Γεώργιου Καραμανή ν. Kotsapas & Christou Contracting and Building Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 4551/2014, 5/5/2025
print
Τίτλος:
Γεώργιου Καραμανή ν. Kotsapas & Christou Contracting and Building Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 4551/2014, 5/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 4551/2014

 

Μεταξύ:

 

Γεώργιου Καραμανή

 

Ενάγοντα

-και-

 

1.    Kotsapas & Christou Contracting and Building Limited

2.    J&P Athena-Cybarco Marina Lemesou Joint Venture, Ομόρρυθμος Συνεταιρισμός (i) Cybarco Plc (ii) J&P Aβαξ Α-Ε (iii) Aθηνά Α.Τ.Ε

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένων

……………………………….

 

Ημερομηνία: 5.5.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Ενάγοντα:  Ο κ. Χ. Χατζηλοίζου για Χ. Χατζηλοίζου Δ.Ε.Π.Ε

 

Για Εναγομένη 1 : Ο κ. Στ. Μένταλης για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε

 

Για Εναγομένη 2 : Η κα. Θ. Καουτζάνη μαζί με κα. Χ. Χατζηγεωργίου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Tην 4.11.11 στα πλαίσια κατασκευής της νέας Μαρίνας Λεμεσού (στο εξής «το έργο») επεσυνέβη εργατικό ατύχημα με θύμα τον Ενάγοντα, όταν αυτός εργαζόταν στην υπό ανέγερση πολυκατοικία, με αριθμό Α3.

 

Ο Ενάγων ήταν τότε ηλικίας 57 ετών και ασκούσε το επάγγελμα του οικοδόμου.

 

Αποτελεί βασική του εκδοχή, ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος, ότι ενώ εργαζόταν πάνω στην άκρια της σκαλωσιάς, στην οποία στο πλαϊνό της μέρος υπήρχε απροστάτευτο άνοιγμα πλάτους 90 εκατοστών (δηλαδή δεν υπήρχε «στόπερ» ή «προστατευτικό προπέτασμα»), και στην προσπάθεια του να αφαιρέσει μια από τις ράβδους σιδήρου οπλισμού, που βρίσκονταν μέσα στο τοίχο από σκυρόδεμα,  έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος του υπογείου από ύψος περίπου 1.90 μέτρων. Πέφτοντας στο έδαφος, στο οποίο υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά, τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι.

 

Συνεπεία της πτώσης του ο Ενάγων υπέστη σωματικές βλάβες, με κυριότερη εξ αυτών την πλήρη απώλεια της όρασης του από το δεξί του μάτι.

 

Ως εκ τούτου εγείρει την παρούσα αγωγή εναντίον των Εναγομένων αξιώνοντας, αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένως, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές τις οποίες υπέστη.

 

Αποτελεί κοινό τόπο των μερών ότι η Εναγομένη 1 ήταν η εργοδότης του Ενάγοντα και ασχολείτο μεταξύ άλλων με τη διεξαγωγή κατασκευαστικών και ή οικοδομικών εργασιών. 

 

Η Εναγόμενη 2, ομόρρυθμος συνεταιρισμός, ασχολείτο επίσης με την κατασκευή οικοδομικών και τεχνικών έργων.  Η Εναγόμενη 2 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν η κυρίως εργολάβος για την κατασκευή του έργου. Στο έργο απασχολούνταν μεγάλος αριθμός υπεργολάβων και συνολικά εργάζονταν περίπου περί τα 450 άτομα.

 

Η Εναγόμενη 1, δυνάμει γραπτής συμφωνίας με την Εναγόμενη 2, ανέλαβε ως υπεργολάβος στο έργο τις εργασίες κτισμάτων και σουβάδων και άλλων συναφών εργασιών στις πολυκατοικίες υπ’ αριθμόν Α1, Α2 και Α3.

 

Οι εργασίες στην εν λόγω υπό ανέγερση πολυκατοικία (Α3) βρισκόντουσαν στο στάδιο επιχρισμάτων και τοποθέτησης δαπέδων. Προς το σκοπό εκτέλεσης της εργασίας της υπεργολάβου η Εναγομένη 2 συναρμολόγησε και τοποθέτησε περιμετρικά του κτιρίου σκαλωσιές, ώστε αυτές να τύχουν χρήσης από τους εργοδοτουμένους της Εναγομένης 1, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα.

 

Ο Ενάγοντας αποδίδει την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος και στις δύο Εναγόμενες. Είναι, συνοπτικά, η επί του προκειμένου θέση του ότι και οι δύο όφειλαν να του παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας με κατάλληλα και ασφαλή μέσα, παρέχοντας του την απαραίτητη προστασία και προφύλαξη κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Είναι η θέση του ότι οι Εναγόμενες αμέλησαν και παρέλειψαν να πράξουν τούτο με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Στη δε Έκθεση Απαίτησης του εξειδικεύει κοινές λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης των νόμιμων καθηκόντων των Εναγομένων 1 και 2.

 

Οι Εναγομένες δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς, όπου εργαζόταν ο Ενάγοντας, υπήρχε απροστάτευτο κενό, ούτε αμφισβητείται η πτώση του στο έδαφος αλλά ούτε  και ότι στο σημείο της πτώσης του υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα. Μη αμφισβητούμενο και αναντίλεκτο γεγονός αποτελεί και το ότι ο Ενάγοντας συνεπεία του ατυχήματος τραυματίστηκε στο μάτι και απώλεσε πλήρως την όραση από αυτό.

 

Προβάλλουν όμως τις ακόλουθες Υπερασπίσεις.

 

Είναι η θέση της Εναγόμενης 1 ότι η ίδια δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ισχυρίζεται ότι είναι η Εναγόμενη 2 που είχε υπό την κατοχή και έλεγχο της τον τόπο και χώρο όπου επεσυνέβη αυτό και ότι ο Ενάγοντας, κατά την εκτέλεση των εργασιών του, ήταν προσκεκλημένος της Εναγόμενης 2 και βρισκόταν κάτω υπό τις δικές της εντολές και οδηγίες.  Είναι η περαιτέρω θέση της, ότι η Εναγόμενη 1 έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια του Ενάγοντα και ισχυρίζεται ότι είναι η Εναγόμενη 2 που παρέβη τα καθήκοντα της και εξέθεσε τον Ενάγοντα σε κίνδυνο. Και τούτο γιατί τις σκαλωσιές, από τις οποίες επήλθε η πτώση του Ενάγοντα, τις είχε εγκαταστήσει και τοποθετήσει η Εναγόμενη 2 με σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τους εργοδοτούμενους της Εναγόμενης 1. Είναι πάντοτε η θέση της, ότι η Εναγόμενη 2 εγκατάστησε ελαττωματική σκαλωσιά εφόσον αυτή δεν είχε προστατευτικό κιγκλίδωμα στο πλαϊνό της μέρος.  Παραθέτει στη συνέχεια λεπτομέρειες αμέλειας της Εναγομένης 2.  Περαιτέρω, αποτελεί θέση της ότι ο Ενάγων φέρει αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια για τους τραυματισμούς του, παραθέτοντας επίσης και σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας του. 

 

Από την άλλη και η Εναγόμενη 2 με την σειρά της αρνείται την οποιαδήποτε ευθύνη της σε σχέση με την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.  Είναι η θέση της εν προκειμένω ότι έλαβε όλες τις σχετικές προφυλάξεις για την προστασία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα, και εφάρμοζε κατά γράμμα τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία και κανονισμούς, παρέχοντας τους ένα ασφαλές σύστημα εργασίας.  Ο Ενάγοντας ήταν εργοδοτούμενος της Εναγόμενης 1, η οποία είχε τον πλήρη έλεγχο των εργασιών του και αυτή εξασκούσε έλεγχο επ’ αυτών. Είναι η περαιτέρω θέση της ότι ο Ενάγοντας οικειοθελώς εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο και ότι ο ίδιος ήταν αμελής, παραθέτοντας στην συνέχεια και σχετικές λεπτομέρειας αμέλειας του. Διαζευκτικά είναι η θέση της ότι στη περίπτωση που ο Ενάγοντας δεν κριθεί αμελής από το Δικαστήριο, την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος φέρει η Εναγόμενη 1 εφόσον ήταν αμελής και παρέβη τα νόμιμα καθήκοντα της.  Παραθέτει στη συνέχεια σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας της Εναγομένης 1.

 

Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος η Εναγομένη 2 προέβαλε κατά την ακροαματική διαδικασία μία εντελώς διαφορετική εκδοχή από αυτήν που προέβαλε ο Ενάγοντας.  Αποτελεί βασική θέση της Εναγομένης 2 ότι ο Ενάγοντας δεν τραυματίστηκε στο μάτι, συνεπεία της πτώσης του από το απροστάτευτο μέρος της σκαλωσιάς στα μπάζα και άχρηστα υλικά, αλλά ο τραυματισμός του επήλθε ενόσω αυτός βρισκόταν ακόμα σε αυτήν, κτυπώντας με το μάτι του στο σίδερο (άγκιστρο) της και ακολούθως χάνοντας την ισορροπία του έπεσε κάτω στο έδαφος. Και τούτο γιατί στην προσπάθεια του Ενάγοντα να αφαιρέσει με εσφαλμένο τρόπο τις ράβδους σιδηρού οπλισμού,, έχασε την ισορροπία του, ακολούθως κτύπησε στο άγκιστρό της και στη συνέχεια έπεσε στο υπόγειο του κτιρίου. Αναφορικά με το γεγονός ότι υπήρχε απροστάτευτο άνοιγμα στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς αλλά και για το ότι υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα στο υπόγειο, είναι η θέση της ότι αυτά είναι άσχετα με τον τραυματισμό του Ενάγοντα και που δεν έχουν οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με αυτόν.

 

Επισημαίνω ότι οι Εναγόμενες αντάλλαξαν αμφότερες μεταξύ τους σχετικές ειδοποιήσεις συνεναγομένων, συμφώνως της Δ.10 θ.12(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες απολήγουν σε αίτημα όπως  διαχωριστεί και επιμεριστεί η οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη φέρουν για το επίδικο ατύχημα,  επιρρίπτοντας στην ουσία, η μια προς την άλλη, την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.  Στα πλαίσια της σχετικής ειδοποίησης συνεναγομένου που καταχώρησε η Εναγομένη 1, καταχωρίστηκαν, με οδηγίες του Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση τότε) δικόγραφα μεταξύ της Εναγομένης 1 και της Εναγομένης 2. Και οι δύο Εναγόμενες στα μεταξύ τους δικόγραφα επαναλάβαν βασικά τις πιο πάνω θέσεις τους.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος αλλά και σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης μαρτυρία  εκ μέρους του Ενάγοντα έδωσε ο Επιθεωρητής Εργασίας 1ης Τάξης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας (Μ.Ε.1)  και ο ίδιος ο Ενάγοντας (Μ.Ε.2). 

 

Από πλευράς Εναγομένης 1 δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. 

 

Εκ μέρους της Εναγομένης 2 κατέθεσε ο Λειτουργός Ασφαλείας και Υγείας (Μ.Υ.1) του έργου. 

 

Σε σχέση με το ζήτημα των σωματικών βλαβών και άλλων ζημιών, τις οποίες ο Ενάγοντας κατ’ ισχυρισμό υπέστη, μαρτυρία εκ μέρους του έδωσαν ο Δρας Κυπριανού (Μ.Ε.3), μία Λειτουργός των Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Μ.Ε.4), ο Δρας. Μαυρομμάτης (Μ.Ε.5), ο Δρας Σολωμονίδης (Μ.Ε.6) και ο φυσιοθεραπευτής Γιώργος Ασπρογένης (Μ.Ε.7).

 

Από πλευράς των Εναγομένων δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. 

 

 

ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

 

Ο Μ.Ε.1 εργαζόταν, κατά τον επίδικο χρόνο, στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας.  Στα πλαίσια αυτά κλήθηκε να διερευνήσει το επίδικο εργατικό ατύχημα. Επισκέφθηκε την σκηνή του ατυχήματος στις 7.11.11. Ετοίμασε σχετική Έκθεση Διερεύνησης (Τεκμήριο 1), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και στο Δικαστήριο.  Εξήγησε σε αυτή τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί για την ετοιμασία της, τα πρόσωπα που ήταν παρόντα στο χώρο του ατυχήματος κατά την επίσκεψη του καθώς και τα πρόσωπα που του έδωσαν σχετικές πληροφορίες. Αποτελεί, μεταξύ άλλων, διαπίστωση του ότι  στα ανατολικά του κτιρίου και ειδικά στο υπόγειο όπου εργαζόταν ο Ενάγοντας, οι σκαλωσιές (ικριώματα) δεν ήταν πλήρεις εφόσον υπήρχε απροστάτευτο άνοιγμα πλάτους 90 εκ. (δεν υπήρχε «στόπερ»), δεν υπήρχε σκάλα πρόσβασης από το πρώτο στο δεύτερο δάπεδο των σκαλωσιών, το ύψος από το δάπεδο, στο οποίο εργαζόταν ο Ενάγοντας, μέχρι το έδαφος ήταν 1.90 μέτρα και κάτω από την σκαλωσιά, στο χώρο δηλαδή όπου έπεσε ο Ενάγοντας, υπήρχαν σωροί από μπάζα και άλλα άχρηστα υλικά. 

 

Ήταν η θέση του ότι το ατύχημα θα μπορούσε να αποφευχθεί αν το ικρίωμα ήταν κατασκευασμένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Κανονισμών αναφορικά με την πλευρική προστασία. Διαπίστωσε επίσης ότι δεν υπήρχε ασφαλής πρόσβαση στο συγκεκριμένο χώρο εργασίας αλλά και ότι το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων που υπήρχε αποδείχθηκε ανεπαρκές, λόγω του ότι δεν εντοπίστηκαν έγκαιρα οι ελλείψεις που υπήρχαν στο πιο πάνω σημείο των σκαλωσιών, άσχετα αν το κενό βρίσκονταν σε χαμηλό ύψος στο χώρο του υπογείου. Παραθέτει στη συνέχεια της σχετικής έκθεσης του τις παραβάσεις της Νομοθεσίας που εντόπισε ο ίδιος σχετικά με τα θέματα Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία. Τα τελικά του συμπεράσματα καταλήγουν στο γεγονός ότι ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος φέρουν και οι δύο Εναγομένες. Και τούτο γιατί η μεν Εναγομένη 1 δεν παρείχε στον Ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας, η δε Εναγομένη 2 γιατί είχε την ευθύνη για τη συναρμολόγηση και έλεγχο των σκαλωσιών καθώς επίσης και το συντονισμό όλων των εργασιών του έργου.

 

Ο Ενάγοντας υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 6). Εξήγησε, μέσω αυτής, στο Δικαστήριο την δική του εκδοχή, η οποία και έχει παρατεθεί ανωτέρω, ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ανάφερε επιπρόσθετα ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας του φορούσε προστατευτικό κράνος καθώς και παπούτσια ασφαλείας, τα οποία του είχαν παραδοθεί από την Εναγομένη 1.  Εξέφρασε την θέση του ότι την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος την έχουν οι Εναγόμενες και αρνήθηκε ότι ο ίδιος φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του αλλά και ότι ο τρόπος εκτέλεσης της εργασίας του εγκυμονούσε τους οποιουσδήποτε κινδύνους. Ήταν η θέση του ότι ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ότι στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς υπήρχε απροστάτευτο άνοιγμα.

 

Ο Μ.Υ.1 υιοθέτησε, στα πλαίσια της κυρίως εξέταση του, γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 32).  Σύμφωνα με αυτήν εργαζόταν, κατά τον επίδικο χρόνο, στην εταιρεία Ιωάννου & Παρασκευαϊδης ως Λειτουργός Ασφάλειας, Υγείας και Περιβάλλοντος σε σχέση με το επίδικο έργο.  Στα πλαίσια των καθηκόντων του ετοίμασε για τους σκοπούς του επίδικου έργου, περί το 2010, το σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας (Σ.Α.Υ). Ως υπεύθυνος για τα θέματα Ασφαλείας και Υγείας προέβαινε σε συχνές επιθεωρήσεις σε διάφορα σημεία του εργοταξίου αλλά και διόρθωσης οποιονδήποτε τυχόν παραβάσεων που ο ίδιος εντόπιζε, γίνονταν επιτόπιες συστάσεις στους υπευθύνους του εργοταξίου και είχε υπό την ευθύνη του την εκπαίδευση του προσωπικού για τα θέματα της Ασφάλειας και Υγείας.

 

Ήταν η περαιτέρω θέση του ότι με βάση την συμφωνία υπεργολαβίας (Τεκμήριο 35), η Υπεργολάβος ήταν υπεύθυνη για την κατασκευή τοιχοποιίας και επιχρισμάτων καθώς και για την παροχή συστήματος Ασφαλείας για τους εργοδοτούμενους της, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα.

 

Κατά τον επίδικο χρόνο ενημερώθηκε  από τον βοηθό Λειτουργό Ασφαλείας της Εναγομένης 2 (Παύλο Καλογήρου) για το επίδικο εργατικό ατύχημα.  Εξ όσων ενημερώθηκε από αυτόν, ο Ενάγοντας βρισκόταν στα ικριώματα του κτιρίου Α3 (στο χαμηλότερο επίπεδο) και στην προσπάθεια του να αφαιρέσει ένα σίδερο από οπή στο τοίχωμα, έχασε την ισορροπία του, κινήθηκε προς τα πίσω, κτύπησε στο αγκρίστριο της σκαλωσιάς, στο οποίο στερεώνεται το προστατευτικό κάγκελο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο δεξί του μάτι.  Ακολούθως ο Ενάγοντας έπεσε από το πλαϊνό της σκαλωσιάς όπου βρισκόταν στο έδαφος.  Κατέθεσε ως Τεκμήριο 36  έγγραφο, το οποίο αποτελούσε μέρος του δικού του αρχείου, το οποίο φέρει ως τίτλο “Record of Accident on Side. Στο εν λόγω έγγραφο κατέγραψε ο ίδιος τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και ο συνάδελφος του κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση στον Μ.Ε.1. 

 

Ισχυρίσθηκε δε ότι με βάση το άρθρο 12 της Κ.Δ.Π. 174/2002, δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση για την Εναγομένη 2 να τοποθετήσει προστατευτικό προπετάσμα ή στόπερ στην επίδικη σκαλωσιά εφόσον αυτή είχε ύψος μικρότερο των 2 μέτρων.  Αυτή η υποχρέωση υπάρχει σε σκαλωσιές που βρίσκονται σε ύψος μεγαλύτερο των 2 μέτρων. Όσον αφορά την επίβλεψη των εργοδοτούμενων των υπεργολάβων υπεύθυνοι για την ασφάλεια τους ήταν οι ίδιοι οι υπεργολάβοι.   Μεταξύ άλλων όφειλαν να παρέχουν στους εργοδοτούμενους τους μέτρα ατομικής προστασίας.  Ο Ενάγοντας κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν έφερε προστατευτικά γυαλιά. Εν κατακλείδι ήταν η θέση του ότι η Εναγομένη 2 δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ευθύνη φέρουν, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, τόσο η Εναγομένη 1 όσο και ο ίδιος ο Ενάγοντας. 

 

ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

 

Ο Ενάγοντας ανάφερε σε σχέση με τους τραυματισμούς του ότι αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου νοσηλεύθηκε για περίοδο 15 ημερών.  Έλαβε αναρρωτική άδεια για την περίοδο από 5.11.11 μέχρι 5.7.12 (Τεκμήρια 25 και 26, αντιστοίχως).  Την 8.12.11 υπεβλήθη σε εγχείρηση στο Αχίλλειο Νοσοκομείο Λεμεσού από τον Μ.Ε.3, ο οποίος και του πρόσθεσε προσθετικό οφθαλμό (Τεκμήρια 27 και 22, αντιστοίχως), εφόσον το μάτι του είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά.  Από την 5.11.12, κατόπιν εξετάσεως του από ιατρικό συμβούλιο, του χορηγείται από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις σύνταξη αναπηρίας σε ποσοστό 75%. Η σύνταξη του ανέρχεται στο ποσό των €633. 

 

Ήταν η θέση του ότι συνεπεία των τραυματισμών του κατέστη αδύνατο να εργάζεται πλέον ως οικοδόμος αλλά και από το να ασκεί οποιαδήποτε άλλη εργασία. 

 

Κατά τον επίδικο χρόνο  λάμβανε μηνιαίο εισόδημα ύψους €2.200.  Προσκόμισε προς το σκοπό αυτό σχετικές βεβαιώσεις που του προσκόμισε η Εναγομένη 1 (Τεκμήρια 7 και 8, αντιστοίχως) καθώς και κατάσταση του από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήριο 9). 

 

Ο Μ.Ε.3 χειρούργος οφθαλμίατρος, υιοθέτησε το περιεχόμενο του ιατρικού του πιστοποιητικού (Τεκμήριο 27).  Σύμφωνα με αυτό ο Ενάγοντας

 

«…είχε όραση μη αντίληψη φωτός με σημαντική φλεγμονή, διαπότιση κερατοειδούς με αίμα, πυκνό ύφαιμα και ο υπέρηχος επιβεβαίωσε παραμόρφωση του οπίσθιου ημιμορίου.  Αποφασίστηκε ότι η καλύτερη αντιμετώπιση ήταν η αφαίρεση των περιεχομένων του οφθαλμού και γι’ αυτό προχωρήσαμε με εκσπλάγχνιση του οφθαλμού και τοποθέτηση κογχικού ενθέματος με γενική αναισθησία στο Αχίλλειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο στις 8.12.2011.  Ο κ. Καραμανής τώρα φέρει προσθετικό οφθαλμό με πολύ καλή εφαρμογή και παραμένει υπό παρακολούθηση.»

 

 

Η Μ.Ε.4 Λειτουργός στον Κλάδο Επιθεωρήσεων του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων,  αναγνώρισε το Τεκμήριο 9 ότι αποτελεί τις εισφορές του Ενάγοντα στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως μισθωτός της Εναγόμενης 1.  Διευκρίνισε ότι ο μισθός που καταγράφεται στο εν λόγω τεκμήριο δεν αποτελεί τον καθαρό του μισθό.  Επιβεβαίωσε το γεγονός ότι με βάση το Τεκμήριο 28 ο Ενάγοντας έχει εγκριθεί από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας, από 5.11.12, με ποσοστό 75%, καταθέτοντας σχετικές βεβαιώσεις (Τεκμήριο 31)

 

Ο Μ.Ε.5 ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο,  ο διευθυντής της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και ήταν ο θεράπων ιατρός του Ενάγοντα. Υιοθέτησε προς το σκοπό αυτό τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας που ο Ενάγοντας υπεβλήθη (Τεκμήριο 30).  Εξήγησε στο Δικαστήριο ότι ο Ενάγοντας είχε σοβαρό τραύμα στο δεξιό μάτι και προς το σκοπό αυτό υπεβλήθη σε χειρουργείο. Προσπάθησαν να αποκαταστήσουν κατά το δυνατό την ανατομική κατάσταση του ματιού, όχι όμως τη λειτουργία του.   Τον υπέβαλαν σε πρώτη αποκατάσταση (primary repair), με σκοπό δηλαδή να αποκατασταθεί κατά το δυνατό η ανατομία του βολβού ώστε να μην αιμορραγεί. Το μάτι ήταν κατεστραμμένο και δεν μπορούσε να σωθεί λειτουργικά.  Τον εξέτασε επίσης πρόσφατα το Μάιο του 2024 και μετά τον Ιούνιο του 2024. Ήταν η θέση του, για τους λόγους που εξήγησε, ότι ο Ενάγοντας κατ’ ουδένα λόγο δεν μπορούσε πλέον να εργαστεί ως οικοδόμος αλλά ούτε και μπορούσε να ασκήσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα. 

 

Ο Μ.Ε.7 φυσιοθεραπευτής υιοθέτησε τη βεβαίωση (Τεκμήριο 23) που εξέδωσε αναφέροντας την θεραπεία που υπέβαλε τον Ενάγοντα, το σύνολο των φυσιοθεραπειών αλλά και το κόστος αυτών.  

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ., Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ,   Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820, C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχής της κάθε πλευράς.

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσω να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

 

Ο Μ.Ε.1 προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο, υπό την επαγγελματική του ιδιότητα, ως εμπειρογνώμονας αφενός μεν στη διερεύνηση εργατικών ατυχημάτων, αφετέρου δε ως ειδικός σε θέματα Ασφάλειας και Υγείας στους χώρους εργασίας. Τόσο τα προσόντα του όσο και η πείρα του ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά των Εναγομένων.  Αφού έλαβα υπόψη αυτά και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι εμπειρογνώμονας στους πιο πάνω τομείς.

 

Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746). Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.

 

Η εικόνα που άφησε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο ήταν ενός αντικειμενικού, ανεξάρτητου και αμερόληπτου εξεταστή που δεν είχε οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Ως εκ τούτου αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητα της, πλην των θέσεων του ως προς τις ευθύνες που απέδωσε στις Εναγόμενες για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Τούτο βεβαίως αποτελεί αμιγώς νομικό θέμα που θα αποφασισθεί από το ίδιο το Δικαστήριο, σταθμίζοντας και αξιολογώντας την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία.

 

Αποκλειστικά σκοπός του ήταν να παραθέσει στο Δικαστήριο, μέσα από την επιτόπια έρευνα του στη σκηνή και την ετοιμασία της έκθεσης του σε σχέση με την διερεύνηση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, την πραγματική διάσταση των γεγονότων ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του. Παρά την αντεξέταση του, παρέμεινε σταθερός στα συμπεράσματα και ευρήματα του, ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση του, έδωσε σαφείς, πειστικές και τεκμηριωμένες απαντήσεις για το πως κατέληξε σε αυτά και δεν έχω εντοπίσει το ο,τιδήποτε ώστε να ανατραπεί η θετική εικόνα που το Δικαστήριο αποκόμισε από αυτόν.  Ήταν δε ειλικρινής μάρτυρας και ένδειξη της ειλικρίνειας του αποτέλεσε το γεγονός ότι δεν δίστασε να αναφέρει στο Δικαστήριο ότι στο συντριπτικό τους μέρος οι σκαλωσιές, που η Εναγομένη 2 είχε συναρμολογήσει, ήταν σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές και πρότυπα, πλην βεβαίως σε κάποιο σημείο της έλλειψης προστατευτικού στο πλαϊνό μέρος της, δηλαδή στο σημείο όπου επήλθε η πτώση του Ενάγοντα.  

 

Μεγάλο δε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητείται από τις Εναγόμενες. Ειδικότερα, δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι πληροφορήθηκε για την ύπαρξη του επίδικου εργατικού ατυχήματος από τον αδελφό του Ενάγοντα, ότι ο ίδιος επισκέφθηκε τη σκηνή στις 7.11.11, τρεις μέρες μετά το επίδικο συμβάν, και ότι παρόντα πρόσωπα κατά την επίσκεψη του στη σκηνή ήταν ένας εκ των διευθυντών της Εναγόμενης 1, ο Μ.Υ.1 και ο Παύλος Καλογήρου εκ μέρους της Εναγόμενης 2. Όλα τα πιο πάνω πρόσωπα του έδωσαν τις αναγκαίες πληροφορίες για το πως αυτό επεσυνέβη. Ο ίδιος έλαβε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από όλους τους εμπλεκόμενους, έλαβε φωτογραφίες της σκηνής και ενόψει των δεδομένων αυτών ήταν σε θέση να καταλήξει στα σχετικά συμπεράσματα και ευρήματα του.   

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγόμενης 2 του υπέβαλε, σε μια προσπάθεια της να πλήξει την αξιοπιστία του, ότι η έκθεση διερεύνησης του ήταν ελλιπής. Και τούτο γιατί ο ίδιος στα πλαίσια διερεύνησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της Εναγομένης 2, δεν έλαβε κατάθεση από τον Μ.Υ.1, ώστε ο τελευταίος να προβάλει τη δική του εκδοχή γεγονότων για το πως προκλήθηκε το επίδικο εργατικό ατύχημα.

 

Με κάθε σεβασμό δεν συμμερίζομαι τη θέση της Εναγομένης 2 περί ελλιπής από τον Μ.Ε 1 διερεύνησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος.  Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις η διερεύνηση του υπήρξε πλήρης και ενδελεχής.  Όπως ο μάρτυρας επεξήγησε με πειστικό τρόπο, δεν υπήρχε, κατά το στάδιο της διερεύνησης του ατυχήματος, διαφωνία ως προς τα γεγονότα από οποιονδήποτε εμπλεκόμενο μέρος αλλά και ότι ουδέποτε του αναφέρθη η εκδοχή της Εναγομένης 2, την οποία και η τελευταία προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία. Είμαι της άποψης ότι αν ο Μ.Υ.1 και ο Παύλος Καλογήρου είχαν διαφορετική άποψη, ως προς τις συνθήκες που επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα, δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία ότι αν την εξέφραζαν στον Μ.Ε.1, ο τελευταίος θα την κατέγραφε.  Δεν είχε κανένα λόγο εξάλλου να μην την καταγράψει. Αυτός δε ήταν και ο λόγος που δεν θεώρησε σκόπιμο να λάβει κατάθεση και από τον Μ.Υ.1, επεξήγηση την οποία κρίνω απόλυτα λογική.  Περαιτέρω, ήταν απόλυτα πειστική η εξήγηση που ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε στο Δικαστήριο, για την πιο πάνω στάση του εφόσον αφενός τόσο ο Μ.Υ 1 όσο και ο Παύλος Καλογήρου του έδειξαν το σημείο που επεσυνέβη το ατύχημα, αφετέρου δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες στο πως αυτό επεσυνέβη.  Μάλιστα ο Μ.Υ.1 του ανέφερε ότι οι σκαλωσιές ήταν όπως τις εντόπισε ο ίδιος, δηλαδή απουσίαζε από το πλαϊνό της σκαλωσιάς το στόπερ ή το προστατευτικό προπέτασμα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 εφόσον εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.

 

Ο Ενάγοντας άφησε θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο και αποδέχομαι τη μαρτυρία του, πλην της διευκρίνισης για την οποία κάνω ειδική αναφορά κατωτέρω. Κρίνω ότι η μαρτυρία του σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος ήταν ειλικρινής και προσήλθε στο Δικαστήριο να αναφέρει την αλήθεια και αυτό έπραξε, μεταφέροντας, με το δικό του απλοϊκό τρόπο, τα όσα ο ίδιος προσωπικά βίωσε και τα όσα είχαν πραγματικά διαδραματιστεί κατά τον επίδικο χρόνο.  Η δε βασική του θέση για το πως ο ίδιος τραυματίστηκε έχει και λογική συνοχή αλλά είναι και αληθοφανής.  Δεν διέκρινα οποιοδήποτε ίχνος υπερβολής στα λεγόμενα του.  Ήταν σε κάποιες φορές ευδιάκριτη η συναισθηματική του φόρτιση, αναβιώνοντας στο μυαλό του τα όσα βίωσε και βιώνει και μέχρι και σήμερα από τις συνέπειες του επίδικου εργατικού ατυχήματος.  Η όλη του εκδοχή για το πως τραυματίστηκε, παρά την έντονη και επίπονη αντεξέταση του, παρέμεινε σταθερή και αναλλοίωτη, συνάδει δε και με την αρχική του κατάθεση (Τεκμήριο 2) που ο ίδιος έδωσε στον Μ.Ε 1, όταν ήταν ακόμη νωπά στο μυαλό του τα επίδικα γεγονότα. Δεν έχω διαπιστώσει το ο,τιδήποτε ή οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση στα λεγόμενα του σε σχέση με το ουσιώδες επίδικο γεγονός της πτώσης του και του μετέπειτα τραυματισμού του. Επιπρόσθετα, η όλη του εκδοχή συνάδει και με τα συμπεράσματα του Μ.Ε 1.

 

Τούτων λεχθέντων, αποδέχομαι τη βασική του θέση ως προς τις συνθήκες που επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα.  Αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, ο ίδιος έλαβε οδηγίες από τον εργοδότη του, δηλαδή την Εναγόμενη 1, να αφαιρέσει τις ράβδους σιδήρου οπλισμού, που βρίσκονταν μέσα στο τοίχο από σκυρόδεμα, και ακολούθως να σουβατίσει τον τοίχο. Ουδέποτε η Εναγομένη 1 του ανάφερε ότι στο τέλος της σκαλωσιάς, όπου θα εργαζόταν, υπήρχε απροστάτευτο κενό. Βρισκόταν στη πρώτη στάση της σκαλωσιάς.  Αφού τις αφαίρεσε όλες και φθάνοντας στην τελευταία, δηλαδή στην άκρη της σκαλωσιάς, μια ράβδος δεν έβγαινε με ευκολία, ως έβγαιναν οι προηγούμενες. Ο Ενάγων εργαζόταν σε όρθια στάση. Αναγκάστηκε τότε να βάλει περισσότερη δύναμη ώστε να αφαιρέσει και αυτήν. Στην προσπάθεια του αυτή  όμως έχασε την ισορροπία του. Επειδή όμως η σκαλωσιά δεν είχε προστατευτικό (στόπερ) στο πλαϊνό της μέρος, έπεσε κάτω από αυτή, δηλαδή στο υπόγειο όπου υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα.  Πέφτοντας κτύπησε το πρόσωπο του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο δεξιό του μάτι.

 

Όσο και αν προσπάθησε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης 2 να πλήξει την αξιοπιστία του Ενάγοντα, κατά την αντεξέταση του, υποβάλλοντας του την βασική της θέση ότι ο ίδιος κτύπησε στο άγκιστρο της σκαλωσιάς (και όχι πέφτοντας στα μπάζα και στα άχρηστα υλικά), βασιζόμενη σε διάφορες μετρήσεις αναφορικά με το ύψος των ράβδων σιδήρου αλλά και το ύψος των άγκιστρων, αυτός παρέμεινε σταθερός στη θέση του ότι αφενός η ράβδος οπλισμού ήταν στο στήθος του ενώ τα δύο άγκιστρα της ασφάλειας της σκαλωσιάς ήταν σε πιο χαμηλό σημείο από τον ίδιο. Το γεγονός αυτό, αποδεχόμενος την εκδοχή του, οδηγεί και στο εύλογο συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε περί αντιθέτου θέση της Εναγομένης 2 συγκρούεται με την κοινή λογική εφόσον τα άγκιστρα της σκαλωσιάς ήταν σε  χαμηλότερο ύψος από το ύψος του Ενάγοντα. Επομένως κάτω από τα δεδομένα αυτά δεν ήταν λογικό ο Ενάγοντας να κτύπησε το μάτι του πάνω σε αυτά από την στιγμή που εργαζόταν σε όρθια στάση και τα άγκιστρα βρισκόντουσαν σε πιο χαμηλό από τον ίδιο σημείο.

 

Εξάλλου σημαντικό στοιχείο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο, αποτελεί και το γεγονός ότι οι οποιεσδήποτε μετρήσεις, για τις οποίες έκανε αναφορά η συνήγορος της Εναγομένης 2, και στις οποίες βασίστηκε για να προωθήσει την δική της εκδοχή γεγονότων, είναι εντελώς υποθετικές και ατεκμηρίωτες, υπό την έννοια ότι δεν υποστηριχθήκαν από την οποιαδήποτε αναγκαία μαρτυρία ότι πράγματι αυτό ήταν το ύψος τους, με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε αναφορές της να μην έχουν το αναγκαίο πραγματικό έρεισμα. Για παράδειγμα δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από οποιονδήποτε εμπειρογνώμονα ή άλλη αποδεκτή θετική μαρτυρία από την Εναγομένη 2 σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Οι δε αναφορές του Μ.Υ 1 επί του ζητήματος αυτού, η μαρτυρία του οποίου για τους λόγους που καταγράφονται κατωτέρω δεν γίνεται αποδεκτή, είναι και πάλι αόριστες, γενικές και ατεκμηρίωτες. Εξάλλου ούτε καν υπάρχει ο από μέρους του ισχυρισμός ότι ο ίδιος προέβη σε οποιεσδήποτε μετρήσεις.   

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγομένης 2 σε μία ακόμη προσπάθεια της ώστε να πλήξει την αξιοπιστία του και κατ΄επέκταση να μετακυλήσει στον ίδιο την ευθύνη για τον τραυματισμό του, του υπέβαλε τη θέση ότι ο ίδιος, δεν είδε, ως όφειλε το κενό στην σκαλωσιά, πριν ξεκινήσει να εκτελεί την εργασία του ώστε να είναι πιο προσεκτικός κατά την εκτέλεση αυτής. Ως εξήγησε όμως με πειστικό τρόπο ο Ενάγοντας, εξήγηση που το Δικαστήριο κρίνει απόλυτα λογική, ο ίδιος ξεκίνησε την εργασία του από την άλλη άκρη της σκαλωσιάς πριν φτάσει στο τελευταίο σημείο όπου επήλθε η πτώση του. Η σκαλωσιά ως αποτελεί κοινό τόπο είχε μήκος 60 με 70 μέτρα. Με δεδομένο το γεγονός αυτό ο Ενάγοντας ξεκίνησε να εκτελέσει την εργασία του, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει σε ποια κατάσταση βρισκόταν η σκαλωσιά στο τέρμα της. Δεν ήταν λογικό για τον Ενάγοντα αλλά και για τον μέσο κοινό οικοδόμο, προτού ξεκινήσει να εκτελέσει την εργασία του, να απαιτείτο από αυτόν να ελέγξει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ολόκληρη η επίδικη σκαλωσιά από την αρχή μέχρι το τέλος της.

 

Από την άλλη όμως δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του Ενάγοντα, εφόσον το Δικαστήριο δεν νιώθει ασφάλεια να καταλήξει σε ένα τέτοιο εύρημα, ότι ο ίδιος, φθάνοντας στην άκρη της σκαλωσιάς, ώστε να εκτελέσει την εργασία του, δεν διαπίστωσε ότι στο χώρο που εργαζόταν υπήρχε απροστάτευτο κενό. Επί τούτου ήταν η θέση του Ενάγοντα ότι ο λόγος που δεν πρόσεξε το κενό ήταν γιατί η φορά της κατεύθυνσης, με την οποία εργαζόταν, ήταν να έχει στο πίσω μέρος του την σκαλωσιά με αποτέλεσμα να μην είχε οποιοδήποτε οπτικό πεδίο ώστε να αντιληφθεί σε ποια κατάσταση βρισκόταν η σκαλωσιά στο τέλος της. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στα πρακτικά, ημερομηνίας 9.7.2024, σελίδα 16, όπου ο Ενάγοντας, κατά την αντεξέταση του, ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Ε. Εάν οι αποστάσεις είναι όπως τις περίγραψες, θέση μου είναι ότι προτού φτάσεις στο επόμενο σίδερο, εκείνο το σίδερο που θα αφαιρούσες, είδες ότι είχε άνοιγμα στα δεξιά σου.

A. Αφού πήγαινα πισινή στο τέλος για να τα βγάλω τα σίδερα, σας λέω τη δική μου εκδοχή και εσύ λέεις τη δική σου. Εγώ ξεκίνησα από την άκρια και δούλεψα 2 3 ώρες μέχρι να πάθω αυτό το κακό και πήγαινα στο τέλος της σκαλωσιάς, δεν το πρόσεξα ότι οι 80 πόντοι στο τέλος δεν είχαν ασφάλεια.

E.         Ήσουν με την πλάτη ή περπατούσες μπροστά;

A.         Συνήθως πλάτη με πλάι.

E.         Άρα είτε πήγαινες προς τα δεξιά πλάι και το άνοιγμα ήταν στα δεξιά σου, έπρεπε να το δεις είναι η θέση μου.

A.         Δυστυχώς, δεν το είδα.»  

 

Με δεδομένη την πιο πάνω θέση του, δηλαδή ότι ο ίδιος εργαζόταν πλάτη με πλάι και έχοντας ως δεδομένο, ως διαπιστώνεται από τις φωτογραφίες, ότι το κενό ήταν σε απόσταση πολύ κοντά του από το σημείο όπου εργαζόταν (όπως αποδέχθηκε ο ίδιος περί τα 50 εκατοστά), η θέση του ότι ο ίδιος δεν είδε το κενό δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική και ως εκ τούτου αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Καταλήγω δε ότι ο ίδιος εφόσον εργαζόταν ακριβώς δίπλα από το κενό δεν ήταν δυνατό να μην είχε διαπιστώσει την ύπαρξη του και ως εκ τούτου αποτελεί εύρημα μου ότι ο ίδιος το είχε αντιληφθεί εντούτοις όμως συνέχιζε να εργάζεται. Το κατά πόσο όμως αυτό το γεγονός στοιχειοθετεί και την οποιαδήποτε δική του συντρέχουσα ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, είναι ζήτημα που απασχολεί το Δικαστήριο κατωτέρω.   

 

Αποδεχόμενος την εκδοχή του Ενάγοντα ως προς τις συνθήκες που το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη, πλην της πιο πάνω διευκρίνισης, ταυτόχρονα απορρίπτω την εκδοχή της Εναγομένης 2, ως αυτή προωθήθηκε μέσω του Μ.Υ.1.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του Μ.Υ.1, ο εν λόγω μάρτυρας δεν έπεισε το Δικαστήριο αναφορικά με τα ουσιώδη επίδικα ζητήματα και θα ήταν ακροσφαλές να καταλήξω σε οποιαδήποτε ασφαλή ευρήματα μέσω αυτής.  Κρίνω ότι ο εν λόγω μάρτυρας προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσει την πρώην εργοδότρια του, δηλαδή την Εναγόμενη 2, παρά να παραθέσει στο Δικαστήριο την πραγματική διάσταση των γεγονότων. 

 

Εξηγώ ευθύς αμέσως το γιατί.  

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα, ως προς την βασική του εκδοχή, αναφορικά με τις συνθήκες που επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα.

 

Καταρχάς ο ίδιος, ως αποτελεί κοινό τόπο των μερών, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας κατά την στιγμή του τραυματισμού του Ενάγοντα. Ούτε και ο Παύλος Καλογήρου, βοηθός λειτουργός Ασφάλειας και Υγείας της Εναγομένης 2, ο οποίος, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του Μ.Υ 1 ήταν το πρόσωπο που τον πληροφόρησε για το πως επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα ήταν παρών και άμεσος γνώστης των επίδικων γεγονότων. Ούτε και ο Μ.Υ 1 είναι εμπειρογνώμονας στην διερεύνηση εργατικών ατυχημάτων, ως προσπάθησε ο ίδιος με έμμεσο τρόπο να παρουσιάσει τον εαυτό του, δίδοντας την δική του εκδοχή για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, χωρίς ο ίδιος να είναι αυτόπτης μάρτυρας αυτού, αλλά ούτε και έχει τα ειδικά προσόντα της αναπαράστασης ενός  εργατικού ατυχήματος ώστε να γνωματεύσει υπό ποιες συνθήκες αυτό προκλήθηκε. Τα οποιαδήποτε συμπεράσματα του Μ.Υ 1 αποτελούν αποκλειστικά δικά του συμπεράσματα και πιθανολογήσεις, χωρίς κανένα πραγματικό και νομικό έρεισμα. Ενδεικτικό του πιο πάνω γεγονότος είναι ότι ο ίδιος, αντεξεταζόμενος, αποδέχθηκε ότι δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε  μαρτυρία που να υποστηρίζει την δική του εκδοχή γεγονότων, αναφέροντας όμως ότι το πιο πιθανόν σενάριο είναι ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα επεσυνέβη όπως ο ίδιος το περιγράφει. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στη σελίδα 16 των πρακτικών, ημερομηνίας 21.11.2024 όπου ο Μ.Υ 1 ανάφερε αυτολεξεί τα ακόλουθα:

 

«Ε. Έχεις μαρτυρία κύριε μάρτυς ότι ο Ενάγοντας γονάτισε και το τραβούσε;

Α. Όχι, αλλά βάσει τη διερεύνηση ήταν το πιο πιθανόν να γίνει και να τραυματιστεί.»  

 

Πρόκειται επομένως για δικές του προσωπικές εικασίες και πιθανολογήσεις στην προσπάθεια του ώστε η Εναγόμενη 2 να αποποιηθεί της οποιασδήποτε τυχόν ευθύνης της για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

 

Επιπρόσθετα, τα όσα μετέφερε ο Μ.Υ 1 ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος είναι στην βάση των όσων του μετέφερε ο Παύλος Καλογήρου. Τα όσα ο εν λόγω μάρτυρας μετέφερε στο Δικαστήριο συνιστούν αναμφίβολα εξ ακοής μαρτυρία. 

 

Επισημαίνεται εξ αρχής ότι η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής (άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9). Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε αυτήν (την αποδοχή της οποίας το Δικαστήριο θα πρέπει να εξηγεί (Ανδρέου κ.α. ν Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152) το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία.  Ειδικότερα, μεταξύ άλλων παραγόντων που καθορίζει το άρθρο 27(2) του πιο πάνω Νόμου, λαμβάνεται υπόψη, κατά πόσο αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι καθώς και ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας.  Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σε αυτό στόχευε ο Νομοθέτης με τον Ν.32(1)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης (Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co. Ltd. (2012) 1 A.A.Δ., 1711 και Τριφταρίδης ν. Xiaodan Liu, Έφεση αρ. 13/2015, ημερ. 5.10.2016). 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η Εναγομένη 2 δεν κλήτευσε στο Δικαστήριο το εν λόγω πρόσωπο εφόσον ως αναφέρθηκε αυτός βρίσκεται στην Αγγλία. Ούτε και αναφέρθηκε ότι έγιναν οποιεσδήποτε προσπάθειες εντοπισμού του ώστε αυτός να προσέλθει στο Δικαστήριο και ότι αυτές δεν καρποφόρησαν. Πέραν τούτου, ο εν λόγω μάρτυρας δεν έδωσε περαιτέρω πληροφορίες κατά πόσο η δήλωση αυτή περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία, πέραν του 1ου βαθμού, έχοντας ως δεδομένο ότι αποτελεί κοινό τόπο ότι ούτε ο Παύλος Καλογήρου δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας του επίδικου ατυχήματους εφόσον ο Μ.Υ 1 δεν έδωσε οποιεσδήποτε ικανοποιητικές εξηγήσεις πως και με ποιο τρόπο περιήλθε το γεγονός αυτό εις γνώση του εν λόγω προσώπου αλλά και του κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ’ακριβώς ή όχι. Στην απουσία εξήγησης σε σχέση με τα πιο πάνω το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Επιπρόσθετα, η εξ ακοής αυτή μαρτυρία έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία τόσο του ίδιου του Ενάγοντα όσο και του Μ.Ε 1. Πέραν τούτου η μαρτυρία του Μ.Υ 1  δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Επομένως για του λόγους που έχουν αναφερθεί καμία βαρύτητα δεν θα προσδοθεί από το Δικαστήριο σε σχέση με αυτή.

 

Στην προσπάθεια του Μ.Υ.1, ώστε να πείσει το Δικαστήριο ως προς τη δική του εκδοχή γεγονότων, κατέθεσε ως Τεκμήριο 36, έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται “Accident of Claim” και στο οποίο καταγράφει σε αυτό  την δική του εκδοχή γεγονότων για το πως επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα. Το εν λόγω έγγραφο βασίζεται όμως αποκλειστικά στις πληροφορίες που έλαβε από τον Παύλο Καλογήρου μαρτυρία η οποία, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν θα της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα. Επιπρόσθετα, αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο ο εν λόγω μάρτυρας δεν γνωστοποίησε το εν λόγω έγγραφο στον Μ.Ε 1, με δεδομένο ότι ο εν λόγω μάρτυρας γνώριζε εκ των προτέρων ότι αυτός διερευνούσε τις συνθήκες πρόκλησής του επίδικου εργατικού ατυχήματος, είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο. Πέραν των πιο πάνω, η εκδοχή του Μ.Υ 1 ελέγχεται και από το γεγονός ότι, ως αναφέρθηκε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση του Μ.Ε 1, ο εν λόγω μάρτυρας δεν ανάφερε την δική του εκδοχή γεγονότων στον Μ.Ε 1, με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε θέσεις του να αντικρίζονται από το Δικαστήριο με ιδιαίτερο σκεπτικισμό. Μάλιστα δε κατά την αντεξέταση του ο ίδιος αποδέχθηκε το γεγονός ότι δεν ζήτησε να δώσει ο ίδιος κατάθεση στον Μ.Ε 1 ώστε να προβάλει εξ αρχής τη θέση αυτή και αναλόγως να τύχει διερεύνησης από τον τελευταίο. Και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι ότι αν ο Μ.Υ 1 είχε αυτή τη θέση εξ αρχής δεν θα την ανάφερέ στον Μ.Ε 1 ή έστω να ζητήσει να δώσει κατάθεση, προτού ο Μ.Ε 1 ετοιμάσει το πόρισμα του; Ερώτημα βεβαίως το οποίο επίσης έχει παραμείνει αναπάντητο. Επιπρόσθετα, ενώ κατά την αντεξέταση του ισχυρίσθηκε ότι ανάφερε στον Μ.Ε 1 την δική του εκδοχή, τέτοιο όμως ισχυρισμό δεν το καταγράφει στην γραπτή του δήλωση, αποδεχόμενος μάλιστα ότι ήταν λάθος και παράλειψη του να μην το αναφέρει. Ούτε καν επίσης ο ίδιος συνομίλησε με τον Ενάγοντα ώστε να διερευνήσει μαζί του πως επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα, παραδεχόμενος στην αντεξέταση του ότι το ορθότερο ήταν ότι έπρεπε να το κάνει.

Ούτε και η εκδοχή του, πέραν των πιο πάνω, αντέχει τη βάσανο της κοινής λογικής εφόσον, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του Μ.Υ 1 (βλέπε σελίδα 16 των πρακτικών, ημερομηνίας 21.11.2024) το ύψος του αγκιστρίου ήταν 1.10 μ. με 1.20 μ. και με δεδομένο το ύψος του Ενάγοντα, το οποίο ήταν 1.80 μ. με 1.85 μ., αυτό βρισκόταν στην μέση του περίπου. Αφού του υποδείχθηκε πως είναι δυνατόν ο Ενάγοντας να κτύπησε στο μάτι του στο αγκίστριο, όταν δηλαδή αυτό ήταν στη μέση του, ο εν λόγω μάρτυρας προσπαθώντας και πάλι να πείσει για την δική του εκδοχή ανάφερε ότι «εκτός και αν λόγω του ότι λύγισε, γονάτισε και έπιασε να το τραβήσει.» Βεβαίως ο ίδιος αποδέχθηκε ότι δεν είχε ενώπιον του τέτοια μαρτυρία, προβάλλοντας τη θέση ότι «ήταν το πιο πιθανόν να γίνει και να τραυματιστεί.» Επομένως αποτελεί άξιον απορίας το γεγονός πως ενώ ο Ενάγοντας στεκόταν με σκοπό να αφαιρέσει το σίδερο, κτύπησε στο άγκιστρο με το μάτι του, το οποίο βρισκόταν περίπου στη μέση του, είναι ένα ερώτημα για το οποίο ο Μ.Υ 1 δεν έδωσε οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση. 

Στη βάση των πιο πάνω απορρίπτω την δική του εκδοχή γεγονότων ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

 

Το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την μαρτυρία του Μ.Υ 1 και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ενώ ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε ότι ήταν το πρόσωπο το οποίο είχε καταρτίσει το Σ.Α.Υ σε σχέση με το επίδικο έργο, αυτό όμως,  για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την Εναγομένη 2, δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Αυτό ενέχει τη δική του σημασία στα υπό κρίση γεγονότα, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει ποια μέτρα προστασίας και πρόληψης είχαν ληφθεί από την Εναγομένη 2, σε σχέση με τους εργοδοτούμενους που εργάζονταν σε ύψος αλλά και με ποιο τρόπο αναγράφετο ότι θα συναρμολογούνταν οι σκαλωσιές, καθώς και αν υπήρχε διαφοροποίηση ως προς το είδος των σκαλωσιών αναλόγως του χώρου και ύψους όπου θα χρησιμοποιούνταν, ως αποτελούσε θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγομένης 2 στα πλαίσια της αντεξέτασης του Μ.Ε 1. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5(4) της Κ.Δ.Π 172/2002 το Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις λεπτομέρειες για τους κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των προσώπων που θα εκτελέσουν την εργασία καθώς και την μελέτη ανέγερσης και εγκατάστασης των ικριωμάτων (σκαλωσιές).  Δεν είναι πειστική η δικαιολογία που ο Μ.Υ.1 παράθεσε στο Δικαστήριο ως προς τον λόγο που αυτό δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ότι δηλαδή ο ίδιος δεν το έχει στην κατοχή του εφόσον είχε αποχωρήσει από την Εναγόμενη 2 το 2016 και ότι η κοινοπραξία έχει πλέον διαλυθεί.  Η Εναγόμενη 2 όμως γνώριζε για την ύπαρξη της παρούσας αγωγής από το 2014, γνώριζε για την ύπαρξη του επίδικου εργατικού ατυχήματος από το 2011 και όφειλε να διατηρεί το Σ.Α.Υ στην κατοχή της. Ούτε και ο Μ.Υ.1 έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί δεν αναζήτησε το Σ.Α.Υ αλλά ούτε και έκανε οποιεσδήποτε ενέργειες ώστε να το εντοπίσει. Αποδέχθηκε δε μάλιστα ότι ο ίδιος ούτε καν επικοινώνησε με τους πρώην εργοδότες του, με σκοπό να διερευνήσει το κατά πόσο αυτό ακόμα βρίσκεται στην κατοχή της Εναγομένης 2 ή οποιοδήποτε εκ των εταιρειών που αποτελούσαν την κοινοπραξία. 

 

Ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση του Μ.Υ 1 ως προς τον λόγο που η Εναγομένη 2 δεν τοποθέτησε προστατευτικό στο πλαϊνό μέρος της επίδικης σκαλωσιάς αφήνοντας το σημείο εκείνο κενό. Ως ο Μ.Υ 1 ισχυρίστηκε, ο λόγος που δεν τοποθετήθηκε οποιοδήποτε προστατευτικό ήταν ώστε οι εργοδοτούμενοι να έχουν πρόσβαση στη φορητή σκάλα που τοποθετήθηκε για να είναι σε θέση να κατέβουν στο υπόγειο. Πέραν του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίφαση με την βασική θέση του Μ.Υ 1 ότι ο λόγος που δεν τοποθετήθηκε προστατευτικό ήταν γιατί η Εναγομένη 2 δεν είχε τέτοια υποχρέωση εκ του Νόμου, όπως πολύ εύστοχα ανάφερε ο Μ.Ε.1 η πρόσβαση στον κάτω όροφο επιτυγχάνεται μόνο μέσω ειδικών θυρίδων που υπάρχουν στις πλατφόρμες και όχι μέσω φορητής σκάλας. Εξήγηση η οποία είναι και λογική εφόσον με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η προστασία των εργαζομένων από πιθανή πτώση τους από ύψος.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Μ.Υ 1 στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.

 

AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΠΟΥ Ο ΕΝΑΓΟΝΤΑΣ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΥΠΕΣΤΗ

Ο Ενάγοντας έχει ήδη κριθεί ως αξιόπιστος μάρτυρας.  Ως εκ τούτου η μαρτυρία του σε σχέση με το ζήτημα των σωματικών βλαβών που υπέστη, την θεραπεία που ακολούθησε καθώς και τις εγχειρίσεις που υποβλήθηκε γίνεται επίσης αποδεκτή. Πέραν του γεγονότος ότι το σκέλος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε από τις Εναγόμενες αυτή συνάδει και υποστηρίζεται από τις ιατρικές εκθέσεις των Μ.Υ 3 και Μ.Υ 6. Σε ό,τι αφορά δε τους τραυματισμούς του στην σπονδυλική στήλη δηλώθηκε μάλιστα ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Ενάγοντας δικαιούται αποζημίωσης επί πλήρους ευθύνης για το ποσό των €2750.

Αυτό το οποίο αμφισβητούν οι Εναγόμενες, και το οποίο αποτέλεσε την ουσία της αντεξέτασης τους, είναι το γεγονός ότι  ο ίδιος, συνεπεία των τραυμάτων του, είναι ανίκανος σήμερα να ασκήσει οποιαδήποτε εργασία.

Δεν αποδέχομαι τη θέση του Ενάγοντα ως προς το ζήτημα αυτό εφόσον τα όσα έχει παραθέσει είναι πρωτίστως γενικά και αόριστα και δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα ιατρική μαρτυρία. Στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 633, έχει επιβεβαιωθεί η πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί την εκδοχή ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο μάρτυρας κρίνεται γενικά ως αξιόπιστος.

 

Πέραν του γεγονότος ότι η ιατρική μαρτυρία του Μ.Ε 5 σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν γίνεται αποδεκτή, για τους λόγους που εξηγώ ευθύς αμέσως κατωτέρω, η μαρτυρία του Ενάγοντα  σε σχέση με το ζήτημα αυτό είναι εντελώς γενική και επομένως θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτής ως προς το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί εντελώς αόριστα ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να αναζητήσει δουλειά ως παρκαδόρος αλλά λόγω της απώλειας όρασης του στο δεξί του μάτι κανείς δεν τον προσλάμβανε για εργασία, χωρίς όμως να δώσει οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες για τις ενέργειες που προέβη ή να παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώνει έστω και κατ’ ελάχιστο τη θέση του αυτή.  Ούτε προσπάθησε να εξεύρει οποιαδήποτε άλλη εργασία, ως αποδέχτηκε ο ίδιος εξάλλου, όπως για παράδειγμα να εργάζεται ως λαχειοπώλης, αναφέροντας ότι ντρεπόταν αλλά ούτε και αναζήτησε οποιαδήποτε εργασία σε φούρνο προβάλλοντας τη θέση ότι δεν είχε τέτοια κατάρτιση. Ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του ότι δεν μπορεί να εργαστεί σε άλλη εργασία εφόσον μετά το ατύχημα παρουσίασε και άλλα ιατρικά προβλήματα (όπως πίεση και ζάχαρο) που δεν του επιτρέπουν να εργάζεται, εφόσον δεν προσκόμισε την προς τούτο αναγκαία ιατρική μαρτυρία. Για τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του επί του ότι ο ίδιος μετά το ατύχημα δεν μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε άλλη εργασία.  

 

Στρεφόμενος στην αξιολόγηση του Μ.Ε.5 αναφέρω ότι η μαρτυρία του εδράζεται σε δύο πυλώνες.  Ο πρώτος πυλώνας αφορά τα τραύματα που ο Ενάγοντας υπέστη στο δεξί μάτι, το τι ο ίδιος διαπίστωσε αλλά και τη θεραπεία που αυτός υπεβλήθη.  Ο δεύτερος πυλώνας της μαρτυρίας του εδράζεται στο γεγονός κατά πόσο  ο Ενάγοντας, συνεπεία των τραυμάτων που υπέστη στο δεξί μάτι, ήταν ολικά ανίκανος να εργαστεί είτε ως οικοδόμος είτε σε οποιαδήποτε άλλη εργασία. 

 

Στο βαθμό που η μαρτυρία του εδράζεται στον τραυματισμό του Ενάγοντα, τις συνέπειες του τραυματισμού του και την αποθεραπεία του, αυτή γίνεται πλήρως αποδεκτή εφόσον σε κανένα σημείο δεν αμφισβητήθηκαν τα ιατρικά συμπεράσματα και ευρήματα του από τις Εναγόμενες. Ούτε και σημειώνω ότι προσφέρθηκε από αυτές οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία. 

 

Αυτό το οποίο έχει αμφισβητηθεί επί της ουσίας από τις Εναγόμενες, είναι ο δεύτερος πυλώνας της μαρτυρίας του. Θέση του ήταν ότι ο Ενάγοντας, με την λήξη της άδειας ασθενείας του, δεν μπορούσε να επιστρέψει πίσω στην εργασία του ως οικοδόμος είτε να ασκήσει οποιαδήποτε άλλη εργασία. 

 

Και τούτο γιατί ο Ενάγων έχοντας πλέον πλήρη όραση μόνο από το ένα μάτι, δηλαδή το αριστερό, δεν έχει πλέον εποπτικό πεδίο και δεν έχει αίσθηση της διόφθαλμης τρισδιάστατης όρασης.  Στην ίδια βάση ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας ούτε ως επαγγελματίας οδηγός μπορούσε να εργαστεί (εφόσον εκ του Νόμου δεν μπορεί να του χορηγηθεί επαγγελματική άδεια), αλλά ούτε και ήταν σε θέση να επιτελέσει οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία αλλά ούτε και να εργαστεί για παράδειγμα ως καφετζής. Ήταν η θέση του επιπρόσθετα ότι ο Ενάγοντας δεν μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία στη βάση του δεν είχε την κατάλληλη μόρφωση.

 

Αποδέχομαι τη θέση του ότι ο Ενάγοντας μετά τον τραυματισμό του δεν μπορούσε να εργαστεί ως οικοδόμος.  Επί τούτου ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε σαφείς και τεκμηριωμένες επιστημονικές απαντήσεις ως προς τους λόγους που αυτός δεν μπορούσε να ασκήσει πλέον τη συγκεκριμένη εργασία. Ειδικότερα εξήγησε με πειστικό τρόπο ότι λόγω του ότι βλέπει μόνο από το αριστερό του μάτι, δεν μπορεί να έχει αντίληψη των αποστάσεων, δεν μπορεί να έχει καθαρό οπτικό πεδίο και δεν μπορεί να διαπιστώσει αν υπάρχει κάποιο εμπόδιο μπροστά του, γεγονότα τα οποία τον κάνουν πιο επιρρεπή να υποστεί νέα ατυχήματα με δεδομένο ότι το εν λόγω επάγγελμα είναι από τη φύση του ένα επικίνδυνο επάγγελμα. Δεν μπορεί, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο της μονόφθαλμης όρασης, να υπολογίζει αποστάσεις, δεν μπορεί να δει το πάχος, το ύψος, το πλάτος και το βάθος που έχει ένα αντικείμενο. Θέσεις οι οποίες συμβαδίζουν και με την κοινή λογική.

 

Από την άλλη όμως δεν αποδέχομαι τη θέση του ότι ο Ενάγοντας δεν μπορούσε να εξασκήσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.  Και τούτο γιατί οι θέσεις του αυτές δεν έχουν έρεισμα την δική του εμπειρογνωμοσύνη, αλλά εδράζονται σε άλλους παράγοντες έξω και μακριά από τη σφαίρα των δικών του επιστημονικών ιατρικών γνώσεων.  Για παράδειγμα ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας δεν μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία εξαιτίας του μορφωτικού του επιπέδου, αλλά ούτε και μπορούσε να εργαστεί υπάλληλος σε κάποια υπεραγορά τοποθετώντας διάφορα προϊόντα στα ράφια, στη βάση του ότι, σύμφωνα πάντοτε με τις δικές του θέσεις, κανένας εργοδότης δεν μπορεί να τον προσλάβει με βάση την υφιστάμενη ιατρική του κατάσταση. Προς τεκμηρίωση της θέσης του ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι δεν έτυχε να δει πολλούς στις υπεραγορές να εργάζονται με ένα μάτι. Ούτε και κλητήρας μπορούσε να εργαστεί, ως ανάφερε, γιατί είναι επικίνδυνο να τραυματιστεί στις σκάλες.  Ούτε και γνώριζε να απαντήσει, αντεξεταζόμενος σχετικά, σε ποια άλλα επαγγέλματα δεν μπορεί να εργαστεί ο Ενάγοντας λόγω των τραυμάτων που υπέστη στο δεξί του μάτι αλλά και ούτε γνώριζε να απαντήσει από ποια άλλα επαγγέλματα αυτός δεν αποκλείεται από του να εργαστεί. Ούτε έδωσε πειστικές απαντήσεις γιατί δεν μπορεί ο Ενάγοντας να εργαστεί είτε ως λαχειοπώλης είτε ως τηλεφωνητής.  Στη περίπτωση δε του τηλεφωνητή ανέφερε ότι αν τον καλέσει κάποιο πρόσωπο που δεν μιλεί την Ελληνική γλώσσα, ο Ενάγοντας λόγω του μορφωτικού του επιπέδου δεν θα είναι σε θέση να συννενοηθεί μαζί του, βάζοντας στην εξίσωση, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, και τον ψυχολογικό παράγοντα, ότι δηλαδή θα είναι βασανιστικό για τον ίδιο να εργαστεί σε αυτό το επάγγελμα, παράγοντες βεβαίως που δεν έχουν σχέση με τις δικές του γνώσεις.  Αποδέχτηκε εξάλλου εν τέλει, παρά τις πιο πάνω αρχικές του θέσεις, ότι ο Ενάγοντας είναι σε θέση να ασκήσει βοηθητικές και περιορισμένες εργασίες.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν αποδέχομαι τη θέση του ότι ο Ενάγοντας δεν ήταν σε θέση να ασκήσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.

 

Αποδέχομαι πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Ε.3. Ο εν λόγω μάρτυρας, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, κατάθεσε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι πρόθεση του ήταν να μεταφέρει με ειλικρίνεια τα ευρήματα του μέσα από την χειρουργική επέμβαση που υπέβαλε τον Ενάγοντα καθώς και για το ποιά είναι σήμερα η ιατρική του κατάσταση.  Ο εν λόγω μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της ιατρικής του έκθεσης (Τεκμήριο 27) επεξηγώντας στο Δικαστήριο το λόγο που ο Ενάγοντας υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο δεξιό οφθαλμό αλλά και τι περιλάμβανε αυτή. Τα όσα ο εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε ουδόλως αμφισβητήθηκαν από τις Εναγόμενες, ούτε και προσκομίστηκε από πλευράς τους οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία, αντίθετα θα έλεγα αποτελούν κοινό τόπο.  Η αντεξέταση του μάρτυρα ήταν διευκρινιστικού παρά αντιπαραθετικού χαρακτήρα.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποδέχομαι τη μαρτυρία του και στη βάση αυτής προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.

 

Πλήρως αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Ε.4, λειτουργού στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Η εν λόγω μάρτυρας παράθεσε στο Δικαστήριο, μέσα από την επαγγελματική της ιδιότητα, όλα όσα γνωρίζει αναφορικά με το καθεστώς του Ενάγοντα στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, πού αυτός εργοδοτείτο και ποιος ήταν ο πραγματικός μισθός του.  Τα όσα ανέφερε επιβεβαιώνονται και από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που κατέθεσε στο Δικαστήριο, τα οποία εκτυπώθηκαν από το μηχανογραφημένο σύστημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Τέλος, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.7.  Ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε το γεγονός ότι υπέβαλε τον Ενάγοντα σε αριθμό φυσιοθεραπειών αναφορικά  με τον τραυματισμό που ο τελευταίος υπέστη στην σπονδυλική του στήλη, συνεπεία της πτώσης του στο έδαφος.  Η μαρτυρία του υποστηρίζεται και επιβεβαιώνεται μέσα από το πιστοποιητικό (Τεκμήριο 23) του. Εξήγησε με πειστικό τρόπο ότι ο λόγος που δεν εξέδωσε μέχρι και σήμερα σχετικό τιμολόγιο για τις υπηρεσίες του ήταν γιατί ο Ενάγοντας δεν τον έχει εξοφλήσει. Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση στα λεγόμενα του, και η οποιαδήποτε θέση των Εναγομένων ότι ο Ενάγοντας δεν υπεβλήθη σε οποιεσδήποτε φυσιοθεραπείες παρέμεινε γενική και αόριστη και έκθετη σε απόρριψη.

 

Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια στα πιο κάτω τελικά ευρήματα τόσο σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες που επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα όσο και σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που ο Ενάγων υπέστη συνεπεία αυτού.

Ο Ενάγοντας έλαβε οδηγίες την 3.11.2011 από τον εργοδότη του, δηλαδή την Εναγομένη 1, όπως την επόμενη ημέρα σουβατίσει την εξωτερική πλευρά του τοίχου που βρισκόταν στα ανατολικά της υπό ανέγερσης πολυκατοικίας υπ’ αριθμόν Α3.

 

Με βάση την συμφωνία υπεργολαβίας, η Εναγομένη 1 ήταν υπεύθυνη για την κατασκευή τοιχοποιίας και επιχρισμάτων, μεταξύ άλλων, και στην εν λόγω πολυκατοικία.

 

H εκτέλεση της εργασίας θα γινόταν διαμέσου σκαλωσιών, τις οποίες είχε εγκαταστήσει και συναρμολογήσει η Εναγομένη 2 περιμετρικά του κτιρίου για σκοπούς προστασίας των εργαζομένων από πιθανή πτώση από ύψος.

 

Η Εναγομένη 2 ήταν η κύριος εργολάβος του έργου.

 

Για να ήταν σε θέση ο Ενάγοντας να σουβατίσει τον τοίχο θα έπρεπε να αφαιρέσει πρώτα τις ράβδους οπλισμού, που βρίσκονταν μέσα στον  τοίχο από σκυρόδεμα.

 

Η Εναγομένη 1 προτού ξεκινήσει ο Ενάγοντας την εργασία του δεν έλεγξε την κατάσταση των σκαλωσιών.

 

Στις 4.11.11 ο Ενάγοντας ξεκίνησε να εκτελεί την πιο πάνω εργασία και εργαζόταν, κατά τον επίδικο χρόνο, στο 1ο δάπεδο των σκαλωσιών που βρισκόταν στο υπόγειο του κτιρίου. Ξεκίνησε να εκτελεί την εργασία του από τα ανατολικά προς τα δυτικά.

 

Περί τις 10.00 π.μ ο Ενάγοντας έφθασε στην άλλη άκρη της σκαλωσιάς, στεκόμενος κοντά στην άκρη της, με σκοπό να αφαιρέσει τις τελευταίες ράβδους οπλισμού. Διαπίστωσε δε ότι στο σημείο όπου εργαζόταν υπήρξε απροστάτευτο κενό στην σκαλωσιά, εντούτοις όμως συνέχισε να εργάζεται. Προσπαθώντας να τραβήξει μία από αυτές έβαλε περισσότερη δύναμη εφόσον αυτή δεν έβγαινε με ευκολία. Στην προσπάθεια του αυτή έχασε την ισορροπία του και επειδή δεν υπήρχε προστατευτικό (στόπερ) στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς όπου εργαζόταν, έπεσε κάτω στο έδαφος, δηλαδή στο υπόγειο, από ύψος 1.90 μέτρων. Με την πτώση του στο έδαφος τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι. Στο υπόγειο όπου ο Ενάγοντας έπεσε υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά.

 

Στις 7.11.11 η Εναγόμενη 1 απέστειλε, με βάση την υποχρέωση της που πηγάζει από την κείμενη νομοθεσία, τη γνωστοποίηση ατυχήματος (Τεκμήριο 5) στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας.

 

Ο Ενάγοντας κατά τη διάρκεια της εργασίας του φορούσε προστατευτικό κράνος καθώς και παπούτσια ασφαλείας.

 

Δεν ήταν υποχρεωμένος να φορεί προστατευτικά γυαλιά.

 

Μετά τον τραυματισμό του κατάφερε να ανέβει στο 1ο δάπεδο της σκαλωσιάς όπου εργαζόταν αλλά λόγω του τραυματισμού και της έλλειψης σκάλας πρόσβασης δεν μπορούσε να ανέβει στο ισόγειο του κτιρίου. Κάλεσε άμεσα σε βοήθεια. Προσέτρεξαν σε βοήθεια συνάδελφοι του, οι οποίοι τον ανέβασαν στο ισόγειο του κτιρίου. Ο Ενάγοντας είχε αίματα στο πρόσωπο. Μεταφέρθηκε ακολούθως για νοσηλεία στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.

 

Την 7.11.11, 3 μέρες δηλαδή μετά το επίδικο εργατικό ατύχημα, επισκέφθηκε τη σκηνή του επίδικου εργατικού ατυχήματος ο Μ.Ε 1. Η σκηνή δεν είχε αλλοιωθεί. Κατά την επίσκεψη του ήταν παρόντες ο αδελφός του Ενάγοντα, ένας εκ των διευθυντών της Εναγομένης 1, ο Μ.Υ 1 και ο Παύλος Καλογήρου. Τα πιο πάνω πρόσωπα του έδωσαν τις αναγκαίες πληροφορίες για το πως επεσυνέβη το ατύχημα. Έλαβε επίσης κατάθεσε από τον Ενάγοντα και από τον ένα εκ των διευθυντών της Εναγομένης 1. Έλαβε επίσης σχετικές φωτογραφίες της σκηνής καθώς και προέβη σε διάφορες μετρήσεις.   

 

Διαπίστωσε στην βάση των πιο πάνω ότι σε γενικές γραμμές οι σκαλωσιές που συναρμολόγησε η Εναγομένη 2 έγιναν συμφώνως των σχετικών προτύπων. Υπήρχε κατάλληλη προστασία από πτώση, μέσα πρόσβασης και ασφαλής στήριξη στο κτίριο.

 

Όμως στο υπόγειο που εργαζόταν ο Ενάγοντας οι σκαλωσιές δεν ήταν πλήρεις εφόσον υπήρχε απροστάτευτο άνοιγμα πλάτους 90 εκατοστών στην άκρη της σκαλωσιάς (δεν υπήρχε δηλαδή «το στόπερ»), δεν υπήρχε σκάλα πρόσβασης από το 1ο στο 2ο δάπεδο των σκαλωσιών και γύρω και κάτω από την υπό αναφορά σκαλωσιά υπήρχαν σωροί από μπάζα και άλλα άχρηστα υλικά καθώς επίσης και μία ξύλινη, πρόχειρα κατασκευασμένη φορητή σκάλα.

 

Στο εργοτάξιο υπήρχε Σ.Α.Υ, το οποίο περιελάμβανε γραπτές εκτιμήσεις κινδύνων για τις διάφορες φάσεις του έργου καθώς και τα προτεινόμενα μέτρα για την μείωση και εξάλειψη των εν λόγω κινδύνων.

 

Στο έργο υπήρχε επίσης σύστημα Διαχείρισης των κινδύνων και το εργοτάξιο επιθεωρούσε σε καθημερινή βάση ο Μ.Υ 1 με το βοηθό του Παύλο Καλογήρου.

 

Στο έργο υπήρχε συντονιστής Ασφάλειας και Υγείας. 

 

O M.Y 1 ως υπεύθυνος για τα θέματα Ασφαλείας και Υγείας στο επίδικο έργο έκανε συχνές επιθεωρήσεις σε διάφορα σημεία του εργοταξίου και διόρθωσης οποιονδήποτε τυχόν παραβάσεων, γίνονταν επιτόπιες συστάσεις στους υπευθύνους του εργοταξίου και είχε υπό την ευθύνη του την εκπαίδευση του προσωπικού για θέματα ασφάλειας και υγείας.

 

Αμέσως μετά το ατύχημα ο Ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου νοσηλεύθηκε για περίοδο 15 ημερών. 

 

Έλαβε αναρρωτική άδεια για την περίοδο από 5.11.11 μέχρι 5.7.12 (Τεκμήρια 25 και 26, αντιστοίχως). Κατά την εν λόγω χρονική περίοδο ήταν ολικά ανίκανος να ασκεί οποιαδήποτε εργασία. Με την λήξη της άδειας ασθενείας του ο Ενάγοντας δεν ήταν πλέον σε θέση να επιστρέψει πίσω στην εργασία του ως οικοδόμος, ήταν όμως σε θέση να ασκήσει ελαφριές και βοηθητικές εργασίες.

 

Παρακολουθείτο, μετά το εξιτήριο του, στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού από οφθαλμίατρους. 

 

Την 8.12.11 υπεβλήθη σε εγχείρηση στο Αχίλλειο Νοσοκομείο Λεμεσού από τον Μ.Ε.3 ο οποίος και του πρόσθεσε προσθετικό οφθαλμό στο δεξί μάτι. Ο Ενάγοντας συνεπεία του τραυματισμού του απώλεσε πλήρως την όραση του στο δεξί του μάτι.  

 

Από την 5.11.12, μετά από εξετάσεις του από το ιατρικό συμβούλιο, του χορηγείται από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις σύνταξη αναπηρίας σε ποσοστό 75%. Η σύνταξη του ανέρχεται στο ποσό των €633. Έκτοτε λαμβάνει σχετική σύνταξη αναπηρίας.

 

Ο Ενάγοντας υπεβλήθη σε αριθμό φυσιοθεραπειών αναφορικά με τους τραυματισμούς που υπέστη στη σπονδυλική στήλη.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο ο Ενάγοντας έχει αποδείξει ευθύνη για κάθε μια εκ των Εναγομένων σε σχέση με την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

 

 

ΕΥΘΥΝΗ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ 1

 

Η Εναγομένη 1 ήταν η εργοδότης του Ενάγοντα.

 

Ενώ δεν υπάρχει ειδική πρόνοια στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο Κεφ. 148, η υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει στον εργοδοτούμενο ασφαλείς συνθήκες εργασίας και να μην εκθέτει αυτόν σε περιττούς κινδύνους, πηγάζει από το άρθρο 51 του εν λόγω Νόμου, το οποίο και κωδικοποιεί τις αρχές του κοινού δικαίου για την αμέλεια.

 

Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλος ν. Χριστόφορου Χριστοφόρου και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 193 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453, Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1661, Σκυροποϊία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1855, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 219, Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 709, Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 918, Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556, L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 Α.Α.Δ. 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 206 ).

Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):

«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123:

"Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του."

Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc [1993] ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»

Είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας. Η έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» δίδεται στην απόφαση Αλέξάνδρου (ανωτέρω), στη σελίδα 512. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παροχή οδηγιών, την οργάνωση της εργασίας, την λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και άλλα…

Καθήκον υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας, κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.»

Το καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συμπεριλαμβάνει, λοιπόν, και τη λήψη εύλογων μέτρων προς διασφάλιση της επιτήρησης εφαρμογής του όλου συστήματος, μεταξύ των οποίων της επιτήρησης του χώρου και της εποπτείας του όλου συστήματος εργασίας.

...

Όταν υπάρχει καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.»

 

Στην υπόθεση E. SAKKAS & SONS DEVELOPERS LTD v. HAG GAZIM, Πολιτική Έφεση αρ. 173/2014, 15/9/2021 λέχθηκαν επίσης τα ακόλουθα σχετικά:

«Οι εργοδότες έχουν ρητή και απόλυτη εκ του Νόμου υποχρέωση να προστατεύσουν τους εργοδοτούμενους τους από κίνδυνο πτώσης όταν αυτός βρίσκεται σε χώρο εργασίας και να του παρέχουν ασφαλές και υγιές σύστημα εργασίας.  Η υποχρέωση αυτή έχει και νομολογιακά εδραιωθεί (σχετικές οι κατωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις) και ρητά ορίζεται από τον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο 89(1)/1996 άρθρο 34(2) και τους σχετικούς με αυτό Κανονισμούς ήτοι ΚΔΠ 172/2002 (όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο) περί Ασφάλειας και Υγείας (Ελάχιστες προδιαγραφές για προσωρινά ή κινητά εργοτάξια) Καν. 2002.  Στη παρ. 4 Μέρος Β παρ. 5(1) του εν λόγω Κανονισμού με τίτλο «Πτώση από ύψος» αναφέρεται:  «Οι πτώσεις από ύψος πρέπει να προλαμβάνονται ιδίως μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που θα διαθέτουν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή με άλλο ισοδύναμο μέσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους Καν. 28, 29 και 33 των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμό του 1973, ήτοι το ύψος των κιγκλιδωμάτων πρέπει να είναι τουλάχιστο 1,10 μ. από το δάπεδο και η απόσταση μεταξύ θωρακίου ή άλλου εμποδίου και χειρολισθήρα ή άλλου οριζόντιων στοιχείων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0,45 μ.»

 

Έχοντας ως δεδομένο ότι η παρούσα αγωγή στρέφεται εναντίον της Εναγομένης 1, υπό την ιδιότητα της ως η εργοδότης του Ενάγοντα αλλά και υπό την ιδιότητα της ως η υπεργολάβος στο έργο, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν στη συνέχεια οι πρόνοιες των άρθρων 2, 11, 13 της Κ.Δ.Π. 172/2002 (Οι Περί Ασφάλειας και Υγείας (Ελάχιστες Προδιαγραφές για Προσωρινά ή Κινητά Εργοτάξια) Κανονισμοί του 2002) οι οποίοι βρίσκονταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο σε ισχύ:

«2. Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

 «υπεργολάβος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με εργολάβο ή άλλο υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του­.»

 

Το δε άρθρο 11, σε ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει, προνοεί ότι:

«11.—(1) Κατά την εκτέλεση του έργου οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 του Νόμου υποχρεώσεις των εργοδοτών, περιλαμβανομένων των γενικών αρχών πρόληψης, βάσει των οποίων οι εργοδότες στα πλαίσια των ευθυνών τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργοδοτουμένων, εφαρμόζονται κυρίως όσον αφορά—

(α) Τη διατήρηση του εργοταξίου σε ικανοποιητική κατάσταση από άποψη τάξης και υγιεινής·

(2) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (3) του παρόντος Κανονισμού, για να διαφυλάξουν την ασφάλεια και την υγεία στο εργοτάξιο, και υπό τις προϋποθέσεις των Κανονισμών 9 και 10 των παρόντων Κανονισμών, οι εργολάβοι και υπεργολάβοι

(α) Λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV των παρόντων Κανονισμών, ιδίως κατά την εφαρμογή της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού· και

(3)...

(γ) Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, τα οποία αφορούν το τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους.»

(υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς, ο υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας τα οποία αφορούν το τμήμα του έργου που ανέλαβε. Το άρθρο 11 παραπέμπει στο Παράρτημα IV. Στο εν λόγω παράρτημα στο Μέρος Β, Τμήμα ΙΙ, παράγραφος 5 αναφέρεται σε υποχρεώσεις ασφαλείας σχετικές με την πτώση από ύψος.

 

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγομένη 1, ως η εργοδότρια του Ενάγοντα αλλά και ως η υπεργολάβος στο έργο, υπήρξε αμελής υπό τις περιστάσεις. Και τούτο γιατί προτού η Εναγομένη 1 δώσει τις ανάλογες οδηγίες στον Ενάγοντα να αφαιρέσει τις ράβδους οπλισμού, οι οποίες βρίσκονταν μέσα στον τοίχο από σκυρόδεμα, και ακολούθως να σουβατίσει τον εξωτερικό τοίχο (εργασία την οποία θα επιτελούσε μέσω της χρήσης σκαλωσιών, τις οποίες συναρμολόγησε η Εναγομένη 2 ως η κύριως εργολάβος του έργου και παρέδωσε προς χρήση στους εργοδοτούμενους της πρώτης), όφειλε και ήταν καθήκον της να ελέγξει κατά πόσο αυτές ήταν ελλιπής αλλά και του κατά πόσο παρείχαν στον Ενάγοντα την κατάλληλη προστασία έναντι της πτώσης του από ύψος. Όφειλε επίσης να διασφαλίσει ότι παρείχε στον Ενάγοντα τέτοιο ασφαλές σύστημα εργασίας αλλά και ασφαλή τόπο εργασίας έτσι ώστε να αποτρέπει την πιθανή πτώση του από ύψος.

Κάτι τέτοιο παρέλειψε να πράξει η Εναγομένη 1 στην βάση των γεγονότων που περιστοιχίζουν την παρούσα υπόθεση. Σημειώνω και το αυτονόητο. Η Εναγόμενη 1 επέλεξε, για δικούς της λόγους, να μην προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία με σκοπό να αντικρούσει τα όσα ο Ενάγοντας και ο Μ.Ε 1 ανάφεραν επί του ζητήματος αυτού, με αποτέλεσμα αφενός οι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί τους να παραμείνουν αναντίλεκτοι, αφετέρου δε οι οποιεσδήποτε υπερασπίσεις της Εναγομένης 1 αλλά και οι οποιεσδήποτε υποβολές του συνηγόρου της σε σχέση με το ουσιώδες να παραμείνουν γενικές και μετέωρες (Κυριακή Μαυρομιχάλη κ.α v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ 530).

Ως συνάγεται επομένως η Εναγομένη 1, προτού δώσει τις ανάλογες οδηγίες στον Ενάγοντα να σουβατίσει την χαμηλότερη εξωτερική πλευρά του τοίχου που βρισκόταν στα ανατολικά της υπό ανέγερσης πολυκατοικίας Α3 και ενώ γνώριζε ότι αυτή ήταν εξ ορισμού μία επικίνδυνη εργασία, εφόσον αυτή θα επιτελείτο σε ύψος, χωρίς να λάβει μέτρα για την προστασία και ασφάλεια του Ενάγοντα, δηλαδή χωρίς να βεβαιωθεί ότι η επίδικη σκαλωσιά την οποία θα χρησιμοποιούσε ο Ενάγοντας για να εκτελέσει την εργασία του ήταν ασφαλής και κατάλληλη προς χρήση, αλλά και χωρίς να βεβαιωθεί ότι του παρείχε την ανάλογη προστασία από πιθανή πτώση του από ύψος, του έδωσε τις ανάλογες οδηγίες να εργαστεί. Η παράλειψη της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία με δεδομένο ότι κάτω από το απροστάτευτο κενό υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά και το οποιοδήποτε ενδεχόμενο πτώσης του, ακόμα και από ύψος 1.90 μέτρα, εγκυμονούσε ακόμη περισσότερους κινδύνους. Κάτι τέτοιο όμως παρέλειψε να πράξει.

Ούτε και με βρίσκει σύμφωνο, με κάθε σεβασμό, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγομένης 1, ότι καμία εξουσία είχε η τελευταία να επέμβει με οποιοδήποτε τρόπο στις σκαλωσιές (ικριώματα) που της είχε παραδώσει η Εναγομένη 2 και κατ΄επέκταση να αποτρέψει την πτώση του Ενάγοντα από το ικρίωμα όπου εργαζόταν. Εν μέρει η θέση αυτή είναι ορθή, υπό την έννοια ότι σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 1 η Εναγομένη 1 δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να επέμβει με οποιοδήποτε τρόπο στην συναρμολόγηση των σκαλωσιών, εξουσία που είχε μόνο η Εναγομένη 2. Το γεγονός όμως αυτό δεν απαλλάσσει την Εναγομένη 1 από το καθήκον και την υποχρέωση να παρέχει την κατάλληλη προστασία στον εργοδοτούμενο της. Όφειλε όμως και είχε καθήκον, προτού δώσει τις ανάλογες οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει εργασία, να ελέγξει αλλά και να διασφαλίσει  κατά πόσο οι σκαλωσιές ήταν κατάλληλες και ασφαλείς για χρήση. Αν το έπραττε αυτό θα διαπίστωνε ότι στην επίδικη σκαλωσιά, στην οποία εργαζόταν ο Ενάγοντας και έπεσε στο έδαφος, δεν υπήρχε στα πλαϊνό της μέρος οποιοδήποτε προστατευτικό προπέτασμα. Διαπιστώνοντας ένα τέτοιο γεγονός ασφαλώς και δεν θα τοποθετούσε η ίδια το αναγκαίο προστατευτικό, αλλά είχε την επιλογή είτε να ειδοποιήσει την Εναγομένη 2 ώστε να τοποθετήσει το ανάλογο προστατευτικό είτε να λάμβανε άλλα προστατευτικά μέτρα προς αποτροπή της οποιασδήποτε πιθανής πτώσης του Ενάγοντα. Κάτι βεβαίως που με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν έπραξε.

Και ούτε απαλάσσονται της οποιασδήποτες ευθύνης τους, στην βάση του ότι υπήρξαν αμελείς, τόσο η Εναγομένη 1 όσο και η Εναγομένη 2, ως υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνηγόροι τους στις γραπτές τους αγορεύσεις, από το γεγονός ότι η Εναγομένη 2 δεν είχε την εκ του Νόμου υποχρέωση να τοποθετήσει προστατευτικό προπέτασμα στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς λόγω του ότι αυτή είχε ύψος κάτω από 2 μέτρα. 

 

Το άρθρο 34 (2) του   περί Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία Νόμoυ τoυ 1996 (Ν. 89(I)/1996) προνοεί ότι:

 

«Σε περίπτωση πoυ oπoιoδήπoτε πρόσωπo βρίσκεται στηv εργασία σε τόπo από όπoυ είvαι δυvατό vα πέσει από ύψoς πέραv τωv δύo μέτρωv πρέπει vα παρέχovται μέσα για τηv πρoστασία τoυ έvαvτι πτώσεως, με τηv τoπoθέτηση περίφραξης ή με άλλo κατάλληλo τρόπo, εφόσov η περίφραξη δεv είvαι πρακτικώς εφικτή.»

 

Το δε άρθρο 12(10) των Περί Ελάχιστων Προδιαγραφών Ασφάλειας και Υγείας στους Χώρους Εργασίας Κανονισμοί 2002, E.E. Παρ.ΙΙΙ(1), Αρ. 3592, Κ.Δ.Π 174/2002 προνοεί ότι:

 

«Θέσεις εργασίας, διάδρομοι, εξέδρες, πλατύσκαλα, πεζογέφυρες, κεκλιμένα επίπεδα και κάθε άλλο δάπεδο που έχουν πρόσβαση πρόσωπα και που βρίσκεται σε ύψος μεγαλύτερο των 2,00 μέτρων πρέπει να έχει σε κάθε ελεύθερη πλευρά προστατευτικό έναντι πτώσης προπέτασμα ή άλλη ισοδύναμη διάταξη προστασίας…»

 

Μπορεί ο Ενάγοντας να μην απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό ότι οι Εναγόμενες παραβίασαν την εκ του Νόμου υποχρέωση τους αλλά και το οποιοδήποτε θεσμοθετημένο καθήκον τους, ως προς το ζήτημα αυτό, η νομική όμως αξίωση του εδράζεται και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας (βλέπε κατ΄αναλογία τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Kυριάκου Διονύσης ν. Caramondani Bros Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 219). Δεν σημαίνει ότι επειδή δεν έχει αποδειχθεί ότι οι Εναγόμενες 1 και 2 παραβίασαν τις συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών, δεν ήταν αμελείς υπό τις περιστάσεις. Και τούτο γιατί δεν παρείχαν στον Ενάγοντα ένα ασφαλές σύστημα εργασίας και δεν τον προστάτευσαν επαρκώς έναντι του κινδύνου πτώσης εφόσον, ανεξαρτήτως του ύψους των σκαλωσιών, η πτώση ακόμη και από ύψος 1.90 μέτρα είναι επικίνδυνη. Που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε εξ ορισμού επικίνδυνη εργασία εφόσον ο Ενάγοντας τραυματίστηκε πέφτοντας ακόμη και από αυτό το ύψος. Ταυτόχρονα δεν παραγνωρίζω και την παραδοχή του Μ.Υ 1 ότι οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες βρίσκονται σε αντίφαση με τον κώδικα πρακτικής που εκδίδει το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας αναφορικά με την συναρμολόγηση ικριωμάτων,  στον οποίο κώδικα πρακτικής δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός για την τοποθέτηση προστατευτικού έναντι πτώσης, ανεξαρτήτως ύψους. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση βασική εκδοχή της Εναγομένης 2 αποτελεί το γεγονός ότι η απουσία προστατευτικού προπετάσματος από το πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς δεν έχει οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό του Ενάγοντα.

 

Εκ των πραγμάτων ακόμα και η εργασία σε ύψος κάτω από δύο μέτρα εγκυμονεί κινδύνους, ως επεσυνέβη δυστυχώς και στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν εξάλλου εντελώς παράλογο και αντινομικό να μην μπορεί να κριθούν αμελείς οι Εναγόμενες έξω και μακριά από το γεγονός ότι δεν είχαν εκ του Νόμου υποχρέωση να τοποθετήσουν προστατευτικό στο πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς, από τη στιγμή που υπήρξε ατύχημα και αυτό επεσυνέβη λόγω του ότι δεν υπήρχε ασφαλές σύστημα εργασίας υπό την έννοια ότι δεν παρείχετο στον Ενάγοντα η ανάλογη προστασία του από τον πιθανό και ορατό κίνδυνο της πιθανής πτώσης του από ύψος.

Στα άρθρα 5 και 6 της Κ.Δ.Π 172/2002 προνοείται ότι:

«5.(1) Οι πτώσεις από ύψος πρέπει να προλαμβάνονται, ιδίως μέσω στερεων κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που θα διαθέτουν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή με άλλο ισοδύναμο μέσον σύμφωνα με τα οριζόμενα στους Κανονισμούς 28, 29 και 33 των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973.

(2) Οι εργασίες σε ύψος μπορούν καταρχήν να πραγματοποιούνται μόνον με τη βοήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού ή με μηχανισμούς συλλογικής προστασίας όπως κιγκλιδώματα, εξέδρες ή δίχτυα προστασίας. Σε περίπτωση που η χρήση αυτών των εξοπλισμών δεν είναι δυνατή λόγω της φύσεως των εργασιών, πρέπει να προβλέπονται τα κατάλληλα μέσα πρόσβασης και να χρησιμοποιούνται εξαρτισμοί ή άλλα μέσα ασφάλειας με αγκύρωση.

6.—(2) Οι εξέδρες εργασίας, οι γέφυρες και οι κλίμακες των ικριωμάτων πρέπει να κατασκευάζονται, να έχουν τις δέουσες διαστάσεις, να προστατεύονται και να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η πτώση προσώπων ή η έκθεση τους σε πτώσεις αντικειμένων.

(3) Τα ικριώματα πρέπει να επιθεωρούνται από αρμόδιο πρόσωπο—

(α) Πριν από την έναρξη της χρήσης τους·

(β) στη συνέχεια, κατά τακτά χρονικά διαστήματα· ..»

 

Ως προκύπτει από τις πιο πάνω Νομοθετικές διατάξεις οι πτώσεις από ύψος πρέπει να προλαμβάνονται. Τέτοιες εργασίες πρέπει να πραγματοποιούνται με μηχανισμούς συλλογικής προστασίας. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Εναγομένη 2 δεν είχε την εκ του Νόμου υποχρέωση να τοποθετήσει προστατευτικό πλαϊνό στην επίδικη σκαλωσιά, τότε η Εναγομένη 2 αλλά και η Εναγομένη 1 εναλλακτικά, στην βάση του καθήκοντος επιμέλειας που είχαν έναντι του Ενάγοντα, είτε θα έπρεπε να τοποθετήσουν πλευρινή προστασία είτε  θα έπρεπε να παρείχαν άλλα μέσα προστασίας στον Ενάγοντα, ως ο Νόμος ορίζει, όπως για παράδειγμα δίχτυα προστασίας με σκοπό την προστασία του έναντι πτώσης. Κάτι τέτοιο όμως οι Εναγόμενες δεν έπραξαν.   

Στην υπόθεση Στρατμάρκο Λτδ. ν. Πέτρου Μιχαήλ (ανωτέρω), αντικείμενο της οποίας ήταν εργατικό ατύχημα, αποφασίσθηκε ότι ο εργοδότης ήταν υπό τις περιστάσεις αμελής. Λέχθηκε επί του προκειμένου ότι:

« Οι προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως είναι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι (1) υφίσταται αμέλεια εκ μέρους της εταιρείας (2) δεν συντρέχει αμέλεια του ενάγοντα και (3) δεν προϋπήρχε η βλάβη του δεξιού οφθαλμού. Προσβάλλεται συνάμα η ορθότητα της απόφασης καθόσον αφορά την εφαρμογή της παραπάνω αρχής.

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται μια διευκρίνιση των στοιχείων που συνθέτουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Αμέλεια είναι, κατά το άρθρο 51 του Νόμου περί Αστικών Αδικημάτων που στην ουσία κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Το καθήκον τούτο περιλαμβάνει την επιμέλεια που υποθετικά καταβάλλει ο μέσος λογικός άνθρωπος κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε ο εναγόμενος.

Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι, καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του "μέσου συνετού ανθρώπου" και του "πλησίον" διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας της οποίας όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος. H έννοια του καθήκοντος επιμέλειας ολοκληρώνεται με το στοιχείο της δυνατότητας πρόβλεψης ότι, δηλαδή, η ενεργούμενη παρά το καθήκον επιμέλειας πράξη μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Το καθήκον της προσήκουσας προσοχής περιλαμβάνει και την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει στους υπαλλήλους του ασφαλές ή κατάλληλο σύστημα και τόπο εργασίας και να μην τους εκθέτει σε περιττούς κινδύνους. Τα δύο αυτά στοιχεία της προσήκουσας προσοχής συνιστούν και τα κριτήριά τους. Συστατικός όρος της έννοιας του μη αναγκαίου ή περιττού κινδύνου (unnecessary risk) είναι η έλλειψη πρόβλεψης ή ακόμη σωστής πρόβλεψης για το ζημιογόνο αποτέλεσμα που όφειλε ή μπορούσε ο εργοδότης με τη χρήση σωστών μέσων που είχε στη διάθεσή του, να αποφύγει. Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει κανείς ότι ο υπάλληλος δεν έχει ουσιαστικό λόγο στις διευθετήσεις του εργοδότη στο υπό συζήτηση θέμα. Το καθήκον του εργοδότη στο ζήτημα αυτό έχει οριοθετήσει ο Λόρδος Wright με την εξής παρατήρηση στην υπόθεση Nicholls ν. Austin Leyton Ltd. [1946] 2 All E.R. 92.

"That the common law duty exists in proper cases is un­questionable. But it is limited to reasonable exercise of care and skill to guard against danger which as reasonable people, the employers ought to have anticipated."

Αναφορικά με την έννοια του "μη αναγκαίου κινδύνου" ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής σωστά υιοθέτησε τον παρακάτω ορισμό που έδωσε ο Δικαστής Slade στην υπόθεση Allard ν. Saunders Ltd. [1953] 1 All E.R. 395, 397 που έτυχε της επιδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1969) 1 Α.Α.Δ. 160.

"In case there is any doubt about the meaning of the word 'unnecessary', I would take the duty as being a duty not to subject the employee to any risk which the employer can rea­sonably foresee, or, to put it slightly lower, not to subject the employee to any risk that the employer can reasonably foresee and against which he can guard by any measures, the conven­ience and expense of which are not entirely disproportionate to the risk involved."

Ο Ενάγοντας έπραξε αυτό που του ζητήθηκε από την Εναγομένη 1, πλην όμως φθάνοντας στην άκρη της σκαλωσιάς και στην προσπάθεια του να αφαιρέσει μία ράβδο, έβαλε περισσότερη δύναμη να την αφαιρέσει, γεγονός απόλυτα θεμιτό και λογικό, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο κενό από ύψος 1.90 μέτρων. Ο Ενάγοντας δεν έπραξε αυτόβουλα. Ακολούθησε τις οδηγίες του εργοδότη του, ο οποίος δεν λειτούργησε προληπτικά. Ο εργοδότης υπήρξε αμελής. Όφειλε και ήταν καθήκον της Εναγομένης 1 να βεβαιωθεί ότι ο Ενάγοντας θα επιτελούσε την εργασία του σε ένα ασφαλές περιβάλλον και όφειλε να ελέγξει αφενός μεν ότι οι σκαλωσιές παρείχαν την ανάλογη προστασία, όφειλε να θέσει τους κατάλληλους μηχανισμούς που να τον προστατεύουν από πιθανή πτώση, αφετέρου δε ότι ο χώρος στο υπόγειο ήταν καθαρός και ότι στο ενδεχόμενο πτώσης του σε μπάζα και άχρηστα υλικά υπήρχε το ορατό ενδεχόμενο τραυματισμού όπως και εξάλλου, δυστυχώς για τον Ενάγοντα, επεσυνέβη. Η Εναγομένη 1 έπρεπε να διασφαλίσει ότι ο χώρος κάτω από τις σκαλωσιές όπου εργαζόταν ο Ενάγοντας ήταν καθαρός. Μπορεί αυτό να συνιστούσε υποχρέωση της Εναγομένης 2, δηλαδή να διατηρεί το εργοτάξιο καθαρό, ως επιβεβαίωσε ο Μ.Ε 1 αλλά και ο Μ.Υ 1, και τούτο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, όμως η Εναγομένη 1 προτού δώσει τις ανάλογες οδηγίες στον Ενάγοντα να εργαστεί έπρεπε να μεριμνήσει ώστε ο χώρος να καθαριζόταν προβαίνοντας στις αναγκαίες παραστάσεις προς την Εναγομένη 2. Αν η δε τελευταία αρνείτο τότε η Εναγομένη 1 είχε την επιλογή να αρνηθεί να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία προτού η Εναγομένη 2 προβεί στην αναγκαία καθαριότητα του εργοταξίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.89(Ι)/1996, κάτω από τον τίτλο «Γενικές Υποχρεώσεις εργοδοτών» προνοείται ότι

«13.-(1) Κάθε εργoδότης πρέπει vα διασφαλίζει τηv ασφάλεια, υγεία και ευημερία στηv εργασία όλωv τωv εργoδoτoυμέvωv τoυ:...

(2) Χωρίς επηρεασμό της γεvικότητας τωv υπoχρεώσεωv τoυ, πoυ αvαφέρovται στo εδάφιo (1), oι υπoχρεώσεις κάθε εργoδότη επεκτείvovται ώστε vα περιλαμβάvoυv τα ακόλoυθα-

(α) τηv παρoχή και διατήρηση εγκαταστάσεωv, συστημάτωv και μεθόδωv εργασίας τα oπoία vα είvαι ασφαλή και χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία,

...

 (ε) τηv παρoχή και διατήρηση περιβάλλovτoς εργασίας για τoυς εργoδoτoυμέvoυς τoυ, τo oπoίo είvαι ασφαλές, χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία και επαρκές όσov αφoρά τις διευκoλύvσεις και διευθετήσεις για τηv ευημερία τoυς στηv εργασία.

(στ)(i) τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργοδοτουμένων του, περιλαμβανομένων ενεργειών για την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, την ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και τη δημιουργία της απαραίτητης οργάνωσης και της διασφάλισης των αναγκαίων μέσων.

(ii) την επίβλεψη της ορθής εφαρμογής των μέτρων ασφάλειας, υγείας και ευημερίας των εργοδοτουμένων του ή και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του ή από τον τρόπο που διευθύνει την επιχείρησή του·

..

(4) Κάθε εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, οι μηχανές, τα μηχανήματα, οι συσκευές και τα εργαλεία τα οποία  τίθενται στη διάθεση των εργοδοτουμένων του να είναι τα κατάλληλα για την εκτέλεση της εργασίας που ανατίθεται σε αυτούς και/ή κατάλληλα προσαρμοσμένα προς το σκοπό αυτό, με στόχο τη διασφάλιση της ασφάλειας και υγείας των εργοδοτουμένων κατά τη χρήση τους.»

 

Το άρθρο 5(1)(α) των περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφαλείας και Κανονισμών του 2002, Κ.Δ.Π 173/2002 προνοεί ότι:

5.—(1)(α) Κάθε εργοδότης πρέπει να εφαρμόζει κατάλληλο σύστημα ασφάλειας ή σύστημα διαχείρισης των κινδύνων προβαίνοντας σε τέτοιες διευθετήσεις, κατάλληλες για τη φύση των δραστηριοτήτων και το μέγεθος της επιχείρησής του, για τον αποτελεσματικό προγραμματισμό, την οργάνωση, τον διευθετήσεις έλεγχο, καθώς και την παρακολούθηση και αναθεώρηση των προληπτικών και υγείας προστατευτικών μέτρων που καθορίστηκαν με βάση την εκτίμηση που προνοεί ο Κανονισμός 4 των παρόντων Κανονισμών.»

 

Η Εναγομένη 1, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν παρείχε στον Ενάγοντα ασφαλή μέθοδο εργασίας, ώστε να τον προστατεύσει από τον ορατό κίνδυνο πτώσης του από ύψος, δεν επιτήρησε και δεν διασφάλισε την υγεία του Ενάγοντα, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια του έναντι του επαγγελματικού κινδύνου και δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, στην προκειμένη περίπτωση οι σκαλωσιές, ότι ήταν κατάλληλα προσαρμοσμένες και ασφαλείς με στόχο την προστασία του από πιθανή πτώση από ύψος.

Γενεσιουργός αιτία του επίδικου εργατικού ατυχήματος ήταν η απουσία πλευρικής προστασίας στην επίδικη σκαλωσιά καθώς και η απουσία οποιασδήποτε άλλης προστασίας έναντι του κινδύνου πτώσης, ως επίσης και η μετέπειτα πτώση του Ενάγοντα σε μπάζα και άχρηστα υλικά.  Στην περίπτωση που υπήρχε το προστατευτικό προπέτασμα (στόπερ) στην εν λόγω σκαλωσιά, ή λαμβάνονταν οποιαδήποτε άλλα μέτρα προς προστασία του Ενάγοντα έναντι του κινδύνου πτώσης, αυτή θα απέτρεπε μία πιθανή πτώση του στο έδαφος, εφόσον στην περίπτωση που αυτός έχανε την ισορροπία του θα προστατευόταν από αυτά.

Τίποτα όμως από τα πιο πάνω δεν έπραξε η Εναγομένη 1 προς προστασία και ασφάλεια του Εναγοντα. Η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να προστατεύσει τον Ενάγοντα από τον κίνδυνο πτώσης, που εκ των πραγμάτων συνεπεία της επέλευσης του ατυχήματος ήταν ένας εύλογος προβλεπτός κίνδυνος.

Οι πιο πάνω παραλείψεις και ελλείψεις καθιστούσαν το όποιο σύστημα ασφάλειας εργασίας υπήρχε ανεπαρκές και ελλιπές και κατ' επέκταση αφήνει εκτεθειμένη την Εναγομένη 1. Η Εναγομένη 1 παρέλειψε να πάρει τα απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα, εκθέτοντας τον Ενάγοντα σε αχρείαστο κίνδυνο, ο οποίος θα μπορούσε να αποφευχθεί με τη λήψη των κατάλληλων προφυλακτικών μέτρων από μέρους της, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της και του καθήκοντος επιμέλειας που είχε προς τον Ενάγοντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παραβάσεις των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 καθώς και η έλλειψη προσήκουσας επιμέλειας από μέρους της αλλά και η απουσία και εφαρμογή ενός κατάλληλου και ασφαλούς συστήματος εργασίας από την ίδια ευθύνονται για την πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό του Ενάγοντα. Επομένως, αναδύεται η απαιτούμενη ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της απουσίας επαρκούς και κατάλληλου ασφαλούς συστήματος εργασίας και των προαναφερόμενων παραλείψεων της Εναγομένης 1 με τις σωματικές βλάβες και ζημιές που ο Ενάγοντας υπέστηκε.

Στην υπόθεση E. SAKKAS & SONS DEVELOPERS LTD v. HAG GAZIM, (ανωτέρω), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η εργοδότης του Ενάγοντα είχε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, λέχθηκαν τα εξής:

«Κατάλληλη για την περίπτωση σκαλωσιά θα ήταν  εκείνη που να βρίσκεται στο σωστό ύψος με το χώρο εργασίας, να είχε δάπεδο ικανοποιητικού πλάτους για να μπορεί να κινείται και να εργάζεται άνετα ο εφεσίβλητος (80 εκ. ή ένα μέτρο) και να υπήρχε κάγκελλο στις τρεις πλευρές, περιμετρικά της σκαλωσιάς σε ύψος περίπου 1,10 μέτρα, ώστε εάν κάτι πήγαινε στραβά θα αποφεύγετο ενδεχόμενη πτώση από αυτήν, καθώς και σκάλα πρόσβασης σε αυτή εσωτερική ή εξωτερική για να ανεβαίνει στο δάπεδο εργασίας.»

(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγομένης 1 με παρέπεμψε στην υπόθεση Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Νίκου Α. Ττουνιά και Άλλων (2005) 1 Α.Α.Δ 19 στην οποία ο Εφεσείοντας (εργοδότης του Ενάγοντα) ενώ πρωτόδικα κρίθηκε αμελής για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος σε ποσοστό 40%, η οποιαδήποτε ευθύνη του ανετράπη στο Εφετείο με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ότι αυτός «γνώριζε ή ότι υπήρχαν οποιοιδήποτε λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να γνωρίζει για την ύπαρξη της οπής κάτω από το πλακάζ και για τη μη στερεή εφαρμογή του πλακάζ στο δάπεδο» και ότι «ένεκα της μη αποδείξεως τέτοιας γνώσεως εκ μέρους του εφεσείοντα δεν τίθεται και ζήτημα καθήκοντος του να θέσει το θέμα στην εφεσίβλητη 2.»

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, με κάθε σεβασμό, διαφοροποιούνται στη προκειμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί η Εναγόμενη 2 παρέδωσε τις σκαλωσιές για χρήση στην Εναγομένη 1 ώστε αυτές να τύχουν χρήσης από τους εργοδοτούμενους της. Όφειλε και έπρεπε να γνωρίζει η Εναγομένη 1 ότι υπήρχε απροστάτευτό άνοιγμα στο μέρος της επίδικης σκαλωσιάς με αποτέλεσμα να μην του παρέχει και την ανάλογη προστασία από πιθανή πτώση του από ύψος και ότι ο κίνδυνος πτώσης του Ενάγοντα ήταν ορατός. Ο κίνδυνος δεν ήταν κρυμμένος αλλά με μία απλή επιθεώρηση και ορθή επίβλεψη του χώρου, από μέρους της Εναγομένης 1, προτού ο Ενάγοντας ξεκινήσει την εργασία, θα εντοπίζετο με μεγάλη ευκολία (κάτι που δεν έπραξε η Εναγομένη 1 στην προκειμένη περίπτωση).

Στην βάση των πιο πάνω δεδομένων αποτελεί τελική κρίση του Δικαστηρίου ότι η Εναγομένη 1, εργοδότης του Ενάγοντα, υπήρξε αμελής και φέρει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

 

ΕΥΘΥΝΗ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ 2

Προχωρώ στην συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος φέρει και η Εναγομένη 2.

H Εναγομένη 2 στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ήταν η κυρίως εργολάβος του έργου και υπό την ιδιότητα της αυτή υπέγραψε συμφωνία υπεργολαβίας με την Εναγομένη 1. Στα πλαίσια αυτά η Εναγομένη 2 είχε συναρμολογήσει την επίδικη σκαλωσιά στην οποία εργαζόταν ο Ενάγοντας.

Η ευθύνη της Εναγομένης 2 θα πρέπει να εξεταστεί αφενός μεν κάτω από τις αρχές που κωδικοποιούν το αστικό αδίκημα της αμέλειας πάντοτε σε σχέση με τα εργατικά ατυχήματα, αρχές οι οποίες  έχουν παρατεθεί ανωτέρω, αφετέρου δε η οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της θα εξεταστεί και κάτω από τις αρχές του αστικού αδικήματος της ευθύνης κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας.

Σε σχέση με το τελευταίο, αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγομένης 2, στην  κατά τα άλλα πλήρως εμπεριστατωμένη και βοηθητική προς το Δικαστήριο γραπτής της αγόρευση, ότι

«ουδόλως τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ή δικογραφήθηκε ισχυρισμός από τον Ενάγοντα ότι οι Εναγομένοι 2 αποτελούν τους κατόχους του χώρου ή είναι ιδιοκτήτες του χώρου όπου επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, για να μπορεί να ενεργοποιηθεί η όποια ευθύνη θα είχαν προς τον Ενάγοντα, ο οποίος εργαζόταν στον εν λόγω χώρο την ημέρα του ατυχήματος»

 

Με κάθε σεβασμό, η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.

Είναι πράγματι γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα δεν δικογραφείται ρητά η θέση ότι η οποιαδήποτε αξίωση του εναντίον της Εναγομένης 2 εδράζεται στο γεγονός ότι η ίδια ήταν η κάτοχος ή η ιδιοκτήτια του χώρου στον οποίο ο Ενάγοντας εργαζόταν. 

Μελέτη όμως του εξεταζόμενου στο σύνολο των δικογραφημένων θέσεων του Ενάγοντα, κρίνω ότι αυτές, εντούτοις, είναι αρκετά ευρύς ώστε να καλύπτει και αυτή (βλέπε κατ’ αναλογία Παναγή ν. Κακοψίτου (2001) 1 Α.Α.Δ. 839, ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ GSK MECHANICAL SERVICES LTD κ.α. ν. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 377/2012 και 38/2012, ημερομηνίας 20.9.2019). Ούτε και ζητήθηκαν από την Εναγομένη 2 να της δοθούν από τον Ενάγοντα οποιεσδήποτε λεπτομέρειες εν σχέση με τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς.

Πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαιτήσεως του ο Ενάγοντας δικογραφεί το γεγονός ότι η Εναγομένη 2 ήταν ο κύριος εργολάβος για την ανέγερση του έργου. Στην παράγραφο 5 δικογραφείται το γεγονός ότι η Εναγομένη 1 ήταν υπεργολάβος στο εν λόγω έργο δυνάμει έγγραφης συμφωνίας που υπέγραψε με την Εναγομένη 2 και ανέλαβε την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών για λογαριασμών της τελευταίας. Στην παράγραφο 6 δικογραφείται το γεγονός ότι ήταν καθήκον και της Εναγομένης 2, μεταξύ άλλων, να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια και υγεία του Ενάγοντα κατά την διεξαγωγή της εργασίας του, να μην τον εκθέτει σε κίνδυνο κατά την εκτέλεση αυτής και όφειλε να διατηρεί ασφαλές σύστημα εργασίας. Στις δε λεπτομέρειες αμέλειας ο Ενάγοντας καταλογίζει, μεταξύ άλλων, στην Εναγομένη 2 ότι δεν του παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας και ο χώρος όπου εργαζόταν  δηλαδή οι σκαλωσιές δεν ήταν πλήρεις. Περαιτέρω η Εναγομένη 1 στην Έκθεση Υπεράσπισης της δικογραφεί το γεγονός ότι η Εναγομένη 2 είχε στην κατοχή και έλεγχο της τον χώρο όπου επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα και κάτω υπό τις περιστάσεις αυτές ο Ενάγοντας ήταν προσκεκλημένος της, γεγονός το οποίο παραδέχεται με το δικόγραφο του ο τελευταίος στην Απάντηση στην Υπεράσπιση του, έναντι της Εναγομένης 1.

Περαιτέρω δε στην βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσας μαρτυρίας, για την οποία η Εναγομένη 2 δεν προέβαλε οποιαδήποτε ένσταση ως προς την κατάθεση της, είμαι της γνώμης ότι επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εξετάσει την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της Εναγομένης 2, πέραν από τις αρχές του αστικού αδικήματος της αμέλειας, και κάτω από το πρίσμα του αστικού αδικήματος της ευθύνης κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας. Και τούτο γιατί στη βάση της αναντίλεκτης μαρτυρίας που προσκομίσθηκε αλλά και στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1, η ευθύνη για την συναρμολόγηση και έλεγχο των σκαλωσιών άνηκε στην Εναγομένη 2 καθώς επίσης και ότι η τελευταία είχε και το συντονισμό των εργασιών (ως αποτυπώνεται στην Έκθεση Διερεύνησης του ατυχήματος-Τεκμήριο 1), γεγονός το οποίο εν πάση περιπτώσει ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την ίδια, ούτε καν πρωοθήθηκε οποιαδήποτε περί του αντιθέτου θέση. Εξάλλου δε το γεγονός αυτό το αποδέχθηκε και ο Μ.Υ 1 (βλέπε σελ. 4 και 7 της αντεξέτασης του, των πρακτικών, ημερομηνίας 21.11.2024). Ως προκύπτει επίσης  (βλέπε σελίδα 24 των ίδιων πρακτικών) οι σκαλωσιές που η Εναγομένη 2 είχε παραδώσει στην Εναγομένη 1 χρησιμοποιούνταν για άλλες εργασίες στην επίδικη πολυκατοικία, δηλαδή πριν η τελευταία αναλάβει τις εργασίες σουβατίσματος στο έργο.

Ούτε και μπορούν να αγνοηθούν από το Δικαστήριο οι επί του προκειμένου θέσεις του Μ.Υ 1 ότι ο ίδιος, υπό την ιδιότητα του Λειτουργού Ασφαλείας και Υγείας της Εναγομένης 2, επισκεπτόταν τα διάφορα εργοτάξια στο έργο για σκοπούς επιθεώρησης και για διόρθωση τυχόν παραβάσεων σε σχέση με τα θέματα ασφάλειας και υγείας στο έργο αλλά και γινόταν έλεγχος από την Επιτροπή Ασφαλείας (στην οποία μετείχε και η Εναγομένη 2) των σκαλωσιών που παραδίδοντο στους υπεργολάβους. Οι πιο πάνω θέσεις του Μ.Υ 1, η αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 1 αλλά και οι δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα από όποια σκοπιά και να ιδωθούν καταλήγουν σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ότι η Εναγομένη 2 ήταν η κυρία εργολάβος του έργου αλλά και η κάτοχος του χώρου όπου επεσυνέβη το ατύχημα.

Το γεγονός αυτό  συνάγεται και από το ότι η Εναγόμενη 2 απέστειλε την εκ του Νόμου γνωστοποίηση εργοταξίου (Τεκμήριο 3 και 4) στο αρμόδιο τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, γνωστοποίηση η οποία αποτελεί την νομική υποχρέωση των εργοδοτών ώστε να ενημερώνεται το εν λόγω Τμήμα, για το είδος και την τοποθεσία όπου αναφέρεται να ξεκινήσει ένα έργο και σίγουρα ποιοι είναι οι συντελεστές του.

Σε κάθε όμως περίπτωση όπως λέχθηκε στην υπόθεση ΜΕΛΙΝΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΑΥΤΗΣ ΑΛΚΗ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ν. THE PHILIPS COLLEGE LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΙΠΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 310/2011, 21/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:A92 το Δικαστήριο δεν κωλύεται να αποδώσει θεραπεία η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα της Έκθεσης Απαίτησης, παρά το γεγονός ότι σε αυτή γίνεται επίκληση άλλης νομικής αξίωσης. Κάτι το οποίο συμβαίνει και εν προκειμένω.

Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας, ρυθμίζεται από το άρθρο 51(2)(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148, το οποίο κωδικοποιεί τις αρχές του κοινοδικαίου επί του θέματος.

Στην απόφαση Σχολική Εφορεία Στροβόλου ν. Μαρίνας Στεργίδου κ.α., Πολ. Εφ. 8/2011, ημερ. 04/03/2016, λέχθηκε επί του προκειμένου ότι:

«Ο κάτοχος έχει δυο καθήκοντα: για τη στατική κατάσταση των πραγμάτων (κατάσταση, συντήρηση και επιδιόρθωση του ακινήτου) και για τη λειτουργία της δραστηριότητας ή της επιχείρησης του. Η διαφοροποίηση αυτή έχει σημασία για τη ρύθμιση του κοινοδικαίου η οποία κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 51(2)(β), με βάση την οποία, η ευθύνη του κατόχου διαφοροποιείται αναλόγως του κατά πόσο το πρόσωπο που βρίσκεται στο υποστατικό είναι «προσκεκλημένος» («invitee») ή «απλός δικαιούχος» («bare licensee»).  

«Προσκεκλημένος» είναι το πρόσωπο που βρίσκεται στη ιδιοκτησία με πρόσκληση του κατόχου, ρητή ή εξυπακουόμενη, για τους σκοπούς της επιχείρησης ή της δραστηριότητας του κατόχου, υπό την έννοια ότι ο κάτοχος έχει κάποιο χρηματικό ή υλικό συμφέρον, όπως συμφέρον έχει και ο προσκεκλημένος.  Με άλλα λόγια, ο προσκεκλημένος είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία με τη συγκατάθεση του κατόχου για σκοπούς κάποιας εργασίας αναφορικά με την οποία ο κάτοχος και ο προσκεκλημένος έχουν κοινό συμφέρον (βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 ΑΑΔ 1712).

«Απλός δικαιούχος» είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία νόμιμα, όχι όμως σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος, ούτε κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, όπως ρητώς εξηγείται στο άρθρο 51(2)(β).

Σε ότι αφορά τις «δραστηριότητες» στα υποστατικά του κατόχου, το καθήκον έναντι «προσκεκλημένου» και «απλού δικαιούχου» είναι ταυτόσημο  και έγκειται σε υποχρέωση λήψης λογικών μέτρων ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από κινδύνους την ύπαρξη των οποίων ο κάτοχος γνωρίζει ή θα όφειλε, ως λογικός άνθρωπος, να γνωρίζει.».

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Νίκου Α. Ττουνιά και Άλλων (ανωτέρω) λέχθηκε επίσης ότι:

«Όσον αφορά την ευθύνη του κατόχου, είναι θεμελιωμένο ότι ένας κάτοχος υποστατικού έχει, προς όλους τους νόμιμα ευρισκομένους στο υποστατικό του, το κοινό καθήκον φροντίδας το οποίο εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζει ότι το οποιοδήποτε νόμιμα ευρισκόμενο στα υποστατικά πρόσωπο θα είναι εύλογα ασφαλές κατά τη χρήση των υποστατικών, για τους σκοπούς για τους οποίους ευρίσκεται νόμιμα στο χώρο.»

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο του Κεφ.148, άρθρο 2, «κάτοχος» λογίζεται το «πρόσωπo τo oπoίo δικαιoύται έvαvτι τoυ κυρίoυ ακίvητης ιδιoκτησίας vα κατέχει ή χρησιμoπoιεί αυτή, και ελλείψει τέτoιoυ πρoσώπoυ τov κύριo της ιδιoκτησίας αυτής.».

Οπόταν, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών ανέγερσης του έργου η Εναγομένη 2 ήταν κάτοχος αυτού και συνεπακόλουθα είχε την υποχρέωση να λάβει λογικά μέτρα ώστε το έργο να ήταν ασφαλής από κινδύνους, την ύπαρξη των οποίων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

Σύμφωνα με το σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 22η Έκδ., παράγραφος 12-26 η έκταση του καθήκοντος του κατόχου είναι η ακόλουθη:

«The common duty of care is more than a duty to avoid negligent acts, but extends to negligent omissions as well. Not only must the occupier avoid creating dangers himself: he must also take reasonable steps to protect his visitors from dangers which he did not himself create, as where he fails to warn of a hazard not otherwise apparent, or to take steps to remove a danger that materialises without his negligence».

 

Στο ίδιο σύγγραμμα, στην παράγραφο 12-30, καταγράφονται τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία αξιολογείται το κατά πόσο ο κάτοχος έλαβε εύλογα μέτρα, ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από λογικά προβλεπτούς κινδύνους :

«In determining whether what was done or not done by the occupier was in fact reasonable, and whether in the particular circumstances of the case the visitor was reasonably safe, the court is free to consider all the circumstances, such as the foreseeability of injury, how obvious the danger is, the age or infirmity of the visitor, the purpose of his visit, the conduct to be expected of him, and the state of knowledge of the occupier».

 

Έχοντας ως δεδομένο ότι η παρούσα αγωγή στρέφεται εναντίον της Εναγομένης 2, υπό την ιδιότητα της ως η κυρίως εργολάβος του έργου και/ή ως κάτοχου αυτού, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν στη συνέχεια οι πρόνοιες των άρθρων 2, 11, 13 της Κ.Δ.Π. 172/2002:

«2. Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

«εργολάβος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του·

 

Το δε άρθρο 11, σε ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει, προνοεί ότι:

 

«11.…

(2) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (3) του παρόντος Κανονισμού, για να διαφυλάξουν την ασφάλεια και την υγεία στο εργοτάξιο, και υπό τις προϋποθέσεις των Κανονισμών 9 και 10 των παρόντων Κανονισμών, οι εργολάβοι και υπεργολάβοι

(α) Λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV των παρόντων Κανονισμών, ιδίως κατά την εφαρμογή της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού· και

...

(3)(α) Ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, τα οποία αφορούν ολόκληρο το έργο.

(β) σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ' έναν εργολάβο ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει, πριν από την ανάληψη των εργασιών τμήματος του έργου από εργολάβο ή υπεργολάβο και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήμα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι. Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λάβει όλα τα μέτρα, και να τα διατηρεί αναλλοίωτα καθόλη τη διάρκεια της διακοπής.

(γ) Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, τα οποία αφορούν το τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους.»

(υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

Ό,τι, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τους πιο πάνω Κανονισμούς, είναι ότι και ο εργολάβος του έργου, ανεξάρτητα αν αυτό εκτελείται ολικά ή τμηματικά με υπεργολάβους, είναι και αυτός συνυπεύθυνος προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, λαμβάνοντας τα μέτρα που αναφέρονται στους εν λόγω κανονισμούς. Ο εργολάβος έχει γενική ευθύνη για την εφαρμογή των κανονισμών για θέματα ασφάλειας και υγείας στην εργασία.

 

Είναι αποδεκτό ότι μεταξύ της Υπεργολάβου, στην οποία εργοδοτείτο ο Ενάγοντας, και την Εναγομένης 2 υπήρχε σύμβαση υπεργολαβίας για τις εργασίες «κτισμάτων και σουβάδων» στις πολυκατοικίες Α.1,Α.2 και Α.3 στο έργο. Η Εναγομένη 2 ήταν η κάτοχος και είχε τον έλεγχο του εργοταξίου, δηλαδή στο έργο, στο οποίο έγινε το επίδικο ατύχημα. Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές η Εναγόμενη 2 είχε καθήκον να παρέχει στους προσκεκλημένους της, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα, ασφαλή χώρο για να διεξάγουν τις εργασίες τους. O Ενάγοντας, υπό τις περιστάσεις, ήταν νόμιμος προσκεκλημένος της Εναγομένης 2 στην βάση της πιο πάνω σύμβασης υπεργολαβίας γιατί βρίσκονταν στον χώρο, δηλαδή στο εργοτάξιο, για σκοπούς για τους οποίους η κάτοχος Εναγομένη 2, είχε κάποιο υλικό ή χρηματικό συμφέρον. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Ενάγοντας εισήλθε, κατά την επίδικη ημέρα, στο έργο  με τη συγκατάθεση του κατόχου του, δηλαδή της Εναγομένης 2, για εκτέλεση εργασίας. Βάσει της αρχής ύπαρξης καθήκοντος εύλογης φροντίδας, υπό τις περιστάσεις του επίδικου ατυχήματος, η Εναγόμενη 2 παρέμεινε κάτω από το καθήκον άσκησης εύλογης φροντίδας για τη περιφρούρηση του Ενάγοντα από κινδύνους τους οποίους μπορούσε να προβλέψει και τους οποίους θα είχε εξουσία να αποτρέψει.

Η υπεργολάβος δηλαδή η Εναγομένη 1 λάμβανε οδηγίες από την Εναγομένη 2 και επομένως ασκούσε έλεγχο επί της εργασίας της. Το επίδικο ατύχημα έγινε σε χώρο που λειτουργούσε υπό την εποπτεία και κυρίως υπό την ευθύνη της Εναγομένης 2.

Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο η Εναγόμενη 2 είχε συμμορφωθεί με τη τήρηση του επιβαλλόμενου καθήκοντος τήρησης ασφαλούς συστήματος εργασίας, στην βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, και αφού έλαβα υπόψιν την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απάντηση που θα πρέπει να δοθεί στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.

Οι εργασίες σε ύψος αποτελούν δραστηριότητες πολύ ψηλού κινδύνου και η πτώση από ύψος αποτελεί συχνή αιτία εργατικών ατυχημάτων.  Το γεγονός αυτό όφειλε να το λάβει ιδιαίτερα υπόψη η Εναγόμενη 2, προτού δώσει οδηγίες στην Εναγομένη 1 να εκτελέσει τη συγκεκριμένη εργασία σε ύψος αλλά και προτού παραχωρήσει τις σκαλωσιές στην Εναγομένη 1, εργοδότρια του Ενάγοντα, να βεβαιωθεί ότι αυτές ήταν κατάλληλες και ασφαλείς για χρήση ή ότι παρείχετο ανάλογη προστασία στον Ενάγοντα για αποτροπή του κινδύνου έναντι πτώσης από ύψος.

Η Εναγομένη 2 παρέδωσε σκαλωσιές που δεν παρείχαν στους εργοδοτούμενους την ανάλογη και κατάλληλη προστασία. Και τούτο γιατί η σκαλωσιά στην οποία εργαζόταν ο Ενάγοντας δεν παρείχε πλευρινή προστασία σε περίπτωση που αυτός έχανε την ισορροπία του και έπεφτε στο κενό. Επιπρόσθετα, κάτω από το απροστάτευτο κενό της επίδικης σκαλωσιάς υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά, στα οποία πέφτοντας ο Ενάγοντας κτύπησε,  και η Εναγομένη 2 παρέλειψε να διατηρεί  γύρω και κάτω από την σκαλωσιά τον χώρο καθαρό. Ο χώρος αυτός με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, ως εξάλλου αποδέχεται και ο Μ.Υ 1, ήταν υπό την ευθύνη της Εναγομένης 2.  Το γεγονός ότι δεν είχε την εκ του Νόμου υποχρέωση η Εναγομένη 2 να τοποθετήσει πλευρινό προστατευτικό (στοπερ), ως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν την απαλλάσσει από την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της. Και τούτο γιατί η πτώση από ύψος, έστω και αν ο Ενάγοντας εργαζόταν σε ύψος 1.90 μέτρα, αναμφίβολά εγκυμονούσε κινδύνους για τους εργαζομένους και δεν τους παρείχε οποιαδήποτε προστασία από ύψος. Και τούτο γιατί εκ των πραγμάτων, ο Ενάγοντας έπεσε από ύψος 1.90 και τραυματίστηκε πέφτονας στο έδαφος σε συσχετισμό με το γεγονός ότι σε αυτό υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά.

Υπό τις περιστάσεις η Εναγομένη 2 παρέλειψε να λάβει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του Ενάγοντα προς αποφυγή περιττού κινδύνου. Εδώ ο κίνδυνος ήταν εύλογα προβλεπτός. Με εύλογη επιμέλεια και φροντίδα θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι με δεδομένο το κενό που υπήρχε στο πλευρό της σκαλωσιάς και με δεδομένο ότι στο πάτωμα υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα, η μη τοποθέτηση πλευρικής προστασίας από πτώση και ο μη καθαρισμός του χώρου εγκυμονούσε κινδύνους (βλέπε κατ΄αναλογία Iacovou Brothers (Constructions) Ltd ν. Παντελή Κρίκκη (2004) 1 ΑΑΔ 398).

Εξάλλου δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο και το γεγονός ότι μετά το επίδικο εργατικό ατύχημα η Εναγομένη 2 τοποθέτησε προστατευτικό πλαϊνό στην άκρη της σκαλωσιάς, ως εξάλλου παραδέχθηκε ο Μ.Υ 1 (βλ. σελ. 26 της αντεξέτασης του των πρακτικών, ημερομηνίας 20.11.2024), και τούτο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας με έμμεσο τρόπο ότι η  ενέργεια της Εναγόμενης 2 να μην τοποθετήσει προστατευτικό στο πλαϊνό της σκαλωσιάς, εκ του αποτέλεσματος, ήταν αμελής αλλά και ότι παρέλειψε να προστατεύσει τους εργαζομένους που εργάζονταν στο εργοτάξιο της.  Επιπρόσθετα, αν δεν είχε υποχρεώση εκ του Νόμου να τοποθετήσει προστατευτικό πλαινό για ασφάλεια των εργοδοτουμένων λόγω του ότι στο σημείο της σκαλωσιάς όπου εργαζόταν ο Ενάγοντας ήταν κάτω από 2 μέτρα, αποτελεί άξιον απορίας γιατί στις άλλες πλευρές της σκαλωσιάς η Εναγομένη 2 τοποθέτησε προστατευτικά έναντι της πτώσης, αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα του Δικαστηρίου και που ουδεμία εξήγηση δόθηκε από αυτήν. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η θέση της Εναγομένης 2 ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να τοποθετήσει πλευρική προστασία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να της αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, είναι αντιφατική με άλλη θέση της, υπό την έννοια ότι ο τραυματισμός του Ενάγοντα δεν προκλήθηκε εξαιτίας της πτώσης του και της έλλειψης προστατευτικού ώστε να απέτρεπε την πτώση.  Αντιφατική θέση της Εναγομένης 2 αποτελεί και το γεγονός ότι ο λόγος που υπήρχε κενό ήταν για να υπάρχει η φορητή σκάλα και όχι γιατί δεν ήταν υποχρεωμένη εκ του Νόμου.

Στην προκειμένη περίπτωση η Εναγομένη 2 δεν κρίνεται ότι έχει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος στη βάση του ότι παραβίασε θεσμοθετημένο της καθήκον αλλά κρίνεται ότι έχει ευθύνη για την πρόκληση του στην βάση της αμέλειας της αλλά και στην βάση της ευθύνης κατόχου  εφόσον ήταν εύλογα προβλεπτός ο κίνδυνος πτώσης  και τραυματισμού του Ενάγοντα.

Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων που εφάρμοζε η Εναγομένη 2 ήταν ανεπαρκές γιατί δεν εντοπίστηκε από μέρους της έγκαιρα η έλλειψη της πλευρικής προστασίας έναντι της πτώσης του αλλά και ούτε εντοπίστηκε έγκαιρα ότι ο χώρος όπου εργαζόταν ο Ενάγοντας δεν ήταν καθαρός, ως όφειλε η Εναγομένη 2 να τον διατηρεί.  Εκ του αποτελέσματος η πτώση από το εν λόγω ύψος, σε συσχετισμό με το γεγονός ότι στο υπόγειο υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα, οδήγησαν στο τραυματισμό του Ενάγοντα στο μάτι του.  

Κατά τη γνώμη μου το σύστημα εργασίας που εφάρμοσε η Εναγομένη 2 ήταν επισφαλές και ο κίνδυνος ατυχήματος ορατός αφού δεν υπήρχε ίχνος προστασίας του Ενάγοντα.

Αν και είναι παραδεκτό ότι καταρτίστηκε από την Εναγομένη 2 Σ.Α.Υ, εντούτοις αυτό δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο. Επομένως, παρά τις σχετικές υποβολές της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγομένης 2, στην έλλειψη σχετικής μαρτυρίας, οι θέσεις της για την επάρκεια του Σχεδίου Ασφάλειας και Υγείας παρέμειναν αόριστες και γενικές. Ως λέχθηκε στην υπόθεση ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ GSK MECHANICAL SERVICES LTD κ.α. ν. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 377/2012, 383/2012, 20/9/2019:

«Δεν παραγνωρίζουμε επίσης ότι οι εργοδότες, πριν από την έναρξη των εργασιών εφαρμογής της μηχανολογικής εγκατάστασης του εργοστασίου, μερίμνησαν για την εκπόνηση Σχεδίου Ασφάλειας και Υγείας καθώς και την ετοιμασία Γραπτής Εκτίμησης Κινδύνου, αυτό αναφέρεται στην έκθεση του κ. Τριταίου.  Ωστόσο, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για το τι αυτά προέβλεπαν, ποια μέτρα συνεπάγονταν και κατά πόσο εφαρμόστηκαν, κατά τρόπο που το όλο θέμα παρέμεινε θεωρητικό.»

 

Στην βάση των πιο πάνω αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου πως η Εναγομένη 2 παραβίασε το καθήκον επιμέλειας ως προς την ασφάλεια του Ενάγοντα, υπήρξε αμελής και ότι παραβίασε τις πρόνοιες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 του Ν.89(Ι)/1986 και του άρθρου 11 (3α) και (3β) των Κανονισμών του 2002 (Κ.Δ.Π.172/2002). Επομένως, παρά το ότι η Εναγομένη 2 δεν ήταν απευθείας η εργοδότης του Ενάγοντα, είχε ευθύνη για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας και κατ’ επέκταση της ασφαλούς μεθοδολογίας της εκτέλεσης των εργασιών. Επομένως στοιχειοθετείτε η ευθύνη της για το επίδικο εργατικό ατύχημα.

Στην πρόσφατη υπόθεση ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Σ.Α. ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ ΛΤΔ v. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 105/18, ημερομηνίας 19/7/2024 αντικείμενο της ήταν εργατικό ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε ο εφεσίβλητος 1‑ενάγοντας. Ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνοι για το εν λόγω ατύχημα ήταν οι εναγόμενοι αρ. 1‑εφεσείοντες ως κυρίως εργολάβος, και ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2, ως υπεργολάβος και εργοδότης του, οι οποίοι παρέλειψαν να του παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ευθύνονται για το επίδικο ατύχημα ως οι ιδιοκτήτες, κάτοχοι και κύριοι εργολάβοι του έργου και ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 ως εργοδότης του ενάγοντα- εφεσίβλητου 1 ήταν επίσης αμελής, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην οικοδομή που εργαζόταν ο τελευταίος δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα ασφάλειας από τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2, ούτε και ο ενάγοντας- εφεσίβλητος 1 προειδοποιήθηκε για θέματα ασφάλειας από αυτόν.

Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 «Κρίνουμε ότι από τη μαρτυρία του ίδιου του διευθυντή των εναγομένων 1‑εφεσειόντων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι εναγόμενοι 1 ήταν ο κύριος εργολάβος, ιδιοκτήτες του έργου αλλά και κάτοχοι του επίδικου χώρου. Ανέθεσαν στον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2 συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες και γνώριζαν καλά ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 ως εργοδοτούμενος του εναγόμενου 2-εφεσίβλητου 2 θα διεκπεραίωνε τις εργασίες αυτές στον χώρο του εργοταξίου. Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 52 (2) (β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Ο κύριος εργολάβος έχει υποχρέωση να προστατεύει όλους τους εργαζόμενους στο εργοτάξιο. Την επίδικη μέρα το εργοτάξιο δεν ήταν κλειστό, δεν ήταν περιφραγμένο ούτως ώστε να εμποδιστεί οποιοσδήποτε να μπει μέσα και να εργαστεί, υπήρχαν εκεί 3 άτομα τα οποία εργάζονταν, ενώ οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι 1, ως ήταν υποχρέωση τους, μερίμνησαν για την ύπαρξη ικριωμάτων στον χώρο της οικοδομής, τα οποία όμως δεν ήταν συναρμολογημένα. Δεν σταματά η ευθύνη του κυρίως εργολάβου με την παροχή αποσυναρμολογημένων ικριωμάτων σε υπεργολάβο. Ο κυρίως εργολάβος παραμένει κάτοχος της οικοδομής καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ό,τι συμβαίνει σε μία οικοδομή μέσα στο πλαίσιο του κανονικού ρυθμού εργασίας της τον αφορά και αποτελεί δική του ευθύνη. Κάτοχοι του εργοταξίου παρέμεναν για όλους τους ουσιώδεις χρόνους που είχαν να κάνουν με την ανέγερση της οικοδομής, οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες.

Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 εργαζόταν στο εργοτάξιο ως οικοδόμος και νόμιμα βρισκόταν εκεί. Τον έλεγχο του εργοταξίου είχαν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ως κύριοι εργολάβοι, ιδιοκτήτες και κάτοχοι του χώρου. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε, παρέλειψαν να έχουν ασφαλισμένο χώρο εργασίας για τους οικοδόμους που εργάζονταν εκεί, παρέλειψαν να έχουν περίφραξη στα άκρα του δαπέδου του μπαλκονιού του δεύτερου ορόφου που να εμποδίζει την πτώση των οικοδόμων που εργάζονταν ή πιθανόν να εργάζονταν, όσο και στα άκρα των υπόλοιπων μπαλκονιών της υπό ανέγερση οικοδομής και παρέλειψαν να έχουν ικριώματα, συναρμολογημένα (δική μας σημείωση) και προστατευτικά γύρω από την οικοδομή που να εμποδίζουν πτώσεις. Ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα του αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικυρώνεται. Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας v. Νικήτα (2000) 1Α.Α.Δ. 1712, Κυριακίδης v. Tenekedzian (1994) 1Α.Α.Δ. 504, G.I.P. Constructions Ltd v. Neophytou and Another (1983) 1Α.Α.Δ. 669, Φραγκεσκίδης v. Μάμα (1989) 1Α.Α.Δ. (Ε) 70 και Papadakis v. Constantinou (1986) 1 C.L.R. 496

 

Με βάση τα πιο πάνω αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το ατύχημα εντάσσεται και επεσυνέβη ως επακόλουθο του ανασφαλούς συστήματος εργασίας. Ο Ενάγοντας, ναι μεν ήταν υπάλληλος της Υπεργολάβου και αμειβόταν από αυτήν, πλην όμως, το ατύχημα έγινε σε εργοτάξιο που λειτουργούσε υπό την εποπτεία και ευθύνη της Εναγομένης 2, ως η κυρίως εργολάβος του έργου και όφειλε να παρέχει σε όλους τους εργοδοτούμενους, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα, ασφαλές σύστημα εργασίας και προστασίας του από πιθανή πτώση από ύψος. Δεν το έπραξε. Στο εργοτάξιο συνέβη ατύχημα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Ενάγοντα.

 

Επιπρόσθετα στο χώρο όπου έπεσε ο Ενάγοντας, στον οποίο υπήρχαν άχρηστα υλικά και μπάζα, ως συνάγεται μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία δεν είχε δοθεί πρόσβαση από την Εναγομένη 2 στην Εναγομένη 1 για την χρήση του χώρου (πρακτικά ημερομηνίας 21.11.2024, σελίδα 5) και ήταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο της πρώτης. Με βάση δε το άρθρο 7(γ) της Κ.Δ.Π 174/2002 ο εργοδότης οφείλει να καθαρίζει τακτικά τους χώρους εργασίας. Κάτι που βεβαίως η Εναγομένη παρέλειψε να πράξει με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Επίσης με βάση το άρθρο 11 (1) της Κ.Δ.Π 172/2002 ο εργοδότης κατ΄αναλογία και ο κυρίως εργολάβος οφείλει να διατηρεί το εργοτάξιο σε ικανοποιητική κατάσταση από άποψη τάξης και υγιεινής.

Ούτε και μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της Εναγομένης 2 το γεγονός ότι η όλη εκδοχή του Ενάγοντα δεν μπορεί να γίνει πιστευτή, ότι δηλαδή τραυματίστηκε στο μάτι πέφτοντας στα μπάζα και στα άχρηστα υλικά εφόσον δεν διαπιστώνετε από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ότι εντός αυτών υπήρχε οποιοδήποτε αιχμηρό αντικείμενο, το οποίο θα ήταν ικανό να τον τραυματίσει στο μάτι. Καταρχάς, σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει οποιαδήποτε προσδιοριστική μαρτυρία του Ενάγοντα ως προς το ποιο ήταν ακριβώς το αντικείμενο που τον τραυμάτισε ώστε το Δικαστήριο να αναζητήσει αυτό. Ούτε και ο Ενάγοντας κατά την πτώση του ήταν σε θέση να διαπιστώσει ποιο ήταν το αντικείμενο που τον τραυμάτισε. Ως προκύπτει περαιτέρω από τις φωτογραφίες (βλέπε φωτογραφίες 5 και 6 του Τεκμηρίου 1) διαπιστώνεται η ύπαρξη σπασμένων τούβλων και σανιδιών, γεγονός το οποίο με βάση την υπάρχουσα κατάσταση του εργοταξίου να μην μπορεί να αποκλείσει το γεγονός αυτό, ως εισηγείται η συνήγορος της Εναγομένης 2.  Σε κάθε όμως περίπτωση αποδεχόμενος την εκδοχή του Ενάγοντα για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος αλλά και την ίδια την μαρτυρία του Μ.Ε 1 και ταυτόχρονα απορρίπτοντας την εκδοχή της Εναγομένης 2 και με δεδομένη της αναντίλεκτης μαρτυρίας περί ύπαρξης άχρηστων υλικών και μπαζών καταλήγω ότι συνεπεία αυτών με την πτώση του στο έδαφος ο Ενάγοντας τραυματίστηκε. Σχετικά, κατ’ αναλογία είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ GSK MECHANICAL SERVICES LTD κ.α. ν. ΑΝΤΩΝΙΟΥ (ανωτέρω):

«Ο εφεσίβλητος, με τη μαρτυρία που προσκόμισε, αποκάλυψε τα γεγονότα στα οποία στοιχειοθετείτο η κατ' ισχυρισμό αμέλεια, εκ πρώτης όψεως. Δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για τις πραγματικές περιστάσεις που προκάλεσαν το ατύχημα.  Καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος και ο κ. Τριταίος δεν ανέφεραν ότι οι εφεσείοντες ήταν αμελείς ούτε προέβησαν  σε οποιαδήποτε αναφορά που να αποκάλυπτε γνώση εκ μέρους τους των πραγματικών περιστάσεων του ατυχήματος.  Αποτέλεσε δε διαπίστωση του Δικαστηρίου, η οποία δεν αμφισβητείται με την έφεση, ότι ο εφεσίβλητος δεν συνέβαλε με δική του παράλειψη «στην πρόκληση της βλάβης».

Το κενό στη μαρτυρία για τα πραγματικά αίτια του ατυχήματος μόνο συμπερασματικά μπορούσε να συμπληρωθεί. Σε υποθέσεις εργατικών ατυχημάτων λόγω ελαττωματικών εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων, το συμπέρασμα περί αμέλειας εξαγάγεται με λιγότερη δυσκολία (βλ. Ballard v North British Railway Co [1923] SC (H.L.)).  Στην υπόθεση McQueen v Ballater Golf Club (1975) SLT 160, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση του εναγομένου ότι δεν μπορεί να συναχθεί αμέλεια από το γεγονός και μόνο ότι το ατύχημα προκλήθηκε λόγω της ελαττωματικής κατάστασης της οικοδομής «may be going too far».

..Έχοντας ο εφεσίβλητος αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απαιτείτο από τους δύο εφεσείοντες να εξηγήσουν ότι το επίδικο συμβάν δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής τους αμέλειας.  Ωστόσο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πρόσφερε οποιαδήποτε εξήγηση σε σχέση με το λόγο πρόκλησης του ατυχήματος - ούτε εισηγήθηκαν, αντεξετάζοντας τον εφεσίβλητο και τον      κ. Τριταίο, κάποιο λόγο  - με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του τη μαρτυρία μόνο που προσκόμισε ο εφεσίβλητος. Θεωρούμε ότι στην απουσία μαρτυρίας που να επεξηγεί την πραγματική αιτία για το επίδικο συμβάν από πλευράς των εφεσειόντων, το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, ιδωμένο στο σύνολό του, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, επέτρεπε  στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι το επίδικο συμβάν οφειλόταν στη μη λήψη μέτρων από τους εφεσείοντες, για την ασφάλεια του εφεσίβλητου κατά την εκτέλεση της εργασίας του.  Επομένως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν υπό τις περιστάσεις αμελείς.»

Στη βάση των πιο πάνω αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι και η Εναγομένη 2 φέρει την δική της ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

 

ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΑ ΕΥΘΥΝΗ

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσον ο Ενάγοντας φέρει οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια, ως εισηγούνται και οι δύο Εναγόμενες, για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

Αποτελεί εν προκειμένω θέση των Εναγομένων ότι ο Ενάγοντας δεν έλαβε προστατευτικά μέτρα για την δική του ασφάλεια ενώ ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να διεξάγει την συγκεκριμένη εργασία ήταν επικίνδυνος, παρέλειψε να προβεί σε οπτικό έλεγχο του σημείου όπου θα διεξήγαγε τις εργασίες του και παρέλειψε να δει την απουσία προστατευτικού προπετάσματος  στο κενό της σκαλωσιάς όπου εργαζόταν.

Η διαδικασία για τον επιμερισμό ευθύνης και της απόδοσης συντρέχουσας αμέλειας καθορίστηκε στην υπόθεση Μακρίδης ν. Dharaghii κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 1013 ως ακολούθως:

«Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζεται με βάση το άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζεται το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων από την μια, και Ενάγοντος από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα.»

 

Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας, φέρει ο εναγόμενος που την επικαλείται (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ.) Στην περίπτωση εργατικών ατυχημάτων όπως στην παρούσα υπόθεση δεν επιδικάζεται συντρέχουσα αμέλεια στον εργοδοτούμενο αν δεν δίδεται άλλη επιλογή από τον  εργοδότη παρά μόνο η τέλεση της επικίνδυνης εργασίας που οδήγησε στο ατύχημα (Fysko Constructions Co Ltd V. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 CLR 1014). Στην Αndreas  Vrondis  &  Son    (Constructions) Ltd. ν. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011, ημερομηνίας 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177 λέχθηκε επίσης ότι σημασία για την εξέταση από το Δικαστήριο του ζητήματος της συντρέχουσας αμέλειας έχει :

 

«…η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος.  (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 A.A.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629).»

 

Στην υπόθεση Σφυρή ν. Πολυκάρπου (2005)1 Α.Α.Δ.941 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τη συντρέχουσα αμέλεια:

 

«Αν και η συντρέχουσα αμέλεια δεν βασίζεται πάνω σε υποχρέωση επιμέλειας, βασίζεται πάνω στην πρόβλεψη.  Όπως η αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς σε άλλους, έτσι και η συντρέχουσα αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς στον εαυτό του.  Ένα πρόσωπο είναι ένοχο συντρέχουσας αμέλειας αν μπορούσε λογικά να προβλέψει ότι, αν δεν ενεργούσε ως ένας λογικός και συνετός άνθρωπος, θα μπορούσε να προκαλέσει τραύματα στον εαυτό του.  Και μέσα στις εκτιμήσεις του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα ότι άλλα πρόσωπα μπορεί να είναι απρόσεκτα».

 

Αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ως προς το θέμα ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας από τον Ενάγοντα ότι με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα αλλά και υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση  ότι και ο Ενάγοντας δεν είναι άμοιρος ευθυνών για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Δηλαδή φέρει και αυτός ένα ποσοστό ευθύνης.

 

Ο Ενάγοντας σύμφωνα με δική του παραδοχή δεν πρόσεξε αλλά ούτε και αντιλήφθηκε ότι στο σημείο που στεκόταν απουσίαζε από το πλαϊνό μέρος της σκαλωσιάς το προστατευτικό προπέτασμα έτσι ώστε να εμποδίζει την οποιαδήποτε πτώση του. Εξήγηση την οποία δεν κάνω αποδεκτή, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εφόσον αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας διαπίστωσε κατά την εκτέλεση της εργασίας του περί της απουσίας του εν λόγω προστατευτικού. Και τούτο γιατί, ως ανάφερε ο ίδιος, εργαζόταν με το πλαϊνό μέρος του σώματος του αλλά και ευθεία προς τον τοίχο, έχοντας στα δεξιά του το κενό. Αυτό δε βρισκόταν σε απόσταση από τον ίδιο περί τα 50 εκατοστά. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διαπίστωσε αυτό, εντούτοις συνέχιζε να εργάζεται αδιαφορώντας για τους πιθανούς κινδύνους από την ενέργεια του αυτή. Η παράλειψη του αυτή ενέχει ακόμη μεγαλύτερης σημασίας με δεδομένο ότι ο ίδιος δεν κατάφερε να αφαιρέσει τις ράβδους οπλισμού με την ίδια ευκολία που αφαίρεσε τις προηγούμενες και ότι απαιτείτο να χρησιμοποιήσει περισσότερη δύναμη από την κανονική για να αφαιρέσει και την εναπομείνασα. Ήταν ορατό ενδεχόμενο στην βάση των πιο πάνω ότι μπορούσε να χάσει την ισορροπία του. Θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή ο Ενάγοντας να λάβει προστατευτικά μέτρα για την δική του ασφάλεια, είτε με το να σταματήσει την εργασία του και να ειδοποιήσει τον εργοδότη του για το γεγονός αυτό, είτε να εργαζόταν με αντίθετη φόρα από αυτήν που εργαζόταν δηλαδή να είχε απέναντι του το απροστάτευτο κενό ώστε να απέτρεπε μία ενδεχόμενη πτώση του στην περίπτωση που έχανε την ισορροπία του. Εντούτοις τίποτα δεν έπραξε από τα πιο πάνω. Ακόμη όμως και στο ενδεχόμενο που γινόταν αποδεκτή η θέση του ότι ο ίδιος δεν είδε το απροστάτευτο κενό από την επίδικη σκαλωσιά και πάλι θα κατέληγα ότι υπό τις περιστάσεις υπήρξε αμελής. Και τούτο γιατί ο Ενάγοντας επέλεξε  να εκτελέσει την εργασία του με ξεκάθαρο λανθασμένο τρόπο εφόσον αφαιρούσε τις ράβδους σιδήρου έχοντας στο πίσω μέρος του σώματος του το τέλος της σκαλωσιάς,  και δεν εργαζόταν ως όφειλε με μπροστινά βήματα ώστε να έχει πλήρη αντίληψη του χώρου με άμεσο επακόλουθο να ήταν συνειδητά επικίνδυνος και απρόσεκτος ο τρόπος διεκπεραίωσης της εργασίας του. O τρόπος εργασίας του Ενάγοντα εμπεριείχε κινδύνους για την ασφάλεια του.

 

Ούτε και το γεγονός ότι του δόθηκαν οδηγίες να εργαστεί, κάτω υπό τις περιστάσεις αυτές, τον απαλάσσουν από την δική του ευθύνη και των δικών του υποχρεώσεων που πηγάζουν από το άρθρο 15 του Ν.89(Ι)/1996, προκειμένου να λάμβανε εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του, αφού όφειλε να  είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο με δεδομένου του αναντίλεκτου γεγονότος ότι πρόκειται για ένα έμπειρο οικοδόμο.

 

Δεν βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης όπου ο Ενάγοντας έλαβε ρητές οδηγίες από τον εργοδότη του να συνεχίσει να εργάζεται με δεδομένη την απουσία προστατευτικού, εφόσον ο τελευταίος δεν είχε προειδοποιήσει την Εναγομένη 1 ούτε και είχε να αντιμετωπίσει (άμεσα τουλάχιστον) το ψυχοφθόρο δίλημμα "ή εκτελείς την εργασία ή απολύεσαι". Συνεπώς, κάποια μικρή έστω επιλογή υπήρχε θεωρώ στην προκειμένη περίπτωση για τον Ενάγοντα.  Τούτο μεταφράζεται σε συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό ευθύνης 15% για το ατύχημα (Εταιρεία Αναψυκτικών ΚΕΑΝ Λτδ ν. Ανδρέου  (1994) 1 Α.Α.Δ. 553). Ούτε και βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης στην οποία ο Ενάγοντας δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι δεν θα έχανε την ισορροπία του και ότι η σκαλωσιά ήταν απόλυτα ασφαλής και ότι προστατεύετο από οποιαδήποτε πιθανή πτώση εφόσον διαπίστωσε την απουσία προστατευτικού.  Η πτώση του ναι μεν οφειλόταν στον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας κατά το σύστημα εργασίας της Εναγομένης 1 και μέσα στις συνθήκες εργασίας που υπήρχαν αλλά ως προκύπτει υπήρχαν επιλογές για τον Ενάγοντα στη βάση και της σχετικής μεγάλης εμπειρίας του είτε να λάβει αυξημένα μέτρα ή να σταματήσει προσωρινά να εκτελέσει τα καθήκοντα του αν έκρινε ότι εκτίθετο σε αυξημένο κίνδυνο, ενημερώνοντας τον εργοδότη του. Παρόλα αυτά, αποφάσισε με δική του πρωτοβουλία να εργαστεί και εν γνώση του γεγονότος ότι είχε κενό η σκαλωσιά, χωρίς πρώτα να ζητήσει από τον εργοδότη του να του παράσχει κάποια μέσα ασφάλειας τα οποία θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον κίνδυνο, τον οποίο γνώριζε.  Θα μπορούσε ακόμα να είχε ζητήσει οδηγίες από το τον εργοδότη του για το πώς θα εκτελούσε τη συγκεκριμένη εργασία όσο το δυνατό ασφαλέστερα.  Από τα όσα αναφέρω πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι ο ενάγοντας δεν ενήργησε ως ένας λογικός και συνετός εργάτης με αποτέλεσμα να εκθέσει τον εαυτό του στον κίνδυνο.  Στην υπόθεση Θεράπων Μιχαήλ v. Ιωάννου & Παρασκευαΐδης Λτδ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1494, έχει αναφερθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο.

 

Καταλήγω επομένως ότι και ο Ενάγοντας έχει ευθύνη σε ποσοστό 15% για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Αναμφίβολα, η ευθύνη των Εναγομένων στην πρόκληση του ατυχήματος είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ευθύνη του Ενάγοντα. 

 

Έχοντας κατά νου ότι έχουν δοθεί ειδοποιήσεις μεταξύ των συνεναγομένων με βάση τη Δ.10 θ.12(5) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και ανταλλάγηκαν μεταξύ τους δικόγραφα, ακολουθώντας τα όσα νομολογήθηκαν στην υπόθεση Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ.1013 θα προχωρήσω στον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των συνεναγομένων και στον υπολογισμό του ποσοστού της συνεισφοράς τους.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εναγόμενης 2 στη γραπτή τους αγόρευση υποστηρίζουν ότι, ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν κάμει αποδεκτή την εκδοχή της, όπως αυτή τέθηκε από το Μ.Υ.1, θα πρέπει να αποδώσει, και σ' αυτή την περίπτωση, μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης στην Εναγόμενη 1 που ήταν η εργοδότης του Ενάγοντα. Αντίθετη ήταν από την άλλη η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εναγομένης 1, η οποία ισχυρίσθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης έχει η Εναγομένη 2 γιατί αυτή ήταν που είχε συναρμολογήσει την επίδικη σκαλωσιά και όχι η ίδια.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η από μέρους της Εναγόμενης 2 παράβαση της υποχρέωσης της να τοποθετήσει ασφαλή σκαλωσιά ή και να λάβει άλλα μέσα προστασίας έτσι που να προστατεύει τους εργαζομένους από τυχόν πτώση τους στο έδαφος, σε συσχετισμό με την παράλειψη της να διατηρεί το εργοτάξιο, καθαρό εφόσον στο υπόγειο υπήρχαν μπάζα και άχρηστα υλικά. Την ίδια στιγμή, όφειλε η Εναγομένη 1, προτού δώσει τις οδηγίες στον Ενάγοντα, να ελέγξει κατά πόσο η επίδικη σκαλωσιά ήταν ασφαλής και κατάλληλη για χρήση ή ότι το σύστημα ασφάλειας και εργασίας παρείχε στον Ενάγοντα την ανάλογη προστασία έναντι πτώσης. Κάτω υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι ευθύνονται και οι δύο στον ίδιο βαθμό για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Επομένως δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα συνεισφοράς της μίας προς την άλλη σε σχέση με την ευθύνη τους για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.

Στο νομικό σύγγραμμα The Supreme Court Practice 1967, παράγραφος 16/8/2 αναφέρεται ότι:   

“The position is different where the two defendants are sued as tortfeasors liable in respect of the same damage.  In such  a case the trial Judge who finds both defendants to blame has power by statute (Law Reform (Married Women and Tortfeasors) Act, 1935, s.6(1)(c)) to apportion  the responsibility for the damage between them and award to one defendant contribution against the other accordingly  (Croston v. Vaughan, (1938) 1 K.B. 540), and it is not  necessary for either defendant to issue a  third party  notice under the present rule.”

 

Με αυτά τα δεδομένα, έχω τη γνώμη ότι η πλέον δίκαιη διαταγή - την οποία εκδίδω - είναι να επιμερίσω την ευθύνη μεταξύ Εναγομένων, εξίσου, δηλαδή  σε ποσοστό 42.5% στην κάθε μια και να αποδώσω 15% συντρέχουσα αμέλεια στον Ενάγοντα.

 

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

Το Δικαστήριο, είναι επιφορτισμένο με το άχαρο καθήκον υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του ύψους των αποζημιώσεων έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί μέσα από την πολύ πλούσια  νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Panayides Α. Contracting Ltd ν. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους, (2004) 1 Α.Α.Δ. 416) Fysco Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1028 και Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049.

Παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επίδικασης γενικών αποζημιώσεων, αποτελούν μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα των τραυμάτων που υπέστη το πρόσωπο το οποίο διεκδικεί τις αποζημιώσεις, ο πόνος, η οδύνη, η ταλαιπωρία και η διάρκεια της δυσχέρειας.  (Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ, 66, Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, (1996) Ι Α.Α.Δ. 420.

Περαιτέρω, κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων θα συνυπολογιστούν και θα ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Πρώτο, η τάση αύξησης των αποζημιώσεων και δεύτερο το γεγονός ότι η αποδοθείσα αποζημίωση θα πρέπει να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος τη δεδομένη στιγμή (Ταμπούρας ν. Κολάνη (2009) 1 Α.Α.Δ 1285.

Το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση για να καταλήξει στο ορθό, κατά την άποψη του, ποσό των γενικών αποζημιώσεων, άντλησε καθοδήγηση από τις ακόλουθες αποφάσεις, στις οποίες υπάρχουν παρόμοιες κακώσεις στην έκταση και τον βαθμό που ο Ενάγων υπέστη. Σημειώνω ότι είναι γνωστή η αρχή της της νομολογίας ότι προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ΄ ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο (Ταμπούρας ν. Κολάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384).

Στην υπόθεση Αντωνίου Γεώργιος v Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων Λευκωσίας Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 37, την οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα, ο Εφεσείων συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος 63 ετών, στην προσπάθεια του να εξέλθει από το οίκημα των Εφεσιβλήτων συγκρούστηκε με γυάλινο τοίχο. Λίγες ημέρες αργότερα διαγνώστηκε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, στον αριστερό οφθαλμό με πολύ χαμηλή όραση. Ήταν σε θέση να προβαίνει σε μέτρηση δακτύλων χειρός σε απόσταση περίπου 40 εκ. επίπεδο το οποίο είναι το τρίτο πριν από την τύφλωση. Θεωρείται πρακτικά τυφλός.  Ο Εφεσείων είχε ήδη πλήρη απώλεια όρασης του δεξιού οφθαλμού από το 1982. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε γενικές αποζημιώσεις ύψους τότε Λ.Κ 60.000. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων, επιδικάζοντας του το ποσό των τότε Λ.Κ 80.000.  

Η υπόθεση αυτή αν και κρίνω ότι μπορεί να παράσχει κάποια καθοδήγηση για το Δικαστήριο, εντούτοις τα γεγονότα αυτής διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εφόσον  οι συνέπειες που είχε στον Εφεσείοντα ο τραυματισμός του, συνεπεία της προηγούμενης απώλειας της όρασης του άλλου οφθαλμού του, θα είχε πλέον καταλυτικές συνέπειες για το υπόλοιπο της ζωής του.  

Άντλησα επίσης καθοδήγηση και από το σύγγραμμα του Φρίξου Νικολαΐδη Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες και Θανατηφόρα Ατυχήματα, 2019. Στο Κεφάλαιο 5, γίνεται καταγραφή των ακόλουθων αποφάσεων τόσο πρωτόδικων Δικαστηρίων, όσο και του Ανωτάτου, αναφορικά με την πλήρη απώλεια όρασης και/ή τραυματισμό από τον ένα οφθαλμό. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 65/2012, ημερ. 12.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A106 (5.123) για ιατρική αμέλεια επιδικάστηκε ποσό €70.000 για απώλεια όρασης  σε βαθμό αντίληψης κίνησης χεριού σε 71χρονη μετά από εγχείρηση καταρράκτη (παρ. 5-123).  Γίνεται επίσης αναφορά στις υποθέσεις Χριστοδούλου ν Περικλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1122 (5.13), Θεοδούλου ν A. Panayides Contracting Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 2134, (5.24) Τρύφωνος ν Σωτηρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1305, (5.26), Αγωγή 8969/98 Περεγκάρης ν Γιαπανάς ημερ. 15.11.2002, (5.32) του Τ. Οικονόμου, ΑΕΔ, όπως ήταν τότε, Αγωγή 6108/07 Παλάοντας ν Χριστοφή κ.α. ημερ. 28.9.2011 (5.79) της Δ. Σωκράτους ΠΕΔ, όπως ήταν τότε, Apostol v Γεωργίου, Αγωγή Αρ. 1426/2011, ημερομηνίας 21.2.2016 (5.1017), του Χ. Φιλίππου Α.Ε.Δ όπως ήταν τότε, Κνέκνας v Κυμίση, Αγωγή Αρ. 1812/08, ημερομηνίας 9.8.2016 (5.111) του Α. Παναγιώτου Α.Ε.Δ όπως ήταν τότε Εργοληπτική Εταιρεία Αμφίαρος Λτδ ν  Mikeilov Πολ. Έφ. 173/12, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, Αγωγή 6514/2009 Θεραπής ν Κυπριακή Δημοκρατία ημερ. 30.9.2018, (5.112) του Ν. Γερολέμου Α.Ε.Δ ως ήταν τότε και πολλές άλλες.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, την ηλικία του Ενάγοντα, το γεγονός ότι οι πιο πάνω αναφερόμενες υποθέσεις είναι παλαιότερες και όπως λέχθηκε στην υπόθεση Alfa Concrete Public Co Ltd v Γλυκύ, Πολιτική Έφεση 316/2013, ημερομηνίας 21.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:A253 θα «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πάροδος του χρόνου από την επιδίκαση αποζημιώσεων σε ανάλογα ατυχήματα σε παλαιότερα χρόνια», την τάση άυξησης των απόζημιώσεων αλλά και ότι η αποδοθείσα αποζημίωση θα πρέπει να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος τη δεδομένη στιγμή, τον πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια ανέσεων και απολαύσεων που υπέστη και συνεχίζει να αντιμετωπίζει, καθώς επίσης και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, κρίνω πως το ποσό των €100.000, θα αποτελούσε για την περίπτωση του δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

Στο πιο πάνω ποσό προστίθεται και το ποσό των €2.750 εφόσον δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός στο Δικαστήριο ότι ο Ενάγοντας δικαιούται την επιδίκαση αυτού του ποσού σε σχέση με τους τραυματισμούς που υπέστη στην σπονδυλική του στήλη (ορθοπεδικά τραύματα). Αποτέλεσμα τούτου είναι οι Γενικές Αποζημιώσεις του Ενάγοντα να ανέρχονται στο ποσό των €102.750 επί πλήρους ευθύνης.  

Οι υποθέσεις ΓΙΟΥΣΕΛΗΣ ν. ΓΙΩΡΓΑΛΛΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 501/2012, 14/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:A183 και ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πολιτική Έφεση αρ. 46/2023, 21/6/2024 στις οποίες με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εναγομένων, με κάθε σεβασμό, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές υπόβαθρο για την αναζήτηση οποιασδήποτε καθοδήγησης εφόσον οι αποζημιώσεις που δόθηκαν πρωτόδικα δεν αποτελούσαν επίδικο αντικείμενο των Εφέσεων.  

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια.  Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρειες και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα.  Η Νομολογία επιβάλλει σε διάδικο την υποχρέωση να αποδεικνύει την ζημία του με θετική μαρτυρία, αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Ανδρέα Πίριλλου v Ρουπινέττας Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153, Ελισάβετ Ηρακλέους ν. Ρένου Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239), Κούνουνα κ.α. ν. Κώστας Κυριάκου & Υιός Λτδ κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 2126).

Ο Ενάγοντας στη βάση των δικογραφημένων του θέσεων, αξιώνει τις ακόλουθες ειδικές αποζημιώσεις:

 

(α)       Ιατρικά έξοδα €3.500

(β)       Φάρμακα €150.

(γ)        Φυσιοθεραπεία €400.

(δ)        Απώλεια εισοδημάτων για την περίοδο από 4.11.2011 μέχρι και σήμερα συνολικού ύψους €174.000.

(ε)        Μελλοντικά ιατρικά έξοδα, Φάρμακα συνολικού ύψους €4000.

 

Δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα ότι οι ειδικές αποζημιώσεις που δικαιούται ο Ενάγοντας σε σχέση με τις υποπαραγράφους (α),(β) και (ε) ανωτέρω, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €5.650.

Επομένως ο Ενάγοντας προώθησε μόνο τις αποζημιώσεις σε σχέση με τις υποπαραγράφους (γ) και (δ).

 

Σε σχέση με την υποπαράγραφο (γ) ανωτέρω και προς απόδειξη αυτού, ο Ενάγοντας προσκόμισε το Τεκμήριο 23, το οποίο αποτελεί βεβαίωση του φυσιοθεραπευτή του στην οποία αναγράφει, μεταξύ άλλων, πόσες φυσιοθεραπείες υπεβλήθη αλλά και το κόστος αυτών. Με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας υπεβλήθη στις αναγκαίες φυσιοθεραπείες για την σωματική βλάβη που υπέστη στο σπόνδυλο του, βλάβη η οποία αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός, δικαιούται να του επιδικασθεί αποζημίωση. Ο Μ.Ε 7 έδωσε ικανοποιητική εξήγηση ότι ο λόγος που δεν εξέδωσε τιμολόγιο ή εξοφλητική απόδειξη για τις υπηρεσίες του ήταν γιατί ο Ενάγοντας δεν τον εξόφλησε. Έχοντας επίσης ως δεδομένο ότι ο Ενάγοντας αυτό που αξιώνει είναι το ποσό των €400 (σε αντιδιαστολή με το Τεκμήριο 23 όπου το κόστος των φυσιοθεραπειών είναι €770) αυτό το ποσό δικαιούται να του αποδοθεί. Αυτό δε θα φέρει νόμιμο τόκο από σήμερα λόγω του ότι δεν έχει εκδοθεί ακόμη σχετικό τιμολόγιο. Συνεπακόλουθα ο Ενάγοντας απέδειξε την εν λόγω ζημιά.

 

Σε σχέση με την υποπαράγραφο (δ) ο Ενάγων αξιώνει το ποσό των €174.000 ως απώλεια εισοδημάτων, για την περίοδο από 4.11.11  μέχρι και σήμερα στη βάση του ότι ο μηνιαίος του μισθός ανερχόταν στο ποσό των €3.000. Η αξίωση του αυτή έχει ως έρεισμα ότι λόγω του επίδικου εργατικού ατυχήματος κατέστη ολικά ανίκανος για εργασία.

 

Αποτελεί όμως εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας κατέστη ολικά ανίκανος για εργασία μόνο κατά το χρονικό διάστημα όπου του χορηγήθηκαν οι σχετικές άδειες ασθενείας του, δηλαδή για συνολική περίοδο 9 μηνών. Με τη λήξη αυτών ο Ενάγοντας ναι μεν δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει πίσω στην εργασία του ως οικοδόμος αλλά ήταν σε θέση να ασκήσει άλλη εργασία πιο ελαφρότερης, περιορισμένης και βοηθητικής μορφής.

 

Επομένως θα πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο διαχωρισμός ως προς το ποσό αποζημίωσης που δικαιούται.

 

Στο βαθμό που με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο Ενάγοντας υπέστη απώλεια απολαβών για περίοδο 9 μηνών, με βάση τις άδειες ασθενείας που του χορηγήθηκαν, δικαιούται αποζημίωση. Αποτελεί δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι λάμβανε μηνιαίο μισθό €3.000.  Στη γραπτή του μαρτυρία προβάλλει τη θέση ότι λάμβανε μεικτό μηνίαίο μισθό €2.200 και προς τούτο κατάθεσε σχετικές βεβαιώσεις (Τεκμήριο 7 και 8) του εργοδότη του.  Με βάση όμως το Τεκμήριο 9, το οποίο αποτελεί αναλυτική κατάσταση αποδοχών ως διατηρείται στις υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο πραγματικό του μισθός του ήταν €1.367. Για σκοπούς επιδίκασης της εν λόγω ειδικής ζημιάς το Δικαστήριο θα λάβει υπόψιν τις σχετικές βεβαιώσεις του ίδιου του εργοδότη του, δηλαδή της Εναγομένης 1 και όχι την σχετική κατάσταση των Ασφαλιστικών του αποδοχών. Και τούτο γιατί παρά το γεγονός ότι ο Ενάγοντας κατάθεσε τις σχετικές βεβαιώσεις που του παρέδωσε η εργοδότης του, η ίδια η εργοδότης του δηλαδή η Εναγόμενη 1 επέλεξε να μην αμφισβητήσει το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ένας εκ των διευθυντών της του παρέδωσε τέτοια βεβαίωση, εφόσον επέλεξε, για άγνωστους λόγους προς το Δικαστήριο, να μην προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία.  Το γεγονός ότι ο εργοδότης, σύμφωνα με την εκδοχή του, δεν του δήλωνε ολόκληρο το ποσό που του κατέβαλλε, αλλά μεγαλύτερο, ως βεβαιώνεται και από τις βεβαιώσεις (Τεκμήρια 7 και 8) που προσκόμισε ενόψει των πιο πάνω γίνεται αποδεκτό. Η Εναγόμενη 1 επέλεξε να μην αντικρούσει το γεγονός αυτό και προπαντώς να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις ως προς το λόγο που δήλωνε χαμηλότερο μισθό προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Ο Ενάγοντας με δεδομένο ότι προσελήφθη στην υπηρεσία της Εναγομένης 1 τον Μάϊο του 2011 έδωσε πειστική εξήγηση ως προς τον λόγο που δεν γνώριζε ότι ο εργοδότης του, του δήλωνε χαμηλότερο ποσό από αυτό που του κατέβαλλε εφόσον κάθε τέλος του χρόνου λάμβανε συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις απολαβές του, και όχι μηνιαίως. Ούτε και του υποβλήθηκε θέση αλλά ούτε και προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η Εναγομένη 1 του παρέδιδε κάθε μήνα αποδεικτικό της μηνιαίας του κατάστασης των αποδοχών του. 

 

Στην υπόθεση Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980, τονίστηκε ότι θα πρέπει να αφαιρείται από το απωλεσθέν εισόδημα κατά την ανάρρωση, ο φόρος εισοδήματος, η έκτακτη εισφορά για την άμυνα και η εισφορά κοινωνικών ασφαλίσεων (Γεωργίου v. Αντωνίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 967 και Χαραλάμπους v. Χριστοφόρου, (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2812). Σύμφωνα με το άρθρο 5.1(γ) το ποσό των εισφορών που καταβάλλονταν από μισθωτούς στο ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατά τον επίδικο χρόνο, ανέρχετο στο ποσό των 17,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών και το ποσό αυτό θα πρέπει να αποκοπεί ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων (Αrabani κ.ά. ν. Αριστείδου κ.ά. Πολ. Έφεση αρ. 139/2014, ημερ. 18.4.22), ECLI:CY:AD:2022:A177. Με μία αριθμητική πράξη αφού κατέληξα στο ότι ο μηνιαίος μικτός μισθός του Ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των €2.200 και αφού αφαίρεσα το ύψος των εισφορών στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις (2.220 Χ 17.9%=€1806,20) και ακολούθως αφαίρεσα ένα ποσοστό 10% για σκοπούς φόρου εισοδήματος (€1806,20Χ 10%) καταλήγω ότι ο καθαρός μισθός του Ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των €1,626.

 

Επομένως ο Ενάγοντας για το διάστημα της δικαιολογημένης απουσίας του από την εργασία του  δικαιούται αποζημίωση για την απώλεια απολαβών του συνολικού ύψους €14.634 (1626 x 9 μήνες). 

 

Μετά τη λήξη όμως της άδειας ασθενείας του ο Ενάγοντας ναι μεν δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει πίσω στην εργασία του ως οικοδόμος αλλά όμως ήταν σε θέση να εργαστεί σε άλλη εργασία ελαφρότερης και περιορισμένης μορφής, με άμεσο επακόλουθο την μείωση των εισοδημάτων του.  Επομένως δεν δικαιούται να αξιώνει μέχρι σήμερα αποζημίωση για την πλήρη απώλεια των απολαβών του εφόσον ήταν σε θέση να ασκήσει κάποια εργασία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει σαφέστατα μείωση της ικανότητας του ενάγοντα για εργασία που έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον να ασκήσει την εργασία του οικοδόμου και να λαμβάνει το ίδιο εισόδημα που θα λάμβανε.  Όταν κάποιος έχει καταστεί, λόγω του τραυματισμού του, ανίκανος για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας και αν λόγω του τραυματισμού του δεν είναι ικανός στο μέλλον να κερδίζει τα ίδια εισοδήματα όπως πριν το ατύχημα, δικαιούται σε αποζημίωση. Σε ποια όμως εργασία μπορούσε ο Ενάγοντας να εργαστεί αλλά και τι μηνιαίο μισθό θα μπορούσε να λαμβάνει, παρέμειναν στοιχεία άγνωστα για το Δικαστήριο εφόσον δεν τέθηκε περί τούτου οποιαδήποτε σχετική και αποδεκτή μαρτυρία.   Έχοντας όμως ως δεδομένο ότι ο Ενάγοντας δεν θα μπορεί να κερδίζει ότι θα κέρδιζε από την ίδια ή ανάλογη εργασία που ασκούσε πριν από το δυστύχημα και ότι η εργασία του θα είναι ελαφρύτερη και συνακόλουθα δυνητικά χαμηλότερο το εισόδημα του (Iacovou Brothers (Constructions) Ltd ν. Κρίκκη (2004) Α.Α.Δ. 398) καταλήγω ότι ο Ενάγοντας δικαιούται κάποιας αποζημίωσης. 

 

Η βάση για τον υπολογισμό της απώλειας μελλοντικών απολαβών υπολογίζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ του τι κέρδιζε ο ενάγων πριν το επίδικο ατύχημα και τι κέρδιζε μετά τον τραυματισμό του (Δαϋίδ Γεωργίου ν. Κυριάκος Αντωνίου, Πολ. Έφεση 11583, 7.7.06).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία υπάρχουν δύο τρόποι αποκατάστασης της ζημιάς αυτής. Η πρώτη μέθοδος είναι αυτή του συντελεστή ή φόρμουλα πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Ο συντελεστής ή πολλαπλασιαστής είναι ο αριθμός στον οποίο καταλήγει το Δικαστήριο για να καθορίσει την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων που μπορεί να υπολογιστεί κατά το χρόνο της ακρόασης (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, 247 και Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66) . Η άλλη μέθοδος είναι αυτή της επιδίκασης ενός κατ΄ αποκοπή σφαιρικού ποσού χωρίς τη χρήση της μεθόδου του συντελεστή (Ηρακλέους (ανωτέρω), Μαυροπετρή (ανωτέρω), Kouris Dam Joint Venture v. Λουρουτζιάτης (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 716 και  Χαραλάμπους ν. Πογιατζής  (1998) 1(Β)  Α.Α.Δ. 726)

 

Η δεύτερη μέθοδος συνίσταται στον υπολογισμό κατά προσέγγιση ενός συνολικού ποσού και προσφέρεται όπου ο κίνδυνος για μελλοντική ζημιά κρίνεται ως ορατός και υπαρκτός αλλά ελλείπουν κάποια συγκεκριμένα αριθμητικά δεδομένα ή κριτήρια πάνω στα οποία το Δικαστήριο θα ενεργήσει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προσφέρεται η μέθοδος του συντελεστή για τον καθορισμό των αποζημιώσεων που αφορούν στην απώλεια εισοδημάτων λόγω της μειωμένης του ικανότητας για εργασία εφόσον δεν έχουν προκύψει από τα γεγονότα της υπόθεσης σταθερά στοιχεία στη βάση των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να εφαρμόσει τη δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου του συντελεστή και του πολλαπλασιασταίου.  Η μόνη επιλογή με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι αυτή της επιδίκασης ενός κατά αποκοπή ποσού. 

 

Έτσι, όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό της μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, η διαφαινόμενη ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης. Το δε ύψος της ζημιάς αυτής συναρτάται μ΄ όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον. Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται, υπόψη είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητας του για εργασία. Η περιορισμένη μόρφωση αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα για τις μελλοντικές εισοδηματικές του προοπτικές (Θεοφάνους Ανθή και Άλλος ν. Γιάννη Κουρουκλά και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 528).

Στην υπόθεση Συκοπετρίτη ν. Αθηνάκη (2005) 1 Α.Α.Δ. 844 όπου είχε αποτελέσει εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος μετά το δυστύχημα ήταν ικανός για ελαφριά εργασία, όχι όμως για βαριά χειρωνακτική, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου του πολλαπλασιαστή παρά το ότι ο Εφεσίβλητος δεν εργοδοτήθηκε μέχρι και την ακρόαση της υπόθεσης του καθ΄ ότι η κατά γενικό τρόπο αναφορά του ότι αναζήτησε αλλά δεν βρήκε ελαφρά εργασία χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω δεν προσδιόριζε ποιο θα ήταν το εισόδημα του από την ελαφρά εργασία και ποια η επίδραση στα εισοδήματα του. Ήταν, επομένως, η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά είχε υπολογίσει την απώλεια απολαβών κατ΄ εφαρμογή της μεθόδου επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων.

 

Στην υπόθεση Καρδανάς κ.α. ν. Καραμούζης (2007) 1 Α.Α.Δ. 191 κρίθηκε ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων για μελλοντική απώλεια εισοδήματος με τη χρήση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία για καθορισμό του εισοδήματος που θα μπορούσε να έχει ο Εφεσίβλητος αν απασχολείτο σε γραφειακή εργασία. Όπως τονίστηκε ήταν υποχρέωση του Εφεσίβλητου να κινηθεί, να αναζητήσει εργασία και να φέρει, με μαρτυρία, τα όποια αποτελέσματα στο Δικαστήριο ώστε να κριθεί η λογικότητα των ενεργειών του στο πλαίσιο του πρακτικώς εφικτού και να υπολογιστεί η ενδεχόμενη μείωση στο εισόδημα του. Η μελλοντική απώλεια υπολογίστηκε και πάλι στη βάση ενός κατ΄αποκοπήν ποσού.

 

Στην υπόθεση ANDREAS V VRONDIS & SONS (CONSTRUCTIONS) LTD ν. ΣΟΦΟΚΛΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011, 15/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, το Δικαστήριο επεδίκασε κατά αποκοπή το ποσό των €30.000 για τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσίβλητου στη βάση του ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν ανίκανος για εργασία για συγκεκριμένη περίοδο (περίοδος όπου του δόθηκε άδεια εργασίας) μετέπειτα κρίθηκε ικανός να ασκεί κάποιου είδους εργασία. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Ενάγοντας δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να δείξει κατά πόσο έχει προσπαθήσει να εξεύρει άλλη εργασία μη χειρωνακτικής φύσεως. Αντίθετα, όπως προέκυψε από την αντεξέταση του, δεν κατέβαλε ουσιαστικά οποιαδήποτε προσπάθεια να αναζητήσει κάποια εργασία την οποία θα μπορούσε ευχερώς να εκτελέσει. Ήταν υποχρέωση του Ενάγοντα να κινηθεί να αναζητήσει εργασία και να φέρει, με μαρτυρία, τα όποια αποτελέσματα στο Δικαστήριο ούτως ώστε να κριθεί το εύλογο των ενεργειών του στο πλαίσιο του πρακτικώς εφικτού και να υπολογιστεί η ενδεχόμενη μείωση στο εισόδημα του. Συνεπώς, υπάρχει μείωση της ικανότητας του Ενάγοντα για εργασία χωρίς, όμως, αυτή η μείωση να καθιστά αδύνατη την εξάσκηση καθιστικής εργασίας ή γενικά οποιασδήποτε εργασίας η οποία δεν συνεπάγεται τα πιο πάνω, δεν έχει πίεση και αυξημένες φυσικές απαιτήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προανέφερα, δεν έχω πεισθεί ότι ο Ενάγοντας, έπραξε ότι θα μπορούσε να πράξει για να εξεύρει εναλλακτική εργασία, έστω ελαφρότερη με μειωμένα εισοδήματα και να μετριάσει έτσι τη χρηματική του απώλεια. Εδώ η μαρτυρία, είναι μάλλον επανάπαυση και εφησυχασμό που καταδεικνύει.

 

Εδώ, υπάρχει και μια επιπλέον ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για το γεγονός ότι η απώλεια αυτή δεν είναι μόνο μέλλουσα, αλλά αντανακλά και στο παρελθόν, ήτοι από την 5.7.2012, ημερομηνία από την οποία ο Ενάγοντας μπορούσε να ασκήσει κάποια εργασία. Αυστηρά ομιλούντες, αξίωση για την επιδίκαση αποζημίωσης από την ημερομηνία αυτή και μέχρι τη δίκη, θα έπρεπε να δικογραφηθεί και να συμπεριληφθεί στις ειδικές αποζημιώσεις. Ωστόσο για πρακτικούς σκοπούς και αφού η συγκεκριμένη απώλεια, παρελθούσα και μέλλουσα συμπλέκονται, θα τη συνυπολογίσω σε αυτό το πλαίσιο. 

 

Ό,τι τελικά μπορεί να επιδικαστεί είναι ένα κατ΄ αποκοπή ποσό ως γενικές αποζημιώσεις για τη μείωση που επήλθε στην εργασιακή του ικανότητα λόγω των καταλοίπων που του παρέμειναν μετά τον τραυματισμό του στο επίδικο ατύχημα. Κατά συνέπεια οι επιπτώσεις λόγω κακώσεων που ο ενάγων υπέστη κατά το ατύχημα στην εργασιακή του ικανότητα και οι σχετιζόμενες με αυτή απώλειες, μόνο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων μπορούν να του επιδικασθούν.

 

Προχωρώ, λοιπόν, να υπολογίσω και να αποτιμήσω τη διαφαινόμενη ζημιά ένεκα της μείωσης της εισοδηματικής ικανότητας του Ενάγοντα υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης.

 

Λαμβάνω για το σκοπό αυτό υπόψη την ηλικία του Ενάγοντα, σήμερα είναι  57 ετών και ότι θα έβγαινε σε σύνταξη στα 65 του χρόνια, την επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, δηλαδή το ότι δεν έχει ιδιαίτερες ή εξειδικευμένες γνώσεις, εφόσον είναι απόφοιτος Λυκείου, καθώς και τη φύση της ανικανότητας του για εργασία και σταθμίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα είναι η κρίση μου ότι ο Ενάγοντας δύναται να αποζημιωθεί για τον πραγματικό και υπαρκτό κίνδυνο μείωσης της ικανότητας του για μελλοντική εργασία αλλά και της μείωσης των εισοδημάτων του για το συνολικό ποσό των €50.000, ανεβάζοντας έτσι το σύνολο των γενικών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης σε €152.750.   

 

Η παροχή στον Ενάγοντα σύνταξη αναπηρίας σε ποσοστό 75% δεν σημαίνει ότι αυτός δεν ήταν ικανός για πάσης φύσεως εργασία.  (Μιχαηλίδου ν. Χατζηνικόλα Πολ. Έφεση 26/13, ημερ. 26.11.19), ECLI:CY:AD:2019:A486,

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Ενόψει των πιο πάνω η παρούσα εκδίδεται απόφαση υπερ του Ενάγοντα  και εναντίον των Εναγομένων ως ακολούθως:

α) Γενικές Αποζημιώσεις ύψους €152.750, μέιον της αναλογίας του εν λόγω ποσού κατά 15%, ως το ποσοστό ευθύνης του Ενάγοντα στη βάση της συντρέχουσας αμέλειας του, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (Δέσπω Χατζηνικόλα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ.Χ v Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 68/2015, 20/12/2023 με δεδομένο ότι δεν δόθηκε η παραμικρή εξήγηση για την καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αγωγής από την γένεση του αγώγιμου δικαιώματος). Το εναπομείναν ποσό, δηλαδή το ποσό των €129,837.50 πλέον τόκους, θα καταβληθεί από την Εναγομένη 1 στον Ενάγοντα σε ποσοστό 50%, ήτοι €64,918.75 και από την Εναγομένη 2 θα καταβληθεί το υπόλοιπο 50%, ήτοι €64,918.75.

β) Ειδικές Αποζημιώσεις συνολικού ύψους €20,684  (€14.634 πλέον €5,650, πλέον €400), μείον της αναλογίας του εν λόγω ποσού κατά 15%, ως το ποσοστό ευθύνης του Ενάγοντα στη βάση της συντρέχουσας αμέλειας του, με τόκο 2.75% από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής (Δέσπω Χατζηνικόλα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ.Χ v Χριστοδούλου (ανωτέρω)), πλην του ποσού των €400, το οποίο θα φέρει νόμιμο τόκο από σήμερα. Το εναπομείναν ποσό, δηλαδή το ποσό των €17,681.4 θα καταβληθεί από την Εναγομένη 1 στον Ενάγοντα σε ποσοστό 50%, ήτοι €8,790.7 και από την Εναγομένη 2 θα καταβληθεί το υπόλοιπο 50%, ήτοι €8,790.7.

Επιδικάζονται επίσης έξοδα υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €100.000-€500.000, με νόμιμο τόκο από σήμερα. Ένα σετ εξόδων θα δοθεί. Το οποιοδήποτε ποσό προκύψει θα καταβληθεί από την Εναγομένη 1 στον Ενάγοντα σε ποσοστό 50% και το υπόλοιπο 50% θα καταβληθεί από την Εναγομένη 2 προς στον Ενάγοντα.

Σε σχέση με τα έξοδα της ειδοποίησης συνεναγομένων που καταχωρίστηκε και προωθήθηκε στα πλαίσια της παρούσας αγωγής κρίνω ότι είναι ορθότερο όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τη δικά της έξοδα.

 

                                                                (Υπ.)

................................

Μ. Χαραλάμπους, A.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο