D. T., ως κηδεμόνας και/ή πρόσωπο που ασκεί την γονική μέριμνα του ανήλικου T. T. κ.α. ν. R. M. κ.α., Αρ. Αγωγής 3031/2017, 27/11/2025
print
Τίτλος:
D. T., ως κηδεμόνας και/ή πρόσωπο που ασκεί την γονική μέριμνα του ανήλικου T. T. κ.α. ν. R. M. κ.α., Αρ. Αγωγής 3031/2017, 27/11/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Xρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

           Αρ. Αγωγής 3031/2017

Μεταξύ:

 

D. T., ως κηδεμόνας και/ή πρόσωπο που ασκεί την γονική

                           μέριμνα του ανήλικου T. T., από τη Λεμεσό                                                                                                                                                             Ενάγοντα

και

 

1.    R. M., από τη Λεμεσό

2.    LLC Falkon Air, από τη Ρωσική Ομοσπονδία

                                                                                                                                    Εναγόμενων

-----------------------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 22.05.2024 για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες

 

27 Νοεμβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες - Αιτητές:  κ. Λέανδρος Πισίας για κ.κ. Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία

ΔΕΠΕ και κ.κ. Χάρης Δ. Δημητρίου & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενο αρ.1 - Καθ’ ου  η Αίτηση: κα. Ν. Λιασίδου για κ.κ. Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο ενάγοντας με την παρούσα αγωγή, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 ήταν και/ή είναι ο απόλυτος τελικός δικαιούχος (ultimate beneficiary) και/ή ο ιδιοκτήτης της εναγόμενης 2 εταιρείας, η οποία, μεταξύ άλλων, δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και/ή είναι το όχημα (vehicle) μέσω του οποίου ο εναγόμενος 1 διεξήγαγε και διεξάγει κάποιες από τις συναλλαγές του. Διαζευκτικά, ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη 2 κατά τους ουσιώδης χρόνους ακολουθούσε τις οδηγίες του εναγόμενου 1. Δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 27/10/2014, η εναγόμενη 2 αγόρασε από την εταιρεία Sokol Invest 301.865 μετοχές της εταιρείας OKB με συνολική τιμή πώλησης 80.899.820,00 ρούβλια. Η αγορά αυτή είχε χρηματοδοτηθεί από την εταιρεία Mall Estate και/ή η τελευταία παρείχε δάνειο στην εναγόμενη 2 ύψους 81.250.000,00 ρουβλιών. Ο εναγόμενος 1 ήταν και/ή είναι ο απόλυτος τελικός δικαιούχος (ultimate beneficiary) και/ή ο ιδιοκτήτης της Mall Estate και/ή είχε τον απόλυτο έλεγχο της. Η εναγόμενη 2 κατά τις 28/10/2014 κατέβαλε το τίμημα πώλησης των μετοχών στην Sokol Invest και στις 29/10/2014, η τελευταία μεταβίβασε την κυριότητα τους στην εναγόμενη 2.

 

Δυνάμει γραπτής συμφωνία ημερομηνίας 04/04/2015, ο εναγόμενος 1 προσωπικά και/ή ως ο απόλυτος δικαιούχος της εναγόμενης 2 και ο ενάγοντας ενεργώντας προς όφελος και/ή για λογαριασμό του υιού του, συμφώνησαν ότι η αγορά των πιο πάνω μετοχών στην ΟΚΒ πραγματοποιήθηκε προς όφελος του ενάγοντα σε ίσα μερίδια και/ή ότι ο εναγόμενος 1 και ο ενάγοντας ως δικαιούχος κατείχαν τις μετοχές σε ίσα μερίδια και/ή ότι ο εναγόμενος 1 προσωπικά και μέσω της εναγόμενης 2 θα κρατούσε τις εν λόγω μετοχές για λογαριασμό του ενάγοντα σε ίσα μερίδια και/ή ως κατεπιστευματοδόχος του. Κατά ή περί τις 16/04/2015 και στα πλαίσια της πιο πάνω γραπτής συμφωνίας και προηγούμενης προφορικής συμφωνίας, ο ενάγοντας κατέβαλε το ποσό του 1.300.000,00 ρουβλιών στον προσωπικό λογαριασμό του εναγόμενου 1.

 

Κατά τον Ιούλιο του 2017 περιήλθε σε γνώση του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος 1 διαπραγματευόταν την πώληση των επίδικων μετοχών, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και των υποχρεώσεων του έναντι του ενάγοντα και ανταλλάγηκε αλληλογραφία μεταξύ των μερών. Εν τέλει και παρά τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου 1 περί του αντιθέτου, κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2017, ο ενάγοντας πληροφορήθηκε ότι οι εναγόμενοι πώλησαν και/ή αποξένωσαν τις επίδικες μετοχές κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και/ή των υποχρεώσεων τους έναντι του ενάγοντα και τις μεταβίβασαν στην εταιρεία GK Sfera και την εταιρεία INTERMARS έναντι του ποσού των 800.000.000 ρουβλιών. Πέραν των πιο πάνω, ο ενάγοντας επικαλείται συνομωσία των εναγόμενων 1 και 2, παράβαση εμπιστεύματος και απαιτεί με την παρούσα αγωγή, διάφορες αναγνωριστικές αποφάσεις και απόδοση λογαριασμών για όλα τα χρήματα που εισέπραξαν και απόδοση εισοδημάτων και κερδών καθώς επίσης γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Ο εναγόμενος 1 με την Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, εγείρει διάφορες προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες ισχυρίζεται ότι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί και επικαλείται ακυρότητα της συμφωνίας ημερομηνίας 04/04/2015. Άνευ βλάβης των πιο πάνω, ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ουδέποτε ήταν και/ή είναι ιδιοκτήτης και/ή ο απόλυτος και/ή τελικός και/ή πραγματικός δικαιούχος της εναγόμενης 2 και ουδεμία ανάμειξη και σχέση είχε ή έχει με την εναγόμενη 2 εταιρεία. Παραδέχεται ότι η εταιρεία Mall Estate είναι εταιρεία συνδεδεμένη με τον ίδιο πλην όμως απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί δήθεν χρηματοδότησης της εναγόμενης 2 από την πιο πάνω εταιρεία για αγορά των μετοχών της ΟΚΒ.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι περί τις 08/08/2014 η Mall Estate χορήγησε δάνειο ύψους 400.000.000 (περίπου 11.300.000 δολαρίων ΗΠΑ) σε εταιρεία του T. με την ονομασία Wego. Κατά τον Σεπτέμβριο του 2014 η K., η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σύζυγος του T., αποπλήρωσε μέρος του εν λόγω δανείου ύψους 5.029.778. Κατά ή περί τις αρχές του 2015, ο T. προσέγγισε τον εναγόμενο 1 με την εισήγηση να αγοράσει τις μετοχές της εναγόμενης 2 (η Επένδυση), η οποία θα επέφερε σημαντικά κέρδη στον εναγόμενο 1, ενημερώνοντας τον ότι η εναγόμενη 2 προσφάτως είχε αποκτήσει τις μετοχές της ΟΚΒ. Ο T., με απώτερο σκοπό να πείσει τον εναγόμενο 1 να συμμετάσχει στην επένδυση, είχε παρουσιάσει ότι η συμμετοχή του εναγόμενου 1 θα οδηγούσε και τον ίδιο να επενδύσει καθότι ενδεχόμενα κέρδη από αυτή θα τον βοηθούσαν να τιμήσει τις υποχρεώσεις του έναντι του εναγόμενου 1 και να αποπληρώσει τα οφειλόμενα ποσά προς αυτόν. Περί τον Σεπτέμβριο του 2014 ο T., μέσω της K., προχώρησε στην πληρωμή του ποσού των 5.000.000 ΔΗΠ έναντι του συνολικού ποσού των 11.300.000 ΔΗΠ που του είχε δανείσει ο εναγόμενος 1. Κατά τον Απρίλιο του 2015 ο T. παρουσίασε στον εναγόμενο 1 προσχέδιο της συμφωνίας για την ισχυριζόμενη Επένδυση. Ο T., με σκοπό να πείσει τον εναγόμενο 1 να υπογράψει την εν λόγω συμφωνία, του είχε αναφέρει ότι η συμφωνία θα τελούσε υπό την αίρεση της αγοράς των μετοχών της εναγόμενης 2 από μέρους του εναγόμενου 1, διαφορετικά δεν θα είχε οποιοδήποτε υπόβαθρο και θα ήταν εξ’ υπαρχής άκυρη. Ως επιπρόσθετο επιχείρημα, ο T. προέβαλε το γεγονός ότι μόνο αν συναπτόταν η συμφωνία θα μπορούσε να αποπληρώσει τον εναγόμενο 1, αφού ο σκοπός του ήταν να τον αποπληρώσει μέσω ενός εμπιστεύματος που διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο για τον ανήλικο T. T. και ότι η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ήταν αναγκαία με σκοπό να την παρουσιάσει στους εμπιστευτοδόχους για να μπορέσουν να δικαιολογήσουν και να προβούν σε πληρωμή προς όφελος του εναγόμενου 1.

 

Στην βάση των πιο πάνω παραστάσεων σε συνδυασμό με την προφορική συμφωνία και ρητή συνεννόηση ότι η επίδικη συμφωνία θα επέφερε έννομα αποτελέσματα μόνο σε περίπτωση αγοράς των μετοχών στην εναγόμενη 2, η επίδικη συμφωνία υπογράφηκε στις 04/04/2015. Η αύξηση, όμως, των υποχρεώσεων του T. προς τον εναγόμενο 1 ένεκα της παροχής νέων πιστωτικών διευκολύνσεων περί το 2015 οδήγησε στην ματαίωση της Επένδυσης αφού η Επένδυση τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν ορθή επιχειρηματική επιλογή κάτι για το οποίο ο εναγόμενος 1 ενημέρωσε τον T. και ο τελευταίος τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα. Είναι η θέση του εναγόμενου 1 ότι η εν λόγω συμφωνία δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ και δεν επέφερε ποτέ έννομα αποτελέσματα.

 

Αναφορικά με την καταβολή του ποσού του 1.3000.000 ΔΗΠ περί τα μέσα Απριλίου του 2015, ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι αυτό καταβλήθηκε έναντι των υποχρεώσεων του T. ως απορρέαν δυνάμει του δανείου Wego. Ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ουδέποτε προέβη σε αγορά και/ή απόκτηση των μετοχών της εναγόμενης 2 και της ΟΚΒ με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατη και/ή ανέφικτη η διαχείριση των μετοχών της ΟΚΒ προς όφελος του T. T. Ουδεμία ανάμειξη είχε στην εναγόμενη 2 και στην ΟΚΒ και συνεπώς η καταβολή οποιουδήποτε ποσού κερδών και/ή μερισμάτων προς όφελος του T. T. ήταν αδύνατη.

 

Συνεπώς, ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ουδέποτε απέκτησε ή και αγόρασε μετοχές της εναγόμενης 2 και ουδέποτε κατέστη εγγεγραμμένος μέτοχος αυτής και/ή πραγματικός δικαιούχος της, καμία εμπλοκή είχε στο διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 2 και καμία απόφαση δεν μπορούσε να λάβει και ο εναγόμενος 1 δεν νομιμοποιείται να λάβει οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τη διαχείριση της εναγόμενης 2 και/ή της ΟΚΒ αφού η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Διαζευκτικά, ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι η επίδικη συμφωνία είναι εξ’ υπαρχής άκυρη για τους λόγους που αναφέρει στο δικόγραφο του. Ουδέποτε ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος του ενάγοντα και δεν είχε καθήκον επιμέλειας και εμπιστοσύνης. Ουδέποτε ο εναγόμενος 1 απέκτησε οποιοδήποτε όφελος από την κατ’ ισχυρισμό αποξένωση ή και πώληση του 50% των μετοχών.

 

Ο εναγόμενος 1 με την ανταπαίτηση, την οποία βασίζει στις ψευδείς, δόλιες και αμελείς παραστάσεις του T., λεπτομέρειες των οποίων παραθέτει, αξιώνει αναγνωριστικές αποφάσεις περί ακυρώτητας της επίδικης συμφωνίας και γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.  

 

Ο ενάγοντας με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, απορρίπτει τις προδικαστικές ενστάσεις και επαναλαμβάνει τη θέση του ότι ο εναγόμενος 1 ήταν και είναι ο πραγματικός δικαιούχος της εναγόμενης 2 και ασκούσε ή ασκεί έλεγχο αυτής και ότι η επίδικη συμφωνία είναι καθόλα έγκυρη και αυτός κατείχε το 50% των μετοχών ως εμπιστευματοδόχος του ενάγοντα. Αρνείται ότι η επίδικη συμφωνία ήταν υπό αίρεση, ότι ο ενάγοντας προέβη στις ισχυριζόμενες παραστάσεις στον εναγόμενος 1 για την συνομολόγηση της και ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 παρουσιαζόταν ως ο ιδιοκτήτης και/ή τελικός δικαιούχος της εναγόμενης 2. Το δάνειο Wego είχε σχεδόν αποπληρωθεί πλήρως πριν από την σύναψη της επίδικης συμφωνίας και αρνείται τον ισχυρισμό ότι το ποσό των 1.300.000 ΔΗΠ πληρώθηκε έναντι του δανείου. Ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό πληρώθηκε για την αγορά του 50% των επίδικων μετοχών.

 

Με την υπό κρίση αίτηση, ο ενάγοντας αιτείται από το Δικαστήριο διάταγμα που να διατάσσει τον εναγόμενο 1 όπως παραδώσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες των παραγράφων 10, 12.1, 12.5, 12.7, 12.8 – 12.10, 12.12, 13.5, 13.9.3, τελευταία παράγραφο της παραγράφου 13 και παραγράφων 14, 16.2, 16.6, 26, 27, 34.1, 34.2, 34.3, 34.7, 34.9, 35 και 40 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ως λεπτομερώς περιγράφονται στην Αίτηση. 

Η αίτηση των εναγόντων εδράζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.19, Θεσμοί 4,5,6,7,8,13,15 και 16 και Δ.48, Θεσμοί 1,2,3,6,7 και 9(i). Υποστηρίζεται, επίσης, από την ένορκη δήλωση του κ. Φάνη Ονησιφόρου, δικηγόρου στο γραφείο ενός εκ των δικηγόρων του ενάγοντα. Ο ενόρκως δηλών, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι δικηγόροι του ενάγοντα απέστειλαν στις 21/11/2022 επιστολή στους δικηγόρους του εναγόμενου 1 με την οποία ζητούσαν περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες όσον αφορά συγκεκριμένες παραγράφους και ή σημεία της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 1. Οι δικηγόροι του εναγόμενου 1, στις 17/11/2023 απέστειλαν επιστολή με την οποία έδωσαν κάποιες απαντήσεις ως προς τις αιτούμενες λεπτομέρειες. Ακολούθως, στις 22/02/2024 οι δικηγόροι του ενάγοντα απέστειλαν νέα επιστολή (δεύτερη επιστολή) στους δικηγόρους του εναγόμενου 1 με την οποία ζητούσαν κάποιες διευκρινήσεις επί των απαντήσεων που δόθηκαν και ζητούσαν ξανά να τους δοθούν οι περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες οι οποίες δεν είχαν δοθεί. Οι εν λόγω επιστολές και απάντηση επισυνάπτονται ως τεκμήρια 1, 2 και 3. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάντηση στην δεύτερη επιστολή των δικηγόρων του ενάγοντα. Κατόπιν τούτου και με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση.

Στη συνέχεια, ο ενόρκως δηλών παραθέτει τους βασικούς ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης, της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και της Απάντησης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση. Ακολούθως, αναφέρεται στο περιεχόμενο των πιο πάνω αναφερόμενων επιστολών, στις αιτούμενες με αυτές λεπτομέρειες, στην απάντηση των δικηγόρων του εναγόμενου 1 και γιατί αυτή δεν ήταν ικανοποιητική. Αποτελεί θέση του ενόρκως δηλούντα ότι οι αιτούμενες λεπτομέρειες, υπό στοιχεία vii, x, xiii, xiv, xx, xxi, iv, v-vi, viii, ix, xii, xvii, xviii, xix της Αίτησης, αφορούν διευκρινήσεις επί ουσιωδών επίδικων γεγονότων της αγωγής. Αποτελούν, επίσης, ισχυρισμούς του εναγόμενου 1, για τους οποίους φέρει το βάρος απόδειξης και είναι αναγκαίο να παρασχεθούν οι αιτούμενες λεπτομέρειες ούτως ώστε ο ενάγοντας να μπορεί να γνωρίζει λεπτομέρειες αυτών των ισχυρισμών για να μπορέσει να προετοιμαστεί και να τους αντιμετωπίσει κατά την ακροαματική διαδικασία, για να μπορέσει να προσκομίσει τη δική του μαρτυρία και να υπερασπισθεί την Ανταπαίτηση και να μην τεθεί προ εκπλήξεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Παρόμοιες θέσεις, ο ενόρκως δηλών, εκφράζει και για τις αιτούμενες λεπτομέρειες υπό στοιχεία i και ii καθώς επίσης και υπό στοιχεία iv, vii, xvi, xviii και iii και vi, x, xi, xxii, της Αίτησης. Αποτελεί θέση του ότι οι εν λόγω λεπτομέρειες δεν άπτονται ζητημάτων μαρτυρίας, αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, να ξεκαθαρίσουν και να γίνουν αντιληπτές οι θέσεις του εναγόμενου 1 επί διαφόρων γενικών και ασαφών ισχυρισμών του καθώς και να γίνουν αντιληπτά ποια είναι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζονται οι ασαφείς θέσεις του εναγόμενου 1, ούτως ώστε να γνωρίζει ο ενάγοντας ποια ακριβώς είναι η υπεράσπιση του εναγόμενου 1 καθώς και η Ανταπαίτηση του και για να μπορέσει να προετοιμαστεί κατάλληλα και να μην τεθεί προ εκπλήξεως κατά την ακροαματική διαδικασία.    

Ο εναγόμενος 1 στις 13/01/2025 καταχώρησε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση με την οποία προβάλει οκτώ (8) λόγους για τους οποίους η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως ακολούθως:

 

1.     Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή/και δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ικανοποίηση του αιτήματος του Ενάγοντα.

 

2.     Οι ισχυρισμοί και/ή θέσεις για τις οποίες ζητούνται οι λεπτομέρειες είναι δεόντως και/ή επαρκώς δικογραφημένες και/ή σαφείς, συγκεκριμένοι και δίνουν πλήρη εικόνα της φύσης των ζητημάτων και/ή δεν χρήζουν διευκρίνισης και περαιτέρω λεπτομερειών και/ή η Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του Εναγόμενου 1 αποκαλύπτει με σαφή και πλήρη τρόπο τις θέσεις του Εναγόμενου 1 σε βαθμό που δεν υπάρχει ενδεχόμενο ο Ενάγοντας να βρεθεί προ εκπλήξεως κατά τη δίκη.

 

3.     Οι αιτούμενες λεπτομέρειες δεν είναι αναγκαίες καθότι ο Ενάγοντας έχει ήδη προχωρήσει στην καταχώρηση της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση απαντώντας στους ισχυρισμούς του Εναγόμενου 1, χωρίς να έχει στην κατοχή του τις αιτούμενες λεπτομέρειες.

 

4.     Η Αίτηση είναι καταχρηστική και/η κακόπιστη και/ή προωθείται για αλλότριους σκοπούς και/ή αποσκοπεί στον να καθυστερήσει την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και να διατηρήσει σε ισχύ για δυσανάλογα μεγάλο χρονικό διάστημα το διάταγμα παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Εναγόμενου 1.

 

5.     Οι αιτούμενες λεπτομέρειες αποτελούν μια προσπάθεια αλίευσης και/ή εκμαίευσης και/ή αποκάλυψης μαρτυρίας πριν την ακρόαση της αγωγής.

 

6.     Η Αίτηση είναι άνευ αντικειμένου αφού στο στάδιο αποκάλυψης εγγράφων δόθηκαν στον Ενάγοντα οι πληροφορίες για τα έγγραφα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει ο Εναγόμενος 1 προς υποστήριξη των ισχυρισμών του.

 

7.     Άνευ βλάβης των πιο πάνω, οι λεπτομέρειες που ζητούνται δεν αφορούν ουσιώδη γεγονότα αλλά μαρτυρία που θα προσκομιστεί κατά τη δικάσιμο με σκοπό την απόδειξη των θέσεων και/ή ισχυρισμών του Εναγόμενου 1 και/ή άπτονται επί επουσιωδών θεμάτων.

 

8.     Η παροχή των αιτούμενων λεπτομερειών θα έχει ως αποτέλεσμα τον δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του Εναγόμενου 1 σε ανεπανόρθωτο βαθμό σε σημείο που θα πληγεί η υπερασπιστική του γραμμή και/ή κατά τρόπο ώστε ο Εναγόμενος 1 να βρεθεί σε δυσμενή θέση και/ή να αποδυναμωθεί η θέση του και/ή θα έχει αποτέλεσμα την αλλαγή του βάρους απόδειξης.

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Άντρεας Δρουσιώτου, δικηγόρου η οποία συνεργάζεται με τους δικηγόρους του εναγόμενου 1 και δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον τελευταίο για να προβεί στην ένορκη δήλωση. Υιοθετεί τους λόγους ένστασης και αναφέρεται στο ιστορικό της διαδικασίας και στην ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των διαδίκων καθώς επίσης στις δικογραφημένες θέσεις των μερών. Είναι η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου 1 είναι επαρκώς δικογραφημένοι και ότι στο μέτρο που αυτοί δεν ήταν τόσο ξεκάθαροι, οι δικηγόροι του εναγόμενου 1 παρείχαν τις αιτούμενες διευκρινήσεις μέσω της Απαντητικής Επιστολής. Συνεπώς, η πλευρά του ενάγοντα γνωρίζει πάρα πολύ καλά της υπερασπιστική γραμμή που θα ακολουθήσει ο εναγόμενος 1 κατά την ακρόαση της αγωγής με αποτέλεσμα να μην τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα να βρεθεί εξ’ απήνης. Παραπέμπει, επίσης, στα γεγονότα που αποκαλύφθηκαν στα πλαίσια της διαδικασίας για την έκδοση προσωρινού διατάγματος και στην καταχώρηση από πλευράς ενάγοντα Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση χωρίς να έχει στην κατοχή του τις αιτούμενες λεπτομέρειες κάτι που υποδηλοί ότι αυτές δεν είναι αναγκαίες.

Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική, δεν είναι γνήσια και εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς και αποτελεί προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας. Πέραν των πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι πλείστες εκ των πληροφοριών που ζητεί ο ενάγοντας αφορούν ξεκάθαρα έγγραφα και αποδείξεις που αποτελούν αντικείμενο αποκάλυψης και όχι αντικείμενο περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών. Πλείστες, επίσης, εκ των ζητούμενων λεπτομερειών βρίσκονται στην σφαίρα γνώσης του ενάγοντα, δεν συνιστούν λεπτομέρειες επί ουσιωδών γεγονότων και γενικότερα σε περίπτωση που ο εναγόμενος 1 υποχρεωθεί να αποκαλύψει από αυτό το στάδιο τη μαρτυρία που θα προσκομίσει κατά την ακρόαση θα οδηγήσει σε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του.   

Η ακρόαση της παρούσας αίτησης διεξήχθη στη βάση γραπτών αγορεύσεων που αμφότερες οι πλευρές καταθέσαν στο Δικαστήριο. Έχω διεξέλθει και μελετήσει τις εν λόγω αγορεύσεις και λαμβάνω υπόψη μου τα όσα οι συνήγοροι των διαδίκων επικαλούνται, χωρίς να κρίνω αναγκαίο να αναφερθώ σε αυτά λεπτομερώς για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Θα γίνει αναφορά κατωτέρω στις θέσεις των συνηγόρων εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.

 

Τα δικόγραφα είναι ουσιώδη στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και στον καθορισμό της βάσης επί της οποίας θα προχωρήσει η ακρόαση της υπόθεσης (βλ. Τσαγγάρη ν Γαβριηλίδου κ.α. (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 472). Θα πρέπει να συντάσσονται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.19 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, και ιδιαίτερα του Κ. 4 ο οποίος διαλαμβάνει ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να διατυπώνει, και αυτό σε συνοπτική μορφή, όλα τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία ο διάδικος βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπιση του, ανάλογα με την περίπτωση, και όχι τη μαρτυρία με την οποία θα αποδειχθούν αυτά τα γεγονότα.  Η λέξη «ουσιώδης» (material) σημαίνει αναγκαία για το σκοπό να διατυπωθεί μια πλήρης αιτία αγωγής. 

 

Όπως, επίσης, έχει αναφερθεί στην Κρις (Χρίστος) Χριστοδούλου v. Χρ. Μαρνέρος & Σια Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 718, τα δικόγραφα δεν έχουν μόνο σκοπό τη διαφύλαξη της κανονικής διαδικασίας. Σκοπό έχουν να μην καταλαμβάνονται εξ’ απροόπτου οι διάδικοι στους οποίους θα πρέπει να παρέχεται η δέουσα ευκαιρία να ετοιμάσουν την υπόθεση τους για ακρόαση. Εκτός αν τα επίδικα θέματα καθοριστούν δεόντως η ακρόαση παραμένει χωρίς οριοθέτηση και οι σκοποί της δικαιοσύνης μπορεί να παρακωλυθούν λόγω της αβεβαιότητας.

 

Τα δικόγραφα θα πρέπει να περιέχουν όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε η άλλη πλευρά να μπορεί να σχηματίζει σαφή και πλήρη εικόνα για τη φύση και την έκταση της υπόθεσης που πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ακρόαση και να μη βρίσκεται προ εκπλήξεως ή να καταλαμβάνεται εξ’ απήνης. Όταν ο κανόνας αυτός παραβιάζεται ο αντίδικος δικαιούται να αξιώνει και επιτυγχάνει την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τον αντίδικο να παράσχει τις απαιτούμενες κάτω από τις περιστάσεις λεπτομέρειες (βλ. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ και Άλλοι v. Credit Libanais S.A.L. (1991) 1 A.A.Δ. 649, 652).

 

Tο δικαιοδοτικό πλαίσιο για την έκδοση διατάγματος για την παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών περιλαμβάνεται στην Δ.19, Θ.6 η ο οποία έχει ως ακολούθως:

 

Α further and better statement of the nature of the claim or defence, or further and better particulars of any matter stated in any pleading, notice, or written proceeding requiring particulars, may in all cases be ordered, upon such terms, as to costs and otherwise, as may be just.”  

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται με μοναδικό γνώμονα την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων που σκιαγραφεί η νομολογία.

 

Έχω μελετήσει τα δικόγραφα και των δύο πλευρών και επικεντρώθηκα στις συγκεκριμένες παραγράφους της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 1, για τις οποίες ζητούνται περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, έχοντας υπόψη μου και τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα. Yπόψη μου, επίσης, έλαβα τα τεκμήρια 1 και 2 που επισυνάπτονται στην Αίτηση και αφορούν την αρχική επιστολή για λεπτομέρειες που αποστάληκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο 1 και την απάντηση του εναγόμενου 1 σε αυτήν.

 

Ως γενική παρατήρηση, εκείνο το οποίο διαπιστώνεται, μελετώντας τα δικόγραφα και τις αιτούμενες λεπτομέρειες είναι ότι κατά το πλείστο, εκείνο το οποίο επιζητείται με την παρούσα αίτηση, δεν είναι λεπτομέρειες για να διευκρινιστούν ισχυρισμοί και γεγονότα τα οποία επικαλείται ο εναγόμενος 1 με το δικόγραφο του, αλλά αλίευση μαρτυρίας. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι ζητούνται στοιχεία μαρτυρίας και εγγράφων για ισχυρισμούς που ο ενάγοντας επικαλείται στην Έκθεση Απαίτησης και φέρει το βάρος απόδειξης τους και τα οποία προκύπτει να είναι σε γνώση του και να έχουν αποκαλυφθεί στα πλαίσια της διαδικασίας για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Προς επίρρωση της πιο πάνω γενικής τοποθέτησης μου θα προχωρήσω να εξετάσω έκαστο αιτητικό ξεχωριστά, ως κατωτέρω θα αναφερθώ.   

 

Με Αιτητικό Α) i και ii της Αίτησης, επιζητούνται συγκεκριμένες λεπτομέρειες της παραγράφου 10 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 1. Όπως προκύπτει, ο εναγόμενος 1 στην εν λόγω παράγραφο απαντά στους ισχυρισμούς της παραγράφου 6 της Έκθεσης Απαίτησης του ενάγοντα, στην οποία δικογραφεί και/ή ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 είναι ο τελικός δικαιούχος της εταιρείας Mall Estate και/ή είχε και έχει τον απόλυτο έλεγχο της και/ή είχε ή έχει επιρροή στους αξιωματούχους της. Επίσης, ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η εν λόγω Mall Estate συμφώνησε με την εναγόμενη 2 να της παραχωρήσει δάνειο ύψους 81.250.000,00 ρουβλιών και ήταν αυτή που χρηματοδότησε την αγορά των μετοχών στην ΟΚΒ. Ο εναγόμενος 1 με την παράγραφο 10 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, παραδέχεται ότι η Mall Estate είναι εταιρεία συνδεδεμένη με τον ίδιο και απορρίπτει τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της παραγράφου 6 της Έκθεσης Απαίτησης περί δήθεν χρηματοδότησης της εναγόμενης 2 από την Mall Estate για την αγορά των επίδικων μετοχών από την εναγόμενη 2. Ο ενάγοντας με τα πιο πάνω αιτητικά του επιζητεί λεπτομέρειες για τί εννοεί ο εναγόμενος 1 ότι η Mall Estate είναι εταιρεία συνδεδεμένη με εκείνον, με ποιό τρόπο ήτα συνδεδεμένη, ποιοί ήταν οι εγγεγραμμένοι, πραγματικοί και ωφέλιμοι ιδιοκτήτες και μέτοχοι της, κατά πόσο ο εναγόμενος 1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο απόλυτος και τελικός δικαιούχος και ιδιοκτήτης της, κατά πόσο είχε τον έλεγχο ή την επιρροή του στην εν λόγω εταιρεία ή στους αντιπροσώπους της και κατά πόσο υπάρχουν οποιαδήποτε έγγραφα που να τεκμηριώνεται η σύνδεση της εν λόγω εταιρείας με τον εναγόμενο 1 και αν ναι να δοθούν λεπτομέρειες των εγγράφων αυτών. Με την απαντητική επιστολή οι δικηγόροι του εναγόμενου 1, διευκρινίζουν τον πιο πάνω αναφερόμενο ισχυρισμό του εναγόμενου 1 στο δικόγραφο του σε σχέση με την σύνδεση του με την Mall Estate και αναφέρουν ότι αυτή συνίσταται στο ότι ο εναγόμενος 1 είχε παράσχει χρήματα προς την Mall Estate και ότι σε καμία περίπτωση ο εναγόμενος 1 ήταν συνδεδεμένος με την εν λόγω εταιρεία με την έννοια του ιδιοκτήτη ή του τελικού δικαιούχου. Κρίνω ότι, τόσο οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί του εναγόμενου 1 για το ζήτημα αυτό όσο και οι παρασχεθείσες διευκρινήσεις ή λεπτομέρειες επί τούτου, είναι αρκούντος διαφωτιστικές και ξεκάθαρες αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό του. Με όλο το σεβασμό, τα όσα η πλευρά του ενάγοντα αξιώνει, ως ανωτέρω αναφέρθηκαν, πόρρω απέχουν από το να αποτελούν λεπτομέρειες για να διασαφηνιστεί ο εν λόγω ισχυρισμός του εναγόμενου 1. Αντιθέτως, συνιστούν μαρτυρία και η οποία μάλιστα δεν αφορά τον ισχυρισμό αυτό του εναγόμενου 1 αλλά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, περί τελικού δικαιούχου της Mall Estate, για τους οποίους φέρει το βάρος απόδειξης και δεν νομιμοποιείται να ζητά τέτοιες λεπτομέρειες που στην προκείμενη προκύπτει να αφορά και μαρτυρία για την απόδειξη τους. Είναι νομολογημένο ότι λεπτομέρειες μπορεί να ζητηθούν από διάδικο μόνο σε σχέση με ισχυρισμούς, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει ο ίδιος (βλ. Κουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973).

 

Πέραν των πιο πάνω, με το αιτητικό ii) ο ενάγοντας ζητά πλήρης λεπτομέρειες της παραγράφου 10 και ειδικότερα ζητούν από τον εναγόμενο 1 να αναφέρει ποιός ήταν ο σκοπός του δανείου που δόθηκε από την Mall Estate προς την εναγόμενη 2 και για ποιο λόγο η τελευταία το ζήτησε, αν το ζήτησε, να αναφερθεί αν η Mall Estate ή και ο εναγόμενος 1 γνώριζαν πώς θα χρησιμοποιούνταν και αν γνωρίζουν πώς τελικά χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της αναφερόμενης δανειοδότησης από την εναγόμενη 2, να αναφερθεί κατά πόσο γνωρίζει ο εναγόμενος 1 αν η εναγόμενη 2 αποπλήρωσε το ποσό του εν λόγω δανείου και αν ναί πότε και με ποιό τρόπο το αποπλήρωσε και να αναφερθεί κατά πόσο η άρνηση από τον εναγόμενο 1 όλων των υπόλοιπων ισχυρισμών της παραγράφου 6 της Έκθεσης Απαίτησης, ο εναγόμενος 1 αρνείται μόνο την ύπαρξη του δανείου ή της ισχυριζόμενης γραπτής συμφωνίας ή κατά πόσο αρνείται ότι η αγορά των μετοχών είχε χρηματοδοτηθεί μέσω του εν λόγω δανείου. Κρίνω ότι η παράγραφος 10 του δικογράφου του εναγόμενου 1 είναι ξεκάθαρη και δεν χρήζει οποιασδήποτε άλλης διευκρίνησης. Τα όσα επιζητούνται αποτελούν, κατά την κρίση μου, εκμαίευση μαρτυρίας για ισχυρισμούς για τους οποίους το βάρος της απόδειξης φέρει ο ενάγοντας.

 

Με τα αιτητικά υπό στοιχεία Α) iii, iv, v, vi και vii της Αίτησης, επιζητούνται σωρεία λεπτομερειών οι οποίες αφορούν τις παραγράφους 12.1, 12.5, 12.7, 12.8, 9 και 12.12. Όπως προκύπτει, στις εν λόγω παραγράφους και σε όλες τις υποπαραγράφους 12, ο εναγόμενος 1 προβάλει την δική του εκδοχή για τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην παράγραφο 12.1 ισχυρίζεται ότι «Κατά ή περί τον Αύγουστο του 2014, ο Tsvetkov ζήτησε από τον εναγόμενο 1 όπως του παράσχει άμεσα δανειοδότηση, με συμβαλλόμενο μέρος μια συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία, με σκοπό τη διευθέτηση κάποιων υποχρεώσεων του». Με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, παραπέμπουν για τις σχετικές λεπτομέρειες των πιο πάνω ισχυρισμών στην παράγραφο 12.2 του δικογράφου τους, όπου αναφέρεται ότι κατά ή περί τις 08/08/2014 η Mall Estate χορήγησε δάνειο ύψους 400.000.000 ρουβλιών (περίπου 11.300.000 δολαρίων ΗΠΑ) σε εταιρεία του T. με την ονομασία Wego. Tώρα με την Αίτηση, ο ενάγοντας επιζητεί να αναφερθούν με ποιό τρόπο και πότε ακριβώς ο T. ζήτησε από τον εναγόμενο 1 να του παράσχει δάνειο, ποιες ήταν οι κατ’ ισχυρισμό ανάγκες του T. που θα διευθετούσε, κατά πόσο υπάρχουν γραπτές συμφωνίες ή επικοινωνίες σε σχέση με τις κατ’ ισχυρισμό υποχρεώσεις του πιο πάνω και αν ναι να δοθούν λεπτομέρειες των εν λόγω εγγράφων και τί εννοεί ο εναγόμενος 1 με την αναφορά του σε συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία και κατά πόσο εννοεί συνδεδεμένη με τον ίδιο ή τον T. Σε σχέση με το τελευταίο, προκύπτει να απαντάται στην παράγραφο 12.2 στην οποία παραπέμπει ο εναγόμενος 1 με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του. Σε σχέση με τα υπόλοιπα, αυτά δεν χρήζουν καμία άλλης διευκρίνησης και τα όσα επιζητούνται αποτελούν μαρτυρία. Σημειώνεται ότι με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, ο εναγόμενος 1 προκύπτει να παραδέχεται την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας δανείου και τους όρους αυτής. Διερωτώμαι γιατί να ζητούνται όλα τα πιο πάνω, τα οποία αναφύεται να είναι και στην γνώση του εναγόμενου 1.

 

Στην παράγραφο 12.5 του δικογράφου του εναγόμενου 1 γίνεται αναφορά στον κατ’ ισχυρισμό τρόπο που  ο T., κατά ή περί τον Απρίλιο του 2015 προσέγγισε τον εναγόμενο 1 με την εισήγηση να αγοράσει τις μετοχές της εναγόμενης 2 και στις αναφορές του προς τον εναγόμενο 1. Ζητείται να αναφερθεί ο τρόπος και πότε ακριβώς έγινε αυτή η προσέγγιση του T. προς τον εναγόμενο 1, σε τί συνίστατο η έρευνα που κατ’ ισχυρισμό είχε προβεί ο T., πώς, πότε ακριβώς και πού έγινε η ισχυριζόμενη συζήτηση και/ή επικοινωνία με την οποία ενημέρωσε τον εναγόμενο 1 ότι η εναγόμενη 2 είχε αγοράσει τις μετοχές της ΟΚΒ και κατά πόσο παρευρίσκονταν άλλα πρόσωπα σε αυτήν την συνάντηση, ποιές ήταν ακριβώς οι ισχυριζόμενες υποχρεώσεις του T. προς τον εναγόμενο 1 και ποια ακριβώς ήταν τα οφειλόμενα ποσά βάσει των εν λόγω υποχρεώσεων, πώς δημιουργήθηκαν αυτές οι υποχρεώσεις και κατά πόσο υπάρχουν οποιεσδήποτε γραπτές συμφωνίες ή γραπτές επικοινωνίες σε σχέση με τις ισχυριζόμενες υποχρεώσεις του T. προς τον εναγόμενο 1 κατά τον ισχυριζόμενο χρόνο και αν υπάρχουν τέτοιες γραπτές συμφωνίες ή γραπτές επικοινωνίες να δοθούν λεπτομέρειες των εν λόγω εγγράφων ή επικοινωνιών. Όλα τα πιο πάνω που επιζητούνται δεν αφορούν λεπτομέρειες ή διευκρίνιση των ισχυρισμών του εναγόμενου 1 αλλά μαρτυρία. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ο ενάγοντας με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση να αρνείται τους ισχυρισμούς της παραγράφου 12.5 του δικογράφου του ενάγοντα και να ισχυρίζεται ότι το δάνειο του προς τον εναγόμενο 1 είχε σχεδόν εξοφληθεί. Προς τί να ζητούνται όλα τα πιο πάνω τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν μαρτυρία. Σε καμία περίπτωση πρόκειται για ισχυρισμούς που χρήζουν διευκρίνισης και σε καμία περίπτωση τίθεται ζήτημα ο ενάγοντας να βρεθεί εξ’ απήνης κατά τη δίκη. Σημειώνεται, επίσης, ότι στις πιο πάνω λεπτομέρειες επιζητούνται και λεπτομέρειες άλλων ατόμων που παρευρίσκονταν στην κατ’ ισχυρισμό συνάντηση εναγόμενου 1 και Tsvetkov, πράγμα ανεπίτρεπτο. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Τhe Annual Practice 1958, σελ.461» «If the only object of the summons be to obtain the name of witnesses or some other clue to the evidence of the other party, it will be dismissed….».

 

Στην παράγραφο 12.7, ο εναγόμενος αναφέρει ότι “Κατά ή περί τον Απρίλιο του 2015, ο εναγόμενος 1 συναντήθηκε με τον Tsvetkov μετά από αίτημα του τελευταίου, με σκοπό να συζητήσουν λεπτομέρειες της Επένδυσης.» Επιζητείται η ακριβής ημερομηνία που έγινε η ισχυριζόμενη συνάντηση. Με την απαντητική επιστολή των συνηγόρων του εναγόμενου 1, αναφέρεται ότι η συμφωνία υπογράφτηκε στις 04/04/2015. Η συνάντηση που αναφέρεται στην πιο πάνω παράγραφο έλαβε χώρα στην Κύπρο σε ημερομηνία κοντινή της ημερομηνίας υπογραφής. Κρίνω, ότι οι ισχυρισμοί και οι διευκρινίσεις είναι αρκούντως διαφωτιστικές και δεν τίθεται ζήτημα είτε να εκτροχιαστεί η διαδικασία της ακρόασης είτε ο ενάγοντας να βρεθεί εξ’ απήνης. Άλλωστε η θέση του είναι ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τα όσα ο εναγόμενος 1 επικαλείται. Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα μαρτυρίας και απόδειξης των ισχυρισμών αυτών του εναγόμενου 1.    

 

Στις παραγράφους 12.8, 12.9 και 12.10 του δικογράφου του εναγόμενου 1, γίνεται αναφορά σε διάφορα γεγονότα και παραστάσεις στις οποίες, κατ’ ισχυρισμό, ο T. προέβηκε στον εναγόμενο 1 με σκοπό να πείσει τον τελευταίο να υπογράψει την επίδικη συμφωνία. Επιζητείται με την αίτηση να αναφερθεί κατά πόσο τα ισχυριζόμενα γεγονότα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ισχυριζόμενης συνάντησης που αναφέρεται στην παράγραφο 12.7 και αν όχι να αναφερθούν οι ακριβείς ημερομηνίες για αυτά. Στην απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, αναφέρεται ότι τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια διαφόρων συναντήσεων μεταξύ εναγόμενου 1 και ενάγοντα, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στην Κύπρο σε ημερομηνίες ή ημερομηνία κοντινή της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας. Κρίνω, ότι δίνονται επαρκείς διευκρινήσεις και από εκεί και πέραν είναι ζήτημα μαρτυρίας και απόδειξης των ισχυρισμών του εναγόμενου 1.

 

Στην παράγραφο 12.12, ο εναγόμενος 1 κάνει αναφορά σε αύξηση των υποχρεώσεων του T. προς τον εναγόμενο 1 ένεκα της παροχής νέων πιστωτικών διευκολύνσεων περί το 2015 η οποία οδήγησε στην ματαίωση της Επένδυσης αφού τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν ορθή από επιχειρηματική σκοπιά. Ο T. ενημερώθηκε για την απόφαση του εναγόμενου 1 να μην προχωρήσει με την αγορά των μετοχών της εναγόμενης 2 και τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα και συμφωνούσε στη μη υλοποίηση της επίδικης συμφωνία και στην απαλλαγή των μερών από τις υποχρεώσεις τους. Επιζητείται με την Αίτηση, να αναφερθούν ποιες ήταν ακριβώς οι ισχυριζόμενες υποχρεώσεις του T. προς τον εναγόμενο 1 και ποια ακριβώς ποσά αφορούσαν, πώς δημιουργήθηκαν ή και από πού προέκυψαν ή προήλθαν κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο, κατά πόσο υπάρχουν οποιεσδήποτε γραπτές συμφωνίες ή γραπτές επικοινωνίες και αν ναι να δοθούν λεπτομέρειες των εν λόγω εγγράφων, ποιες ακριβώς ήταν οι ισχυριζόμενες νέες πιστωτικές διευκολύνσεις, ποια ακριβώς ποσά αφορούσαν, πώς και πότε καταβλήθηκαν και από ποιο πρόσωπο προς ποιο και κατά πόσο υπάρχουν γραπτές συμφωνίες ή επικοινωνίες και να δοθούν λεπτομέρειες αυτών. Με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, αναφέρεται ότι οι υποχρεώσεις του ενάγοντα αφορούσαν το δάνειο που δόθηκε στην Wego καθώς και την επενδυτική συμφωνία ημερομηνίας 09/10/2014 δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος 1 δάνεισε το ποσό των USD 10.000.000. Οι νέες πιστωτικές διευκολύνσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή αφορούν τη συμφωνία ημερομηνίας 21/08/2015 μεταξύ εναγόμενου 1 και του ενάγοντα για το ποσό των €5.000.000. Κρίνω ότι μετά τα πιο πάνω δίνονται πλήρεις λεπτομέρειες των ισχυρισμών αυτών του εναγόμενου 1. Τα υπόλοιπα τα οποία επιζητούνται με την αίτηση, κρίνω ότι δεν αποτελούν λεπτομέρειες αλλά μαρτυρία.

 

Περαιτέρω, και σε σχέση με την ίδια πιο πάνω παράγραφο, επιζητείται να αναφερθεί με ποιο τρόπο και πότε ακριβώς ο ενάγοντας είχε ενημερωθεί από τον εναγόμενο 1 ότι δεν θα προχωρούσε με την συμφωνία, κατά πόσο υπάρχουν οποιεσδήποτε γραπτές επικοινωνίες και αν ναι να δοθούν λεπτομέρειες αυτών καθώς επίσης και με ποιο τρόπο και πότε ο ενάγοντας διαβεβαίωσε τον εναγόμενο 1 ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα και να δοθούν λεπτομέρειες τυχόν γραπτών επικοινωνιών. Τα πιο πάνω, που επιζητούνται κρίνω ότι εμπίπτουν στην σφαίρα της μαρτυρίας και της απόδειξης εκ μέρους του εναγόμενου 1. Οι ισχυρισμοί είναι σαφείς και γνωρίζει ο ενάγοντας τί θα αντιμετωπίσει στη δίκη. Πέραν τούτου, με την απαντητική επιστολή γίνεται αναφορά ότι τα ισχυριζόμενα στην εν λόγω παράγραφο έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια διαφόρων συναντήσεων μεταξύ εναγόμενου 1 και ενάγοντα κυρίως στην Κύπρο σε ημερομηνίες ή ημερομηνία κοντινή της ημερομηνίας υπογραφής της επίδικης συμφωνίας. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά ότι όπως γνωρίζει πολύ καλά ο ενάγοντας και ως διαφάνηκε στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών στο εξωτερικό, οι συνεννοήσεις ή συμφωνίες μεταξύ εναγόμενου 1 και του ενάγοντα δεν λάμβαναν πάντοτε έγγραφη μορφή, πολλές εξ αυτών γίνονταν προφορικά στη βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είχαν μεταξύ τους, όπως ισχύει και στην παρούσα περίπτωση.   

 

Με το αιτητικό Α) viii, ix και x ο ενάγοντας επιζητεί λεπτομέρειες της παραγράφου 13.5, 13.9.3 και της τελευταίας παραγράφου της παραγράφου 13 του δικογράφου του εναγόμενου 1. Γενικότερα, στην παράγραφο 13 του δικογράφου του εναγόμενου 1, γίνεται άρνηση της παραγράφου 9 της Έκθεσης Απαίτησης του ενάγοντα, όπου αναφέρονται οι κατ’ ισχυρισμό όροι της επίδικης συμφωνίας και επαναλαμβάνεται η θέση ότι η εν λόγω συμφωνία δεν επέφερε ποτέ έννομα αποτελέσματα. Στην παράγραφο 13.5 ο εναγόμενος 1 αρνείται την παράγραφο 9(δ) της Έκθεσης Απαίτησης και τον όρο της κατ’ ισχυρισμό συμφωνίας που αφορούσε την απόκτηση των μετοχών της ΟΚΒ από την εναγόμενη 2. Περαιτέρω και άνευ βλάβης προβάλλεται η θέση ότι η πρώτη φορά που ο εναγόμενος 1 ενημερώθηκε για την αγορά των μετοχών της εναγόμενης 2 από την ΟΚΒ ήταν κατά ή περί τις αρχές του 2015 από τον ίδιο τον T. Ζητούνται λεπτομέρειες για τον τρόπο, την ακριβή ημερομηνία και πού κατ’ ισχυρισμό ενημερώθηκε ο εναγόμενος 1 για την αγορά των εν λόγω μετοχών και να αναφερθεί κατά πόσο υπάρχουν οποιεσδήποτε γραπτές επικοινωνίες και να δοθούν λεπτομέρειες αυτών. Με όλο το σεβασμό τα πιο πάνω δεν αποτελούν αναγκαίες λεπτομέρειες για να διευκρινιστούν οι εν λόγω ισχυρισμοί του εναγόμενου 1 αλλά μαρτυρία για την απόδειξη τους, κάτι που εκφεύγει του πλαισίου της παρούσας αίτησης. Πέραν τούτου, με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, διευκρινίζεται ότι η εν λόγω πληροφόρηση έγινε κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ του εναγόμενου 1 και του ενάγοντα στην Κύπρο και ότι πολλές εκ των συνεννοήσεων τους λάμβαναν χώρα προφορικά όπως ισχύει και στην παρούσα περίπτωση.

 

Σε σχέση με την παράγραφο 13.9.3 ζητείται να αναφερθεί με ποιο τρόπο, η ακριβής ημερομηνία και πού κατ’ ισχυρισμό έγινε η ρητή συνεννόηση, που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή, μεταξύ των μερών ότι σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της αίρεσης υπό την οποία τελούσε η Επίδικη Συμφωνία, τότε η Επίδικη Συμφωνία θα χρησιμοποιείτο απλώς ως ένα όχημα για την αποπληρωμή του δανείου. Και πάλι τα όσα επιζητούνται δεν είναι αναγκαία για να διευκρινιστεί ο εν λόγο ισχυρισμός του εναγόμενου 1, ο οποίος είναι ξεκάθαρος. Εκείνο το οποίο προκύπτει να απαιτείται είναι μαρτυρία για την απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού. Περαιτέρω, με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, γίνεται αναφορά ότι η εν λόγω ενημέρωση έγινε κατά τη διάρκεια συναντήσεων μεταξύ του εναγόμενου 1 και του ενάγοντα στην Κύπρο και ότι αυτή έλαβε χώρα, κατ’ ουσία, προφορικά.

 

Αναφορικά με την τελευταία παράγραφο της παραγράφου 13, επιζητείται να δοθούν πλήρεις λεπτομέρειες για τις συνθήκες σύναψης της επίδικης συμφωνίας, τις περιστάσεις της ισχυριζόμενης ματαίωσης της και της ισχυριζόμενης μη απόκτησης των μετοχών της ΟΚΒ. Και αυτά είναι ζητήματα μαρτυρίας και απόδειξης των ισχυρισμών του εναγόμενου 1. Η θέση και ο ισχυρισμός του, όπως προβάλλεται δεν χρήζει οποιασδήποτε άλλης διευκρίνησης.

 

Στην παράγραφο 14 του δικογράφου του εναγόμενου 1, γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά ότι η αγωγή προωθείται καταχρηστικά ή/και κακόπιστα με μοναδικό σκοπό να βλάψει τη φήμη και προσωπικότητα του εναγόμενου 1 και/ή ότι ο εναγόμενος 1 κωλύεται ή/και εμποδίζεται να προωθεί τις αξιώσεις του ένεκα των προηγούμενων παραστάσεων ή/και υποσχέσεων και/ή διαβεβαιώσεων του T. προς τον εναγόμενο 1. Με το αιτητικό Α) xi (α και β) ζητείται να αναφερθεί ποιες ήταν οι κατ’ ισχυρισμό παραστάσεις και με ποιο τρόπο, πότε και πού έγιναν και κατά πόσο υπάρχουν γραπτές επικοινωνίες και αν ναι να δοθούν λεπτομέρειες αυτών. Με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, γίνεται αναφορά ότι οι εν λόγω παραστάσεις είναι αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 12 και 13 του δικογράφου του εναγόμενου 1. Στις εν λόγω παραγράφους γίνεται εκτενής αναφορά στους ισχυρισμούς του εναγόμενου 1 και είναι αρκούντος ικανοποιητικές για να γνωρίζει ο ενάγοντας τί θα αντιμετωπίσει στη δίκη και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια.

 

Στην παράγραφο 16.2 του δικογράφου του εναγόμενου 1, γίνεται στην ουσία επανάληψη των ισχυρισμών του ότι η επίδικη συμφωνία ήταν υπό αίρεση ενώ στην παράγραφο 16.6 ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι η επίδικη συμφωνία κατέστη χωρίς αντικείμενο ένεκα της μη πλήρωσης της αίρεσης αγοράς των μετοχών ή/και ματαιώθηκε ένεκα των διαβεβαιώσεων ή/και παραστάσεων ή/και υποσχέσεων του Tsvetkov έναντι του εναγόμενου 1 μετά την εκδήλωση της απόφασης του τελευταίου να μην προχωρήσει με την απόκτηση των μετοχών στην εναγόμενη 1. Με τα αιτητικά Α) xii και xiii ζητείται να αναφερθεί πότε ακριβώς και πού έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμό προφορική συμφωνία ή συνεννόηση και με ποιο τρόπο έγινε, δια ζώσης ή τηλεφωνικώς ή με άλλο τρόπο επικοινωνίας. Επίσης, ζητείται να αναφερθεί ποιες ακριβώς ήταν οι διαβεβαιώσεις του Tsvetkov, με ποιο τρόπο έγιναν και πότε ακριβώς έγιναν. Περαιτέρω, ζητείται να αναφερθεί με ποιο τρόπο, πότε ακριβώς και πού κατ’ ισχυρισμό ο εναγόμενος 1 εκδήλωσε την απόφαση του να μην προχωρήσει με την απόκτηση των μετοχών της εναγόμενης 2. Με την απαντητική επιστολή των συνηγόρων του εναγόμενου 1, γίνεται, πάλι, αναφορά ότι τα πιο πάνω ισχυριζόμενα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια συναντήσεων των διαδίκων στην Κύπρο και οι συνεννοήσεις ή συμφωνίες τους ήταν προφορικές. Αναφορικά με τις ισχυριζόμενες παραστάσεις της παραγράφου 16.6, στην επιστολή παραπέμπεται ο εναγόμενος 1 στα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 35 του δικογράφου του εναγόμενου 1 και ενημέρωση για το γεγονός ότι ο εναγόμενος 1 δεν θα προχωρούσε με την συμφωνία έγινε στα πλαίσια των συναντήσεων του με τον ενάγοντα. Οι ισχυρισμοί αυτοί του δικογράφου και με τις διευκρινίσεις που έχουν παρασχεθεί είναι ξεκάθαροι. Τα όσα ζητούνται αφορούν ζήτημα απόδειξης τους και μαρτυρία.

 

Στην παράγραφο 26 του δικογράφου του εναγόμενου 1, γίνεται στην ουσία μια σύνοψη των ισχυρισμών του περί ακυρότητας και/ή ματαίωσης της επίδικης συμφωνίας και των ισχυρισμών του ότι αυτή ουδέποτε επέφερε έννομα αποτελέσματα. Άνευ βλάβης των πιο πάνω ισχυρισμών, στην παράγραφο 27 ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ενάγοντας κωλύεται ή/και εμποδίζεται ένεκα της συμπεριφοράς του ή/και των υποσχέσεων του ή/και των παραστάσεων του από το να προωθεί τις αιτούμενες θεραπείες εναντίον του εναγόμενου 1. Με το αιτητικό Α) xiv και xv επιζητούνται διάφορες κατ’ ισχυρισμό λεπτομέρειες των πιο πάνω παραγράφων, ως λεπτομερώς αναφέρονται και οι οποίες είναι παρόμοιες ή στο ίδιο μήκος κύματος με αυτές που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Οι δε διευκρινήσεις που δίνονται με την απαντητική επιστολή σε συνδυασμό με τις δικογραφημένες θέσεις καθιστούν πλήρως ξεκάθαρους τους ισχυρισμούς του εναγόμενου 1 και δεν είναι αναγκαίες οι ζητούμενες λεπτομέρειες, οι οποίες, αποτελούν μαρτυρία για απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών.

 

Με το αιτητικό Α) xvi, xvii, xviii, xix και xx, επιζητούνται λεπτομέρειες των παραγράφων 34.1, 34.2, 34.3, 34.7 και 34.9 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εναγόμενου 1. Οι εν λόγω παράγραφοι είναι στα πλαίσια της Ανταπαίτησης του εναγόμενου 1, στην οποία επικαλείται τη θέση ότι οι αναληθείς και ψευδείς παραστάσεις του ενάγοντα γίνονταν δολίως και με απώτερο στόχο τη σύναψη της Επίδικης Συμφωνίας και την απόκτηση αθέμιτου οφέλους σε βάρος του εναγόμενου. Παρατίθενται στις υποπαραγράφους της παραγράφου 34 «Λεπτομέρειες απάτης ή/και ψευδών ή/και δόλιων ή/και αμελώ παραστάσεων». Στην παράγραφο 34.1 ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 απέσπασε χρηματοδοτικές διευκολύνσεις από τον εναγόμενο 1, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που ο τελευταίος έτρεφε στο πρόσωπο του. Επιζητούνται με την αίτηση να αναφερθεί ποιες ήταν οι εν λόγω διευκολύνσεις και ποια ποσά αφορούσε η κάθε μια, πώς και πότε καταβλήθηκαν, από ποιο πρόσωπο και προς ποιο πρόσωπο, κατά πόσο υπάρχουν γραπτές επικοινωνίες ή συμφωνίες και να παρασχεθούν λεπτομέρειες αυτών και να διευκρινιστεί αν όταν ο εναγόμενος 1 αναφέρεται στον ενάγοντα εννοεί τον D. T. ή τον ανήλικο T. T. Με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1, αναφέρεται ότι οι χρηματοδοτικές διευκολύνσεις προκύπτουν από τις αναφορές στην εν λόγω επιστολή και όσον αφορά τον ανήλικο, αυτός κατά τον ουσιώδη χρόνο της συμφωνίας δηλαδή το 2015 ήταν ηλικίας 5 χρονών και ότι τα ισχυριζόμενα γεγονότα έλαβαν χώρα με τον D. T. Όντως τόσο στο δικόγραφο γίνεται αναφορά για το δάνειο Wego αλλά και σε άλλο μέρος της απόφασης αυτής, ανωτέρω, ο εναγόμενος 1 αναφέρθηκε και σε άλλες χρηματοδοτήσεις. Κατά συνέπεια είναι ξεκάθαροι οι ισχυρισμοί του περί τούτου καθώς και η απάντηση του για το ανήλικο και δεν απαιτείται οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Στην παράγραφο 34.2 ο εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ο ενάγοντας με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει επιπρόσθετες διευκολύνσεις από τον εναγόμενο 1 παρουσίασε σε αυτόν μια δήθεν επενδυτική ευκαιρία σε σχέση με την εναγόμενη 2. Επιζητούνται εκ νέου λεπτομέρειες των επιπρόσθετων διευκολύνσεων και πάλι ο ενάγοντας παραπέμπεται στο υπόλοιπο περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής, στην οποία αναφέρονται. Επιζητείται πάλι ο τρόπος που ο ενάγοντας παρουσίασε την επενδυτική ευκαιρία και κατά πόσο υπάρχουν γραπτές συμφωνίες ή επικοινωνίες και πάλι απαντάται στην απαντητική επιστολή ότι προκύπτει από το περιεχόμενο της και έλαβε χώρα σε συναντήσεις που τα μέρη είχαν στην Κύπρο. Δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρίνισης οι εν λόγω ισχυρισμοί. Τα όσα επιζητούνται αποτελούν μαρτυρία.

 

Στην παράγραφο 34.3 ο εναγόμενος 1 προβαίνει σε ισχυρισμούς που αφορούν το δόλιο σχέδιο του εναγόμενου 1 και με ποιό τρόπο επιχείρησε να τον πείσει για να υπογράψει την επίδικη συμφωνία. Επιζητείται να αναφερθεί ο τρόπος που του είχαν παρουσιαστεί τα ισχυριζόμενα από τον ενάγοντα και αν υπάρχουν γραπτές επικοινωνίες, να αναφερθούν τα ποσά που κατ’ ισχυρισμό ήταν οφειλόμενα από τις δανειακές υποχρεώσεις του ενάγοντα προς τον εναγόμενο 1 και να αναφερθεί ο τρόπος, πού και πότε έγινε η ισχυριζόμενη “παρουσίαση του επενδυτικού πλάνου προς την εναγόμενη 2”. Πάλι με την απαντητική επιστολή γίνεται παραπομπή στο περιεχόμενο της και ότι η συνάντηση των μερών έλαβε χώρα στην Κύπρο. Δεδομένων όλων των προηγούμενων, κρίνω ότι δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρίνησης οι πιο πάνω ισχυρισμοί.  Περαιτέρω, προκύπτει τα εν ισχυριζόμενα γεγονότα να είναι σε γνώση του ενάγοντα αφού με την Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ισχυρίζεται ότι έχει αποπληρώσει προς τον εναγόμενο 1 τις οποιεσδήποτε χρηματοδοτικές ευκολίες έλαβε και αρνείται ότι προέβηκε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις και προβάλλει τους δικούς του ισχυρισμούς για τον τρόπο σύναψης της επίδικης συμφωνίας. Δεν είναι αναγκαίες οι εν λόγω λεπτομέρειες, οι οποίες εν πολλοίς αποτελούν και μαρτυρία.

 

Στην παράγραφο 34.7, γίνεται επίκληση εκ νέου της ρητής συνεννόησης ότι η μη αγορά των μετοχών θα καθιστούσε ως ανεφάρμοστη ή/και μη υλοποιήσιμη την επίδικη συμφωνία και εντούτοις οι εν λόγω παραστάσεις είχαν γίνει με σκοπό τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας από μέρους του εναγόμενου 1. Επιζητείται εκ νέου να αναφερθεί πότε, πού και πώς συνάφθηκε η ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία και πότε ακριβώς, πού και πώς έγινε η ισχυριζόμενη ρητή συνεννόηση, ζητήματα τα οποία απαντήθηκαν ανωτέρω και δεν χρήζουν οποιασδήποτε άλλης διευκρίνισης.

 

Στην παράγραφο 34.9 ο εναγόμενος 1 επικαλείται την επιμονή του ενάγοντα στην εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας με απώτερο σκοπό να αποκομίσει αθέμιτο όφελος παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι η αύξηση των υποχρεώσεων του προς τον εναγόμενο 1 ένεκα της παροχής των νέων πιστωτικών διευκολύνσεων το 2015, οδήγησε στην ματαίωση της επένδυσης. Επιζητούνται πάλι να αναφερθούν ποιές ακριβώς ήταν οι ισχυριζόμενες υποχρεώσεις του ενάγοντα, από πού προέρχονταν και ποιά ακριβώς ποσά αφορούσαν, ποιές ήταν αυτές και από ποιόν και σε ποιόν δόθηκαν και πότε και κατά πόσο υπάρχουν τέτοιες γραπτές συμφωνίες. Ζητήματα τα οποία απαντήθηκαν ανωτέρω και δεν είναι αναγκαίο να δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες των εν λόγω ισχυρισμών.

 

Όσον αφορά την παράγραφο 35 του δικογράφου του εναγόμενου 1 και τις αιτούμενες λεπτομέρειες αυτής ως αναφέρονται στο αιτητικό Α) xxi, αυτές αφορούν την απόφαση του εναγόμενου 1 να μην προχωρήσει με την επένδυση και τις διαβεβαιώσεις του ενάγοντα ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα και ότι συμφωνούσε με την απαλλαγή των μερών από τις υποχρεώσεις τους.  Τα ζητήματα αυτά έχουν απαντηθεί ανωτέρω.

 

Όσον αφορά την παράγραφο 40 του δικογράφου του εναγόμενου 1, ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί έξοδα ένεκα της απάτης ή/και των ψευδών ή/και παραπλανητικών δηλώσεων ή/και ισχυρισμών του ενάγοντα τα οποία αξιώνει με την παρούσα ανταπαίτηση. Με το αιτητικό Α) xxii ο ενάγοντας ζητεί να αναφερθούν ποιά ακριβώς έξοδα έχει υποστεί ο εναγόμενος 1, με ποιό τρόπο και για ποιό λόγο τα εν λόγω έξοδα οφείλονται στην κατ’ ισχυρισμό απάτη κ.τ.λ., πότε ακριβώς υπέστη τα εν λόγω έξοδα και κατά πόσο υπάρχουν γραπτές αποδείξεις που να τα τεκμηριώνουν. Επίσης, ζητεί πλήρης λεπτομέρειες της απάτης ή/και των ψευδών ή/και παραπλανητικών δηλώσεων ή/και ισχυρισμών του ενάγοντα. Με την απαντητική επιστολή των δικηγόρων του εναγόμενου 1 αναφέρεται ότι οι πιο πάνω τελευταίες αναφερόμενες λεπτομέρειες αναφέρονται στο σώμα του δικογράφου του, κάτι το οποίο είναι αρκούντως διαφωτιστικό. Προκύπτει να γίνεται επαρκής αναφορά στο δικόγραφο του εναγόμενου 1 σε προηγούμενες παραγράφους του, στις οποίες παραπέμπει και η απαντητική επιστολή. Όσον αφορά τα έξοδα, στην επιστολή γίνεται αναφορά ότι αναλυτική κατάσταση των εξόδων θα παρασχεθεί κατά τη δικάσιμο. Σημειώνεται ότι με την ανταπαίτηση του εναγόμενου 1, δεν δικογραφούνται λεπτομέρειες των εν λόγω εξόδων και ούτε παρατίθενται οποιαδήποτε στοιχεία των επικαλούμενων ειδικών αποζημιώσεων, ως όφειλε ο εναγόμενος 1. Είναι εμπεδωμένη η αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα (βλ. Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157, Α.ΤΗ.Κ. ν. Medcon Constructions Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 945 και Πίριλλου ν. Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153). Κατά συνέπεια και δεδομένου του τρόπου δικογράφησης του ζητήματος αυτού, δεν παρέχεται ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει τον ενάγοντα να παράσχει λεπτομέρειες των εν λόγω εξόδων. Αυτά αναφέρονται γενικά στη δικογράφηση και δεδομένης της μη παροχής άλλων λεπτομερειών, δεν τίθεται ζήτημα να προσαχθεί μαρτυρία για την απόδειξη τους, έτσι ώστε να πρέπει στο στάδιο αυτό να παράσχει λεπτομέρειες. Άνευ βλάβης του πιο πάνω, η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας είναι ζήτημα του ενάγοντα και κατά πόσο αυτή θα παρουσιαστεί χωρίς ένσταση. Είναι κρίνω οξύμωρο, δεδομένης της εν λόγω δικογράφησης, ο ενάγοντας να επιζητεί τέτοιες λεπτομέρειες.

 

Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, παρέλκει η ενασχόληση με άλλους λόγους ένστασης του εναγόμενου 1, οι οποίοι δεν έχουν απαντηθεί ανωτέρω.

 

Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται και στην απουσία οποιουδήποτε άλλου λόγου, τα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης και επιδικάζονται υπέρ του εναγόμενου 1 και εναντίον του ενάγοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.                

 

 

                                                                               (Υπ.)……………………………………

                                                                                           Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο