
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 357/2016
Μεταξύ:
ΜΑΡΙΟΥ ΚΟΥΝΙΔΗ (Α.Τ. χχχ), από την Πάφο
υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας
του ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΟΥΝΙΔΗ (Α.Τ. χχχ) τέως από το Γουδί της Πάφου
Ενάγοντος
και
1. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΚΟΥΝΙΔΟΥ (άλλως ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ)
(Α.Τ. χχχ), από την Πάφο
2. ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ (Α.Τ. χχχ), από την Πάφο
3. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΠΥΡΟΥ (Α.Τ. χχχ), από την Πάφο
και τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο
4. ΑΝΔΡΕΑ ΗΛΙΑ, από την Πάφο
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας 28.11.24
Ημερομηνία: 31.01.25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κος Α. Γλυκής μαζί με κ. Ι. Τηλεμάχου
για ΗΛΙΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγομένους 1-4/Καθ’ ων η αίτηση 1-4: κος Επ. Κορακίδης μαζί με κ. Ελ.
Κορακίδη για ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ
ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Αριθμός ακινήτων που βρίσκονται στην επαρχία Πάφου, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των οποίων κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο ήταν πρόσωπο που απεβίωσε στις 16.11.15, αποτελούν μήλο της έριδος για μέλη της οικογένειας του. Η διεκδίκηση της ιδιοκτησίας τους από διαφορετικά άτομα της οικογένειας του αποβιώσαντα οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής με διάδικους αυτούς.
Ο Ενάγοντας εγείρει την αγωγή αυτή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του. Η αγωγή στρέφεται εναντίον της αδελφής του Ενάγοντα και συνάμα θυγατέρας του αποβιώσαντα (Εναγόμενη 1) καθώς επίσης κατά των τέκνων της (Εναγόμενοι 2 & 3) και ενός πιστοποιούντα υπαλλήλου (Εναγόμενος 4).
Με βάση την καταχωρημένη δικογραφία αλλά και δυνάμει παραδεκτών γεγονότων που υπεβλήθηκαν στο Δικαστήριο, αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι τα επίμαχα ακίνητα μεταβιβάστηκαν δια δωρεάς στους Εναγόμενους 1, 2 & 3 μέσω γενικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 29.01.14 το οποίο φαίνεται να παρείχε στην Εναγόμενη 1 εξουσία διαχείρισης και διάθεσης/επιβάρυνσης της περιουσίας του αποβιώσαντα, περιλαμβανομένου των επίμαχων ακινήτων, καθιστώντας την γενική πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της περιουσίας του αποβιώσαντα. Το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο έχει κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου.
Ο Ενάγοντας αμφισβητεί τη νομιμότητα και εγκυρότητα του πληρεξουσίου εγγράφου επειδή θεωρεί ότι:
(α) η Εναγόμενη 1, εν γνώση της και με τη συνεργασία των υπολοίπων Εναγομένων, εξώθησε και/ή εξανάγκασε και/ή εξαπάτησε και/ή άσκησε ψυχική πίεση στον αποβιώσαντα πατέρα της να θέσει την υπογραφή του στο προαναφερόμενο πληρεξούσιο έγγραφο που την καθιστούσε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και/ή αντίκλητο του δίδοντας της εξουσίες διαχείρισης και διάθεσης/επιβάρυνσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, χωρίς την ελεύθερη βούληση του αποβιώσαντα και δίχως η τότε σωματική και/ή πνευματική του υγεία να του επέτρεπε να το είχε πράξει,
(β) διαζευκτικά, το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο είναι πλαστογραφημένο.
Συνεπεία των πιο πάνω, ο Ενάγοντας αξιώνει διάφορες θεραπείες που αφορούν την επιδίκαση αποζημιώσεων και την ακύρωση του επίμαχου πληρεξουσίου εγγράφου και των δηλώσεων μεταβίβασης των ακινήτων στα ονόματα των Εναγομένων 2 & 3.
Οι Εναγόμενοι 1, 2 & 3 απορρίπτουν όλες τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα και ισχυρίζονται ότι το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο είναι νόμιμο, έγκυρο και με ισχύ. Είναι η θέση τους ότι ο αποβιώσαντας υπέγραψε με τη θέληση του το επίμαχο έγγραφο χωρίς πίεση και/ή εξαναγκασμό και ότι όλες οι μεταβιβάσεις έγιναν νόμιμα βασιζόμενες στην έγκριση, άδεια και επιθυμία του αποβιώσαντα επειδή, όπως επικαλούνται, ο αποβιώσαντας έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στους Εναγομένους 1, 2 & 3 ένεκα της συνεχούς φροντίδας και αγάπης που του έδειχναν.
Σε σχέση με τον Εναγόμενο 4, στον οποίον ο Ενάγοντας καταλογίζει ότι υπό την ιδιότητα του πιστοποιούντος υπαλλήλου ενέργησε ψευδώς και δολίως πιστοποιώντας με σφραγίδα και υπογραφή του ότι το επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφτηκε στην παρουσία του από τον αποβιώσαντα χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ο ίδιος απορρίπτει όλες τις δικογραφημένες αναφορές του Ενάγοντα στο βαθμό και στην έκταση που τον αφορούν και άπτονται της ουσίας της υπόθεσης.
Παρά τις προσπάθειες για εξώδικη διευθέτηση, οι διαφωνίες των διαδίκων παρέμειναν με αποτέλεσμα η παρούσα αγωγή να οδηγηθεί σε ακρόαση. Στις 20.09.24 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής που έχουν καταγραφεί από το σχετικό πρακτικό:
«κ. Κορακίδης: Κύριε Πρόεδρε, το μόνο επίδικο ζήτημα φαίνεται.
Δικαστήριο: Εμένα αν μου το δηλώνετε θα με διευκολύνει αφάνταστα και κάνετε στην πορεία τα παραδεκτά για να ξέρουμε.
κ. Γλυκής: Να συνεχίσω αυτό που έλεγα, ότι το μόνο επίδικο θέμα‑‑‑
κ. Κορακίδης: Κύριε Γλυκή, σε παρακαλώ.
κ. Γλυκής: Δεν κατάλαβες, σηκώθηκα για να μιλήσω και για να καταγραφεί και για να σε αφήσω να μιλήσεις εσύ.
κ. Κορακίδης: Το μόνο επίδικο ζήτημα ήταν η κατάσταση του αποβιώσαντα κύριε Πρόεδρε. Θα επικεντρωθούμε εκεί. Βεβαίως οφείλω να πω ότι δεν υπάρχει σαφής θέση από πλευράς Ενάγοντα για το τι έγινε. Δηλαδή προβάλλει, από τη μια προβάλλει ότι το πληρεξούσιο είναι πλαστογραφημένο, από την άλλη λέει είναι κατόπιν πίεσης κτλ. Εμείς δεν, ούτε θέλω να πιέσω την άλλη πλευρά να επιλέξει θέση.
…
κ. Γλυκής: Είναι καταγραμμένη στη γραπτή δήλωση που δώσαμε στον συνάδελφο χτες η θέση μας‑‑
Δικαστήριο: Έχει διευκρινιστεί εννοείτε;
κ. Γλυκής: Αναφορικά με το ζήτημα. Δεν έχουμε μαρτυρία αν είναι πλαστογραφημένο τούτο. Τούτο που λέμε εμείς είναι ότι τούτο το έγγραφο δημιουργήθηκε κάτω από κάποιες περιστάσεις τις οποίες θα πρέπει να πείτε εσείς. Όχι εμείς. Εμάς η θέση μας είναι καταγραμμένη κάτω. Αυτό το έγγραφο δεν υπογράφτηκε ή εξαναγκάστηκε να υπογραφεί από αυτόν τον άνθρωπο. Και να δοθεί μαρτυρία χωρίς διαζευκτικές θέσεις.
κ. Κορακίδης: Εν πάση περιπτώσει η θέση τους είτε είναι πλαστογραφημένο, είτε αν υπογράφηκε, υπογράφηκε μετά από πιέσεις εξαναγκασμού κτλ. Παραμένει τούτη η ασάφεια στη θέση του. Δεν θέλω να πιέσω. Θέλω να χειριστούμε μ' αυτόν τον τρόπο. Ούτε θέλω να πιέσω την άλλη πλευρά.
κ. Γλυκής: Απλά για μην αφήνονται σκιές, είναι ξεκάθαρη η γραπτή δήλωση, ότι δεν θεωρείτε ότι είναι πλαστογραφημένο. Η μαρτυρία που θα δοθεί από εμάς είναι ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες υπογράφτηκε το συγκεκριμένο πληρεξούσιο δεν είναι γνωστές σε εμάς. Εμείς τούτο που λέμε είναι ότι με βάση την υγεία του ανθρώπου τούτου δεν θα μπορούσε...
…
κ. Γλυκύς: Η μαρτυρία που θα παρουσιαστεί ενώπιον σας είναι ότι η δική μας πλευρά δεν ήταν παρών στην υπογραφή. Τούτο που λέμε και θα δοθεί μαρτυρία είναι ότι η υπογραφή που φαίνεται στο πληρεξούσιο δεν φαίνεται να είναι η ίδια μαζί με άλλες υπογραφές του ιδίου αλλά πιθανόν να επιάσαν το χέρι του και τούτο είναι το πιο πιθανόν και να βάλουν την υπογραφή.
Δικαστήριο: Γραφολόγος αναμείχθηκε;
κ. Γλυκής: Δεν αναμείχθηκε γραφολόγος. Αν δοθεί χρόνος για παραδεκτά γεγονότα να βάλουμε και γραφολόγο από κοινού μάλιστα.»
[η έμφαση είναι του Δικαστηρίου]
Προς τον σκοπό ετοιμασίας παραδεκτών γεγονότων που θα μείωνε τα επίδικα θέματα και θα εξοικονομούσε πολύτιμο δικαστικό χρόνο και προβάλλοντας το συμφέρον της υπόθεσης, τα μέρη υπέβαλαν από κοινού αίτημα αναβολής, το οποίο, μετά από προβληματισμό, εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. Η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 17.10.24 και 18.10.24.
Με την έναρξη της εκδίκασης στις 17.10.24, οι διάδικοι υπέβαλαν, μέσω των συνηγόρων τους, παραδεκτά γεγονότα. Επίσης οι συνήγοροι προέβηκαν σε εναρκτήριες αγορεύσεις. Ακολούθως της ίδιας ημέρας προσήλθε στο εδώλιο του μάρτυρα ο Ενάγοντας. Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του κατατέθηκε γραπτή δήλωση δυνάμει του άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9). Η κυρίως εξέταση του μάρτυρα ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εγγράφων.
Στις 18.10.24 αμφότερα μέρη παρουσίασαν ένα νέο δεδομένο στο Δικαστήριο λέγοντας τα εξής που έχουν καταγραφεί στο σχετικό πρακτικό:
«κ. Ε. Κορακίδης: Κύριε Πρόεδρε, έχουμε μιλήσει με τον συνάδελφο, είχαμε μία ευχάριστη συνομιλία και καταλήξαμε, συμφωνήσαμε κατά κάποιο τρόπο να διορίσουμε από κοινού έναν γραφολόγο που πιστεύουμε ότι το αποτέλεσμα θα είναι καθοριστικό εντελώς καθοριστικό για αυτήν την υπόθεση. Θα προσπαθήσουμε να έχουμε έτοιμη γραφολογική έκθεση πριν τις 18/11/2024, γι' αυτό παρακαλούμε από κοινού όπως η υπόθεση οριστεί, αν είναι δυνατό 18/11/2024 έτσι ώστε να μεσολαβήσει η ετοιμασία αυτής της έκθεσης από έναν κοινό γραφολόγο.
Δικαστήριο: Κύριος Γλυκής.
κ. Α. Γλυκής: Συμφωνώ και εγώ κύριε Πρόεδρε, με διαρκούσης του χρόνου που θα διαρρεύσει μέχρι την νέα ημερομηνία ακροάσεως θα πρέπει και ο διαχειριστής να ενημερώσει τους υπόλοιπους κληρονόμους γι' αυτό το ζήτημα, θέλουμε κάποιο χρόνο να συμφωνήσουμε το πρόσωπο του γραφολόγου, δεν θεωρώ ότι θα είναι δύσκολο καθώς και την εντολή που θα συμφωνήσουμε να του δώσουμε για τη συγκεκριμένη υπογραφή στο πληρεξούσιο, θεωρώ και εγώ ότι μία τέτοια γραφολογική έρευνα θα είναι καταληκτική για την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης και θεωρώ ότι θα ήταν καλό να ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία.
Δικαστήριο: Άρα αν έχω αντιληφθεί ορθά υπάρχει σήμερα ένα κοινό αίτημα αναβολής διά τον λόγο ότι έχετε συμφωνήσει ότι θα αποταθείτε σε έναν κοινό γραφολόγο, κοινά αποδεκτό γραφολόγο, ο οποίος θα ετοιμάσει έκθεση στη βάση προφανώς εγγράφου που θα του δώσετε, το αποτέλεσμα της οποίας ό, τι και να είναι θα το θεωρήσετε ότι είναι δεσμευτικό και για τις δύο πλευρές έτσι έχω αντιληφθεί σωστά;
κ. Ε. Κορακίδης: Ναι, κύριε Πρόεδρε.
κ. Α. Γλυκής: Ναι, κύριε Πρόεδρε.
Δικαστήριο: Και επίσης έχω αντιληφθεί σωστά ότι το αποτέλεσμα αυτό που θα είναι κοινά αποδεκτό από τις δύο πλευρές του γραφολόγου θα είναι καταληκτικό για την πορεία της υπόθεσης;
κ. Ε. Κορακίδης: Ναι, κύριε Πρόεδρε.
κ. Α. Γλυκής: Ναι.»
[η έμφαση είναι του Δικαστηρίου]
Ένεκα της πιο πάνω εξέλιξης, το κοινό αίτημα αναβολής εγκρίθηκε και έτσι η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 18.11.24 και 25.11.24. Τα μέρη ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι ο γραφολόγος κοινής αποδοχής που έχουν συμφωνήσει να ετοιμάσει σχετικό πόρισμα αναφορικά με τη γνησιότητα ή όχι της υπογραφής που εμφανίζεται στο επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο ότι ανήκει στον αποβιώσαντα και κατ’ επέκταση κατά πόσο το επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 29.01.14 είναι προϊόν πλαστογραφίας ή όχι, ονομάζεται Ανδρέας Παναγιώτου. Στις 18.11.25 οι συνήγοροι των διαδίκων ανάφεραν στο Δικαστήριο τα πιο κάτω που έχουν αντληθεί αυτούσια από το σχετικό πρακτικό:
«κ. Κορακίδης: Κύριε Πρόεδρε καταβάλαμε πολλές προσπάθειες για να συγκεντρώσουμε υλικό για τον γραφολόγο. Εκάμαμε και αίτηση που μας χορηγήσατε άδεια για να φωτογραφηθούν δύο διοριστήρια. Η έκθεση δεν είναι έτοιμη ακόμη. Είχαμε πει στον γραφολόγο ότι γίνεται προσπάθεια για να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση σε κάποιες επιταγές που είναι στην κατοχή της Ελληνικής, που ακόμα έχουμε δυσκολία, δεν μας έδωσε η Ελληνική το πράσινο φως ότι βρέθησαν οι επιταγές για να τις φωτογραφήσει ο γραφολόγος τις επιταγές. Θα παρακαλούσαμε όπως (διακόπτεται).
Δικαστήριο: Αν δεν εντοπιστούν;
κ. Κορακίδης: Θα τον ρωτήσω τον γραφολόγο αν είναι ικανοποιημένος με το υλικό που έχει. Θα δούμε αν τις θέλει και εκείνες, θα εξαναγκάσουμε την Ελληνική για να του επιτρέψει.
Δικαστήριο: Δεν τις εντοπίζει ή δεν το επιτρέπει η Ελληνική;
κ. Κορακίδης: Λένε ότι οι επιταγές φυλάσσονται σε μια τρίτη εταιρεία, για φύλαξη του αρχείου. Επειδή είναι ιδιαίτερα δύσκολη η ανεύρεση, μπορεί λέω να θέλουν να μας αποφύγουν ή μπορεί να έχω λάθος. Θα μιλήσουμε και με τον γραφολόγο αν είναι και θα ενημερώσουμε το Δικαστήριο.
κ. Τηλεμάχου: Έτσι είναι κ. Πρόεδρε. Είναι δύο οι παράμετροι ως προς τις συγκεκριμένες επιταγές. Η δική μας τοποθέτηση ήταν να παραδοθούν στον διαχειριστή και να δοθούν στον γραφολόγο και μας είπε ότι λόγω των εσωτερικών διαδικασιών που έχει η Ελληνική Τράπεζα, δεν κατέστη εφικτό. Μετά από εισήγηση του κ. Κορακίδη για αυτοπρόσωπη παρουσία του γραφολόγου στο χώρο φύλαξης, προωθήθηκε αυτό το αίτημα και αναμένουμε ανταπόκριση. Θεωρούμε ότι μέχρι αύριο θα ξέρουμε. Όμως όντως επειδή έχει δοθεί αρκετό υλικό και από τις δύο πλευρές στο γραφολόγο, αν το δείγμα είναι ικανοποιητικό θα το αποφύγουμε αυτό το εμπόδιο. Αν επιθυμεί να τις έχει για να ληφθούν υπόψη στην έκθεση, δεν θα τεθεί οποιοδήποτε θέμα, θα βοηθήσουμε στο να δοθούν για να επιτευχθεί ο σκοπός.
Δικαστήριο: Αντιλαμβάνομαι με βάση και τη δική σας συμφωνημένη δήλωση την προηγούμενη φορά, το αποτέλεσμα του γραφολόγου θα κρίνει και την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης εφόσον έχει δηλωθεί ότι τα μέρη δεσμεύονται από το αποτέλεσμα είτε προς τη μια ή προς τη άλλη κατεύθυνση ανάλογα με το πόρισμα και θα υπάρξει άλλη εξέλιξη στην πορεία της υπόθεσης αυτής, έτσι;
κ. Κορακίδης: Ναι.
κ. Τηλεμάχου: Ναι.»
[η έμφαση είναι του Δικαστηρίου]
Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις των συνηγόρων των διαδίκων, στις 25.11.24 υπήρξε ανατροπή του σκηνικού. Κατά την ημερομηνία αυτή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα ευσεβάστως εισηγήθηκε ότι η πλευρά του δεν διακρίνει χρησιμότητα στην ολοκλήρωση της προσπάθειας από τον κοινό γραφολόγο και γι’ αυτό ζήτησε την ακύρωση της. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων 1-3 απέφυγε να τοποθετηθεί λέγοντας πως θα το έπραττε μόλις είχε το πόρισμα του κοινού γραφολόγου, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ακόμη έτοιμο.
Για καλύτερη αντίληψη των θέσεων των μερών στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε, το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον Ενάγοντα, δυνάμει του τροποποιημένου Κανονισμού 4 των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικών) (Τροποποιητικού) (Αρ.1) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 που τέθηκε σε ισχύ στις 28.07.23, να καταχωρήσει σχετική αίτηση, πράγμα που αυτός έπραξε. Η αίτηση επιδόθηκε στους υπόλοιπους διαδίκους. Πρόκειται για την υπό κρίση αίτηση ημερ. 28.11.24.- Ο Εναγόμενος 4 δεν είχε ένσταση στην καταχώρηση και προώθηση της εν λόγω ενδιάμεσης αίτησης αλλά επέλεξε να μην συμμετέχει στη διαδικασία αυτή.
Με την παρούσα δια κλήσεως αίτηση ο Ενάγοντας αιτείται:
«Α) Άδεια ή/και Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου για απόσυρση ή/και διαγραφή ή/και ανάκληση της δήλωσης που έγινε κατά ή περί την 18/10/2024 από τους δικηγόρους του Ενάγοντα και των Εναγόμενων 1, 2 και 3 και του Εναγόμενου 4, προσωπικά, με την οποίαν συμφωνήθηκε ο διορισμός ενός γραφολόγου, κοινής αποδοχής, ο οποίος θα μελετούσε τα συμφωνημένα έγγραφα και θα σύντασσε έκθεση σχετικά με το κατά πόσο το γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 29/01/2014 είναι πλαστογραφημένο ή μη.
Β) Οιανδήποτε περαιτέρω ή/και καλύτερη θεραπεία το σεβαστό Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Γ) Έξοδα και Φ.Π.Α.»
Η παρούσα αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στις Δ.21, Δ.24 Θ.4, Δ.30 και Δ.48 Θ.1-Θ.4, Θ.8, Θ.9, Θ.11 & Θ.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι τις 30.08.23, στις αρχές του Δικαίου της Επιείκειας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, στην οποίαν αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης σε σχέση με το εγειρόμενο ζήτημα από τη δική του οπτική γωνία αντίληψης. Περαιτέρω ο Ενάγοντας επικαλείται τους λόγους βάση των οποίων είναι η θέση του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιτυχία της υπό κρίση αίτησης. Το σύνολο των επικαλούμενων γεγονότων προδιαγράφουν την εκδοχή του Ενάγοντα.
Συνοπτικά είναι η θέση του Ενάγοντα ότι ο κοινά διορισμένος γραφολόγος απώλεσε την αμεροληψία και ουδετερότητα του καθώς επίσης την ικανότητα του να ετοιμάσει έκθεση απαλλαγμένη από αλλότρια κίνητρα για τους πιο κάτω λόγους:
(1) ο ίδιος παρέλειψε να αποκαλύψει ότι η Εναγόμενη 1 διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τη σύζυγο του, η οποία έχει οικία στο Νέο Χωρίο της επαρχίας Πάφου και διαμένει συχνά εκεί,
(2) ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία ετοιμασίας του πορίσματος, ο ίδιος ήλθε σε επικοινωνία με τον δικηγόρο των Εναγομένων 1, 2 & 3 χωρίς τη γνώση και έγκριση της πλευράς του Ενάγοντα και δίχως αυτός να έχει επιθυμία να επικοινωνήσει μαζί με την πλευρά του Ενάγοντα.
Οι Εναγόμενοι 1, 2 & 3 αντέδρασαν στις 21.11.24 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί των ακόλουθων λόγων:
(α) η αίτηση στερείται νομικού και πραγματικού υποβάθρου,
(β) η αίτηση βασίζεται σε αναληθείς και κατασκευασμένους ισχυρισμούς,
(γ) η αίτηση αποτελεί προσπάθεια εξαπάτησης,
(δ) η συμφωνία των διαδίκων είναι δεσμευτική και θα πρέπει να εφαρμοστεί.
Η ένσταση βασίζεται στο Δίκαιο των Συμβάσεων, στη Δ.48 Θ.1-Θ.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι τις 30.08.23 και στη Νομολογία.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της Εναγομένης 1. Στην ουσία μέσα από περιεχόμενο της προβάλλονται γεγονότα που σύμφωνα με τους Εναγόμενους περιβάλλουν το υπό συζήτηση θέμα. Παράλληλα αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης, ως αποτέλεσμα των οποίων οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι δικαιολογείται η απόρριψη της παρούσας αίτησης. Τα προβαλλόμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή των Εναγομένων στην παρούσα υπόθεση.
Περιληπτικά μπορεί να λεχθεί ότι η ομνύουσα απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς που ο Ενάγοντας προέβαλε. Παράλληλα, από ενημέρωση που είχε από το δικηγόρο των Εναγομένων, η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι ο δικηγόρος του Ενάγοντα προσπάθησε μέσω άλλου ιδιώτη γραφολόγου (Μάριο Μαρκίδη) να εκμαιεύσει ποιο θα ήταν το πόρισμα του γραφολόγου Παναγιώτου. Σύμφωνα με την Εναγόμενη 1, όταν οι απαντήσεις που δόθηκαν δεν θεωρήθηκαν καθησυχαστικές για να διασφαλιστεί πόρισμα προς όφελος του Ενάγοντα, έγινε προσπάθεια έμμεσης απειλής του γραφολόγου Παναγιώτου. Επειδή, όπως συνέχισε να λέει η ομνύουσα, ούτε αυτό βρήκε πρόσφορο έδαφος, ο Ενάγοντας προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τη συμφωνία παρουσιάζοντας αναληθείς δικαιολογίες και ισχυρισμούς.
Ακολούθως, κατόπιν άδειας που τους δόθηκε από το Δικαστήριο, αμφότερες πλευρές καταχώρισαν απαντητικές ένορκες δηλώσεις, στις οποίες επισυνάπτονται γραπτές αναφορές των γραφολόγων Μαρκίδη και Παναγιώτου, οι οποίοι προβάλλουν διαφορετικές εκδοχές σε ότι αφορά τις μεταξύ τους επαφές και/ή επικοινωνίες που είχαν κατά την ετοιμασία του πορίσματος από τον Παναγιώτου.
Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.
Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με αναφορά σε νομικά συγγράμματα, σε θεσμούς πολιτικής δικονομίας και με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Κατ’ αρχάς το πρώτο πράγμα που παρατηρώ μέσα από τα προαναφερόμενα πρακτικά είναι ότι σχετικά με τα επίδικα θέματα η πλευρά του Ενάγοντα επανειλημμένως παραπέμπει στις δικογραφημένες θέσεις της. Οι αναφορές του συνηγόρου του «Τούτο που λέμε εμείς είναι ότι τούτο το έγγραφο δημιουργήθηκε κάτω από κάποιες περιστάσεις τις οποίες θα πρέπει να πείτε εσείς. Όχι εμείς. Εμάς η θέση μας είναι καταγραμμένη κάτω» και «Τούτο που λέμε και θα δοθεί μαρτυρία είναι ότι η υπογραφή που φαίνεται στο πληρεξούσιο δεν φαίνεται να είναι η ίδια μαζί με άλλες υπογραφές του ιδίου αλλά πιθανόν να επιάσαν το χέρι του και τούτο είναι το πιο πιθανόν και να βάλουν την υπογραφή» (πρακτικό ημερ. 20.09.24) είναι δηλώσεις οι οποίες ουσιαστικά υιοθετούν τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης του.
Θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ εκ νέου στο μέρος της έκθεσης απαίτησης που μας αφορά. Όπως ήδη λέχθηκε, στο εν λόγω δικόγραφο του ο Ενάγοντας αμφισβητεί τη νομιμότητα και εγκυρότητα του επίμαχου γενικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 29.01.14. Ο Ενάγοντας δικογραφεί δύο διαζευκτικούς λόγους στη βάση των οποίων καθίσταται αντιληπτό ότι η νομιμότητα και εγκυρότητα του επίμαχου εγγράφου τελεί υπό αμφισβήτηση. Επομένως η θέση του Ενάγοντα περί αμφισβήτησης της νομιμότητας και εγκυρότητας του συγκεκριμένου εγγράφου εδράζεται σε δύο διαφορετικούς και ανεξάρτητους πυλώνες, οι οποίοι καταγράφονται διαζευκτικά στην έκθεση απαίτησης.
Ο πρώτος λόγος που δικογραφείται αφορά τη σωματική και πνευματική κατάσταση του αποβιώσαντα κατά το χρόνο που συνομολογήθηκε το επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο. Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι η κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα δεν του επέτρεπε να κατανοήσει το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου και ακολούθως να ασκήσει την ελεύθερη βούληση του και να κρίνει ότι εκείνο που συνειδητά ήθελε ήταν να υπέγραφε το επίμαχο έγγραφο. Ο Ενάγοντας επικαλείται εξαπάτηση/δόλο, φυσικό/ψυχικό εξαναγκασμό, ψυχική πίεση και εξώθηση του αποβιώσαντα μέσω παράνομων πράξεων από την Εναγόμενη 1 σε συνεννόηση και συνεργασία που είχε με τους υπόλοιπους Εναγομένους. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στην §8 της έκθεσης απαίτησης.
Ο δεύτερος λόγος, που όπως λέχθηκε προηγουμένως δικογραφείται διαζευκτικά, αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής που εμφανίζεται στο επίμαχο έγγραφο και αποδίδεται ότι ανήκει στον αποβιώσαντα. Ο Ενάγοντας προβάλλει τη θέση ότι το πληρεξούσιο έγγραφο είναι πλαστογραφημένο. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω, ανάμεσα σ’ άλλα, στην §20 της έκθεσης απαίτησης.
Συνοψίζοντας ο πρώτος πυλώνας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο αποβιώσαντας έθεσε την υπογραφή του στο επίμαχο έγγραφο κάτω όμως από τις επικαλούμενες συνθήκες, οι οποίες δεν προσδίδουν ελεύθερη βούληση στην πράξη του αυτή. Ο δεύτερος πυλώνας, υπό διαζευκτική μορφή, παρουσιάζει τον ισχυρισμό ότι η υπογραφή στο επίμαχο έγγραφο δεν είναι του αποβιώσαντα με αποτέλεσμα το εν λόγω έγγραφο να είναι πλαστογραφημένο. Αμφότεροι λόγοι συγκροτούν το πλαίσιο της δικογραφημένης θέσης του Ενάγοντα με την οποίαν αμφισβητεί τη νομιμότητα και εγκυρότητα του επίμαχου πληρεξουσίου εγγράφου.
Σε κάθε περίπτωση, είναι η θέση του Ενάγοντα πως όποιος λόγος τελικά ισχύει ο Εναγόμενος 4 εμπλέκεται ενεργώντας με τον κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμο τρόπο που του αποδίδεται. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στην §9 της έκθεσης απαίτησης.
Οι πιο πάνω δικογραφημένες αναφορές παρέμειναν αναλλοίωτες καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της υπόθεσης. Ο Ενάγοντας εμμένει μέχρι σήμερα και στους δύο δικογραφημένους λόγους, οι οποίοι στην έκθεση απαίτησης τίθενται υπό διαζευκτική μορφή. Το πως προωθούνται δύο τέτοιοι διαζευκτικοί δικογραφημένοι ισχυρισμοί κατά την ακρόαση της υπόθεσης δεν αφορά το Δικαστήριο. Είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει τον Ενάγοντα. Εκείνο που παραμένει και ενδιαφέρει είναι ότι ούτε στα παραδεκτά γεγονότα αλλά ούτε και στα προαναφερόμενα πρακτικά παρατηρείται διαφοροποίηση των θέσεων του Ενάγοντα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η εκδίκαση της υπόθεσης καλύπτει και τους δύο πυλώνες αμφισβήτησης της νομιμότητας και εγκυρότητας του επίμαχου εγγράφου.
Χωρίς αμφιβολία ο πρώτος πυλώνας, δηλαδή αυτός που περιέχει τον ισχυρισμό ότι ο αποβιώσαντας έθεσε την υπογραφή του στο επίμαχο έγγραφο κάτω όμως από τις επικαλούμενες συνθήκες, οι οποίες δεν προσδίδουν ελεύθερη βούληση στην πράξη του αυτή, θέση που απορρίπτει η πλευρά των Εναγομένων, παραμένει για εξέταση μέσα από την προσκόμιση μαρτυρικού υλικού από μάρτυρες που θα κληθούν από έκαστη πλευρά προς υποστήριξη των αντίθετων δικογραφημένων εκδοχών τους στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας.
Σε ότι αφορά τον δεύτερο πυλώνα, ήτοι αυτόν που δικογραφεί τον ισχυρισμό ότι η υπογραφή στο επίμαχο έγγραφο δεν ανήκει στον αποβιώσαντα με αποτέλεσμα το εν λόγω έγγραφο να είναι προϊόν πλαστογραφίας, θέση που επίσης απορρίπτουν οι Εναγόμενοι, παρατηρώ ότι ο Ενάγοντας συμφώνησε με τους Εναγόμενους 1, 2 & 3, χωρίς να διαφωνεί ο Εναγόμενος 4, να καταλήξουν σε γραφολόγο κοινής αποδοχής με σκοπό την εξέταση της γνησιότητας της υπογραφής που υπάρχει στο επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο. Έχω αναφερθεί προηγουμένως σε σχετικά αποσπάσματα από πρακτικά. Το περιεχόμενο τους καταδεικνύει με σαφήνεια ότι τα μέρη συμφώνησαν να διορίσουν γραφολόγο κοινής αποδοχής με σκοπό να εξετάσει την υπογραφή που εμφανίζεται στο επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο. Το αποτέλεσμα της εξέτασης θα περιέχεται σε σχετικό πόρισμα που ο κοινός γραφολόγος θα ετοιμάσει. Όπως λέχθηκε στο Δικαστήριο αλλά και φαίνεται από το περιεχόμενο των καταγεγραμμένων αποσπασμάτων των πρακτικών, οι διάδικοι συμφώνησαν το πόρισμα που θα ετοιμαστεί θα είναι δεσμευτικό για τους διαδίκους. Εγκρίνοντας τη συμφωνία αυτή των διαδίκων, το Δικαστήριο άναψε πράσινο φως για την υλοποίηση της. Προς τούτο αποδέχτηκε κοινό αίτημα αναβολής της ακρόασης και ακολούθως χορήγησε επιπλέον χρονικό διάστημα για να δοθεί η ευκαιρία να ετοιμαστεί το πόρισμα.
Στα πλαίσια υλοποίησης της συμφωνίας οι διάδικοι της συμφωνίας κατέληξαν σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι πρόκειται για τον γραφολόγο κύριο Ανδρέα Παναγιώτου. Από τις δηλώσεις τους στα πρακτικά, το εν λόγο άτομο προσεγγίστηκε και φαίνεται να αποδέχτηκε τον από κοινού διορισμό με οδηγίες να εξετάσει την γνησιότητα της υπογραφής που φαίνεται να αποδίδεται στον αποβιώσαντα. Δηλαδή να εξετάσει αν η υπογραφή αυτή που βρίσκεται στο επίμαχο πληρεξούσιο έγγραφο είναι ή όχι του Ενάγοντα. Αυτό θα επιλύσει το ζήτημα κατά πόσο το εν λόγω έγγραφο είναι ή όχι προϊόν πλαστογραφίας.
Στη βάση των πιο πάνω, με κάθε σεβασμό στον Ενάγοντα, δεν συμμερίζομαι τη θέση του ότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζονται οι πρόνοιες της Δ.24 Θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν μέχρι τις 30.08.23. Δεν πρόκειται για επίμαχη δήλωση όπως ευσεβάστως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα στη γραπτή νομική επιχειρηματολογία του (§2 σελίδα 2). Από τα στοιχεία και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, στα οποία έχω κάνει αναφορά προηγουμένως, η παρούσα περίπτωση αφορά σε συμφωνία επί Δικαστηρίω. Το περιεχόμενο των δηλώσεων των διαδίκων δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το απόλυτο της συμβατικής δέσμευσης τους. Πρόκειται για συμφωνία που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια στην οποίαν διατυπώνονται συγκεκριμένοι και απόλυτοι όροι που χωρίς αμφιβολία είναι εφαρμόσιμη.
Ωστόσο η συμφωνία αυτή καλύπτει μόνο τον δεύτερο πυλώνα της δικογραφημένης θέσης για αμφισβήτηση της νομιμότητας και εγκυρότητας του επίμαχου εγγράφου και συγκεκριμένα το επίδικο ζήτημα κατά πόσο το εν λόγω έγγραφο είναι ή όχι πλαστογραφημένο. Σε σχέση με τον πρώτο πυλώνα, δηλαδή το επίδικο θέμα αν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο αποβιώσαντας έθεσε την υπογραφή του στο επίμαχο έγγραφο κάτω όμως από τις επικαλούμενες συνθήκες, οι οποίες δεν προσδίδουν ελεύθερη βούληση στην πράξη του αυτή, αυτό παραμένει για εξέταση μέσα από ακρόαση και σαφώς δεν καλύπτεται από τη συμφωνία επί Δικαστηρίω, η οποία περιορίζεται στον δεύτερο πυλώνα. Έχω εξηγήσει αναλυτικά το σκεπτικό μου και δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Επομένως, με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους 1-3, η αναφορά τους ότι η αγωγή αυτή θα επιλυθεί με την έκδοση του πορίσματος από το γραφολόγο κοινής αποδοχής, όπως αυτή σημειώνεται στην ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 1 (§3 σελίδα 1), δεν με βρίσκει σύμφωνο επειδή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Με το πόρισμα θα επιλυθεί μέρος της αγωγής και ειδικότερα το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα του δεύτερου πυλώνα.
Δηλώσεις διαδίκων για να ισοδυναμούν με συμφωνία επί Δικαστηρίω πρέπει να γίνονται κάτω από συνθήκες που να δημιουργούν τέτοιο σκηνικό (Είκοσι κ.α. v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2007) 1Α Α.Α.Δ. 467). Η προκειμένη περίπτωση περιέχει τα χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν αναλυθεί προηγουμένως, που την καθιστούν συμφωνία επί Δικαστηρίω. Μία συμφωνία επί Δικαστηρίω είναι δεσμευτική για τα μέρη. Το Δικαστήριο έχει εξουσία να ενεργήσει για την υλοποίηση της. Η συμφωνία δεν τυγχάνει εφαρμογής σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις.
Στην υπόθεση Καζαντζιάν και άλλος v. Ελληνίδη και άλλης (1996) 1 Α.Α.Δ. 591 λέχθηκαν τα εξής:
«Συνοψίζουμε παρακάτω τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται: Όταν οι διάδικοι συμφωνούν στην επίλυση εκκρεμούσης διαφοράς των, με την ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο της μελέτης και υποβολής πορίσματος γι’ αυτή, δεσμεύονται από το πόρισμα. Το Δικαστήριο θα εφαρμόσει τη συμφωνία, ως μια συνήθη σύμβαση, που οι διάδικοι συνήψαν. Τότε μόνο το Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία αν ο διορισθείς ειδικός, ας τον πούμε έτσι, αποδεδειγμένως ενήργησε μεροληπτικά ή εδολιεύθη. Επίσης, το Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία αν η έκθεση του ειδικού είναι τόσο εσφαλμένη που θα ήταν άδικο να εφαρμοστεί, γιατί τούτο θα ισοδυναμούσε με παράβαση των όρων εντολής του. Και βεβαίως η συμφωνία δεν θα εφαρμοστεί αν διαπιστωθεί παρέκκλιση από τους όρους εντολής, σε βαθμό που θα παραβιάζονταν ουσιαστικά οι πρόνοιες της.»
Οι πιο πάνω αρχές συγκεφαλαιώθηκαν στην μεταγενέστερη υπόθεση Stafo Furniture Ltd και άλλος v. Στυλιανού και άλλης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1265, στην οποίαν μνημονεύεται η υπόθεση Καζαντιάν. Στην υπόθεση αυτή αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων. Ειδικότερα σημειώνονται τα πιο κάτω:
«Όταν οι διάδικοι συμφωνούν στην επίλυση εκκρεμούσας διαφοράς τους με την ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο μελέτης και υποβολής πορίσματος γι΄ αυτή, δεσμεύονται από το πόρισμα (Καζαντιάν κ.ά. ν. Ελληνίδη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 591, 595). Το δικαστήριο τότε μόνο δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία αν ο διορισθείς ειδικός, αποδεδειγμένα ενήργησε μεροληπτικά ή με δόλο. Η συμφωνία δεν εφαρμόζεται ακόμα αν η έκθεση ήταν τόσο εσφαλμένη που θα ήταν άδικο να εφαρμοστεί, γιατί τούτο θα ισοδυναμούσε με παράβαση των όρων εντολής του. Και βέβαια, περαίνει η απόφαση Καζαντιάν, η συμφωνία δεν θα εφαρμοστεί αν διαπιστωθεί παρέκκλιση από τους όρους εντολής, σε βαθμό που παραβιάζονται ουσιαστικά οι πρόνοιές της.
Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να μην εφαρμόσει τη συμφωνία των διαδίκων.»
[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Περαιτέρω στην πρόσφατη υπόθεση Harrison v. Caribbean Swimming Pools Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/2015 ημερ. 19.11.24, στην οποίαν επίσης με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων, επισημαίνονται τα εξής:
«Επί του προκείμενου να λεχθεί, κατ' αρχάς, πώς αντιδικούντα μέρη σε αστική υπόθεση δύνανται να συμφωνήσουν στο διορισμό πραγματογνώμονα για την ετοιμασία έκθεσης προς επίλυση της διαφοράς τους που βρίσκεται ενώπιον δικαστηρίου, (βλ. Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 A.A.Δ. 1874). Η συμφωνία αυτή είναι δεσμευτική για τα μέρη. Το Δικαστήριο δε δύναται να παρέμβει προς το σκοπό τροποποίησης της. Έχει, όμως, εξουσία στη βάση αυτής, να ενεργήσει για την υλοποίηση της (βλ. Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583). Η δέσμευση που αυτή επιφέρει παραπέμπει στο δίκαιο των συμβάσεων. Εφόσον δε αυτή διατυπώνεται υπό τέτοιους απόλυτους όρους, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δίνει συγχρόνως στο δικαστήριο εξουσία να προβεί στην εφαρμογή της, για την έκδοση απόφασης, αναλόγως. Βέβαια, εάν ένα από τα εν λόγω μέρη διαφωνεί και αποδείξει ότι το πόρισμα της έκθεσης του πραγματογνώμονα είναι άδικο για την πλευρά του, το δικαστήριο έχει, επίσης, εξουσία να αποφασίσει να μην την εφαρμόσει. Ο όλος χειρισμός για την υλοποίηση τέτοιας συμφωνίας γίνεται με την ενεργό εμπλοκή του δικαστηρίου και υπό το πρίσμα της αρχής της δίκαιης δίκης που πρέπει να χαρακτηρίζει τη δικαστική διαδικασία σε κάθε υπόθεση αστικής φύσεως. »
[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Καθοδηγούμενος από την πιο πάνω νομολογία, διαπιστώνω ότι το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει μία συμφωνία, όπως αυτή της προκειμένης περίπτωσης, εφόσον ισχύει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(1) εάν η έκθεση του πραγματογνώμονα είναι τόσο εσφαλμένη που θα ήταν άδικο να εφαρμοστεί γιατί τούτο θα ισοδυναμούσε με παράβαση των όρων εντολής του,
(2) αν διαπιστωθεί παρέκκλιση από τους όρους εντολής σε βαθμό που παραβιάζονται ουσιαστικά οι πρόνοιες της,
(3) όταν αποδεδειγμένα ο πραγματογνώμονας ενέργησε μεροληπτικά ή με δόλο.
Σε ότι αφορά την 1η περίπτωση, αυτή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο βάση του οποίου προωθήθηκε η υπό κρίση αίτηση επειδή το πόρισμα της έκθεσης του γραφολόγου κοινής αποδοχής δεν περιήλθε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον εξ’ όσον γνωρίζω, στην κατοχή της πλευράς του Ενάγοντα. Πράγματι δεν εγείρεται τέτοιος λόγος στην υπό κρίση αίτηση. Όταν οι συνήγοροι των διαδίκων ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι προέκυψε το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας αίτησης, η έκθεση δεν είχε ετοιμαστεί. Προφανώς όταν το πόρισμα ετοιμάστηκε, η παρούσα αίτηση είχε ήδη καταχωριστεί.
Ομοίως στην αίτηση δεν προβάλλεται οτιδήποτε που σχετίζεται με την 2η περίπτωση. Δεν έχει λεχθεί και ούτε έχει υποδειχτεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει απόκλιση του γραφολόγου κοινής αποδοχής από τους όρους εντολής του.
Το αντικείμενο της παρούσας αίτησης επί του οποίου το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει παραπέμπει στην 3η περίπτωση. Προς υποστήριξη του αιτητικού της αίτησης, ο Ενάγοντας επικαλείται δύο λόγους μέσα από την ένορκη δήλωση του (§7 & §11). Ακολούθως στη γραπτή νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου του προστίθενται ακόμη τέσσερις λόγοι (§9(iii)-(vi) αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, σελίδες 5 & 6). Όπως σημειώνεται στην §12 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση και στην §9 της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του Ενάγοντα, ο γραφολόγος κοινής αποδοχής «ουδόλως δύναται να θεωρηθεί ως αμερόληπτος, ουδέτερος και κατ’ επέκταση ικανός να συντάξει μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, απαλλαγμένη από αλλότρια κίνητρα και χωρίς ίχνος μεροληψίας υπέρ ή εναντίον οποιουδήποτε εκ των διαδίκων». Επομένως οι προβαλλόμενοι λόγοι επιδιώκουν να πλήξουν ευθέως την αμεροληψία, ανεξαρτησία και ουδετερότητα του εν λόγω γραφολόγου.
Στο σημείο θα πρέπει να αναφέρω ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ο εν λόγω γραφολόγος δεν υπέστη τη βάσανο της αντεξέτασης. Συνεπώς η εξέταση του αντικειμένου της αίτησης έγινε στη βάση των ενεργειών και της συμπεριφοράς του εν λόγω γραφολόγου, όπως αυτή μπορεί να διαφανεί από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου.
Με τον πρώτο λόγο η πλευρά του Ενάγοντα ισχυρίζεται ότι ο γραφολόγος κοινής αποδοχής «παρέλειψε να αποκαλύψει ότι η Εναγόμενη 1 διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τη σύζυγο του και/ή είναι συγχωριανές, η οποία [σύζυγος του εν λόγω γραφολόγου] έχει οικία στο Νέο Χωρίο της επαρχίας Πάφου και διαμένει συχνά εκεί».
Με κάθε σεβασμό στον Ενάγοντα, η αναφορά του περί ‘διατήρησης πολύ στενών σχέσεων’ συνιστά μία γενική και αόριστη τοποθέτηση που παρέμεινε στη σφαίρα του ισχυρισμού. Η Εναγόμενη 1 στη δική της ένορκη δήλωση αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Παραπέμπω στην §6 της ένορκης δήλωσης της. Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού βρισκόταν στους ώμους του Ενάγοντα που τον επικαλέστηκε, ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει. Από τον Ενάγοντα αναμενόταν να παρουσιάσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες υπό τη μορφή στοιχείων και γεγονότων που να διασαφηνίζουν και παράλληλα να αποδεικνύουν την επικαλούμενη ύπαρξη σχέσεων μεταξύ των δύο προσώπων. Ουδεμία πληροφορία δόθηκε και κανένα στοιχείο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός να στερείται θεμελίωσης. Το γεγονός ότι η σύζυγος του γραφολόγου κοινής αποδοχής κατάγεται από το Νέο Χωρίο και αν έχει ή όχι οικία στην εν λόγω κοινότητα στην μεταβαίνει ή όχι δεν συνιστά οτιδήποτε το επιλήψιμο ώστε βάσιμα να καταλογιστεί μεροληψία, εξάρτηση και εκδήλωση δόλιας συμπεριφοράς από μέρους του εν λόγω γραφολόγου εις βάρος του Ενάγοντα σε σχέση με το καθήκον που του ανατέθηκε και ανέλαβε ο ίδιος να εκτελέσει.
Με τον δεύτερο λόγο του ο Ενάγοντας παραπονιέται ότι ενώ εκκρεμούσε διαδικασία ετοιμασίας του πορίσματος, ο γραφολόγος ήλθε σε επικοινωνία με τον δικηγόρο των Εναγομένων 1, 2 & 3 χωρίς τη γνώση και έγκριση της πλευράς του Ενάγοντα και δίχως επιθυμία να επικοινωνήσει μαζί με την πλευρά του Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας επικαλείται επικοινωνία που ο συνήγορος των Εναγομένων 1-3 είχε στις 22.11.24 με τον εν λόγω γραφολόγο για την αναγκαιότητα της παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Από τα πιο πάνω εκείνο που προκύπτει είναι ότι ο εν λόγω γραφολόγος δεν επιδίωξε επικοινωνία με την πλευρά των Εναγομένων 1-3. Δεν ήταν αυτός που στις 22.11.24 επικοινώνησε με τον συνήγορο των Εναγομένων 1-3 αλλά το αντίθετο έγινε εκείνη την ημερομηνία. Θα έλεγα όμως ότι ο σκοπός της επικοινωνίας ήταν καλόπιστος αφού ήταν για να υπενθυμίσει στον γραφολόγο την υποχρέωση του να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως ήταν οι οδηγίες. Είναι κοινό έδαφος των διαδίκων ότι κατά την εν λόγω επικοινωνία, η οποία ήταν τηλεφωνική εξ όσον αντιλαμβάνομαι, δεν υπήρξε συζήτηση επί του περιεχομένου του πορίσματος. Τουλάχιστον δεν έχει λεχθεί κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσε έτσι και αλλιώς επειδή η έκθεση δεν ήταν τότε έτοιμη.
Φαίνεται όμως ότι τέτοιου είδους επικοινωνία γινόταν για σκοπούς πρακτικής προώθησης της διαδικασίας. Παρόμοια επικοινωνία υπήρξε προηγουμένως με τον εν λόγω γραφολόγο και από μέρους της πλευράς του Ενάγοντα μέσω του δικηγόρου κυρίου Ιάσωνα Τηλεμάχου, γεγονός που ο Ενάγοντας αποκαλύπτει στην ένορκη δήλωση του (§11). Η ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ του κυρίου Τηλεμάχου και του εν λόγω γραφολόγου χωρίς την παρουσία της άλλης πλευράς επιβεβαιώνεται και από την Εναγόμενη 1 στην ένορκη δήλωση της, στην οποίαν μάλιστα αφήνεται να εννοηθεί ότι ήταν πέραν της μίας φοράς (§5). Ούτε στις περιπτώσεις αυτές αποδίδεται οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Πιστώνω και σ’ αυτήν την περίπτωση όλους τους εμπλεκόμενους με καλόπιστη προσέγγιση σε μια προσπάθεια ο εν λόγω γραφολόγος να προμηθευτεί με κατάλληλο και επαρκές υλικό ώστε να μπορέσει να διεκπεραιώσει τους όρους εντολής του.
Δεν μπορεί το Δικαστήριο να γνωρίζει γιατί στις 25.11.24 ο εν λόγω γραφολόγος δεν επιθυμούσε να ενημερώσει την πλευρά του Ενάγοντα ότι χρειαζόταν ακόμη μία ημέρα για να ολοκληρώσει το πόρισμα του, όπως πληροφόρησε την πλευρά των Εναγομένων όταν προηγουμένως της ίδιας ημέρας είχε τηλεφωνήσει στον δικηγόρο κύριο Κορακίδη. Το επιχείρημα της πλευράς του Ενάγοντα ότι ο εν λόγω γραφολόγος επιθυμούσε να αποκλείσει κάθε επικοινωνία μαζί της στερείται λογικής υπό το φως της προηγούμενης επικοινωνίας που διατηρούσε με τον Ενάγοντα μέσω του δικηγόρου του κυρίου Τηλεμάχου. Βέβαια αν ο εν λόγω γραφολόγος παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο ως οι οδηγίες που είχε, το ζήτημα θα επιλυόταν. Δυστυχώς ο ίδιος επέλεξε να μην συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου που ζητούσε ενημέρωση από αυτόν σε ότι αφορά την πορεία ετοιμασίας της έκθεσης του.
Εν πάση περιπτώσει, τα πιο πάνω δεν μπορούν αποδεδειγμένα να επιρρίψουν μεροληψία, εξάρτηση και καταδολιευτική συμπεριφορά από μέρους του εν λόγω γραφολόγου εις βάρος του Ενάγοντα.
Μέσα από τον τρίτο λόγο ο Ενάγοντας προβάλλει τη θέση ότι «Από το ύφος και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που συνέταξε και απέστειλε ο δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 [Εναγομένων 1, 2 & 3] στις 26/112024 προς τον κοινά αποδεκτό γραφολόγο, από το οποίο, αντικειμενικά θεωρούμενο, προκύπτει σαφώς ότι ο δικηγόρος προέβη στην καθοδήγηση του τελευταίου ως να είναι πρόσωπο φιλικά προσκείμενο προς την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 [Εναγομένων 1, 2 & 3] και σε κάθε περίπτωση του γνωστοποίησε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Δικαστήριο την 25/11/2024 όπως αυτός επιθυμούσε και κατά τρόπο υποκειμενικό και χωρίς βεβαίως αυτό να κοινοποιηθεί στην πλευρά του Αιτητή [Ενάγοντα]».
Με κάθε σεβασμό στην πλευρά του Ενάγοντα, δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον γραφολόγο κοινής αποδοχής για το ύφος και το περιεχόμενο ενός ηλεκτρονικού μηνύματος που ο ίδιος δεν συνέταξε και δεν απέστειλε. Σαφώς και δεν πρόκειται για δική του ενέργεια και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συσχετιστεί με το γεγονός αυτό.
Θα εξετάσω μαζί του υπόλοιπους τρεις λόγους επειδή έχουν ως κοινό πυρήνα την κατάρτιση, το ύφος και το περιεχόμενο των γραπτών αναφορών του γραφολόγου κοινής αποδοχής, οι οποίες επισυνάπτονται ως τεκμήρια στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση των Εναγομένων 1,2 & 3.
Εκείνο που εξόφθαλμα παρατηρώ είναι ότι στις 27.11.24 ο γραφολόγος κοινής αποδοχής ετοιμάζει και αποστέλλει επιστολή που απευθύνεται μόνο στο δικηγόρο των Εναγομένων 1, 2 & 3. Είναι εις απάντηση συγκεκριμένων ερωτημάτων που του υπεβλήθηκαν από τον κύριο Κορακίδη με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερ. 26.11.24. Τόσο το ηλεκτρονικό μήνυμα όσο και η απαντητική επιστολή δεν περιλάμβαναν ως αποδέκτη την πλευρά του Ενάγοντα. Μπορεί η αλληλογραφία αυτή να αποκαλύφθηκε με το να επισυναφθεί ως τεκμήριο στην ένσταση αλλά θα έπρεπε από την αρχή να είχε αποσταλεί στην πλευρά του Ενάγοντα. Τουλάχιστον ο εν λόγω γραφολόγος θα έπρεπε να είχε κοινοποιήσει τη δική του επιστολή στην πλευρά του Ενάγοντα στην οποία να επισυναπτόταν και το ηλεκτρονικό μήνυμα της πλευράς των Εναγομένων 1, 2 & 3. Αυτό επιβαλλόταν από τη στιγμή που δεν είχε παραδώσει το πόρισμα του στο Δικαστήριο. Με τον τρόπο θα διατηρούσε την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα του. Δεν το έπραξε όμως.
Ο εν λόγω γραφολόγος επέλεξε αντίς να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και αφού παραδώσει το πόρισμα του να τοποθετηθεί σ’ αυτά που του καταλογίζονται με τη διαδικασία που το Δικαστήριο θα καθόριζε, είτε στα πλαίσια της παρούσας αίτησης είτε άλλως πως, να προβεί σε διάφορες αναφορές μόνο προς την πλευρά των Εναγομένων 1, 2 & 3. Περαιτέρω επιρρίπτει ευθέως ευθύνες στην πλευρά του Ενάγοντα, παραθέτει γνώμες και καταλήγει σε προσωπικά συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά του Ενάγοντα. Δεν το πράττει μία αλλά δύο φορές με αντίστοιχες γραπτές αναφορές του, οι οποίες συνοδεύουν την ένσταση των Εναγομένων 1, 2 & 3. Όλα αυτά προτού παραδώσει το πόρισμα του στο Δικαστήριο. Το ύφος και ο τρόπος διατύπωσης των γραπτών αναφορών του αφήνουν ευθέως αιχμές εναντίον της πλευράς του Ενάγοντα τη στιγμή που η διαδικασία εκκρεμεί, δημιουργώντας μία άκομψη εικόνα για το πρόσωπο του που δεν αρμόζει στην ιδιότητα και το ρόλο που έχει.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, καταλήγω ότι αποδεδειγμένα η εικόνα αμεροληψίας, ανεξαρτησίας και ουδετερότητας του γραφολόγου κοινής αποδοχής έχει πληγεί ανεπανόρθωτα.
Συνεπώς, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση επιτυγχάνει και η ένσταση απορρίπτεται. Συνακόλουθα η συμφωνία για διορισμό γραφολόγου κοινής αποδοχής ακυρώνεται.
Η παρούσα υπόθεση ορίζεται για συνέχιση της εκδίκασης / περαιτέρω ακρόαση.
Τα έξοδα που προέκυψαν σε σχέση με την διαδικασία εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης θα αποτελέσουν μέρος των εξόδων της αγωγής.
(Υπ.) ……..........................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο