ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, Αρ. Αγωγής: 215/2021, 2/6/2025
print
Τίτλος:
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, Αρ. Αγωγής: 215/2021, 2/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.

                                                                                                                  Αρ. Αγωγής: 215/2021

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

 

                                                                                                                              Ενάγοντας

 

-και-

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

                                                                                                                               Εναγόμενη

                                                                       

Ημερομηνία:  02/06/2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κύριος Ευσταθίου Α. για Α. ΑΡΓΥΡΟΥ και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.  

Για Εναγόμενη: κυρία Σάββα Ε. για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Α ί τ η μ α  Ε ξ α ί ρ ε σ η ς)

 

I.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Σύντομη αναδρομή στο φάκελο της δικογραφίας

 

1.         Η παρούσα υπόθεση ήταν ορισμένη στις 22/10/2024 για Ακρόαση. Κατά την εν λόγω ημερομηνία η υπόθεση αναβλήθηκε «λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου». Ενόψει τούτων η υπόθεση προγραμματίστηκε δυνάμει του περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 (35/2022). Οι διάδικοι δήλωσαν τον αριθμό των μαρτύρων τους και το Δικαστήριο όρισε προς τούτο διαδοχικές ημερομηνίες ακρόασης, ήτοι στις 18/03/2025 και 19/03/2025 δίδοντας και τις ανάλογες οδηγίες για «ανταλλαγή γραπτών δηλώσεων τουλάχιστον 7 ημέρες προηγουμένως» προσθέτοντας ότι «θα ακουστούν δύο μάρτυρες στις 18/03/2025 και θα ολοκληρωθεί η αντεξέταση τους και στις 19/03/2025 θα ακουστεί ακόμα ένας μάρτυρας και θα αντεξεταστεί».

 

2.          Η Ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος της Συνηγόρου των Εναγόμενων, η οποία προέβαλε «λόγους υγείας» και ο Συνήγορος των Εναγόντων δεν έφερε ένσταση στο σχετικό αίτημα. Ενόψει τούτων η υπόθεση ορίστηκε στις 10/04/2025 για «Προγραμματισμό της ακρόασης και διάδικοι παρόντες».

 

Το αίτημα εξαίρεσης

 

3.         Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο κύριος Ευσταθίου ανέφερε τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Επιθυμώ να υποβάλω αίτημα εξαίρεσης του Δικαστηρίου καθότι θεωρούμε ότι για σκοπούς διαφάνειας αφού εργοδοτείστο στο γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. θα ήταν ορθότερο να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.»

 

4.         Η θέση της κυρίας Σάββα ήταν η ακόλουθη, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Δεν θεωρούμε ότι τίθεται το οποιοδήποτε ζήτημα που επηρεάζει την αμεροληψία του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε τρόπο».

 

II.         ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

5.         Στην υπόθεση Ανδρέα Συμεού (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 974 αναλύεται το νομολογιακό πλαίσιο σε συνάρτηση με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρθρο 30 (2) και το άρθρο 6 (1) της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παρατίθεται πιο κάτω απόσπασμα από την πιο πάνω Απόφαση, το οποίο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό[1]:

 

«... Με βάση το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 (1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε διάδικος ή κατηγορούμενο πρόσωπο, δικαιούται σε ανεπηρέαστη, δημόσια ακροαματική διαδικασία, εντός εύλογου χρόνου ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου. Η αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές, αν όχι τη βασικότερη αρχή δικαίου, με θεμελιακή σημασία στην απονομή της δικαιοσύνης.  Συνδέεται με τη γνωστή αρχή δικαίου, ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται (βλ. Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54). Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί όταν τεθεί θέμα αμεροληψίας, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και με βάση το αντικειμενικό κριτήριο, δηλαδή κατά πόσον ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία περί έλλειψης αμεροληψίας.

 

Σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική που διαμορφώθηκε και τις αρχές της νομολογίας, δικαστής που αισθάνεται ότι για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή άλλο, κωλύεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, εξαιρείται από τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010). Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν ζητηθεί η εξαίρεση του από διάδικο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154:- «Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του Άρθρου 6 (1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με ένα υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δοθείσα υπόθεση, και επίσης, σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, που είναι η διακρίβωση κατά πόσο ο δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείουν μια νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.» (βλ. επίσης  Findlay  v.  UK  [1997] 24  EHRR  221, 244, Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826 και το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Έκδοση 2001, σελ. 193). Το κριτήριο προκατάληψης για εξαίρεση ενός δικαστή, είναι κατά πόσο θα δημιουργηθεί η εντύπωση στο μυαλό του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα, ότι υπάρχει πράγματι πιθανότητα προκατάληψης από το δικαστή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές (βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 και Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357).

 

Αποτελεί επίσης σημαντική αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 706). Επίσης, στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-

 

«Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:

 

"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."

 

"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."

 

Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)

..........................

Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Ex p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση  δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.»

 

(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

6.         Συνεπώς, το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές. Ο πληροφορημένος παρατηρητής γνωρίζει ότι οι Δικαστές επιλαμβάνονται των αιτήσεων για αναστολή εκτέλεσης δικών τους αποφάσεων, ότι μπορούν να εκδώσουν ένα διάταγμα μονομερώς και μετά να το ακυρώσουν και ότι οι αποφάσεις τους επί νομικών θεμάτων δεν τους εμποδίζουν από του να εκδικάσουν άλλη υπόθεση με το ίδιο θέμα ή και στην ίδια υπόθεση σε άλλο στάδιο όπου το ίδιο ζήτημα μπορεί και πάλι να εγείρεται (Razis and Another v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 309, 311 και Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, 84, Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, 274).

 

7.         Ποιος είναι όμως ο «μέσος εχέφρονας πολίτης»; Σύμφωνα με την σχετική επί του θέματος νομολογία είναι:

 

(i)            Ο αντικειμενικός παρατηρητής που δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο (βλ. Typye v. Αστυνομίας (2008) 2Α.Α.Δ. 279).

 

(ii)          Ένα πρόσωπο που «δεν λαμβάνει βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά επιφυλάσσει την απόφαση  του σε κάθε σημείο μέχρι να είναι πλήρως ενήμερο των γεγονότων και να έχει σφαιρική αντίληψη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα δεν είναι υπέρμετρα ευαίσθητο ή καχύποπτο, δύναται να αποστασιοποιηθεί από την ενώπιον του υπόθεση, είναι δε και επαρκώς πληροφορημένο. Η ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους  του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.» (βλ. Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551).

 

8.         Ο Δικαστής δεν επιτρέπεται να οδηγείται σε αβασάνιστη ή εν πάση περιπτώσει, αδικαιολόγητη παραίτηση από το καθήκον του να εκδικάσει την υπόθεση που του αναλόγισε και σε αναγνώριση δικαιώματος ενός διαδίκου να επιλέγει το  Δικαστή που θα τον δικάσει, κάτι που χαρακτηρίστηκε ως συνέπεια ολέθρια για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.125/2017 και άλλες, ημερ.26.4.2018 (Αναφορικά με την Αίτηση του Καντούνα και της Καντούνα για άδεια για καταχώρηση Αίτησης για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολιτική Έφεση Αρ. 363/20, ημερομηνίας 15/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A396, ECLI:CY:AD:2021:A396).

 

9.         Ούτε και βεβαίως η ευαισθησία του Δικαστή, δύναται να αποτελέσει κριτήριο στη διαπίστωση κωλύματος, παρά μόνο η ορθή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει (Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατία 2002 3.A.A.D 80) ( Makrides v. Republic (1984) 2 C.L.R 304) βλ. Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς Μέρος Δ (1) παράγραφος 8).

 

10.      Όπως δε λέχθηκε στην Δημοκρατία ν  Αυγουστή κ.ά. (Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.α., ημερ. 10.4.2020 αυτοεξαίρεση Δικαστή για μη σοβαρό λόγο, ο οποίος δεν συνιστά έγκυρο λόγο εξαίρεσης, μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη του Δικαστή να εκτελέσει το Δικαστικό του καθήκον και ως μη επιτρεπτή παρέμβαση των διαδίκων στην επιλογή του Δικαστή της υπόθεσης τους, κατά παράβαση του κανόνα για απρόσωπο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.

 

11.      Ο εκάστοτε Αιτητής θα πρέπει να διασυνδέσει το αίτημα του «από ικανά στοιχεία και μαρτυρία» (Σπύρου ν. Ξενή, Ποινική Έφεση αρ. 223/14, ημερ. 19.7.201, Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 69 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Συμεού (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 974).

 

 

 

III.       ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ  

 

12.      Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο που διέπει τα αιτήματα εξαίρεσης, εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο «οι σκοποί διαφάνειας» και «η προηγούμενη εργοδότηση στο Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.» που επικαλέστηκε ο Συνήγορος των Εναγόντων αποτελεί λόγο εξαίρεσης.

 

13.      Εξ’ όσων γίνεται αντιληπτό, το αίτημα εξαίρεσης περιστρέφεται γύρω από το ότι πριν τον διορισμό μου ως προσωρινός Επαρχιακός Δικαστής, εργοδοτούμουν στο Δικηγορικό Γραφείο που εκπροσωπεί τους Εναγόμενους, ήτοι το Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

14.      Με δεδομένο ότι το αίτημα δεν έχει στηριχθεί σε υποκειμενικά στοιχεία που αφορούν την προσωπική μου περίπτωση να εκδικάσω την παρούσα υπόθεση, παραμένει ως επίδικο το κατά πόσο δικαιολογείται η εξαίρεση μου στη βάση αντικειμενικών λόγων, ήτοι αυτόν της «προηγούμενης εργοδότησης» από το ως άνω Δικηγορικό Γραφείο.

 

15.      Από μια αναδρομή στο φάκελο της Δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η παρούσα υπόθεση έτυχε χειρισμού από εμένα κατά την διάρκεια της εργοδότησης μου στο πιο πάνω Δικηγορικό γραφείο. Ούτε βέβαια ανακαλώ στην μνήμη μου να έχω χειριστεί την υπόθεση αυτή με τον οποιοδήποτε τρόπο κατά την διάρκεια της εργοδότησης μου από το εν λόγω Δικηγορικό Γραφείο. Αυτά για σκοπούς εξάλειψης της οποιασδήποτε αμφιβολίας. Εξάλλου, ούτε προβλήθηκε κάτι τέτοιο στο λακωνικό κατά τα λοιπά αίτημα του Συνηγόρου του Ενάγοντα.

 

16.      Επίσης δεν προσφέρθηκε κάποιο άλλο στοιχείο που να θεμελιώνει περαιτέρω το αίτημα εξαίρεσης. Αυτό περιορίστηκε όπως σημειώθηκε και πιο πάνω στους «λόγους διαφάνειας» και στην «προηγούμενη εργοδότηση». Δεν είναι όμως αντιληπτό σε τι συνίσταται η «διαφάνεια» την οποία επικαλέστηκε ο Συνήγορος των Εναγόντων, αλλά ούτε και εντοπίστηκε να υφίσταται στην σχετική επί του θέματος νομολογία ένας τέτοιος λόγος εξαίρεσης.

17.       Στην παρούσα αλληλουχία κρίνεται χρήσιμη η παραπομπή στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2023 ημερομηνίας 20/12/2023 όπου αναφέρεται το εξής:

 

«Παρά το γεγονός η περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα, καθίσταται εκ των πραγμάτων ατελέσφορη, εκ του περισσού και τηλεγραφικά πάντα, θα μπορούσε να σημειωθεί πως ούτος ή άλλως, το συγκεκριμένο αίτημα, δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη. Εκ του νόμου τα μέλη του Δικαστικού σώματος, πριν την κλήση τους για ανάληψη του υψηλού λειτουργήματος του Δικαστή, ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου, διατηρώντας δικηγορικά γραφεία ή συνεργαζόμενοι με άλλους δικηγόρους. Η πραγματικότητα αυτή, εκ του νόμου προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη,  δεν αναδεικνύει, από μόνη της, εκ πρώτης όψεως  έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας ως το ζήτημα επιχειρήθηκε να αναδειχθεί στην υπο συζήτηση περίπτωση από τον αιτητή.  Ούτε βεβαίως η επίκληση, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αναφορών σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ως επιχειρήθηκε τούτο στην υπό συζήτηση περίπτωση,  θα μπορούσε να ενισχύσει το αίτημα.»

 

18.       Ταυτόχρονα με τα πιο πάνω, χρήσιμα είναι τα όσα αναφέρονται στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς, όπου καθορίζεται ότι «Η φιλία ή προηγούμενη επαγγελματική σχέση με δικηγόρο διαδίκου γενικώς δεν θεωρείται επαρκής λόγος για αποκλεισμό».

 

19.      Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο και λαμβάνονται υπόψη ότι δεν έχει προβληθεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι δεν θα υπήρχε η αμεροληψία που αρμόζει και αναμένεται στις δικαστικές διαδικασίες, το αίτημα δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Ο «μέσος εχέφρονας» πολίτης, ο οποίος ήταν δεόντως ενημερωμένος δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε αντίστοιχο συμπέρασμα περί έλλειψης αμεροληψίας εξαιτίας και μόνο της προηγούμενης εργοδότησης μου στο ως άνω δικηγορικό γραφείο.

 

20.      Διαφορετικό συμπέρασμα, θα σήμαινε ότι παραιτούμαι κατά τρόπο αδικαιολόγητο από το καθήκον μου να εκδικάσω την παρούσα υπόθεση, κάτι που θα σήμαινε ότι δίδεται η ευκαιρία στον κάθε διάδικο να επιλέξει τον Δικαστή που θα εκδικάσει την υπόθεση του, το οποίο ασφαλώς θα ήταν ολέθριο για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

 

21.      Αναφορικά με τα έξοδα, δεν δίδεται καμία διαταγή.

 

22.      Η υπόθεση ορίζεται για Προγραμματισμό στις 30/06/2025 και ώρα 09:00 π.μ.

 

 

                   (Υπ.)…………………………………………..

                                                                                                  Χ. Στρόππος, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. και Τυμπιώτης v Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ 612) Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποιν. εφέσεις 125/17 κ.ά., ημερομηνίας 26.4.2018 )DE.T. Domiki Investment  Ltd v.  Iron  Mountain Cyprus Ltd κ.α., Αίτηση Αρ. 1/2024, ημερ. 18.01.2024) Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54, Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 691), Saraiva de  Carvalho v. Portugal  (Application no.15651/89 judgment of 22 April 1994.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο