
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 248/2024 I-Justice
Μεταξύ:
CYPRIELLA DEVELOPERS LIMITED (HE χχχ), χχχ Πάφος
Ενάγουσας
και
1. CCCPI HYPER FITNESS CLUB LTD (HE χχχ), χχχ Πάφος
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΤΕΣ, χχχ Πάφος
3. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, χχχ Πάφος
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας 29.07.24 για έκδοση Συνοπτικής Απόφασης
Ημερομηνία: 23.01.25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα-Αιτήτρια: κα Ε. Αποστολίδου για ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγομένους 1,2 & 3-Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 & 3: κος Μ. Βασιλειάδης μαζί με
κα Ρ. Βασιλειάδη για
Μιχάλης Βασιλειάδης
Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα δια κλήσεως αίτηση η Εναγόμενη ζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης για μέρος των θεραπειών που περιλαμβάνονται στο Έντυπο Απαίτησης και επισυνημμένη έκθεση απαίτησης που καταχώρησε στις 12.06.24, οι οποίες θεραπείες ουσιαστικά στρέφονται εναντίον της Εναγομένης 1.
Ενόψει του χρονικού σημείου που καταχωρίστηκε η υπόθεση αυτή, το δικονομικό πλαίσιο πάνω στο οποίο βασίζεται η εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης διέπεται από τους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23.
Η παρούσα αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στα Μέρη 23 & 24 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, στο άρθρο 43 των περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148), στα άρθρα 39 & 73 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από γραπτή δήλωση του κυρίου Κρίστη Χρυσοστόμου, γραμματέα της Ενάγουσας εταιρείας, στην οποίαν επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα προς υποστήριξη της. Η γραπτή δήλωση αναφέρεται σε γεγονότα που σύμφωνα με την Ενάγουσα δικαιολογούν την επιτυχία της παρούσας αίτησης.
Οι Εναγόμενοι 1, 2 & 3 αντέδρασαν στις 16.10.24 με την καταχώρηση εντύπου ένστασης επί 8 λόγων. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια που απαιτούνται για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, ως είναι το αντικείμενο εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης.
Η νομική βάση της ένστασης των Εναγομένων είναι πανομοιότυπη μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.
Η ένσταση συνοδεύεται από γραπτή δήλωση του Εναγομένου 2 και ενός εκ των διευθυντών της Εναγομένης 1 εταιρείας. Προς ενίσχυση του περιεχομένου της γραπτής δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα. Η ένορκη δήλωση αναφέρεται σε γεγονότα και επικαλείται τους λόγους που οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Ακολούθως, ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχει ο Κανονισμός 24.5(3)(β) η Ενάγουσα καταχώρισε γραπτή απαντητική μαρτυρία υπό τη μορφή γραπτής δήλωσης πάλι από τον κύριο Χρυσοστόμου.
Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των γραπτών δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ένστασης). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.
Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των γραπτών δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.
Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με αναφορά σε θεσμούς πολιτικής δικονομίας και παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Κάποιοι λόγοι ένστασης θα εξεταστούν μαζί λόγω του κοινού στοιχείου τους, πάντοτε βέβαια υπό το πρίσμα του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.
Με τον 5ο λόγο ένστασης οι Εναγόμενοι επικαλούνται την ύπαρξη κατάχρησης επειδή, σύμφωνα με τους ιδίους, η αίτηση «περιέχει ανακρίβειες και αναλήθειες και μέσα από αυτή επιδιώκονται θεραπείες και οικονομικό όφελος μέσω ψευδών παραστάσεων». Αντίθετα η Ενάγουσα απορρίπτει τη θέση αυτή.
Προσπάθησα να αντιληφθώ ποιες είναι αυτές οι αναλήθειες και οι ανακρίβειες στις οποίες αναφέρονται οι Εναγόμενοι. Με κάθε σεβασμό αδυνατώ. Η γραπτή δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένες αναφορές. Ουδεμία διευκρίνιση και καμία επεξήγηση δόθηκε στο Δικαστήριο σχετικά με το συγκεκριμένο παράπονο. Πρόκειται για ένα λόγο ένστασης που παρέμεινε αόριστος και ασαφής. Περιορίζεται σε λεκτικό επίπεδο, χωρίς να συνοδεύεται από απαραίτητες λεπτομέρειες που θα έδιδαν την δυνατότητα στο Δικαστήριο να τον εξετάσει ση βάση συγκεκριμένου περιεχομένου.
Τα πιο πάνω καθιστούν τον πιο πάνω λόγο ένστασης μετέωρο και ως εκ τούτου έκθετο σε απόρριψη.
Προχωρώ με την εξέταση του 7ου λόγου ένστασης όπου οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να εγείρει αξιώσεις εναντίον των Εναγομένων 2 & 3 επειδή δεν υφίσταται συμβατική σχέση ανάμεσα τους.
Δεν έχουν δίκαιο να παραπονιούνται οι Εναγόμενοι. Όπως έχει ήδη λεχθεί, η παρούσα αίτηση αξιώνει θεραπείες που αφορούν μέρος αυτών που διεκδικούνται μέσα από την έκθεση απαίτησης, οι οποίες θεραπείες εστιάζονται εναντίον μόνο της Εναγομένης 1. Αναφορικά με το σημείο αυτό, αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 υπάρχει συμβατική σχέση. Θα αναφερθώ στη συνέχεια στην εν λόγω συμβατική τους σχέση.
Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης δεν ευσταθεί και γι’ αυτό απορρίπτεται.
Ακολούθως θα ασχοληθώ μαζί με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης (1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 6ο και 8ο λόγο ένστασης) επειδή άπτονται των κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου να δικαιολογείται η επιτυχία της υπό κρίση αίτησης. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα η Ενάγουσα θεωρεί ότι αυτές ικανοποιούνται.
Θα πρέπει εδώ να επαναλάβω ότι το δικονομικό πλαίσιο που ισχύει είναι οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί 2023. Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης διέπεται δικονομικά από το Μέρος 24 και έχει διακριτικό χαρακτήρα. Επειδή το πνεύμα είναι το ίδιο μ’ αυτό της Δ.18 Θ.1 των παλαιών διαδικαστικών θεσμών, ισχύουν ουσιαστικά οι ίδιες νομικές αρχές που έχουν διαχρονικά καθοριστεί μέσα από τη νομολογία. Παράλληλα το Μέρος 24 είναι πανομοιότυπο με την αγγλική δικονομική διάταξη Practice Direction 24 (αγγλικό νομικό σύγγραμμα Civil Procedure, Volume 1, έκδοση 2021, σελίδες 853-855).
Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η προστασία των διαδίκων από αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Επειδή πρόκειται για δραστική διαδικασία με ιδιαιτερότητα που παρακάμπτει τη διεξαγωγή δίκης, το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του εξουσία με πολλή φειδώ και με βάση τα καθορισμένα αυστηρά κριτήρια που περιέχονται στις πρόνοιες της πιο πάνω διάταξης και έχουν εξηγηθεί μέσα από τις αρχές της νομολογίας (Νικολάου Λίμιτεδ v. Adamco Construction Ltd (2005) 1Α Α.Α.Δ. 376). Η ανάγκη για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης δεν θα πρέπει να στερεί από τον εναγόμενο, στην κατάλληλη περίπτωση, το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του (Deme Diary Ltd κ.α. v. Τραπέζης Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1347).
Για να έχει η αίτηση συνοπτικής απόφασης προοπτική επιτυχίας θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και ταυτόχρονα να ικανοποιούνται σωρευτικά συγκεκριμένες επιτακτικές προϋποθέσεις. Πρόκειται για συνδυασμό τυπικών και ουσιαστικών παραμέτρων, πλην όμως πρέπει όλες να ισχύουν.
Η υπό κρίση αίτηση επιδιώκει την έκδοση συνοπτικής απόφασης για μέρος των θεραπειών που ζητούνται στην έκθεση απαίτησης. Όπως προκύπτει από το σώμα της αίτησης και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που τη συνοδεύουν, επιδιώκεται η έκδοση συνοπτικής απόφασης που αφορά τις θεραπείες υπό τα σημεία (Β), (Γ), (Δ), (Ε) και (ΣΤ) του Εντύπου Απαίτησης. Συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των εδαφίων (1) & (2) του Κ.24(1) καθιστά σαφές ότι το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση που αφορά μέρος της απαίτησης και ότι αυτό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του.
Οι θεραπείες που ζητούνται στην αίτηση αυτή αφορούν την Εναγόμενη 1 εταιρεία. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στο σώμα της αίτησης η διατύπωση των θεραπειών που αφορούν την έκδοση διατάγματος καλύπτει και τους Εναγομένους 2 και 3. Ωστόσο δεν πρόκειται για αντίφαση μ’ αυτά που σημειώνονται είτε στο Έντυπο Απαίτησης είτε στην επισυνημμένη Έκθεση Απαίτησης. Ούτε πρόκειται για διαφορετικής μορφής θεραπείες. Όλα εννοούν το ίδιο πράγμα και παραπέμπουν στο ίδιο σημείο. Η αναφορά στα ονόματα των Εναγομένων 2 και 3 στο σώμα της αίτησης έχουν απλά την έννοια των αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων της Εναγομένης 1 εταιρείας, κατηγορίες ατόμων που καλύπτονται από το λεκτικό που χρησιμοποιείται στο Έντυπο Απαίτησης και στην Έκθεση Απαίτησης χωρίς κατ’ ανάγκη να αναφέρονται ειδικά στους Εναγομένους 2 και 3 αλλά ταυτόχρονα να τους καλύπτει.
Προχωρώ ευθύς με την εξέταση των προϋποθέσεων.
Μία από τις προϋποθέσεις που τίθενται για να μπορεί κάποιος να αποταθεί για την έκδοση συνοπτικής απόφασης είναι να έχει πρώτα καταχωριστεί σημείωμα εμφάνισης στην υπόθεση, εκτός αν έχει δοθεί σχετική άδεια από το Δικαστήριο (Κ.24.3(1)). Παράλληλα η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Ενάγουσας ότι παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά εντούτοις προκύπτει ότι θα πρέπει να έχει καταχωριστεί και η έκθεση απαίτησης, με βρίσκει σύμφωνο. Εφόσον το σημείωμα εμφάνισης, δυνάμει του Κ.10(1) & (2), καταχωρείται 14 ημέρες από την επίδοση της έκθεσης απαίτησης στην περίπτωση που στο έντυπο απαίτησης δηλώνεται ότι θα ακολουθήσει έκθεση απαίτησης ή στην περίπτωση που η έκθεση απαίτησης επισυνάπτεται στο έντυπο απαίτησης 14 ημέρες από την επίδοση του εντύπου απαίτησης (αναπόφευκτα μαζί με την έκθεση απαίτησης), συνάγεται ότι όταν καταχωρείται σημείωμα εμφάνισης η έκθεση απαίτησης έχει ήδη καταχωριστεί. Στην προκειμένη περίπτωση, στις 12.06.24 καταχωρίστηκε από την Ενάγουσα Έντυπο Απαίτηση δυνάμει του Μέρους 7 μαζί με την Έκθεση Απαίτησης της υπόθεσης. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18.07.24 η Εναγόμενη καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης και έπειτα στις 29.07.24 η Ενάγουσα προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, η εν λόγω προϋπόθεση ικανοποιείται.
Η Ενάγουσα αποτάθηκε στο Δικαστήριο προωθώντας την υπό κρίση αίτηση σύμφωνα με το Μέρος 23, ως υποδεικνύει ο Κ. 24.4(1). Η αίτηση συνοδεύεται από γραπτή δήλωση μέσα από την οποίαν περιέχεται το μαρτυρικό υλικό επί του οποίου η εν λόγω αίτηση στηρίζεται ικανοποιώντας έτσι τις πρόνοιες του Κ.24.4(3). Η Ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα που της παρέχει ο Κ.24.5(3)(β) υποβάλλοντας γραπτή απαντητική μαρτυρία.
Οι γραπτές δηλώσεις συμμορφώνονται με τις πρόνοιες του Κ.24.4(2)(α) καθότι αναφέρουν γεγονότα ορισμένα από τα οποία είτε αποτελούν κοινό έδαφος είτε δεν αμφισβητήθηκαν ευθέως από την Εναγόμενη, προσδιορίζουν και συνάμα αναδεικνύουν νομικά σημεία και παραπέμπουν σε όρους επισυνημμένων εγγράφων επί των οποίων στηρίζεται η Ενάγουσα για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αίτησης της. Τόσο η γραπτή δήλωση όσο και η γραπτή απαντητική μαρτυρία που προωθήθηκαν από την Ενάγουσα επιβεβαιώνονται από δήλωση αλήθειας ως απαιτεί ο Κ.24.5(5).
Μία άλλη προϋπόθεση που το Δικαστήριο εξετάζει αν πληρείται είναι αυτή του Κ.24.4(2)(β). Ειδικότερα αυτό που απαιτείται είναι στη γραπτή δήλωση του αιτητή να περιέχεται η συγκεκριμένη αναφορά που επισημαίνει ο εν λόγω κανονισμός. Ερχόμενος στην προκειμένη περίπτωση η §29 της γραπτής δήλωσης του Χρυσοστόμου αναφέρει τα εξής που καταγράφω αυτούσια:
«Εξ όσων ειλικρινά πιστεύω και ως με πληροφορούν οι δικηγόροι της Αιτήτριας, αλλά και ως προκύπτει μέσα από τα τεκμήρια που έχω επισυνάψει στην παρούσα και τα γεγονότα ως τα έχω παραθέσει, οι Εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης στα ζητήματα που αφορά η παρούσα αίτηση και για τα οποία ζητείται η έκδοση απόφασης/διαταγμάτων και δεν γνωρίζω άλλο λόγο για τον οποίον πρέπει να εκδικαστούν τα υπό κρίση ζητήματα.»
Το πιο πάνω λεκτικό είναι αυτό που απαιτείται από τον Κ.24.4(2)(β). Επομένως ικανοποιείται και αυτή η προϋπόθεση.
Έχει ήδη λεχθεί ότι οι γραπτές δηλώσεις που έγιναν από τον κύριο Χρυσοστόμου αποτελούν μαζί με τα επισυνημμένα σ’ αυτές έγγραφα το μαρτυρικό υλικό επί του οποίου βασίζεται η Ενάγουσα για την επιτυχή προώθηση της υπό κρίση αίτησης. Οι Εναγόμενοι αμφισβητούν τη θέση του Χρυσοστόμου ότι «είναι πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια, καθότι καμία διευθυντική θέση διατηρεί στην Αιτήτρια, ούτε εξουσιοδοτήθηκε από αυτή» (§6 γραπτής δήλωσης Εναγομένου 2). Τη θέση τους αυτή επαναλαμβάνει μέσα από τη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος τους (σελίδα 3, προτελευταία παράγραφος).
Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους, δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση τους. Ο κύριος Χρυσοστόμου είναι αξιωματούχος της Ενάγουσας εταιρείας. Είναι ο Γραμματέας της εν λόγω εταιρείας και τούτο δεν έχει αμφισβητηθεί από τους Εναγομένους. Αναμφίβολα, ως εκ της θέσεως του είχε εμπλοκή στην υπόθεση. Επίσης λόγω του ότι είχε έγγραφα της υπόθεσης στην κατοχή του και κατ’ επέκταση πρόσβαση στο περιεχόμενο τους αλλά και υπό την ιδιότητα του αξιωματούχου της, ο κύριος Χρυσοστόμου ήταν σε θέση να γνωρίζει τουλάχιστον τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση αυτή. Από τις λεπτομέρειες που παρέχει στη γραπτή δήλωση του καταδεικνύεται ότι πράγματι γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης. Η δε αναφορά του ότι είναι πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στις γραπτές δηλώσεις εκ μέρους και για λογαριασμό της Ενάγουσας (§1 αμφότερες γραπτές δηλώσεις Χρυσοστόμου) αποδεικνύεται από το επισυνημμένο τεκμήριο ΚΧ10, το περιεχόμενο του οποίου όχι μόνο δεν καταρρίφθηκε από άλλη μαρτυρία αλλά ούτε αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Εναγομένης. Πρόκειται για πρακτικά συνεδρίασης διοικητικού συμβουλίου της Ενάγουσας ημερ. 11.09.23, τα οποία υπογράφει ο ίδιος ως γραμματέας της εταιρείας μαζί με άλλο πρόσωπο που κατείχε τη θέση του Προέδρου. Στο έγγραφο αυτό παρέχεται στον κύριο Χρυσοστόμου εξουσιοδότηση να υπογράφει έγγραφα αναγκαία για τη διεκπεραίωση δικαστικής διαδικασίας σε σχέση με την υπόθεση αυτή.
Στη συνέχεια θα εξετάσω τις ουσιαστικές προϋποθέσεις.
Ερμηνεύοντας τις πρόνοιες του Κ.24.2 στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει ότι:
(α) η Εναγόμενη 1 δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας υπεράσπισης επί των ζητημάτων του μέρους της απαίτησης, για το οποίο ζητείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης και
(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίον τα συγκεκριμένα ζητήματα πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη.
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι αν μέσα από τα γεγονότα που ο ομνύοντας Χρυσοστόμου εκθέτει στην ένορκη δήλωση του και τα έγγραφα που επισυνάπτει σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, αξιώνεται μία ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη απαίτηση, εννοείται το μέρος αυτής που επιδιώκεται η έκδοση συνοπτικής απόφασης, η φύση, το είδος και το ύψος της οποίας επαληθεύεται (Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).
Εφόσον ισχύουν τα πιο πάνω το δικαίωμα της Ενάγουσας να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης θεμελιώνεται. Ταυτόχρονα μετατίθεται στους ώμους των Εναγομένων, κυρίως όμως της Εναγομένης 1 που είναι το άμεσα ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα αίτηση, το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο (Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R. 265, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 κ.α.). Δεν χρειάζεται να καταδειχθεί βεβαιότητα επιτυχίας μιας υπεράσπισης αλλά μια καλή πιθανότητα επιτυχίας θα είναι αρκετή. Τα εγειρόμενα θέματα προς υπεράσπιση θα πρέπει να δίνονται με ικανές λεπτομέρειες στις οποίες στηρίζονται (Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd v. Abdul Azziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239).
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Trans Middle East (ανωτέρω) στις σελ. 243-244 είναι σχετικό:
«H βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (βλ. CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Cooperative Industries Co. Ltd (1982) 1 Α.Α.Δ. 897). Έτσι είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.»
Στην υπόθεση Λαζάρου κ.α. ν. Μακεδόνα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 817 επεξηγείτο ακόμα ότι:
«Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση (δέστε Supreme Court Practice 1999 1st Ed. p. 174, para. 14/4/9).»
Οι πιο πάνω αρχές μνημονεύτηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Κτηματικές Επιχειρήσεις Χάρης Ερωτοκρίτου Λτδ v. Κωνσταντίνου Θεοδώρου Κούλα Πολιτική Έφεση Αρ. Ε64/2019 ημερ. 16.07.24, στην οποίαν και παραπέμπω για περαιτέρω αναφορά.
Στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα αξιώνει την έκδοση συνοπτικής απόφασης για μέρος της απαίτησης της. Σε ότι αφορά τους Εναγόμενους, εφόσον στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει ακόμη έκθεση υπεράσπισης, η εκδοχή τους αντικατοπτρίζεται μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση. Την έχω μελετήσει με προσοχή.
Ένα από τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο συνοπτικής απόφασης εδράζεται σε ισχυρισμό ύπαρξης συμβατικού χρέους προς την ίδια από την Εναγόμενη 1 λόγω μη καταβολής ενοικίων συγκεκριμένων μηνών που αφορά την κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση υποστατικού για επαγγελματικούς λόγους δυνάμει σχετικής σύμβασης ενοικίασης. Επί του σημείου αυτού, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 1 οφείλει ενοίκια των μηνών Οκτωβρίου 2019, Νοεμβρίου 2019, Δεκεμβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020. Επικαλούμενη ότι το συμφωνημένο ενοίκιο ανερχόταν μηνιαίως €2.500 και ότι ο επικαλούμενος τερματισμός επήλθε στις 31.01.20, υπολογίζει ότι της οφείλεται ποσό ύψους €10.000.
Αντίθετη είναι η θέση των Εναγομένων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό.
Με βάση τα ενώπιον μου έγγραφα εξόφθαλμα αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι:
(α) Κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο η Ενάγουσα ήταν και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα η ιδιοκτήτρια του επίμαχου ακινήτου που βρίσκεται στην κοινότητα Μεσόγης της επαρχίας Πάφου.
(β) Δυνάμει σύμβασης ενοικίασης ημερ. 16.04.09 που υπογράφτηκε με συμβαλλόμενα μέρη την Ενάγουσα και την Εναγόμενη 1, η πρώτη ενοικίασε στην δεύτερη μέρος του πιο πάνω ακινήτου και συγκεκριμένα το ισόγειο κατάστημα, το μεσοπάτωμα και 22 χώρους στάθμευσης.
(γ) Το περιεχόμενο της σύμβασης είναι αυτό που καταγράφεται στο Τεκμήριο ΚΧ2, έγγραφο επισυνημμένο στη γραπτή δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, το οποίο είναι το ίδιο με το Τεκμήριο 1 που επισυνάπτεται με στη γραπτή δήλωση που συνοδεύει την ένσταση.
(δ) Το υποστατικό θα χρησιμοποιείτο ως γυμναστήριο.
(ε) Το μηνιαίο ενοίκιο συμφωνήθηκε στα €2.500.
(στ) Η Εναγόμενη 1 εταιρεία κατέβαλε τα ενοίκια για τους μήνες Απρίλιο 2019, Μάιο 2019, Ιούνιο 2019, Ιούλιο 2019, Αύγουστο 2019 και Σεπτέμβριο 2019.
Για την καταβολή των ενοικίων αναφορικά με τους πιο πάνω μήνες, οι Εναγόμενοι προσκόμισαν έγγραφα που καταδεικνύουν πληρωμή. Ωστόσο για τους μήνες για τους οποίους η Ενάγουσα επικαλέστηκε ότι δεν πληρώθηκε το ενοίκιο, δεν έχουν παρουσιαστεί έγγραφα που βεβαιώνουν το αντίθετο, δηλαδή ότι τα ενοίκια αυτά έχουν όντως καταβληθεί. Οι αποδείξεις πληρωμών ενοικίων σταματούν στον Σεπτέμβριο 2019. Οι δε Εναγόμενοι προβάλλουν αντιφατικές θέσεις στο ζήτημα αυτό Από τη μία αναγνωρίζουν ότι η Εναγόμενη 1 σταμάτησε να καταθέτει ενοίκια για το λόγο που επικαλούνται και από την άλλη προβάλλουν γενική και αόριστη άρνηση ότι οφείλουν τα κατ’ ισχυρισμό ενοίκια, χωρίς να παρέχουν στοιχεία για πληρωμές και λεπτομέρειες πληρωμών. Θα έλεγα ότι η εκδοχή τους τελικά καθίσταται ασαφής όταν τελικά οι Εναγόμενοι σχετίζουν την άρνηση τους ότι οφείλουν τα κατ’ ισχυρισμό ενοίκια με το ενδεχόμενο να πρέπει να τους καταβληθούν έξοδα που ισχυρίζονται ότι πλήρωσαν στα πλαίσια απόκτησης αδειών από τις αρμόδιες αρχές για σκοπούς λειτουργίας του υποστατικού ως γυμναστήριο.
Χωρίς να υπάρχει συμβατικό δικαίωμα αποκοπής ποσού ενοικίων ή πρόνοια συμψηφισμού στη σύμβαση ενοικίασης σε ότι αφορά την υποχρέωση καταβολής ενοικίων με έξοδα που τυχόν δικαιολογημένα καταβάλλονται από τους Εναγόμενους, η θέση αυτή των Εναγομένων δύναται να προβληθεί με την καταχώρηση ανταπαίτησης μέσα από τη οποίαν να αξιώνεται η επιδίκαση αποζημιώσεων για ζημιές και απώλειες που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν.
Εν πάση περιπτώσει, αναμφίβολα η απουσία στοιχείων και λεπτομερειών που βεβαιώνουν πληρωμή των ενοικίων και ταυτόχρονα η παρουσίαση εγγράφων που καταδεικνύουν πληρωμές ενοικίων από την έναρξη της ενοικιαστικής περιόδου (Απρίλιο 2019) μέχρι και τον Σεπτέμβριο 2019, επαληθεύει την ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη εκδοχή της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη 1 της οφείλει τα ενοίκια των μηνών Οκτωβρίου 2019, Νοεμβρίου 2019, Δεκεμβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020, ήτοι συνολικό ποσό €10.000. Με την επιστολή της ημερ. 30.01.24 προς την Εναγόμενη 1, η Ενάγουσα κατέστησε απαιτητό το ποσό αυτό ζητώντας την πληρωμή του εντός 7 ημερών από την επίδοση της επιστολής, η οποία φαίνεται να έγινε αυθημερόν. Κανένα στοιχείο έχει παρουσιαστεί που να καταδεικνύει συμμόρφωση της Εναγομένης 1 με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής. Με την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης αλλά και της υπό κρίση αίτησης το πιο πάνω ποσό παρέμεινε οφειλόμενο και εξακολουθεί να παραμένει απλήρωτο.
Όπως διαπιστώνεται, η Εναγόμενη 1 δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας υπεράσπισης επί των ζητημάτων του μέρους αυτού της απαίτησης, για το οποίο ζητείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης. Τα στοιχεία που έχουν αποκαλυφθεί για το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι επαρκή και ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Θα έλεγα ότι δεν εγείρεται εύλογη αμφιβολία κατά πόσο η Ενάγουσα δικαιούται απόφαση στο ζήτημα αυτό. Δεν βλέπω να υπάρχει επιτακτικός λόγος για τον οποίον το συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
Ένα άλλο ξεχωριστό και συνάμα ανεξάρτητο θέμα που αποτελεί αντικείμενο συνοπτικής απόφασης είναι η θέση της Ενάγουσας ότι θα πρέπει να εκδοθεί διάταγμα παράδοσης ελεύθερης και κενής της κατοχής του υποστατικού από την Εναγόμενη 1. Η θέση αυτή πηγάζει από τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη 1 παράνομα κατέχει, χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το συγκεκριμένο υποστατικό μετά από κατ’ ισχυρισμό τερματισμό της σύμβασης ενοικίασης. Οι δύο αυτές θέσεις της Ενάγουσας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την αξίωση της για ζημιές που υπέστη συνεπεία της επικαλούμενης παράνομης κατοχής αλλά και με την αξίωση της για μελλοντικές ζημιές υπό τη μορφή απώλειας ενοικίων.
Το ότι η Εναγόμενη 1 κατέχει, χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το συγκεκριμένο υποστατικό μέχρι σήμερα αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων.
Η δικογραφημένη εκδοχή της Ενάγουσας, όπως αυτή περιέχεται στην έκθεση απαίτησης (§15), είναι ότι η σύμβαση ενοικίασης τερματίστηκε με την επιστολή της Ενάγουσας ημερ. 31.01.20 λόγω μη καταβολής των ενοικίων για τους μήνες Οκτώβριο 2019, Νοέμβριο 2019, Δεκέμβριο 2019 και Ιανουάριο 2020. Στη βάση αυτής της επιστολής προέρχονται οι πιο πάνω θεραπείες που αξιώνει. Η εκδοχή της Ενάγουσας είναι και εδώ ξεκάθαρη και δίχως αντιφάσεις.
Από τη στιγμή που η εκδοχή της Ενάγουσας συγκεντρώνει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, στρέφομαι να εξετάσω αν οι Εναγόμενοι διαθέτουν καλή υπεράσπιση ή αποκαλύπτουν τέτοια γεγονότα και λεπτομέρειες που θα είναι ουσιώδη και επαρκή για να τους δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Παραπέμπω στις υποθέσεις Λαζάρου και άλλος v. Μακεδόνας (πιο πάνω), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. 204, Καζαμίας v. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 752 και Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd v. Abdul Aziz Tlais (πιο πάνω).
Επί του σημείου αυτού μπορεί να λεχθεί ότι η νομιμότητα και εγκυρότητα του τερματισμού της σύμβασης αμφισβητείται από τους Εναγόμενους. Ειδικότερα θεωρούν ότι ο τερματισμός που αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 31.01.20 είναι ανυπόστατος (§20(β) ένορκη δήλωση Εναγομένου 2). Η επικαλούμενη επιστολή τέθηκε ενώπιον μου ως μέρος του μαρτυρικού υλικού (Τεκμήριο ΚΧ5). Θα πρέπει να λεχθεί ότι το περιεχόμενο της καταδεικνύει καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Αν κάποιος αναγνώσει την εν λόγω επιστολή θα διαπιστώσει ότι το περιεχόμενο της δεν ταυτίζεται με τον λόγο τερματισμού που επικαλέστηκε η Ενάγουσα.
Παράλληλα η αναφορά των Εναγομένων ότι προέβηκαν σε συγκεκριμένες ενέργειες σε συνδυασμό με τα έξοδα που ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν για την πραγματοποίηση τους στη βάση εγγράφων που παρουσίασαν επικαλούμενοι κάλυψη από συγκεκριμένους όρους της σύμβασης ενοικίασης που επισημαίνουν και υποδεικνύουν σε σχέση με το συμβατικό δικαίωμα κατοχής του υποστατικού, αναδεικνύει καλόπιστη γραμμή υπεράσπισης μέσα από την οποίαν προκύπτει επιπλέον συζητήσιμο θέμα που επίσης χρήζει εξέτασης μέσα από ακροαματική διαδικασία όπου θα παρουσιαστούν οι πραγματικές και νομικές θέσεις των διαδίκων μέσα από την προσκόμιση μαρτυρίας και συνάμα προβολή νομικής επιχειρηματολογίας.
Αναπόφευκτα η κατάληξη των δικασίμων θεμάτων θα κρίνει το ενδεχόμενο ύπαρξης ή όχι ζημιών είτε προς την Ενάγουσα είτε προς την Εναγόμενη. Σε περίπτωση που όντως διαπιστωθεί η ύπαρξη ζημιών, τότε θα μπορεί να γίνει υπολογισμός του ύψους τους.
Στο μέρος αυτό οι Εναγόμενοι προβάλλουν μία συγκεκριμένη λογικοφανή γραμμή υπεράσπισης που την καθιστούν καλόπιστη, μέσα από την οποίαν αναδεικνύονται συζητήσιμα πραγματικά και νομικά θέματα (χχχ Κωνσταντίνου κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολιτική Έφεση Αρ. Ε75/2013 ημερ. 05.03.19). Οι δικογραφημένες θέσεις τους συνθέτουν τη δική τους εκδοχή, η οποία έχει συγκεκριμένη μορφή και συγκροτημένο περιεχόμενο, τα οποία είναι επαρκή και ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικασίμων θεμάτων. Ζητημάτων που χρήζουν εκδίκασης αφού άπτονται αιτουμένων θεραπειών του υπολοίπου της απαίτησης των Εναγόντων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρείται για το μέρος αυτό της απαίτησης.
Στη βάση των πιο πάνω ο 6ος και ο 8ος λόγος ένστασης επιτυγχάνουν στο κομμάτι της παρούσας αίτησης που έχω εξηγήσει.
Αντίθετα οι λόγοι ένστασης αρ. 1, 2, 3 και 4 δεν έχουν έρεισμα και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η υπό κρίση αίτηση επιτυγχάνει μερικώς. Συνακόλουθα εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1 μόνο ως η §28Δ της έκθεσης απαίτησης, η οποία αφορά ποσό ύψους €10.000, το οποίο επιδικάζεται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1. Νοείται ότι το επιδικασμένο ποσό θα φέρει νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξόφλησης.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες θεραπείες που αξιώνονται να εκδοθούν συνοπτικά, είναι η κατάληξη μου ότι θα κριθούν μέσα από την ακρόαση της υπόθεσης.
Οι Εναγόμενοι καλούνται να καταχωρήσουν υπεράσπιση εντός 28 ημερών από σήμερα.
Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Αιτήτριας και εναντίον της Εναγομένης 1/Καθ’ ης η αίτησης 1. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Κ.39.7. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως εκ τούτου, τα έξοδα, κατόπιν μείωσης τους κατά 4/5 ένεκα κατ’ αναλογία της επιτυχίας που είχε η παρούσα αίτηση, έχουν υπολογιστεί στην κλίμακα €2.000-€10.000 σε €242,50 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €231,60.
(Υπ.) .................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο