Αίτηση από τον Ανδρεά Μούντη, Αριθμός Αίτησης:200/2020, 13/11/2025
print
Τίτλος:
Αίτηση από τον Ανδρεά Μούντη, Αριθμός Αίτησης:200/2020, 13/11/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΔΙΑΘΗΚΩΝ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αριθμός Αίτησης:200/2020

 

 

Αναφορικά με την Μάρω Μούντη τέως από τη Λεμεσό, Αποβιώσασα

 

 

Αίτηση από τον Ανδρεά Μούντη εκ Λεμσού

 

13.11.2025

Για τον Αιτητή: Ο κ. Ζ. Νικολαΐδης για Νικολαΐδης & Αβραάμ Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Καθ’ου η Αίτηση: κ. Φ.Τ. Αποστολίδης

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(επί της αίτησεως, ημερ. 30.7.24, για  παύση του Διαχειριστή)

 

Η Μάρω Μούντη (στο εξής «η αποβιώσασα») απεβίωσε, χωρίς διαθήκη στις 20.3.18.

Άφησε ως νόμιμους κληρονόμους τον σύζυγο της, Άδωνη Γεωργιάδη, και τα δύο της παιδιά (από τον πρώτο της γάμο), Γεώργιο και Ανδρέα Μούντη, αντιστοίχως.  

Στις 22.12.20 χορηγήθηκαν έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας της αποβιώσασας στον σύζυγο της, Άδωνη Γεωργιάδη. 

Ο Γεώργιος Μούντης, στις 6.2.20, συμφώνησε και συγκατατέθηκε όπως το πιο πάνω πρόσωπο διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας.

Τέτοια συγκατάθεση, ως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, δεν έδωσε ο Ανδρέας Μούντης.

 

Με την υπό  κρίση αίτηση, που καταχώρησε ο Ανδρέας Μούντης (στο εξής «ο Αιτητής»), ζητά την παύση του διαχειριστή και τον διορισμό του ιδίου, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας.

Ο διαχειριστής (στο εξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση») αντέδρασε στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων καταχωρώντας προ τούτο σχετική ένσταση, προβάλλοντας σε αυτήν 9 λόγους ένστασης.  Δεν κρίνω σκόπιμο να τους καταγράψω αυτολεξεί στο στάδιο αυτό και αναφορά σε αυτούς θα γίνει κατά την ροή της παρούσας απόφασης. 

Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ιδίου του Αιτητή. 

Οι λόγοι που προβάλλει σε αυτήν, για την παύση του Καθ’ου η Αίτηση, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσας, είναι οι ακόλουθοι:

α)   Ο λόγος που ο ίδιος δεν παρείχε συγκατάθεση για τον διορισμό του Καθ’ου η Αίτηση ως διαχειριστή, ήταν οι υποψίες του ότι ο τελευταίος προσέβλεπε σε παράνομο και άδικο διαμοιρασμό της περιουσίας της αποβιώσασας.  Υποψίες, οι οποίες, σύμφωνα πάντοτε με τους δικούς του ισχυρισμούς, εν τέλει επαληθεύτηκαν.

β)  Ο Καθ’ου η Αίτηση, παρά τις συνεχείς προσπάθειες του ιδίου, μέσω των συνηγόρων του, αρνείται να τον ενημερώσει για τις πράξεις και τα διαβήματα που προέβη μέχρι στιγμής στα πλαίσια της παρούσας διαχείρισης και δεν επιδεικνύει καμία διάθεση για συνεργασία. Η άρνηση του Καθ’ου η Αίτηση για συνεργασία και ενημέρωση προκύπτει από σχετική αλληλογραφία που επισυνάπτει  (Τεκμήριο Β).  

γ)  Ο Καθ’ου η Αίτηση παραλείπει να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του ως διαχειριστής ως προς τα έννομα συμφέροντα των κληρονόμων, στο βαθμό που οι πράξεις και παραλείψεις του ισοδυναμούν με εσκεμμένη παράλειψη (willful neglect) και εσκεμμένο παράπτωμα (willful misconduct).  Προς το σκοπό αυτό ο ίδιος προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία, η οποία διερευνά την υπόθεση (Τεκμήριο Α). 

δ)  Ο Καθ’ου η Αίτηση προέβη σε μεταβιβάσεις επ’ ονόματι του, όλης της ακίνητης περιουσίας της αποβιωσάσας, αγνοώντας τους νόμιμους κληρονόμους, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, και παραβιάζει τα κληρονομικά του δικαιώματα.  Προς επιβεβαίωση των πιο πάνω επισυνάπτει πιστοποιητικά μεταβιβάσεως και τίτλους ακίνητης ιδιοκτησίας (Τεκμήριο Δ), από τα οποία προκύπτουν μεταβιβάσεις που προέβη ο Καθ’ου η Αίτηση προς όφελος του, σε σχέση με περιουσία που αποτελεί μέρος της διαχείρισης.

Αυτά αδρομερώς, επί της ουσίας, είναι τα παράπονα του Αιτητή και οι λόγοι που προβάλλει για παύση του Καθ’ ου η Αίτηση.

Από την άλλη, ο Καθ’ου η Αίτηση αντικρούει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και προβάλλει τα ακόλουθα:

α) Η παρούσα διαχείριση δεν έχει ολοκληρωθεί και οι οποιεσδήποτε υποψίες του Αιτητή προς το πρόσωπο του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν, εφόσον παραμένουν μέχρι και σήμερα μόνο καθαρές υποψίες. 

β)  Κάθε άνισος διαμοιρασμός κληρονομιάς, δεν σημαίνει αυτεπάγγελτα παρανομία ή αδικία, αλλά στηρίζεται πάνω στις συνθήκες και τα γεγονότα που συνθέτουν την κάθε υπόθεση. 

γ)  Μετά το γάμο του με την αποβιώσασα, με σκοπό να αποκτήσουν δική τους συζυγική στέγη, αγόρασε ο ίδιος προσωπικά δύο χωράφια (τεμάχιο 454 και τεμάχιο 458, αντιστοίχως), όπου τα ενέγραψε στο όνομα της αποβιώσασας.  Η συζυγική οικία ανεγέρθηκε στο τεμάχιο 448. Για να καταστεί εφικτή η ανέγερση αυτής, προχώρησε στην πώληση του τεμαχίου 454 (για το ποσό των €34.800) καθώς και στην πώληση της πατρικής του οικίας (για το ποσό των €274.820). Έλαβε επίσης δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα για το ποσό των €200.100. Το δάνειο ήταν επ’ ονόματι της αποβιώσασας και το αποπλήρωνε ο ίδιος, εφόσον αυτή δεν εργαζόταν και δεν είχε οποιαδήποτε εισοδήματα. 

Λόγω του ότι ο ίδιος και η αποβιώσασα είχαν διαφορετικούς κληρονόμους, είχαν εξ αρχής συμφωνήσει ότι (τόσο η μεταβίβαση του οικοπέδου προς αυτήν όσο  και η από μέρους του αγορά του οικοπέδου και η πληρωμή του χρέους για την συζυγική στέγη), δεν θα γινόταν χαριστικά, αλλά σε περίπτωση θανάτου της αποβιώσασας θα αποτελούσε χρέος της περιουσίας της προς τον ίδιο.

Κατά το χρόνο θανάτου της αποβιώσασας, το ενυπόθηκο χρέος της συζυγικής οικίας ανερχόταν στο ποσό των €350.000, γεγονός για το οποίο ο Αιτητής ενημερώθηκε (παράγραφο 13 επί του Τεκμηρίου Β που ο Αιτητής επεσύναψε). Ο Αιτητής όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εξόφληση του χρέους αυτού, σύμφωνα με το κληρονομικό του μερίδιο. 

Λόγω της άρνησης του Αιτητή να συμμετάσχει στην αποπληρωμή, ο ίδιος, για να διασώσει την περιουσία του, διαπραγματεύτηκε με την Altamira.  Το χρέος, μέχρι τις 25.5.22, μειώθηκε στο ποσό των €125.255,10, ένεκα των μηνιαίων δόσεων που κατέβαλε ο ίδιος.  Ακολούθως, κατόπιν νέων διαπραγματεύσεων, εξόφλησε ο ίδιος προσωπικά ολόκληρο το χρέος, καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των €83.000. 

Το ακίνητο είναι σήμερα ελεύθερο παντός εμπραγμάτου βάρους.     

Είναι για το λόγο αυτό που μεταβίβασε την συζυγική στέγη στο όνομα του, αφού ο ίδιος εξόφλησε το ενυπόθηκο χρέος με το οποίο βαρύνετο αυτή, ώστε να μην πωληθεί σε πλειστηριασμό. 

Στις 19.1.16, η μητέρα της αποβιώσασας, της μεταβίβασε στο όνομα της, το σπίτι της αυτοστέγασης που της παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών.  Στα πλαίσια της παρούσας διαχείρισης μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στο όνομα του Γιώργου Μούντη (αδελφό του Αιτητή και ενός εκ των κληρονόμων) (Τεκμήριο 1) για να στεγαστεί ο ίδιος, εφόσον δεν είχε στέγη. 

δ)  Ο Αιτητής είναι πτωχεύσαντας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής.

ε)  Η αποβιώσασα δεν είχε αρκετά κοσμήματα κατά τον θάνατο της.

στ)   Λόγω του Covid-19 ο ίδιος δεν έχει καταχωρίσει μέχρι και σήμερα σχετική απογραφή.

ζ)  Η απαίτηση του Αιτητή συνιστά κληρονομική διαφορά και η ακολουθητέα διαδικασία για απόκτηση θεραπείας είναι μέσω της κληρονομικής αγωγής.    

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, μέσω των αγορεύσεων τους, επιχειρηματολόγησαν προς υποστήριξη των θέσεων τους. Αυτές έχουν μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή από το Δικαστήριο.

 

Προτού εξετάσω την ουσία των επίδικων ζητημάτων, θα εξετάσω, από κοινού, τους πρώτους 6 λόγους ένστασης που ο Καθ’ ου η Αίτηση προβάλλει, υπό τύπο προδικαστικής ένστασης, εφόσον αυτοί είναι πανομοιότυποι και έχουν το ίδιο πραγματικό υπόβαθρο. Και τούτο γιατί τυχόν επιτυχία τους θα κρίνει και την τύχη της υπό κρίση αίτησης. Οι εν λόγω λόγοι ένστασης άπτονται επί του νομότυπου καταχώρισης της υπό κρίση αίτησης.  Ο Καθ’ου η αίτηση προβάλλει, ουσιαστικά μέσω αυτών, ότι ο Αιτητής καταχώρισε λανθασμένο ένδικο μέσο, δηλαδή την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση, αξιώνοντας την ανάκληση και παύση του.  Σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του, το ορθό ένδικο μέσο ήταν η καταχώριση κληρονομικής αγωγής (‘probate action’).  Προς τεκμηρίωση της θέσης του αυτής παρέπεμψε το Δικαστήριο στην υπόθεση Ευστρατίου κ.ά. ν. Stratus κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 751.  Για τους λόγους αυτούς η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Δεν με βρίσκει σύμφωνο η πιο πάνω εισήγηση.

Η ουσιαστική διάταξη, επί της οποίας εδράζεται η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση, είναι το άρθρο 52 του Κεφ.189, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«52.-(1) Τo Δικαστήριo δύvαται αυτεπάγγελτα ή με αίτηση oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ έχει συμφέρov στηv κληρovoμιά-

(α) vα παύσει oπoιoδήπoτε εκτελεστή ή διαχειριστή για εσκεμμέvη παράλειψη ή παράπτωμα σχετικά με τη διαχείριση της κληρovoμιάς

(β) vα χoρηγήσει έγγραφo διαχείρισης σε κάπoιo πρόσωπo για vα διεξαγάγει τη δέoυσα διαχείριση της κληρovoμιάς στη θέση εκτελεστή ή διαχειριστή πoυ παύθηκε, απεβίωσε ή κατέστη αvίκαvoς vα εvεργεί.

(2) Όταv χoρηγείται τo εv λόγω έγγραφo διαχείρισης, όλα τα δικαιώματα, καθήκovτα και εξoυσίες εκτελεστή ή διαχειριστή επάγovται στo vέo διαχειριστή.»

 

Ως προκύπτει μέσα από τη πιο πάνω νομοθετική διάταξη, η παύση και αντικατάσταση διαχειριστή περιουσίας ρυθμίζεται ειδικά από τις πρόνοιες του άρθρου 52 του περί Διαχειρίσεων Περιουσιών Νόμου Κεφ. 189.  Το εν λόγω άρθρο προσδίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να αποφασίσει, για τους λόγους που αυτό εκθέτει, την παύση και αντικατάσταση ενός διαχειριστή, αίτημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο το παρόν Δικαστήριο, μέσω της καταχώρησης της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης. 

Επιπλέον, το άρθρο 53 του πιο πάνω Νόμου καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Αιτητής θα πρέπει να ενεργοποιήσει τη διαδικασία μέσω πρωτογενούς αίτησης (originating summons).

Το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι:

« Επίλυση oρισμέvωv θεμάτωv με εvαρκτήρια κλήση (originating summons)

53.-(1) Πρoσωπικoί αvτιπρόσωπoι ή oπoιoσδήπoτε από αυτoύς, πιστωτές, κληρoδόχoι ή oι πλησιέστερoι συγγεvείς, ή πρόσωπα πoυ αξιώvoυv μέσω τωv εv λόγω πιστωτώv ή δικαιoύχωv με εκχώρηση ή με άλλo τρόπo, δύvαvται vα ζητήσoυv από τo Δικαστήριo με εvαρκτήρια κλήση (originating summons) τηv επίλυση, χωρίς διαχείριση της κληρovoμιάς σε Δικαστήριo, oπoιoυδήπoτε από τα πιo κάτω ζητήματα ή θέματα:

(α) oπoιoδήπoτε ζήτημα πoυ επηρεάζει τα δικαιώματα ή τα συμφέρovτα τoυ πρoσώπoυ πoυ αξιώvει ότι είvαι πιστωτής, κληρoδόχoς, o πλησιέστερoς συγγεvής ή εκ τoυ vόμoυ κληρovόμoς

(β) τη διακρίβωση oπoιασδήπoτε τάξης πιστωτώv, κληρoδόχωv, πλησιέστερωv συγγεvώv ή άλλωv

(γ) τηv παρoχή oπoιωvδήπoτε συγκεκριμέvωv λoγαριασμώv από τoυς εκτελεστές ή τoυς διαχειριστές και όταv είvαι αvαγκαίo, τα απoδεικτικά στoιχεία τωv εv λόγω λoγαριασμώv

(δ) τηv καταβoλή στo Δικαστήριo oπoιωvδήπoτε χρημάτωv πoυ βρίσκovται στα χέρια τωv εκτελεστώv ή τωv διαχειριστώv

(ε) τηv έκδoση διαταγώv πρoς τoυς εκτελεστές ή τoυς διαχειριστές για vα διαπράξoυv ή vα απέχoυv από τη διάπραξη oπoιασδήπoτε συγκεκριμέvης πράξης υπό τηv ιδιότητα τoυς ως εκτελεστώv ή διαχειριστώv

(στ) τηv έγκριση oπoιασδήπoτε πώλησης, αγoράς, συμβιβασμoύ ή άλλης συvαλλαγής

(ζ) τηv επίλυση oπoιoυδήπoτε ζητήματoς πoυ πρoκύπτει κατά τη διαχείριση της κληρovoμιάς.

(2) Οι Διαδικαστικoί Καvovισμoί πoυ ισχύoυv εκάστoτε, oι oπoίoι αφoρoύv εvαρκτήριες κλήσεις (originating summons) εφαρμόζovται σε κάθε διαδικασία δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ.

(3) Αιτήσεις δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ δύvαvται vα ακoύovται και vα απoφασίζovται όχι εvώπιov ακρoατήριo (in chambers).»

 

Το πιο πάνω άρθρο 53 του Κεφ. 189 σε αιτήματα τα οποία απαριθμεί, περιέχει ρητή πρόνοια η οποία καθορίζει ότι ο αιτητής που επιθυμεί να αποταθεί στο Δικαστήριο θα πρέπει να το πράξει με πρωτογενή αίτηση. Στο άρθρο 52.1 όμως που αφορά αίτημα παύσης ή αντικατάστασης διαχειριστή όπως η παρούσα περίπτωση δεν περιέχεται τέτοια πρόνοια.

Η υπόθεση Ευστρατίου κ.ά. ν. Stratus κ.ά. (ανωτέρω), στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του Καθ’ου η Αίτηση, όχι μόνο δεν υποστηρίζει την θέση του, αντίθετα, επιβεβαιώνει την πιο πάνω μόλις εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου.  Και τούτο γιατί το αίτημα των εκεί Αιτητών, στην προαναφερόμενη υπόθεση, το οποίο εδραζόταν στα άρθρα 52 και 53 του Κεφ. 189, ήταν, μεταξύ άλλων, ότι αυτοί ήταν συγγενείς και κληρονόμοι του αποβιώσαντος, ότι ο διαχειριστής διορίστηκε συνεπεία δόλου και ψευδών παραστάσεων και ότι ο διορισμός του έπρεπε να ανακληθεί.  Σημειώνω ότι στην εν λόγω υπόθεση η διαχείριση είχε ολοκληρωθεί. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αναφέροντας ότι η επίκληση των άρθρων 52 και 53 του Κεφ. 189 δεν παρείχε νομική βάση για την αίτηση, λόγω του ότι τα αιτήματα των Αιτητών «δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται στην κατηγορία των “contentious probate actions” και επιβάλλεται όπως εγερθούν με κλητήριο ένταλμα αγωγής …»

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αναφέροντας ότι:

«κατά τη γνώμη μας η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η γενική μας παρατήρηση για τα άρθρα 52 και 53 είναι ότι αναφέρονται σε άλλα ζητήματα.  Είναι άσχετα με τα αιτήματα που διατυπώνουν οι Εφεσείοντες.  Το άρθρο 52 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, για λόγους που εξειδικεύει να παύσει διαχειριστή και να διορίσει άλλο στη θέση του.  Εξάλλου δεν υπάρχει πρόνοια ότι ο ενδιαφερόμενος αποτείνεται στο Δικαστήριο με πρωτογενή αίτηση, όπως συμβαίνει πράγματι με το άρθρο 53 που έχει τέτοια πρόνοια για τα θέματα που απαριθμεί: 53(2).  Δεν συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πρωτογενής αίτηση παρέχει το ορθό δικονομικό μέσο για επίλυση μόνο των κληρονομικών θεμάτων στα οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση (non contentious business).  Κρίνουμε, ωστόσο, έχοντας υπόψη και τις παρακάτω σκέψεις μας αναφορικά με την εμβέλεια του ένδικου μέσου της αγωγής, ότι τα θέματα που εγείρει η πρωτογενής αίτηση των Εφεσειόντων εκφεύγουν των ορίων του άρθρου 53». 

(υπογράμμιση δική μου)

Επομένως, στη βάση των όσων αξιώνει ο Αιτητής μέσω της παρούσας αίτησης, που είναι αποκλειστικά η παύση και αντικατάσταση διαχειριστή (για τους λόγους που εκθέτει στην αίτηση του), αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής ενεργοποίησε το ορθό δικονομικό διάβημα, μέσω της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης, δυνάμει του άρθρου 52. 

Συνεπώς όλοι οι λόγοι ένστασης του Καθ’ου η αίτηση που εδράζονται στο ζήτημα αυτό απορρίπτονται.

Κλείνοντας με το ζήτημα αυτό και παρά το γεγονός ότι τέτοιο θέμα δεν εγείρεται από τον συνήγορο του Καθ’ου η Αίτηση, διαπιστώνω ότι στην νομική βάση της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης δεν συμπεριλαμβάνεται η Δ.48 Θ.4 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εν λόγω διάταξη αφορά το δικονομικό δίκαιο που περιβάλλει την καταχώρηση ενδιάμεσων αιτήσεων, όπως η παρούσα και η οποία ρυθμίζει την διαδικασία ακρόασης τους.

Η υπό κρίση αίτηση, ως ενδιάμεση, διέπεται από τον αυστηρό κανόνα της ανάγκης καταγραφής, στο σώμα της, όλων των νομοθετικών διατάξεων επί των οποίων αυτή βασίζεται. Η Δ.48, ως νομοθετική διάταξη η οποία στοιχειοθετεί τη νομική βάση της αίτησης, έπρεπε να είναι καταγεγραμμένη στο σώμα της (Μαχλουζαρίδης v. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, 970).  Η απουσία της Δ.48 από την καταγεγραμμένη, στο σώμα της αίτησης, νομικής της βάσης, αποτελεί, δυνάμει της Δ.64, παρατυπία.  Τέτοια παρατυπία δύναται, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να θεραπευθεί. Οι παράμετροι άσκησης της σχετικής διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου εξετάσθηκαν στην απόφαση Wunderlich κ.α. v. Παναγιώτου (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 366, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt and Others v. Commercial Union (1985) 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522.  Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

3. Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.6 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας.  Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - «να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον».

Στην προκείμενη περίπτωση, η ένσταση καταγράφει μεν ως νομική της βάση, μεταξύ άλλων, και τη Δ.48 θ.4, πλην όμως, ουδείς από τους λόγους ένστασης αφορά σε αντικανονικότητα της αίτησης και/ή σε ελλιπές νομικό υπόβαθρό της.  Περαιτέρω, και δεδομένου του τρόπου χειρισμού της υπόθεσης από τον ευπαίδευτο συνηγόρο του Καθ΄ου η Αίτηση καθώς και του περιεχομένου της τελικής αγόρευσής του, προκύπτει πως ουδέποτε η πλευρά του Καθ΄ου η Αίτηση έθεσε το ζήτημα της συγκεκριμένης παρατυπίας της αίτησης και ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για την απόρριψή της ένεκα της παρατυπίας αυτής.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, και λαμβάνοντας καθοδήγηση από τα όσα σχετικά αναφέρονται στην απόφαση Wunderlich κ.α. v. Παναγιώτου (ανωτέρω), κρίνεται πως δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου προς το σκοπό θεραπείας της συγκεκριμένης παρατυπίας.   Ως έχουν εξελιχθεί τα γεγονότα, η θεραπεία της συγκεκριμένης παρατυπίας δεν θα θέσει σε δυσμενή θέση την πλευρά του Καθ΄ου η Αίτηση.

Εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου η παρατυπία της αίτησης, η οποία συνίσταται στην παράλειψη καταγραφής, στο σώμα της, και της Δ.48, ως μέρους της νομικής της βάσης, θεραπεύεται.

Προχωρώ στην συνέχεια να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης. Σημειώνω καταρχάς ότι ο Αιτητής, υπό την ιδιότητα του ως κληρονόμος, είναι πρόσωπο που έχει συμφέρον στην κληρονομιά και ως εκ τούτου νομιμοποιείται στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης, ως το άρθρο 52 του Κεφ. 189 ορίζει. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν αμφισβητείται ούτε από τον Καθ' ου η Αίτηση.

Στην υπόθεση LINDA GEEKIE v. ΛΟΥΚΑΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ MARGARET GEEKIE, Πολιτική Έφεση Αρ. E115/2018, ημερομηνίας 4/7/2024, λέχθηκαν τα εξής σχετικά αναφορικά με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που υπέχει ο Διαχειριστής της περιουσίας:

«Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο εκτελεστής ή ο διαχειριστής, καθίσταται προσωπικός αντιπρόσωπος του αποβιώσαντα (άρθρο 31 του Κεφ. 1893) και θεωρείται ως καταπιστευματοδόχος της κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας του (Ioannou v. Demetriou and another (1983) 1 CLR 892, Cacoyiannis v. Republic (1988) 3 CLR 1860, Millington v. Roubina 1 CLR 88 και Σύγγραμμα «Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο» του Αχ. Κ. Αιμιλιανίδη, 3η Έκδοση σελ. 230 και επόμενες). Ο προσωπικός αντιπρόσωπος υποχρεούται όπως ασκεί ορθά και έντιμα τα καθήκοντα του. Επομένως οφείλει να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα του επιδεικνύοντας τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια και να προστατεύει το συμφέρον της περιουσίας της κληρονομιάς και των δικαιούχων.»

 

Ως προκύπτει από τις προαναφερόμενες πρόνοιες του άρθρου 52 του Κεφ. 189, η ιδιότητα του διαχειριστή δύναται να τερματισθεί και κατόπιν σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου. Τέτοια διαταγή δύναται να εκδοθεί αυτεπαγγέλτως ή επί τη βάσει αίτησης οιουδήποτε προσώπου έχει συμφέρον στην κληρονομιά και εφόσον αποδειχθεί η εκ μέρους του διαχειριστή οιαδήποτε εσκεμμένη παράλειψη (willful neglect) ή το εκ μέρους του διαχειριστή οιονδήποτε παράπτωμα (misconduct), εν σχέσει με τη διαχείριση της κληρονομιάς.  Για το τί συνιστά εσκεμμένη παράλειψη (willful neglect) ή παράπτωμα εκ μέρους του Διαχειριστή δεν δίδεται οποιαδήποτε ερμηνεία μέσα από τις πρόνοιες του Κεφ. 189.

Στην υπόθεση LINDA GEEKIE v. ΛΟΥΚΑΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ MARGARET GEEKIE (ανωτέρω) έτυχαν ερμηνείας οι πιο πάνω ορισμοί.  Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

«… «εσκεμμένη παράλειψη» («willfull neglect») σημαίνει την εκ προθέσεως ή απερίσκεπτη  παράλειψη εκπλήρωσης κάποιου καθήκοντος που πηγάζει από το νόμο, ενώ «παράπτωμα» («misconduct») σημαίνει την παραμέληση καθήκοντος, την παράνομη ή ανέντιμη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ειδικά από πρόσωπο που κατέχει θέση εξουσίας ή εμπιστοσύνης (βλ. Black's Law Dictionary, 11η Έκδοση, σελ. 1244 και 1195 αντίστοιχα).

Η έννοια της «εσκεμμένης παράλειψης» σε σχέση με τη διαχείριση ενός καταπιστεύματος έχει επεξηγηθεί ως εξής:

«It means deliberately and purposely doing something which he knows, when he does it, is a breach of trust, consisting in a failure to perform his duty as a trustee.»

(βλ. In re Trusts of Leeds City Brewery [1925] 1 Ch 532, 544, Petri v. Police (1968) 2 CLR 40, 89 και Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, 108).»

 

Στην δε υπόθεση ΚΥΡΙΑΚΟΥ Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ κ.α. ν. ΛΕΩΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΟΥ-ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2016, 7/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:A254 λέχθηκαν, επίσης, επί του προκειμένου τα ακόλουθα:

«Η έννοια της εσκεμμένης παράλειψης ή παραπτώματος σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομίας, κυρίαρχο προαπαιτούμενο που θέτει το άρθρο 52(1)(α), προϋποθέτει γνώση και αντίληψη του εσφαλμένου της συμπεριφοράς και, παρά ταύτα, εκ προθέσεως διενέργεια της πράξης ή τέλεση της παράλειψης,  με αδιαφορία για τις συνέπειες.  Η έννοια της εσκεμμένης παράλειψης σε σχέση με τη διαχείριση καταπιστεύματος έχει εξηγηθεί από τον Warrington L.J. στην υπόθεση In re Trusts of Leeds City Brewery [1925] 1 Ch. 532, 544, ως εξής:

". then it becomes important to consider what is meant by a wilful breach of trust or wilful negligence or wilful failure to perform his duty. I think it means this. I think it means deliberately and purposely doing something which he knows, when he does it, is a breach of trust, consisting in a failure to perform his duty as trustee".»

 

Στο σύγγραμμα Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο, του Α. Αιμιλιανίδη  3η έκδ., σελ. 235 καταγράφεται ότι «εσκεμμένη παράλειψη»

«.....νοείται ουσιαστικά η εκ προθέσεως διενέργεια ή αποφυγή διενέργειας κάποιας πράξης από πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να την διενεργήσει ή να μην την διενεργήσει και το οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας το καθήκον του αυτό».

 

Εφόσον κύριο καθήκον του διαχειριστή, ως καταπιστευματοδόχου της περιουσίας του αποβιώσαντος, είναι η προστασία της περιουσίας αυτής καθώς και η προστασία των νομίμων συμφερόντων των δικαιούχων της, κατά την εξέταση αίτησης για την παύση και την αντικατάσταση διαχειριστή ελέγχεται η διαχρονική του δράση. Ο έλεγχος για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο διαχειριστής έντιμα, καλόπιστα και με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια διενήργησε τα δέοντα γίνεται και επί τη βάσει του περιεχομένου του φακέλου της διαδικασίας  (Θεμιστοκλέους v. Λεωνίδου (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 417).

Προχωρώ στην εξέταση των παραπόνων του Αιτητή.

Το κύριο και ουσιαστικό παράπονο του, που κατά τους ισχυρισμούς του συνιστά εσκεμμένη παράλειψη και ή παράπτωμα από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση, είναι ότι με τις ενέργειες του ουσιαστικά ο τελευταίος του προκάλεσε βλάβη στα κληρονομικά του δικαιώματα εφόσον ουσιαστικά τον απέκλεισε από αυτά.

Και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του Αιτητή, ο Καθ’ ου η Αίτηση προέβη σε μεταβιβάσεις επ’ ονόματι του, όλης της ακίνητης περιουσίας της αποβιώσασας αγνοώντας τον ως κληρονόμο. Σχετικό επί τούτου είναι το Τεκμήριο Δ, το οποίο και προσκόμισε στο δικαστήριο ο Αιτητής και το οποίο αφορά πιστοποιητικά μεταβιβάσεων και τίτλους ακίνητης ιδιοκτησίας από τα οποία προκύπτουν οι μεταβιβάσεις που έκανε ο Καθ’ου η Αίτηση προς όφελος του.

Τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή τους επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Καθ’ου η Αίτηση, μέσω της ένορκης του δήλωσης. 

Ειδικότερα, αυτός αποδέχεται ότι μεταβίβασε την συζυγική οικία, η οποία βρισκόταν εγγεγραμμένη στο όνομα της αποβιώσασας, και η οποία αποτελεί μέρος της περιουσίας της διαχείρισης της, επ’ ονόματι του, αφού προηγουμένως ο ίδιος, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του, εξόφλησε όλα το ενυπόθηκο χρέος αυτής, με την οποία επιβαρύνετο η εν λόγω οικία.  Ήταν η θέση του, ότι ο Αιτητής  δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον αλλά και αρνήθηκε να αναλάβει το μερίδιο του που του αναλογούσε σε σχέση με τα χρέη.

Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο μέρος της περιουσίας της διαχείρισης, και ειδικότερα την οικία, την οποία η μητέρα της αποβιωσάσης, μεταβίβασε στο όνομα της τελευταίας, την μεταβίβασε στον αδελφό του Αιτητή, και επίσης κληρονόμο, λόγω του ότι ο τελευταίος δεν είχε κατοικία να διαμείνει.

Ανατρέχοντας στο φάκελο της παρούσας διαχείρισης διαπιστώνω καταρχάς ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση, παρά το γεγονός ότι του χορηγήθηκαν έγγραφα διαχείρισης από το 2020, εντούτοις δεν έχει καταχωρίσει, κατά παράβαση των προνοιών του Κεφ. 189 (άρθρο 40), ούτε απογραφή αλλά ούτε και  λογαριασμούς (άρθρο 45).  Πράγματι η διαχείριση παρουσιάζει καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της, εφόσον αυτή δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ουσιαστική εξέλιξη μέχρι και σήμερα.

Η μη καταχώριση όμως των πιο πάνω δεν αποτελεί από μόνη της, λόγο που μπορεί να οδηγήσει αυτόματα στο συμπέρασμα ότι ο Διαχειριστής ενήργησε εσκεμμένα προς βλάβη των κληρονόμων. Όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά (In the Estate of Cope (1954) 1 All E.R. 698), το Δικαστήριο δεν θα εγκρίνει μια αίτηση για παύση διαχειριστή για μόνο τον λόγο ότι δεν έχουν καταχωρηθεί έγκαιρα η απογραφή και οι τελικοί λογαριασμοί. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα του εκτελεστή ή διαχειριστή. Ο διαχειριστής επικαλείται ως λόγο για την καθυστέρηση των πιο πάνω την πανδημία του κορωνοϊού. Δεν αποδέχομαι τον λόγο που προβάλλει ως προς την παράλειψη του αυτή, εφόσον οι ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούσαν λόγω της πανδημίας έχουν πλέον εκλείψει, τουλάχιστον από το 2022. 

Η παράλειψη του αυτή, περί μη καταχώρησης λεπτομερής απογραφής, δεν θα πρέπει να ιδωθεί απομονωμένα αλλά θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τις μεταγενέστερες ενέργειες που ο Καθ’ου η Αίτηση προέβη υπό την ιδιότητα του ως Διαχειριστή. Και τούτο γιατί, στην απουσία καταχώρησης απογραφής, δεν διαπιστώνεται με ξεκάθαρο τρόπο ούτε προς στο Δικαστήριο αλλά ούτε και προς τον ίδιο τον Αιτητή, ούτως ώστε αυτός να είναι σε θέση να λάβει γνώση (εν απουσία οποιασδήποτε πληροφόρησης του Καθ’ ου η Αίτηση στους δικηγόρους του Αιτητή, ως προκύπτει από την μεταξύ τους ανταλλαγείσα αλληλογραφία) (Τεκμήριο Β στην ένορκη δήλωση του Αιτητή), για το ποια είναι ακριβώς η περιουσία της διαχείρισης αλλά και με ποια χρέη βαρύνεται αυτή.

Χωρίς ο Καθ’ου η Αίτηση να έχει καλέσει με επίσημο τρόπο τον Αιτητή να συμμετάσχει στο διακανονισμό των χρεών της περιουσίας της αποβιώσασας, στο ύψος και μέρος που του αναλογεί, και χωρίς ο Καθ’ου η Αίτηση να τον έχει ενημερώσει για το ποιο ακριβώς είναι αυτό (εφόσον ο ίδιος ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν προσκόμισε κάτι τέτοιο στην ένορκη του δήλωση), και χωρίς μάλιστα, ως προκύπτει από την ενώπιον του δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία, ο Αιτητής να αρνήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο την συμμετοχή του στην πληρωμή των χρεών της διαχείρισης (παρά την περί αντιθέτου θέση του Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία αντικειμενικά δεν επιβεβαιώνεται) προχώρησε, έξω και μακριά του κατά πόσο ο ίδιος διευθέτησε προσωπικά τα χρέη της περιουσίας, αλλά και ανεξαρτήτως του κατά πόσο ο ίδιος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είχε συμφωνήσει με την αποβιώσασα ότι η συζυγική οικία  θα πρέπει να εγγραφεί επ’ ονόματι του, προχώρησε στη μεταβίβαση της επ’ ονόματι του, αποκλείοντας έτσι τον Αιτητή από το κληρονομικό του δικαίωμα και οποιοδήποτε τυχόν μερίδιο έχει να λαμβάνει από αυτήν. 

Ο τρόπος και η μεθολογία που ενήργησε ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν ήταν η ενδεδειγμένη και δεν ενήργησε προς το συμφέρον του Αιτητή.  Θα έπρεπε ο Καθ’ ου η Αίτηση, προτού προβεί σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επ’ ονόματι του, να προβεί αρχικά σε εκτίμηση για το ποια είναι η πραγματική αξία της της συζυγικής οικίας. Ακολούθως, θα έπρεπε να ενημερωθούν οι κληρονόμοι για το εναπομείναν ενυπόθηκο χρέος της. Στη συνέχεια να γίνει διαμοιρασμός στο κάθε κληρονόμο για το χρέος που του αναλογεί. Περαιτέρω, θα έπρεπε οι κληρονόμοι να κληθούν κατ’ απαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση, αφού ενημερωθούν για το χρέος της περιουσίας που τους αναλογεί, κατά πόσο επιθυμούν να συμμετάσχουν ώστε το ενυπόθηκο χρέος να εξοφληθεί. ‘Η αν δεν επιθυμούσαν οι κληρονόμοι να συμμετάσχουν στην αποπληρωμή του ενυπόθηκου χρέους, να γινόταν, αν ήταν δυνατόν, συμψηφισμός, του ποσού της αξίας της συζυγικής οικίας και το μερίδιο που αναλογεί στον κάθε κληρονόμο, με το χρέος επίσης που τους αναλογεί. Η οποιαδήποτε διαφορά προέκυπτε μεταξύ των πιο πάνω ποσών αν ήταν με θετικό πρόσημο θα έπρεπε να τους αποδοθεί, αν ήταν με αρνητικό πρόσημο  να ζητηθεί από τους κληρονόμους να την καταβάλουν. Ο Καθ’ ου η Αίτηση είχε επίσης την επιλογή να προτείνει στους υπόλοιπους κληρονόμους ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει τα χρέη της περιουσίας και του ενυπόθηκου ακινήτου, στην περίπτωση που ο Αιτητής και ο αδελφός του δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε αυτά, με αντάλλαγμα να του μεταβιβαστεί αποκλειστικά η συζυγική οικία. Στην περίπτωση που η αξία της συζυγικής οικίας ήταν μεγαλύτερη από το ενυπόθηκο χρέος, τότε ο Καθ’ου η Αίτηση  υποχρεούτο να αποδώσει το ανάλογο μερίδιο σε χρήματα στον Αιτητή.   Τίποτε από τα πιο πάνω δεν έπραξε ο Καθ΄ου η Αίτηση εφόσον δεν έχει προσκομίσει το ο,τιδήποτε στο Δικαστήριο. Στην περίπτωση που υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των κληρονόμων θα μπορούσε ο Καθ’ ου η Αίτηση να υποβάλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο και να ζητήσει τις ανάλογες οδηγίες, αφού παραθέσει με τεκμηριωμένο τρόπο όλα τα γεγονότα της υπόθεσης στο Δικαστήριο για το πως ο ίδιος θα προέβαινε στην σχετική διανομή.  Ή ακόμη μπορούσε να αποταθεί με αίτηση στο Δικαστήριο αξιώνοντας  τη μεταβίβαση της συζυγικής οικίας επ’ ονόματι του, λόγω του ότι ο ίδιος  αποπλήρωσε τα χρέη της διαχείρισης ώστε με τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο να αποκλείσει τους υπόλοιπους κληρονόμους από τα κληρονομικά τους δικαιώματα. Ούτε αυτό το έπραξε ο Καθ’ου η Αίτηση.

Αντί των πιο πάνω, ο Καθ’ ου η Αίτηση προχώρησε στην εγγραφή της συζυγικής οικίας επ’ ονόματι του αλλά και της οικίας της αποβιωσάσης επ’ ονόματι του αδελφού του Αιτητή, όπως ο ίδιος έκρινε και κατά το δοκούν. Ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε μνεία κατά πόσο ο αδελφός του Αιτητή ενημερώθηκε για τα χρέη και έδωσε την οποιαδήποτε συγκατάθεση του στη διανομή.  Ούτε και το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση μεταβίβασε την άλλη οικία που αποτελεί μέρος της περιουσίας της διαχείρισης, στο όνομα του αδελφού του Αιτητή, επειδή ο τελευταίος δεν είχε σπίτι, αποτελεί λόγο αποκλεισμού του Αιτητή από το κληρονομικό μερίδιο που έχει να λαμβάνει.  Ο Αιτητής ουδέποτε έχει αποποιηθεί το μερίδιο της κληρονομιάς που του αναλογεί.

Η όλη στάση και ενέργεια του Καθ’ ου η Αίτηση, ανεξαρτήτως και έξω και μακριά αν ο ίδιος πλήρωσε το ενυπόθηκο χρέος για το οποίο το Δικαστήριο δεν έχει πλήρη εικόνα για το ποιο ακριβώς ήταν αυτό (εφόσον κανένα στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί, πέραν των αόριστων αναφορών του Καθ’ου η Αίτηση, και έξω και μακριά των οποιοδήποτε προσωπικών τους διαφορών, για τις οποίες ο Καθ’ ου η Αίτηση επιρρίπτει ευθύνες στον Αιτητή, είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείσει τον τελευταίο, υπό την ιδιότητα του κληρονόμου, από τα κληρονομικά του δικαιώματα. Ο Καθ' ου η Αίτηση όφειλε, ως διαχειριστής, να συνεργαστεί με τον Αιτητή , κάτι το οποίο δεν έπραξε ως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την προαναφερόμενη παράλειψή του. Η αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων δεικνύει, ότι, επί του παρόντος, ο ο Αιτητής δικαιούται κληρονομικό μερίδιο από την περιουσία της διαχείρισης. Ο Καθ' ου η Αίτηση δεν έλαβε υπόψιν τα συμφέροντα του Αιτητή, προκρίνοντας το προσωπικό του συμφέρον, μεταβιβάζοντας την συζυγική οικία επ’ ονόματι του, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του Αιτητή, εις βάρος του τελευταίου, ως κληρονόμου. Ο Καθ' ου η Αίτηση παρέλειψε και σε σχέση με το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο να συνεργαστεί με τον Αιτητή.

Εν προκειμένω, οι πράξεις του Καθ' ου η Αίτηση, από τον χρόνο διορισμού του ως διαχειριστή, δεν συμβαδίζουν με τα καθήκοντα του ως καταπιστευματοδόχου της περιουσίας της αποβιώσασας. Αντιθέτως, στη βάση των όσων εκτέθηκαν ενώπιον μου και αναλύθηκαν πιο πάνω, είναι εμφανές ότι υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στις υποχρεώσεις του ως διαχειριστή και στα προσωπικά του συμφέροντα. Η δε απροθυμία του για συνεργασία αποστερεί αδικαιολόγητα την απόλαυση της περιουσίας από τους υπόλοιπους κληρονόμους, επηρεάζοντας δυσμενώς τα συμφέροντα τους και παραβιάζοντας, ταυτόχρονα, το κύριο καθήκον του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα. Στο σύγγραμμα «Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο (3η έκδοση)» του Δρ. Α. Κ. Αιμιλιανίδη, σελ.235, καταγράφονται σχετικά τα ακόλουθα:

«Το κύριο καθήκον του διαχειριστή ως καταπιστευματοδόχου της περιουσίας είναι να προστατεύσει το συμφέρον της περιουσίας και των δικαιούχων και αυτό συνιστά και το κατά πόσο ο προσωπικός αντιπρόσωπος έχει πράξει τα δέοντα......»

Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται, κατά την άποψή μου, στο ότι ο Καθ' ου η Αίτηση διατηρεί και προσωπικά δικαιώματα επί περιουσιακών στοιχείων της διαχείρισης. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Καθ' ου η Αίτηση από τον διορισμό του ως διαχειριστής, χρησιμοποιώντας την εν λόγω ιδιότητά του εις βάρος της διαχείρισης και προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά των προσωπικών του συμφερόντων αλλά και των συμφερόντων του αδελφού του Αιτητή, αντί της δέουσας διαχείρισης και προάσπισης των συμφερόντων του τελευταίου, υπό την ιδιότητα του κληρονόμου.

Συνοψίζοντας, η όλη στάση του Καθ΄ου η Αίτηση οδηγούν το Δικαστήριο ότι οι πιο πάνω ενέργειες του δεν ήταν προς το συμφέρον των κληρονόμων και ο αποκλεισμός του Αιτητή από τα νόμιμα κληρονομικά του δικαιώματα εμπίπτει εντός της εμβέλειας του άρθρου 52 του Κεφ. 189. Ο Καθ' ου η Αίτηση, στην βάση των πιο πάνω, επέδειξε εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως Διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας.  Η αντικατάσταση του διαχειριστή  είναι δίκαιη και επιβεβλημένη.  Ο Διαχειριστής προέβη  σε αυθαίρετες πράξεις προς όφελος του και προς όφελος του αδελφού του Αιτητή για τις οποίες ουδέποτε έλαβε έγκριση  ή οδηγίες από τον τελευταίου ή οδηγίες από το Δικαστήριο για τη διανομή της  περιουσίας.

Είναι εμφανές από το περιεχόμενο της αίτησης και της ένστασης, ότι οι σχέσεις των μερών είναι τεταμένες. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί λόγο για αποκλεισμό των κληρονομικών δικαιωμάτων του Αιτητή.

Επομένως ο Αιτητής έχει δίκαιο να παραπονιέται ότι έχει αποκλειστεί και παραγκωνιστεί πλήρως από τα οποιαδήποτε κληρονομικά του δικαιώματα, χωρίς λόγο και αιτία.

Κλείνοντας, ήταν η θέση του Καθ’ου η Αίτηση ότι ο Αιτητής δεν δύναται να διοριστεί ως διαχειριστής λόγω του ότι είναι πτωχεύσαντας  και δεν έχει αποκατασταθεί. Πέραν του γεγονότος ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος έχει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, δεν προσκόμισε το ο,τιδήποτε ώστε να τεκμηριώνει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, ως προκύπτει από το Μητρώο Πτωχευσάντων του Τμήματος Αφερεγγυότητας h t t p s : / / w w w .insolvency.gov.cy/psn-results/?id=698377&file=4898, το οποίο αποτελεί δημόσιο έγγραφο και προς τούτο το Δικαστήριο αντλεί δικαστική γνώση, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 23.9.2005.  Ο Αιτητής όμως, με βάση  το πιο πάνω μητρώο, αποκαστάθηκε αυτοδίκαια στις 7.11.2015. Συνεπώς, δεν υπάρχει πλέον οποιοδήποτε νομοθετικό κώλυμα ώστε να εμποδίζεται ο Αιτητής από του να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας.

Έχοντας συνεκτιμήσει και σταθμίσει όλα τα ενώπιον μου δεδομένα και παραμέτρους στη βάση του συνόλου των στοιχείων και της μαρτυρίας που έχουν προσκομιστεί, κρίνω ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52(1)(α) και (β) του Κεφ.189 με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Συνεπακόλουθα η αίτηση επιτυγχάνει.

Ως εκ τούτου, με βάση τις εξουσίες που μου παρέχουν οι πρόνοιες του Κεφ.189, εκδίδεται διάταγμα παύσης του Καθ' ου η Αίτηση από διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας.

Εκδίδεται, περαιτέρω, διάταγμα αντικατάστασης του Καθ’ ου η Αίτηση από τον Αιτητή, νοουμένου ότι ο τελευταίος θα δώσει την προνοούμενη εγγύηση προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή. Ο Αιτητής, υποχρεούται να ολοκληρώσει τη διαχείριση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ.189 και τις διατάξεις των περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Αποβιωσάντων Διαδικαστικούς Κανονισμούς 1955 (1/1955).

Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα του Δικαστηρίου, βάσει του οποίου ο παυθέντας Διαχειριστής, καταχωρίσει εντός 60 ημερών από σήμερα απογραφή και ενδιάμεσους λογαριασμούς, που να καλύπτουν την χρονική περίοδο από το διορισμό του μέχρι και σήμερα.

Η παρούσα διαχείριση ορίζεται για έλεγχο στις 5.2.2026.   

Με γνώμονα ότι δεν δικαιολογείται παρέκκλιση από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση εξόδων, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση.

 

 

(Υπ.) .......................................

           Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο