ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Α. Παρπαρίνου, Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης: 329/24 (ι-justice)
Μεταξύ:
Αντρέας Αντωνίου
Ενάγοντας
εναντίον
Ιπποκράτης Ιωάννου
Εναγόμενος
--------------------
Αίτηση ημερ. 19.03.25 για παραμερισμό απόφασης
Ημερομηνία: 29.10.25
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Εναγόμενo/Αιτητή: κα. Χ. Μιχαήλ για C. Hadjicosti LLC.
Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση: κα. Κ. Δανιήλ για Γ. Στυλιανού Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Στην παρούσα απαίτηση ο Ενάγοντας, κατόπιν απόδειξης της απαίτησης του εναντίον του Εναγόμενού, στις 20.12.24 πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον του Εναγόμενου δια το ποσό των €6.938,73 πλέον νόμιμο τόκο 5,5% ετησίως επ’ αυτού από 17.04.24 μέχρι εξοφλήσεως. Σημειώνεται ότι η προαναφερθείσα απόφαση ακολούθως, στις 26.02.25, τροποποιήθηκε, ώστε να αναγράφεται ο ορθός αριθμός ταυτότητας του Ενάγοντα.
2. Με την παρούσα αίτηση ημερ. 19.03.25 (εφ’ εξής «η επίδικη αίτηση»), ο Εναγόμενος/Αιτητής επιδιώκει τον παραμερισμό των πιο πάνω εκδοθέντων αποφάσεων εναντίον του όπως και την αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων ημερ. 20.12.24 και 26.02.25 μέχρι την εκδίκαση της επίδικης αίτησης. Προς τούτο σημειώνω ότι, στην Δήλωση του Εναγόμενου ημερ. 19.03.25 που συνοδεύει την επίδικη αίτηση, στην Συμπληρωματική Δήλωση του ημερ. 04.06.25 αλλά και στις Γραπτές Αγορεύσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου που εκπροσωπεί τον Αιτητή, το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης των προαναφερθέντων αποφάσεων μέχρι την εκδίκαση της επίδικης αίτησης δεν αναπτύσσεται. Ένεκα της αρχής ότι αίτημα που δεν προωθείται και αναπτύσσεται θεωρείται εγκαταλειφθέν, το αιτητικό (Β) δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο. Συνεπώς, το αιτητικό (Β) της επίδικης αίτησης απορρίπτεται.
Η επίδικη αίτηση
3. Η νομική βάση της επίδικης αίτησης στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.5, Θ. 1, 2 και 6, Δ.17, Θ. 10, Δ.48, Θ. 1, 2, 3 και 9 (h), στα άρθρα 32 και 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο Μέρος 6, 13,14, 22 και 23 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 καθώς επίσης και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
4. Η επίδικη αίτηση υποστηρίζεται από «Δήλωση Αληθείας» και Δήλωση Μάρτυρα του Εναγόμενου (εφ’εξής «η Δ.Μ. Εναγόμενου»), που επιβεβαιώνεται από «Δήλωση Αληθείας». Σε αυτήν ο ομνύοντας αναφέρει ότι έλαβε γνώση της επίδικης αγωγής στις 06.03.25 όταν παρέλαβε επιστολή από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας – Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού ημερ. 21.02.25 (βλ. Τεκμήριο 1), με την οποία ενημερώνετο ότι ζητήθηκαν πληροφορίες αναφορικά με την ακίνητη του ιδιοκτησία λόγω της έκδοσης απόφασης εναντίον του στην παρούσα αγωγή. Ο ομνύοντας επιπλέον εξήγα γιατί καθυστέρησε να παραλάβει την προαναφερθείσα επιστολή, ήτοι επειδή απουσίαζε στο εξωτερικό από την 18.02.25 μέχρι τις 28.02.25 (βλ. Τεκμήριο 2) καθώς και τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι δικηγόροι του για να λάβουν γνώση της παρούσας αγωγής και των αποφάσεων ημερ. 20.12.24 και 26.02.25 από την δικηγόρο του Ενάγοντα (βλ. Τεκμήριο 3).
5. Στην Δ.Μ. Εναγόμενου εξηγεί πώς, κατά την θέση του, δεν του επιδόθηκε η παρούσα αγωγή. Περαιτέρω δηλώνει ότι εάν ο επιδότης του άφηνε στο σημείο συνάντησης τους οποιοδήποτε έγγραφο, αυτός δεν θα έμενε απαθής αλλά θα πήγαινε σε δικηγόρο, αφού πιστεύει ότι λανθασμένα κινήθηκε εναντίον του η παρούσα αγωγή. Προς τούτο αναφέρει ότι η παρούσα αγωγή λανθασμένα κινήθηκε εναντίον του καθώς δεν είναι ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος αρ. […] στην οδό […], […], στον […], στην Λεμεσό (εφ’εξής «το επίδικο διαμέρισμα»), δεν είναι ο διαχειριστής της πολυκατοικίας που ευρίσκεται το επίδικο διαμέρισμα και δεν έχει σχέση με τα όσα αναφέρονται στην παρούσα αγωγή. Προσκομίζει προς τούτο την Αίτηση Ενοικιοστασίου 68/23 (βλ. Τεκμήριο 4) που καταχωρήθηκε από τον αδελφό του, που είναι ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος, εναντίον του Εναγόμενου. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση του Ενάγοντα.
6. Τέλος, ο ομνύοντας αναφέρει ότι ο Ενάγοντας πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον του βασιζόμενος σε ψευδή δήλωση του δικαστικού επιδότη και αφού πρώτα του προσποιήθηκε ότι δεν θα προχωρούσε την παρούσα αγωγή εναντίον του, εγκλωβίζοντας τον ίδιο σε απραξία. Συνεπώς, θέση του είναι ότι η παράλειψη του να εμφανιστεί δεν ήταν κακόπιστη αλλά λόγω της πιο πάνω πεποίθησης που του δημιούργησε ο Ενάγοντας ότι δηλαδή θα εγκατέλειπε την παρούσα απαίτηση εναντίον του.
Ένσταση Καθ’ ου η Αίτηση
7. Η επίδικη αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση. Η ένσταση του Καθ’ ου η Ένσταση ημερ. 15.04.25 υποστηρίζεται από 6 λόγους ένστασης που δύναται να συνοψισθούν ως εξής: (1) η επίδικη αίτηση είναι παράτυπη και/ή καταχρηστική, ατεκμηρίωτη και περιλαμβάνει ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς και αοριστίες (λόγος ένστασης 1), (2) ο αιτητής στην δήλωση του παραπλανεί το Δικαστήριο με ψευδείς και αναληθείς ισχυρισμούς αναφορικά με την ορθή επίδοση σε αυτόν της παρούσας αγωγής προκειμένου να πετύχει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων (λόγοι ένστασης 2 έως 4), (3) ο αιτητής κινείται από αλλότρια και/ή εκδικητικά κίνητρα (λόγος ένστασης 5) και (4) η επίδικη αίτηση δεν στηρίζεται στην ορθή νομική βάση και/ή η νομική βάση είναι ελλιπής, καθώς σε αυτήν δεν συμπεριλαμβάνονται το Μέρος 1, 2, 3, 25 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (εφ’εξής «οι Κ.Π.Δ. 2023») (λόγος ένστασης 6).
8. Η νομική βάση της ένστασης του Καθ’ ου η Αίτηση βασίζεται στο Μέρος 1 - 3, 6, Κ.6.13 και Κ6.14, 10, 16, 17, 22, 23, Κ.23.7, 25, 32 και 60 των Κ.Π.Δ. 2023, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στα άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/ 60, ως τροποποιήθηκε, στο άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και στο άρθρο 30 του Συντάγματος.
9. H ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση υποστηρίζεται από Δήλωση Αληθείας και Δηλώσεις Μαρτύρων, ήτοι την Δήλωση Μάρτυρα του Ενάγοντα ημερ. 15.04.25 (εφ’εξης «η Δ.Μ. Ενάγοντα») και η Δήλωση Μάρτυρα του επιδότη ημερ. 15.04.25 (εφ’εξής «η Δ.Μ. Χ.Ε.»), που επίσης επιβεβαιώνονται από «Δήλωση Αληθείας». Στην Δ.Μ. Ενάγοντα, ο ομνύοντας υιοθετεί την ένσταση και την Δ.Μ. Χ.Ε., αναφέρει ότι η παρούσα αγωγή επιδόθηκε δεόντως στον Εναγόμενο με ιδιώτη επιδότη και απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Αιτητή/Εναγόμενου, ως γενικούς, αόριστους, ψευδείς και/ή αναληθείς. Περαιτέρω, ο ομνύοντας εξήγα πως, κατά την θέση του, δεν είναι σχετικό πότε έλαβε γνώση ο Εναγόμενος για την έκδοση απόφασης εναντίον του, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, του επιδόθηκε. Στην Δ.Μ. Ενάγοντα αναφέρει ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με την μη επίδοση της παρούσας αγωγής σε αυτόν είναι αβάσιμοι και εκ των υστέρων σκέψεις. Προς τούτο αναφέρει ότι η επίδοση της παρούσας αγωγής στον Εναγόμενο επιτελέστηκε στις 26.11.24, παρόλο που ο Αιτητής αρνήθηκε να την παραλάβει και να υπογράψει, γεγονός το οποίο ο Αιτητής, κατά την θέση του, επιλεκτικά δεν αναφέρει και προβαίνει σε αναφορά μόνο στην προσπάθεια επίδοσης που πραγματοποιήθηκε την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 2024. Συνεπώς, θέση του είναι ότι, ενώ ο Αιτητής έλαβε γνώση της παρούσας αγωγής εναντίον του, αυτός αδιαφόρησε καθώς λανθασμένα πίστευε ότι με την άρνηση παραλαβής, δεν θα συνέχιζε η δικαστική διαδικασία εναντίον του παρόλο που ο Καθ’ ου η Αίτηση ουδέποτε του ανάφερε κάτι τέτοιο.
10. Στην Δ.Μ. Ενάγοντα ο ομνύοντας επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης αυτού ημερ. 17.04.24, συμπεριλαμβανομένου της παραδοχής του Εναγόμενου στην Αστυνομία αλλά και στον ίδιο ότι αυτός συνέδεσε τα ρεύματα των κοινόχρηστων χώρων με αυτά του επίδικου διαμερίσματος, επεμβαίνοντας με αυτό τον τρόπο παράνομα στο ρεύματα του Ενάγοντα, ο οποίος ουδέποτε έδωσε την συγκατάθεση. Συνεπώς, θέση του είναι ότι ο Εναγόμενος είναι ο άμεσα εμπλεκόμενος καθώς αυτός επενέβη στο ρεύμα του και πλούτιζε αδικαιολόγητα εναντίον του.
11. Επιπλέον, στην Δ.Μ. Ενάγοντα, ο ομνύοντας αναφέρεται στη μη συμπερίληψη των Μερών 1, 2, 3, 25 και 32 των Κ.Π.Δ. 2023, στην νομική βάση της επίδικης αίτησης. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι η επίδικη αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και αντικανονική και συνεπώς ο Αιτητής δεν δικαιούται την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
12. Ο ιδιώτης επιδότης, στην Δ.Μ. Χ.Ε, προβαίνει αναφορά στα γεγονότα της επίδοσης. Ειδικότερα, αναφέρει ότι, κατά ή περί την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου 2024, επισκέφθηκε τον Εναγόμενο στην οικία του που διατηρεί στην κτηνοτροφική περιοχή Πολεμιδιών και του ανάφερε ότι σκοπός της επίσκεψης του ήταν η επίδοση της παρούσας αγωγής. Ακολούθως, ο ομνύοντας αναφέρει ότι, επειδή ο Εναγόμενος θεώρησε ότι λανθασμένα κινήθηκε η παρούσα αγωγή εναντίον του, αυτός τηλεφώνησε στον Ενάγοντα και μιλώντας του σε ανοικτή ακρόαση, ενώπιον του, του ανάφερε ο Ενάγοντας να μην επιδώσει την αγωγή.
13. Ακολούθως, ο ομνύοντας αναφέρει ότι στις 26.11.24 προέβη σε κανονική επίδοση της παρούσας αγωγής στον Εναγόμενο. Ειδικότερα, στην Δ.Μ. Χ.Ε. εξηγεί πως συνάντησε προσωπικά τον Εναγόμενο και του ανάφερε τους λόγους επίσκεψης του και τις οδηγίες που είχε για επίδοση της παρούσας αγωγής από την δικηγόρο του Ενάγοντα. Περαιτέρω, ο ομνύοντας αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Εναγόμενος του ανάφερε ότι λανθασμένα του επιδίδεται η παρούσα αγωγή και κατ’ επέκταση αρνήθηκε να παραλάβει τα έγγραφα της αγωγής. Προς τούτο, ο ομνύοντας εξήγησε στον Εναγόμενο ότι είτε παραλάμβανε είτε υπόγραφε αυτά, ο ίδιος θα του τα άφηνε εκεί, γεγονός που έπραξε, αφήνοντας τα έγγραφα της αγωγής στο έδαφος εκεί όπου βρισκόταν ο Εναγόμενος.
Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αιτητή
14. Στην Συμπληρωματική Δήλωση του Αιτητή ημερ. 04.06.25, που επίσης επιβεβαιώνεται από «Δήλωση Αληθείας», ο Αιτητής αρνείται ότι του έγινε ορθή επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης. Προς τούτο αναφέρει ότι η συνάντηση του με τον επιδότη έγινε ως περιγράφει στην Δ.Μ. Εναγόμενου και αρνείται ότι ο επιδότης τον ξανά επισκέφθηκε για τον ίδιο σκοπό. Ο ομνύοντας αναφέρει ότι γι’ αυτό τον λόγο δεν επισκέφθηκε δικηγόρο για να δοθούν οδηγίες καταχώρισης εμφάνισης και υπεράσπισης και επαναλαμβάνει ότι εάν παραλάμβανε την Έκθεση Απαίτησης, ο ίδιος δεν θα έμενε απαθής.
15. Περαιτέρω, στην Συμπληρωματική Δήλωση του Αιτητή, αυτός επαναλαμβάνει ότι λανθασμένα κινήθηκε εναντίον του η παρούσα αγωγή καθότι ο ίδιος δεν είναι ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος και αρνείται ότι έπραξε τα όσα του καταλογίζει ο Ενάγοντας. Αναφορικά με την ελλιπή νομική βάση, ο ομνύοντας αναφέρει ότι αυτό έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ότι δύναται να θεραπευθεί, λόγω του ότι «οι θεσμοί είναι καινούργιοι και έχουν πρόσφατα τεθεί σε εφαρμογή». Τέλος, ο ομνύοντας αναφέρει ότι δεν επέδειξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης, μόλις αυτός έλαβε γνώση για την έκδοση απόφασης εναντίον του, την οποία απόφαση, κατά την θέση του, ο Ενάγοντας πέτυχε με δόλιο τρόπο και βασιζόμενος σε ψευδή δήλωση του δικαστικού επιδότη.
Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση
16. Στις Συμπληρωματικές Ένορκες Δηλώσεις του Καθ’ ου η Αίτηση και του ιδιώτη επιδότη ημερ. 05.06.25, που επίσης συνοδεύονται από «Δήλωση Αληθείας», οι ομνύοντες απορρίπτουν τα όσα αναφέρονται στην Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση του Αιτητή και επαναλαμβάνουν, στην ουσία, την θέση τους, ως αυτή αναφέρθηκε στις αρχικές ένορκες δηλώσεις τους.
Γραπτές Αγορεύσεις των μερών
17. Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και αμφότεροι συνήγοροι αγόρευσαν γραπτώς και προφορικά προς υποστήριξη των θέσεων τους. Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, αναφέρθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση ότι περιορίζουν την ένσταση τους αναφορικά με την ελλιπή νομική βάση της επίδικης αίτησης, δηλαδή ότι σε αυτήν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται το Μέρος 25 και 32 των Κ.Π.Δ. 2023.
18. Εξέτασα με πολύ προσοχή τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων και την Νομολογία στην οποία παρέπεμψαν το Δικαστήριο για σκοπούς υποστήριξης των θέσεων που εγείρουν. Θα αναφερθώ στις αγορεύσεις των μερών, όπου κριθεί αναγκαίο, πιο κάτω.
Νομική Πτυχή
19. Ως αναφέρεται ανωτέρω, η επίδικη αίτηση βασίζεται στο Μέρος 14 των Κ.Π.Δ. 2023 που προνοεί τα εξής:
«14.1 Πεδίο Εφαρµογής του παρόντος Μέρους
(1) Οι κανονισµοί αυτού του Μέρους παραθέτουν τη διαδικασία παραµερισµού ή διαφοροποίησης απόφασης, η οποία εκδίδεται δυνάµει του Μέρους 13 (απόφαση ερήµην).
14.2 Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο πρέπει να παραµερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε, δυνάµει του Μέρους 13
(1) Το δικαστήριο πρέπει να παραµερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάµει του Μέρους 13, ανεξαρτήτως της σπουδής που επέδειξε ο εναγόµενος ή, στην περίπτωση ανταπαίτησης, ο ενάγων, ή, σε σχέση µε την προοπτική επιτυχίας τους, αν η απόφαση εκδόθηκε εσφαλµένα:
(α) στην περίπτωση απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρισης σηµειώµατος εµφάνισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισµού 13.3(1)
(β) στην περίπτωση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισµού 13.3(1) και 13.3(2)
(γ) για τον λόγο ότι η απαίτηση ή ανταπαίτηση ικανοποιήθηκε στο σύνολό της πριν από την έκδοση απόφασης ή
(δ) για τον λόγο ότι το έντυπο απαίτησης δεν επιδόθηκε στην πραγµατικότητα.
14.3 Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο δύναται να παραµερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάµει του Μέρους 13
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο δύναται να παραµερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάµει του Μέρους 13 µε τέτοιους όρους ως κρίνεται δίκαιο αν:
(α) ο εναγόµενος ή ο ενάγων έχει πραγµατική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση ή ανταπαίτηση ή
(β) το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο:
(i) πρέπει να παραµεριστεί ή διαφοροποιηθεί η απόφαση ή
(ii) πρέπει να επιτραπεί στον εναγόµενο να υπερασπιστεί την απαίτηση.
(2) Το δικαστήριο, εξετάζοντας αν πρέπει να παραµερίσει ή διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάµει του Μέρους 13, στα θέµατα τα οποία λαµβάνει υπόψη του περιλαµβάνεται και το κατά πόσο το πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει τον παραµερισµό ή τη διαφοροποίηση της απόφασης, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή.
14.4 Εγκαταλειφθείσα απαίτηση, η οποία επαναφέρεται όταν παραµερίζεται απόφαση ερήµην (1) Όταν:
(α) ο ενάγων αξίωσε θεραπεία επιπρόσθετα θεραπείας, η οποία καθορίζεται στον Κανονισµό 13.4(1) (απαιτήσεις σε σχέση µε τις οποίες ο ενάγων δύναται να εξασφαλίσει απόφαση ερήµην καταχωρίζοντας αίτηµα)·
(β) ο ενάγων εγκατέλειψε την απαίτηση για τέτοια θεραπεία προκειµένου να εξασφαλίσει απόφαση ερήµην κατόπιν αιτήµατος, σύµφωνα µε τον Κανονισµό 13.4(3)· και
(γ) η εν λόγω απόφαση ερήµην παραµερίζεται, δυνάµει του παρόντος Μέρους, η εγκαταλειφθείσα απαίτηση επαναφέρεται, όταν παραµερίζεται η απόφαση ερήµην.»
(έμφαση του Δικαστηρίου)
20. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 των Κ.Π.Δ. 2023 (βλ. Κ.14.2 των Κ.Π.Δ. 2023) και περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 των Κ.Π.Δ. (βλ. Κ.14.3 Κ.Π.Δ. 2023) δηλαδή όταν ο Εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση (βλ. Κ.14.3 (1) (α) των Κ.Π.Δ. 2023) ή όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο πρέπει να παραμεριστεί η απόφαση ή πρέπει να επιτραπεί στον Εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση (βλ. Κ.14.3 (1) (β) των Κ.Π.Δ. 2023). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης, στα θέματα που λαμβάνει υπόψη του αποτελεί κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (βλ. Κ.14.3 (2) των Κ.Π.Δ. 2023). Συνεπώς, φρονώ ότι ο Κ.14.3 των Κ.Π.Δ. 2023 δίδει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια παραμερισμού απόφασης, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στον Κ.14.3 (1) των Κ.Π.Δ., συνυπολογίζοντας οποιαδήποτε χρονοτριβή, η οποία διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται έχοντας υπόψη πάντοτε τον πρωταρχικό σκοπό, ως το Μέρος 1 των Κ.Π.Δ. 2023. Ως εκ τούτου, πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση ερήμην, πρέπει, αν επιθυμεί να αμφισβητήσει την εκδοθείσα ερήμην απόφαση, να υποβάλει, ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε αυτήν, αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας ερήμην απόφασης και οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο είτε ότι η περίπτωση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραμερίσει την επίδικη απόφαση είτε ότι εμπίπτει στις προϋποθέσεις όπου πρέπει επιτακτικά να παραμεριστεί η επίδικη απόφαση (βλ. Ανδρέας Θεμιστοκλέους ν. ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (ΑΚΙΝΗΤΑ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση 53/24, ημερ. 30.04.25).
21. Σύμφωνα με τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, το ζήτημα παραμερισμού απόφασης διέπετο από την Δ.17 Θ.10[1] και ενέπιπτε στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπου, σύμφωνα με την νομολογία, θα έπρεπε να εξηγείται η παράλειψη εμφάνισης όπως και ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι την υποβολή αίτησης παραμερισμού και να παρέχονται στοιχεία για εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης (βλ. Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 (H.L.), Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 201, Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Σκάρος v. Χριστοδούλου και άλλοι (1998) 1Α.Α.Δ. 291 και Milouca Motor Trading Ltd v. Χρυσάνθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941).
22. Η Κυπριακή νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Μέρους 14 των Κ.Π.Δ. 2023 δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ενόψει της πρόσφατης εφαρμογής των νέων Κ.Π.Δ. 2023.[2] Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την Αγγλική νομολογία σε σχέση με το αντίστοιχο Μέρος 13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας της Αγγλίας, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω. Περαιτέρω, από έρευνα του Δικαστηρίου, εντόπισα μη δεσμευτικές πρωτόδικες αποφάσεις αδελφών Δικαστών αναφορικά με την ερμηνεία του Μέρους 14 των Κ.Π.Δ. 2023 (βλ. σχετικά Medloft Beauty Ltd v. 1. Corina Dragancea κ.α., Αρ. Αγωγής 72/24 ημερ. 04.03.25, Arte Advertising Ltd ν. Liberty Vipes Laboratories Ltd, Αρ. Αγωγής 216/24 ημερ. 19.03.25, Δήμος Λάρνακας ν. D.J. Karapatakis & Sons Ltd, Αρ. Αγωγής 1659/23 ημερ. 30.04.25, Κωστάκης Κασινίδης Ελαιοχρωματιστές Λιμιτεδ ν. Nikos Markantonis Contractors & Developers Ltd, Αρ. Αγωγής 168/24 ημερ. 16.05.25, Nikolay Smetanyn ν. 1. Elena Shpakovskaya κ.α., Αρ. Αγωγής 2588/23 ημερ. 19.05.25, The Stoicescu Foundation Limited v. 1. Χρίστος Πετρίδης κ.α., Αρ. Αγωγής 940/24 ημερ. 15.09.25).
23. Αναφορικά με την προϋπόθεση όπως ο Αιτητής καταδείξει ότι έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση, σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από το Αγγλικό Whitebook 2018 παράγραφος 13.3.1:
«[.]The defendant applying to set aside the judgment must come within r.13.3(1)(a) or (b). It is not enough to show an "arguable" defence; the defendant must show that they have "a real prospect of successfully defending the claim". It is essentially the same test as applied to summary judgment applications under Pt 24. This test is more fully covered in para.24.2.3; see also Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91, CA.
In ED&F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] All E.R. (D)75; [2003] C.P. Rep. 51, Potter LJ explained the distinction between the tests:
".the only significant difference between the provisions of CPR 24.2 and 13.3(1), is that under the former the overall burden of proof rests upon the claimant to establish that there are grounds for his belief that the respondent has no real prospect of success whereas, under the latter, the burden rests upon the defendant to satisfy the court that there is good reason why a judgment regularly obtained should be set aside. That being so, although generally the burden of proof is in practice of only marginal importance in relation to the assessment of evidence, it seems almost inevitable that, in particular cases, a defendant applying under CPR 13.3(1) may encounter a court less receptive to applying the test in his favour than if they were a defendant advancing a timely round of resistance to summary judgment under CPR 24.2.»
(έμφαση του Δικαστηρίου)
24. Στην απόφαση ED&F Man Liquid Products Ltd (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την κατάδειξη πραγματικής προοπτικής να υπερασπίσει ο Εναγόμενος την απαίτηση:
«7. What is clear is that, in drafting the Civil Procedure Rules the draftsman adopted the phrase "real prospect of successfully defending the claim" for the purposes of both CPR 13.3.(1) and 24.2 and, subject to the question of burden of proof, may be taken to have contemplated a similar test under each rule. It was stated by Lord Woolf MR in Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91 at 92j that:
"The words "no real prospect of succeeding" do not need any amplification, they speak for themselves. The word "real" distinguishes fanciful prospects of success … they direct the court to the need to see whether there is a "realistic" as opposed to a "fanciful" prospect of success."
8. I regard the distinction between a realistic and fanciful prospect of success as appropriately reflecting the observation in the Saudi Eagle that the defence sought to be argued must carry some degree of conviction. Both approaches require the defendant to have a case which is better than merely arguable, as was formerly the case under R.S.C. Order 14. Furthermore, both CPR 13.3(1) and 24.2 have provisions whereby, for the purposes of doing justice between the parties, the court can order that judgment be set aside under 13.3.1(b) if it appears to the court that there is some other good reason to do so, and, under 24.2(b) that summary judgment be withheld on the ground that there is some compelling reason why the case or issue should be disposed of at trial.»
(βλ. επίσης Redbourn Group Ltd. V. Fairgate Development [2017] EWHC 1223 (TCC) παράγραφοι 22 και 24)
25. Περαιτέρω, στην απόφαση Easyair Ltd v. Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch), σε σχέση με το ζήτημα έκδοσης συνοπτικών αποφάσεων, τα οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, ως αναφέρω ανωτέρω, κατά την εξέταση αιτήσεων παραμερισμών, αναφέρθηκαν τα εξής, ως επιβεβαιώθηκαν από το Εφετείο στην απόφαση ΑC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd's Rep. I.R. 301:
«i)The court must consider whether the claimant has a "realistic" as opposed to a "fanciful" prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91;
ii) A "realistic" claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim that is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];
iii)In reaching its conclusion the court must not conduct a "mini-trial": Swain v Hillman;
iv)This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted by contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products v Patel at [10];
v)However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No.5) [2001] EWCA Civ 550;
vi)Although a case may turn out at trial not to be really complicated, it does not follow that it should be decided without the fuller investigation into the facts at trial than is possible or permissible on summary judgment. Thus the court should hesitate about making a final decision without a trial, even where there is no obvious conflict of fact at the time of the application, where reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case: Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] F.S.R. 3;
vii)On the other hand it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, he will in truth have no real prospect of succeeding on his claim or successfully defending the claim against him, as the case may be. Similarly, if the applicant's case is bad in law, the sooner that is determined, the better. If it is possible to show by evidence that although material in the form of documents or oral evidence that would put the documents in another light is not currently before the court, such material is likely to exist and can be expected to be available at trial, it would be wrong to give summary judgment because there would be a real, as opposed to a fanciful, prospect of success. However, it is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may turn up which would have a bearing on the question of construction: ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725».
26. Ακόμα και εάν ο Αιτητής δεν αποδείξει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση, το Δικαστήριο διατηρεί την διακριτική του ευχέρεια να παραμερίσει την απόφαση ή να επιτρέψει στον Εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση εφόσον κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος. Από την Αγγλική νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν αυτό θα είναι ανώφελο και δεν αποδεικνύεται ότι με τον παραμερισμό θα επιτευχθεί κάποιος χρήσιμος σκοπός όπως για παράδειγμα σε σχέση με ζητήματα φήμης ή δικαστικού κόστους (βλ. Wards Solicitors v Hendawi (2018) ΕWHC 1907). Το Δικαστήριο δεν θα ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια να παραμερίσει απόφαση που εκδόθηκε ερήμην εάν είναι «άσκοπο» να το πράξει (βλ. Godwin v Swindon Borough Council (2001) 4 All ER 641 παράγραφο 49, Akram v Adam (2004) EWCA Civ 1601, (2004) All ER (D) 444 (Nov) παράγραφο 35 και S T Shipping & Transport Inc v. Vyzantio Shipping Ltd (The “Byzantio”) [2004] EWHC 3067 (Comm) παράγραφοι 24 και 28 σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με το κατά πόσον η έλλειψη γνώσης της διαδικασίας από τον Εναγόμενο συνιστά καλό λόγο για την ακύρωση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης).
27. Περαιτέρω, στην Αγγλική νομολογία, κρίθηκε ως καλός λόγος όταν τα έντυπα απάντησης, που επιδίδονται με μια απαίτηση, επιδόθηκαν στον εναγόμενο εκπρόθεσμα και οι δικηγόροι του εκεί ενάγοντα προέβησαν στην υποβολή ενός πρόωρου και εσφαλμένου πιστοποιητικού επίδοσης (βλ. Hart Investments Ltd v Fidler [2006] EWHC 2857 (TCC)). Σε άλλη περίπτωση δικαιολογήθηκε ο παραμερισμός εκεί όπου προσκομίστηκε μαρτυρία ότι εκδόθηκε απόφαση για ποσό μεγαλύτερο από αυτό που δικαιούτο ο Ενάγοντας (βλ. Newland Shipping and Forwarding Ltd v Toba Trading FZC and others [2014] EWHC 1986 (Comm)) ή όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να παραμεριστεί μια απόφαση εναντίον ενός προσώπου ώστε η υπόθεση να προωθήσει εναντίον όλων των συναυτουργών σε αστικό αδίκημα και να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (βλ. Fox v Wiggins and others [2019] EWHC 2713 (QB)).
28. Στην Erol v. Global Fashion Links [2014] EWHC 4687 (IPEC) προς τούτο αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:
«7. Broadly speaking, there are two alternative grounds on which the court may set aside a default judgment. The first, (a), is where the defendant has a real prospect of successfully defending the claim. The second, which is stated to be in the alternative, (b), is where there is some other good reason either to set aside judgment or to allow the defendant to defend the claim. On its face therefore it would seem that even if the court reaches the view that the defendant has no real prospect of successfully defending the claim, in certain circumstances it may still allow the defendant to pursue what would appear, at least on the evidence at that point, to be a defence that is doomed to fail at trial. It is to be assumed that if that is a correct reading of CPR 13.3, this will rarely be appropriate.»
(έμφαση του Δικαστηρίου)
29. Συνάγεται λοιπόν από την Αγγλική νομολογία ότι επιτρέπεται στο Δικαστήριο να διορθώνει καταστάσεις όταν θα ήταν άδικο να επιτραπεί η συνέχιση της ισχύς μιας ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Εντούτοις από την Αγγλική νομολογία προκύπτει ότι ο παραμερισμός απόφασης για άλλο καλό λόγο είναι ασυνήθιστο και περιορίζεται στα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
30. Επιπρόσθετα των πιο πάνω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και την χρονοτριβή στην υποβολή αίτησης παραμερισμού, σύμφωνα με τον Κ.14.3 (2) των Κ.Π.Δ. 2023 (βλ. Standard Bank Plc & Anor v Agrinvest International Inc & Ors [2010] EWCA Civ 1400 παράγραφος 22 όπου το Αγγλικό Εφετείο ανάφερε πως με τους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας για πρώτη φορά τονίζεται σε κανονισμό η σημασία της χρονοτριβής και πως η χρονοτριβή είναι σημαντικός παράγοντας). Στην Regency Rolls Ltd and another v Carnall [2000] EWCA Civ 379[3] σχετικά με το ζήτημα της χρονοτριβής αναφέρθηκε ότι «‘Promptly’ means ‘with alacrity’ or ‘with all reasonable celerity in the circumstances’—it does not mean ‘that an Applicant has been guilty of no needless delay whatever’» Πρόκειται λοιπόν για εκτίμηση του Δικαστηρίου βασισμένη στα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης χωρίς να υπάρχει αυθαίρετη προθεσμία (βλ. Dexia Crediop SpA v Regione Piemonte [2014] EWCA Civ 1298 παράγραφος 35).
31. Στην Avanesov v. Shymkentpivo [2015] 1 All ER (Comm) 1260 αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:
«59. […] Promptness is not to be measured by reference solely to the length of time which has passed before an application is made, but also by reference to the reasons for the delay. If the application is made as soon as could reasonably have been expected in the circumstances, it will have been made promptly even if made a considerable period after the defendant first became aware of the judgment. Conversely an application made a short time after notice of the judgment may not be prompt if it could reasonably have been made earlier.»
32. Περαιτέρω, πρόσφατα το Αγγλικό Εφετείο στην Leadingway Consultants Ltd ν. Saab [2025] EWCA Civ 582 τόνισε περαιτέρω τη σημασία της ταχύτητας, όπου εκεί ανεξήγητη και αδικαιολόγητη 16μηνη καθυστέρηση στην προώθηση αίτησης παραμερισμού ερήμην απόφασης αποδείχθηκε μοιραία ακόμη και όταν ο Εναγόμενος είχε μια δυνητικά βάσιμη υπεράσπιση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η λεγόμενη «αρχή του συν-εναγόμενου» (the «co-defendant principle»), όπου η καθυστέρηση δικαιολογείται επειδή η διαδικασία κατά άλλου διαδίκου συνεχίζεται, δεν ισχύει.[4]
33. Στην PXC v. AB College and others [2022] EWHC 3571 (KB) αναφερθήκαν σχετικά με την εξέταση του ζητήματος της χρονοτριβής τα πιο κάτω:
«49. I turn to my approach to the question of promptitude. I do not find that this as a separate test. In other words, I do not find that there are two limbs to setting aside a default judgment: first, real prospects and, second, the application must be prompt. Instead, the rules require the court to have regard to the lack of promptness and to consider that as a very important factor. I do. It may be fatal to the application to set aside; it may not be. Take two distinct hypotheticals. First, a case where there are real prospects but there have been delays in excess of a decade. Here a court is unlikely to set aside the judgment. The second hypothetical: a case where there has been a lack of promptness, let us say in the order of months, but there is a cast-iron irrefutable defence. In those circumstances the court may be inclined to set aside the judgment – it will depend upon the facts, of infinite variety and colour.
50. That fact-sensitivity I take to be a genuine commitment to the principle that every case is different and the particular facts individually and in combination have varying weights that must be respected and meticulously assessed. Thus, I make it plain there is not a dual test with a promptitude condition precedent. If you fail to be prompt you are not necessarily deprived of a set aside, but you may be. The court's duty is to “have regard” is a duty to weigh and assess. It helps structure discretion; it is an inescapable part of the balance sheet. I approach a lack of promptitude in that way. It is not necessarily fatal to the application, but could be.»
(έμφαση του Δικαστηρίου)
34. Αναφορικά με το χρονικό διάστημα που εξετάζει το Δικαστήριο, στην Gentry ν. Miller [2016] EWCA Civ 141[5] αποφασίστηκε ότι το σημείο από το οποίο έπρεπε να αξιολογηθεί η χρονοτριβή ήταν όταν ο Εναγόμενος είτε έλαβε πράγματι την εν λόγω ερήμην απόφαση είτε είχε ή θα μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να αποκτήσει επαρκή γνώση αυτής ώστε να μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για την αναίρεσή της επειδή ένα άτομο δεν μπορεί να κριθεί ότι απέτυχε να υποβάλλει αποτελεσματική αίτηση παραμερισμού πριν από αυτό το στάδιο. Συνεπώς, η προαναφερθείσα χρονική περίοδος είναι η σχετική, σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, αλλά αυτό δεν εξυπακούει ότι ό,τι συνέβη πριν από την έκδοση της ερήμην απόφασης είναι άσχετο (βλ. Albesher v Ryan and others [2016] EWHC 541 (Comm) παράγραφος 172 και Core-Export SpA and other companies v Yang Ming Marine Transportation Corp and another company [2020] EWHC 425 (Comm) παράγραφο 9 έως 13). Επιπλέον, στην Mullock v Price (t/a Elms Hotel Restaurant) [2009] EWCA Civ 1222[6] αποφασίστηκε ότι δεν αποτελεί δικαιολογία για έναν εναγόμενο να ισχυριστεί ότι η αίτησή του δεν υποβλήθηκε εγκαίρως λόγω καθυστερήσεων που προκλήθηκαν από τους νομικούς του εκπροσώπους.
35. Ακολούθως, σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία, το Δικαστήριο συνυπολογίζοντας κατά πόσο πληρούνται μια από τις προϋποθέσεις του αντίστοιχου Κανονισμού 13.3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας της Αγγλίας με το γεγονός ότι και η αίτηση έχει υποβληθεί χωρίς χρονοτριβή, θα εξετάσει εάν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα απαλλαγής από κυρώσεις. Αυτό αναφέρθηκε στην απόφαση FXF v English Karate Federation Ltd (2023) EWCA Civ 891 όπου το Αγγλικό Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η αίτηση για παραμερισμό απόφασης αντιμετωπίζεται σαν αίτηση με σκοπό την απαλλαγή από κυρώσεις και κατ’ επέκταση θα πρέπει να εξεταστεί «the three-stage test», ως αυτό καθορίστηκε στην Denton v TH White Ltd (2014) EWCA Civ 906. Ειδικότερα, στο πρώτο στάδιο εξετάζεται εάν η παράβαση είναι σοβαρή ή σημαντική, στο δεύτερο στάδιο εξετάζεται εάν έχει αποδειχθεί καλός λόγος για την παράβαση και το τρίτο στάδιο απαιτεί την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.
36. Συνεπώς, με βάση την προαναφερθείσα νομολογία, φρονώ ότι, στην παρούσα περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής και ο αντίστοιχος Κανονισμός 3.6 των Κ.Π.Δ. 2023[7] που αφορά απαλλαγή από κυρώσεις (βλ. επίσης Redbourn Group Ltd. V. Fairgate Development (ανωτέρω) παράγραφος 17).
Νομική βάση της επίδικης αίτησης
37. Αναφορικά με την ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση σε σχέση με την ελλιπή νομική βάση της επίδικης αίτησης και ειδικότερα ότι δεν έχει συμπεριληφθεί το Μέρος 25 και 32 των Κ.Π.Δ. 2023 κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαπιστώνεται μη θεραπεύσιμη παρατυπία αναφέρω τα εξής. Αρχικώς, το Μέρος 25 των Κ.Π.Δ. 2023 με τίτλο «Ενδιάμεσες Θεραπείες» δεν τυγχάνει καν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση αφού αυτό που επιζητείται με την επίδικη αίτηση είναι ο παραμερισμός των αποφάσεων ημερ. 20.12.24 και 26.02.25, ζήτημα που διέπεται ξεκάθαρα από το Μέρος 14 των Κ.Π.Δ. 2023, που έχει συμπεριληφθεί στην νομική βάση της επίδικης αίτησης.
38. Αναφορικά με την μη συμπερίληψη του Μέρος 32 των Κ.Π.Δ. 2023 με τίτλο «Μαρτυρία» αναφέρω ότι η επίδικη αίτηση συνοδεύεται από την Δ.Μ. Εναγόμενου, σύμφωνα με τον Κ.32.7 (1) των Κ.Π.Δ. 2023. Η πρωτόδικη απόφαση Singh Kulwant v. Reirei Investments Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής 1335/24 ημερ. 22.05.2025, στην οποία παράπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ου η Αίτηση, δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον αυτήν αφορούσε παράβαση του Μέρους 32 των Κ.Π.Δ. 2023 καθώς η Ε/Δ που προσκομίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης ήταν κατά παράβαση των Κ.Π.Δ. 2023, γεγονός που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.
39. Δεν διαφωνώ προς τούτο ότι η συμπερίληψη του Μέρους 32 των Κ.Π.Δ. 2023 στην νομική βάση της επίδικης αίτησης θα ήτο πιο ορθό. Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε πρόσφατα το Εφετείο στην ΧΑΡΗ ΣΤΑΥΡΑΚΗ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2024, 6/5/2025, όπου αναφέρθηκαν, σε συνάρτηση και με τον πρωταρχικό σκοπό, τα εξής:
«Έχουμε υπόψη μας τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο για τον χειρισμό υποθέσεων, κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.
Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το Μέρος 1.2(2), για την εξοικονόμηση των δαπανών, την διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης αλλά και την επιβολή συμμόρφωσης με Κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης, περιλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2(2)(γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς την σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η ως άνω παράλειψη του εφεσείοντα να βασίσει την Αίτηση στο Μέρος 47.7(1)(α)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της Αίτησης. Η Αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων 1 και 2 ή οποιουδήποτε τρίτου (βλ. CTC Automotive Ltd v. Ψαρούδης Μπετόν Λτδ κ.ά. Πολ. Έφ. Αρ. Ε112/2024 ημερ. 28/3/2025, A.G. Paphitis & Co, LLC, Πολ. Έφ. Αρ.112/2023 ημερ. 22/9/2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, Μiltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολ. Έφ. Αρ. Ε5/2018 ημερ.16/1/2024 και Robert Mucinic v. Sky CAC LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. Ε1/2019, ημερ. 7/6/2024 στην οποία δεν θεωρήθηκε παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, η παντελής παράλειψη αναγραφής οποιασδήποτε νομικής βάσης στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων, εν όψει και των περιστάσεων της υπόθεσης).»
40. Έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία του Εφετείου, ότι η επίδικη αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της ορθής νομικής βάσης, αναφορικά με παραμερισμό απόφασης, καθώς και μαρτυρίας σε συμμόρφωση με το Μέρος 32 των Κ.Π.Δ. 2023, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα του Καθ’ ου η Αίτηση, κρίνω ότι η παράλειψη του Αιτητή να συμπεριλάβει στην νομική βάση της επίδικης αίτησης και το Μέρος 32 των Κ.Π.Δ. 2023 δεν οδηγεί αυτόματα και άνευ ετέρου στην απόρριψη αυτής.
41. Συνεπώς, προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της επίδικης αίτησης.
Εξέταση προϋποθέσεων έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος παραμερισμού
42. Θέση του Αιτητή, ως αναπτύσσεται στις Γραπτές Αγορεύσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου του, είναι ότι εφαρμόζεται ο Κ.14.2 (1) (δ) των Κ.Π.Δ. 2023. Η θέση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Εντός του ηλεκτρονικού φακέλου της παρούσας υπόθεσης υπάρχει η Ε/Δ του επιδότη κ. «Χ.Ε» ημερ. 27.11.24 όπου αναφέρει ότι στις 26.11.24 επέδωσε το Έντυπο Απαίτησης μαζί με την Έκθεση Απαίτησης ημερ. 17.04.24 στον Αιτητή, ο οποίος αρνήθηκε να παραλάβει και να υπογράψει. Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αίτησης ημερ. 11.02.24 για έκδοση απόφασης ερήμην, ως καταγράφονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερ. 20.12.24, διαπίστωσε, από το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού φακέλου της υπόθεσης, ότι η αγωγή έχει επιδοθεί δεόντως στον Εναγόμενο και αυτός δεν είχε, μέχρι τότε, καταχωρήσει Σημείωμα Εμφάνισης.
43. Το ζήτημα της επίδοσης του Έντυπου Απαίτησης μαζί με την Έκθεση Απαίτησης ημερ. 17.04.24 στον Εναγόμενο επιβεβαιώνεται και αναπτύσσεται, ως αναφέρω ανωτέρω, στην Δ.Μ. Ενάγοντα και την Δ.Μ. Χ.Ε., που συνοδεύουν την ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση. Η πλευρά του Αιτητή, ο οποίος έχει το βάρος απόδειξης της θέσης του ότι δεν του επιδόθηκε στην πραγματικότητα το Έντυπο Άπαίτησης της παρούσας υπόθεσης, δεν ζήτησε να αντεξετάσει τους προαναφερθέντες ομνύοντες, εφόσον θέση του είναι ότι ο επιδότης προέβη σε ψευδή δήλωση. Προς τούτο στην ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. CPH INVESTMENTS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε203/19, ημερ. 18/6/2024, αναφέρθηκαν, από το Εφετείο, τα εξής σημαντικά:
«Όπου υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 816). Συνεπώς, όταν ο καθ' ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται.»
(έμφαση του Δικαστηρίου)
44. Αντιθέτως, ο Αιτητής στην δική του Δ.Μ. Εναγόμενου περιορίζεται απλώς να αναφέρει ότι ο επιδότης τον επισκέφθηκε μόνο την μια μέρα, την οποία δεν διευκρινίζει πότε, με σκοπό να του επιδώσει την παρούσα απαίτηση, χωρίς εν τέλει ο επιδότης να προβαίνει σε επίδοση για τον λόγο που αναφέρει, γεγονός το οποίο άλλωστε επιβεβαίωνεται στην Δ.Μ. Ενάγοντα και στην Δ.Μ. Χ.Ε., οι οποίοι επιπρόσθετα αναφέρουν ότι, εν τέλει, η επίδοση πραγματοποιήθηκε στις 26.11.24, ως αναφέρεται ανωτέρω.
45. Κατά την κρίση μου, από την μαρτυρία που προσκόμισε ο Καθ΄ ου η Αίτηση, υφίσταται μαρτυρία η οποία όπως τέθηκε νομολογιακά «θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση» (Irena Knitting Ltd ανωτέρω)) και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι δεν του επιδόθηκε στην πραγματικότητά το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης, ισχυρισμός που εν πάση περίπτωση τέθηκε αόριστα. Με βάση την έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, ο Αιτητής θεωρώ δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τον βαρύνει σχετικά με την απόδειξη της μη επίδοσης στην πραγματικότητα, σε αυτόν, του Έντυπου Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης. Κατά συνέπεια φρονώ ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κ.14.2 (1) (δ) των Κ.Π.Δ. 2023.
46. Συνεπώς, θα εξετάσει το Δικαστήριο κατά πόσο δύναται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με βάση τα όσα διαλαμβάνει ο Κ.14.3 των Κ.Π.Δ. 2023. Ο Αιτητής στην Δ.Μ. Εναγόμενου αναφέρει ότι έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση βασιζόμενος στο ότι δεν είναι ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος, ούτε διαχειριστής της πολυκατοικίας όπου βρίσκεται το επίδικο διαμέρισμα και συνεπώς λανθασμένα κινήθηκε η παρούσα αγωγή εναντίον του. Όμως η βάση της παρούσας απαίτησης, με βάση τα όσα καταγράφονται στο Έντυπο Απαίτησης μαζί με την Έκθεση Απαίτησης ημερ. 17.04.24, είναι η παράνομη επέμβαση του Εναγόμενου στο ρεύμα του Ενάγοντα και προς τούτο εκδόθηκε η απόφαση ημερ. 20.12.24 για αποζημιώσεις ένεκα αυτής της παράνομης επέμβασης. Συνεπώς, κατά πόσο ο Εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος και διαχειριστής της πολυκατοικίας δεν είναι ουσιώδης με τα επίδικα θέματα. Περαιτέρω, ο Αιτητής στην Συμπληρωματική του Δήλωση ημερ. 04.06.25 περιορίζεται σε μια γενική άρνηση των όσων αναφέρει ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης που επίσης επιβεβαιώνεται από «Δήλωση Αληθείας». Τα πιο πάνω, κατά την κρίση μου και έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα Αγγλική Νομολογία, δεν αποδεικνύουν πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί ο Αιτητής την απαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση. Συνεπώς, δεν δύναται το Δικαστήριο να ασκήσει, υπέρ του Αιτητή, την διακριτική του ευχέρεια με βάση τον Κ.14.3 (1) (α) των Κ.Π.Δ. 2023.
47. Ούτε έχει προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος καλός λόγος για τον οποίο τον Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τις αποφάσεις ημερ. 20.12.24 και 26.02.25 ή να επιτρέψει στον Αιτητή να υπερασπιστεί την απαίτηση με βάση τον Κ.14.3 (1) (β) των Κ.Π.Δ. 2023. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν αναπτύσσεται στις Γραπτές Αγορεύσεις του Αιτητή. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία, το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη και την προαναφερθείσα Αγγλική Νομολογία, δεν διαπιστώνει οποιαδήποτε κατάσταση γεγονότων ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια προκειμένου να αποκαταστήσει τυχόν αδικία που δημιουργείται στον Αιτητή από την συνέχιση ισχύς των εκδοθέντων ερήμην αποφάσεων ημερ 20.12.24 και 26.02.25
48. Προς τούτο παρεμβάλλω ότι σύμφωνα με το Έντυπο Απαίτησης μαζί με την Έκθεση Απαίτησης ημερ. 17.04.24 ο Ενάγοντας απέστειλε, σύμφωνα με το Προδικαστηριακό Πρωτόκολλο του Τύπου ΙΙΙ, Μέρους 3 της Ενότητας ΙΙ των Κ.Π.Δ. 2023, επιστολή ημερ. 13.02.24, που μάλιστα βρίσκεται εντός του ηλεκτρονικού φακέλου, στην οποία ο Εναγόμενος παρέλειψε να ανταποκριθεί. Σε αυτήν καταγράφονται τα εξής σημαντικά:
«[…] εάν δεν συμμορφωθείτε και δεν δώσετε πλήρη απάντηση εντός της καθορισμένης προθεσμίας, ο πελάτης μου επιφυλάσσεται να κινηθεί δικαστικώς εναντίον σας προς απόδοση όλων των ποσών, τα οποία έκνομα επιβαρύνθηκε ο πελάτης μου, χωρίς οποιαδήποτε άλλη προειδοποίηση, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθείτε όλα τα δικαστικά έξοδα, πλέον τα έξοδα της παρούσας επιστολής. Περαιτέρω, ο πελάτης μου επισύρει την προσοχή σας στις εξουσίες του Δικαστηρίου προς επιβολή κυρώσεων για μη συμμόρφωση με το παρόν Προδικαστηριακό Πρωτόκολλο του Μέρους 3 της Ενότητας ΙΙ των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.» (έμφαση του Δικαστηρίου.
49. Ο Αιτητής στην μαρτυρία του δεν αρνείται ότι παρέλαβε την προαναφερθείσα επιστολή με την οποία διαφαίνεται η πρόθεση του Καθ’ ου η Αίτηση να κινηθεί δικαστικώς σε περίπτωση μη απάντησης του Αιτητή. Τα πιο πάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, ως αναφέρω ανωτέρω, επιδόθηκε στον Αιτητή η παρούσα απαίτηση και εντούτοις αυτός δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για προάσπιση των συμφερόντων και δικαιωμάτων του (βλ. ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. CPH INVESTMENTS LIMITED, Πολ. Εφ. Ε203/19 ημερ. 18.06.24) αποδεικνύουν την όλη αδιαφορία του Αιτητή, ώστε να μην υφίσταται άλλος καλός λόγος ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τον Κ.14.3 (1) (β) των Κ.Π.Δ. 2023.
50. Ακόμα και για το ζήτημα της χρονοτριβής το οποίο το Δικαστήριο συνυπολογίζει με βάση τον Κ.14.3 (2) των Κ.Π.Δ. 2023, ο Αιτητής δεν εξηγεί γιατί ενώ κατέφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 28.02.25 (βλ. Τεκμήριο 2) έλαβε γνώση των εκδοθέντων εναντίον του αποφάσεων στην παρούσα αγωγή στις 06.03.25 όταν παρέλαβε την επιστολή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας – Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού ημερ. 21.02.25 (βλ. Τεκμήριο 1). Εν πάσει περίπτωση, έχοντας υπόψη ότι δεν προσκομίστηκε ένορκη δήλωση επίδοσης των αποφάσεων ημερ. 20.12.24 και 26.02.25 στον Αιτητή και ο ισχυρισμός του Αιτητή, ότι έλαβε γνώση αυτών στις 06.03.25 παρέμεινε αναντίλεκτος, θεωρώ, έχοντας υπόψη και την προαναφερθείσα Αγγλική νομολογία επί του θέματος της χρονοτριβής, ότι ο Αιτητής δεν επέδειξε χρονοτριβή στην καταχώριση της επίδικης αίτησης, χωρίς να παραγνωρίζεται τα όσα συνέβη πριν από την έκδοση των προαναφερθέντων εκδοθέντων ερήμην αποφάσεων.
51. Εν πάσει περίπτωση, παρά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε χρονοτριβή στην καταχώριση της επίδικης αίτησης, το οποίο λαμβάνω υπόψη μου, φρονώ ότι αυτό από μόνο του, έχοντας υπόψη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχία να υπερασπιστεί επιτυχώς την παρούσα απαίτηση καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλος καλός λόγος για παραμερισμό των πιο πάνω εκδοθέντων ερήμην αποφάσεων ή για να επιτραπεί στον Αιτητή να υπερασπιστεί την απαίτηση, δεν είναι αρκετό ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει, υπερ του Αιτητή, την διακριτική του ευχέρεια με βάση τον Κ.14.3 των Κ.Π.Δ. 2023.
52. Στην πιο πάνω κατάληξη καταφθάνω έχοντας υπόψη τις αρχές της Νομολογίας, που ανέφερα, επί του ζητήματος παραμερισμού απόφασης και που θεωρώ ότι μπορούν να ισχύουν κατ’ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση, αναφορικά με το συνταγματικό δικαίωμα ενός ατόμου να ακούγεται ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο δικαίωμα αντισταθμίζεται και εξισορροπείται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η οποία υποχρέωση επίσης κατοχυρώνεται συνταγματικά (βλ. Αντρέας Ψαράς v. Ιωάννη Γιάγκου, (2015) 1 Α.Α.Δ. 1103).
53. Έχοντας αποφανθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Κ. 14.2 των Κ.Π.Δ. 2023 αλλά ούτε και του Κ.14.3 των Κ.Π.Δ. 2023, δεν υφίσταται λόγος να εξεταστούν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Κ.3.6 των Κ.Π.Δ. 2023 για απαλλαγή από κυρώσεις.
Κατάληξη
54. Για λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, το αιτητικό (Α) της επίδικης αίτησης απορρίπτεται ενώ το αιτητικό (Β) απορρίπτεται ως εγκαταλειφθέν.
Τα έξοδα
55. Όσον αφορά τα έξοδα ο γενικός κανόνας, με βάση τον Κ. 39.2 των Κ.Π.Δ. 2023, είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα τού επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς τα έξοδα επιδικάζονται υπερ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
56. Αποτελεί επιπλέον γενικός κανόνας ότι το δικαστήριο προβαίνει σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων κατά την ολοκλήρωση οποιασδήποτε ακρόασης η οποία διήρκησε συνολικά όχι πέραν των 6 ωρών και σε τέτοια περίπτωση η διαταγή θα καλύπτει τα έξοδα της αίτησης ή του θέματος με τα οποία σχετιζόταν η ακρόαση (βλ. Κ. 39.7 των Κ.Π.Δ. 2023). Προς τούτο αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να βοηθούν το δικαστήριο στην πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων σε κάθε υπόθεση στην οποία εφαρμόζεται ο Κ.39.7 υποβάλλοντας προς τούτο κατάλογο εξόδων των αξιούμενων ποσών δύο μέρες πριν την τελική ακρόαση (βλ. Κ. 39.9 (1) των Κ.Π.Δ. 2023). Σε περίπτωση παράλειψη συμμόρφωσης με τις πιο πάνω πρόνοιες του Κ. 39.9 (1), χωρίς εύλογη αιτία, αυτό λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο όταν αυτό αποφασίζει σχετικά με το συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων σύμφωνα με τον Κ.39.7 (βλ. Κ. 39.9 (2) των Κ.Π.Δ. 2023).
57. Στην παρούσα περίπτωση δεν υποβλήθηκε κατάλογος εξόδων από οποιοδήποτε διάδικο. Σε κάθε περίπτωση όμως, το Δικαστήριο έχει προβεί σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων της επίδικης αίτησης λαμβάνοντας υπόψη την παράλειψη του Καθ’ ου η Αίτηση στην υποβολή καταλόγου εξόδων και τα όσα καταγράφονται στο Παράρτημα Β των Κ.Π.Δ. 2023. Συνεπώς, επιδικάζονται εναντίον του Αιτητή και υπερ του Καθ’ ου η Αίτηση έξοδα ύψους €1.700 πλέον Φ.Π.Α. πλέον πραγματικά έξοδα ύψους €24.
58. Τα έξοδα του Ενάγοντα/Καθ’ ου η Αίτηση να καταβληθούν από τον Εναγόμενο/Αιτητή εντός 20 ημερών από σήμερα.
(Υπ.)……………………...
Α. Παρπαρίνου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
Subject: Civil/Other Actions /Interim
(Αναφορά: Πολιτική – αίτηση για παραμερισμό απόφασης).
[1] «Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just.»
[2] Βλ. σχετικά Μέρος 60 των Κ.Π.Δ. 2023.
[3] Παράγραφοι 24 και 45.
[4] Βλ. παράγραφοι 47 έως 65.
[5] Παράγραφος 33.
[6] Παράγραφοι 22 και 23.
[7] 3.6. Απαλλαγή από κυρώσεις
(1) Όταν διάδικος παραλείπει να συμμορφωθεί με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα, οποιαδήποτε κύρωση για μη συμμόρφωση, η οποία επιβάλλεται από τον κανονισμό ή το δικαστικό διάταγμα, ισχύει, εκτός αν ο διάδικος, ο οποίος παρέλειψε να συμμορφωθεί αιτηθεί και εξασφαλίσει απαλλαγή από την κύρωση.
(2) Σε αίτηση για απαλλαγή από οποιαδήποτε επιβληθείσα κύρωση, λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με οποιαδήποτε κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα, το δικαστήριο θα λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης προκειμένου να χειριστεί με δίκαιο τρόπο, την αίτηση, με γνώμονα τον πρωταρχικό σκοπό, περιλαμβανομένης της ανάγκης:
(α) διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας αποτελεσματικά και με αναλογικό κόστος· και
(β) επιβολής συμμόρφωσης με κανονισμούς και δικαστικά διατάγματα.
(3) Αίτηση για απαλλαγή υποστηρίζεται από μαρτυρία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο