ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH, Αρ. Απαίτησης: 9/2025, 28/11/2025
print
Τίτλος:
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH, Αρ. Απαίτησης: 9/2025, 28/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ  

ΕνώπιονΕ. Δημητρίου – Παναγή, Α.Ε.Δ.

                        Αρ. Απαίτησης: 9/2025

(Μέρος 8 των Κ.Π.Δ του 2023)

(IJustice)

Μεταξύ:

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Ενάγων  

Και

 

WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό γερμανικού διαβατηρίου ΧΧΧ τέως εκ Λεμεσού δια μέσω του Διαχειριστή της Περιουσίας του Χριστόδουλου Τσικκίνη Α.Δ.Τ. ΧΧΧ εκ Λεμεσού. 

                                                                          Εναγόμενος  

                                                         

Ένσταση του εναγόμενου αναφορικά με την χρήση από τον ενάγοντα του Μέρους 8 για την έναρξη και προώθηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο διαδικασίας.

Ημερομηνία:  28.11.2025

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή / Εναγόμενο:  κος. Α. Ευσταθίου για Α. Αργυρού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον καθ’ ού η αίτηση / Ενάγοντα: κα. Καραπατάκη για Karapatakis Pavlides LLC.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Την 01.09.2023 τέθηκαν σε ισχύ οι νέες πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και οι οποίοι προνοούν τους τύπους έναρξης της διαδικασίας απαίτησης στα Μέρη 7 και 8 αυτών.

 

Το Μέρος 7 (1) καθορίζει την έναρξη της διαδικασίας είτε μέσω των προνοιών του ιδίου μέρους είτε μέσω της χρήσης του Μέρους 8 ως ακολούθως:

 

  «7.1. Τρόπος έναρξης διαδικασίας, ημερομηνία έναρξης και ημερομηνία έγερσης της διαδικασίας για σκοπούς παραγραφής

(1) Υφίστανται δύο μέθοδοι έναρξης διαδικασίας:

(α) με την καταχώριση εντύπου απαίτησης (Έντυπο αρ.4) δυνάμει του Μέρους 7, ή

(β) με την καταχώριση εντύπου απαίτησης δυνάμει της εναλλακτικής διαδικασίας η οποία καθορίζεται στο Μέρος 8 (όταν δεν υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση αναφορικά με γεγονός ή απαιτείται από κανονισμό).»

 

H ανωτέρω πρόνοια αναφορικά με τις εναρκτήριες διαδικασίες είτε μέσω Εντύπου Απαίτησης (Μέρος 7) είτε μέσω του απαίτησης του Μέρους 8 αντιστοιχούν στις πρόνοιες των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που είχαν ισχύ και έχουν ισχύ για υποθέσεις καταχωρηθείσες μέχρι και την 31.08.2023 και ειδικότερα των Δ.55 αναφορικά με τις Γενικές Εναρκτήριες Αιτήσεις και της Δ.2 αναφορικά με την έναρξη αγωγής μέσω κλητηρίου εντάλματος.

 

Με βάση τώρα τις πρόνοιες του Μέρους 8 (2):

 

«(2) Ενάγων δύναται να κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 όταν:

 

(α) ο ενάγων ζητεί απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με ζήτημα όπου πιθανόν να μην υπάρχει ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων · ή

(β) εφαρμόζεται η παράγραφος (4) ή η παράγραφος (5).

(3) Ζητήματα για τα οποία ζητείται απόφαση του δικαστηρίου και για τα οποία μπορεί να είναι κατάλληλη η διαδικασία του Μέρους 8 περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα ακόλουθα:

(α) ερμηνεία νομοθεσίας ή δευτερογενούς νομοθεσίας·

(β) ερμηνεία σύμβασης·

(γ) ερμηνεία διαθήκης·

(δ) ερμηνεία εγγράφου·

(ε) απαίτηση εμπιστευματοδόχου για άδεια του δικαστηρίου σε σχέση με την πραγματοποίηση οποιουδήποτε συγκεκριμένου βήματος και δεν υφίσταται οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων,

(στ) απαίτηση από ή εναντίον παιδιού ή ανίκανου προσώπου η οποία έχει διευθετηθεί πριν από την έναρξη δικαστικής διαδικασίας και μοναδικός σκοπός της απαίτησης είναι η εξασφάλιση της έγκρισης του δικαστηρίου για τον διακανονισμό.

(4) Η διαδικασία του Μέρους 8 μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε απαίτηση ή αίτηση σε σχέση με την οποία νόμος ή κανονισμός προνοεί όπως η απαίτηση ή αίτηση εγείρεται με εναρκτήρια κλήση, αίτηση ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία, εκτός όταν νόμος ή κανονισμός προβλέπει διακριτή διαδικασία.

(5) Κανονισμός μπορεί, σε σχέση με καθορισμένο τύπο διαδικασίας:

(α) να απαιτεί ή επιτρέπει τη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8· και

(β) να μην εφαρμόζει ή να τροποποιεί οποιουσδήποτε από τους κανονισμούς που παρατίθενται στο Μέρος αυτό ως εφαρμόζονται σε τέτοιες διαδικασίες.»

 

Σε περίπτωση που ενάγων επιλέξει να προωθήσει την απαίτηση του στη βάση των προνοιών του Μέρους 8 ο εναγόμενος, αφού λάβει γνώση της διαδικασίας, δύναται να αμφισβητήσει τη δυνατότητα χρήσης του συγκεκριμένου εναρκτήριου μέσου και δη να ενστεί στην χρήση του Μέρους 8 ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδικασία ως καθορίζεται στο Μέρος 8 Κανονισμός 5 ως ακολούθως:

 

«(5) Διαδικασία όπου ο εναγόμενος ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8

 

(1) Όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η διαδικασία του Μέρους 8 δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί διότι:

(α) υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων· και

(β) η χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 δεν απαιτείται ή επιτρέπεται από κανονισμό, ο εναγόμενος οφείλει να δηλώνει τους λόγους κατά την καταχώριση τού σημειώματος εμφάνισης μαζί με οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8.

(2) Όταν το δικαστήριο λάβει το σημείωμα εμφάνισης μαζί με οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία, δίδει οδηγίες για τη μελλοντική διαχείριση της υπόθεσης.»

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μ.8.1 (6):

«(6) Το δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει τη συνέχιση της απαίτησης ως εάν ο ενάγων να μην είχε κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8, αλλά να είχε αντ’ αυτής κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 7 και, εφόσον το πράξει, το δικαστήριο δύναται να δώσει οδηγίες με όποιο τρόπο κρίνει κατάλληλο.»

 

Προκύπτει επομένως ότι αφού ο εναγόμενος ενστεί στην χρήση του Μέρους 8 ως το δικονομικά κατάλληλο εναρκτήριο μέσο έναρξης της απαίτησης του ενάγοντα στη βάση της διαδικασίας του Μ.8 Κ.5, το Δικαστήριο δίδοντας οδηγίες για την μελλοντική διαχείριση της υπόθεσης δύναται να διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας ωσάν ο ενάγων να είχε εκκινήσει την απαίτηση με το Μέρος 7 και να εκδώσει σχετικές προς τούτο οδηγίες.

 

 

 

Ιστορικό της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο απαίτησης:

 

Το ενώπιον μου αίτημα άπτεται της διαδικασίας του Μ.8 Κ.5, ήτοι ο εναγόμενος ενίσταται στην χρήση του Μέρους 8 από πλευράς ενάγοντα ως το κατάλληλο δικονομικό εναρκτήριο μέσο.

 

Στις 15.01.2025 ο ενάγων καταχώρησε μέσω του εντύπου 7 που προνοείται στον Μ. 8 (2) (1) την απαίτηση του και με την οποία αξιώνει:

 

Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την εκπρόθεσμη καταχώρηση της συμφωνίας εκχώρησης (DEED OF ASSIGNMENT) με ημερομηνία 01/08/2023 η οποία υπεγράφη μεταξύ του Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ.ΧΧΧ) και του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) δια την εκχώρηση δυνάμει αγοράς των δικαιωμάτων του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 28/01/1999 με αριθμό ΠΩΕ 62/1999, το οποίο εκ παραδρομής και/ή τυπογραφικού λάθους αναγράφηκε ως ΠΩΛ.Ε 62/11 εις την ανωτέρω συμφωνία εκχώρησης, δια την αγορά μέρους του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φυλ/Σχεδ LIV (54)/30, Τεμάχιο [ ] στην περιοχή Κάμπος Παρεκκλησία.

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λεμεσού να καταχωρήσει στα μητρώα του την συμφωνία εκχώρησης (DEED OF ASSIGNMENT) με ημερομηνία 01/08/2023 η οποία υπεγράφη μεταξύ του Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ.ΧΧΧ) και του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) δια την εκχώρηση δυνάμει αγοράς των δικαιωμάτων του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 28/01/1999 με αριθμό ΠΩΕ 62/1999, το οποίο εκ παραδρομής και/ή τυπογραφικού λάθους αναγράφηκε ως ΠΩΛ.Ε 62/11 εις την ανωτέρω συμφωνία εκχώρησης, δια την αγορά μέρους του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φυλ/Σχεδ LIV (54)/30, Τεμάχιο [ ] στην περιοχή Κάμπος Παρεκκλησία.

 

Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται στον Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ ΧΧΧ) να συμπληρώσει και να υποβάλει στο Τμήμα Φορολογίας εκ μέρους και δια λογαριασμό του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) τέως εκ Λεμεσού και/ή εκ μέρους του διαχειριστή της περιουσίας του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) τέως εκ Λεμεσού, Χριστόδουλου Τσικκίνη Α.Δ.Τ ΧΧΧ όλα τα απαραίτητα έγγραφα και αιτήσεις με σκοπό την εξασφάλιση πιστοποιητικού διευθέτησης φόρου (Έντυπο Ε.Πρ.411) 2011) σε σχέση με την συμφωνία εκχώρησης (DEED OF ASSIGNMENT) με ημερομηνία 01/08/2023 η οποία υπεγράφη μεταξύ του Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ.ΧΧΧ) και του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) δια την εκχώρηση δυνάμει αγοράς των δικαιωμάτων του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 28/01/1999 με αριθμό ΠΩΕ 62/1999, το οποίο εκ παραδρομής και/ή τυπογραφικού λάθους αναγράφηκε ως ΠΩΛ.Ε 62/11 εις την ανωτέρω συμφωνία εκχώρησης, δια την αγορά μέρους του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φυλ/Σχεδ LIV (54)/30, Τεμάχιο [ ] στην περιοχή Κάμπος Παρεκκλησία.

 

Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται στον Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ ΧΧΧ) όπως παραλάβει από το Τμήμα Φορολογίας εκ μέρους και δια λογαριασμό του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) και/ή εκ μέρους του διαχειριστή της περιουσίας του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) τέως εκ Λεμεσού, Χριστόδουλου Τσικκίνη Α.Δ.Τ ΧΧΧ το πιστοποιητικό διευθέτησης φόρου (Έντυπο Ε. Πρ.411) 2011) σε σχέση με την συμφωνία εκχώρησης (DEED OF ASSIGNMENT) με ημερομηνία 01/08/2023 η οποία υπεγράφη μεταξύ του Μιλτιάδη Στυλιανού (Α.Δ.Τ.ΧΧΧ) και του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με αριθμό διαβατηρίου (ΧΧΧ) δια την εκχώρηση δυνάμει αγοράς των δικαιωμάτων του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 28/01/1999 με αριθμό ΠΩΕ 62/1999, το οποίο εκ παραδρομής και/ή τυπογραφικού λάθους αναγράφηκε ως ΠΩΛ.Ε 62/11 εις την ανωτέρω συμφωνία εκχώρησης, δια την αγορά μέρους του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φυλ/Σχεδ LIV (54)/30, Τεμάχιο [ ] στην περιοχή Κάμπος Παρεκκλησία.

 

Την Απαίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση του ενάγοντα. Ισχυρίζεται ότι την 1.8.23 του εκχωρήθηκαν δυνάμει αγοράς τα δικαιώματα του WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH που απορρέουν από το πωλητήριο ημερ. 28.1.99 και το οποίο είχε κατατεθεί στο Κτηματολόγιο Λεμεσού την 29.1.99 με αριθμό ΠΩΕ 62/99 για το ακίνητο που ανωτέρω αναφέρεται. Ως τεκμήριο 1 καταθέτει αντίγραφο της συμφωνίας εκχώρησης.  Το πωλητήριο έγγραφο ημερ. 28.1.99 επισυνάπτεται ως τεκμήριο 2 και ως προκύπτει από τα 2 τεκμήρια ο αποβιώσας ήταν δικαιούχος του ½ μεριδίου επί του ακινήτου ενώ για το άλλο ½ δικαιούχος ήταν η σύζυγος του. Το τίμημα αγοράς της συμφωνίας εκχώρησης ανερχόταν στο ποσό των €150.000 ποσό το οποίο κατέβαλε στον αποβιώσαντα με καταβολή σε αυτόν ποσού εκ €25.000, ποσό €5.000 στις 11.8.23, ποσό €10.000 στις 15.11.23, ποσό €65.000 στις 14.12.23 και ποσό εκ €45.000 στην πληρεξούσια αντιπρόσωπο του κα. Maya Buse στις 22.4.24. ως τεκμήριο 3 επισυνάπτει σχετικές αποδείξεις και αντίγραφο του πληρεξουσίου εγγράφου. Λόγω του ότι η σύζυγος του αποβιώσαντα ήτα δικαιούχος του άλλου ½ μεριδίου προέβη σε προφορική συμφωνία για την εκχώρηση και των δικών της δικαιωμάτων με τον διαχειριστή της περιουσίας αυτής, κ. Στυλιανό Χαραλάμπους, καθότι και η σύζυγος είχε αποβιώσει. Οι νόμιμοι κληρονόμοι της συζύγου ήταν ο σύζυγος της και τα δύο παιδιά της. Παρά το ότι η συμφωνία για το μερίδιο της συζύγου έγινε από τον Αύγουστο του 2023 η συμφωνία καθυστέρησε να υπογραφεί καθότι υπήρχε η ανάγκη λήψης στην Κύπρο των συγκαταθέσεων των παιδιών της και τελικά η συμφωνία υπογράφηκε στις 21.2.24 (τεκμήριο 4 η συμφωνία και οι συγκαταθέσεις). Με την δεύτερη αυτή συμφωνία του εκχωρήθηκαν όλα τα δικαιώματα του πωλητηρίου τεκμήριο 2. Δεν κατέθεσε τη συμφωνία εκχώρησης καθότι αδυνατούσε εφόσον αυτή έπρεπε να συνοδεύεται από πιστοποιητικό διευθέτησης του τμήματος φορολογίας Ε. Πρ. 411, 2011 δεόντως σφραγισμένο και υπογεγραμμένο από το τμήμα φορολογίας και αυτό μόνο ο αποβιώσας μπορούσε να ζητήσει ως ο εκχωρητής. Παρά τις οχλήσεις του προς τον WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH αυτός αμελούσε να το πράξει παρά τις υποσχέσεις του ότι θα το διευθετούσε με αποτέλεσμα να παρέλθει η προθεσμία για την κατάθεση του. Μετά την λήξη της προθεσμίας ο αποβιώσας συνέχισε να του δίδει υποσχέσεις ότι θα λάβει το έγγραφο και μέσω δικαστικής διαδικασίας θα κατατεθεί στο Κτηματολόγιο. Στις 26.2.24 ο

WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH απεβίωσε χωρίς να παραδώσει το έντυπο στον ενάγοντα. Λόγω του ότι δεν υπήρχαν κληρονόμοι και δεν διορίστηκε διαχειριστής διερεύνησε το ενδεχόμενο να προχωρήσει με αίτημα για λήψη εγγράφων περιορισμένης διαχείρισης όταν στις 11.7.24 ενημερώθηκε ότι ο εναγόμενος έλαβε έγγραφα διαχείρισης και ότι ο αποβιώσας είχε κληρονόμο δυνάμει διαθήκης. Την ενημέρωση αυτή την έλαβε μέσω των δικηγόρων του διαχειριστή – τεκμήριο 5. Με επιστολή των δικών του δικηγόρων απάντησε σε αυτήν στις 23.7.24 – τεκμήριο 6.  Ακολούθως παραθέτει ως τεκμήρια 7 και 8 την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δικηγόρων του και των δικηγόρων του διαχειριστή και κληροδόχου που μεταξύ άλλων αφορά και το αίτημα των τελευταίων για την εξέταση των εγγράφων από δικαστικό γραφολόγο. Το τεκμήριο 2 ήτοι η αρχική πώληση ημερ. 28.1.99 βρίσκεται μέχρι και σήμερα σε ισχύ και είναι κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο και το τίμημα πώλησης έχει εξοφληθεί. Η αναγκαιότητα παρουσίασης του εγγράφου από το Τμήμα Φορολογίας για σκοπούς κατάθεσης της εκχώρησης προκύπτει από το άρθρο 3 (γ) (vi) του Ν. 81 (1) /2011 και στη βάση αυτού αξιώνει τις θεραπείες υπό στοιχεία Γ και Δ. Η έκδοση των διαταγμάτων δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του εκχωρητή, ή του εναγόμενου ή και οιονδήποτε κληρονόμων και το ακίνητο δεν αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα. Ο ίδιος πλέον θα κληθεί να καταβάλει παρά το ότι ήταν υποχρέωση του αποβιώσαντα την φορολογία για την έκδοση του εντύπου από το τμήμα φορολογίας και χωρίς να γνωρίζει εάν θα καταφέρει να τα εισπράξει. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι εκ παραδρομής και λόγω ορθογραφικού ή γραφικού λάθους κατά τη σύνταξη του τεκμηρίου 1 αναγράφηκε λανθασμένα σε αυτήν η χρονολογία του πωλητηρίου εγγράφου τεκμήριο 2 ήτοι ΠΩΛ. Ε.  62/11 αντί ΠΩΕ 62/99. Η καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης του οφείλεται και στο γεγονός ότι κατά την λήψη του πιστοποιητικού έρευνας της ακίνητης περιουσίας διαπιστώθηκε ότι περιλαμβανόταν εκ λάθους εγγραφή άλλου ΠΩΕ προς όφελος τρίτου προσώπου που τελικά με ενέργειες των δικηγόρων του (τεκμήρια 9 και 10) διαγράφηκε. Το πιστοποιητικό έρευνας κατατέθηκε ως τεκμήριο 11. Στο τεκμήριο 11 φαίνεται ότι μέχρι σήμερα είναι σε ισχύ η κατάθεση του τεκμηρίου 2 αλλά και του τεκμηρίου 4, ήτοι της εκχώρησης που αφορά το μερίδιο της συζύγου του αποβιώσαντα. 

 

Η απαίτηση επιδόθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού ως ενδιαφερόμενο μέρος την 21.01.2025 και το οποίο στις 13.02.2025 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης δηλώνοντας ότι προτίθεται να αμφισβητήσει την απαίτηση ή μέρος αυτής.

 

Η απαίτηση επιδόθηκε στο Τμήμα Φορολογίας στις 07.03.2025 χωρίς να καταχωρηθεί οιαδήποτε εμφάνιση μέχρι σήμερα.

 

Η επίδοση στον Λεωνίδα Κίμωνος, με την ιδιότητα του ως Εκκαθαριστή της Εταιρεία Κώστας & Μιχάλης Παύλου & Υιοί Λίμιτεδ έγινε στις 05.02.2025 και στις 13.2.2025 καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης δηλώνοντας την πρόθεση της εταιρείας να αμφισβητήσει την απαίτηση ή μέρος αυτής. Σημειώνεται ότι με βάση τα δικόγραφα η εταιρεία αυτή φέρεται να ήταν η πωλήτρια του ακινήτου στον  WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH με το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ. 28.01.2099 και αποτελεί ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη διαδικασία.

 

Αμφότερα τα ανωτέρω ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν έγειραν οιαδήποτε ένσταση ως προς τη χρήση του Μέρους 8 από πλευράς ενάγοντα.

 

Τέλος η απαίτηση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 07.03.2025 και ο οποίος στις  21.03.2025 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης δηλώνοντας ότι προτίθεται να αμφισβητήσει την απαίτηση ή μέρος αυτής, προτίθεται να ζητήσει θεραπείες και ενίσταται στην χρήση του Μέρους 8 διότι υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων και συγκεκριμένα αμφισβητείται ότι ο αποβιώσας WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH αποποιήθηκε του κληρονομικού του μεριδίου σχετικά με την περιουσία της προαποβιωσάσης συζύγου του, ότι ο ενάγων αγόρασε το ½ μερίδιο του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ], επί του οποίου βρίσκεται κατοικία, ότι τα δύο τέκνα της συζύγου του έλαβαν το ποσό των €140.000,00 έναντι της αγοράς του ½ μεριδίου της συζύγου στο ακίνητο, ότι η υπογραφή που φαίνεται να υπάρχει στην συμφωνία εκχώρησης ημερ. 1/8/23 του αποβιώσαντα WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH για την εκχώρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το πωλητήριο ημερ. 28.1.99, είναι γνήσια και συνεπεία τούτου ότι εκχωρήθηκαν τα εν λόγω δικαιώματα του αποθανόντα στον ενάγοντα, ότι έγιναν οι κατ’ ισχυρισμό πληρωμές που έγιναν από τον ενάγοντα συνολικού ποσού €150.000 προς αγορά του υπόλοιπο ½ μεριδίου του ακινήτου προς τον WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH και αντιπρόσωπο αυτού και συνεπώς ότι ολοκληρώθηκε η συμφωνία εκχώρησης, ότι οι υπογραφές που φαίνεται να υπάρχουν επί των αποδείξεων πληρωμής είναι γνήσιες, ότι ο αποβιώσας έλαβε το ποσό των €150,000, ότι ο κ. Στυλιανός Χαραλάμπους, διαχειριστής της περιουσίας της προαποβιώσασας συζύγου του  WOLFGANG JOHANNES HASTENRATH εκχώρησε νομότυπα τα δικαιώματα της που απορρέουν από το έγγραφο ημερ. 28.1.99.

 

Προς στήριξης της ένστασης της χρήσης του Μ. 8 ο εναγόμενος υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής καταχώρησε ένορκη δήλωση και στην οποία αναφέρονται τα εξής:

 

Το διάταγμα διαχείρισης στην αίτηση για επικύρωση διαθήκης 237/24 επισυνάπτεται ως τεκμήρια 1 και 2. Λόγω της ουσιαστικής αμφισβήτησης γεγονότων το Μ. 8 δεν εφαρμόζεται αλλά χρήζει εφαρμογής το Μ. 7. Επαναλαμβάνει τα όσα αναφέρονται στο σημείωμα εμφάνισης, ως ανωτέρω τα κατέγραψα, και προσθέτει τα κάτωθι:

 

Ως διαχειριστής της περιουσίας οφείλει να προστατεύσει την περιουσία του αποβιώσαντα και να την κατανέμει στο δικαιούμενο με βάση τη διαθήκη πρόσωπο. Ο ενάγων αρνείται να συνεργαστεί μαζί του για εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων και θα πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας. Ειδικότερα ο ενάγων αρνήθηκε να τον προμηθεύσει με όλα τα πρωτότυπα έγγραφα για την διεξαγωγή γραφολογικής μελέτης ενώ από πληροφορίες που συνέλλεξε μέχρι σήμερα από δικαστικό γραφολόγο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για πλαστογραφία σε έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του αποβιώσαντα. Ως τεκμήρια 3 και 4 καταθέτει βεβαίωση υποβολής καταγγελίας στην αστυνομία ημερ. 04.06.24 και προκαταρκτική έκθεση εμπειρογνώμονα δικαστικού γραφολόγου ο οποίος είχε προβεί σε εξέταση και σύνταξη έκθεσης αναφορικά με την εγκυρότητα της διαθήκης του αποβιώσαντα. Καταγγελία έγινε και κατά της φερόμενης ως πληρεξούσιας αντιπροσώπου του αποβιώσαντα η οποία μετά το θάνατο του οικειοποιήθηκε της περιουσίας του και συγκεκριμένα του αυτοκινήτου του το οποίο μεταβίβασε στο όνομα της. Αυτό το πρόσωπο φέρεται να έλαβε και το ποσό των €45.000 από τον ενάγοντα 4 ημέρες πριν τον θάνατο του. Δεν φαίνεται να ακολουθήθηκε το πρόγραμμα αποπληρωμής με βάση τη συμφωνία εκχώρησης ενώ αμφισβητεί ότι τα ποσά καταβλήθηκαν σε μετρητά. Το πρόσωπο δε που εμφανίστηκε στη συνάντηση των δικηγόρων του με τον κοινοτάρχη Παρεκκλησιάς ως εκπρόσωπος της πληρεξουσίου είναι το πρόσωπο που υπογράφει ως μάρτυρας στην συμφωνία εκχώρησης. Όλα τα πιο πάνω του δημιουργούν αμφιβολία εάν η συμφωνία εκχώρησης είναι έγκυρη και ότι ολοκληρώθηκε ιδιαίτερα ενόψει ενημέρωσης από τον γραφολόγο ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση η υπογραφή του αποβιώσαντα να είναι πλαστογραφημένη. Συνεπώς η χρήση του Μέρους 8 δεν αποτελεί το ορθό δικονομικό διάβημα. Στις 26.6.24 απέστειλαν οι δικηγόροι του επιστολή στον ενάγοντα – τεκμήριο 5 ενημερώνοντας τον για τον διορισμό του και του ζήτησαν να παρουσιάσει τα κατ’ ισχυρισμό αγοραπωλητήρια.

 

Περί τα μέσα Μαρτίου ενημερώθηκε από για χρόνια συνεργάτη του αποβιώσαντα ότι λίγες μέρες μετά τον θάνατο του τελευταίου η φερόμενη ως πληρεξούσιος και βοηθός του αποβιώσαντα, του ζήτησε να αναλάβει την μεταβίβαση της οικίας του θανόντα σε κάποιον αγοραστή για να λάβει η ίδια τα χρήματα.  Της εξήγησε ότι αυτό είναι παράνομο και δεν μπορεί να γίνει. Στις 25.5.24 ο μάρτυρας επισκέφθηκε με το πρόσωπο αυτό την αστυνομία και με το διάταγμα διαχείρισης ενημέρωσε αστυφύλακα ότι θα αλλάξει κλειδαριά στην κατοικία μέχρι να ολοκληρωθεί η διαχείριση και να προστατεύσει την περιουσία ως η υποχρέωση του. Όταν έφτασε στην οικία ταυτόχρονα έφτασε και ένα πρόσωπο που είχε κλειδιά και ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αγόρασε την οικία τον Αύγουστο του 2023. Αυτό το πρόσωπο ισχυρίστηκε ότι αγόρασε τα μερίδια των τέκνων της αποβιωσάσης συζύγου του θανόντος αλλά αρνήθηκε να δώσει άλλα στοιχεία. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο ενάγων. Κατόπιν αίτησης έρευνας στο Κτηματολόγιο ενημερώθηκε ότι για το ½ μερίδιο της συζύγου κατατέθηκε αντίγραφο διαχείρισης της περιουσίας της δύο εβδομάδες μετά το θάνατο του αποβιώσαντα ενώ το ½ μερίδιο του τελευταίου είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του αποβιώσαντος – τεκμήριο 6. Για την ανάπτυξη εντός της οποίας ανεγέρθηκε το ακίνητο που ο αποβιώσας και η σύζυγος του αγόρασαν δεν έχει εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας. Η διαχείριση της περιουσίας της συζύγου του αποβιώσαντα παρέμεινε ανοικτή για 3 χρόνια μέχρι και μετά το θάνατο του τελευταίου  ενώ ο διαχειριστής της περιουσίας της εξεπλάγην όταν έμαθε για τη διαθήκη την εγκυρότητα της οποίας αμφισβητεί ενώ ως του ανέφερε ο Κοινοτάρχης Παρεκκλησιάς αρνήθηκε να εκδώσει πιστοποιητικό θανάτου και κληρονόμων. Αναφέρει επί τούτου ότι στις 26.3.24 υπάλληλοι των δικηγόρων του επισκέφθηκαν τον κοινοτάρχη για παραλαβή του πιστοποιητικού και εκεί βρήκαν ένα τρίτο πρόσωπο ως εκπρόσωπος της φερόμενης πληρεξουσίου του αποβιώσαντα και ο οποίος αμφισβητούσε την εγκυρότητα της διαθήκης ενώ ανέφερε ότι ο αποβιώσας δεν κατέλειπε κάποια περιουσία. Αυτό το τρίτο πρόσωπο υπέγραψε ως μάρτυρας στην επίδικη συμφωνία εκχώρησης και τότε ο κοινοτάρχης αρνήθηκε να εκδώσει το πιστοποιητικό. Ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του αποβιώσαντα αρνήθηκε να τον προμηθεύσει με στοιχεία σε ότι αφορά το μερίδιο αυτής στο ακίνητο και τον ενημέρωσε μόνο ότι ο αποβιώσας είχε αποποιηθεί το μερίδιο του από την περιουσία της συζύγου του. Ακολούθησε η αλληλογραφία με τους συνηγόρους του ενάγοντα και η οποία κατατίθεται ως τεκμήριο 7. Σε επιστολή τους οι συνήγοροι του ενάγοντα επισύναψαν διάφορα έγγραφα όπως τη συμφωνία εκχώρησης, αποδείξεις πληρωμής και αποποίηση κληρονομιάς. Τα έγγραφα αυτά παραδόθηκαν στον γραφολόγο κ. Μαρκίδη και ο οποίος εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την γνησιότητα τους και ιδιαίτερα για το έγγραφο της αποποίησης όπου φαίνεται η υπογραφή να είναι πλαστή ωστόσο τον ενημέρωσε ότι πρέπει να εξετάσει τα πρωτότυπα για να εκφέρει άποψη με βεβαιότητα. Ακολούθησε το αίτημα για εξέταση των πρωτοτύπων εγγράφων από τον εμπειρογνώμονα το οποίο ο ενάγων μέσω των δικηγόρων του αρνήθηκε – τεκμήριο 8 η σχετική αλληλογραφία.

 

Προς ενίσχυση της θέσης του περί αμφιβολίας ως προς την γνησιότητα των εγγράφων ο μάρτυρας αναφέρει ότι οι υπογραφές στη συμφωνία εκχώρησης τεκμ.1 στην αίτηση δεν είναι πιστοποιημένες από πιστοποιών υπάλληλο και φέρουν χαρτόσημα ημερ. 29.2.24 ήτοι 3 ημέρες μετά το θάνατο του αποβιώσαντα. Κανένα από τα ποσά που έπρεπε να καταβληθούν καταβλήθηκαν στον λογαριασμό του αποβιώσαντα τον οποίο έλεγξε και ήταν ο μοναδικός που τηρείτο – τεκμήριο 9. Με βάση το τεκμήριο 10 το ακίνητο ασφαλίστηκε για ποσό αξίας της κατοικίας €1.650,000 και για το περιεχόμενο σε €1.645.050 και η οποία εκτίμηση με βάση την ασφαλιστική έγινε στη βάση ανεξάρτητης εκτίμησης για την αξία του ακινήτου επομένως είναι άξιο απορίας πως πωλήθηκε για €290.000.  Η καθυστέρηση στην υπογραφή της εκχώρησης των δικαιωμάτων της αποβιωσάσης συζύγου των 6 μηνών δεν αιτιολογείται. Ο ενάγων παρέλειψε να λάβει έγκαιρα μέτρα για την λήψη του πιστοποιητικού από το τμήμα φορολογίας και το Δικαστήριο δεν δύναται να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα εάν δεν αποδειχθεί η γνησιότητα των συμβάσεων. Περαιτέρω η αναγραφή ΠΩΛ Ε 62/11 αντί του ΠΩΕ62/99 επί της συμφωνίας εκχώρησης είναι ζήτημα που συνηγορεί υπέρ της μη έγκρισης του αιτήματος και ενδεχόμενα να πρέπει να δοθεί μαρτυρία από το πρόσωπο που το συνέταξε και να ληφθούν μέτρα προς διόρθωση του.

 

Στη βάση των ανωτέρω και στην ύπαρξη πολλών αμφισβητούμενων γεγονότων δεικνύον ότι το ένδικο μέσο που ο ενάγων χρησιμοποίησε είναι λανθασμένο.

 

Κατάληξη:

 

Το Δικαστήριο  για σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης δεν θα ασχοληθεί με την ουσία της όποιας διαφοράς και τις αντίθετες εκδοχές ως προς τα γεγονότα των διαδίκων. Αυτό που καλείται να εξετάσει είναι ένα καθαρά δικονομικό ζήτημα και ειδικότερα εάν στη βάση των προνοιών του Νόμου 81(1)/2011 επί του οποίου εδράζεται η αξίωση του ενάγοντα για λήψη άδειας εκπρόθεσμης κατάθεσης του εκχωρητηρίου ορθά προώθησε το αίτημα με βάση το Μέρος 8 ή εάν λόγω των αμφισβητούμενων γεγονότων όφειλε να προωθήσει απαίτηση δια εντύπου με βάση το Μέρος 7.

 

Καταρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες προνοείται η δυνατότητα προώθησης απαίτησης με εναρκτήριο μέσο το Μέρος 8 καταγράφονται στους Κανονισμούς και αυτές αφορούν την περίπτωση που ο ενάγων ζητεί απόφαση αναφορικά με ζήτημα όπου πιθανόν να μην υπάρχει ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων, ή για οποιαδήποτε απαίτηση ή αίτηση σε σχέση με την οποία νόμος ή κανονισμός προνοεί όπως η απαίτηση ή αίτηση εγείρεται με εναρκτήρια κλήση, αίτηση ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία, εκτός όταν νόμος ή κανονισμός προβλέπει διακριτή διαδικασία ή όπου κανονισμός απαιτεί χρήση του Μέρους 8. Επιπλέον ζητήματα για τα οποία ζητείται απόφαση του δικαστηρίου και για τα οποία μπορεί να είναι κατάλληλη η διαδικασία του Μέρους 8 περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, σε αυτά που αφορούν την ερμηνεία νομοθεσίας ή δευτερογενούς νομοθεσίας, την ερμηνεία σύμβασης, την ερμηνεία διαθήκης, την ερμηνεία εγγράφου, την απαίτηση εμπιστευματοδόχου για άδεια του δικαστηρίου σε σχέση με την πραγματοποίηση οποιουδήποτε συγκεκριμένου βήματος και δεν υφίσταται οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων, την απαίτηση από ή εναντίον παιδιού ή ανίκανου προσώπου η οποία έχει διευθετηθεί πριν από την έναρξη δικαστικής διαδικασίας και μοναδικός σκοπός της απαίτησης είναι η εξασφάλιση της έγκρισης του δικαστηρίου για τον διακανονισμό.

 

Προκύπτει επομένως ότι ο κανονισμός καθορίζει και όχι εξαντλητικά τις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται το Μέρος 8. Στην προκειμένη ο ενάγων με βάση το έντυπο απαίτησης του αξιώνει θεραπείες στη βάση του άρθρου 12 του Νόμου περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος του 2011, Ν. 81 (1) /2011 και το οποίο δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να επιτρέψει εκπρόθεσμη καταχώρηση σύμβασης και που έχει ως ακολούθως:

 

«Εξουσία Δικαστηρίου να επιτρέψει κατάθεση σύμβασης ή έγερση αγωγής εκτός προθεσμίας

12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η προθεσμία κατάθεσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή»

 

Στις ερμηνευτικές δε διατάξεις στην έννοια της σύμβασης περιλαμβάνεται η σύμβαση πώλησης ή ανταλλαγής ή εκχώρησης ή αντιπαροχής ή συμφωνία διανομής ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Στη βάση επομένως του γεγονότος ότι το άρθρο 12 του Ν. 81 (1) /2011 καθορίζει ότι η άδεια για εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης προωθείται με αίτηση σε συνδυασμό με την πρόνοια του Μ.8.1 (4) για τη χρήση του Μέρους 8 όπου νόμος ή κανονισμός προνοεί όπως η απαίτηση ή αίτηση εγείρεται με εναρκτήρια κλήση, αίτηση ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία χρησιμοποιείται το Μέρος 8, εύλογα κρίνεται εκ πρώτης ότι εν προκειμένω ορθά ο ενάγων χρησιμοποίησε το Μέρος 8.

 

Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Η απαίτηση εκ του Νόμου 81 (1)/ 2011 στο άρθρο 12 όπως το αίτημα για εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης προωθηθεί μέσω αίτησης συνάδει και με τα ζητήματα που το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει στην διαδικασία ακρόασης της  αίτησης για εκπρόθεσμη κατάθεση.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας το αίτημα του ενάγοντα για να του δοθεί άδεια για εκπρόθεσμη κατάθεση της σύμβασης εκχώρησης θα λάβει υπόψη του τις σχετικές πρόνοιες του ειδικού Νόμου στη βάση των οποίων και καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.

Το Άρθρο 3(1) του Νόμου 81(Ι)/2011 έχει ως ακολούθως:

«3. (1) Η κατάθεση της σύµβασης από οποιοδήποτε των συµβαλλοµένων µερών γίνεται αποδεκτή, µόνο αν –

(α) υπάρχει εγγραφή στο Κτηµατικό Μητρώο του αρµόδιου Επαρχιακού Κτηµατολογικού Γραφείου, στο όνοµα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση µε την ακίνητη ιδιοκτησία-

(i) η οποία αποτελεί το αντικείµενο της σύµβασης, ή

(ii) στην οποία περιλαµβάνεται το τµήµα ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείµενο της σύµβασης:

Νοείται ότι, αν το αντικείµενο της σύµβασης είναι τµήµα συνιδιόκτητης ακίνητης ιδιοκτησίας, για το οποίο δεν υπάρχει χωριστή εγγραφή στο Κτηµατικό Μητρώο του αρµόδιου Επαρχιακού Κτηµατολογικού Γραφείου και πωλητές δεν είναι όλοι οι εγγεγραµµένοι ιδιοκτήτες, αυτή συνοδεύεται από συµφωνία διανοµής, υπογεγραµµένη από όλους τους εγγεγραµµένους ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας, των οποίων οι υπογραφές είναι δεόντως πιστοποιηµένες, και το τµήµα που αποτελεί το αντικείµενο της σύµβασης αναλογεί σε ένα τουλάχιστον από τους πωλητές στη σύµβαση, ο οποίος έχει δικαίωµα ελεύθερης κατοχής, χρήσης και διάθεσης αυτού·

(β) η σύµβαση είναι γραπτή, περιλαµβάνει επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των συµβαλλοµένων µερών, περιγράφει επαρκώς την ακίνητη ιδιοκτησία που είναι το αντικείµενο της σύµβασης, αναφέρει το αντάλλαγµα και είναι υπογεγραµµένη από όλα τα συµβαλλόµενα µέρη· και

(γ) η σύµβαση κατατεθεί εντός έξι (6) µηνών από την ηµεροµηνία υπογραφής της, στο επαρχιακό κτηµατολογικό γραφείο του Τµήµατος Κτηµατολογίου και Χωροµετρίας της επαρχίας που βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία:»

Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1) του εν λόγω Νόμου «Ο πωλητής, πριν υποθηκεύσει ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί αντικείµενο σύµβασης η οποία δεν έχει κατατεθεί από τον αγοραστή, έχει υποχρέωση να καταθέσει την εν λόγω σύµβαση σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 3, νοουµένου ότι µέχρι την ηµεροµηνία κατάθεσης της σύµβασης ο αγοραστής έχει εκπληρώσει τις µέχρι τότε συµβατικές του υποχρεώσεις.»

Όπως προκύπτει λοιπόν από το λεκτικό του άρθρου 12 του Νόμου, η έκδοση διατάγματος για την εκπρόθεσμη καταχώρηση μιας σύμβασης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το κριτήριο τώρα για την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας είναι το δίκαιο και εύλογο ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης με γνώμονα όμως πάντοτε την προστασία του αγοραστή. Σχετική είναι η απόφαση στις αποφάσεις  Αναφορικά με την Αίτηση της 1. BELGIAN CORPORATE FINANCE ADVISORY BVBA κ.α. Πολ. Αίτ. Αρ. 156/2019 και Αναφορικά με την Αίτηση της BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD Πολ. Έφεση 68/2019 ημερομηνίας 08/05/2020.

Πέραν των πιο πάνω που αφορούν την προστασία του αγοραστή θα πρέπει να εξεταστούν και οι τυπικές προϋποθέσεις μιας σύμβασης ως καθορίζονται στο άρθρο 3, ήτοι εάν υπάρχει εγγραφή στο Κτηµατικό Μητρώο του αρµόδιου Επαρχιακού Κτηµατολογικού Γραφείου, στο όνοµα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης ή εγγραφή στην οποία να περιλαμβάνεται το τμήμα της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης. Επιπλέον η σύμβαση είναι δεκτική κατάθεσης εάν είναι γραπτή, εάν περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων µερών και εάν περιγράφει επαρκώς την ακίνητη ιδιοκτησία εάν αναφέρει το αντάλλαγμά και είναι υπογεγραµµένη από όλα τα συμβαλλόμενα µέρη.

Οι πιο πάνω τυπικές προϋποθέσεις εξετάζονται σε πρώτο στάδιο στα πλαίσια της δικαστικής διεργασίας και ακολούθως και στη βάση του άρθρου 12 εάν η σύμβαση είναι ακόμα σε ισχύ εξετάζεται το εύλογο και δίκαιο με αναφορά πάντα στην πρόθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον αγοραστή. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι η κατάθεση μιας σύμβασης σκοπό έχει να προστατεύσει τον αγοραστή δίδοντας του το δικαίωμα να καταθέσει τη σύμβαση, η οποία επενεργεί ως εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης περιουσίας (βλέπε Κίρζη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Π.Ε. 34/2011, ημερ. 19.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:A182 με σκοπό αυτός να ενεργήσει ακολούθως για την ειδική εκτέλεση της σύμβασης ή να προωθήσει τη διαδικασία εγκλωβισμένου αγοραστή δυνάμει των προνοιών του Νόμου 9/65 (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Αικατερίνης (Κατερίνα) Θεοδώρου και της Ειρήνης Θεοδώρου (Αρ.2) (2014) 1Γ Α.Α.Δ 2457).

Προκύπτει επομένως ότι η διαδικασία της αίτησης για εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης δεν δημιουργεί ένα δικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δικαστήριο δύναται να επιλύσει επί της ουσίας διαφορές των συμβαλλομένων και/ή άλλων μερών.

Εν προκειμένω προκύπτει ότι αυτό που ο εναγόμενος, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα εκχωρητή, ισχυρίζεται είναι ότι η σύμβαση αποτελεί ενδεχόμενα προϊόν πλαστογραφίας και αυτή δεν είναι έγκυρη. Αυτή η θέση και ισχυρισμός όμως δεν δύναται να εξεταστεί στα πλαίσια της διαδικασίας του αιτήματος για λήψη άδειας για κατάθεση της σύμβασης. Η κατάθεση της σύμβασης, εάν τελικά αφού εξεταστούν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις και παράμετροι αποφασιστεί και εγκριθεί, δεν επηρεάζει το δικαίωμα του διαχειριστή της περιουσίας του φερόμενου ως αντισυμβαλλόμενου στην σύμβαση εκχώρησης να προωθήσει δικονομικά μέτρα για την ακύρωση αυτής της κατάθεσης σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό του περί πλαστογραφίας του εγγράφου.  

Το γεγονός εν προκειμένω που προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία, ένορκης δήλωσης στην απαίτηση και ένορκη δήλωση στην ένσταση χρήσης του Μέρους 8 περί της ύπαρξης πράγματι αμφισβητούμενων γεγονότων δεν αποκλείει από μόνο του τη χρήση του Μέρους 8 όταν ο ειδικός νόμος 81 (1)/2011 στο άρθρο 12 καθορίζει ρητά ότι το αίτημα υποβάλλεται με αίτηση και τούτο βασίζεται ακριβώς στην συγκεκριμένη διαδικασία εξέτασης συγκεκριμένων προϋποθέσεων ως το άρθρο 12 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 καθορίζουν.

Το άρθρο 12 απαιτεί όπως η σύμβαση είναι σε ισχύ ήτοι αυτή να μην έχει τερματιστεί ή ακυρωθεί. Εν προκειμένω οι ισχυρισμοί άπτονται της γνησιότητας της σύμβασης στη βάση ισχυρισμού περί υποψίας πλαστογραφίας και τούτα είναι ζητήματα που ναι μεν δεν δύνανται να εξεταστούν στα πλαίσια διαδικασίας του Μέρους 8 όμως παράλληλα δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν και αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια αίτησης για λήψη άδειας εκπρόθεσμης καταχώρησης σύμβασης στη βάση του άρθρου 12 του Ν. 81 (1) /2011 όπως η αίτηση που ο ενάγων προωθεί.

Κρίνω επομένως ότι το Μέρος 8 που ο ενάγων προώθησε για την αξίωση του αποτελεί το ορθό δικονομικό μέτρο στη βάση του άρθρου 12 του Ν. 81 (1) 2011. Σε αυτό το στάδιο βέβαια, της κρίσης επί της ορθότητας του δικονομικού μέτρου δεν δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία του αιτήματος και δη εάν η σύμβαση πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου και εάν είναι εύλογο και δίκαιο να επιτραπεί η κατάθεση της. Τούτο θα αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής διεργασίας στα πλαίσια της ακρόασης της απαίτησης.

Συνεπακόλουθα η ένσταση του εναγόμενου στην χρήση του Μέρους 8 από τον ενάγοντα απορρίπτεται.

Σε ότι αφορά τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγόμενου ως περιορίζονται στην ακρόαση που έλαβε χώρα στις 24.11.25 στα πλαίσια του αιτήματος και στην εμφάνιση για έκδοση της απόφασης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της απαίτησης.

 

                                                              (Υπ) .......................................................

 Ε. Δημητρίου – Παναγή, Α.Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο