ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ κ.α. ν. KORFI TRADING LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 529/2024, 10/6/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ κ.α. ν. KORFI TRADING LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 529/2024, 10/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 529/2024 (IJ)

Μεταξύ:

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

 

Ενάγοντα,

ν.

 

1.    KORFI TRADING LTD

2.    MICHAEL DENNIS TAYLOR

3.    ROBERT WILLIAM COWIN

4.    DAN FLORIN STOICESKU

5.    DIGNITUS MANAGEMENT SERVICES LTD

6.    THE STOICESKU FOUNDATION LIMITED

 

 

Εναγόμενων.

 

Αίτηση ημερ.19/7/2024 για έκδοση προσωρινού διατάγματος

 

Ημερομηνία10 Ιουνίου, 2025

 

Για τον Ενάγοντα / Αιτητή: κα Ν.Παπακωνσταντίνου για Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Εναγόμενους 1, 2, 3, 5 και 6 / Καθ’ων η Αίτηση: κος Χ.Κληρίδης για ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., ANGELINA AGATHOCLEOUS & MARIOS NICOLAOU LLC και κα Μιχαέλα Μαρίνου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

1.    Αντικείμενο υπό εξέταση αποτελεί προσωρινό διάταγμα που επιδιώκει ο Ενάγοντας/Αιτητής (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Ενάγοντας») εναντίον της Εναγόμενης 1/Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Εναγόμενη 1»)  , ως ακολούθως:

 

«Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, το οποίο να απαγορεύει και/ή εμποδίζει την Εναγόμενη 1 εταιρεία και/ή τους διοικητικούς συμβούλους και/ή διευθυντές και/ή αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους αυτής, από του να πωλήσουν, υποθηκεύσουν, μεταβιβάσουν, εκχωρήσουν τα δικαιώματα τους, διαθέσουν, μισθώσουν και/ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο απαλλοτριώσουν, αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν το μερίδιο 4188/6881 επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/XXXX6, Φ/Σχ. XX/07, Τεμάχιο XXX, Τμήμα 0, που βρίσκεται στην κοινότητα XXXXX στην Επαρχία Λεμεσού που είναι εγγεγραμμένο επ’ονόματι της Εναγόμενης 1 εταιρείας, μέχρι εκδίκασης και έκδοσης της τελικής απόφασης στην Απαίτηση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

2.   Με την απαίτηση του, ο Ενάγοντας αξιώνει εναντίον των Εναγόμενων διατάγματα και αναγνωριστικές δηλώσεις του Δικαστηρίου που, μεταξύ άλλων, καθιστούν άκυρη τη συνέλευση και/ή ψήφισμα της Εναγόμενης 1 ημερομ.12/5/2023 δια της οποίας παύθηκε ο Ενάγοντας από διευθυντής και γραμματέας αυτής, ως και αποζημιώσεις, για τις οποίες όμως δεν καθορίζεται οιονδήποτε συγκεκριμένο ποσό.

 

3.   Το έντυπο απαίτησης του Ενάγοντα, το οποίο συνοδεύεται από Έκθεση Απαίτησης, επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1,2,3,5 και 6, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην διαδικασία καταχωρώντας κοινό σημείωμα εμφάνισης μέσω των δικηγόρων τους, δηλώνοντας ότι θα υπερασπιστούν την απαίτηση. Η επίδοση του έντυπου απαίτησης στον Εναγόμενο 4, μέχρι και σήμερα, εκκρεμεί.

 

4.   Ο Ενάγοντας, παράλληλα με την καταχώρηση του έντυπου απαίτησης του, καταχώρησε και την μονομερή αίτηση ημερομηνίας 7/6/24 (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Αίτηση ημερ.7/6/24») μέσω της οποίας ζητείται η έκδοση σωρείας προσωρινών διαταγμάτων εναντίον των Εναγόμενων, περιλαμβανομένων διαταγμάτων για παρεμπόδιση των Εναγόμενων 2-6 από την αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/XXXX6, Φ/Σχ. XX/07, Τεμάχιο XXX, Τμήμα 0, που βρίσκεται στην κοινότητα XXXXX στην Επαρχία Λεμεσού. Η Αίτηση ημερ.7/6/24 κατέστη δια κλήσεως στις 11/6/24 κατόπιν σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου και η εκδίκαση της εξακολουθεί να εκκρεμεί, εφόσον δεν επιδόθηκε ακόμη στον Εναγόμενο 4/Καθ’ου η Αίτηση.

 

5.   Ακολούθησε στις 19/7/2024 η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, και πάλι αρχικά σε μονομερή βάση, η οποία όμως στις 26/7/24 κατέστη δια κλήσεως αφού το Δικαστήριο διέταξε την επίδοσή της.

 

6.   Αφού η Αίτηση επιδόθηκε στην Εναγόμενη 1, η τελευταία, μετά των Εναγόμενων 2, 3, 5 και 6 (στο εξής θα αναφέρεται μαζί ως οι «Εναγόμενοι»), μέσω των δικηγόρων τους, εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη και δήλωσαν την πρόθεση τους να ενστούν στην έκδοση του αιτούμενου από πλευράς του Ενάγοντα διατάγματος. Αφού εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο καθορίζετο ο χρόνος εκδίκασης της αίτησης, καταχώρησαν στα πλαίσια του τελευταίου την ένσταση τους.

 

II.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

7.   Η Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των Μερών 23 και 25 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, τα Άρθρα 31 και 32  Ν.14/60, στα άρθρα 4, 5, 8 και 9 του Κεφ.6, στα Άρθρα 8-11, 27, 136, 170, 171 και 178 του Κεφ.113 και στο άρθρο 111 του Συντάγματος, ως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 95/89.

 

8.   Η Αίτηση συνοδεύεται από δήλωση αλήθειας, υπογεγραμμένης από τον Ενάγοντα, και τα γεγονότα επί των στηρίζεται, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του προαναφερόμενου (στο εξής η «ΕΔ-ΑΠ») στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

8.1          Η Εναγόμενη 1 ενεγράφη ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών στις 15/4/2019 και κατά την εγγραφή της ο Ενάγοντας διορίστηκε ως ένας εκ των διευθυντών της και γραμματέας αυτής. Οι Εναγόμενοι 3 και 4 διορίστηκαν διευθυντές της Εναγόμενης 1 στις 10/2/23. Η Εναγόμενη 1 είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου που αποτελεί το αντικείμενο του επιδιωκόμενου διατάγματος (στο εξής το «Επίδικο Ακίνητο»), το οποίο είναι το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και δεν φέρει οιεσδήποτε επιβαρύνσεις. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, η Εναγόμενη 1 δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και ως αποτέλεσμα δεν έχει οιαδήποτε εισοδήματα.

 

8.2          Μοναδική μέτοχος της Εναγόμενης 1 ήταν και παραμένει η Εναγόμενη 6, η οποία ενεγράφη ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια εγγυήσεως στις 31/12/2015. Κατά την εγγραφή της Εναγόμενης 6, ο Ενάγοντας διορίστηκε ως ένας εκ των διευθυντών της και γραμματέας αυτής. Οι Εναγόμενοι  3 και 4 διορίστηκαν διευθυντές της Εναγόμενης 6 στις 31/12/15 και 15/10/22, αντίστοιχα. Με βάση το καταστατικό της Εναγόμενης 6, πρέπει να απαρτίζεται από επτά μέλη και να διατηρείται μητρώο μελών και σύμφωνα με το τελευταίο, ο Ενάγοντας είναι μέλος αυτής.

 

8.3          Κατά τον Αύγουστο του 2023, ο Ενάγοντας ανακάλυψε ότι στις 12/5/2023, παύθηκε από τις θέσεις του διευθυντή και γραμματέα στις Εναγόμενες 1 και 6, κατόπιν ισχυριζόμενης παραίτησης του, η οποία παύση κοινοποιήθηκε στον Έφορο Εταιρειών στις 17/7/2023 από εταιρεία που παρείχε λογιστικές υπηρεσίες στις εν λόγω εταιρείες (στο εξής η «Λογιστική Εταιρεία»). Στην θέση του γραμματέα και στις δύο εταιρείες διορίστηκε η Εναγόμενη 5 στις 12/5/2023.

 

8.4          Ο Ενάγοντας αναφέρει ότι δεν ενημερώθηκε από την Λογιστική Εταιρεία και τους Εναγόμενους 3, 4 και 5 επί σκοπώ για τις εν λόγω ενέργειες, οι οποίες έλαβαν χώρα περίοδο που απουσίαζε στο εξωτερικό, ενώ είχε ενημερώσει την Λογιστική Εταιρεία στις 6/6/23 για την απουσία του και την είχε προμηθεύσει με τα σχετικά στοιχεία επικοινωνίας του. Επιπρόσθετα, δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες των Καταστατικών των εταιρειών αλλά ούτε και ο Νόμος σε σχέση με την προαπαιτούμενη ειδοποίηση του και η Εναγόμενη 5 παραπληροφόρησε τον Έφορο Εταιρειών ότι οι αλλαγές έγιναν σύμφωνα με τα μητρώα των εταιρειών. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, οι προαναφερόμενες ενέργειες και συνελεύσεις στέρησαν το δικαίωμα του να ακουστεί κατά τη συνέλευση σε σχέση με την παύση του από τις Εναγόμενες 1 και 6, η οποία είναι παράτυπη και παράνομη και στερείται ισχύος.

 

8.5          Ειδικότερα, σε σχέση με την Εναγόμενη 6, αναφέρει ότι ούτε τα υπόλοιπα μέλη της, εκτός από τους Εναγόμενους 3 και 4, ενημερώθηκαν για τις εν λόγω αλλαγές και ως εκ τούτου δεν παρευρέθηκαν στη σχετική συνέλευση κατά την οποία ψηφίστηκε η παύση του από την Εναγόμενη 6, στην οποία ως αποτέλεσμα δεν υφίστατο απαρτία. Σε περίπτωση που ειδοποιούνταν και τα υπόλοιπα μέλη, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι θα είχε την στήριξη της πλειοψηφίας και δεν θα εγκρινόταν ψήφισμα για την παύση του. Εφόσον η παύση του στην Εναγόμενη 6 ήταν παράνομη και χωρίς ισχύ, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι θα συνέχιζε ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της και θα ήταν σε θέση να ασκήσει έλεγχο στα πλαίσια των αποφάσεων της Εναγόμενης 1. Επίσης, το ψήφισμα για την παύση του από την Εναγόμενη 1 είναι παράτυπο γιατί φέρει ίδια ημερομηνία με το ψήφισμα για την παύση του από την Εναγόμενη 6.

 

8.6          Οι Εναγόμενοι 1,3,4 και 6 προέβησαν σε εκ νέου αλλαγή στους αξιωματούχους των Εναγομένων 1 και 6, με την προσθήκη του Εναγόμενου 2 ως διευθυντή με κοινοποίηση στον Έφορο Εταιρειών στις 20/3/24.

 

8.7          Ο Ενάγοντας αναφέρει ότι, συνέπεια των πιο πάνω, καταχώρησε την παρούσα απαίτηση και την υπό εξέταση αίτηση σε σχέση με την παύση του από την Εναγόμενη 1 και την απαίτηση με αρ.530/2024 Ε.Δ. Λεμεσού σε σχέση με την παύση του από την Εναγόμενη 6.  Στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε επίσης αίτηση για προσωρινά διατάγματα, παρόμοια με αυτά που διεκδικούνται στην Αίτηση ημερ.7/6/24.

 

8.8          Όταν ο Ενάγοντας επέστρεψε από επαγγελματικό ταξίδι τον Ιούλιο του 2024, ανακάλυψε πως το επίδικο ακίνητο διαφημιζόταν προς πώληση από τους Εναγόμενους, κάτι που συνέβη μόνο μετά την αποχώρηση του, παρά το ότι εκκρεμούσε η Αίτηση ημερ.7/6/24 εναντίον τους. Η αποξένωση του επίδικου ακινήτου θα είναι χωρίς την έγκριση του Ενάγοντα και των υπόλοιπων 4 μελών της Εναγόμενης 6, οι οποίοι δεν συγκατατέθηκαν στην εν λόγω πράξη και θα επενεργήσει ενάντια στα συμφέροντα της εταιρείας και των τελικών δικαιούχων αυτής. Επιπρόσθετα, εάν αποξενωθεί το επίδικο ακίνητο η Εναγόμενη 1 πιθανότατα να μην δύναται να ικανοποιήσει τυχόν μελλοντική απόφαση εναντίον της.

 

8.9          Ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην ΕΔ-ΧΠ τα ακόλουθα έγγραφα ως Τεκμήρια: Αντίγραφα ηλεκτρονικής έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με την Εναγόμενη 1 (Τεκμήριο 1) και την Εναγόμενη 6 (Τεκμήριο 2), αντίγραφο καταστατικού και ιδρυτικού εγγράφου της Εναγόμενης 6 (Τεκμήριο 3), αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας σε σχέση με το επίδικο ακίνητο (Τεκμήριο 4), αντίγραφα των εντύπων που καταχωρήθηκαν στον Έφορο Εταιρειών για την κοινοποίησης αλλαγής αξιωματούχων των Εναγομένων 1 και 6 ημερ.17/7/23 (Τεκμήριο 5), αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος του Ενάγοντα προς την Λογιστική Εταιρεία σε σχέση με την απουσία του στο εξωτερικό (Τεκμήριο 6), αντίγραφα βεβαίωσης από την Εναγόμενη 5 ότι οι αλλαγές στις Εναγόμενες 1 και 6 έγιναν με βάση το μητρώο της εν λόγω εταιρείας (Τεκμήριο 7), αντίγραφο μητρώου των μελών της Εναγόμενης 6 (Τεκμήριο 8), αντίγραφα αλληλογραφίας μεταξύ του Ενάγοντα με την Λογιστική Εταιρεία και τον Έφορο Εταιρειών  (Τεκμήρια 9 και 10), αντίγραφα των εντύπων που καταχωρήθηκαν στον Έφορο Εταιρειών για την κοινοποίησης αλλαγής αξιωματούχων των Εναγομένων 1 και 6 ημερ.20/3/24 (Τεκμήριο 11), αντίγραφα αλληλογραφίας μεταξύ του Ενάγοντα με Εναγόμενους (Τεκμήρια 12 και 13), αντίγραφα διάφορων εγγράφων που καταχωρήθηκαν στα πλαίσια της Απαίτηση αρ.530/2024 (Τεκμήριο 14), αντίγραφο διαβατηρίου του Ενάγοντα (Τεκμήριο 15) και φωτογραφία του επίδικου ακινήτου (Τεκμήριο 16).

 

ΕΝΣΤΑΣΗ

 

9.   Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν κοινή ένσταση (Έντυπο Αρ.36), μέσω της οποίας προβάλλουν διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, τους οποίους συνοψίζω ως εξής: 1. Η αίτηση μπορεί να εκδικαστεί μόνο από Πρόεδρο ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ενόψει της αξίας του ακινήτου, 2. Η αίτηση είναι καταχρηστική εφόσον το αιτούμενο διάταγμα είναι αντικείμενο της Αίτησης ημερ.7/6/24, 3. Ο Ενάγοντας δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του δύναται να αποζημιωθεί πλήρως με ειδικές και/ή γενικές αποζημιώσεις, 4. Ο Ενάγοντας δεν έχει οιαδήποτε περιουσιακά δικαιώματα του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία της Εναγόμενης 1, της οποίας δεν είναι μέτοχος, 5. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 Ν.14/60, 6. Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της μη έκδοσης του διατάγματος, 7. Ο Ενάγοντας δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, και 8. Η έκδοση του διατάγματος δεν θα εξυπηρετούσε οποιονδήποτε νόμιμο σκοπό.

 

10.          Η ένσταση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των Άρθρων 31 και 32 του Ν.14/60, του Μέρους 4, 23 (23.1,23.6,23.9,23.11), 25 (25.1,25.3,25.6,25.7, Ενότητα Ι και ΙΙ), 27, 32 (32.14) και 38 (38.1) των Ν.Κ.Π.Δ, των άρθρων 8-11, 27, 136, 171 και 178 του Κεφ.113, και 4, 5, 8 και 9 του Κεφ.6.

 

11.          Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2 (στο εξής η «ΕΔ-MDT»), ως ένας εκ των διευθυντών των Εναγόμενων 1 και 6, στην οποία αναφέρονται, προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, τα εξής συνοπτικά:

 

11.1       Στην ΕΔ-MDT ο ενόρκως δηλών επιβεβαιώνει την παύση του Ενάγοντα από σύμβουλος και γραμματέας της Εναγόμενης 1 και τον διορισμό της Εναγόμενης 5 στον τελευταίο ρόλο. Αναφέρει, όμως, ότι η παύση του ήταν επακόλουθη σειράς παρανομιών από πλευράς του Ενάγοντα, εις βάρος της Εναγόμενης 1, και ότι ακολουθήθηκε η δέουσα διαδικασία για την παύση του από πλευράς των Εναγόμενων 3 και 4. Λόγω της προαναφερόμενης συμπεριφοράς, ο Ενάγοντας παύθηκε και από την Εναγόμενη 6 και στην θέση του ως νέος διευθυντής διορίστηκε ο ενόρκως δηλών.

 

11.2       Ο ενόρκως δηλών επιβεβαιώνει την ύπαρξη της απαίτησης με αρ.530/2024 Ε.Δ. Λεμεσού και της αίτησης που καταχωρήθηκε στα πλαίσια αυτής, ως και το αντικείμενο αυτών και εκθέτει, με λεπτομέρεια και αναφορά σε σχετικά έγγραφα που επισυνάπτει ως τεκμήρια, τα περιστατικά που σύμφωνα με τους Εναγόμενους, οδήγησαν στην παύση του Ενάγοντα από αξιωματούχος των Εναγομένων 1 και 6 και ειδικότερα τις ισχυριζόμενες ενέργειες του που συνιστούν κατά την άποψη τους συνιστούν ψευδείς παραστάσεις και/ή δόλο και/ή συνωμοσία. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον ομνύοντα, ο Ενάγοντας προέβη σε τροποποποίηση του ιδρυτικού και καταστατικού της Εναγόμενης 6 παράνομα, αντικανονικά και εν αγνοία των Εναγομένων 1-6, των μελών της Εναγόμενης 6 και των διευθυντών αυτών και δόλια εξασφάλισε επικυρωτική απόφαση αυτού από το Δικαστήριο. Παράλληλα, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, διόρισε νέα άτομα ως μέλη της Εναγόμενης 6 και περαιτέρω κατακρατούσε έγγραφα των Εναγομένων 1 και 6 αρνούμενος πρόσβαση σ’αυτά από τους υπόλοιπους διευθυντές.

 

11.3       Αναφέρεται περαιτέρω ότι το επίδικο ακίνητο αποκτήθηκε πρόσφατα και εκτιμάται μεταξύ €600.000-€700.000 και ότι ακόμη και εάν αυτό πωληθεί από τους Εναγόμενους, η Εναγόμενη έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη πιθανής αξίωσης που εξάλλου δεν ορίζεται με χρηματικούς πόρους.

 

11.4       Στην ΕΔ-MDT επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα ως Τεκμήρια προς υποστήριξη των θέσεων των Εναγομένων, μέρος των οποίων έχει ήδη παρουσιάσει ο Ενάγοντας ως Τεκμήρια στα πλαίσια της ΕΔ-ΧΠ.

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

12.          Την καταχώρηση της ένστασης των Εναγόμενων, ακολούθησε καταχώρηση συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας από πλευράς του Ενάγοντα, υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης του τελευταίου (στο εξής η «ΣΕΔ-ΧΠ»), στα πλαίσια της οποίας, προβάλλονται απαντητικοί ισχυρισμοί στα όσα προβλήθηκαν στην ΕΔ-MDT κυρίως μέσω επανάληψης των ήδη προβληθέντων στην ΕΔ-ΧΠ από πλευράς του Ενάγοντα θέσεων και σχετικής επιχειρηματολογίας.

 

13.          Ο Ενάγοντας προβάλλει περαιτέρω την θέση του επί του ισχυρισμού των Εναγομένων σε σχέση με την κατακράτηση αρχείων των Εναγομένων 1 και 6, και εκθέτει την δική του εκδοχή σε σχέση με την τροποποίηση του καταστατικού και ιδρυτικού εγγράφου της Εναγόμενης 6, παρουσιάζοντας σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια, προς υποστήριξη της θέσης ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις έγιναν κατόπιν συμφωνης και ομόφωνης απόφασης όλων των μελών της Εναγόμενης 6.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

14.          Την καταχώρηση της ΣΕΔ-ΧΠ, ακολούθησε η καταχώρηση συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας και από πλευράς των Εναγομένων,  υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου 2 (στο εξής η «ΣΕΔ-MDT»), στα πλαίσια της οποίας γίνεται κυρίως επανάληψη θέσεων που προβλήθηκαν ήδη στην ΕΔ-MDT με αναφορά σε εκτενέστερη λεπτομέρεια προς απάντηση στο περιεχόμενο της ΣΕΔ-ΧΠ.

 

15.          Αναφέρεται επίσης ότι η ανακοίνωση για πώληση του επίδικου ακινήτου αναρτήθηκε κατόπιν απόφασης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και ότι, μετά από έρευνες, αυτό αξίζει περισσότερο από €1.000.000 και ότι η Εναγόμενη 1 διαθέτει και λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα εις τον οποίο έχει κατατεθεί ποσό €12.233.66, μέχρι την τελική επίλυση της υπόθεσης, από τους διοικητικούς συμβούλους της Εναγόμενης

 

16.          Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στο ότι ο Ενάγοντα δεν λάμβανε καμία αμοιβή ή μισθό υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής και γραμματέας των Εναγομένων 1 και 6, ότι οι υπηρεσίες του ήταν εθελοντικές και ως αποτέλεσμα καμία ζημιά ή απώλεια υπέστη από την παύση του.

 

III. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

17.          Εφόσον καμία πλευρά δεν επεδίωξε να αντεξετάσει τον ομνύοντα της άλλης πλευράς, η ακρόαση της Αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων τα οποία αναφέρονται στην Αίτηση και Ένσταση, των ενόρκων δηλώσεων που τις συνόδευαν, ως και της συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας που ακολούθησε.

 

18.          Πέραν της υιοθέτησης των γραπτών αγορεύσεων τους που κατέθεσαν σύμφωνα με το σχετικό χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της Αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αγόρευσαν και προφορικά κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η Αίτηση για ακρόαση αναπτύσσοντας την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους.

 

19.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, την εκατέρωθεν υποστηρικτική γραπτή μαρτυρία και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί με αναφορά στη μαρτυρία ποιες από τις θέσεις της κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

IV. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

20.          Οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγμάτων ως το αιτούμενο εξετάζονται στην βάση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960) και του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

21.          Επιπρόσθετα, όταν πέραν του Άρθρου 32 του Ν.14/60, η αίτηση βασίζεται και στο Άρθρο 5 του Κεφ.6, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου στο βαθμό που δεν συμπίπτουν με αυτές που θέτει το Άρθρο 32 (βλ. A. J. GEORGHIADES ESTATES LTD vs. N. HADDAD LTD, Πολ.Εφ.αρ.Ε100/2021, ημ.23/10/23).

22.          Το άρθρο 5 του Κεφ.6 εξουσιοδοτεί την έκδοση διατάγματος αναφορικά με ακίνητη περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του Εναγόμενου ή σε σχέση με την οποία ο Εναγόμενος δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης και αφορά ακίνητη περιουσία που δεν είναι το αντικείμενο της αγωγής (βλ. Papastratis v. Petrides, πιο πάνω και Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520). Στην υπό εξέταση περίπτωση, το επιδιωκόμενο από πλευράς του Ενάγοντα διάταγμα έχει ως αντικείμενο ακίνητο της Εναγόμενης 1, το οποίο όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής και της αξίωσης του Ενάγοντα. Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.α. ν. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1(Α) ΑΑΔ 162 το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ποιοτικό κριτήριο της «καλής βάσης αγωγής» στο Άρθρο 5 είναι παρόμοιο σε έννοια με τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 ενώ το δεύτερο κριτήριο του Άρθρου 5 ότι δηλαδή είναι πιθανόν να παρεμποδιστεί ο ενάγων από το να ικανοποιήσει μεταγενέστερη στην απόφαση υπέρ του, προσομοιάζει με το τρίτο κριτήριο του Άρθρου 32.

 

23.          Ως έχει ήδη αναφερθεί, το άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 ορίζει τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα και οι οποίες αναλύθηκαν στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557 όπως και στη Νομολογία που ακολούθησε (βλ. Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782 και Πουργουρίδη v. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Απαιτείται όπως ο αιτητής αποδείξει ότι i) υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ii) υπάρχουν καλές πιθανότητες ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης και iii) εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Το Δικαστήριο, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο δεν αποφασίζει επί της ουσίας της αγωγής, ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263).

 

24.          Σε περίπτωση που πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32, το Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, διεργασία γνωστή ως «το ισοζύγιο της ευχέρειας». (βλ.Mints κ.α vs. Shishkin κ.α., Πολ.Εφ.αρ. Ε70/20, Ε69/20 και Ε71/20, ημ.10/1/24). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο το Δικαστήριο εξετάζει την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα συμφέροντα των μερών και οφείλει να επιλέγει την οδό που εμπεριέχει τους ολιγότερους κινδύνους αδικίας (βλ.Ευστρατίου v. Dickran Ouzounian and Company Ltd (2014) 1Α Α.Α.Δ. 212)

25.          Στα πλαίσια της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, απαιτείται, όπως, μέσα από τη δικογραφημένη θέση του Αιτητή, αποκαλύπτονται γεγονότα τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης (βλ. Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd, πιο πάνω και Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολ.Έφ. Αρ. Ε51/2022, ημ. 3.2.2023). Τούτο, πρέπει να προκύπτει, πρωτίστως, από την έκθεση απαίτησης, δηλαδή από τα δικογραφημένα ουσιώδη γεγονότα αυτής (Δ.19 κ.4 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και Παύλου v. Μεττά  Πολ. Εφ. Αρ. Ε189/2017 ημ.16/7/24). Σε περίπτωση που δεν έχει καταχωριστεί ακόμα το εν λόγω δικόγραφο, πρέπει να προκύπτει από τη μαρτυρία η οποία υποστήριζε την αίτηση για έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου, πιο πάνω). Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης (βλ. Δημητριάδη vs. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολ.Εφ.αρ.Ε101/2022, ημ.5/3/24).

 

26.          Η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο Αιτητής σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του και εξετάζεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Η τελευταία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας (Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585 και Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253). Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (βλ. Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ.731).

 

27.          Στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. v. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφ.Αρ. Ε143/2015, ημ. 23/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A102, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».»

 

28.          Στην απόφαση Δήμος Λάρνακας Royal Ris Restaurant Ltd, Πολ. Έφεση Ε187/17, ημερ. 25.1.19, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας στα πλαίσια ακρόασης ενδιαμέσων διαταγμάτων,:

 

«Όπου η αξιολόγηση είναι αναγκαία, αυτή πρέπει να γίνεται, για τους περιορισμένους και καθορισμένους σκοπούς, της παρούσας διαδικασίας και βεβαίως όχι για οριστική κατάληξη σε συμπεράσματα. Τούτο θα πρέπει να γίνεται μόνο για εξέταση, εκ πρώτης όψεως, των εκατέρωθεν θέσεων με έμφαση στην εκδοχή του αιτητή, που θα πρέπει να στοιχειοθετήσει ότι υπάρχει, στη βάση δοσμένου μαρτυρικού υλικού, καλή βάση αγωγής και κατά δεύτερο, πιθανότητα επιτυχίας».

 

29.          Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (ανωτέρω), είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων. Όμως, η εν λόγω προϋπόθεση, ικανοποιείται όχι μόνο όταν η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα ήταν επαρκής θεραπεία αλλά και στην περίπτωση όπου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο Εναγόμενος να ικανοποιήσει απόφαση που ενδεχομένως ληφθεί εναντίον του. Η νομολογία αποφάνθηκε πως κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης δεν είναι απαραίτητη η παρουσίαση μαρτυρίας για την απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης ενός εναγόμενου για τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση της περιουσίας του (βλ. Larticon Co v. DETERGENTA DEVELOPMENTS LTD (2004) 1B Α.Α.Δ. 1121). Σύμφωνα με την απόφαση στην C.Phasarias (Automotive Centre) ltd v. Σκυποποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001 1 Α.Α.Δ. 785, «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.»».

 

30.          Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Κυρισάββας κ.ά. v. Κίζη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1245, λέχθηκε ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, και ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψιν  (βλ. Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848 και Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231).

 

 

 

 

 

V.  ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

31.          Το πρώτο θέμα το οποίο καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο, είναι η εισήγηση που γίνεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνήγορου του Ενάγοντα, ότι, το Δικαστήριο θα πρέπει να μη λάβει υπόψη την ΕΔ-MDT, η οποία συνοδεύει την ένσταση των Εναγομένων, καθότι έχει μεταφραστεί  κατά παράβαση του άρθρου 14 του περί Εγγραφής και Ρύθμισης Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου του 2019 (Ν.45(Ι)/19). Για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω δεν θα συμφωνήσω με την πιο πάνω θέση.

 

32.          Το άρθρο 14(2) προνοεί τα πιο κάτω:

 

«Πρόσωπο το οποίο ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο, καθώς και το δικηγορικό γραφείο στο οποίο αυτό εργάζεται, οφείλουν να απέχουν από τον χειρισμό οποιασδήποτε υπόθεσης συνδέεται με έγγραφα που το εν λόγω πρόσωπο έχει μεταφράσει:

 

Νοείται ότι δικηγόρος ο οποίος δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο δύναται να διενεργεί μεταφράσεις οι οποίες αφορούν μόνο υποθέσεις που χειρίζεται ο ίδιος ή το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται και οι εν λόγω μεταφράσεις δύναται κατ' εξαίρεση να γίνονται αποδεκτές ως πιστοποιημένες μεταφράσεις από τα δικαστήρια και τις αρχές της Δημοκρατίας, εφόσον συνοδεύονται από ένορκο δήλωση, στην οποία αναφέρεται ο εξαιρετικός λόγος για τον οποίο διενεργείται η συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση μετάφραση.»

 

33.          Σημειώνω ότι ο ενόρκως δηλών/Εναγόμενος 2 τόσο στην ΕΔ-MDT όσο και στην ΣΕΔ-MDT επέλεξε όπως ορκιστεί στην Αγγλική γλώσσα και ακολούθως εγένετο μετάφραση αυτών στην Ελληνική γλώσσα. Οι Εναγόμενοι, πράγματι έκαναν τη μετάφραση χρησιμοποιώντας δικηγόρο η οποία, σύμφωνα με το σημείωμα εμφάνισης των Εναγομένων,  εμπλέκεται στο χειρισμό της υπόθεσης τους.

 

34.          Από το Άρθρο 14(2), το οποίο έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω, διαφαίνεται ότι ο δικηγόρος για υποθέσεις που χειρίζεται ο ίδιος, μπορεί να προβαίνει κατ' εξαίρεση οι μεταφράσεις οι οποίες να είναι αποδεκτές ως πιστοποιημένες μεταφράσεις από τα Δικαστήρια, εφόσον συνοδεύονται από ένορκη δήλωση στην οποία ο δικηγόρος να αναφέρει τον εξαιρετικό λόγο για τον οποίο διενεργήθηκε η συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση μετάφραση. Τέτοια ένορκη δήλωση, πράγματι δεν φαίνεται να έχει καταχωρηθεί στην παρούσα υπόθεση.

 

35.          Κατά την κρίση μου όμως, δεν θα προχωρήσω στο να αγνοήσω το περιεχόμενο των προαναφερόμενων ενόρκων δηλώσεων για τον προαναφερόμενο λόγο, εφόσον ο ομνύοντας ορκίστηκε στην Αγγλική γλώσσα η οποία γλώσσα είναι κατανοητή από το Δικαστήριο και έτσι μπορεί να βασιστεί στο περιεχόμενό τους. Αντίθετη θα ήταν η προσέγγιση του Δικαστηρίου, αν αυτές γίνονται σε γλώσσα, η οποία δεν είναι κατανοητή για το Δικαστήριο.

 

36.          Όσο αφορά τη θέση που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντα, ότι, είναι αδύνατο ο ενόρκως δηλών/Εναγόμενος 2 στην ΕΔ-MDT να έχει προσωπική γνώση των επίδικων γεγονότων, εφόσον διορίστηκε σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, η θέση αυτή έχει απαντηθεί από πλευράς του ομνύοντα στα πλαίσια της ΣΕΔ-MDT και, ενώ διατηρούσε ο Ενάγοντας το δικαίωμα να αιτηθεί αντεξέταση του τελευταίου, επέλεξε να μην το πράξει. Η εν λόγω θέση σε συνδυασμό με την θέση που προβάλλεται στην ΕΔ-MDT παράγραφο 1 της ένορκης του δήλωσης όπου ο ομνύων αναφέρει ότι κατέχει αξίωμα διευθυντή στις Εναγόμενες 1 και 6, είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από τους υπόλοιπους Εναγόμενους να προβεί στην ένορκη δήλωση και εκ μέρους τους και ότι γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις για σκοπούς της υπό κρίση ενδιάμεσης διαδικασίας.

 

37.          Προτού προχωρήσω στην εξέταση των προϋποθέσεων που εφαρμόζουν σε διατάγματα της φύσεως που επιδιώκει ο Ενάγοντας, κρίνω ορθό να αναφερθώ και στους λόγους ένστασης που έχουν εγερθεί από πλευράς των Εναγομένων και άπτονται της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπό εξέταση αίτηση και της ισχυριζόμενης καταχρηστικότητας στην προώθηση της τελευταίας.

 

38.          Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η παρούσα αίτηση μπορεί να εκδικαστεί μόνο από Πρόεδρο ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ενόψει της αξίας του επίδικου ακινήτου, σε σχέση με την οποία έχουν προσαγάγει οι ίδιοι μαρτυρία, και σύμφωνα με την οποία υπερβαίνει την καθ’ύλην κλίμακα που αρμόζει στο παρών Δικαστήριο. Όμως το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί αντικείμενο της απαίτησης του Ενάγοντα και δεν επιδιώκει ο τελευταίος οιαδήποτε διατάγματα που το αφορούν στα πλαίσια της απαίτησης του. Αιτία αγωγής του είναι η ισχυριζόμενη παράβαση των δικαιωμάτων του ιδίου και των συμφερόντων της Εναγόμενης 1 κατόπιν της παύσης του από αξιωματούχος της τελευταίας και επιδιώκονται διατάγματα για την επαναφορά του και αποζημιώσεις, οι οποίες εφόσον δεν καθορίζονται, περιορίζονται στην κλίμακα που ο ίδιος έχει θέσει, δηλαδή στις €2,000-€10,000 (Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ. 16). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν η θέση των Εναγομένων ευσταθούσε, δηλαδή η αξία της επίδικης διαφορά εξισούτο με την αξία του επίδικου ακινήτου, το διάταγμα που επιδιώκεται με την υπό εξέταση αίτηση, δεν άπτεται της ουσίας της απαίτησης και συνεπώς, δύναται να εκδοθεί από Επαρχιακό Δικαστή με βάση το Άρθρο 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60.

 

39.          Όσο αφορά το εγερθέν ζήτημα καταχρηστικότητας, αναφέρουν ως λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι ήδη αντικείμενο της Αίτησης ημερ.7/6/24, στην οποία γίνεται εκτενέστερη αναφορά πιο πάνω και η εκδίκαση της οποίας Αίτησης ακόμη εκρεμμεί. Όντως, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά την καταχώρηση της ένστασης των Εναγομένων στην υπό εξέταση αίτηση, η Αίτηση ημερ.7/6/24 επιδίωκε διατάγματα ίδιας φύσεως και με το ίδιο αντικείμενο ως η παρούσα, δηλαδή το επίδικο ακίνητο. Όμως έκτοτε, ως διαφαίνεται από την ηλεκτρονική επικοινωνία ημερ.14/11/24 που απέστειλαν οι συνήγοροι του Ενάγοντα και η οποία βρίσκεται στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, η διεκδίκηση των εν λόγω διαταγμάτων στα πλαίσια της Αίτησης ημερ.7/6/24, εγκαταλείφθηκε από πλευράς τους. Κατά συνέπεια δεν θεωρώ ότι υφίσταται πλέον υπόβαθρο για τον συγκεκριμένο λόγο ένστασης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

ΚΑΛΗ ΒΑΣΗ ΑΓΩΓΗΣ & ΣΟΒΑΡΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΡΟΣ ΕΞΕΤΑΣΗ

 

40.          Σύμφωνα με τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, για ικανοποίηση της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, απαιτείται, όπως, μέσα από τη δικογραφημένη θέση  του Ενάγοντα, αποκαλύπτονται γεγονότα τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και καλή βάση αγωγής. Εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, έχει καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης και απάντηση στην υπεράσπιση των Εναγομένων, τούτο πρέπει να προκύπτει, πρωτίστως, από το περιεχόμενο των συγκεκριμένων εγγράφων, δηλαδή από τα δικογραφημένα ουσιώδη γεγονότα αυτών.

 

41.          Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση Απαίτησης του, ο Ενάγοντας ήταν ένας εκ των διευθυντών και ο γραμματέας των Εναγόμενων 1 και 6 και παύθηκε από τις εν λόγω θέσεις, χωρίς να του δοθεί η απαιτούμενη ειδοποίηση. Ο Ενάγοντας, ήταν και εξακολουθεί να είναι μέλος της Εναγόμενης 6, την μόνη μέτοχο της Εναγόμενης 1.

 

42.          Ο Ενάγοντας αποδίδει την παύση του με τον προαναφερόμενο τρόπο, στην αμέλεια και παράβαση καθηκόντων εμπιστοσύνης (fiduciary duties) των Εναγομένων 2,3,4,5 και 6 κόντρα στα συμφέροντα της Εναγόμενης 1 αλλά και τα προσωπικά του δικαιώματα. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι προαναφερόμενοι, ενεργώντας α) κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας και β) του Καταστατικού της Εναγομένης 1, δεν ενημέρωσαν τον Ενάγοντα για την σχετική τους πρόθεση, και δεν τον ειδοποίησαν σε σχέση με την επίδικη συνέλευση κατά την οποία παύθηκε από διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 1, στερώντας του την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις του.

 

43.          Οι υποχρεώσεις συμβούλων μιας εταιρείας εξετάζονται κάτω από δύο επικεφαλίδες α) υποχρεώσεις επιμέλειας και επιδεξιότητας (βλ. Re City Equitable Fire Insurance Co Ltd [1925] Ch 407, 427 και Re D'Jan of London Ltd, Copp v D'Jan [1994] 1 BCLC 561), και β) υποχρεώσεις καλής πίστης, εφόσον οι σύμβουλοι μιας εταιρείας, ως αντιπρόσωποι αυτής βρίσκονται σε θέση εμπιστευτικότητας (‘fiduciary position’) απέναντι της και απαιτείται να ενεργούν καλή τη πίστει (‘in good faith’), προς το σκοπό προώθησης των συμφερόντων της, ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση (βλ. Re Smith & Fawcett Ltd. [1942] 1 All E. R. 542, 544 και Πέτρος Σιακόλας v ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΓΟΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε90/2016, ημερ.23/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A106). Τα καθήκοντα που οφείλουν οι σύμβουλοι οφείλονται τόσο συλλογικά, δηλαδή από το διοικητικό συμβούλιο, όσο και ατομικά από κάθε σύμβουλο ξεχωριστά. Επίσης, τρίτα πρόσωπα που εν γνώσει των συμμετέχουν στις παραβιάσεις των καθηκόντων εμπιστευτικότητας των Διευθυντών είναι εξίσου υπεύθυνοι ως εξ' αποτελέσματος εμπιστευματοδόχοι. (Βλ. Selengor United Rubber Estates Ltd. v. Gradock (No. 2) [1968] 1 W.L.R. 1555, Karak Rubber Co. Ltd. v. Burden (No. 3) [1972] 1 W.L.R. 602 και Γιαννάκης Πελεκάνος κ.α. v Ανδρέα Πελεκάνου (2006) 1 ΑΑΔ 390).

 

44.          Στην υπόθεση Foss v Harbottle (1983) Hare 461 διατυπώθηκε o γνωστός κανόνας του Κοινοδικαίου, σύμφωνα με τον οποίο εταιρικά δικαιώματα μέλους εταιρείας είναι δικαιώματα τα οποία κάθε μέλος έχει συμφωνήσει να υπαγάγει στη θέληση της πλειοψηφίας, νοουμένου ότι αυτή η θέληση εκφράζεται, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό της. Ισχύει, δηλαδή, η αρχή της κυριαρχίας της πλειοψηφίας. Ο κανόνας επαναδιατυπώθηκε με σαφήνεια στην υπόθεση Edwards v. Halliwell [1950] 2 All E.R. 1064 και προνοεί ότι (α) ο κατάλληλος Ενάγοντας σε αγωγή σε σχέση με ισχυριζόμενη αδικοπραξία κατά εταιρείας, κατά κύριο λόγο, είναι η ίδια η εταιρεία, και, ότι (β) όπου ισχυριζόμενη αδικοπραξία είναι συναλλαγή που θα μπορούσε να καταστεί δεσμευτική για εταιρεία και όλα τα μέλη της με απλή πλειοψηφία μελών, δεν επιτρέπεται σε κανένα μέλος από μόνο του να κινήσει αγωγή σε σχέση με το θέμα επειδή, εάν η πλειοψηφία επικυρώσει τη συναλλαγή, δεν έχει αδικηθεί η εταιρεία. Από την άλλη, αν η πλειοψηφία επικυρώσει την συναλλαγή, δεν υπάρχει καλός λόγος για τον οποίο η εταιρεία να μη κινήσει αγωγή.

 

45.          Τα Δικαστήρια όμως έχουν καθιερώσει συγκεκριμένες εξαιρέσεις στον πιο πάνω κανόνα, και εφαρμόζουν κυρίως σε περιπτώσεις που τέτοια πλειοψηφία ενεργεί παράνομα ή καταπιεστικά προς την μειοψηφία. Στην υπόθεση Θωμά κ.ά. v. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263, ξεκαθαρίστηκε ότι οι εξαιρέσεις στον κανόνα της υπόθεσης Foss v Harbottle, κάτω από τις οποίες επιτρέπεται επέμβαση ύστερα από αίτημα μελών της μειοψηφίας είναι οι εξής: (1) πράξη της εταιρείας έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή είναι παράνομη, (2) πράξη συνιστά δόλο εναντίον της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες διαθέτουν τον έλεγχο της εταιρείας, (3) έχει παρατηρηθεί παρατυπία κατά τη ψήφιση ψηφίσματος το οποίο απαιτούσε ειδική πλειοψηφία και όταν (4) έχουμε πράξη η οποία παραβιάζει τα προσωπικά δικαιώματα συγκεκριμένου μετόχου (βλ. Palmer' s Company Law, 24η Έκδοση, παράγραφοι 65-04, σελ. 980).

 

46.          Σε περίπτωση εφαρμογής των πιο πάνω εξαιρέσεων, ένας μέτοχος έχει δύο επιλογές αγωγής. Η πρώτη είναι η προσωπική αγωγή εναντίον της εταιρείας σε σχέση με παράβαση των καθηκόντων τα οποία η εταιρεία είχε έναντι του (βλ. J.H.Farra, "Company Law" (1985), σελ.363, υπό τον τίτλο ‘Personal Rights’).  Η δεύτερη επιλογή, η οποία είναι γνωστή σαν «παράγωγη αγωγή» (derivative action), είναι διαθέσιμη στον μειοψηφούντα μέτοχο, σε σχέση με αδίκημα που διαπράττεται εναντίον της εταιρείας όταν οι αδικοπραγούντες ελέγχουν την εταιρεία και την εμποδίζουν από το να εγείρει αγωγή στο όνομα της (βλ. Gower΄s "Principles of Modern Company Law" 15η έκδπαρ. 646).

 

47.          Διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι οι εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα επιτρέπουν σε μέτοχο μιας εταιρείας να εγείρει αγωγή, αντί της ίδιας της εταιρείας (βλ. Θωμά κ.ά. v. Ηλιάδη (2006) και Mammous κ.ά. v. Willstrop κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 90). Με βάση την δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, η παρούσα αγωγή κινήθηκε από πλευράς του υπό την προσωπική του ιδιότητα, ως πρώην διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 1, ενώ ουδέποτε υπήρξε μέτοχος στην τελευταία. Συνεπώς, δεν προκύπτει νομιμοποίηση του Ενάγοντα στο να κινεί αγωγή εναντίον οιονδήποτε εκ των Εναγόμενων σε σχέση με κατ’ισχυρισμόν αδικοπραξίες κατά της Εναγόμενης 1, εφόσον ο κατάλληλος Ενάγοντας είναι η ίδια η Εναγόμενη 1 ή, σε περίπτωση εφαρμογής των προαναφερόμενων εξαιρέσεων, μέτοχοι αυτής, όπως η Εναγόμενη 6. Ακόμη και στην περίπτωση, που ήθελε ερμηνευτεί ότι οι εξαιρέσεις εφαρμόζουν, όχι μόνο σε μέτοχο, αλλά και σε ‘μέλος’ της Εναγόμενης 1, υπό την έννοια του Άρθρου 27 του Κεφ.113 (το οποίο ορίζει τα πρόσωπα που συνιστούν ‘μέλη’ μιας εταιρείας), ο Ενάγοντας δεν φαίνεται να καταχώρησε την υπό εξέταση αγωγή ως ‘μέλος’ της Εναγόμενης 1 αλλά ούτε προβάλλονται ισχυρισμοί από πλευράς του ότι προσυπέγραψε το ιδρυτικό έγγραφο της Εναγόμενης 1 ή ότι το όνομα του καταχωρήθηκε στο μητρώο μελών της, ώστε να θεωρείται μέλος αυτής.

 

48.          Φυσικά, ο Ενάγοντας δικογραφεί ότι είναι μέλος της Εναγόμενης 6, η οποία αποτελεί την μόνη μέτοχο της Εναγόμενης 1. Αλλά, η εν λόγω ιδιότητα δεν θεωρώ ότι τον νομιμοποιεί σε έγερση προσωπικής αγωγής εναντίον των Εναγομένων για αδικοπραξίες κατά της Εναγόμενης 1. Η Εναγόμενη 6 δεν παύει να είναι εταιρεία, συσταθείσα με βάση της πρόνοιες του Κεφ.113, και συνεπώς αποτελεί νομική προσωπικότητα ξεχωριστή και ανεξάρτητη από τα μέλη της με δικαίωμα να ενάγει και να ενάγεται (βλ. Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22, Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244, Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1883, Kαλησπέρας Kώστας ν. Δάφνου Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 867 και Pashkovskiy Alexander ν. Svetlana Pashkovskayia (2011) 1 ΑΑΔ 657). Συνεπώς, είναι η ίδια η Εναγόμενη 6, ως μέτοχος της Εναγόμενης 1, που νομιμοποιείται σε έγερση αγωγής για αδικοπραξίες που αφορούν την τελευταία, εάν και εφόσον εμπίτπει στις εξαιρέσεις που έχουν παρατεθεί πιο πάνω, και όχι ο Ενάγοντας ως μέλος αυτής.

 

49.          Παρά τα πιο πάνω, δεν παραγνωρίζω ότι η απαίτηση του Ενάγοντα εγείρει και ζητήματα παραβίασης προσωπικών του δικαιωμάτων ένεκα των ισχυριζόμενων παραβάσεων από πλευράς των Εναγόμενων, τόσο του καταστατικού της Εναγόμενης 1 όσο και της σχετικής Νομοθεσίας τα οποία και προχωρώ να εξετάσω.

 

50.          Σε σχέση με την ισχυριζόμενη παράβαση του καταστατικού της Εναγόμενης 1, αρκεί να αναφέρω ότι, το Καταστατικό της εταιρείας δεν αποτελεί συμφωνία μεταξύ μελών και συμβούλων ή άλλων αξιωματούχων (όπως π.χ. γραμματέα) αλλά μεταξύ των μελών και της ίδιας της εταιρείας.[1] Συνεπώς, αξιωματούχοι, όπως διευθυντές και γραμματείς, πόσο μάλλον πρώην διευθυντής και γραμματέας, όπως ο Ενάγοντας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ενδιαφερόμενα πρόσωπα δυνάμει του Καταστατικού της Εταιρείας, αφού δεν αποκτούν δικαιώματα μέσω αυτού.

 

51.          Μπορεί όμως, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να θεωρηθεί το καταστατικό μέρος εξυπακουόμενης συμφωνίας μεταξύ τους, για παράδειγμα, όπου ορίζει αμοιβή για τον συγκεκριμένο σύμβουλο ή πληρωμή στον ίδιο για απώλεια θέσης ή καθορίζει τους όρους υπηρεσίας του. Όμως δεν προβάλλονται ισχυρισμοί από πλευράς του Ενάγοντα που να καταδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων ή όρων εντός του καταστατικού της Εναγόμενης 1 από τους οποίους ο Ενάγοντας δυνατόν να αντλήσει τέτοια δικαιώματα. Ως εκ τούτου, με βάση τα όσα ο ίδιος έχει δικογραφήσει, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν αποτελεί ενδιαφερόμενο πρόσωπο που δύναται να εναγάγει τους Εναγόμενους στην βάση της ισχυριζόμενης παράβασης του καταστατικού της Εναγόμενης 1.

 

52.          Όσο αφορά τώρα τον ισχυρισμό του Ενάγοντα για παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας, αυτός άπτεται της διαδικασίας που προνοείται στο άρθρο 178 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 για την παύση συμβούλων μιας εταιρείας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Ενάγοντα.

 

53.          Σύμφωνα με το στο Άρθρο 178(1), μια εταιρεία μπορεί με συνήθη ψήφισμα να απομακρύνει ένα διευθυντή πριν την εκπνοή της θητείας του, παρά την όποια πρόνοια στο καταστατικό της και την όποια συμφωνία μεταξύ τους. Το εδάφιο (2) του ίδιου Άρθρου προνοεί ότι, α) απαιτείται ειδική ειδοποίηση για συνέλευση που θα εξετάσει τέτοιο ψήφισμα και, β) με την παραλαβή τέτοιας ειδοποίησης, η εταιρεία θα πρέπει αμέσως να στείλει αντίγραφο στον διευθυντή που αφορά, ο οποίος θα δικαιούται να ακουστεί κατά την συνέλευση.

 

54.          Το Άρθρο 136 του Κεφ.113, το οποίο διέπει τα ψηφίσματα για τα οποία απαιτείται ειδική ειδοποίηση προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Όταν με οποιαδήποτε διάταξη που περιλαμβάνεται πιο κάτω στο Νόμο αυτό απαιτείται ειδική ειδοποίηση ψηφίσματος, το ψήφισμα δεν αποκτά αποτέλεσμα εκτός αν ειδοποίηση για την πρόθεση ότι θα προταθεί έχει δοθεί στην εταιρεία τουλάχιστον είκοσι οκτώ ημέρες πριν από τη συνέλευση στην οποία προτείνεται, και η εταιρεία δίνει στα μέλη της ειδοποίηση για οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα κατά τον ίδιο χρόνο και τρόπο όπως η ειδοποίηση για τη συνέλευση, ή αν αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό, δίνει ειδοποίηση για αυτό, τουλάχιστον είκοσι μια ημέρες πριν από τη συνέλευση, είτε με δημοσίευμα σε εφημερίδα που έχει ικανοποιητική κυκλοφορία ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που επιτρέπει το καταστατικό:

Νοείται ότι αν, μετά την επίδοση στην εταιρεία ειδοποίησης για την πρόθεση ότι το ψήφισμα αυτό θα προταθεί, συγκληθεί συνέλευση για ημερομηνία είκοσι οκτώ ή λιγότερες ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης, η ειδοποίηση λογίζεται ότι δόθηκε κατάλληλα για τους σκοπούς της άνκαι αυτή δεν δόθηκε μέσα στον απαιτούμενο από το άρθρο αυτό χρόνο.» (η υπογράμμιση δική μου)

55.          Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι, δεν έλαβε ειδοποίηση για την συνέλευση μέσω της οποίας επιδιώκετο η παύση του ως διευθυντής της Εναγόμενης 1, όπως ορίζει το Άρθρο 178(2), στερώντας του το δικαίωμα του να ακουστεί με βάση τις πρόνοιες του τελευταίου. Προκύπτει από τις δικογραφημένες του θέσεις επίσης ότι, ο Ενάγοντας είναι και μέλος της Εναγόμενης 6, της μόνης μέτοχου της Εναγόμενης 1. Συνεπακόλουθα, εφόσον η θέση του είναι ότι δεν ειδοποιήθηκε καθόλου για την επίδικη συνέλευση, τέτοια παράλειψη, ενδεχομένως, με βάση το Άρθρο 136, να επηρεάζει την εγκυρότητα του ψηφίσματος δια του οποίου παύθηκε. Δεδομένων των συγκεκριμένων ισχυρισμών του Ενάγοντα, κρίνω ότι, ως προς την συγκεκριμένη πτυχή της απαίτησης του, προκύπτει συζητήσιμη υπόθεση και πληρείται η 1η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

ΥΠΑΡΞΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

56.          Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρείται η 2η προϋπόθεση του Άρθρου 32, στην περιορισμένη όμως έκταση που κρίθηκε πιο πάνω ότι πληρείτο η 1η προϋπόθεση, δηλαδή σε σχέση με την ισχυριζόμενη παραβίαση των προσωπικών δικαιωμάτων του Ενάγοντα που απορρέουν από το Άρθρο 178(2) του Κεφ.113.

 

57.          Σύμφωνα με τις πιο πάνω αναφερόμενες νομικές αρχές, κατά την εξέταση της εν λόγω προϋπόθεσης, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του Αιτητή η οποία εξετάζεται και σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή (βλ. ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ κ.α. v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ κ.α., Πολ.Έφ.Αρ. E265/2016, 10/4/25).

 

58.          Η μαρτυρία που έχει προσαχθεί από πλευράς του Ενάγοντα στα πλαίσια της Αίτησης σε σχέση με την παύση του από την Εναγόμενη 1, χωρίς να του έχει δοθεί ειδοποίηση σχετικά με το επίδικο ψήφισμα, δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς των Εναγόμενων. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται από πλευράς τους η παύση του Ενάγοντα τόσο από την Εναγόμενη 1 όσο και από την Εναγόμενη 6. Όσο αφορά όμως τις συνθήκες παύσης του, οι Εναγόμενοι, μέσω της μαρτυρίας τους, προέβαλαν  την γενική θέση ότι ακολουθήθηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες για την παύση του Ενάγοντα και ότι με βάση τις προηγούμενες ενέργειες του Ενάγοντα, η παύση του δικαιολογείτο. Όμως δεν προβλήθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς τους που να αναιρεί, στο στάδιο αυτό, την θέση του Ενάγοντα όσο αφορά την παράλειψη ειδοποίησης του για το επίδικο ψήφισμα, το οποίο οδήγησε στην παύση του. Εφόσον ο Ενάγοντας διεκδικεί κυρίως διατάγματα αποκαταστατικής φύσεως, για επαναφορά του στις ιδιότητες του διευθυντή και Ενάγοντα της Εναγόμενης 1, ως και διατάγματα που πλήττουν την εγκυρότητα της επίδικης συνέλευσης και ψηφίσματος,  κρίνω ότι, σε σχέση με το συγκεκριμένο σκέλος της αξίωσης του, πληρείται και η 2η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

 

59.          Αντιθέτως, σε σχέση με την θεραπεία των αποζημιώσεων που διεκδικεί ο Ενάγοντας, τουλάχιστον στην έκταση που στρέφεται εναντίον της Εναγόμενης 1, κρίνω ότι, δεν διαφαίνεται με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στα στάδιο αυτό, πιθανότητα επιτυχίας. Υπενθυμίζεται ότι ο Ενάγοντας, με βάση την Έκθεση Απαιτησης του, εγείρει ισχυρισμούς περί αμέλειας και παράβασης των νόμιμων καθηκόντων μόνο από πλευράς των Εναγομένων 2-6. Ως εκ τούτου, οιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις που απορρέουν από την παύση του και ενδεχομένως να δικαιούται από την Εναγόμενη 1, προκύπτουν από την σχέση που ο ίδιος διατηρούσε με την Εναγόμενη 1, είτε στην βάση μεταξύ τους συμφωνίας ή από το καταστατικο της Εναγόμενης 1, σε περίπτωση που περιλαμβάνονταν στο τελευταίο σχετικοί όροι.

 

60.          Ως ανέφερα ήδη ανωτέρω, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των δικογράφων του Ενάγοντα η ύπαρξη οιασδήποτε συμφωνίας ή άλλης συμβατικής σχέσης μεταξύ του και της Εναγόμενης 1, ως προς τον ρόλο του ως διευθυντής και γραμματέας αυτής. Ούτε προκύπτει ότι περιέχονται οιοιδήποτε όροι, είτε σε σχέση με αμοιβή ή σε σχέση με αποζημίωση του σε περίπτωση παύσης του από τις εν λόγω ιδιότητες ή για απώλεια αξιώματος, στο καταστατικό της Εναγόμενης 1. Να σημειωθεί ότι, σύμβουλοι εταιρείας στην απουσία ρυθμίσεων ως οι προαναφερόμενες, δεν δικαιούνται αυτόματα σε αμοιβή λόγω της θέσης τους.[2] Η μαρτυρία που προσάχθηκε από πλευράς του Ενάγοντα προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης του, δεν διαφοροποιεί τα προαναφερόμενο δεδομένα. Από την άλλη, οι Εναγόμενοι έχουν προσαγάγει μαρτυρία (βλ.ΣΕΔ-MDT, παρ.5 και 7) με βάση την οποία ο Ενάγοντας δεν λάμβανε οιαδήποτε αμοιβή υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 1 και ότι, ως μασόνος, παρείχε τις υπηρεσίες του εθελοντικά. Η εν λόγω θέση δεν έχει αντικρουστεί ή έστω αμφισβητηθεί από πλευράς του Ενάγοντα και κρίνω, ότι τουλάχιστον για τους σκοπούς της υπό εξέταση ενδιάμεσης διαδικασίας, παραμένει αναντίλεκτη. Ως αποτέλεσμα, δεν διαφαίνεται πιθανότητα να δικαιούται ο Ενάγοντας σε αποζημιώσεις από την Εναγόμενη 1.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

61.          Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λίμιτεδ (πιο πάνω), δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον Ατητή για πραγματική πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.

 

62.          Ο Ενάγοντας, επικαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά που θα υποστεί τόσο η Εναγόμενη 1, εάν αποξενωθεί το επίδικο ακίνητο αλλά και ο ίδιος. Ως φαίνεται ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί πως πληρούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 στην περιορισμένη έκταση τυχόν προσωπικού του Ενάγοντα από ισχυριζόμενη παράβαση του Άρθρου 178 του Κεφ.113 εφόσον δεν νομιμοποιείται ο ίδιος, να εναγάγει υπό την προσωπική του ιδιότητα σε σχέση με αδικοπραξίες που αφορούν την Εναγόμενη 1 και κατά συνέπεια, τυχόν ζημιές που έχει υποστεί ή θα υποστεί η τελευταία από αυτές.

 

63.          Δεν θεωρώ όμως ότι έχει προσαχθεί οτιδήποτε από πλευράς του Ενάγοντα, που να καταδεικνύει πιθανή επίδραση στην ικανοποίηση πιθανής δικαστικής απόφασης η οποία θα εκδοθεί υπέρ του στα πλαίσια της απαίτησης, εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Ο Ενάγοντας, ως ο ίδιος δηλώνει (βλ.παρ.3Ε της Απάντησης στην Υπεράσπιση), επιδιώκει με την απαίτηση του διατάγματα αποκαταστατικής φύσεως, με στόχο την επαναφορά της ιδιότητας του ως διευθυντής και γραμματέας στην Εναγόμενης 1, και αποζημιώσεις για την ισχυριζόμενη παράνομη και/ή αντικανονική παύση του. Εκ πρώτης όψεως, καμία ζημιά θα υποστεί σε προσωπικό επίπεδο εάν πωληθεί το επίδικο ακίνητο της Εναγόμενης 1 από τους Εναγόμενους, ακόμη και στην περίπτωση που επαναδιοριστεί ως διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 1. Τέτοια πώληση θα επηρέαζε αποκλειστικά την ίδια την Εναγόμενη 1, και σε περίπτωση που είχε δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα της, με βάση τις νομικές αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, θα νομιμοποιείτο μόνο η ίδια, και, κατ’εξαίρεση οι μέτοχοι/μέλοι αυτής, όπως η Εναγόμενη 6, να εναγάγει για την εξασφάλιση των εν λόγω συμφερόντων. Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, είναι κοινό έδαφος των μερών ότι ο Ενάγοντας δεν υπήρξε ποτέ ούτε μέτοχος, ούτε μέλος της Εναγόμενης 1.

 

64.          Εάν η ανησυχία του Ενάγοντα είναι τυχόν ζημιά από την πώληση του επίδικου ακινήτου που θα υποστεί προσωπικά σαν μέλος της Εναγόμενης 6, της μοναδικής μετόχου της Εναγόμενης 1, δεν έχει προσαχθεί οιαδήποτε μαρτυρία ως προς το ποια θα είναι η ζημιά που θα υποστεί υπό την εν λόγω ιδιότητα. Σε τέτοια περίπτωση, και έχοντας υπόψη ότι οι Εναγόμενες 1 και 6 είναι νομικές οντότητες, που διαθέτουν νομική προσωπικότητα χωριστή και διακεκριμένη από τα μέλη τους (βλ.Salomon vSalomon, πιο πάνω), όφειλε ο Ενάγοντας να προσαγάγει μαρτυρία, η οποία να δημιουργεί ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ της συγκεκριμένης ιδιότητας του και του πιθανού δυσμενή επηρεασμού του από την πώληση του επίδικου ακινήτου.

 

65.          Όπως φαίνεται από πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι, με τον τρόπο που έχει προωθηθεί η απαίτηση του Ενάγοντα, σε συνδυασμό με την μαρτυρία που έχει προσαχθεί στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης, δεν υπάρχει ορατή πιθανότητα να δικαιούται ο Ενάγοντας σε αποζημιώσεις εναντίον της Εναγόμενης 1. Ως εκ τούτου και εφόσον οι υπόλοιπες θεραπείες που επιδιώκει με την αξίωση του αποτελούν διατάγματα που επιδιώκουν την επαναφορά του στην εταιρεία, δεν υπάρχει κίνδυνος, με την αποξένωση του επίδικου ακινήτου, να μην ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί προς όφελος του.

 

66.          Η εξουσία  του άρθρου 32 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος η οποία  αποσκοπεί στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής πρέπει να ασκείται με φειδώ και όχι ως μέτρο γενικής εξασφάλισης για το ενδεχόμενο είσπραξης εξ αποφάσεως χρέους (βλ. Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1759 και Spidertrade Com Finance Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 (Α) ΑΑΔ 126).  Ως αναφέρθηκε στην Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (πιο πάνω), η συγκεκριμένη εξουσία «δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή».

 

67.          Συνεπακόλουθα, καταλήγω στο ότι δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32.

ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ

68.          Παρά το ότι με την κατάληξη ότι δεν πληρείται η τελευταία προϋπόθεση του Άρθρου 32, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας[3], για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ ορθό να καταγραφεί η θεώρηση μου, σε περίπτωση που κατ’έφεση ανατραπεί η σχετική κρίση μου.

 

69.           Στην παρούσα υπόθεση θα ήμουν της άποψης ότι η έκδοση του επιδιωκόμενου διατάγματος θα προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη αδικία στην Εναγόμενη 1/Καθ’ής η Αίτηση γιατί θα της στερούσε τη δυνατότητα διάθεσης του επίδικου ακινήτου, το οποίο με βάση την εκατέρωθεν προσαχθείσα μαρτυρία, αποτελεί και την μόνη ακίνητη ιδιοκτησία της. Από την άλλη, λαμβάνοντας τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, στα πλαίσια εξέτασης της 3ης προϋπόθεσης του Άρθρου 32, καμία ανεπανόρθωτη ζημιά θα προκαλείτο στον Ενάγοντα από την μη έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

70.          Επιπρόσθετα, προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο ότι ο Ενάγοντας παύθηκε από διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 6 και η παύση του δεν έχει ανατραπεί. Τελεί φυσικά υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο η εν λόγω παύση ήταν νόμιμη, αλλά αποτελεί παραδεκτό υπόβαθρο μεταξύ των μερών ότι το εν λόγω ζήτημα αποτελεί αντικείμενο άλλης αγωγής μεταξύ των διαδίκων. Με δεδομένο ότι ο Ενάγοντας μετά τις επίδικες συνελέυσεις έπαυσε να είναι διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης 6, και αποφάσεις της Εναγόμενης 1, σύμφωνα και με τον ίδιο, ελέγχονται από τα πρόσωπα που τον αντικατέστησαν, οιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου σε τυχόν συναλλαγές της Εναγόμενης 1, υπό τις συγκεκριμένες αδιαμφισβήτητες περιστάσεις, θα κατέληγα στο ότι δεν θα χωρούσε.

VI. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

71.          Συνακόλουθα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, καταλήγω στο ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

72.          Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα.

 

73.          Όμως, λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι ενώ η αίτηση επιδόθηκε αποκλειστικά στην Εναγόμενη 1, ως Καθ’ης η Αίτηση, εφόσον αντικείμενο της αίτησης ήταν ακίνητο ιδιοκτησίας της, και οι Εναγόμενοι 2,3,5 και 6, επέλεξαν επίσης να εμφανιστούν στην υπό εξέταση διαδικασία  αλλά καταχώρησαν κοινή ένσταση με την Εναγόμενη 1 και είχαν κοινό χειρισμό και κοινή εκπροσώπηση κατά την ακροαματική διαδικασία. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι οι Εναγόμενοι 1, 2, 3, 5 και 6 / Καθών η Αίτηση, θα δικαιούνται σε ένα σετ εξόδων.

 

74.          Λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι τα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των Εναγομένων, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως αποτέλεσμα, έχοντας υπόψη μου τον Κ.39.9(2), θεωρώ ότι οιονδήποτε ποσό επιδικαστεί υπέρ τους, είναι ορθό υπό τις περιστάσεις να μειωθεί κατά 10%.

 

75.          Ως εκ των πιο πάνω, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1, 2, 3, 5 και 6 / Καθ’ων η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα Αιτητή, μειωμένα κατά 10%.

 

76.          Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κ.39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ' εφαρμογή του Κ.39.9 να υποβάλουν καταλόγους εξόδων μέχρι τις 20/6/25 και ώρα 13.00 μ.μ. Ο συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων ορίζεται στις 27/6/25 και ώρα 9.15 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                    (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής 



[1] Βλ. Άρθρο 21, Κεφ.113.

[2] Βλ. ενδεικτικά Άρθρο 181(2), Κεφ.113.

[3] DOMS PROPERTIES LTD v. MEDITERRANEAN REAL ESTATES PROPERTIES LTD, Πολ. ΄Εφ.Αρ. Ε122/2020, 11/3/22


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο