχωρεί σε δέσμη (τεκμ. 7), τις ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΑ» και «ΙΒ» και Δελτία Α, με αντίγραφα εκτυπώσεων από την επίσημη ιστοσελίδα των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Κύπρου (track & trace) και ως τεκμ. 8, τις ένορκες δηλώσεις του ιδιώτη επιδότη, αναφορικά με τις ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΑ» και «ΙΒ» και Δελτία Α.
Επειδή η μη δέουσα επίδοση της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ», δυνάμει του άρθρου 44Γ(3) του Νόμου αποτελεί αναγνωρισμένο λόγο παραμερισμού της, τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση, η επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης στους εφεσείοντες με ιδιωτική επίδοση, είναι ή όχι δέουσα.
Το άρθρο 44ΙΕ του Νόμου προνοεί ότι:
«Για σκοπούς του παρόντος Μέρους –
……….
«επίδοση» σημαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή η επικοινωνία απευθύνεται, ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο:
Νοείται ότι η ιδιωτική επίδοση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο προβλέπεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης με διάταγμα Δικαστηρίου κατόπιν γενικής αίτησης:
……….»
Από την παραπάνω διάταξη, ως θέμα ερμηνείας προκύπτουν τα εξής:
Η επίδοση της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ», θα πρέπει σε κάθε περίπτωση (δηλαδή υποχρεωτικά, ως πρώτη επιλογή) να γίνεται με παράδοσή της με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό (δηλαδή να γίνει επίδοση της ειδοποίησης με συστημένη επιστολή), τότε, η ειδοποίηση μπορεί να επιδοθεί με ιδιωτική επίδοση.
Συναφώς με το θέμα, στην πρόσφατη υπόθεση ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΤΕΛΑ, Πολ. Έφ. Αρ. 159/2021, ημερ. 1/12/2023 επισημαίνονται τα εξής:
«Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός του Νομοθέτη είναι ξεκάθαρος. Θέλησε να ιεραρχήσει τον τρόπο επίδοσης, δίδοντας επιτακτικό προβάδισμα στη συστημένη επιστολή. Μόνον όταν η επίδοση με αυτόν τον τρόπο είναι ανέφικτη, διανοίγεται ο δρόμος εναλλακτικά για ιδιωτική επίδοση, συμφώνως των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης, κατόπιν βεβαία σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.
…..
…..
Την υποχρέωση επίδοσης της ειδοποίησης τη φέρει ασφαλώς ο ενυπόθηκος δανειστής, ο οποίος συνακόλουθα φέρει και το βάρος να αποδείξει το «ανέφικτο» της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση κανένα τέτοιο στοιχείο προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείουσας.»
Από το παραπάνω απόσπασμα είναι σαφές, ότι ο εναλλακτικός τρόπος για ιδιωτική επίδοση της ειδοποίησης, προϋποθέτει το ανέφικτο της επίδοσής της με συστημένη επιστολή.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεώργιου Δ. Μπαμπινιώτη, δεύτερη έκδοση (2002) «εφικτός» είναι αυτός τον οποίο μπορεί να προσεγγίσει και να πραγματοποιήσει κανείς. Το αντίθετο του «εφικτός» είναι το ανέφικτος, αδύνατος, ακατόρθωτος. Σύμφωνα με το ίδιο λεξικό «ανέφικτος» είναι αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να εφαρμοστεί στην πράξη.
Το κρίσιμο ερώτημα που καλούμε να απαντήσω, είναι το εξής:
Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι έχουν και το βάρος απόδειξης του ανέφικτου της επίδοσης της επίμαχης ειδοποίησης στους εφεσείοντες, με παράδοσή της με συστημένη επιστολή απέδειξαν ότι καθ’ ον χρόνο τους την είχαν επιδώσει με ιδιωτική επίδοση, ήταν ανέφικτο να τους την επιδώσουν με συστημένη επιστολή;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Δεδομένου ότι οι εφεσείοντες είναι εταιρεία, αποτελούν δηλαδή νομικό πρόσωπο, οι εφεσίβλητοι, όφειλαν να τους είχαν επιδώσει τη συστημένη επιστολή που περιείχε την επίμαχη ειδοποίηση, με παράδοσή της, η οποία θα πρεπε να απευθύνεται, είτε στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου των εφεσειόντων είτε στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ίχνος μαρτυρίας υπάρχει ότι η διεύθυνση που αναγράφεται στην επίμαχη ειδοποίηση αποτελεί είτε τη μια είτε την άλλη από τις δυο αυτές διευθύνσεις. Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα για τους εφεσίβλητους, ότι η επίμαχη ειδοποίηση και το «Δελτίο» αποστάλθηκαν με συστημένο ταχυδρομείο, στις 30/12/2024, όμως, ένεκα του ότι δεν παραλήφθηκαν από το Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών επιδόθηκαν δια μέσω ιδιώτη επιδότη στη διευθύντρια των εφεσειόντων, στις 24/1/2025, δε συμπληρώνει αυτό το κενό.
Κοντολογίς, οι εφεσίβλητοι, όχι μόνο το ανέφικτο της επίδοσης της επίμαχης ειδοποίησης με συστημένη επιστολή δεν έχουν αποδείξει μα ούτε και ότι επιδίωξαν να την επιδώσουν ορθά με τη συγκεκριμένη μέθοδο το έχουν αποδείξει. Αυτό, με απλά λόγια σημαίνει ότι και να την επέδιδαν στους εφεσείοντες με συστημένη επιστολή, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιόν μου, η επίδοση και πάλιν δε θα μπορούσε να θεωρηθεί δέουσα.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Η αποτυχία των εφεσίβλητων να αποδείξουν το ανέφικτο της επίδοσης της επίμαχης ειδοποίησης στους εφεσείοντες, με παράδοσή της με συστημένη επιστολή σε μια από τις δυο διευθύνσεις που αναφέρονται πιο πάνω καθιστά την επίδοση της σ’ αυτούς και συγκεκριμένα, στη διευθύντριά τους με ιδιωτική επίδοση, μη δέουσα, γεγονός το οποίο διαγράφει και την έκβαση της έφεσης, η οποία γίνεται αποδεκτή.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, εκδίδεται απόφαση, ως η παράγραφος Α. της έφεσης.
Αναφορικά με τα έξοδα δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος των εφεσίβλητων.
(Υπ.) ….…………………………..
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο