GABY BOSCH ν. LEON VOLKERINK, Αρ. Αγωγής: 1520/2022, 10/3/2025
print
Τίτλος:
GABY BOSCH ν. LEON VOLKERINK, Αρ. Αγωγής: 1520/2022, 10/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1520/2022 (IJ)

Μεταξύ:

 

GABY BOSCH

 

Ενάγοντα,

ν.

 

LEON VOLKERINK

 

 

Εναγόμενου.

 

Αίτηση ημερομηνίας 3/7/2023

για παραμερισμό επίδοσης και απόφασης

 

Ημερομηνία10 Μαρτίου, 2025

 

Για τον Εναγόμενο / Αιτητή: κα Δ.Χριστοδούλου για ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΦΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Ενάγοντα / Καθ’ου η Αίτηση: κα Α.Προδρόμου για ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.   Με την παρούσα Αίτηση, ο Εναγόμενος / Αιτητής (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Εναγόμενος») ζητεί διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος της παρούσας αγωγής και της απόφασης η οποία εκδόθηκε, συνεπεία της προαναφερόμενης επίδοσης, προς όφελος του Ενάγοντα / Καθ’ου η Αίτηση (στο εξής ο «Ενάγοντας») και εναντίον του Εναγόμενου στην απουσία του τελευταίου.

 

II.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

2.   Εν όψει των ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια της υπό εξέταση Αίτησης και Ένστασης που ακολούθησε, εις τις οποίες θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω, κρίνω ορθότερο όπως παραθέσω πρώτα συνοπτικά το ιστορικό της διαδικασίας που οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας, ως αυτό προκύπτει από τις κοινές θέσεις των μερών και τον φάκελο της υπόθεσης, και το οποίο έχει ως εξής:

 

3.   Στις 19/9/2022, ο Ενάγοντας καταχώρησε εναντίον του Εναγόμενου, μέσω γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, την παρούσα αγωγή διεκδικόντας από τον τελευταίο ποσό το οποίο οφείλει να καταβάλει στον Ενάγοντα στην βάση μεταξύ τους συμφωνίας δανείου ημερ.27/4/2022, νόμικους τόκους και έξοδα.

 

4.   Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον Εναγόμενο, σύμφωνα με την σχετική ένορκη δήλωση του ιδιώτη δικαστικού επιδότη ημερ.4/10/2022 (στο εξής η «Ε/Δ Επίδοσης»), επιτεύχθηκε την 1/10/2022 στον Εναγόμενο, «αφήνοντας το στην παρουσία του άνευ της υπογραφής του ιδιου προσωπικά του εναγόμενου.....Ενώ βρισκόταν εντός του διαμερίσματος του μου είπε να αφήσω τα έγγραφα έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του γιατί δεν μπορούσε να βγει έξω για να παραλάβει γιατί ήταν με covid-19».

 

5.   Επειδή ο Εναγόμενος παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση εντός της σχετικής προθεσμίας, ο Ενάγοντας, αφού καταχώρησε Έκθεση Απαίτησης στις 28/11/2022, καταχώρησε την μονομερή αίτηση ημερ.2/12/2022 για έκδοση απόφασης στην βάση της Δ.17, στα πλαίσια της οποίας, εξασφάλισε στις 3/2/2023 ερήμην απόφαση εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό €12.500, πλέον τόκους και έξοδα (στο εξής η «Επίδικη Απόφαση»).

 

6.   Ο Ενάγοντας, προχώρησε με μέτρα εκτέλεσης της επίδικης απόφασης και τον Μάϊο του 2023 εκδόθηκε ένταλμα για εκποίηση της κινητής περιουσίας του Εναγόμενου.

 

7.   Ο Εναγόμενος κατά τον Ιούνιο του 2023 αιτήθηκε έρευνα στον φάκελο της υπόθεσης και λήψη 13 αντιγράφων («13 copy») από τον τελευταίο.

 

III. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

8.   Μέσω της παρούσας Αίτησης, ο Εναγόμενος διεκδικεί διατάγματα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση α) της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος στον ίδιο την 1/10/2022 (η «Επίδικη Επίδοση») και β) της εκδοθείσας εναντίον του απόφασης ημερ.3/2/2023 ως συνέπεια της επίδικης επίδοσης (η «Επίδικη Απόφαση»).

 

9.   Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.5 θ.7, Δ.16 θ.9, Δ.17 θ.10, Δ.26 θ.14, Δ.48 θ.θ.1-13, Δ.5 θ.θ.1-10, Δ.5Α, στο άρθρο 30 του Συντάγματος και επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

 

10.          Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του ίδιου του Εναγόμενου (η «ΕΔ-LV») στην οποία αναφέρει ότι ήταν με μεγάλη έκπληξη του που έλαβε γνώση της παρούσας αγωγής και επίδικης απόφασης, αφού ουδέποτε κλήθηκε στο Δικαστήριο ούτως ώστε να προβάλει την υπεράσπιση του. Άμεσα έσπευσε σε έρευνα στον φάκελο του Δικαστηρίου και ενημερώθηκε για όλα τα διαβήματα που οδήγησαν στην έκδοση της επίδικης απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της Ε/Δ Επίδοσης, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν οι λεπτομέρειες της επίδικης επίδοσης. Αναφέρει ο Εναγόμενος ότι, δεν γνωρίζει τον συγκεκριμένο ιδιώτη επιδότη, ουδέποτε είχε οποιαδήποτε επικοινωνία είτε προσωπική είτε τηλεφωνική ή άλλως πως μαζί του και ουδέποτε του κτύπησε την πόρτα. Κατά την ημερομηνία της επίδικης επίδοσης, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι βρισκόταν με την οικογένεια του και ειδικά με την κόρη του, κατά το πρωινό στη παραλία της Λεμεσού ενώ μετέπειτα στην Μαρίνα της Λεμεσού. Ακολούθως, μετέβηκε με φίλους σε εστιατόριο στην Λευκωσία και επέστρεψε Λεμεσό το βράδυ. Η αγωγή ουδέποτε του επιδόθηκε προσωπικά και έχει καλή υπεράσπιση.

 

11.          Ο Εναγόμενος στην ΕΔ-LV, επισυνάπτει τα ακόλουθα τεκμήρια: Αντίγραφο της αγωγής (Τεκμήριο Α) και Ε/Δ Επίδοσης (Τεκμήριο Β) που έλαβε από τον φάκελο του Δικαστηρίου κατόπιν έρευνας και αντίγραφα (2) φωτογραφιών που αποδεικνύουν ότι δεν ήταν σπίτι με covid-19 κατά την επίδικη επίδοση (Τεκμήριο Γ).

 

ΕΝΣΤΑΣΗ

 

12.          Ο Ενάγοντας καταχώρησε ένσταση στην αίτηση του Εναγόμενου μέσω της οποίας προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει αυτή να επιτύχει, τους οποίους παραθέτω συνοπτικά ως εξής: 1. Ότι η Αίτηση είναι εκπρόθεσμη, 2. Η ΕΔ-LV είναι ενοχλητική και/ή σκανδαλώδης και/ή καταχρηστική καθότι περιέχει ψευδείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς και πληροφορίες, 3. Οι αιτούμενες θεραπείες είναι καταχρηστικές της διαδικασίας (abuse of process) αφού σκοπό έχουν την πρόκληση καθυστέρησης στην διαδικασία και στην απονομή της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο ήταν εξ’υπαρχής σκοπός του Εναγόμενου, 4. Ο Εναγόμενος επιδιώκει να λάβει αθέμιτο δικονομικό πλεονέκτημα και/ή να αποφύγει τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις του, 5. Στην ΕΔ-LV δεν αποκαλύπτονται όλα τα γεγονότα και/ή αποκρύπτονται ουσιώδη γεγονότα με τρόπο που καθιστά αυτήν παραπλανητική και/ή ελλιπή, 6. Ο Εναγόμενος προσπαθεί να παραπλανήσει συνειδητά το Δικαστήριο, 7. Ο Εναγόμενος απέτυχε να αποδείξει πως έχει εκ πρώτης όψεως καλόπιστη και/ή συζητήσιμη υπεράσπιση, 8. Η διαγωγή του Εναγόμενου είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της δικαιοσύνης καθότι η συμπεριφορά του είναι περοφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του Ενάγοντα και αδικαιολόγητα καθυστερεί, συμπεριφορά που συνιστά αδιαφορία. Ο Ενάγοντας θα υποστεί καθυστέρηση και ενδεχομένως ταλαιπωρία στην εξασφάλιση μιας νέας απόφασης, 9. Επιδιώκεται από τον Εναγόμενο, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, ο παραμερισμός και/ή ακύρωση της επίδικης απόφασης παρόλο που τα σχετικά έγγραφα του είχαν δεόντως επιδοθεί και είχε την δυνατότητα να εμφανιστεί στη διαδικασία και να ενστεί στην έκδοση του, Ο Εναγόμενος προέβηκε σκόπιμα σε όλες τις ενέργειες του για να αποκτήσει αθέμιτο όφελος δηλαδή να κερδίσει χρόνο εις βάρος του Ενάγοντα, 11. Η αυμπεριφορά του Εναγόμενου δεικνύει αδιαφορία και καταφρόνηση της διαδικασίας, καθώς και τα δικαιώματα του αντιδίκου, 12. Τα γεγονότα τα οποία προβάλλονται στην αίτηση δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, 13. Δεν καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση, 14. Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και ανεδαφικά και/ή αντικανονική και/ή παντελώς αδικαιολόγητη και/ή νομική της βάση σε μπορεί να οδηγήσει στην απόδοση των εξαιτούμενων θεραπειών, 15. Η Αίτηση προσλαμβάνει την μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου, των δικαιωμάτων του Ενάγοντα και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court), 16. Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την Αίτηση δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή θεραπειών, 17. Τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία ο Εναγόμενος κωλύεται (estopped) και/ή εμποδίζεται και/ή δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα Αίτηση εφόσον: (α) παρέλειψε να καταχωρήσει εμπρόθεσμα και/ή έγκαιρα σημείωμα εμφάνισης παρά την έγκαιρη, πλήρη, αποτελεσματική γνώση της παρούσας διαδικασίας με την επίδικη επίδοση, (β) Παρέλειψε και/ή αδιαφόρησε και/ή δεν έλαβε υπόψη του την καθορισμένη προθεσμία για καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης στην παρούσα διαδικασία και (γ) Επιδιώκεται από τον Εναγόμενο, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, ο παραμερισμός και/ή ακύρωση της επίδικης απόφασης παρόλο που τα σχετικά έγγραφα του είχαν δεόντως επιδοθεί και είχε την δυνατότητα να εμανιστεί στη διαδικασία και να ενστεί στην έκδοση του, 18. Εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, ο Ενάγοντας θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά καθότι ο κίνδυνος αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων του Εναγόμενου είναι άμεσος, πραγματικός και επικείμενος, 19. Εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα αλλάξει η υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων (status quo) με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ο Ενάγοντας να μην εισπράξει το λαβείν του, 20. Η υπό εξέταση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή είναι υπό τις περιστάσεις κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή επιδιώκει αλλότροιο σκοπό, ήτοι την καθυστέρηση και/η την παρεμπόδιση της εκτέλεσης της επίδικης απόφασης, 21. Στην ΕΔ-LV περιέχονται αβάσιμοι και αναληθείς ισχυρισμοί και/ή ισχυρισμοί άσχετοι και/ή παραπλανητικοί και/ή αντιφατικοί και 22. Τα γεγονότα τα οποία αποκαλύπτονται στην ΕΔ-LV και/ή τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα δεν δικαιολογούν τις αιτούμενες θεραπείες αλλά ούτε πληρούνται και οι προϋποθέσεις για τις αιτούμενες θεραπείες.

 

13.          Η ένσταση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.2, Δ.5 θ.θ.1-3 και 7, Δ.26 θ.14, Δ.16 θ.θ.1-7, Δ.17 θ.θ.1-14, Δ.48 θ.θ.1-9 και 11, Δ.57, Δ.64, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου.

 

14.          Η ένσταση υποστηρίζεται από την επισυνημμένη ένορκη δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα (η «ΕΔ-GB») στην οποία προβάλλονται επιχειρήματα νομικής φύσεως αλλά και σχολιασμός των θέσεων του Εναγόμενου και των Τεκμηρίων της ΕΔ-LV από πλευράς του Ενάγοντα. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι η θέση του Εναγόμενου ως προβάλλεται στην ΕΔ-LV, ότι ουδέποτε είχε επικοινωνία με τον ιδιώτη επιδότη, είναι ψευδής και ότι οι δικηγόροι του Ενάγοντα είχαν επικοινωνία με τον τελευταίο, και διαβεβαίωσαν τον Ενάγοντα ότι η επίδοση στον Εναγόμενο είχε γίνει και ότι η επίδοση στην Εναγόμενο αποδεικνύεται από την Ε/Δ Επίδοσης. Αναφέρει επίσης ο Ενάγοντας ότι η περιφρονητική συμπεριφορά του Εναγόμενου μπορεί να διαπιστωθεί από όλες τις δικαστικές υποθέσεις που έχει εγείρει εναντίον του ο Ενάγοντας, στις οποίες σκόπιμα δεν παρουσιαζόταν στους επιδότες για να παραλάβει τα Κλητήρια Εντάλματα που τον αφορούσαν αναγκάζοντας τον Ενάγοντα και τους δικηγόρους του να προβαίνουν σε καταβολή επιπρόσθετων εξόδων και σε περαιτέρω δικονομικά διαβήματα όπως υποκατάστατες επιδόσεις, με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται για τον Ενάγοντα πιο δαπανηρή και χρονοβόρα. Ο Εναγόμενος, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, έλαβε γνώση της διαδικασίας και εσκεμμένα παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης με σκοπό να προκαλέσει καθυστέρηση και περαιτέρω προβλήματα στον Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας στην ΕΔ-GB επισυνάπτει αντίγραφο της Ε/Δ Επίδοσης ως Τεκμήριο 1.

 

IV. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

15.          Εφόσον καμία πλευρά δεν επεδίωξε να αντεξετάσει τον ομνύοντα της άλλης πλευράς και ούτε αιτήθηκε η πλευρά του Εναγόμενου την καταχώρηση οιασδήποτε συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης προς απάντηση των ισχυρισμών του Εναγόντα (βλ. Iacovou Bros. v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 1377 και Thinking Steel International BV ν. Caramondani Bros Public Co Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1460), η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στην βάση των αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών στα πλαίσια των οποίων ανέπτυξαν την επιχειρηματολογία τους.

 

16.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, τις εκατέρωθεν υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί με αναφορά τόσο στη μαρτυρία όσο και, όπου κρίνω κατάλληλο, στις αγορεύσεις, ποιες από τις θέσεις της κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

V.  ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

17.          Ως αναφέρεται πιο πάνω, μέσω της υπό εξέταση αίτησης επιδιώκεται ο παραμερισμός ερήμην εκδοθείσας εναντίον της Εναγόμενης απόφασης.

 

18.          Η διαδικασία για την έκδοση ερήμην απόφασης διέπεται από την Διαταγή 17 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και ο παραμερισμός της συγκεκριμένα από τον Θεσμό 10 ο οποίος προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«10. Where judgment is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just.»

 

σε μετάφραση:

 

«10. Όπου εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με οποιουδήποτε από τους προηγούμενους Κανόνες αυτής της Διαταγής, θα είναι νόμιμο για το Δικαστήριο, σε μια κατάλληλη περίπτωση, να την παραμερίσει ή να την τροποποιήσει υπό τέτοιους όρους όπως ήθελε φανεί δίκαιο.»

 

19.          Διαχρονικά η νομολογία μας διακρίνει δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς παραμερισμό απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και, (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει διά ενόρκου δηλώσεως εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του (βλ.Κυριακή Τσεσμέλογλου ν Σοφοκλής Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64.

 

20.          Στην περίπτωση (α), ο Εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό και συνεπώς η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται αποκλειστικά προς την κατεύθυνση παραμερισμού της απόφασης, ως χρέος προς τη δικαιοσύνη (‘ex debito justitiae’), ανεξαρτήτως καθυστέρησης στην προώθηση της σχετικής αίτησης από πλευράς του Εναγόμενου ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα, και χωρίς την επιβολή οποιουδήποτε όρου σχετικά με τα έξοδα της αίτησης (βλ. Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ.247 και Bank de Binary Limited v Philip Lalor, Πολ. Έφ. E41/18 ημερ.31/10/2023).

 

21.          Παράδειγμα παράβασης ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας που οδηγεί σε παραμερισμό ερήμην απόφασης ex debito justitiae είναι η ‘κακή’ επίδοση του κλητηρίου εντάλματος η οποία συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (‘fundamental vice’)  (βλ. Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου, Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 423/2011, ημερ. 3/2/2017 και Bank de Binary Limited v Philip Lalor πιο πάνω). Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παράγραφος 559 αναφέρονται, επί του θέματος, τα εξής:

«When a judgment in default of appearance or defence has been entered before the proper time, or there has been no service or no sufficient service, or it has been entered for a greater amount than in due, or there has been a breach of good faith, it will be set aside ex debito justitiae, apart from any consideration as to whether there is a good defence on the merits and the plaintiff is usually ordered to pay the costs occasioned by the judgment or order.»

 

22.          Το ερώτημα τι συνιστα ‘καλή’ ή ‘ικανοποιητική’ επίδοση, έχει απασχολήσει σε μεγάλη έκταση και τα Κυπριακά Δικαστήρια και έχει συσχετιστεί άμεσα με το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα προσώπου το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος μας εφόσον του δίνεται, νοουμένου ότι λαμβάνει γνώση αυτής, η δυνατότητα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και να υπερασπιστεί τυχόν διαδικασία που αντιμετωπίζει (βλ. Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr.P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. και Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, πιο πάνω). Το δικαίωμα του ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που τον αφορά και να ακούγεται στα πλαίσια αυτής, σύμφωνα με την , Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ. v. Μιχαήλ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1044 είναι «...αυτονόητο και αυτόδηλο..».

 

23.          Στην Μανώλη (ανωτέρω), το Εφετείο, με αναφορά στην υπόθεση Hewitson v. Fabre 21 Q.B.D. 6 (όπου η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στον εναγόμενο, που δεν ήταν βρετανός υπήκοος, του κλητηρίου ένταλματος και όχι της προνοούμενης ειδοποίησης του ισοδυναμούσε με μη επίδοση και εξ υπαρχής ακυρότητας της όλης διαδικασίας) χαρακτήρισε την εκδοθείσα, στην απουσία δέουσας επίδοσης, ερήμην απόφαση ως «νομικά ανυπόστατη, εξ υπαρχής άκυρη, μη δυνάμενη να διασωθεί.». Με παραπομπή σε Αγγλική Νομολογία το Εφετείο όμως διευκρίνησε ότι η φράση ex debito justitiae δεν ταυτίζεται κατ’ανάγκη με περιπτώσεις ακυρότητας, αλλά καλύπτει κάθε περίπτωση που ο εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό.

 

24.          Ως επιβεβαιώνει και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Διακουρής ν. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε61/2016, 9.10.2023, ‘κακή’ επίδοση δύναται να κριθεί και επίδοση η οποία θεωρητικά έγινε ‘δεόντως’ αλλά ο Εναγόμενος δεν έχει λάβει πραγματικά γνώση της εναντίον του διαδικασίας (βλ. επίσης Ελενίτσα Κωνσταντινίδη ν. Nur Habib Hissin (2004) 1Γ Α. Α. Δ.1774 και Διονυσίου v. Dafnis Insurance Agencies & Consultants Limited κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε129/2016, 16.5.2024). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι δεν έχει λάβει πραγματική γνώση της εναντίον του αγωγής το φέρει ο Εναγόμενος στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (Δανιήλ vEλληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 340/2010, ημερ. 17/1/2017, ECLI:CY:AD:2017:A7). Εφόσον η γνώση του Εναγόμενου σε σχέση με την ύπαρξη της αγωγής τελεί υπό αμφισβήτηση από πλευράς του με ‘εύλογους ισχυρισμούς’, τότε, σύμφωνα με την την Διονυσίου v. Dafnis Insurance Agencies & Consultants Limited κ.α. (πιο πάνω) «πρέπει να αποδεικνύεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε δεόντως στον εναγόμενο και έτσι αυτός έλαβε γνώση για την αγωγή, προς ικανοποίηση του δικαστηρίου. »

 

25.          Στην περίπτωση (β), η έκδοση ερήμην απόφασης έγινε μεν νομότυπα, αλλά η παράλειψη του Εναγόμενου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης κρίνεται δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις. Σύμφωνα με την Πατούρη v. Hellenic Bank Ltd, (2001) 1 (Γ) A.A.Δ. 2118, 2123 στην συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων «[κ]ατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο θα πρέπει να επιτύχει εξισορρόπηση μεταξύ δύο θεμελιωδών αρχών. Την ανάγκη από τη μια να διατηρηθεί το δικαίωμα των διαδίκων να ακουστούν και από την άλλη την ανάγκη εξασφάλισης της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.»(βλ. επίσης Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988). Απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιήσει ο Εναγόμενος και που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αυτό είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης (βλ. μεταξύ άλλων, Mine and Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκο Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28, Μilouka Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη, 1997 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και Λευκίδου ν. Κανναουρίδη, (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528).

                                                                                     

26.          Όσο αφορά τον παράγοντα παρουσίασης συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Λοΐζου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε419/16 ημερ. 7.2.2024 το οποίο συνοψίζει τις γενικές αρχές που εφαρμόζουν στην εν λόγω προϋπόθεση:

«Κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία, ότι σε αιτήσεις του είδους, το Δικαστήριο, κατά την ενασχόληση του με τον παράγοντα της παρουσίασης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, δεν επιτρέπεται να προβεί σε αξιολόγηση και κατάληξη σε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί των ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλονται ως υπεράσπιση. Πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία, (merits) ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ταυτόχρονα, είναι καλά εδραιωμένο πως η αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπεράσπισης, προϋποθέτει την προσκόμιση ή παρουσίαση κάποιων αποδεικτικών στοιχείων και γεγονότων, τα οποία εξυπακούεται ότι εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας και τεκμηρίωσης, κατά τρόπο που η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω. Το περιορισμένο αυτό βάρος, βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών. (Τεγγεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289). Στις περιπτώσεις που η προβαλλόμενη υπεράσπιση εξ αντικειμένου δεν έχει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, ελλείποντας έτσι η όποια θεμελίωση της, αναπόδραστα η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη (Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118)».

 

27.          Με βάση τα πιο πάνω, πρωταρχικής σημασίας για το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι το κατά πόσο ο αιτητής έχει καταδείξει συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Το βάρος απόδειξης είναι στον αιτητή, όχι για να αποδείξει την υπεράσπισή του, όπως θα έπραττε αν η υπόθεσή του εκδικαζόταν, αλλά για να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή και εύλογη υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης. Το απαύγασμα της σχετικής νομολογίας είναι ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. 

 

28.          Ο αιτητής θα πρέπει, επίσης, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την μη εμφάνισή του στη διαδικασία όπως και για τυχόν καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης. Ο λόγος που θα δοθεί είναι ένας από τους παράγοντες που επενεργούν σοβαρά στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Eros Travel & Tours (Limassol-Paphos) Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 712). Ακόμη και εάν αποκαλυφθεί υπεράσπιση, το Δικαστήριο δύναται να μην παραμερίσει την απόφαση εάν η καθυστέρηση στην καταχώρηση της σχετικής αίτησης έγινε με καθυστέρηση σε έκταση που να καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και Μilouka Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (πιο πάνω), Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818, Ανδρέου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ.1596 και Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ.893).

 

VI.  ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

29.          Κατ' αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται και διάταγμα παραμερισμού της επίδικης επίδοσης και η αίτηση εδράζεται επί της σχετικής Δ.16 Θ. 9 η οποία προβλέπει τα εξής:

«9. A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service»

 

30.          Όμως από το λεκτικό της πιο πάνω διαταγής προκύπτει αβίαστα ότι για να τίθεται θέμα εφαρμογής της ως άνω διάταξης προς παραμερισμό επίδοσης, ένας εναγόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεση του τη δυνατότητα καταχώρησης εμφάνισης υπό αίρεση, δυνατότητα την οποία ο Εναγόμενος στην παρούσα περίπτωση δεν είχε, εφόσον είχε εκδοθεί τελική απόφαση εναντίον πριν την καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης. Ως εκ των προαναφερθέντων, ο Εναγόμενος δεν νομιμοποιείται στην διεκδίκηση του σχετικού διατάγματος (υπ’αρίθμηση 1) και συνεπακόλουθα αυτό απορρίπτεται.

 

31.          Ως προς τα υπόλοιπα διατάγματα που διεκδικεί ο Εναγόμενος (υπ’αρίθμηση 2 και 3), με βάση την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση (ΕΔ-LV) ως προωθήθηκε και μέσω των αγορεύσεων του ευπαίδευτου συνήγορου του Εναγόμενου, η διενέργεια της επίδικης επίδοσης αμφισβητείται και εγείρεται από πλευράς του Εναγόμενου ζήτημα ‘κακής’ επίδοσης με την έννοια ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε έλαβε γνώση ως προς την ύπαρξη της εναντίον του αγωγής.

 

32.          Εάν η θέση του Εναγόμενου ευσταθεί, με βάση τις πιο πάνω αναφερόμενες αρχές και νομολογία, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να προβεί σε παραμερισμό της απόφασης χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Δεν τίθεται οιονδήποτε ζήτημα εκπρόθεσμου της αίτησης στο εν λόγω πλαίσιο σύμφωνα με τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, παρά τον σχετικό λόγο ένστασης που προβάλλεται από πλευράς του Ενάγοντα. Οιαδήποτε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια της αναφερόμενης πιο πάνω στην παράγραφο 25 περίπτωσης (β), αλλά η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

33.          Προέχει συνεπώς η εξέταση του κατά πόσο η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον Εναγόμενο ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ‘καλή’ επίδοση.

 

34.          Ως αναφέρθηκε στην Διακουρής ν. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ (πιο πάνω), «To ζητούμενο εν προκειμένω είναι κατά πόσο ο Εφεσείων έλαβε, πράγματι, γνώση περί των πιο πάνω διαδικασιών ως εκ της πιο πάνω επίδοσης. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιας γνώσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός παρέλειψε να εμφανιστεί, οπότε το διάταγμα εναντίον του πρέπει να παραμερισθεί.» (βλ. επίσης απόσπασμα της Διονυσίου v. Dafnis Insurance Agencies & Consultants Limited, το οποιο παρατείθεται ανωτέρω). Κατ’αναλογία τζητούμενο δηλαδή και στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσο ο Εναγόμενος έλαβε ή όχι πραγματικά γνώση της παρούσας διαδικασίας ως αποτέλεσμα της επίδικης επίδοσης.

 

35.          Το σχετικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι δεν έχει λάβει πραγματική γνώση της εναντίον του αγωγής το φέρει ο Εναγόμενος στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Δανιήλ vEλληνικής Τράπεζας Λτδ, ανωτέρω). Εάν κριθεί ότι ο Εναγόμενος έχει προβάλει ‘εύλογους ισχυρισμούς’ στο πλαίσιο αυτό, τότε εναπόκειται στον Ενάγοντα να αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε δεόντως στον εναγόμενο και ότι έτσι αυτός έλαβε γνώση για την αγωγή, προς ικανοποίηση του δικαστηρίου (βλ. Διονυσίου v. Dafnis Insurance Agencies & Consultants Limited κ.α. ανωτέρω). Σε περιπτώσεις παράθεσης αντίθετων ισχυρισμών σε ακροάσεις αιτήσεων, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε εύρημα ποια εκδοχή κάνει αποδεκτή. Όταν οι ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάζονται, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να υπεισέρχεται σε εύρημα αξιοπιστίας των ενόρκων δηλούντων. Το εύρημα του όμως μπορεί να στηρίζεται σε άλλα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. ν Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1Β ΑΑΔ 816).

 

36.          Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει ενώπιον του δύο αντίθετες εκδοχές. Η θέση του Εναγόμενου είναι ότι κατά την ημερομηνία της επίδικης επίδοσης, απουσίαζε από την οικία του από το πρωί μέχρι το βράδυ και ότι ουδέποτε είχε οποιαδήποτε επικοινωνία είτε προσωπική είτε τηλεφωνική ή άλλως πως μαζί με τον ιδιώτη επιδότη και ουδέποτε του κτύπησε την πόρτα. Παραθέτει λεπτομέρειες της εξόδου του και φωτογραφίες με άλλα πρόσωπα εκτός της οικίας του, οι οποίες ισχυρίζεται ότι τεκμηριώνουν την θέση του. Αμφισβητεί ουσιαστικά ότι η επίδικη επίδοση έλαβε χώρα στην ολότητα της. Με σκοπό την αντίκρουση της θέσης του Εναγόμενου, ο Ενάγοντας στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του (ΕΔ-GB), εμμένει στο ότι η επίδικη επίδοση στον Εναγόμενο έλαβε χώρα, ως προνοεί η Ε/Δ Επίδοσης, κάτι που του επιβεβαιώθηκε από τους δικηγόρους του, που είχαν επικοινωνία με τον ιδιώτη επιδότη.

 

37.          Ως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με το περιεχόμενο της Ε/Δ Επίδοσης, ενώ αναγράφεται ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον Εναγόμενο προσωπικά, αναφέρεται επίσης ότι η επίδικη επίδοση διενεργήθηκε με το να αφεθεί το κλητήριο ένταλμα έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του Εναγόμενου, κατόπιν υπόδειξης του ιδίου, αλλά χωρίς να βγει έξω ο ίδιος να παραλάβει τα έγγραφα. Εν όψει της θέσης του Εναγόμενου, ότι δεν ευρισκόταν εντός της οικίας του κατά την επίδικη επίδοση και ότι δεν ήρθε ποτέ σε επαφή με τον ιδιώτη επιδότη, οι συνθήκες της επίδικης επίδοσης, σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο της ίδιας της Ε/Δ Επίδοσης, δημιουργούν ερωτηματικά τα οποία όφειλε ο Ενάγοντας να απαντήσει, είτε δια της αντεξέτασης του Εναγόμενου ή δια της παράθεσης μαρτυρίας σε σχέση με τις περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε η επίδικη επίδοση, ιδανικά, υπό την μορφή συμπληρωματικής μαρτυρίας από τον ίδιο τον ιδιώτη επιδότη ο οποίος την διενήργησε. Δεν δύναται το Δικαστήριο να προβαίνει σε εικασίες ως προς την επικοινωνία που είχε ο επιδότης με τον Εναγόμενο ώστε να διαπιστώσει ότι επρόκειτο για το ίδιο άτομο εντός του συγκεκριμένου διαμερίσματος ή ως προς το κατά πόσο μετά που αφέθηκε έξω από την πόρτα του το κλητήριο ένταλμα, αυτό περιήλθε εις γνώση του Εναγόμενου, κυρίως εφόσον τέτοια γνώση αμφισβητείται από τον ίδιο (βλ.Ορφανίδης v. Κωνσταντίνου, Πολ.Έφεση 76/2016, ημερ.3/7/2024). Εφόσον σκοπός της επίδοσης είναι ο Εναγόμενος να λάβει γνώση της διαδικασίας, δύσκολα μπορεί να καταλήξει σε σχετικό εύρημα το Δικαστήριο όταν οι ακριβείς συνθήκες της επίδοσης δεν είναι γνωστές και η επίδοση αμφισβητείται στην ολότητα της.

 

38.          Στην πρόσφατη απόφαση Πιττοκοπίτης v. Φοίβος Πελίδης ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Καλουστ Σεκερτεμιαν, Πολ.Έφεση Ε23/2018, ημερ.28/5/2024 παράλειψη αντεξέτασης του Εφεσείοντος αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για κακή επίδοση του κλητηρίου και απουσίας γνώσης του για την αγωγή, οδήγησε, σύμφωνα με το Εφετείο, σε ‘ακροσφαλή’ κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτόν έγινε νομότυπα. Κατ’αναλογίαν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, στην βάση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας, να καταλήξει σε εύρημα ότι η επίδοση στον Εναγόμενο έγινε νομότυπα και ως προς το κατά πόσο, ως συνέπεια αυτής, έλαβε γνώση ως προς την ύπαρξη της παρούσας αγωγής. Ούτε η γενική θέση που προβάλλει ο Εναγόντας, χωρίς να παραθέτει οιεσδήποτε λεπτομέρειες, σε σχέση με τη συμπεριφορά του Εναγόμενου στα πλαίσια άλλων διαδικασίων που αντιμετωπίζει, ανατρέπει την κατάληξη αυτή.

 

39.          Ως αποτέλεσμα, με γνώμονα τη Νομολογία, καταλήγω στο ότι το Δικαστήριο στερείται οποιασδήποτε εξουσίας να εξετάσει οποιαδήποτε άλλη παράμετρο, ασκώντας προς τούτο διακριτική ευχέρεια για τον παραμερισμό ή μη της επίδικης απόφασης, και η τελευταία θα πρέπει να παραμεριστεί δικαιωματικά (ex debito justitiae).

 

40.          Παρά τα πιο πάνω, για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ ορθό να καταγραφεί και η θεώρηση μου, σε περίπτωση που κατ’έφεση ανατραπεί η κρίση μου περί δικαιωματικού παραμερισμού. Επιγραμματικά να αναφέρω ότι, έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις που θέτει η Νομολογία στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής μου ευχέρειας, σε τέτοια περίπτωση θα απέρριπτα την αίτηση εφόσον ο Εναγόμενος, ο οποίος έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν έχει επικαλεστεί οιανδήποτε ουσιαστική υπεράσπιση στην αγωγή που θα είχε την δυνατότητα να προωθήσει εάν παραμερίζετο η εναντίον του απόφαση και του εδίδετο η ευκαιρία να υπερασπιστεί την αγωγή. Ο Εναγόμενος, δεν έχει αποκαλύψει κανένα στοιχείο στα πλαίσια της ΕΔ-LV, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει αυτό στα πλαίσια της σχετικής προϋπόθεσης που θέτει η Νομολογία για επανάνοιγμα της υπόθεσης. Σημειώνεται ότι θα αγνοούσα πλήρως τις αναφορές του ευπαίδετου συνήγορου του Εναγόμενου στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης στην οποία προβάλλεται υπεράσπιση που δεν έχει προωθηθεί με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση του.

 

VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

41.          Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω στο ότι η Αίτηση πρέπει να εγκριθεί.

 

42.          Συνακόλουθα η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται Διάταγμα παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου στις 3/2/2023, ex debito justitiae.

 

43.          Ο Εναγόμενος να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης εντός 20 ημερών από σήμερα και να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας σε σχέση με την υπόλοιπη διαδικασία.

 

44.          Τα έξοδα της αίτησης, έχοντας υπόψη τις σχετικές νομικές αρχές (βλ. Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου, πιο πάνω), επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου / Αιτητή και εναντίον του Ενάγοντα / Καθ’ου η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας. 

 

 

 

                                   

                                                                                    (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο