ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΧΑΡΙΑ κ.α., Αρ. Αγωγής: 636/2024, 21/3/2025
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΧΑΡΙΑ κ.α., Αρ. Αγωγής: 636/2024, 21/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 636/2024 (IJ)

Μεταξύ:

 

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ

 

Ενάγοντα,

ν.

 

1.    ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΧΑΡΙΑ

2.    NZ ENTERPRISES LIMITED

3.    TRIO TRUST INVESTMENTS LIMITED

 

 

Εναγόμενων.

 

Αίτηση ημερ.10/7/2024 και προσωρινά διατάγματα ημερ.19/7/2024

 

Ημερομηνία21 Μαρτίου, 2025

 

Για τον Ενάγοντα / Αιτητή: κος Χ.Τιμοθέου για Χ.ΤΙΜΟΘΕΟΥ & Λ.ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Για τους Εναγόμενους 1,2 και 3 / Καθ’ων η Αίτηση: κος Ν.Πιριλλίδης για N.PIRILLIDES & ASSOCIATES LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.    Αντικείμενο υπό εξέταση αποτελούν προσωρινά διατάγματα που εξασφάλισε στις 19/7/2024 (στο εξής θα αναφέρονται ως τα «Επίδικα Διατάγματα») ο Ενάγοντας/Αιτητής (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Ενάγοντας»), στη βάση μονομερούς αίτησης ημερ.10/7/2024, ως ακολούθως:

 

Α. Διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και 2 και/ή αντιπροσώπους αυτών, να πωλήσουν, μεταβιβάσουν, διαθέσουν, επιβαρύνουν ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσουν τις 1.000 μετοχές της Εναγόμενης 2, που μέχρι 5/8/2015 ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι του Ενάγοντα, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου,

 

Β. Διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και/ή αντιπροσώπους αυτών, να πωλήσουν, μεταβιβάσουν, διαθέσουν, επιβαρύνουν και/ή άλλως πως αποξενώσουν, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, τις 70 μετοχές της Εναγόμενης 3 που είναι εγγεγραμμένες επ’ονόματι της Εναγόμενης 2, και

 

Γ. Διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και/ή αντιπροσώπους αυτών, να πωλήσουν, μεταβιβάσουν, διαθέσουν, επιβαρύνουν και/ή άλλως πως αποξενώσουν, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, δύο ακίνητα της Εναγόμενης 3.

 

2.   Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε ταυτόχρονα με το έντυπο απαίτησης του Ενάγοντα, δια του οποίου αξιώνει εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, τα ακόλουθα:

 

Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και/ή το πρόσωπο δικαιούμενο σε εγγραφή 1.000 μετοχών της Εναγόμενης 2.

Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση των 1.000 μετοχών της Εναγόμενης 2 που ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι του, προς τον Εναγόμενο 1 στις 5/8/15 είναι παράνομη και/ή άκυρη και/ή αντικαταστατική και/ή αντισυμβατική, και ότι έγινε με άκυρο έγγραφο κατατεθέν στον Έφορο Εταιρειών.

Γ. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 συνωμότησαν μεταξύ τους με σκοπό την παράνομη μεταβίβαση των 1.000 μετοχών της Εναγόμενης 2 που ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι του Ενάγοντα, στον Εναγόμενο 1.

Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τους Εναγόμενους 1 και 2 να επιστρέψουν και/ή μεταβιβάσουν τις 1.000 μετοχές της Εναγόμενης 2 που ήταν εγγεγραμμένες επ’ονόματι του Ενάγοντα, σε αυτόν.

Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τους Εναγόμενους 1 και 2 όπως προβούν σε όλες τις διαδικασίες και/ή ενέργειες και/ή υπογράψουν κάθε αναγκαίο έγγραφο με σκοπό την επιστροφή και/ή μεταβίβαση των 1.000 μετοχών της Εναγόμενης 2 στον Ενάγοντα.

Ζ. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

3.   Μετά την επίδοση των επίδικων διαταγμάτων στους Εναγόμενους 1,2 και 3/Καθ’ων η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρεται μαζί ως οι «Εναγόμενοι»), οι τελευταίοι μέσω δικηγόρου καταχώρησαν εμφάνιση στα πλαίσια της αγωγής, δηλώνοντας ότι θα υπερασπιστούν την απαίτηση, ως και ένσταση στην οριστικοποίηση των επίδικων διαταγμάτων.

 

II.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

4.   Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των Μερών 23 και 25 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το Άρθρο 32  Ν.14/60, στα άρθρα 4, 5, 6 και 9 του Κεφ.6, στα άρθρα 37-42 του Κεφ.148 και στα άρθρα 71-82, 105-113(α) και 148 του Κεφ.113.

 

5.   Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα (στο εξής η «ΕΔ-ΝΖ») στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

5.1          Η Εναγόμενη 2 ιδρύθηκε στις 19/5/04 και το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε €1.710 διαιρεμένο σε 1.000 μετοχές. Από την ίδρυση της ο Ενάγοντας ήταν ο μοναδικός μέτοχος της Εναγόμενης 2 εταιρείας μέχρι την 5/8/15. Από τις 5/8/15 μέχρι και σήμερα ο μοναδικός μέτοχος της Εναγόμενης 2 είναι ο Εναγόμενος 1, ο οποίος είναι αδελφός του Ενάγοντα.

 

5.2          Ο Εναγόμενος 1 και ο Ενάγοντας ήταν επίσης διευθυντές της Εναγόμενης 2 από 19/5/04 μέχρι την 27/7/11. Από τις 27/7/11 μοναδικός διευθυντής της Εναγόμενης 2 παρέμεινε ο Εναγόμενος. Γραμματέας της Εναγόμενης 2, από 19/5/04 μέχρι την 23/6/09 ήταν μια τρίτη εταιρεία και από την 23/6/09 μέχρι και σήμερα ο Εναγόμενος 1.

 

5.3          Η Εναγόμενη 3 συστάθηκε στις 9/11/11 και το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε €171 διαιρεμένο σε 100 μετοχές. Μέτοχος της Εναγόμενης 3 από 9/11/01 μέχρι 27/12/03 ήταν ο Εναγόμενος 1. Από 27/12/03 μέχρι 21/9/04 ήταν ο Εναγόμενος 1 (70 μετοχές) και τρίτο πρόσωπο (στο εξής ο «ΣΜ») (30 μετοχές). Από 21/9/04 μέχρι 29/8/08 μέτοχοι ήταν η Εναγόμενη 2 (70 μετοχές) και ο ΣΜ (30 μετοχές). Από 29/8/08 μέχρι σήμερα, μέτοχοι είναι η Εναγόμενη 2 (70 μετοχές) και πρόσωπο, το οποίο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο κοινός γνωστός του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 1 (στο εξής ο «ΑΧ») (30 μετοχές).

 

5.4          Διευθυντές της Εναγόμενης 3 από τη σύσταση της μέχρι σήμερα είναι ο Εναγόμενος 1, για την περίοδο 27/12/03 μέχρι την 18/12/06 ήταν ο Εναγόμενος 1 και ο ΣΜ και από την 17/2/06 μέχρι 16/2/16 ήταν ο Εναγόμενος μετά του Ενάγοντα. Γραμματέας της Εναγόμενης 3 από τη σύσταση της μέχρι την 23/6/09 ήταν ο δικηγόρος Χ.Χ. και από την 23/6/09 μέχρι και σήμερα ο Εναγόμενος 1.

 

5.5          Η Εναγόμενη 3 είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούχος ακινήτου στον Δήμο Αγίου Αθανασίου στην Λεμεσό (στο εξής θα αναφέρεται ως το «Ακίνητο 1») και ακινήτου στο χωριό Πύργος, της επαρχίας Λεμεσού (στο εξής το «Ακίνητο 2»).

 

5.6          Ο Ενάγοντας από το 1974, είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού αλλά έρχεται στην Κύπρο συχνά και όταν απαιτείται λόγω δραστηριοτήτων του στο νησί. Ο Εναγόμενος 1 διαμένει στην Κύπρο από το 1993. Για σκοπούς διαχείρισης της περιουσίας του και λόγω εμπιστοσύνης που είχε στον Εναγόμενο 1, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι παραχώρησε στον τελευταίο πληρεξούσιο έγγραφο στις 20/2/97 το οποίο ανακάλεσε στις 16/10/17 με σχετική επιστολή του.

 

5.7          Ο Ενάγοντας με τον Εναγόμενο 1 αποφάσισαν να αγοράσουν μαζί το ακίνητο 1 το 2000 και τα περισσότερα χρήματα πληρώθηκαν από τον Ενάγοντα. Το υπόλοιπο πληρώθηκε από δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα (στο εξής η «Εθνική Τράπεζα») στο οποίο ο ΑΧ κατείχε ψηλή θέση. Οι 3 τους αποφάσισαν μετά να συνεργαστούν για την ανάπτυξη του ακίνητου 1 και ιδρύθηκε η Εναγόμενη 3. Το βόρειο μέρος του ακινήτου 1  (στο εξής το «ΒΜ του Ακινήτου 1») διαχωρίστηκε σε 3 οικόπεδα και, με δάνειο από άλλο πιστωτικό ίδρυμα (στο εξής το «Συνεργατικό») και κτίστηκαν 3 κατοικίες οι οποίες πωλήθηκαν. Το νότιο μέρος του Ακινήτου 1 (στο εξής το «ΝΜ του Ακινήτου 1»)παρέμεινε προς πώληση.

 

5.8          Ακολούθως το 2007, χρησιμοποιώντας μέρος των χρημάτων από την πώληση των 3 κατοικιών επί του Ακινήτου 1, ως προκαταβολή, και δάνειο από  το Συνεργατικό για την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης, αγοράστηκε το Ακίνητο 2. Παρά την πρόθεση τους για την ανέγερση 3 πολυκατοικιών επί του Ακινήτου 2, λόγω διαφωνιών μεταξύ τους και λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης στην Κύπρο, ο Ενάγοντας,  Εναγόμενος 1 και ΑΧ παγοποίησαν τα σχέδια τους και αποφάσισαν την πώληση του, την οποία ανέλαβε ο Εναγόμενος 1 και ο Α.Χ, λόγω του ότι ο Ενάγοντας βρισκόταν στο εξωτερικό.

 

5.9          Οι σχέσεις του Ενάγοντα με τον Εναγόμενο 1 ήταν πολύ καλές μέχρι το 2016 αλλά μετά διαταράχτηκαν και ο τελευταίος δεν ήθελε επικοινωνία μαζί του και ο Ενάγοντας, παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του. Ο Ενάγοντας είχε επικοινωνία με τον Α.Χ. ο οποίος τον διαβεβαίωνε ότι όλα πήγαιναν καλά, το Ακίνητο 2 είχε ενοικιαστεί και ότι το ενοίκιο πλήρωνε τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 3. Ο Α.Χ. απεβίωσε πριν ένα χρόνο.

 

5.10       Με την επιστροφή του στην Κύπρο μετά τις 10/4/24, ο Ενάγοντας προσπαθούσε επανειλημμένως να επικοινωνήσει και να ενημερωθεί από τον Εναγόμενο 1 σε σχέση με τα οικονομικά των Εναγόμενων 2 και 3. Σε επικοινωνία που τελικά κατάφερε να έχει μαζί του κατά τις αρχές Ιουνίου 2024, ο Εναγόμενος 1 του ανέφερε ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 και τα ακίνητα 1 και 2 του ανήκουν αποκλειστικά και να μην τον ξαναενοχλήσει.

 

5.11       Ο Ενάγοντας στη συνέχεια επισκέφθηκε τους δικηγόρους του και, μετά από έρευνα των τελευταίων μέσω του Εφόρου Εταιρειών, επιβεβαιώθηκε η μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε στην Εναγόμενη 2 στον Εναγόμενο 1 στις 5/8/15 και η παύση του ως διευθυντής της Εναγόμενης 2 στις 27/7/11, καθιστώντας τον Εναγόμενο 1 απόλυτο και μοναδικό μέτοχο και διευθυντή της Εναγόμενης 1. Περαιτέρω, επιβεβαιώθηκε και η παύση του Ενάγοντα από διευθυντής της Εναγόμενης 3 στις 16/2/16, καθιστώντας τον Εναγόμενο 1 ως μοναδικό διευθυντή της. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα ακίνητα της Εναγόμενης 3 είναι υποθηκευμένα για μεγάλα χρηματικά ποσά στην Alpha Bank και στην Ελληνική Τράπεζα.

 

5.12       Ο Ενάγοντας αναφέρει ότι οι προαναφερόμενες αλλαγές και μεταβιβάσεις έγιναν εν αγνοία του και ότι ουδέποτε συγκατατέθηκε ή υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο σε σχέση με αυτές ή εξουσιοδότησε οποιοδήποτε πρόσωπο να υπογράφει εκ μέρους του για τον σκοπό αυτό.

 

5.13       Ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην ΕΔ-ΝΖ τα ακόλουθα έγγραφα ως Τεκμήρια: Αντίγραφα από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών στα οποία φαίνονται ο μέτοχος και οι αξιωματούχοι της Εναγόμενης 2 (Τεκμήρια 1 και 2), οι αξιωματούχοι της Εναγόμενης 3 (Τεκμήριο 3), η μεταβίβαση των μετοχών της Εναγόμενης 2 στις 5/8/15 (Τεκμήριο 4), το εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγόμενης 2 (Τεκμήριο 5), το ιστορικό των μετόχων της Εναγόμενης 3 (Τεκμήριο 6), τα 2 υποθηκευμένα ακίνητα της Εναγόμενης 3 (Τεκμήριο 7), αντίγραφο του πληρεξουσίου εγγράφου που παραχώρησε στον Εναγόμενο 1 (Τεκμήριο 8) και της επιστολής ανάκλησης του τελευταίου (Τεκμήριο 9).

 

ΕΝΣΤΑΣΗ

 

6.   Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση, μέσω της οποίας προβάλλουν διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει τα επίδικα διατάγματα να οριστικοποιηθούν, τους οποίους συνοψίζω ως εξής: 1. Η Αίτηση είναι καταχρηστική και βασίζεται σε αλλοιωμένα και/ή παραπλανητικά και/ή αναληθή γεγονότα και διέπεται από κακοπιστία από πλευράς του Ενάγοντα, 2. Δεν υφίστατο ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος ή η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων με βάση το Άρθρο 9 του Κεφ.6 κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, 3. Δεν αποδεικνύεται ότι ο Ενάγοντας θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά που δεν δύναται να αποζημιωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν οριστικοποιηθούν τα επίδικα διατάγματα, 4. Δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει καλή πιθανότητα επιτυχίας του Ενάγοντα, 5.Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 Ν.14/60, 6.Δεν αποκαλύφθηκε από πλευράς του Ενάγοντα οιονδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει την αφερεγγυότητα των Εναγόμενων ώστε σε περίπτωση που επιτύχει η αγωγή του Ενάγοντα να μην μπορέσει να εισπράξει το λαβείν του, 6.Ο Ενάγοντας δεν προέβηκε σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και/ή δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

7.   Η ένσταση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί του Άρθρου 32  Ν.14/60, του Μέρους 23 Κ.7(1)-(5), Μέρους 25, Μέρους 32 Κ.14-15 και Μέρους 39 των Ν.Κ.Π.Δ, και 4, 5, 8 και 9 του Κεφ.6.

 

8.   Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 (στο εξής η «ΕΔ-ΑΖ»), υπό την προσωπική του ιδιότητα και ως ο μοναδικός διευθυντής των Εναγόμενων 2 και 3, στην οποία αναφέρονται, προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, τα εξής συνοπτικά:

 

8.1          Ο Ενάγοντας μεταβίβασε όλες τις μετοχές της Εναγόμενης 2 στον Εναγόμενο 1 δεόντως, ελεύθερα και για νόμιμο αντάλλαγμα.

 

8.2          Η πώληση των 3 κατοικιών επί του ΒΜ του Ακινήτου 1 ως και του ΝΜ του Ακινήτου 1 ήταν εις γνώση του Ενάγοντα. Ως προς το τελευταίο ο Ενάγοντας υπέγραψε και το σχετικό αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ.15/9/11 εκ μέρους της αγοράστριας εταιρείας (στο εξής η «Aston»).

 

8.3          Το Ακίνητο 2 της Εναγόμενης 3, το οποίο αντιστοιχεί σε 3/5 εξ αδιαιρέτου μερίδια ακινήτου κατόπιν συμφωνίας διανομής με τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες, πωλήθηκε στις 15/3/24 και μεταβιβάστηκε στις 18/4/24 στην Αγοράστρια Εταιρεία, κάτι το οποίο αποτέλεσε αφορμή, σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, για τις αξιώσεις του Ενάγοντα, επιδιώκοντας κέρδος με ψευδέστατους ισχυρισμούς.

 

8.4          Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1/Ενόρκως Δηλούντα, ο Ενάγοντας παρέλειψε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων τα ακόλουθα:

 

α) Ότι ο Εναγόμενος 1, στη βάση συμφωνίας με τον Ενάγοντα και τον ΑΧ, θα κρατούσε επ’ονόματι του και τις 100 μετοχές στην Εναγόμενη 3, 40 για τον ίδιο και ως καταπιστευματοδόχος  30 μετοχών για τον Ενάγοντα και 30 μετοχών για τον ΑΧ.,

β) Ότι ολόκληρο το τίμημα αγοράς του Ακινήτου 1 πληρώθηκε μέσω δανείου που εξασφάλισε η Εναγόμενη 3 με προσωπική εγγύηση του Εναγόμενου 1 από την Alpha Bank και όχι την Εθνική Τράπεζα,

γ) Ότι, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε ο Εναγόμενος 1 την 21.9.04, μεταβίβασε τόσο τις 40 μετοχές που κατείχε στην Εναγόμενη 3, όσο και τις 30 του Ενάγοντα, με την σύμφωνη γνώμη του τελευταίου, στην Εναγόμενη 2, που είχε εγγραφεί αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό, με μοναδικό μέτοχο τον Ενάγοντα που κατείχε τις 1.000 μετοχές προσωπικά και ως καταπιστευματοδόχος του Εναγόμενου 1 για τις εν λόγω 70 μετοχές,

δ) Την πώληση του ΝΜ του Ακινήτου 1 με αγοραπωλητήριο ημερ.15/9/11 το οποίο είχε υπογράψει ο Ενάγοντας εκ μέρους της Aston, ως και την ύπαρξη της εν λόγω εταιρείας και το γεγονός ότι υπήρξε διευθυντής της,

ε) Ότι, για την εξόφληση του δανείου που η Εναγόμενη 3 εξασφάλισε από την Alpha Bank, η Εναγόμενη 3 εξασφάλισε νέο δάνειο από την Εθνική Τράπεζα με την προσωπική εγγύηση του Εναγόμενου 1,

στ)  Ότι, το Ακίνητο 2 αγοράστηκε από την Εναγόμενη 3 μέσω δανείου από του Συνεργατικό, η οποία εξασφάλισε επίσης από το Συνεργατικό όριο σε τρεχούμενο λογαριασμό για την χρηματοδότηση της αξιοποίησης του εν λόγω ακινήτου. Οι συγκεκριμένες πιστωτικές διευκολύνσεις εξασφαλίστηκαν με υποθήκες επί του Ακινήτου 2,

ζ) Ότι ο πραγματικός λόγος που η Εναγόμενη 3 δεν προχώρησε στην αξιοποίηση του Ακινήτου 2, ήταν η δυσχερής οικονομική της κατάσταση και η αδυναμία της να αποπληρώσει τα χρέη της και ότι ο Ενάγοντας ήταν παρών σε σχετικές συναντήσεις με τους πιστωτές της,

η) Την διαιτητική διαδικασία και έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 3, του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 1 και τη επιτευχθείσα διευθέτηση με το Συνεργατικό (στο εξής ο «συμβιβασμός»),

θ) Την συμφωνία στην οποία κατέληξαν ο Ενάγοντας, ο Εναγόμενος 1 και ο ΑΧ, στην βάση της οποίας ο Εναγόμενος 1 ανέλαβε προσωπικά την υλοποίηση του συμβιβασμού, δια της πληρωμής του συμφωνηθέντος ποσού στο Συνεργατικό, ώστε να απαλλαχθούν πλήρως ο Ενάγοντας και ο ΑΧ, με αντάλλαγμα την επ’ονόματι της Εναγόμενης 2 μεταβίβαση των 30 μετοχών που κατείχε ο ΑΧ στην Εναγόμενη 3 και των 1.000 μετοχών που κατείχε ο Ενάγοντας στην Εναγόμενη 2 επ’ονόματι του Εναγόμενου 1 (στο εξής η «επίδικη συμφωνία μεταβίβασης μετοχών»), και

ι) την ύπαρξη των εγγράφων μεταβίβασης των μετοχών, που υπεγράφησαν από τον Ενάγοντα (ημερ.4/8/15) και τον ΑΧ (ημερ.5/8/15), προς συμμόρφωση τους με τους όρους της επίδικης συμφωνίας μεταβίβασης μετοχών.

 

8.5          Ο Εναγόμενος 1, αναφέρει επίσης ότι το πληρεξούσιο έγγραφο (Τεκμήριο 8 ΕΔ-ΝΖ) παραχωρήθηκε από τον Ενάγοντα συγκεκριμένα για την αγορά διαμερίσματος του τελευταίου και ότι οι σχέσεις του με τον Ενάγοντα πάντα ήταν καλές μέχρι που προέβαλε τις παράλογες απαιτήσεις του στην τηλεφωνική τους επικοινωνία τις 4/6/24.

 

8.6          Ο Εναγόμενος 1 επισυνάπτει στην ΕΔ-ΑΖ τα ακόλουθα έγγραφα ως Τεκμήρια: Αντίγραφο του αγοραπωλητηρίου εγγράφου σε σχέση με το Ακίνητο 1, με τον Εναγόμενο 1 υπό την προσωπική του ιδιότητα ως αγοραστής (Τεκμήριο 1),  αντίγραφα της συμφωνίας δανείου μεταξύ της Εναγόμενης 3 και της Alpha Bank (Τεκμήριο 2), της προσωπικής εγγύησης του Εναγόμενου 1 προς εξασφάλιση του (Τεκμήριο 3) και της έγκρισης μετά των όρων της σχετικής δανειοδότησης (Τεκμήριο 4), αντίγραφα έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και εντύπων ΗΕ57 εις τα οποία φαίνονται οι μεταβιβάσεις των μετοχών από τον Ενάγοντα στον Εναγόμενο 1 στις 4/8/15 και από τον ΑΧ στην Εναγόμενη 2 στις 5/8/15 (Τεκμήρια 5-8), αντίγραφα έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και έντυπο ΗΕ57 αναφορικά με την Aston, εταιρεία που διατηρούσε ο Εναγόμενος 1 με τους τότε συνεταίρους του και τώρα τελεί ως διευθυντής με τη θυγατέρα του (Τεκμήρια 9 και 10), επιστολή εναντίον της εταιρείας «Countrywide» που διατηρούσε ο Εναγόμενος 1 με τους τότε συνεταίρους του σχετικά με οικονομικά προβλήματα κατά την περίοδο 2004, έρευνα από τον Έφορο Εταιρειών σε σχέση με την εκκαθάριση της και επιστολές από την Τράπεζα Κύπρου σε σχέση με ποσά που κλήθηκε να καταβάλει τόσο η εταιρεία όσο και ο Εναγόμενος 1 ως εγγυητής της (Τεκμήρια 11-14), αντίγραφο έρευνας του Εφόρου Εταιρειών αναφορικά με την Εναγόμενη 2 (Τεκμήριο 15), έντυπο ΗΕ57 μεταβίβασης των μετοχών του ΑΧ στην Εναγόμενη 2 ημερ.5/8/15  (Τεκμήριο 16), έντυπο ΗΕ4 με το οποίο διορίστηκε διευθυντής της Εναγόμενης 2, ο Εναγόμενος 1 στις 27/7/11  (Τεκμήριο 17), 3 αγοραπωλητήρια έγγραφα σε σχέση με την πώληση των 3 κατοικιών επί του ΒΜ του Ακινήτου 1 (Τεκμήρια 18-20), αντίγραφο της συμφωνίας δανείου της Εναγόμενης 3 με το Συνεργατικό και εγγράφου υποθήκης επί του Ακινήτου 1 (Τεκμήρια 21 και 22), αντίγραφο αγοραπωλητηρίου εγγράφου του ΝΜ του Ακινήτου 1 στην εταιρεία Aston (Τεκμήριο 23), αντίγραφο επιστολής έγκρισης παραχώρησης δανείου προς την Εναγόμενη 3 από την Εθνική Τράπεζα με τους σχετικούς όρους και την προσωπική εγγύηση του Εναγόμενου 1 (Τεκμήριο 24), αντίγραφο αγοραπωλητηρίου εγγράφου σε σχέση με την αγορά του ακινήτου 2 (3/5) από την Εναγόμενη 3 και της σχετικής συμφωνίας διανομής (Τεκμήρια 25 και 26), έγγραφο που φέρει τον νέο αριθμό εγγραφής του Ακινήτου 2 μετά την διανομή του (Τεκμήριο 27), αντίγραφο συμφωνίας δανείου προς την Εναγόμενη 3 από το Συνεργατικό και συμφωνίας παραχώρησης ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό, μαζί με τις σχετικές υποθήκες (Τεκμήρια 28 και 29), αντίγραφο πολεοδομικής άδειας σε σχέση με την αξιοποίηση του Ακινήτου 2 (Τεκμήριο 30), επιστολές Συνεργατικού προς την Εναγόμενη 3 ως πρωτοφειλέτιδα και τον Ενάγοντα και Εναγόμενο 1, ως εγγυητές της (Τεκμήριο 31), επιστολή του Εναγόμενου 1 και Ενάγοντα προς Συνεργατικό για επανεξέταση της θέσης τους και ανάκληση του τερματισμού του δανείου της Εναγόμενης 3 (Τεκμήριο 32), αντίγραφο διαιτητικής απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 3, του Εναγόμενου 1 και του Ενάγοντα (Τεκμήριο 33), επιστολή δικηγόρων Συνεργατικού προς τον Εναγόμενο 1 σε σχέση με κατάθεση ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του (Τεκμήριο 34), αντίγραφο επιστολής προς το Συνεργατικό για εξώδικη διευθέτηση, σχετική επιστολή έγκρισης και διαφοροποιημένης έγκρισης που ακολούθησε (Τεκμήρια 35-37), αντίγραφα των υπογεγραμμένων εγγράφων μεταβίβασης μετοχών από τον Ενάγοντα και τον ΑΧ (Τεκμήριο 38), αποδείξεις πληρωμής του Συνεργατικού από τον Εναγόμενο 1 (Τεκμήριο 39) και αντίγραφο πώληση του Ακινήτου 2 (Τεκμήριο 40).

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

9.   Την καταχώρηση της ένστασης των Εναγόμενων, ακολούθησε καταχώρηση συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας από πλευράς του Ενάγοντα, υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης του τελευταίου (στο εξής η «ΣΕΔ-ΝΖ»), στα πλαίσια της οποίας, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ακόλουθα, συνοπτικά:

 

10.          Ο Ενάγοντας παραδέχεται ότι μπορεί κάποιες ημερομηνίες ή αριθμοί που ανέφερε στο πλαίσιο της ΕΔ-ΝΖ να μην ήταν ορθοί και εξηγεί ότι αυτό οφείλεται στην παρέλευση αρκετών χρόνων και στο ότι τα αναγκαία έγγραφα βρίσκονταν στην κατοχή του Εναγόμενου 1. Αναφέρει ότι η υπογραφή του επί του Τεκμηρίου 38 ΕΔ-ΑΖ είναι πλαστογραφημένη και ότι προέβηκε σε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία μετά την καταχώρηση της ένστασης. Επίσης, η πώληση του Ακινήτου 2 περιήλθε εις γνώση του μόνο με την καταχώρηση της ένστασης.

 

11.          Ο Ενάγοντας επικαλείται την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας σε σχέση με τις μετοχές της Εναγόμενης 3 ότι αυτές θα ήταν δια τρία. Κατά τον χρόνο εγγραφής της Εναγόμενης 3, αναφέρει ότι δεν αντιμετώπιζε οιαδήποτε οικονομικά προβλήματα και δεν γνώριζε ότι το 1/3 των μετοχών που του αναλογούσαν δεν είχαν εγγραφεί επ’ονόματι του. Αναφέρει ότι οι μετοχές ενεγράφησαν εξ’ολοκλήρου επ’ονόματι του Εναγόμενου 1 γιατί ο τελευταίος ανέλαβε την εγγραφή της Εναγόμενης 3 στην απουσία του Ενάγοντα στο εξωτερικό. Οι παύσεις και οι διορισμοί των αξιωματούχων της Εναγόμενης 3, ως και η παύση του Ενάγοντα από διευθυντής της Εναγόμενης 2, έγιναν αποκλειστικά από τον Εναγόμενο 1 και εν αγνοία του Ενάγοντα.

 

12.          Ο Ενάγοντας εμμένει στη θέση ότι κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος αγοράς του Ακινήτου 1 και αναφέρει ότι η πώληση του ΝΜ του Ακινήτου 1 στην Aston ήταν εικονική, για λόγους που αφορούσαν τον Εναγόμενο 1 και ότι το ΝΜ του Ακινήτου 1 ουδέποτε μεταβιβάστηκε στην Aston.

 

13.          Αναφέρεται επίσης στην ΣΕΔ-ΝΖ ότι ο Ενάγοντας δεν γνώριζε την ύπαρξη του δανείου της Εναγόμενης 3 με την Εθνική Τράπεζα και ότι το δάνειο υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 1. Σε σχέση με τις επιστολές (Τεκμήριο 31), ο Ενάγοντας ενημερώθηκε από τον ΑΧ και τον Εναγόμενο 1, οι οποίοι τον διαβεβαίωναν ότι θα έπαιρναν παράταση στην αποπληρωμή των δανείων. Όμως, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν ενήμερος για τις από πλευράς τους επιστολές προς το Συνεργατικό (Τεκμήρια 35-37), ούτε για οιεσδήποτε προσπάθειες εξεύρεσης λύσης. Το μόνο που είχε ενημερωθεί από τον ΑΧ ήταν ότι γινόταν προσπάθεια να εξασφαλιστεί δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα που εργαζόταν ο Εναγόμενος 1. Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του αφού βρισκόταν στο εξωτερικό. Ουδέποτε συμφώνησε στον συμβιβασμό και ουδέποτε του ζητήθηκε να συνεισφέρει στην αποπληρωμή του δανείου. Για την εξόφληση του από τον Εναγόμενο 1 ενημερώθηκε με την καταχώρηση της ένστασης, αλλά παράλληλα αναφέρει ότι τα επίδικα ακίνητα εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τις σχετικές υποθήκες.

 

14.          Ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην ΣΕΔ-ΝΖ ως Τεκμήριο 1, βεβαίωση υποβολής καταγγελίας του στην Αστυνομία για την αναφερόμενη πλαστογραφία της υπογραφής του.

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

15.          Στο περιεχόμενο της ΣΕΔ-ΝΖ, ανταποκρίθηκαν οι Εναγόμενοι με καταχώρηση δικής τους συμπληρωματικής μαρτυρίας, υπό την μορφή ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου 1 (στο εξής η «ΣΕΔ-ΑΖ»), μέσω της οποίας εμμένουν και επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους ως προβλήθηκαν στην ΕΔ-ΑΖ, απορρίπτοντας τις θέσεις του Ενάγοντα, και μεταξύ άλλων, αναφέρουν και τα ακόλουθα:

 

16.          Ότι έκθεση γραφολόγου επιβεβαιώνει ότι η υπογραφή επί του Τεκμηρίου 38, ανήκει στον Ενάγοντα και ότι ο τελευταίος σκόπιμα υπογράφει έγγραφα με διαφορετικό τρόπο ώστε να δύναται να αμφισβητήσει την υπογραφή τους.

 

17.          Ότι η πώληση του ΝΜ του Ακινήτου 1 στην Aston δεν ήταν εικονική και ότι η μεταβίβαση του δεν έχει γίνει ακόμη λόγω προβλημάτων που αντιμετώπισε η Εναγόμενη 3 στην εξασφάλιση άδειας διαχωρισμού για το Ακίνητο 1.

 

18.          Ότι τα επίδικα ακίνητα της Εναγόμενης 3, δεν εξακολουθούν να είναι υποθηκευμένα, ως αναφέρει ο Ενάγοντας στην ΣΕΔ-ΝΖ, εφόσον το Τεκμήριο 5 της ΕΔ-ΝΖ επιβεβαιώνει ότι αυτές έχουν εξοφληθεί και ακυρωθεί.

 

19.          Στην ΣΕΔ-ΑΖ επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα ως Τεκμήρια: Αντίγραφο έκθεσης γραφολόγου σχετικά με την υπογραφή του Ενάγοντα επί του Τεκμηρίου 38 ΕΔ-ΑΖ (Τεκμήριο 1), έγγραφα που υποδεικνύουν τις διάφορες υπογραφές του Ενάγοντα (Τεκμήρια 2 – 8), αίτηση για εξασφάλιση άδειας διαχωρισμού του Ακινήτου 1 (Τεκμήριο 9), επιστολή Αρχής Ηλεκτρισμού (Τεκμήριο 10) και αντίγραφο διαζυγίου του Εναγόμενου 1 (Τεκμήριο 11).

 

 

III. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

20.          Εφόσον καμία πλευρά δεν επεδίωξε να αντεξετάσει τον ομνύοντα της άλλης πλευράς, η ακρόαση της Αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων τα οποία αναφέρονται στην Αίτηση και Ένσταση, των ενόρκων δηλώσεων που τις συνόδευαν, ως και της συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας που ακολούθησε.

 

21.          Πέραν της υιοθέτησης των γραπτών αγορεύσεων τους που κατέθεσαν σύμφωνα με το σχετικό χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της Αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αγόρευσαν και προφορικά κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η Αίτηση για ακρόαση αναπτύσσοντας την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους.

 

22.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, την εκατέρωθεν υποστηρικτική γραπτή μαρτυρία και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί με αναφορά στη μαρτυρία ποιες από τις θέσεις της κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

23.          Προτού όμως προχωρήσω στην παράθεση της σχετικής νομικής πτυχής και της εφαρμογής της στα υπό εξέταση δεδομένα, να σημειώσω ότι η αποξένωση (πώληση και μεταβίβαση) του Ακινήτου 2 σε άλλη εταιρεία πριν την καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί από πλευράς του Ενάγοντα (βλ. ΣΕΔ-ΝΖ) και μέσω της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου που τον εκπροσωπεί. Συνεπώς, τα επίδικα διατάγματα στην έκταση που αφορούν το Ακίνητο 2, πρέπει να ακυρωθούν σε κάθε περίπτωση εφόσον δεν εξυπηρετούν οποιοδήποτε σκοπό.

 

IV. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

24.          Τα ερωτήματα που τίθενται προς απάντηση είναι α) κατά πόσο ορθά εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα μονομερώς και β) κατά πόσο μπορεί να συνεχίσουν να ισχύουν.

 

25.          Σε σχέση με το ερώτημα α), οι Εναγόμενοι αμφισβητούν τη συνδρομή του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων και της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από πλευράς του Ενάγοντα κατά την μονομερή έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

26.          Είναι πάγια νομολογημένο ότι το επείγον ή η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων για την παροχή θεραπείας μονομερώς αποτελούν δικαιοδοτικό όρο εφόσον παρακάμπτεται η αρχή ότι «ουδείς δικάζεται ανήκουστος» (Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραρλάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040 και Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598). Για τη χορήγηση θεραπείας χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα σχετικά:

 

«9.-(1) Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.»

27.          Το ζήτημα του κατ' επείγοντος, όπως αυτό τίθεται με το άρθρο 9, εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Χ"Βασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1(A) Α.Α.Δ 203 καθορίστηκε το πότε ένα ζήτημα θεωρείται κατεπείγον:

 

«Κατεπείγον θεωρείται ζήτημα, το οποίο περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικο του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί.»

 

28.          Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Antonious M.F.M. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1474 λέχθηκαν επίσης τα ακόλουθα σχετικά:

«Το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν επομένως ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την ενδιάμεση αυτή θεραπεία. »

 

29.          Περαιτέρω, είναι νομολογημένο ότι, όταν ένας διάδικος επιζητεί προσωρινό διάταγμα στην απουσία της άλλης πλευράς, έχει την υποχρέωση να το πράξει με «καθαρά χέρια» να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του μονομερώς (βλ. Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά (1992) 1 Α.Α.Δ.1453 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 734). Επειδή το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη σωρεία παραγόντων, ο αιτητής σε τέτοιες περιπτώσεις έχει υποχρέωση να δείξει καλή πίστη, αφού η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος και είναι άσχετο αν η παράλειψη είναι εσκεμμένη ή έγινε χωρίς πρόθεση εξαπάτησης (βλ.Καρυδά v. Καρυδά Πολιτική Έφεση Αρ. Ε190/2019, ημ.26/2/25). Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως («uberrima fides»)(βλ. Zein κ.ά. v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606). 

 

30.          Στην υπόθεση Brink's-MAT Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 Αll ΕR 188, η οποία υιοθετήθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση των Commerzbank Auslands banken Holding A.G. κ.ά. v. Adeona Holdings Ltd, Πολ. Έφ. αρ. Ε6/14, ημ. 27.2.15, τονίστηκε ότι η αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων θα πρέπει να είναι πλήρης, δίκαιη και ότι τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα που καθορίζονται από τον Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων. Ως προς το τι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στην Commerzbank (ανωτέρω):

 

«Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων. Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής...»

 

31.          Στην Resola (CyprusLtd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1ΑΑΔ 598, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής

 

32.          Σε σχέση με το ερώτημα β), οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση των επίδικων διαταγμάτων στην βάση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

33.          Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι οι μετοχές της Εναγόμενης 2, αποτελούν αντικείμενο τόσο των επίδικων διαταγμάτων όσο και της αγωγής. Σχετικό είναι το άρθρο 4 του Κεφ.6, το οποίο συγκαταλέγεται στη νομική βάση της Αίτησης και σε σχέση με το οποίο, λέχθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Dolego Estates Ltd κ.ά. v. Φιλίππου κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1217:

 

«Το άρθρο 4 αναφέρεται στις θεραπείες τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει και ειδικά ότι είναι δυνατό να δεσμευθεί περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Αγωγής. Οι προϋποθέσεις όμως που πρέπει να συντρέχουν για τη δέσμευση περιουσίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Αγωγής είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60».

 

34.          Προκύπτει από την Νομολογία ότι, όταν αίτηση εξετάζεται δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν.14/60, αυτόματα λαμβάνονται υπόψη και οι πρόνοιες του Άρθρου 4 του Κεφ.6 (βλ. Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231 και Κατσελλή κ.α. vs. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρ. Περ. Στοιχείων ΛΤΔ, Πολ.Εφ.αρ. Ε66/22, ημ.17/11/2023).

 

35.          Επιπρόσθετα, όταν πέραν του Άρθρου 32 του Ν.14/60, η αίτηση βασίζεται και στο Άρθρο 5 του Κεφ.6, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου στο βαθμό που δεν συμπίπτουν με αυτές που θέτει το Άρθρο 32 (βλ. A. J. GEORGHIADES ESTATES LTD vs. N. HADDAD LTD, Πολ.Εφ.αρ.Ε100/2021, ημ.23/10/23).

 

36.          Το άρθρο 5 του Κεφ.6εξουσιοδοτεί την έκδοση διατάγματος αναφορικά με ακίνητη περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του Εναγόμενου ή σε σχέση με την οποία ο Εναγόμενος δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης και αφορά ακίνητη περιουσία που δεν είναι το αντικείμενο της αγωγής (βλ. Papastratis v. Petrides, πιο πάνω και Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520). Στην υπό εξέταση περίπτωση, ένα εκ των επίδικων διαταγμάτων έχει ως αντικείμενο ακίνητα της Εναγόμενης 3, τα οποία όμως δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής και της αξίωσης του Ενάγοντα.

 

37.          Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.α. ν. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1(Α) ΑΑΔ 162 το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ποιοτικό κριτήριο της «καλής βάσης αγωγής» στο Άρθρο 5 είναι παρόμοιο σε έννοια με τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 ενώ το δεύτερο κριτήριο του Άρθρου 5 ότι δηλαδή είναι πιθανόν να παρεμποδιστεί ο ενάγων από το να ικανοποιήσει μεταγενέστερη στην απόφαση υπέρ του, προσομοιάζει με το τρίτο κριτήριο του Άρθρου 32.

 

38.          Το άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 ορίζει τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, οι οποίες αναλύθηκαν στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557 όπως και στη Νομολογία που ακολούθησε (βλ. Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782 και Πουργουρίδη v. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201) και απαιτούν όπως ο αιτητής αποδείξει ότι i) υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ii) υπάρχει καλή βάση αγωγής και καλές πιθανότητες ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης και iii) εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη.

 

39.          Το Δικαστήριο, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο δεν αποφασίζει επί της ουσίας της αγωγής, ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263).

 

40.          Σε περίπτωση που πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32, το Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, διεργασία γνωστή ως «το ισοζύγιο της ευχέρειας». (βλ.Mints κ.α vs. Shishkin κ.α., Πολ.Εφ.αρ. Ε70/20, Ε69/20 και Ε71/20, ημ.10/1/24). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο το Δικαστήριο εξετάζει την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα συμφέροντα των μερών και οφείλει να επιλέγει την οδό που εμπεριέχει τους ολιγότερους κινδύνους αδικίας (βλ.Ευστρατίου v. Dickran Ouzounian and Company Ltd (2014) 1Α Α.Α.Δ. 212)

 

41.          Στα πλαίσια της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, απαιτείται, όπως, μέσα από τη δικογραφημένη θέση του Αιτητή, αποκαλύπτονται γεγονότα τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης (βλ. Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd, πιο πάνω και Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολ.Έφ. Αρ. Ε51/2022, ημ. 3.2.2023). Τούτο, πρέπει να προκύπτει, πρωτίστως, από την έκθεση απαίτησης, δηλαδή από τα δικογραφημένα ουσιώδη γεγονότα αυτής (Δ.19 κ.4 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και Παύλου v. Μεττά  Πολ. Εφ. Αρ. Ε189/2017 ημ.16/7/24). Σε περίπτωση που δεν έχει καταχωριστεί ακόμα το εν λόγω δικόγραφο, πρέπει να προκύπτει από τη μαρτυρία η οποία υποστήριζε την αίτηση για έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου, πιο πάνω). Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης (βλ. Δημητριάδη vs. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολ.Εφ.αρ.Ε101/2022, ημ.5/3/24).

 

42.          Η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο Αιτητής σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του και εξετάζεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Η τελευταία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας (Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585 και Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253). Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (βλ. Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ.731).

 

43.          Στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. v. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφ.Αρ. Ε143/2015, ημ. 23/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A102, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».»

 

44.          Στην απόφαση Δήμος Λάρνακας Royal Ris Restaurant Ltd, Πολ. Έφεση Ε187/17, ημερ. 25.1.19, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας στα πλαίσια ακρόασης ενδιαμέσων διαταγμάτων,:

 

«Όπου η αξιολόγηση είναι αναγκαία, αυτή πρέπει να γίνεται, για τους περιορισμένους και καθορισμένους σκοπούς, της παρούσας διαδικασίας και βεβαίως όχι για οριστική κατάληξη σε συμπεράσματα. Τούτο θα πρέπει να γίνεται μόνο για εξέταση, εκ πρώτης όψεως, των εκατέρωθεν θέσεων με έμφαση στην εκδοχή του αιτητή, που θα πρέπει να στοιχειοθετήσει ότι υπάρχει, στη βάση δοσμένου μαρτυρικού υλικού, καλή βάση αγωγής και κατά δεύτερο, πιθανότητα επιτυχίας».

 

45.          Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (ανωτέρω), είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων. Όμως, η εν λόγω προϋπόθεση, ικανοποιείται όχι μόνο όταν η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα ήταν επαρκής θεραπεία αλλά και στην περίπτωση όπου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο Εναγόμενος να ικανοποιήσει απόφαση που ενδεχομένως ληφθεί εναντίον του. Η νομολογία αποφάνθηκε πως κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης δεν είναι απαραίτητη η παρουσίαση μαρτυρίας για την απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης ενός εναγόμενου για τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση της περιουσίας του (βλ. Larticon Co v. DETERGENTA DEVELOPMENTS LTD (2004) 1B Α.Α.Δ. 1121). Σύμφωνα με την απόφαση στην C.Phasarias (Automotive Centre) ltd v. Σκυποποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001 1 Α.Α.Δ. 785, «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.»».

 

46.          Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Κυρισάββας κ.ά. v. Κίζη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1245, λέχθηκε ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, και ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψιν  (βλ. Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848 και Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231).

 

V.  ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Ή ΑΛΛΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

47.          Η εν λόγω προϋπόθεση εξετάζεται πρώτη, εφόσον, ως προκύπτει και από τις αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, είναι δικαιοδοτικής φύσεως, και η μη ικανοποίηση της, στη βάση των σχετικών γεγονότων, καθιστά το εκδοθέν διάταγμα άκυρο εξ υπαρχής (βλ. Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78). Το εν λόγω ζήτημα άπτεται της ουσίας των πραγμάτων ως αυτή εξάγεται ή και συνάγεται από τα γεγονότα και όχι από την οποιαδήποτε περιγραφή ή ονομασία που επιλέγουν να αποδίδουν ή να προσαρτούν σε αυτά οι διάδικοι (βλ. CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.α. v. CONTENT UNION S.A. Πολ.Εφ.αρ. E35/2018 και Ε34/2018, ημ.8/4/21).

 

48.          Ο Ενάγοντας, καταχώρισε την αίτηση του στις 10/7/24 μονομερώς, επικαλούμενος κατεπείγον στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και του κινδύνου αποξένωσης των επίδικων μετοχών και των ακινήτων της Εναγόμενης 3. Στην ΕΔ-ΝΖ που συνόδευε την Αίτηση του κατά την καταχώριση της και έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι προσήλθε στην Κύπρο μετά την 10/4/24 και ότι προσπαθούσε επανειλημμένως να επικοινωνήσει με τον Εναγόμενο 1 τόσο απευθείας όσο και μέσω του υιού του τελευταίου σε σχέση με τα οικονομικά των Εναγόμενων 2 και 3 και τα ακίνητα της τελευταίας. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που τελικά είχαν στις αρχές Ιουνίου 2024, ο Εναγόμενος 1 ανέφερε στον Ενάγοντα ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 και τα ακίνητα της τελευταίας ανήκαν στον Εναγόμενο 1 και να μην τον ξαναενοχλήσει. Ο Ενάγοντας στη συνέχεια επισκέφθηκε τους δικηγόρους του, οι οποίοι προέβησαν στις σχετικές έρευνες στον Έφορο Εταιρειών και επιβεβαίωσαν τις επίδικες μεταβιβάσεις μετοχών και αλλαγές αξιωματούχων. Ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας ότι εάν δεν εμποδιστούν οι Εναγόμενοι, εξαιτίας και της προηγούμενης δόλιας συμπεριφοράς τους, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον θα προχωρήσουν στην αποξένωση των μετοχών της Εναγόμενης 2,  καθιστώντας δύσκολη αν όχι αδύνατη η ικανοποίηση της αξίωσης του εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, και στην αποξένωση των μετοχών της Εναγόμενης 3, και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να απωλέσει το επακόλουθο κέρδος από την εκμετάλλευση των ακινήτων αυτής. Ως προκύπτει από τον φάκελο, στις 10/7/24 ο Ενάγοντας καταχώρησε τόσο την αγωγή όσο και την μονομερή αίτηση του.

 

49.          Οι Εναγόμενοι, μέσω της Ένστασης και ΕΔ-ΑΖ, απορρίπτουν την συνδρομή του κατεπείγοντος ή της ύπαρξης ιδιαίτερων περιστάσεων κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, διότι δεν υπήρξε πρόθεση από πλευράς του Εναγόμενου 1 να αποξενώσει τις μετοχές της Εναγόμενης 2 και ο Ενάγοντας απέτυχε να καταδείξει οιαδήποτε στοιχεία ή τέτοια πρόθεση, οι 3 κατοικίες επί του ΒΜ του Ακινήτου 1 της Εναγόμενης 3 ως και το ΝΜ του Ακινήτου 1, πωλήθηκαν εις γνώση του Ενάγοντα πριν την καταχώρηση της Αίτησης και  το ακίνητο 2 της Εναγόμενης 3 επίσης μεταβιβάστηκε σε αγοραστή πριν την καταχώρηση της Αίτησης. Ενώ επιβεβαιώνουν την επικοινωνία που είχε ο Ενάγοντας με τον Εναγόμενο 1 τον Ιούνιο 2024, ισχυρίζονται ότι αφορμή για την επικοινωνία ήταν ότι ο Ενάγοντας ήδη γνώριζε για την πώληση του Ακινήτου 2 και διεκδικούσε μερίδιο από το τίμημα πώλησης ενώ είχε ήδη ελεύθερα και έναντι καλού ανταλλάγματος μεταβιβάσει τις μετοχές της Εναγόμενης 2 στον Εναγόμενο 1 το 2015.

 

50.          Ο Ενάγοντας, προς αντίκρουση των πιο πάνω, στην ΣΕΔ-ΝΖ αναφέρει ότι η πρώτη φορά που έμαθε για την πώληση του Ακινήτου 2 ήταν με την καταχώρηση της Ένστασης των Εναγόμενων.

 

51.          Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, ημερ. 17.7.2014, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1Β ΑΑΔ 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος

 

52.          Στην υπόθεση Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά.εις την οποία γίνεται αναφορά στην Commerzbank (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι α) το κατεπείγον πρέπει να τεκμηριώνεται εξ υπαρχής και η εικόνα που μεταδίδεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση, δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί μεταγενέστερα είτε με αντεξέταση είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, β) ήταν λάθος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να συναρτήσει τη μη τεκμηρίωση του κατεπείγοντος μόνο με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για πρόθεση της εφεσίβλητης να αποξενώσει το κτήμα και γ) σύμφωνα με τη νομολογία εκείνο που πρωτίστως μετρά στην ικανοποίηση του κατεπείγοντος, είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση - εφόσον γίνουν - στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδέχεται να εκδοθεί,  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανεξήγητη καθυστέρηση στην προώθηση αιτήματος για χορήγηση θεραπείας παύει να αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση της.

 

53.          Δεν θεωρώ ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η εικόνα που έπεισε το Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης μονομερώς και να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα έχει αλλοιωθεί μέσω της γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε μετά την επίδοση το στους Εναγόμενους. Η καθυστέρηση που εισηγούνται οι Εναγόμενοι, άπτεται της ουσίας της διαφοράς, εφόσον διίστανται οι εκατέρωθεν θέσεις ως προς το κατά πόσο γνώριζε ο Ενάγοντας για την μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε στην Εναγόμενη 2 και τις αλλαγές στους αξιωματούχους αυτής. Μέσω της ΕΔ-ΑΖ, επιβεβαιώνεται ότι υπήρξε επικοινωνία μεταξύ του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 1 κατά τον Ιούνιο του 2024, αλλά και πάλι διίστανται οι θέσεις των διαδίκων σε σχέση με το περιεχόμενο αυτής, που αποτέλεσε έναυσμα, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, για την καταχώρηση της αγωγής και της υπό εξέταση αίτησης. Όμως, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε αξιολόγηση των εν λόγω θέσεων στο στάδιο αυτό. Δεδομένου του χρόνου κατά τον οποίο ο Ενάγοντας προέβη στην καταχώριση της μονομερούς αίτησης, υπό το φως του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε για τα σχετικά γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αξίωση του,  κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα οιασδήποτε καθυστέρησης από πλευράς του και σε κάθε περίπτωση παρουσίασε εξήγηση ως προς το διάστημα που μεσολάβησε (ανάθεση της υπόθεσης στους δικηγόρους του για επιβεβαίωση των επίδικων μεταβιβάσεων και αλλαγών).

 

54.          Σε κάθε περίπτωση, ως επιβεβαιώθηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (ανωτέρω), το στοιχείο το στοιχείο του χρόνου, δεν είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να επιδράσει θετικά στο Δικαστήριο για την έκδοση μονομερούς διατάγματος εφόσον το άρθρο 9 του Κεφ. 6 ρητά αναφέρει ότι η εξουσία του Δικαστηρίου ενεργοποιείται όταν αποδειχθεί είτε το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση.

 

55.          Εν όψει της θέσης του Ενάγοντα, περί διαπίστωσης από πλευράς του για την μεταβίβαση των επ’ονόματι του μετοχών της Εναγόμενης 2 στον Εναγόμενο 1 τον Ιούνιο του 2024 μετά από την επικοινωνία που είχε με τον Εναγόμενο 1, σε συνδυασμό με την αναντίλεκτη μαρτυρία που προσάχθηκε σε σχέση με τις αλλαγές στις εταιρικές και μετοχικές δομές της Εναγόμενης 2 για την επίδικη περίοδο, οι φόβοι που είχε εκφράσει, ότι τυχόν επίδοση της αίτησης θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω αποξένωση περιουσίας, κρίνονται εύλογοι. Τέτοια τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση των μετοχών της Εναγόμενης 2 προφανώς θα επηρέαζε την ικανοποίηση δικαστικής απόφασης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 εφόσον αξιώνει με την αγωγή επανεγγραφή των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ονόματι του, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες επ’ονόματι του Εναγόμενου 1.

 

56.          Με την ίδια λογική, συνιστούσαν ιδιαίτερες περιστάσεις και οι εύλογοι φόβοι τους οποίους είχε εκφράσει ο Ενάγοντας όσο αφορά τις μετοχές της Εναγόμενης 2 στην Εναγόμενη 3 και τα ακίνητα της τελευταίας, ότι τυχόν επίδοση της αίτησης θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για αποξένωση της εν λόγω περιουσίας, οπότε και το αίτημά του για διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων θα καθίστατο άνευ αντικειμένου (βλ.Αποστόλου v. Ιωάννου, (2012) 1 ΑΑΔ 604).

 

57.          Επομένως, οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται.

ΜΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

58.          Η θέση των εναγόμενων είναι ότι ο Ενάγοντας παραβίασε το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων και κατά συνέπεια δεν προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου με καθαρά χέρια κατά την εξασφάλιση των επίδικων διαταγμάτων. Μέσω της ΕΔ-ΑΖ παραθέτουν και τα συγκεκριμένα γεγονότα που παρέλειψε να αποκαλύψει (βλ.παρ.8.4 πιο πάνω).

 

59.          Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, τα ουσιώδη στοιχεία που οφείλει να αποκαλύψει ο Αιτητής είναι εκείνα που καθορίζονται από τον Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων. Η όποια μη αποκάλυψη γεγονότος για να έχει ως αποτέλεσμα τη μη οριστικοποίηση προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αφορά σε ουσιώδη θέματα της αντιδικίας και γενικά η εικόνα που παρουσιάστηκε στη μονομερή διαδικασία να τείνει να δώσει μια εικόνα των πραγμάτων, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής άποψης, πολύ διαφορετική από την τελικά διαμορφωθείσα στο τέλος της ενδιάμεσης διαδικασίας, ώστε το αποτέλεσμα αυτής να κρίνεται ακροσφαλές (βλ. Rybolovlev Dmitry και Άλλοι ν. Elena Rybolovleva(2010) 1 ΑΑΔ 82). Σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε τέτοιες περιπτώσεις και τα πάντα εξαρτώνται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ.Επιφανείου v. Σπανού, Πολ.Εφ.αρ.Ε76/18, ημ.16/11/23).

 

60.          Με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει οιαδήποτε κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου από πλευράς του Ενάγοντα και εξηγώ πιο κάτω γιατί.

 

61.          Το μεγαλύτερο μέρος των όσων επικαλείται η πλευρά των εναγόμενων ως ουσιώδη γεγονότα που απέκρυψε ο Ενάγοντας, είναι είτε αμφισβητούμενα από πλευράς του (π.χ. συμφωνία μεταξύ Α.Χ., Εναγόμενου 1 και Ενάγοντα σε σχέση με της μετοχές της Εναγόμενης 3, επίδικη συμφωνία μεταβίβασης μετοχών και υπογραφή του Ενάγοντα επί του Τεκμηρίου 38 ΕΔ-ΑΖ) ή ισχυρίζεται έλλειψη γνώσης προς αυτά (π.χ. συμβιβασμός και πώληση Ακινήτου 2) και προφανώς δεν θα αποκαλύπτονταν από τον Ενάγοντα κατά το μονομερές στάδιο της αίτησης, αφού δεν συνάδουν με την δική του εκδοχή των γεγονότων, η οποία προβάλλεται μέσω των ενόρκων δηλώσεων του (βλ. Zondrvan Group Ltd v. Bonalbo Fiduciaries Ltd κ.ά, Πολ. Έφεση Αρ. Ε.64/2015, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A342). Επίσης, αφορούν την ουσία της διαφοράς, στην αξιολόγηση των οποίων το Δικαστήριο δεν θα προβεί στο στάδιο αυτό.            

 

62.          Ορισμένες ανακρίβειες που έφεραν στην επιφάνεια οι Εναγόμενοι μέσω της ΕΔ-ΑΖ (π.χ. ονόματα πιστωτικών ιδρυμάτων, ημερομηνίες και αριθμοί), ο Ενάγοντας στην ΣΕΔ-ΝΖ δικαιολογεί στην βάση παρέλευση μεγάλης χρονικής περιόδου, της απουσίας του στο εξωτερικό και στο ότι τα σχετικά έγγραφα ήταν στην κατοχή του Εναγόμενου 1, αλλά και πάλι δεν θεωρώ ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των ουσιωδών γεγονότων που θα αλλοίωναν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της αίτησης μονομερώς. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορές που προέκυψαν μετά την καταχώρησης της ένστασης σε σχέση με τιμήματα αγοράς των επίδικων ακινήτων, για ορισμένες των οποίων ο Ενάγοντας έτσι και αλλιώς παρουσιάζει την δική του εκδοχή (βλ. π.χ παρ.11 και 18 ΣΕΔ-ΝΖ).

 

63.          Κρίνω επίσης ότι δεν προκύπτει οιαδήποτε κακοπιστία στην παράλειψη  αναφοράς του Ενάγοντα σε πώληση του ΝΜ του Ακινήτου 1 στην Aston ή η σχέση του με την τελευταία, εφόσον η εκδοχή που παρουσίασε μέσω της ΣΕΔ-ΝΖ, ότι εξακολουθεί να ανήκει στην Εναγόμενη 3 καθότι η πώληση ήταν εικονική, συνάδει με την αρχική του θέση. Ούτε κρίνω ότι το εν λόγω γεγονός θα οδηγούσε, υπό το σύνολο των περιστάσεων, σε διαφορετική κρίση από πλευράς του Δικαστηρίου, εφόσον η θέση των Εναγόμενων είναι ότι το ακίνητο δεν έχει ακόμη μεταβιβαστεί από την Εναγόμενη 3 στον ισχυριζόμενο αγοραστή. Το ίδιο εφαρμόζει στην θέση του περί της μη εξάλειψης υποθηκών επί των επίδικων ακινήτων, εφόσον η επιβάρυνση ακινήτων με υποθήκη, δεν επηρεάζει κατ’ανάγκη την κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αποξένωση των ακινήτων που βαρύνουν.

 

64.          Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (ανωτέρω) αποφασίσθηκε ότι η παράλειψη αποκάλυψης στοιχείων που  δεν θα προσέθεταν οτιδήποτε στην αντίληψη του Δικαστηρίου που θα το ωθούσε σε απόρριψη της αίτησης, δεν συνιστούσε μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, δεδομένου ότι με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση παρατέθηκε το όλο φάσμα της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, ώστε το Δικαστήριο να κατανοήσει τα απαραίτητα στοιχεία που είχαν ουσιαστική σημασία στο στάδιο ακρόασης της μονομερούς αίτησης.

 

65.          Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω στο ότι δεν έχει προκύψει οιοδήποτε στοιχείο μετά την καταχώρηση της ένστασης και της γραπτής μαρτυρίας που ακολούθησε, που να αλλοιώνει ουσιωδώς την εικόνα που παρουσίασε ο Ενάγοντας επί της οποίας βασίστηκε η κρίση του Δικαστηρίου κατά με την μονομερή έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ή που να καταδεικνύει οιαδήποτε κακοπιστία από πλευράς του.

 

66.          Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται.

 

ΣΟΒΑΡΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΡΟΣ ΕΞΕΤΑΣΗ

 

67.          Σύμφωνα με τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, για ικανοποίηση της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, απαιτείται, όπως, μέσα από τη δικογραφημένη θέση  του Ενάγοντα, αποκαλύπτονται γεγονότα τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης. Εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, έχει καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης τούτο πρέπει να προκύπτει, πρωτίστως, από το περιεχόμενο της, δηλαδή από τα δικογραφημένα ουσιώδη γεγονότα αυτής.

 

68.          Μέσω της Έκθεσης Απαίτησης, προβάλλονται από πλευράς του Ενάγοντα ισχυρισμοί δόλου, που αφορούν κυρίως το πρόσωπο του Εναγόμενου 1. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο τελευταίος δόλια και/ή παράνομα προέβη στην επ’ονόματι του μεταβίβαση των μετοχών που διατηρούσε ο Ενάγοντας στην Εναγόμενη 2, χωρίς την συγκατάθεση και γνώση του Ενάγοντα και χωρίς να του έχει υπογράψει οτιδήποτε έγγραφο για τον εν λόγω σκοπό. Ο Ενάγοντας παραθέτει λεπτομέρειες των εταιρικών δομών των Εναγόμενων 2 και 3 για την ουσιώδη για την αγωγή περίοδο, της σχέσης του με τους Εναγόμενους και τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της αγωγής, τα οποία αντικατοπτρίζουν τα όσα αναφέρει στην ΕΔ-ΝΖ, και τα οποία έχω ήδη συνοψίσει ανωτέρω. Γίνεται επίσης στα πλαίσια της αξίωσης του, αναφορά σε εις βάρος συνομωσίας από τον Εναγόμενο 1 μετά της Εναγόμενης 2, και η αξίωση του στρέφεται εναντίον και των 2 και διεκδικείται ουσιαστικά η επανεγγραφή των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ονόματι του.

 

69.          Με βάση τα προαναφερθέντα, κρίνω ότι αποκαλύπτονται επαρκής δικογραφημένες λεπτομέρειες από τις οποίες προκύπτει συζητήσιμη υπόθεση στην βάση εναντίον του δόλου ως και στην βάση των Άρθρων 37-42 του Κεφ.148, τα οποία περιλαμβάνονται στην νομική βάση της Αίτησης και αφορούν παράνομη κατακράτηση κινητής περιουσίας και ιδιοποίηση αυτής. Κατά συνέπεια καταλήγω στο ότι πληρείται η 1η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

ΚΑΛΗ ΒΑΣΗ ΑΓΩΓΗΣ & ΥΠΑΡΞΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

70.          Σύμφωνα με τις πιο πάνω νομικές αρχές, κατά την εξέταση της εν λόγω προϋπόθεσης, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του Αιτητή αλλά το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Σύμφωνα με την Lawford v. Κώστας Χ'Γαβριήλ (2004) 1 Α.Α.Δ.818, στα αρχικά στάδια που βρίσκεται η υπό κρίση υπόθεση τα στοιχεία που πρέπει να παρουσιαστούν από πλευράς του Ενάγοντα οφείλουν να είναι τέτοια «...που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση δόλου».

 

71.          Η μαρτυρία που έχει προσαχθεί από πλευράς του Ενάγοντα στα πλαίσια της Αίτησης και η οποία αφορά τις αλλαγές στις εταιρικές δομές και μετοχές της Εναγόμενης 2, δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς των εναγόμενων. Αμφισβητήθηκε όμως η θέση του ως προς την ισχυριζόμενη από πλευράς του άγνοια για την μεταβίβαση των μετοχών που διατηρούσε στην Εναγόμενη 2 (αντικείμενο της αξίωσης του), επ’ονόματι του Εναγόμενου 1 το 2015, και προσάχθηκε σχετική μαρτυρία από πλευράς των εναγόμενων, υπό τη μορφή εγγράφων που κατ’ισχυρισμόν φέρουν την υπογραφή του Ενάγοντα και εξουσιοδοτούσαν την εν λόγω μεταβίβαση (Τεκμήριο 38 ΕΔ-ΑΖ), έκθεση γραφολόγου ως προς την γνησιότητα της υπογραφής του (Τεκμήριο 1 ΣΕΔ-ΑΖ) μεταξύ άλλων εγγράφων επί των οποίων βασίζουν τις θέσεις τους οι Εναγόμενοι.

 

72.          Ο Ενάγοντας, ανταποκρίθηκε μέσω της ΣΕΔ-ΝΖ στις θέσεις των εναγόμενων, επικαλούμενος πλαστογραφία της υπογραφής του και με προσαγωγή μαρτυρίας υπό τη μορφή σχετικής καταγγελίας στην Αστυνομία για πλαστογραφία (Τεκμήριο 1 ΣΕΔ-ΝΖ), εφόσον, ως ισχυρίζεται, τα εν λόγω έγγραφα περιήλθαν εις γνώση του με την καταχώρηση της ένστασης των εναγόμενων.

 

73.          Τα όσα αναφέρει ο Ενάγοντας στην ΣΕΔ-ΝΖ, θεωρώ ότι συνάδουν με την αρχική του θέση ως έχει δικογραφηθεί στο έντυπο απαίτησης του και τη μαρτυρία που είχε παραθέσει μέσω της ΕΔ-ΝΖ προς υποστήριξη της. Ως αποτέλεσμα, έχοντας πάντα υπόψη ότι δεν επιτρέπεται στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο να προβεί σε εις βάθος αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων και μαρτυρίας που προβάλλεται προς υποστήριξη τους, θεωρώ ότι τα στοιχεία που έχουν προσαχθεί, ειδωμένα στο σύνολο τους, καταδεικνύουν πιθανότητα να δικαιούται ο Αιτητής σε θεραπεία. Συνεπώς πληρείται και η 2η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

74.          Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λίμιτεδ (πιο πάνω), δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον αιτητή για πραγματική πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.

 

75.          Είναι φανερό, κατά την αντίληψη μου, με βάση όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη το ιστορικό και την συχνότητα των αλλαγών στην εταιρική δομή και στην κυριότητα των μετοχών της Εναγόμενης 2, ότι, έχει καταδειχθεί ότι χωρίς την οριστικοποίηση του διατάγματος που αφορά τις μετοχές τις τελευταίας, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι μια μελλοντική απόφαση προς όφελος του Ενάγοντα θα είναι αδύνατον να εκτελεστεί και/ή θα παραμείνει ανικανοποίητη, εφόσον αυτό που αξιώνει είναι την επανεγγραφή των εν λόγω μετοχών επ’ονόματι του από τους Εναγόμενους 1 και 2. Συνεπώς, στην περιορισμένη αυτή έκταση, θεωρώ ότι πληρείται και η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

 

76.          Όμως, σε σχέση με τα υπόλοιπα επίδικα διατάγματα, τα οποία αφορούν τις μετοχές που κατέχει η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 και τα ακίνητα της τελευταίας, δεν θεωρώ ότι έχει προσαχθεί οτιδήποτε υπό μορφή μαρτυρίας που να καταδεικνύει πιθανή επίδραση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ του Ενάγοντα.

 

77.          Ως έχει ήδη αναφερθεί, οι μετοχές της Εναγόμενης 3 και τα ακίνητα της τελευταίας δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής και της αξίωσης του Ενάγοντα. Η αξίωση του επικεντρώνεται στην επανεγγραφή των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ονόματι του. Δεν προκύπτει οτιδήποτε από την προσαχθείσα μαρτυρία που να υποδεικνύει ότι θα εμποδιστεί η επανεγγραφή των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ονόματι του εάν δεν διατηρηθούν σε ισχύ τα διατάγματα που σχετίζονται με την Εναγόμενη 3. Δεν αποτελεί η παρούσα περίπτωση στην οποία αξιώνονται από πλευράς του αποζημιώσεις εναντίον των εναγόμενων οι οποίες ενδεχομένως να μην ικανοποιηθούν λόγω αποξένωσης της εν λόγω περιουσίας αλλά ούτε έχει ο Ενάγοντας παρουσιάσει οιονδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο που να καταδεικνύει πιθανότητα δυσμενούς επηρεασμού, για παράδειγμα, με την μείωση της αξίας των μετοχών που αξιώνει εάν δεν εμποδιστεί η αποξένωση των μετοχών που κατέχει η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 ή εάν αποξενωθούν τα ακίνητα της τελευταίας.

 

78.          Ο Ενάγοντας, δεν έχει καταδείξει επαρκώς ποια θα είναι η ανεπανόρθωτη ζημιά, την οποία θα υποστεί σε περίπτωση μη οριστικοποίησης των εν λόγω διαταγμάτων. Η αναφορά του του ότι η αποξένωση των 70 μετοχών που κατέχει η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 θα έχει ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο ίδιος το επακόλουθο κέρδος από την εκμετάλλευση των δύο ακινήτων είναι γενική και αόριστη. Έχοντας υπόψη επίσης ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 είναι νομικές οντότητες, που διαθέτουν νομική προσωπικότητα χωριστή και διακεκριμένη από τους μετόχους τους (βλ.Salomon vSalomon & Co [1897] A.C.22), όφειλε ο Ενάγοντας να παραθέσει τα απαραίτητα στοιχεία που εκ πρώτης όψεως να δημιουργούν ένα συνδετικό κρίκο της αξίωσης του (την επανεγγραφή των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ονόματι του) με τα οφέλη που θα αποκόμιζε η Εναγόμενη 3 από την εκμετάλλευση των επίδικων ακινήτων, ως και την έκταση αυτών.

 

79.          Η εξουσία  του άρθρου 32 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος η οποία  αποσκοπεί στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής πρέπει να ασκείται με φειδώ και όχι ως μέτρο γενικής εξασφάλισης για το ενδεχόμενο είσπραξης εξ αποφάσεως χρέους (βλ. Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1759 και Spidertrade Com Finance Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 (Α) ΑΑΔ 126).  Ως αναφέρθηκε στην Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (πιο πάνω), η συγκεκριμένη εξουσία «δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή».

 

80.          Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση σε σχέση με τα διατάγματα υπ’ αρίθμηση 2 και 3.

 

ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ

81.          Ως έχει αναφερθεί ήδη στα πλαίσια της νομικής πτυχής που παρατέθηκε ανωτέρω, η ικανοποίηση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 δεν οδηγεί αυτόματα στην έκδοση ή οριστικοποίηση των διαταγμάτων. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εάν με βάση τα γεγονότα της παρούσα υπόθεσης το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.

 

82.          Με δεδομένο ότι ο Ενάγοντας, ως ανωτέρω εξέτασα, σε περίπτωση που ευσταθούν οι ισχυρισμοί του, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος, σε περίπτωση αποξένωσης των μετοχών που κατέχει ο Εναγόμενος 1 στην Εναγόμενη 2, να μην εκτελεστεί ή να παραμείνει ανικανοποίητη μια μελλοντική απόφαση προς όφελος του, σε αντίθεση με την ανυπαρξία ισχυρισμών για ουσιαστική ζημιά των Εναγόμενων 1 και 2 σε περίπτωση που οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα απορριφθούν, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας στην προκειμένη περίπτωση κλίνει υπέρ του τελευταίου. Δεν τέθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς των Εναγόμενων 1 και 2 σε σχέση με τυχόν ζημιά σε περίπτωση οριστικοποίησης του σχετικού εκδοθέντος διατάγματος.

 

83.          Σε σχέση με επίδικα διατάγματα που αφορούν τις μετοχές που κατέχει η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 και τα ακίνητα της τελευταίας, λαμβάνοντας υπόψη μου τα όσα έχω αναφέρει ανωτέρω (βλ.παρ. 23 και 76-78 πιο πάνω) κρίνω ότι η οριστικοποίηση των σχετικών διαταγμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί οιοδήποτε σκοπό και ότι κλίνει υπέρ του Ενάγοντα το ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

84.          Συνακόλουθα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω αποφασίζω τα ακόλουθα σε σχέση με την αίτηση ημερομηνίας 10/7/2024:

(α) Τα διατάγματα ημερομηνίας 19/7/2024, παράγραφοι αρ.2 και αρ.3, ακυρώνονται, και η αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 στην προαναφερόμενη, περιορισμένη έκταση, απορρίπτεται.

 

(β) Το  διάταγμα ημερομηνίας 19/7/2024, παράγραφος αρ.1, καθίσταται απόλυτο και η αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 στην προαναφερόμενη, περιορισμένη έκταση, εγκρίνεται.

 

85.          Εφόσον η αίτηση του Ενάγοντα εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 έχει επιτύχει, έστω και μερικώς, δεν υπάρχει λόγος τα έξοδα της αίτησης να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και συνεπώς επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα / Αιτητή και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 / Καθ’ων η Αίτηση 1 και 2, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

86.          Σε σχέση με την Εναγόμενη 3, εφόσον η αίτηση και τα διατάγματα στην έκταση που την αφορούν έχουν απορριφθεί, αλλά λαμβανομένου υπόψη του ότι έτυχε κοινής νομικής εκπροσώπησης μετά των Εναγόμενων 1 και 2, προβαίνοντας και σε καταχώρηση κοινής ένστασης με τους τελευταίους, την φύση των επίδικων διαταγμάτων και της διαδικασίας, τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης 3 / Καθ’ης η Αίτηση 3 και εναντίον του Ενάγοντα / Αιτητή, αλλά στο 1/3 του ποσού ως θα υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθεί από το Δικαστήριο και εκδίδω ανάλογη διαταγή.

 

 

 

                                                                                    (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο