CHARILAOU BROS LIMITED ν. TETIANA ZAGRAFOVA, Αρ. Αγωγής 933/2022, 31/1/2025
print
Τίτλος:
CHARILAOU BROS LIMITED ν. TETIANA ZAGRAFOVA, Αρ. Αγωγής 933/2022, 31/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

  

Αρ. Αγωγής 933/2022

Μεταξύ: 

                                                CHARILAOU BROS LIMITED ΗΕ 315691     

        Ενάγουσα    

ν.

 

                                                     TETIANA ZAGRAFOVA   

   Εναγόμενη  

Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.02.2024

 

CHARILAOU BROS LIMITED ΗΕ 35510    

        Ενάγουσα    

ν.

 

                                                     TETIANA ZAGRAFOVA   

   Εναγόμενη  

_______________

Ημερομηνία: 31.01.2025

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη / Αιτήτρια: κα. Φοινικούλα Στεφάνου δια STEFANOU & STEFANOU LLC   

Για την Ενάγουσα / Καθ ής η Αίτηση: κα. Ιωάννα Μπόγκλες δια ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΑΔΑΜΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ

          Eνδιάμεση Απόφαση

 

(στην αίτηση ημερ. 13.12.2024 για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης)

 

Εισαγωγή – Ιστορικό Υπόθεσης:

H ενάγουσα με την αγωγή που καταχώρησε δια ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 16.11.2022 διατείνεται ότι η εναγόμενη της οφείλει το ποσό των €863,84 ως υπόλοιπο ποσό δυνάμει πωληθέντων και παραδοθέντων εμπορευμάτων και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή δυνάμει εύλογης αμοιβής και/ή δυνάμει υπόλοιπο τιμολογίου και/ή δυνάμει υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού.

Στις 02.05.2023 η εναγόμενη καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης ενώ στις 07.09.2023 καταχώρησε και την έκθεση υπεράσπισης της. Σε αυτήν ουσιαστικά αρνείται ότι οφείλει στην ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό, ισχυρίζεται μάλιστα πως ότι αγόραζε από την τελευταία το εξοφλούσε άμεσα ενώ αν και εφόσον εκδιδόταν οποιοδήποτε πιστωτικό τιμολόγιο η ίδια προχωρούσε σε υπογραφή του προς επιβεβαίωση της παραλαβής των προϊόντων. Mάλιστα αποτελεί και ισχυρισμό της πως η ενάγουσα της παρουσίασε προς πληρωμή ανυπόγραφα τιμολόγια για προϊόντα που η ίδια δεν παρέλαβε ή τα είχε προμηθευτή από άλλο προμηθευτή. 

Στις 14.09.2023 καταχωρήθηκε το δικόγραφο της απάντησης από πλευράς ενάγουσας αρνούμενη τις θέσεις της υπεράσπισης και επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης. 

Δικαστήριο κάτω από άλλη σύνθεση επιλήφθηκε στις 23.11.2023 της κλήσης οδηγιών της ενάγουσας και έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων καθώς επίσης και την παραχώρηση αντιγράφων των προς αποκάλυψη εγγράφων από έκαστη πλευρά ορίζοντας την υπόθεση για οδηγίες στις 29.02.2024.

Στις 29.02.2024 το Δικαστήριο με την σύμφωνη γνώμη της πλευράς της εναγομένης προχώρησε σε αποδοχή αιτήματος για τροποποίηση και διόρθωση του αριθμού εγγραφής της ενάγουσας ως αυτός παρουσιαζόταν στον τίτλο της αγωγής. Περαιτέρω ένεκα του ότι καμία εκ των δύο πλευρών δεν είχε συμμορφωθεί με τις οδηγίες για αποκάλυψη και ανταλλαγή εγγράφων όρισε εκ νέου την υπόθεση για οδηγίες στις 13.06.2024 καλώντας αμφότερες τις πλευρές να υπάρξει σχετική συμμόρφωση μέχρι τότε. 

Αποκάλυψη εγγράφων από πλευράς ενάγουσας καταχωρήθηκε στις 08.03.2024 ενώ από πλευράς εναγομένης στις 12.06.2024.

Στις 13.06.2024 το Δικαστήριο ενόψει του μικρού ποσού της αξίωσης (€863,84) έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:

(α) εντός 30 ημερών από σήμερα, η Ενάγουσα να καταχωρίσει τη γραπτή μαρτυρία της, (β) ακολούθως, η Εναγόμενη να καταχωρίσει τη δική της γραπτή μαρτυρία εντός περαιτέρω 30 ημερών. Η αγωγή ορίζεται για Ακρόαση (γραπτές αγορεύσεις) την 04.11.2024 ώρα 08:30. Έξοδα στην πορεία. Σε περίπτωση εξώδικης διευθέτησης στο μεσοδιάστημα, μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο να της επιληφθεί νωρίτερα.

Στις 05.07.2024 η εναγόμενη προέβηκε σε συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων ενώ η ενάγουσα στις 11.07.2024 καταχώρησε και αυτή ειδοποίηση για περαιτέρω αποκάλυψη εγγράφων.

Στις 11.07.2024 η ενάγουσα καταχώρησε την γραπτή της μαρτυρία ενώ στις 04.11.024 καταχώρησε και την γραπτή της αγόρευση χωρίς όμως η πλευρά της εναγομένης να το πράττει.

Στις 04.11.2024 ημερομηνία κατά την οποία η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση (με γραπτές αγορεύσεις) παρά την ετοιμότητα από πλευράς ενάγουσας η συνήγορος της εναγομένης ζήτησε αναβολή επεξηγώντας τους λόγους του αιτήματος καθώς και της μη καταχώρησης από πλευράς της πελάτιδας της, της γραπτής μαρτυρίας ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Το σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε κατά την άνω ημερομηνία είναι σχετικό συνοπτικά αναφέρεται πως οι λόγοι αφορούσαν την ισχυριζόμενη μη δυνατότητα επιθεώρησης των εγγράφων που είχαν αποκαλυφθεί και συγκεκριμένα αριθμό τιμολογίων τα οποία κατά την εναγόμενη δεν έφεραν την υπογραφή της και πως η επιθεώρηση τους από πραγματογνώμονα με σκοπό την ετοιμασία σχετικής έκθεσης για το κατά πόσο πράγματι αυτά ήταν υπογραμμένα από πλευράς εναγόμενης ήταν αναγκαία.

Κατά την ίδια εμφάνιση δηλώθηκε από πλευράς της συνηγόρου της ενάγουσας ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα αποδέχονται και δεν είχαν ένσταση να τύχουν επιθεώρησης στα γραφεία τους από πραγματογνώμονα της επιλογής της εναγομένης παρά το γεγονός ότι επί του αιτήματος της αναβολής έφεραν ένσταση. Το Δικαστήριο για τους λόγους που καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό έγκρινε την αναβολή και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 25.02.2025 δίδοντας σχετικές οδηγίες που αφορούσαν τόσο την καταχώρηση της γραπτής μαρτυρίας της εναγομένης όσο και τυχόν συμπληρωματικής μαρτυρίας αν και εφόσον απαιτηθεί από πλευράς ενάγουσας ενώ έδωσε και το δικαίωμα καταχώρησης συμπληρωματικών αποκαλύψεων εγγράφων η καταχώρηση των οποίων θα έπρεπε να προηγηθεί της καταχώρησης των γραπτών μαρτυριών. Σημειώνεται πως το Δικαστήριο στους λόγους για την έγκριση του αιτήματος αναβολής της ακρόασης ως καταγράφεται και στην απόφαση του ήταν και η θετική προσέγγιση των Δικηγόρων της Ενάγουσας για να τύχουν επιθεώρησης τα αιτούμενα έγγραφα (τιμολόγια).

Στις 13.12.2024 καταχωρήθηκε από πλευράς εναγομένης συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων με αναφορά σε ύπαρξη βεβαίωσης καταγγελίας θύματος την οποία η εναγόμενη υπέβαλε στην Αστυνομία στις 06.07.2024 για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, την έκθεση γραφολόγου ημερ. 12.12.2024 καθώς και τιμολόγιο των εξόδων του.

Την ίδια ημέρα καταχωρήθηκε από πλευράς εναγομένης / αιτήτριας και η υπό κρίση αίτηση με την οποία αιτείται όχι μόνο την τροποποίηση της υφιστάμενης έκθεσης υπεράσπισης της αλλά και την προσθήκη ανταπαίτησης. Αποτελεί επιχειρηματολογία της εναγομένης η οποία και ορκίζεται προς υποστήριξη του αιτήματος της ότι η ίδια δεν οφείλει κανένα ποσό στην ενάγουσα και πως η ενημέρωση που έλαβε από τους δικηγόρους της ήταν πως θα ζητούσαν να τους παραχωρήσει η αντίδικη πλευρά την κατάσταση λογαριασμού και των τιμολογίων που αυτή περιλαμβάνει για να διαπιστώσουν αν πράγματι υπήρξε οποιαδήποτε οφειλή. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν δεν υπήρξε κατά την ομνυούσα η σχετική ανταπόκριση και παρά και την ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων που καταχωρήθηκε στο δικαστήριο τα έγγραφα δεν είχαν δοθεί στους δικηγόρους της. Εν τέλει μετά από αρκετές οχλήσεις έλαβαν στις 21.06.2024 με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τα έγγραφα που είχαν αποκαλυφθεί και κλήθηκε από τους δικηγόρους της να μεταβεί στο γραφείο τους για να τα μελετήσουν. Κατά την μελέτη αυτών διαπίστωσε ότι σε τέσσερα συγκεκριμένα τιμολόγια στο σημείο που αναφερόταν <<received by>> δεν ήταν η υπογραφή της με αποτέλεσμα στις 06.07.2024 να προχωρήσει σε καταγγελία στην Αστυνομία μετά από διευθέτηση σχετικού ραντεβού.

Περαιτέρω κατά την εναγόμενη η δικηγόρος της ζήτησε πρόσβαση στα πρωτότυπα έγγραφα ώστε αυτά να εξεταστούν από ειδικό γραφολόγο χωρίς όμως να επιτραπεί η επιθεώρηση τους όμως μετά την εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου στις 04.11.2024 και την αναφορά των δικηγόρων της ενάγουσας ότι ουδέποτε αρνήθηκαν την εξέταση των πρωτοτύπων από ειδικό γραφολόγο και ότι μπορούν να επιθεωρηθούν διευθετήθηκε η εξεύρεση ειδικού γραφολόγου με τον οποία είχαν συναντήσει οι δικηγόροι της αρχικά στις 06.11.2024 και στην συνέχεια με την δική της συμμετοχή στις 08.11.2024 έτσι ώστε να δώσει δείγματα της υπογραφής της ενώ διευθετήθηκε και ραντεβού στα γραφεία των δικηγόρων της ενάγουσας με τον γραφολόγο της να έχει πρόσβαση στα τιμολόγια τα οποία ισχυρίζεται ότι είναι πλαστογραφημένα με την έκθεση του γραφολόγου να ετοιμάζεται στις 12.12.2024 στην οποία καταλήγει σε συμπέρασμα πλαστογραφίας ενώ η εναγόμενη χρεώθηκε για την ετοιμασία της το ποσό των €650 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα τα οποία αξιώνει δια της αιτούμενης ανταπαίτησης.

Αποτελεί βασική της επιχειρηματολογία ότι τα όσα επιδιώκονται να δικογραφηθούν με την τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης έχουν προκύψει αμέσως μετά την αποστολή των αποκεκαλυμμένων εγγράφων από τους δικηγόρους της ενάγουσας ενώ η ίδια δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι η υπογραφή της είχε πλαστογραφηθεί αφού δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα αυτά. Η ίδια αμέσως μόλις διαπίστωσε την πλαστογραφία προέβηκε σε καταγγελία στην Αστυνομία ενώ αμέσως μόλις δόθηκε πρόσβαση στα αποκεκαλυμμένα έγγραφα προχώρησε στον διορισμό ειδικού γραφολόγου ώστε να εκπονήσει σχετική έκθεση ενώ μόλις έλαβαν την σχετική έκθεση ετοίμασαν την αίτηση τροποποίησης.

Τέλος εκφράζει την θέση πως οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν θα απαιτήσουν επιπρόσθετα χρόνο και καθυστέρηση ενώ είναι απαραίτητες προς τον σκοπό παραχώρησης της δυνατότητας στην ίδια να αποκαλύψει πλήρως την υπόθεση της ενώπιον του Δικαστηρίου δια της προσκόμισης της μαρτυρίας την οποία διαθέτει, η οποία δεν είναι δυνατόν να προσκομιστεί χωρίς την αιτούμενη τροποποίηση ενώ η ενάγουσα με την σειρά της θα έχει το δικαίωμα να απαντήσει και να καταγράψει τους δικούς της ισχυρισμούς.

Η πλευρά της ενάγουσας / καθ ής η αίτηση έφερε ένσταση στο αίτημα τροποποίησης και το υπέβαλε γραπτώς στις 16.01.2025 επικαλούμενη 13 λόγους ένστασης. Μάλιστα η ένσταση υποστηρίζεται από δεκασέλιδη πυκνογραμμένη ένορκη δήλωση του διευθυντή της ενάγουσας όπου αυτή πραγματεύεται αριθμό ζητημάτων και αντικρουστικής επιχειρηματολογίας επί του αιτήματος τροποποίησης και των υποστηριζόμενων λόγων. Ο κος Χαριλάου αναφέρει πως το όνομα της εναγομένης ως καταγράφεται επί του κλητηρίου ήταν γνωστό στην αιτήτρια ενώ όλα τα επίδικα τιμολόγια εκδίδονταν στο συγκεκριμένο όνομα χωρίς αυτή να διαμαρτυρηθεί ενώ μάλιστα προχώρησε και καταχώρησε στο φάκελο της αγωγής και δύο ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης εγγράφων αναγράφοντας το όνομα της ως αυτό εμφαίνετέ στον τίτλο της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση αν πράγματι αναφέρει το ορθό της όνομα είναι αυτό που αναγράφεται στην σχετική ταυτότητα τότε προτίθενται να αιτηθούν σχετικής τροποποίησης έτσι ώστε ο τίτλος της αγωγής να φέρει την ορθή αναγραφή.

Προβαίνει επίσης σε εκτενή αναφορά γεγονότων μετά από ενημέρωση την οποία έλαβε από τους δικηγόρους της ενάγουσας σε σχέση με επικοινωνία των τελευταίων με τους δικηγόρους της εναγομένης για να τους αποκαλύψουν τα έγγραφα της αγωγής κάτι που έγινε περί το τέλος Φεβρουαρίου 2024 ενώ η αποκάλυψη εγγράφων από την πλευρά τους έλαβε χώρα στις 08.03.2024 ενώ η εναγόμενη το έπραξε στις 12.06.2024 χωρίς να αποκαλύπτει οτιδήποτε. Ως περαιτέρω αναφέρει τα επίδικα έγγραφα της αγωγής προωθήθηκαν μόλις παραλήφθηκαν από τους δικηγόρους της ενάγουσας προς τους δικηγόρους της εναγομένης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 21.06.2024 και αρνείται τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί άρνησης παράδοσης τους. Μάλιστα σημειώνει πως η δικηγόρος της εναγομένης επικοινώνησε με τους δικηγόρους της ενάγουσας στις 27.06.2024 και τους ενημέρωσε για τον ισχυρισμό ότι 4 από τα τιμολόγια ήταν πλαστογραφημένα και πως θα γινόταν καταγγελία στην Αστυνομία ενώ εισηγήθηκε προς αποφυγή ταλαιπωρίας την καταβολή από την αιτήτρια συγκεκριμένου ποσού ύψους €300 και όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της πρόταση η οποία απορρίφθηκε.

Δέχεται ότι στις 03.07.2024 η δικηγόρος της Αιτήτριας απέστειλε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στους δικηγόρους της καθ ης η αίτηση και τους ενημέρωνε εκ νέου για τους ισχυρισμούς περί πλαστογραφίας και ζητούσε ενημέρωση για το που βρίσκονταν τα πρωτότυπα τιμολόγια προκειμένου να εξεταστούν από γραφολόγο ενημέρωση η οποία δόθηκε στις 04.07.2024 και πως αν επιθυμούσαν μπορούν να τα επιθεωρήσουν. Υποστηρίζει επίσης πως κατά την δικάσιμο στις 13.06.2024 η αιτήτρια είχε ζητήσει η υπόθεση να παραμείνει για οδηγίες καθότι δεν της έχουν δοθεί τα έγγραφα τα οποία σχετίζονται με την υπόθεση και πως επιθυμούσε να τα μελετήσει για να προβεί σε σχετική πρόταση διευθέτησης με το Δικαστήριο να ορίζει την υπόθεση για ακρόαση (ταχεία εκδίκαση) στις 04.11.2024 δίδοντας σχετικές οδηγίες ως προς την καταχώρηση της γραπτής μαρτυρίας με τον ίδιο να υποστηρίζει πως η πλευρά τους έχει ήδη συμμορφωθεί και έχει καταχωρήσει τόσο την γραπτή μαρτυρία όσο και τις σχετικές αγορεύσεις και πως η υπόθεση εκδικάζεται με την ταχεία διαδικασία και αν επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση θα εκτροχιαστεί η πορεία της υπόθεσης ως έχει ήδη τροχοδρομηθεί.        

Η ακρόαση της Αίτησης:

 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση και δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου. Το σύνολο της μαρτυρίας είναι στον φάκελο της διαδικασίας.

 

Οι δικηγόροι των δύο πλευρών παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, προς υποστήριξη των θέσεων τους. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ότι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

Νομική Πτυχή

 

Υπενθυμίζεται ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 16.11.2022 ενώ η υπό κρίση αίτηση τροποποίησης στις 13.12.2024 συνεπώς τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής οι πρόνοιες της τροποποιημένης Διαταγής 25 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Επίσης σημειώνεται ότι ένεκα του γεγονότος ότι η υπό κρίση αίτηση είχε καταχωρηθεί μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες σχετική είναι η Διαταγή 25 κ.1(3) των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που έχει ως εξής:

 

(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αίτηση για τροποποίηση δικογράφων έχουν κατ' επανάληψη απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία είναι ότι, το θέμα τροποποίησης δικογράφων ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλλει, ανάλογα με  τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Η βασική αρχή, η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι, στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά, η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα και ότι ο Αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα.

 

Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του Αιτητή, ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Αναφέρθηκε ακόμα ότι, ο παράγων της καθυστέρησης δεν είναι καθοριστικός και συνυπολογίζεται µε όλους τους άλλους παράγοντες που καθιέρωσε η νομολογία και ότι, όπου δεν προκαλείται ζημιά, ακόμα και η µη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση, δεν µπορεί να στερεί από ένα διάδικο το δικαίωμά του να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει.

 

Η έναρξη της δίκης, δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφου, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, κατά το εν λόγω στάδιο, ασκείται με φειδώ. Τέλος, μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για τον εναγόμενο, όπως απώλεια υπεράσπισης για παραγραφή (βλ. Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989)1(E) AAΔ 33, Δ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934, SABA & CO (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 AAΔ 426, Ταξί 

 

Συμπεράσματα:

 

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου προκύπτει το συμπέρασμα ότι στην υπό εξέταση υπόθεση έχουν προκύψει δεδομένα τα οποία δεν ήταν εις γνώση και διαθέσιμα στους δικηγόρους της εναγομένης κατά τον χρόνο σύνταξης και καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης που έγινε στις 07.09.2023.

Τα δεδομένα αυτά αφορούν την ισχυριζόμενη ύπαρξη πλαστογραφημένων τιμολογίων και θα εξηγήσω τους λόγους.

Η αποκάλυψη εγγράφων από πλευράς ενάγουσας έγινε στις 08.03.2024 και σε αυτήν γινόταν αναφορά σε τιμολόγια χωρίς όμως να επισυνάπτεται οτιδήποτε στο σχετικό αρχείο αφού οι οδηγίες του Δικαστηρίου στα πλαίσια της κλήσης για οδηγίες στις 23.11.2024 ήταν για να ανταλλαγούν / δοθούν μεταξύ των δύο πλευρών τα προς αποκάλυψη έγγραφα.

Διαφαίνεται ότι υπήρξε επικοινωνία από πλευράς εναγομένης για να παραλάβει τα έγγραφα που αφορούσαν την αγωγή τόσο πριν την καταχώρηση της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων της ενάγουσας όσο και μετά πράγμα το οποίο έγινε κατορθωτό όπως παραδέχεται η καθ ης η αίτηση στις 21.06.2024 όταν τα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή των δικηγόρων της και τα οποία αποστάλθηκαν στην συνέχεια με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στους δικηγόρους της εναγομένης. Μάλιστα κατά τον ίδιο μήνα και μετά την αποστολή των εγγράφων υπήρξε επικοινωνία αλλά και ενημέρωση της πλευράς της ενάγουσας από τους δικηγόρους της εναγομένης για το ζήτημα της πλαστογραφίας και της πρόθεσης υποβολής και καταγγελίας στην Αστυνομία ενώ στις 03.07.2024 ζήτησαν και γραπτώς όπως τα πρωτότυπα τιμολόγια εξεταστούν από γραφολόγο.

Στην συνέχεια προκύπτει να υπήρξε μία αν θα μπορούσα να την χαρακτήριζα ασυνεννοησία μεταξύ των δικηγόρων για την οποία έκαστη πλευρά εκφράζει διαφορετική θέση για το κατά πόσον θα μπορούσαν να τύχουν ή όχι επιθεώρησης τα σχετικά τιμολόγια με αποτέλεσμα μέχρι και τις 04.11.2024 που είχε οριστεί η υπό εξέταση υπόθεση για ακρόαση με ταχεία μάλιστα διαδικασία να έχει συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου για καταχώρηση γραπτής μαρτυρίας και αγορεύσεων μόνο η πλευρά της ενάγουσας ενώ η πλευρά της εναγομένης ζήτησε αναβολή την οποία και τελικά έλαβε από το Δικαστήριο παρά την ένσταση που προβλήθηκε έτσι ώστε να εξεταστούν τα τιμολόγια από γραφολόγο σε συνέχεια ξεκαθαρίσματος πλέον του ζητήματος κατά πόσον αυτά ήταν τελικά διαθέσιμα προς επιθεώρηση.

Εν τέλει αυτά επιθεωρήθηκαν σε χρόνο αμέσως μετά τις 04.11.2024 και η εναγόμενη έλαβε την σχετική έκθεση από τον γραφολόγο της η οποία έκθεση κατά την εναγόμενη επιβεβαιώνει την ύπαρξη 4 πλαστογραφημένων τιμολογίων.

Όλα τα πιο πάνω φαίνεται να έλαβαν χώρα σε περίοδο περί τους 6 μήνες και δεν θεωρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση ενώ η ετοιμασία και καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης έγινε άμεσα και συγκεκριμένα στις 13.12.2024 ήτοι δηλαδή την επομένη παραλαβής της έκθεσης του γραφολόγου που φέρει ημερομηνία 12.12.2024.

Συνεπώς καταλήγω πως τα όσα υποστηρίζει η Εναγόμενη / Αιτήτρια εμπίπτουν στην δυνατότητα που δίδεται στο Δικαστήριο να επιτρέψει τροποποίηση δικογράφου μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες δυνάμει της Διαταγής 25 Κ. 1(3) των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν κρίνω ότι η Ενάγουσα, στην περίπτωση έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης, θα αποστερηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα της να αντικρούσει οποιοδήποτε ισχυρισμό της Εναγόμενης ως αυτή θα διαμορφωθεί με την τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης.

 

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως πως η υπόθεση εμπίπτει στις περιπτώσεις εκδίκασης υποθέσεων με την ταχεία διαδικασία και πως η ακρόαση λαμβάνει χώρα με τις γραπτές μαρτυρίες που καταχωρούνται από έκαστη πλευρά με την ενάγουσα να το έχει πράξει ήδη και πως η υπόθεση χρονολογείται από το 2022 όμως θεωρώ πως το ζήτημα που έχει προκύψει είναι τέτοιο που επιβάλλεται όπως επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση.

 

Αναγνωρίζω επίσης πως η έγκριση του αιτήματος θα έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η εκδίκαση της αγωγής για λίγο ακόμα, πράγμα το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλες οδηγίες του Δικαστηρίου και είναι επίσης ζημία που μπορεί να αποζημιωθεί η Ενάγουσα, με την έκδοση κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. 

 

Στην υπόθεση Ανδριανή Αρακελιάν, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Harutune L. Arakelian v. Ταμείο Προνοίας του Προσωπικού της Marfin Λαϊκής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ και των εξαρτώμενων της Εταιρειών κ.α.Π.Ε. 51/2012, ημερ. 11/02/2016, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με την Δ.25:

 

«Οι αρχές που διέπουν το θέμα δεν είναι τίποτε άλλο από εργαλεία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου για να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Κατά κανόνα παρέχεται άδεια για τροποποίηση εκτός αν το Δικαστήριο καταλήξει ότι ο Αιτητής ενεργεί κακόπιστα ή ότι με την τροποποίηση, αν επιτραπεί, θα επηρεαστεί η αντίδικη πλευρά σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι δυνατή η αποζημίωση της με την καταβολή των εξόδων».

Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, καταλήγω ότι οι λόγοι ένστασης που έχουν υποβληθεί από την Ενάγουσα δεν έχουν έρεισμα και ως εκ τούτου αυτοί απορρίπτονται.

 

Συνοψίζοντας όλα όσα έχουν λεχθεί ανωτέρω και έχοντας κατά νου την φύση της αντιδικίας, τις θεραπείες που ζητούνται, το σύνολο των ισχυρισμών που προβάλλονται στα δικόγραφα, τις θέσεις των πλευρών, κρίνω ότι θα πρέπει να εγκριθεί το αίτημα της Εναγόμενης και να δοθεί, σε αυτήν, το δικαίωμα να προβάλει τις θέσεις της, ώστε να δοθεί στο Δικαστήριο η ευκαιρία να απονείμει δικαιοσύνη υπό το φως όλων των ουσιωδών γεγονότων και στοιχείων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.  Με την συμπερίληψη όλων των ισχυρισμών στα δικόγραφα, θα αποτραπούν άλλες δικαστικές διαδικασίες, οι οποίες πιθανόν να απαιτηθεί να εγερθούν και θα αποτραπεί η περαιτέρω σπατάλη χρόνου του Δικαστηρίου, καθώς επίσης και η σπατάλη εξόδων. Με αυτό τον τρόπο, θα εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. 

Κατάληξη:

 

Στη βάση επομένως όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, και έχοντας συνεκτιμήσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία υπέρ της έγκρισης της Αίτησης ημερομηνίας 13.12.2024 και ως εκ τούτου εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι (1) έως (6) αυτής.

Δίδονται οι ακόλουθες οδηγίες που αφορούν τόσο την αίτηση ημερομηνίας 13.12.2024 όσο και τον περαιτέρω χειρισμό της αγωγής:

 

(α) Η ημερομηνία ακρόασης της αγωγής ήτοι η 25.02.2025 ακυρώνεται.

 

(β) Δίδονται οδηγίες όπως η τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης της Εναγόμενης καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος.

 

(γ) Το διάταγμα να ζητηθεί από την Εναγόμενη, εντός 2 εργάσιμων ημερών από σήμερα και να συνταχθεί από το Πρωτοκολλητείο εντός 5 εργάσιμων ημερών.

 

(δ) Η πλευρά της Ενάγουσας εντός 10 ημερών από την επίδοση στους δικηγόρους της, της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης να καταχωρήσει τροποποιημένη Απάντηση & Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.

 

(ε) Η πλευρά της Εναγομένης εντός 5 ημερών από την επίδοση στους δικηγόρους της, της τροποποιημένης Απάντησης & Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση να καταχωρήσει αν το επιθυμεί Απάντηση στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.

 

(στ) Η επίδοση όλων των πιο πάνω αναφερόμενων δικογράφων μπορεί να λάβει χώρα μεταξύ των δικηγόρων και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.  

 

(ζ) Τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης, όσο και αυτά που προκαλούνται συνεπεία αυτής επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας / Καθ ής η Αίτηση και εναντίον της Εναγομένης – Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.

 

(η) Η Αγωγή παραμένει για οδηγίες με σκοπό παρακολούθησης συμμόρφωσης με τα ανωτέρω στις 07.04.2025 και ώρα 0900.

 

Καταστώ σαφές από τώρα πως κατά την ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση για οδηγίες το Δικαστήριο θα δώσει τέτοιες που να διασφαλίσει την ισότητα μεταξύ των μερών που θα αφορά τόσο την δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικών αποκαλύψεων εγγράφων καθώς και την καταχώρηση της γραπτής μαρτυρίας και/ή συμπληρωματικής μαρτυρίας και αγορεύσεων / συμπληρωματικών αγορεύσεων.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της κατ ισχυρισμό λανθασμένης αναγραφής επί του κλητηρίου εντάλματος του ονόματος της εναγομένης αυτό είναι ζήτημα που θα πρέπει να προβληματίσει την πλευρά της ενάγουσας αν απαιτείται οποιαδήποτε τροποποίηση. 

 

 

Πριν αφήσω την απόφαση μου δεν θα μπορούσα να μην σχολιάσω το γεγονός πως τα έξοδα της αγωγής και των κατά περιόδους ενδιάμεσων διαδικασιών φαίνεται να έχουν κατά πολύ ξεπεράσει το ποσό της αξίωσης με δυσανάλογες ενδεχόμενα συνέπειες στις επηρεαζόμενες πλευρές. Το γεγονός αυτό δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν φαίνεται να έχει διαδραματίσει λόγο για εξεύρεση μιας λύσης με αποτέλεσμα η εκκρεμοδικία όχι μόνο να συνεχίζεται αλλά και να διογκώνεται δημιουργώντας περαιτέρω έξοδα τα οποία θα κληθεί κάποιος στο τέλος της ημέρας να πληρώσει. Ας το έχουν κατά νου αμφότερες οι πλευρές το ζήτημα αυτό.    

 

 

(Υπ.) ...........................

Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο