
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 651/2024 (IJ)
Μεταξύ:
Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας με την Ονομασία Lordos Les Sirenes
Ενάγουσας,
ν.
Tariole Limited (HE XXXXXX)
Εναγόμενης.
Αίτηση (εκκρεμούσα διαδικασία) ημερομηνίας 18/9/24
Ημερομηνία: 10 Απριλίου, 2025
Για την Εναγόμενη / Αιτήτρια: κα Ηροδότου για Α.Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Ενάγουσα / Καθ’ης η Αίτηση: κα Δημητρίου για Giorgos Landas LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Με την παρούσα Αίτηση, η Εναγόμενη / Αιτήτρια (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Εναγόμενη») ζητεί διατάγματα με τα οποία α) να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται η επίδοση του Έντυπου Απαίτησης και Έκθεσης Απαίτησης, β) να διαγράφεται και/ή παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται και/η απορρίπτεται το Έντυπο Απαίτησης και/ή Έκθεση Απαίτησης και γ) να εκδίδεται συνοπτική απόφαση προς απόρριψη και/ή παραμερισμό και/ή διαγραφή της απαίτησης της Ενάγουσας / Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής η «Ενάγουσα»).
II. Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
2. Μέσω του έντυπου απαίτησης της, η Ενάγουσα ως η κατ’ισχυρισμόν νόμιμη και εκλελεγμένη Διαχειριστική Επιτροπή κοινόκτητης οικοδομής (στο εξής η «Επίδικη Πολυκατοικία»), η οποία περιλαμβάνει ακίνητο ιδιοκτησίας της Εναγόμενης (στο εξής η «Επίδικη Μονάδα»), διεκδικεί από την τελευταία, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) ποσό ύψους €3.107,78 ως η συμμετοχή και/ή συνεισφορά της Εναγόμενης στα έξοδα συντήρησης, επιδιόρθωσης, αποκατάστασης και διαχείρισης της επίδικης πολυκατοικίας (στο εξής τα «Κοινόχρηστα») για την περίοδο 1/7/23 εώς 30/6/24 (στο εξής η «Επίδικη Περίοδος»), β) ποσό ύψους €4.522,83 ως η συμμετοχή και/ή συνεισφορά της Εναγόμενης σε έξοδα αντικατάστασης του κοινόχρηστου ανελκυστήρα της επίδικης πολυκατοικίας (στο εξής τα «Έξοδα Αντικατάστασης») και γ) ποσό ύψους €315 μηνιαίως ως προϋπολογισθέντα κοινόχρηστα μέχρι την έκδοση απόφασης.
3. Στην έκθεση απαίτησης που συνοδεύει το Έντυπο Απαίτησης της Ενάγουσας, προβάλλονται ισχυρισμοί, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τα ακόλουθα: α) την ιδιότητα της Ενάγουσας και την εκλογή της από την Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της επίδικης πολυκατοικίας, β) την ιδιότητα της Εναγόμενης, ως εταιρεία και ως ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούμενη σε εγγραφή της επίδικης μονάδας η οποία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας, γ) ότι δυνάμει του σχετικού Νόμου και των πρότυπων κανονισμών και/ή των συναλλαγματικών συνηθειών και/ή γραπτής και/ή προφορικής συμφωνίας μεταξύ των κυρίων των διαμερισμάτων της επίδικης πολυκατοικίας, εκδίδονται τιμολόγια ανά τριμηνία σε σχέση με τις κοινόχρηστες δαπάνες και/ή έξοδα του συγκροτήματος, δ) ότι κατά την επίδικη περίοδο, η αναλογία της Εναγόμενης στα κοινόχρηστα σύμφωνα με τον Νόμο και Πρότυπους Κανονισμούς και/ή την Γενική Συμφωνία ανέρχονταν σε ποσό ύψους €3.107,78 για την επίδικη μονάδα, ε) ότι κατόπιν απόφασης της Γενικής Συνέλευσης ημερ.13/11/23 έγινε αντικατάσταση των κοινόχρηστων ανελκυστήρων στο μπλοκ του συγκροτήματος και η αναλογία της Εναγόμενης ανερχόταν σε ποσό ύψους €4.522,83, στ) ότι από 1/7/24 η αναλογία της Εναγόμενης στα κοινόχρηστα της επίδικης πολυκατοικίας σύμφωνα με τον Νόμο και Πρότυπους Κανονισμούς και/ή την Γενική Συμφωνία, ανέρχονται στο ποσό των €315 μηνιαίως για την επίδικη μονάδα, ζ) η Εναγόμενη κλήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας να καταβάλει τα αξιούμενα με την παρούσα αγωγή ποσά, πριν την καταχώρηση της, η οποία όμως δεν το έπραξε, με την δικαιολογία ότι δεν αναγνωρίζει τη σύγκληση της Ενάγουσας ως νόμιμη, η) ότι η Εναγόμενη επιχείρησε την σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για διορισμό Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία, μέσω του Διευθυντή του αρμόδιου Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής ο «Διευθυντής ΤΚΧ»), ο οποίος απέρριψε το αίτημα της αναγνωρίζοντας την ύπαρξη Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία, θ) ότι η Εναγόμενη εφεσίβαλε την απόφαση του Διευθυντή ΚΧ, με αίτηση/έφεση εναντίον των μελών της Ενάγουσας, υπό την προσωπική τους ιδιότητα, η οποία διαδικασία εκκρεμεί και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και ι) ότι η Ενάγουσα έχει καταβάλει ποσά εκ μέρους και/ή προς όφελος της Εναγόμενης, η οποία έχει πλουτίσει αδικαιολόγητα, και η Ενάγουσα δικαιούται να αποζημιωθεί και/ή αποκατασταθεί.
III. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ
ΑΙΤΗΣΗ
4. Οι θέσεις της Εναγόμενης προκύπτουν από το περιεχόμενο της πολυσέλιδης Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση (στο εξής η «ΕΔ-ΝΜ»), της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης που καταχωρίστηκε στην βάση του χρονοδιαγράμματος εκδίκασης της (στο εξής η «ΣΕΔ-ΝΜ»), και από την σωρεία (46) Τεκμηρίων που επισυνάπτονται επί των προαναφερόμενων.
5. Το περιεχόμενο της ΕΔ-ΝΜ μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
5.1 Ο ενόρκως δηλών, είναι εκπρόσωπος και πληρεξούσιος της Εναγόμενης και της μητρικής οργάνωσης της (στο εξής η «SOLFO») και τελούσε ως μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής της επίδικης πολυκατοικίας από το 2018 μέχρι τις 08/10/2023, οπότε και παραιτήθηκε. Αναγνωρίζει ότι η Εναγόμενη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της επίδικης μονάδας και ότι η τελευταία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας. Αναφέρει επίσης ότι η επίδικη πολυκατοικία έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη οικοδομή στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 24/11/23 και ότι δεν έχουν κατατεθεί τροποποιητικοί κανονισμοί εις αντικατάσταση των Πρότυπων Κανονισμών του Κεφ.224. Ο ενόρκως δηλών, αναφέρει περαιτέρω ότι και η SOLFO είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια 6 διαμερισμάτων στην επίδικη πολυκατοικία, και η Ενάγουσα έχει εγείρει παράλληλη αγωγή εναντίον της με πανομοιότυπες αξιώσεις.
5.2 Με βάση τα όσα παραθέτει ο ενόρκως δηλών, προκύπτει ότι οι θέσεις επί των οποίων βασίζεται η αίτηση της Εναγόμενης είναι ότι α) η σύσταση της Ενάγουσας/Διαχειριστικής Επιτροπής είναι παράνομη, καθιστώντας την ανύπαρκτο πρόσωπο και κατά συνέπεια δεν δύναται να προωθεί την παρούσα αγωγή εναντίον της Εναγόμενης και ότι β) η Διαχειριστική Επιτροπή της επίδικης πολυκατοικίας διέπραξε και/ή διαπράττει παραβάσεις των Πρότυπων Κανονισμών και του σχετικού Νόμου, Κεφ.224.
5.3 Σε σχέση με τη σύσταση της Ενάγουσας/Διαχειριστικής Επιτροπής, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι μετά την παραίτηση του, τα εναπομείναντα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, στις 16/10/23 προχώρησαν στη σύγκληση Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης για τις 18/10/23 (στο εξής η «επίδικη ΕΓΣ»), η πρόσκληση για την οποία, συνοδευόμενη από επεξηγηματική επιστολή με ψευδείς ισχυρισμούς για το πρόσωπο του ενόρκως δηλούντα και της Εναγόμενης, στάλθηκε δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δια της ανάρτησης της στους κοινόχρηστους χώρους της επίδικης πολυκατοικίας. Ο ενόρκως δηλών, ο οποίος, κατόπιν σχετικών πιστοποιημένων εξουσιοδοτήσεων, παρουσιάστηκε κατά την επίδικη ΕΓΣ τόσο εκ μέρους της επίδικης μονάδας, αλλά και των 6 μονάδων της SOLFO, διαπίστωσε ότι ο κατάλογος μονάδων επί του οποίου βασίστηκε η διεκπεραίωση της επίδικης ΕΓΣ, δεν περιλάμβανε όλες τις μονάδες από τις οποίες αποτελείτο η επίδικη πολυκατοικία και ότι καμία από τις υπόλοιπες εξουσιοδοτήσεις που είχαν δοθεί σε σχέση με άλλες μονάδες της επίδικης πολυκατοικίας, είχαν πιστοποιηθεί σύμφωνα με την Κυπριακή Νομοθεσία. Από περαιτέρω έλεγχο του καταλόγου διαπίστωσε επίσης ότι ο αναγραφόμενος ως ιδιοκτήτης των Διαμερισμάτων Α302 και Β304, είχε κηρυχθεί αποβιώσας το 2019. Αντίστοιχα, η αναφερόμενη ως κυρία της μονάδας με Αριθμό Πόρτας ΒΧΧ4 δεν είχε το δικαίωμα να εκπροσωπήσει τη μονάδα με Εγγραφή 0/31411 στην απουσία εξουσιοδότησης από την συνιδιοκτήτρια της, και, η αναφερόμενης ως κυρία της μονάδας με Αριθμό Πόρτας ΑΧΧ2, δεν ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της εν λόγω μονάδας. Τα εναπομείναντα, μετά την παραίτηση του ενόρκως δηλούντα, μέλη, δεν παραιτήθηκαν ούτε παύθηκαν πριν ή κατά την επίδικη ΕΓΣ, αλλά διορίστηκαν 3 εντελώς διαφορετικά μέλη. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, στην ετήσια γενική συνέλευση που ακολούθησε στις 13/11/23 (στο εξής η «επίδικη ΕΤΓΣ») δεν πραγματοποιήθηκε οιαδήποτε διαδικασία εκλογής Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία.
5.4 Ως εκ των πιο πάνω, ο ενόρκως δηλών, μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο της Εναγόμενης, υπό διαμαρτυρία, δεν συμμετείχε εκ μέρους της στην ΕΓΣ, ούτε και στην ΕΤΓΣ, για να μην θεωρηθεί ότι συναίνεσε, δια της συμμετοχής του, σε μια Γενική Συνέλευση η οποία δεν διεξαγόταν σύμφωνα με τον Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς.
5.5 Ο ενόρκως δηλών, εκ μέρους των διευθυντών της SOLFO, υπέβαλε αίτηση στις 17/11/23 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού (στο εξής το «ΕΚΓΛ») για διορισμό Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία καταβάλλοντας τα σχετικά τέλη. Το ΕΚΓΛ στην συνέχεια συγκάλεσε Γενική Συνέλευση για την επίδικη πολυκατοικία για τις 22/3/24, η οποία όμως ακυρώθηκε με απόφαση του Διευθυντή ΤΚΧ ημερ.13/3/24 παράλληλα με την απόσυρση του σχετικού φακέλου, αφού λήφθηκε υπόψη ένσταση που υποβλήθηκε στην αίτηση, η οποία βασίζετο στην ύπαρξη ήδη εκλελεγμένης Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία. Η SOLFO κατέθεσε Αίτηση/Έφεση εναντίον της απόφασης του ΕΚΓΛ ημερ.13/3/24 (στο εξής η «Αίτηση/Έφεση»), στρεφόμενης κατά των ατόμων που αντιτάχθηκαν στην αίτηση ημερ.17/11/23 αλλά όχι της Ενάγουσας, η οποία διαδικασία ακόμη εκκρεμεί και δεν έχει ολοκληρωθεί.
5.6 Ως παραβάσεις του Νόμου και Κανονισμών από πλευράς της Ενάγουσας, τόσο με τη σύνθεση που είχε κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και με την προηγούμενη σύνθεση της, ο ενόρκως δηλών αναφέρει, μεταξύ διάφορων άλλων, τα ακόλουθα: α) αποφάσεις της προέδρου της επιτροπής δίδοντας οδηγίες σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών (στο εξής η «LFM LTD») χωρίς να λαμβάνονται αποφάσεις μεταξύ των μελών της σύμφωνα με τους Πρότυπους Κανονισμούς, β) στέγαση υπαλλήλου της LFM LTD σε κοινόχρηστους χώρους της επίδικης πολυκατοικίας χωρίς την απαραίτητη άδεια, γ) αποκλεισμός μονάδων από τη συνεισφορά τους στα έξοδα της επίδικης πολυκατοικίας, δ) παρέμβαση στους κοινόχρηστους χώρους από κατάστημα και μη εξουσιοδοτημένη αποθήκευση απορριμμάτων και δεξαμενών υγραερίου στους κοινόχρηστους χώρους με την ανοχή της LFM LTD ε) διάφορα κομμάτια παράνομης κατασκευής τα οποία δεν αντικατοπτρίζονται στα Σχέδια Οριζόντιου Τμήματος που εκτελούνται από διάφορους ιδιοκτήτες χωρίς να αναφέρονται στον Δήμο και στ) απόκρυψη των συνεισφορών των ιδιοκτητών και των οικονομικών εκθέσεων της LFM LTD.
5.7 Στην ΕΔ-ΝΜ, γίνεται αναφορά σε άλλα, επιπρόσθετα των πιο πάνω, κατ’ισχυρισμόν ζητήματα, ανάλυση των οποίων γίνεται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια από τον ενόρκως δηλούντα με παραπομπή στα τεκμήρια, και τα οποία αφορούν την λειτουργία της Ενάγουσας, την (μη) αντικατάσταση των ανελκυστήρων στην επίδικη πολυκατοικία και το παράλογο πίσω από το ποσό που αξιώνει η Ενάγουσα.
ΕΝΣΤΑΣΗ
6. Η Ενάγουσα καταχώρησε ένσταση, μέσω της οποίας προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει η αίτηση της Εναγόμενης να επιτύχει και τους οποίους παραθέτω συνοπτικά ως εξής: 1. Η Αίτηση είναι καταχρηστική της διαδικασίας και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της, 2. Δεν καταδεικνύεται ότι η αγωγή της Ενάγουσας στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή οτιδήποτε που να δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, 3. Η Έκθεση Απαίτησης παρουσιάζει ικανοποιητικά και/ή επαρκή γεγονότα που καταδεικνύουν καλή βάση αγωγής εναντίον της Εναγόμενης, 4. Τα θέματα που εγείρονται είναι άσχετα με την Ενάγουσα και τις αξιώσεις της, 5. Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, 6. Η ΕΔ-ΝΜ είναι ανεπαρκής και ακαθόριστη και δεν παρέχει πραγματικό υπόβαθρο για να ασκήσει το Δικαστήριο τη Διακριτική του ευχέρεια προς έγκριση της αίτησης, 7. Η Αίτηση γίνεται κακόπιστα και για αλλότριους σκοπούς, βασίζεται σε εκ των υστέρων σκέψεις και αποσκοπεί στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου 8. Η επίδοση της αγωγής είναι νομότυπη και η ακύρωση της θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην Ενάγουσα και 9. Η αίτηση υποβάλλεται καθυστερημένα και χωρίς να έχει η Εναγόμενη επιφυλάξει τα δικαιώματα της κατά την παραλαβή της αγωγής.
6.1 Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση μέλους της Ενάγουσας (στο εξής η «ΕΔ-ΧΑ), στην οποία αναφέρονται, προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, ισχυρισμοί που απαντούν στα «παράπονα» της Εναγόμενης και ισχυρισμούς που αφορά το νομότυπο, σύμφωνα με την Ενάγουσα, της σύσταση της.
6.2 Σε σχέση με τα τα όσα προβάλλονται στην ΕΔ-ΝΜ για τις κατ’ισχυρισμόν παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών, αναφέρει ο ενόρκως δηλών ότι είναι άσχετα με την υποχρέωση της Εναγόμενης για την καταβολή των κοινοχρήστων και τοποθετείτε με αναφορά σε λεπτομέρειες προς αντίκρουση των όσων αποδίδονται στην Ενάγουσα μέσω της ΕΔ-ΝΜ. Μεταξύ άλλων, δικαιολογεί τη μη συμμετοχή κάποιων μονάδων στην συνεισφορά στα έξοδα της επίδικης πολυκατοικίας και αναφέρει ότι λήφθηκε απόφαση από όλους σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα κατόπιν προτροπής του ομνύοντα στην ΕΔ-ΝΜ. Ταυτόχρονα αποδίδεται στον ενόρκως δηλούντα στην ΕΔ-ΝΜ συμπεριφορά η οποία δημιουργούσε κωλύματα στην ορθή λειτουργία της Διαχειριστικής Επιτροπής.
6.3 Σε σχέση με την νομιμότητα της σύστασης της Ενάγουσας/Διαχειριστικής Επιτροπής, αναφέρει ότι τα όσα προβάλλει ο ενόρκως δηλούντας στην ΕΔ-ΝΜ είναι ταυτόσημα με τα όσα προβάλλονται στην Αίτηση/Έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον της Απόφασης του Διευθυντή ΤΚΧ, δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα της για σύγκλιση Γενικής Συνέλευσης για την εκλογή Διαχειριστικής Επιτροπής. Επιπλέον, αναφέρει ότι ο ο ενόρκως δηλούντας στην ΕΔ-ΝΜ, ο οποίος παραιτήθηκε ένα μήνα πριν την λήξη της θητείας του σε μια προσπάθεια του να εκλεγεί ως Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής κατά την ΕΓΣ, άρχισε να αμφισβητεί για πρώτη φορά πρακτικές και διαδικασίες που μέχρι τότε ουδέποτε αμφισβήτησε, παρόλο που ίσχυαν και όταν είχε διοριστεί και ο ίδιος. Μια τέτοια πρακτική ήταν και εκείνη της ψήφου των ιδιοκτητών δια πληρεξουσίων. Ο ενόρκως δηλούντας υπερασπίζεται την νομιμότητα της σύγκλισης της Διαχειριστική Επιτροπής, προβάλλει το επιχείρημα ότι κανένας ιδιοκτήτης δεν αμφισβήτησε την διαδικασία εκλογής και ισχυρίζεται ότι η εκλογή της Ενάγουσας έγινε από την απαρτία των ιδιοκτητών. Περαιτέρω, αναφέρει ότι τα όσα προβάλλει ο ενόρκως δηλούντας στην ΕΔ-ΝΜ, αποφάσισε να τα προβάλει μόνο αφότου πραγματοποιήθηκε η εκλογή του Προέδρου και των μελών της Ενάγουσας/Διαχειριστικής Επιτροπής, δηλαδή αφού έλαβε μέρος στην σχετική διαδικασία και ψήφισε και αφού δεν ικανοποιήθηκε από τα αποτελέσματα της αποφάσισε να αμφισβητήσει τον διορισμό.
6.4 Αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στην ΕΔ-ΝΜ σε σχέση με τις εξουσιοδοτήσεις κατά την ΕΓΣ, τον αριθμό των συμμετεχόντων ψήφων και το των αριθμό των μονάδων της επίδικης πολυκατοικίας, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την πρακτική της Ενάγουσας και τις συνθήκες υπό τις οποίες εκπροσωπήθηκαν ορισμένες μονάδες κατά την ΕΓΣ ο ενόρκως δηλούντας στην ΕΔ-Χ παραθέτει σχετικές εξηγήσεις και αναφέρει ότι ο ενόρκως δηλούντας της ΕΔ-ΝΜ είχε στην κατοχή του παλιά λίστα με τα ονόματα των ιδιοκτητών.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
7. Την καταχώρηση της ένστασης της Ενάγουσας, ακολούθησε καταχώρηση συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας από πλευράς της Εναγόμενης, υπό την μορφή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης (στο εξής η «ΣΕΔ-ΝΜ»), στα πλαίσια της οποίας, ο ενόρκως δηλούντας υπεραμύνεται των αρχικών θέσεων που προβλήθηκαν στην ΕΔ-ΝΜ και προβάλλει την θέση του σε σχέση με του ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ΕΔ-ΧΑ.
8. Όπως αναφέρει, δεν παρέστη στην Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 13/11/2023, παρά μόνο στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 18/10/2023. Αποτελεί θέση του ότι η εκλογή γίνεται σε κάθε Γενική Συνέλευση και όχι σε Έκτακτη Γενική Συνέλευση. Αμφισβητεί τα ποσά που διεκδικούνται, προβαίνοντας σε διάφορους υπολογισμούς ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την διαφωνία του ως προς τον τρόπο υπολογισμού των ψήφων, προβάλλοντας τους δικούς του υπολογισμούς.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
9. Στο περιεχόμενο της ΣΕΔ-ΝΜ, ανταποκρίθηκε η Ενάγουσα με καταχώρηση δικής της συμπληρωματικής μαρτυρίας, υπό την μορφή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης (στο εξής η «ΣΕΔ-ΧΑ»), μέσω της οποίας απαντά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην της ΣΕΔ-ΝΜ και ουσιαστικά αρνείται τις θέσεις που προβάλλονται με αντίστοιχη περαιτέρω επιχειρηματολογία.
IV. ΑΚΡΟΑΣΗ
10. Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στην βάση της πιο πάνω αναφερόμενης γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε εκατέρωθεν προς υποστήριξη της Αίτησης και Ένστασης. Οι ευπαίδευτες συνήγοροι των διαδίκων μέσω των προφορικών και γραπτών τους αγορεύσεων προέβαλαν την επιχειρηματολογία τους. Οι αγορεύσεις έχουν μελετηθεί και ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.
11. Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι δεν έχει προωθηθεί, μέσω των αγορεύσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενος ο αιτούμενος από πλευράς της παραμερισμός και/ή ακύρωση της επίδοσης του Έντυπου Απαίτησης και Έκθεσης Απαίτησης και κατά συνέπεια θεωρώ ότι το σχετικό αιτητικό έχει εγκαταλειφθεί από πλευράς της και απορρίπτεται.
V. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
12. Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής ως οι «ΝΚΠΔ») Μέρος 3.3(1) και (2), 23(4) και (5), 24(1)-(6), 32.14 και 32.15, στον Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο (Κεφ.224) Άρθρα 38Α-38ΚΘ και τους Πρότυπους Κανονισμούς.
13. Η Αίτηση δηλαδή στηρίζεται τόσο επί του Μέρους 3 όσο και επί του Μέρους 24 των ΝΚΠΔ. Στο σημείο αυτό, διευκρινίζεται ότι, λόγω της σχετικά πρόσφατης υιοθέτησης των ΝΚΠΔ και παρά την έρευνα που έχω διενεργήσει, δεν έχω εντοπίσει απόφαση του Εφετείου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου όπου να τυγχάνουν ερμηνείας οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 3 και 24 και αναφορά πιο κάτω γίνεται κυρίως σε Αγγλικές αυθεντίες σχετικές με τις αντίστοιχες δικονομικές πρόνοιες στην Αγγλία.
14. Ανάμεσα στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα για τη συνοπτική διεκπεραίωση των ζητημάτων που δεν χρήζουν «ενδελεχούς διερεύνησης και εκδίκασης» περιλαμβάνεται και η εξουσία διαγραφής δικογράφου ή μέρους δικογράφου σύμφωνα με τον κ.3.3 των ΝΚΠΔ, καθώς και η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, όταν ο ενάγων ή ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 24. Το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αυτές τις εξουσίες κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα.
15. Υπάρχει ουσιαστική αλληλοεπικάλυψη µμεταξύ του Μέρους 24 και του κ.3.3. Το πρακτικό αποτέλεσμα και των δύο διαδικασιών είναι το ίδιο (βλ. Three Rivers District Council v Bank of England [2003] 2 AC 1, [2000] 3 All ER 1 στην παρ. 92). Η ομοιότητα των δύο διαδικασιών είναι τέτοια που το Δικαστήριο μπορεί να μεταχειριστεί μια Αίτηση που γίνεται στη βάση του Μέρους 3.3 ως Αίτηση που γίνεται στη βάση του Μέρους 24 (βλ. Moroney v Anglo-European College of Chiropractice [2009] EWCA Civ 1560 και Taylor v Midland Bank Trust [1999] All ER (D) 831).
16. Σε σχέση με την εξουσία διαγραφής δικογράφου, ο κ.3.3 προνοεί τα εξής:
«3.3. Εξουσία διαγραφής δικογράφου
(1) Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε μέρος δικογράφου.
(2) Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:
(α) το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης·
(β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας· ή
(γ) υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.
(3) Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί κατάλληλο.
.............................................................................................................................................
(5) Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού»
17. «Δικόγραφο», σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κ.2.3 των ΝΚΠΔ «σημαίνει οποιοδήποτε έγγραφο περιλαμβανομένων εντύπου απαίτησης, έκθεσης απαίτησης, όταν αυτή δεν περιλαμβάνεται σε έντυπο απαίτησης, υπεράσπισης, απαίτησης και ένστασης δυνάμει του Μέρους 8, απάντησης στην υπεράσπιση και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο χρησιμοποιείται στην απαίτηση ή οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας φύσης.....»
18. Γενικά, οι αιτήσεις για την έκδοση διατάγματος διαγραφής πρέπει να υποβάλλονται κατά τo στάδιο της προδικασίας (συνήθως μαζί με αίτηση για συνοπτική απόφαση). Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αυτή του την εξουσία αμέσως πριν από τη δίκη ή ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης. Η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική είναι ότι οι αιτήσεις βάσει του κ.3.3 να πρέπει να υποβάλλονται το συντομότερο δυνατόν και πριν από την ενσωμάτωση της απαίτησης στο πρόγραμμα του Δικαστηρίου.
19. Οι λόγοι που αναφέρονται στα εδάφια (α) και (β) του κ.3.3(2) καλύπτουν τα δικόγραφα τα οποία είναι αδικαιολογήτως ασαφή, ασυνάρτητα, κακόβουλα ή προδήλως αβάσιμα, καθώς και άλλες περιπτώσεις οι οποίες δεν συνιστούν νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση ή υπεράσπιση.
20. Παραδείγματα περιπτώσεων όπου το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει ότι η έκθεση απαίτησης δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης (κ.3.3(2)(α)) αποτελούν απαιτήσεις οι οποίες (i) δεν παραθέτουν οποιοδήποτε γεγονός που να καταδεικνύει το αντικείμενο της απαίτησης, (ii) είναι ασυνάρτητες και δεν βγάζουν νόημα ή (iii) παραθέτουν μεν γεγονότα κατά τρόπο συνεκτικό, δηλαδή με μια λογική συνέπεια και συνέχεια, πλην όμως τα εν λόγω γεγονότα, ακόμη και αν είναι αληθή, δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση κατά του εναγόμενου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το δικόγραφο είναι ελαττωματικό, το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον το ελάττωμα μπορεί να διορθωθεί με τροποποίηση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, θα πρέπει πρώτα να δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο διάδικο να το τροποποιήσει, προτού το ίδιο προχωρήσει με τη διαγραφή του (βλ.Soo Kim v Youg [2011] EWHC 1781 (QB).
21. Παρόλο που ο ορισμός «κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας» (κ.3.3(2)(β)) δεν τυγχάνει επεξήγησης στους ΝΚΠΔ, έχει επεξηγηθεί από την Νομολογία. Για παράδειγμα η «χρήση της διαδικασίας για ένα σκοπό ή με έναν τρόπο σημαντικά διαφορετικό από τον συνηθισμένο και αναμενόμενο» (βλ. Attorney General v Barker [2000] 1 F.L.R. 759, DC). Περαιτέρω, όταν ζητείται η επανεκδίκαση ζητημάτων που έχουν ήδη εκδικαστεί σε άλλες υποθέσεις (βλ. Henderson ν Henderson (1843) 3 Hare 100). Ομοίως, όταν το όφελος που μπορεί να έχει ο ενάγοντας από την απαίτηση είναι τόσο περιορισμένης αξίας ώστε να μην αξίζει τον κόπο, και το κόστος της διαδικασίας είναι δυσανάλογο σε σχέση με το όφελος (βλ. Wallis v Valentine [2002] EWCA Civ 1034 και Jameel v Dow Jones and Co [2005] EWCA Civ 75). Το βάρος απόδειξης ως προς την ύπαρξη κατάχρησης διαδικασίας το φέρει ο Αιτητής (βλ. Solland International v Clifford Harris & Co) και το αναμενόμενο επίπεδο απόδειξης είναι υψηλό (βλ. Michael Wilson v Sinclair).
22. Ο λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (γ) του κ.3.3(2), καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες η κατάχρηση δεν έγκειται στο ίδιο το δικόγραφο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο έχει προωθηθεί η απαίτηση ή η υπεράσπιση, όπως σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις προθεσμίες που καθορίζονται από κανονισμούς ή διατάγματα.
23. Όσο αφορά τώρα τη διαδικασία του Μέρους 24 των ΝΚΠΔ, το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να εκτελέσει μέρος του καθήκοντος του όσο αφορά την ενεργό διαχείριση υποθέσεων, και συγκεκριμένα τη συνοπτική διεκπεραίωση των ζητημάτων που δεν χρήζουν «ενδελεχούς διερεύνησης και εκδίκασης» (κ.1.5(2)(γ) των Ν.Κ.Π.Δ.). Δηλαδή, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη (Βλ.κ.24.1 (1) ΝΚΠΔ).
24. Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 2 All ER 91, τονίστηκε ότι «[ε]ίναι σημαντικό, σε κατάλληλες περιπτώσεις, ο δικαστής να κάνει χρήση των εξουσιών που περιέχονται στο Μέρος 24. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, υλοποιεί τον πρωταρχικό σκοπό που περιλαμβάνεται στο Μέρος 1. Εξοικονομεί δαπάνες, διασφαλίζει την επιτάχυνση της διαδικασίας και την εξοικονόμηση των πόρων του δικαστηρίου και γενικώς, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εάν ο ενάγων έχει μια υπόθεση η οποία είναι προδήλως απορριπτέα, τότε είναι προς το συμφέρον του ενάγοντα να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.Ομοίως, εάν μία απαίτηση είναι βέβαιο ότι θα ευοδωθεί, ο ενάγων θα πρέπει να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.»
25. Με βάση τον κ.24.2 των ΝΚΠΔ το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον Ενάγοντα επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος α) αν κρίνει ότι ο τελευταίος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος (κ.24.2(1)(α)(i)) και β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη (κ.24.2(1)(β)) (‘ουσιαστικές προϋποθέσεις’).
25.1 Σε σχέση με τη διαδικασία (‘τυπικές προϋποθέσεις’), ο κ.24.4 διαλαμβάνει ότι η αίτηση υποβάλλεται με βάση το Μέρος 23, η δε αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και/ή αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην απαίτηση του και σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί. Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που προς υποστήριξη της Αίτησης πρέπει να επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας (Κ.24.5(5)).
26. Στον κ.24.6 προβλέπονται τα πιο κάτω διατάγματα, τα οποία δύναται να εκδώσει το Δικαστήριο κατόπιν εκδίκασης αίτησης δυνάμει του Μέρους 24:
(α) απόφαση επί της απαίτησης,
(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης (σε περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται από τον εναγόμενο),
(γ) απόρριψη της αίτησης,
(δ) διάταγμα υπό όρους, το οποίο απαιτεί από διάδικο να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση του διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.
27. Σύμφωνα με τον κ.24.6, το δικαστήριο δύναται, επίσης, να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης και περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.
28. Ως προς την ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Μέρους 24 και συγκεκριμένα των όρων «πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης» και «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη», για τους λόγους που έχω αναφέρει ανωτέρω, αντλώ καθοδήγηση από την Νομολογία σε σχέση με την αντίστοιχη δικονομική πρόνοια στην Αγγλία, δηλαδή το Μέρος 24.2 των Αγγλικών Θεσμών, η οποία είναι πανομοιότυπη με το Μέρος 24.2 των ΝΚΠΔ.
29. Στην υπόθεση Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) (η οποία επικυρώθηκε από το Court of Appeal στην υπόθεση AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098), παράγραφο 15, καθορίστηκε ως η ορθή προσέγγιση όσον αφορά αιτήσεις, της φύσεως ως η υπό εξέταση, η πιο κάτω:
i) Το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν ο ενάγοντας έχει «ρεαλιστική» και όχι «ευφάνταστη» προοπτική επιτυχίας (Swain ν Hillman [2001] 2 All ER 91),
ii) Μια «ρεαλιστική» απαίτηση είναι αυτή που έχει μια καλή προοπτική επιτυχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για απαίτηση η οποία δεν είναι απλώς συζητήσιμη (ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472),
iii) Για να καταλήξει στο συμπέρασμά του περί «ρεαλιστικής» υπόθεσης, το δικαστήριο δεν πρέπει να διεξαγάγει «μικρή δίκη» (“mini trial”) (Swain ν Hillman, πιο πάνω),
iv) Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο πρέπει να δεχτεί τα όσα λέει ο ενάγων ενώπιον του ασυζητητί και χωρίς ανάλυση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να αποδοθεί πραγματική υπόσταση στα γεγονότα που προβάλλονται, ιδιαίτερα εάν δεν συνάδουν με σχετικά επί του θέματος έγγραφα (ED & F Man Liquid Products v Patel, πιο πάνω),
v) Εντούτοις, για να καταλήξει στο συμπέρασμά του, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνον τη μαρτυρία ενώπιον του κατά την αίτηση για συνοπτική απόφαση, αλλά και τη μαρτυρία που ευλόγως αναμένεται ότι θα είναι διαθέσιμη στη δίκη (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No 5) [2001] EWCA Civ 550),
vi) Παρόλο ότι μια υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της δίκης ότι δεν είναι πραγματικά περίπλοκη, αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει χωρίς ενδελεχή διερεύνηση όλων των γεγονότων στη δίκη, (εξέταση η οποία δεν είναι δυνατή ή επιτρεπτή στη διαδικασία της συνοπτικής απόφασης). Συνεπώς, όταν υπάρχει εύλογη αιτία ότι μια πληρέστερη εξέταση των γεγονότων της υπόθεσης θα προσέθετε ή θα διαφοροποιούσε τη μαρτυρία που έχει ενώπιον του ο δικαστής και ως εκ τούτου θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της υπόθεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να είναι επιφυλακτικό να αποφασίζει κατά τρόπο συνοπτικό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει εμφανής σύγκρουση των γεγονότων κατά τον χρόνο που επιλαμβάνεται της αίτησης (Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd ν Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] FSR 63),
vii) Από την άλλη, δεν είναι σπάνιο μια αίτηση δυνάμει του Μέρους 24 να εγείρει ένα σύντομο νομικό ζήτημα και, αν το δικαστήριο πεισθεί ότι κατέχει όλη την αναγκαία μαρτυρία για τη σωστή επίλυση του ζητήματος και ότι οι διάδικοι είχαν επαρκή δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουν επί τούτου, το δικαστήριο θα πρέπει με θάρρος να αποφασίσει επί του θέματος.
30. Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση τόσο από ενάγοντες όσο και από εναγόμενους. Ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης (κ.24.2). Ωστόσο, εάν ο αιτητής προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησής του για συνοπτική απόφαση, τότε ο καθ’ ου η αίτηση φέρει το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας ή ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκη (βλ. παράγραφο 24.2.5 του White Book 2021, Patel και New Zealand Cricket v Neo Sports). Το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται από τον καθ’ου η αίτηση δεν είναι υψηλό (βλ. Patel, ανωτέρω).
VI. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΗΣ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ
31. Σύμφωνα με το αιτητικό της υπό εξέταση Αίτησης, σε συνδυασμό με τη νομική της βάση, ζητείται διαγραφή του έντυπου απαίτησης και/ή της έκθεσης απαίτησης στην βάση του Μέρους 3 των ΝΚΠΔ. Οφείλω να αναφέρω ότι, ενώ το αίτημα προωθείται και μέσω της γραπτής αγόρευσης της πλευράς της Εναγόμενης, καμία ανάλυση και εφαρμογή των σχετικών προνοιών των ΝΚΠΔ γίνεται στα υπό εξέταση δεδομένα.
32. Στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον η έκθεση απαίτησης περιλήφθηκε στο έντυπο απαίτησης της Ενάγουσας (βλ. κ.2.3), η αιτούμενη διαγραφή δυνάμει του κ.3.3 αφορά το έντυπο απαίτησης μαζί με την έκθεση απαίτησης, ως ένα ενιαίο έγγραφο. Παρά το σχετικό αιτητικό, δεν προκύπτει οτιδήποτε, είτε από το σώμα της ίδιας της αίτησης ή της προσαχθείσας μαρτυρίας (βλ. ΕΔ-ΝΜ και ΣΕΔ-ΝΜ) το οποίο να άπτεται των λόγων που προβάλλονται στον κ.3.3 και το οποίο να δικαιολογεί την διαγραφή του εν λόγω δικογράφου. Ούτε έχει προβληθεί οτιδήποτε μέσω των αγορεύσεων της πλευράς της Εναγόμενης που να εισηγείται έστω ότι δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή με βάση τα όσα προνοούνται στον προαναφερόμενο κανονισμό. Ως έχω ήδη αναφέρει, καμία ανάλυση γίνεται με βάση το Μέρος 3, αλλά ούτε και αναφορά σε σχετική νομολογία σε συνδυασμό με τα υπό εξέταση δεδομένα.
33. Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, οι λόγοι για τους οποίους δύναται το Δικαστήριο να διαγράψει δικόγραφο, περιλαμβάνονται, αν και όχι κατά απόλυτα εξαντλητικό τρόπο (εν όψει του κ.3.3(5)), στον κ.3.3.
34. Κατά πόσο το δικόγραφο αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης (κ.3.3(2)(α))
34.1 Σύμφωνα με την σχετική Αγγλική νομολογία, ο συγκεκριμένος λόγος, εξετάζεται στην απουσία μαρτυρίας, με βάση τα όσα αναφέρονται στην ίδια την απαίτηση (βλ. Bridgeman v Brown [2000] EWCA Civ 524, εις την οποία γίνεται αναφορά στην Sofer v SwissIndependent Trustees SA [2020] EWCA Civ 699).
34.2 Η εξουσία του Δικαστηρίου για διαγραφή στην βάση του ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Vince v Wyatt [2015] UKSC 14) και η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετεί το Δικαστήριο σύμφωνα με το Court of Appeal στην υπόθεση Hughes v Richards [2004] EWCA Civ 266. η οποία έχει ως εξής:
«The correct approach is not in doubt: the court must be certain that the claim is bound to fail. Unless it is certain, the case is inappropriate for striking out.»
34.3 Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο θα επικεντρωθεί στο έντυπο απαίτησης, συμπεριλαμβανομένης και έκθεσης απαίτησης που το συνοδεύει, τα οποία μαζί αποτελούν και το μόνο δικόγραφο που έχει καταχωρηθεί στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Με βάση το περιεχόμενο τους, κρίνω ότι προβάλλονται ισχυρισμοί που καταδεικνύουν το αντικείμενο της απαίτησης, με μια λογική και συνέχεια, και αποκαλύπτεται νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση κατά της Εναγόμενης.
34.4 Συγκεκριμένα, προβάλλεται ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα, κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, είναι η Διαχειριστική Επιτροπή της επίδικης πολυκατοικίας. Σύμφωνα με τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος (ΚΕΦ.224) και τη νομολογία, διαχειριστικές επιτροπές έχουν νομική υπόσταση και δικαιοπρακτική ικανότητα και δύνανται να ενάγουν και να ενάγονται (Άρθρο 38ΚΣΤ,Μέρος IIA, Κεφ.224 και Ταλιάνου ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Belmar Complex (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 102). Ειδικότερα, το Άρθρο 38ΙΑ(2) προνοεί για την δυνατότητα Διαχειριστικής Επιτροπής για την ανάκτηση μέσω αγωγής οφειλόμενων δαπανών σε σχέση με κοινόκτητη οικοδομή.
34.5 Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η Εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια ή δικαιούχος μονάδας η οποία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας και έχει την υποχρέωση να καταβάλει τη σχετική αναλογία στα κοινόχρηστα και άλλα έξοδα σε σχέση με την επίδικη πολυκατοικία σύμφωνα με τον Νόμο. Οι εν λόγω θέσεις βρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 38ΙΑ (ως προς την συμμετοχή των κυρίων στις αναγκαίες για την κοινόκτητη οικοδομή δαπάνες) και Άρθρα 2 και 38Α (ερμηνευτικά ως προς τον όρο ‘κύριος μονάδας’) του Κεφ.224, σύμφωνα με τα οποία, ιδιοκτήτης ή δικαιούχος μονάδας σε κοινόκτητη οικοδομή οφείλει να συμμετέχει στις αναγκαίες δαπάνες σε σχέση με την τελευταία.
34.6 Το δικόγραφο περιλαμβάνει ισχυρισμούς σε σχέση με την έκδοση τιμολογίων ανά τριμηνία σε σχέση με διεκδικούμενα έξοδα, ως αναφέρει ο Καν.6 των Πρότυπων Κανονισμών (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Κεφ.224) και για έξοδα που προέκυψαν κατόπιν απόφασης Γενικής Συνέλευσης των κυρίων της επίδικης πολυκατοικίας, για αντικατάσταση ανελκυστήρων στην επίδικη πολυκατοικία, θέση που βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 38Λ.
34.7 Τόσο στο έντυπο απαίτησης όσο και στην έκθεση απαίτησης, παρατίθεται το συνολικό οφειλόμενο ποσό από πλευράς της Εναγόμενης, η αναλογία της στις σχετικές δαπάνες σε μηνιαία βάση με βάση το σχετικό Νόμο και/ή Κανονισμούς, η περίοδος που αφορά η αξίωση της Ενάγουσας και ότι το εν λόγω ποσό δεν έχει καταβληθεί από πλευράς της. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα κατέβαλε τα διάφορα ποσά για λογαριασμό και/ή προς όφελος της Εναγόμενης, τα οποία η τελευταία υποχρεούται να αποζημιώσει την Ενάγουσα.
34.8 Ως αποτέλεσμα, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής του έντυπου απαίτησης στην βάση του κ.3.3(2)(α).
35. Κατά πόσο το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας (κ.3.3(2)(β))
35.1 Με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω (βλ. Attorney General v Barker [2000], Henderson ν Henderson (1843) 3 Hare 100, μεταξύ άλλων), και την ερμηνεία που δίδεται στον ορισμό «κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας» δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του έντυπου απαίτησης, ή ακόμη και την προσαχθείσα μαρτυρία, οτιδήποτε που να άπτεται του συγκεκριμένου λόγου διαγραφής του έντυπου απαίτησης. Φυσικά ούτε έχει εγερθεί οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς της ίδιας της Εναγόμενης που να δεικνύει κάτι τέτοιο, ενώ η πλευρά τους έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης το επίπεδο του οποίου, ως έχω ήδη αναφέρει είναι υψηλό (Solland International v Clifford Harris & Co [2015] EWHC 3259 (Ch) και Michael Wilson v Sinclair [2017] EWCA Civ 3).
35.2 Δεν παραγνωρίζω ότι, στα πλαίσια της προσαχθείσας μαρτυρίας και στο έντυπο απαίτησης, γίνεται αναφορά σε άλλες δικαστικές διαδικασίες. Όμως, η μια εκ αυτών αφορά αγωγή της Ενάγουσας εναντίον άλλης νομικής οντότητας (SOLFO) σε σχέση με άλλες μονάδες της επίδικης πολυκατοικίας. Η άλλη διαδικασία είναι η Αίτηση/Έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή ΤΚΧ, σχετικά με την απόρριψη της αίτησης της Εναγόμενης μέσω της οποίας ουσιαστικά αμφισβητούσε την υπόσταση της Ενάγουσας-Επιτροπής, η οποία όμως δεν στρέφεται εναντίον της τελευταίας και η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Κατά την άποψη μου δεν προκύπτει οτιδήποτε μεμπτό από την καταχώρηση και προώθηση από πλευράς της Ενάγουσας της παρούσας αγωγής, στο ενδιάμεσο, για την διεκδίκηση των κατ’ισχυρισμών οφειλόμενων από πλευράς της Εναγόμενης, έχοντας υπόψη και τα καθήκοντα που της επιβάλλει η σχετική Νομοθεσία ως Διαχειριστική Επιτροπή (βλ. ενδεικτικά Άρθρο 38ΚΖ.-(1) Κεφ.224), τα οποία δεν αναστέλλονται σε περίπτωση κίνησης διαδικασιών όπως η Αίτηση/Έφεση και τα οποία επηρεάζουν τα ιδιωτικά συμφέροντα των υπόλοιπων κυρίων της επίδικης πολυκατοικίας.
35.3 Συνεπώς, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής του έντυπου απαίτησης ούτε στην βάση του κ.3.3(2)(α).
36. Ότι υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα (κ.3.3(2)(γ))
36.1 Προκύπτει από την σχετική Νομολογία ότι εξετάζονται παραλείψεις διαδικαστικής φύσεως στα πλαίσια του συνόλου της εκκρεμούσας διαδικασίας (βλ. Maqsood v Mahmood and another [2012] EWCA Civ 251).
36.2 Κρίνω ότι ούτε ο συγκεκριμένος λόγος διαγραφής πληρείται εφόσον δεν προκύπτει από πουθενά παράλειψη συμμόρφωσης από πλευράς της Ενάγουσας με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα κατά την καταχώρηση ή προώθηση του Έντυπου Απαίτησης, αλλά ούτε προβάλλεται κάτι τέτοιο από πλευράς της Εναγόμενης.
37. Άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού (κ.3.3(2)(5))
37.1 Δεν έχει εγερθεί οτιδήποτε από πλευράς της Εναγόμενης σε σχέση με τη δυνατότητα διαγραφής του έντυπου απαίτησης, στην βάση του κ.3.3(2)(5), αλλά ούτε έχει εντοπίσει το Δικαστήριο οιονδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, ο οποίος να εφαρμόζει στα υπό εξέταση δεδομένα και από τον οποίο δυνατόν να αντλούσε εξουσία διαγραφή του έντυπου απαίτησης. Τα όσα αναφέρονται στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης, και η Νομολογία στην οποία παραπέμπει, αφορούν τη δυνατότητα διαγραφής δικογράφου με βάση το καθεστώς που επικρατούσε πριν την εισαγωγή των ΝΚΠΔ του 2023. Κατά συνέπεια κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής ούτε στην βάση του εν λόγω κανονισμού.
37.2 Με βάση τα προαναφερόμενα, καταλήγω στο ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου με βάση το οποίο να δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή. Ως εκ τούτου, το αιτητικό, στην έκταση που αφορά τη διαγραφή του έντυπου απαίτησης και/ή της έκθεσης απαίτησης, απορρίπτεται.
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
38. Στρέφομαι τώρα στην εξέταση του κατά πόσο δικαιολογείται έκδοση συνοπτικής απόφασης επί των ζητημάτων που εγείρει η Εναγόμενη.
39. ‘Τυπικές Προϋποθέσεις’ που θέτει το Μέρος 24
39.1 Με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, και έχοντας υπόψη τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24, το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που καταχωρήθηκε από πλευράς της Εναγόμενης επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας ως απαιτεί ο Κ.24.5(5).
39.2 Από απλή ανάγνωση της αίτησης και των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της υπό εξέταση αίτησης (ΕΔ-ΝΜ και ΣΕΔ-ΝΜ) προκύπτει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.24.4(2)(α) καθότι αναφέρουν γεγονότα τα οποία προσδιορίζουν και συνάμα αναδεικνύουν νομικά σημεία και συγκεκριμένες ισχυριζόμενες παραβάσεις της σχετικής Νομοθεσίας και/ή Κανονισμών από πλευράς της Ενάγουσας, και παραπέμπουν σε σχετικά επισυνημμένα τεκμήρια επί των οποίων στηρίζεται η Εναγόμενη για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αίτησης της. Φυσικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, στα πλαίσια της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ο προσδιορισμός τους δεν γίνεται με περιεκτικό τρόπο ως προνοεί ο σχετικός κανονισμός. Αντιθέτως, λαμβάνει αχρείαστη, κατά την άποψη μου, έκταση με αναφορές σε λεπτομέρειες και τεκμήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό και τη φύση της παρούσας διαδικασίας. Παραταύτα, η γραπτή μαρτυρία ιδωμένη σε συνδυασμό με τα ίδια τα αιτητικά της αίτησης στα οποία γίνεται αναφορά σε απόρριψη της αγωγής λόγω καταχώρησης της από ανύπαρκτο πρόσωπο και την απουσία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον της Εναγόμενης θεωρώ ότι είναι οριακά ικανοποιητική για σκοπούς της σχετικής προϋπόθεσης.
39.3 Από την άλλη, η προϋπόθεση του κ24.4(2)(β), η οποία είναι διαζευκτική του Κ.24.4(2)(α) (‘ή/και’), δεν προκύπτει να πληρείται εφόσον πουθενά δεν αναφέρεται ότι η αίτηση υποβάλλεται διότι η Εναγόμενη πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, η Ενάγουσα δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης και ότι η Εναγόμενη δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή τα ζητήματα πρέπει να εκδικαστούν.
39.4 Στην πιο πάνω βάση κρίνεται πως η Εναγόμενη έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 24.
40. Ουσιαστικές Προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24
40.1 Ως προς την ουσία της αίτησης, εκείνο που επιβάλλεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο είναι α) κατά πόσο η απαίτηση της Ενάγουσας δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και β) δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή τα ζητήματα που εγείρονται πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη. Το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει στην παρούσα περίπτωση η Εναγόμενη, ως Αιτήτρια στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης.
40.2 Έχοντας μελετήσει τις θέσεις που προωθούνται από τις δύο πλευρές, κρίνω καταρχάς πως τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αμφισβητούμενα, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι τέτοια ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει στη βάση αυτών, χωρίς να απαιτείται πληρέστερη εξακρίβωση των γεγονότων που αφορούν στην υπόθεση, κατά πόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24.
40.3 Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, οι θέσεις τις οποίες προωθεί η Εναγόμενη μέσω της μαρτυρίας που έχει προσαγάγει είναι α) ότι η σύσταση της Ενάγουσας/Διαχειριστικής Επιτροπής είναι παράνομη και β) ότι η Ενάγουσα/Διαχειριστική Επιτροπή διέπραξε και/ή διαπράττει παραβάσεις των Πρότυπων Κανονισμών και του σχετικού Νόμου, Κεφ.224. Στην γραπτή μαρτυρία, παρατίθενται λεπτομέρειες των γεγονότων και επισυνάπτονται τεκμήρια, που κατά την άποψη της Εναγόμενης δικαιολογούν τις εν λόγω θέσεις.
40.4 Σε σχέση με το α), γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, σε σύγκληση της επίδικης ΕΓΣ χωρίς να δοθεί η απαραίτητη ειδοποίηση, τη μη συμπερίληψη μονάδων της κοινόκτητης οικοδομής, τη χρήση μη πιστοποιημένων δεόντως πληρεξουσίων για την εκπροσώπηση κυρίων μονάδων και την εκπροσώπηση ορισμένων κυρίων και/ή μονάδων αντικανονικά και/ή παράνομα. Σε σχέση με την αντικανονική ειδοποίηση για την επίδικη ΕΓΣ, επισυνάπτει σχετική ηλεκτρονική επικοινωνία (Τεκμήριο 31, ΕΔ-ΝΜ). Σε σχέση με τη μη συμπερίληψη μονάδων για σκοπούς της επίδικης ΕΓΣ, επισυνάπτει σχετικό κατάλογο που του παραδόθηκε κατά την εν λόγω ημερομηνία και πιστοποιητικά έρευνας για τις μονάδες της επίδικης πολυκατοικίας, τίτλους ιδιοκτησίας και δελτίου πληροφοριών ακινήτου από την ηλεκτρονική πύλη του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (Τεκμήρια 32, 7 και 2, ΕΔ-ΝΜ) με βάση τα οποία θεωρεί ότι τεκμηριώνεται η σχετική θέση του. Όσο αφορά την πιστοποίηση των πληρεξουσίων, ο ενόρκως δηλών στην ΕΔ-ΝΜ, δηλώνει ότι ο ίδιος διαπίστωσε κατά την επίδικη ΕΓΣ την απουσία των σχετικών σφραγίδων, κάτι που μπορεί επίσης να επιβεβαιωθεί και από τον δικηγόρο της Εναγόμενης ο οποίος ήταν παρών. Σε σχέση με τις αντικανονικές και/ή παράνομες εξουσιοδοτήσεις, ο ενόρκως δηλών αναφέρει διάφορα παραδείγματα, όπως εξουσιοδότηση ατόμου ο οποίος είχε αποβιώσει, απουσία εξουσιοδότησης από συνιδιοκτήτη μονάδας και εξουσιοδότηση από άτομο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης μονάδας. Επισυνάπτει αντίγραφα 3 σχετικών πληρεξουσίων, 2 από τα οποία θεωρεί ότι στηρίζουν την θέση του (Τεκμήριο 33, ΕΔ-ΝΜ).
40.5 Οι προαναφερόμενες θέσεις της Εναγόμενης, ως προωθήθηκαν από την από πλευρά της μαρτυρία, εγείρουν νομικά ζητήματα που ενδεχομένως να επηρεάζουν το νομότυπο της σύγκλησης της επίδικης ΕΓΣ και κατά συνέπεια την εκλογή της Ενάγουσας, ως εξής: σύγκληση της επίδικης ΕΓΣ χωρίς να δοθεί η απαραίτητη ειδοποίηση (Καν.39 Παράρτημα, Κεφ.224), τη μη συμπερίληψη μονάδων της κοινόκτητης οικοδομής ειδοποίηση (Καν.20 Παράρτημα, Κεφ.224), τη χρήση μη πιστοποιημένων δεόντως πληρεξουσίων για την εκπροσώπηση κυρίων μονάδων και την εκπροσώπηση ορισμένων κυρίων και/ή μονάδων αντικανονικά και/ή παράνομα (Καν.20, 27, 28 και 30 Παράρτημα, Κεφ.224).
40.6 Ως εκ των προαναφερθέντων, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει η Εναγόμενη ότι η Ενάγουσα δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, εφόσον, εάν δεν αποτελεί την νόμιμα εκλεχθείσα διαχειριστική επιτροπή και δεν δύναται να προωθεί την εναντίον της αγωγή, δεν υπάρχει άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης. Κατά συνέπεια, με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει πιο πάνω, το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας ή ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκη μετατίθεται στους ώμους της Ενάγουσας.
40.7 Στην αντίπερα όχθη, η Ενάγουσα ανταποκρίθηκε μέσω της γραπτής της μαρτυρίας αμφισβητώντας τις εν λόγω θέσεις της Εναγόμενης και προβάλλοντας, μεταξύ διάφορων άλλων τα ακόλουθα: Ότι η σύγκληση της επίδικης ΕΓΣ έγινε με βάση τον σχετικό κανονισμό αλλά ότι σε κάθε περίπτωση οι ιδιοκτήτες ήταν ενήμεροι για την διενέργεια της και υπήρχε απαρτία ιδιοκτητών. Ότι η Εναγόμενη μέχρι την επίδικη ΕΓΣ συναινούσε με την πρακτική των πληρεξουσίων που ακολουθούσε η Ενάγουσα και ότι κανένας άλλος ιδιοκτήτης δεν αμφισβήτησε την διαδικασία εκλογής κατά την επίδικη ΕΓΣ ή τα σχετικά πληρεξούσια. Ότι δεν απαιτείται από τον ίδιο το λεκτικό του σχετικού Κανονισμού η πιστοποίηση των πληρεξουσίων με τον τρόπο που επικαλείται η Εναγόμενη. Παρέχεται εξήγηση με αναφορά σε σχετικά τεκμήρια σε σχέση με τα πληρεξούσια που αμφισβητεί η πλευρά της Εναγόμενης.
40.8 Δεν θα επεκταθώ όμως περαιτέρω, για τον λόγο ότι τα όσα αναφέρονται από πλευράς της Ενάγουσας δύναται να προωθηθούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης προς αντίκρουση των θέσεων που εγείρει η Εναγόμενη και υπάρχει πραγματική προοπτική η προφορική και υπόλοιπη μαρτυρία που θα προσαχθεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης να επηρεάσει την εκτίμηση των γεγονότων από το Δικαστήριο. Αξιολόγηση των θέσεων που έχουν προβληθεί στο στάδιο αυτό, έχοντας υπόψη την έκταση της μαρτυρίας που έχει ήδη προσαχθεί αλλά και των πολύπλοκων νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από την τελευταία θα συνιστούσε «μικρή δίκη» (“mini trial”), το οποίο με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές δεν είναι επιτρεπτό (βλ. Swain ν Hillman [2001] 2 All ER 91). Κρίνεται επίσης ότι υπάρχει επιτακτικός λόγος για τον οποίο τα ζητήματα που εγείρονται να πρέπει να αποφασιστούν στη δίκη εν όψει της διάστασης των εκδοχών που προκύπτουν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί όσο και την ανάγκη για την ερμηνεία της νομικής πτυχής που θα εφαρμοστεί επί της εκδοχής που εν τέλει θα αποδεχθεί το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της (A.C. Ward & Sons Ltd v. Catlin (Five) Ltd [2009] ENCA Civ. 1098)
40.9 Όσο αφορά τις ισχυριζόμενες παραβάσεις των Πρότυπων Κανονισμών και του σχετικού Νόμου, Κεφ.224, ιδωμένες ανεξάρτητα της θέσης της Εναγόμενης σε σχέση με την ανυπαρξία της Ενάγουσας, με βάση την μαρτυρία που έχει προσαχθεί από πλευράς της δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει η Εναγόμενη ότι η Ενάγουσα δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας.
40.10 Ορισμένα από τα οποία αναφέρει (π.χ. αποκλεισμός συνεισφοράς άλλων μονάδων που θα μπορούσε να επηρεάσει το ύψος της δικής της συνεισφοράς) ενδεχομένως να αποτελούν υπεράσπιση στην αγωγή για καταβολή διαφορετικού ποσού από αυτό που διεκδικεί η Ενάγουσα, αλλά εφόσον τέτοια υποχρέωση συνδέεται με το δικαίωμα της τελευταίας να προωθεί την παρούσα αγωγή ισχύουν τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω στην παρ.40.8.
40.11 Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει προσαχθεί από πλευράς της Εναγόμενης μαρτυρία που να εισηγείται πλήρη εξουδετέρωση του δικαιώματος της Ενάγουσας να διεκδικεί εναντίον της κοινόχρηστα ή άλλα έξοδα με βάση το Κεφ.224. Ακόμη και με βάση τη σχετική μαρτυρία που έχει προσαχθεί, δεν παρέχονται τα απαραίτητα δεδομένα τα οποία θα επέτρεπαν στο στάδιο αυτό στο Δικαστήριο να αξιολογήσει τις εκατέρωθεν θέσεις, ως προς την πιθανή διαφοροποίηση του αξιούμενου ποσού και έκδοση συνοπτικής απόφασης προς τούτο το ζήτημα. Κατά συνέπεια κρίνω ότι η Εναγόμενη δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης στο επίπεδο που αναμένετο από πλευράς της αναφορικά με την εν λόγω προϋπόθεση.
VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
41. Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω στο ότι η η Αίτηση πρέπει να απορριφθεί και κατά συνέπεια, η Αίτηση της Εναγόμενης / Αιτήτριας απορρίπτεται.
42. Δεν βλέπω οιονδήποτε λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα (βλ.κ.39.2(1)) ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά σε σχέση με το ύψος των εξόδων και τον χρόνο καταβολής τους, λαμβάνω υπόψη μου όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της έκβασης της διαδικασίας, της μη συμμόρφωσης και των δύο πλευρών με τον κ.39.9 (καταχώρησης καταλόγου εξόδων) για σκοπούς υποβοήθησης του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της σχετικής διαταγής και της αχρείαστης έκτασης που έλαβε η προσαχθείσα μαρτυρία, κυρίως από πλευράς της Εναγόμενης η οποία ξέφυγε του περιορισμένου σκοπού του κ.3.3 και του Μέρους 24.
43. Ως εκ τούτου, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας / Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης / Αιτήτριας, τα οποία έχουν υπολογιστεί συνοπτικά από πλευράς του Δικαστηρίου (έχοντας υπόψη τον κ.39.7(1)) στο ποσό των €1,260 (περιλαμβανομένων των πραγματικών εξόδων και στην μειωμένη βαθμίδα της σχετικής κλίμακα) αλλά, για τους λόγους που προανέφερα, η διαταγή εκδίδεται μόνο για τα 2/3 του εν λόγω ποσού δηλαδή για το ποσό των €840 πλέον Φ.Π.Α. επί του ποσού των €816, τα οποία να καταβληθούν στην Ενάγουσα εντός 28 ημερών από σήμερα.
44. Εφόσον η προθεσμία για την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης, σε περίπτωση αποτυχίας της αίτησης, ήδη παρατάθηκε εκ συμφώνου με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου σε προηγούμενη δικάσιμο, δεν θα δώσω οιεσδήποτε περαιτέρω οδηγίες για την διαδικασία που θα ακολουθήσει.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο