
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Συνενωμένες Αγωγές Αρ.: 144/2015 & 1243/2014
Αρ. Αγωγής: 144/2015
Α. ARISTOTELOUS (CONSTRUCTION) LTD &
LAKIS GEORGIOU CONSTRUCTION LIMITED J.V.,
από την Πάφο
Εναγόντων
και
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ
Εναγομένων
Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 10.09.21
Αρ. Αγωγής: 1243/2014
Μεταξύ:
Α. ARISTOTELOUS (CONSTRUCTION) LTD &
LAKIS GEORGIOU CONSTRUCTION LIMITED J.V.,
από την Πάφο
Εναγόντων
και
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ
Εναγομένων
Ημερομηνία: 28.02.25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες σε κάθε μία από τις αγωγές: κος Α. Γεωργιάδης μαζί με
κα Γλ. Αλεξάνδρου και κα. Στ.
Τρύφωνος για Χρήστος Γεωργιάδης &
Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους σε κάθε μία από τις αγωγές: κα Α. Κορακίδου μαζί με κα Κ.
Χρ/φόρου για ARISTI KORAKIDOU-
MAKRIDOU L.L.C. και με κα Σ.
Χατζηνεοφύτου για Γ. Χατζηνεοφύτου
& Σία Δ.Ε.Π.Ε. (στην αγωγή αρ.
1243/2014)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερ. 17.01.17 οι αγωγές 144/15 και 1243/14 με οδηγό την αγωγή υπ' αριθμό 144/15 συνενώθηκαν αναφορικά με όλα τα επίδικα θέματα. Οι διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων κατά την διάρκεια κατασκευής εργοληπτικού έργου αποτέλεσε την αιτία καταχώρησης των εν λόγω συνενωμένων αγωγών.
Ιστορικό Εργοληπτικού Έργου:
Οι Εναγόμενοι, υπό την ιδιότητα του εργοδότη, ανάθεσαν στους Ενάγοντες, υπό την ιδιότητα του κυρίως εργολάβου, την ανέγερση του Νέου Δημοτικού Μεγάρου Πάφου (στο εξής το «έργο») δυνάμει εγγράφων συμβολαίου ημερ. 09.12.11 που υπεγράφησαν εκ μέρους των διαδίκων. Το αρχικό ποσό κατασκευής συμφωνήθηκε στα €9.784.979,56 πλέον Φ.Π.Α. (στο εξής το «αρχικό ποσό συμβολαίου»). Ημερομηνία έναρξης των εργασιών του έργου ορίστηκε η 16η Ιανουαρίου 2012 ενώ η συμβατική ημερομηνία συμπλήρωσης των εργασιών καθορίστηκε η 16.01.15.
Στο έργο υπήρχε ομάδα ιδιωτών συμβούλων που, ανάμεσα σ’ άλλα, επέβλεπαν, εξέδιδαν οδηγίες, συντόνιζαν και ρύθμιζαν την εκτέλεση των κατασκευαστικών εργασιών, εξέδιδαν πιστοποιητικά πληρωμών που αφορούσαν την αξία εκτελεσθείσας εργασίας καθώς επίσης ζητημάτων που σχετίζονταν με την τεχνική και οικονομική πτυχή των εργασιών και ότι το έργο θα αποπερατωνόταν σύμφωνα με τους όρους και τις πρόνοιες των εγγράφων συμβολαίου. Οι ιδιώτες σύμβουλοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους Εναγόμενους έναντι αμοιβής. Την ομάδα των ιδιωτών συμβούλων αποτελούσαν αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι μηχανικοί, μηχανολόγοι μηχανικοί και επιμετρητές ποσοτήτων του έργου.
Στο έργο υπήρχαν διορισμένοι υπεργολάβοι, οι οποίοι ανέλαβαν την εκτέλεση των ηλεκτρολογικών εργασιών και μηχανολογικών υπηρεσιών δυνάμει σχετικών συμβάσεων υπεργολαβίας. Τόσο αυτοί όσο και οι Εναγόμενοι υπέβαλαν στους Ενάγοντες, μεταξύ άλλων, εγγύηση προκαταβολής ως μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων τους. Συγκεκριμένα οι Ενάγοντες έδωσαν δύο εγγυητικές επιστολές ύψους €278.180 η κάθε μία ενώ οι διορισμένοι υπεργολάβοι ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εργασιών €55.000 και €131.715 αντίστοιχα.
Στην πορεία εκτέλεσης των εργασιών προέκυψαν διαφορές μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες οδήγησαν σε τερματισμό των εργασιών του έργου. Οι διαφορές αυτές παραπέμπουν σε εκατέρωθεν αξιώσεις που οι Ενάγοντες απαιτούν και οι Εναγόμενοι ανταπαιτούν.
Διορισμένος Υπεργολάβος Μηχανολογικών Εργασιών:
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστούν τα εξής:
(α) Ο εν λόγω διορισμένος υπεργολάβος διεκδικεί επιστροφή του ποσού της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής ύψους €131.715 που έχει ρευστοποιηθεί στα πλαίσια της αγωγής αρ. 2521/15 στο Ε.Δ. Λευκωσίας που εγείρει εναντίον των Εναγόντων και των Εναγομένων.
(β) Ο εν λόγω διορισμένος υπεργολάβος αξιώνει απώλειες και ζημιές ύψους €405.206,45 που θεωρεί ότι υπέστηκε λόγω παράβασης και/ή τερματισμού σύμβασης υπεργολαβίας στα πλαίσια της αγωγής αρ. 4135/15 στο Ε.Δ. Λευκωσίας που εγείρει εναντίον των Εναγόντων και των Εναγομένων.
Από τα πιο πάνω καθίσταται αντιληπτό ότι ο συγκεκριμένος διορισμένος υπεργολάβος δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Διορισμένος Υπεργολάβος Ηλεκτρολογικών Εργασιών:
Σε σχέση με τις διεκδικήσεις του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι αυτές έχουν ενσωματωθεί στις απαιτήσεις των Εναγόντων.
Ενδιάμεσα Πιστοποιητικά Πληρωμής Αρ.1-9:
Οι διαφορές των διαδίκων που αφορούσαν τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής αρ. 1-9 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων έχουν πλήρως διευθετηθεί στην αγωγή αρ. 3116/13 Ε.Δ. Πάφου, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε απόφαση η οποία έχει εκτελεστεί και ικανοποιηθεί. Η απόφαση του Ε.Δ. Πάφου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 138. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω έγγραφα δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα στις παρούσες συνενωμένες αγωγές.
Αγωγή Αρ. 1243/14:
Η αγωγή αυτή καταχωρίστηκε στις 05.06.14 από τον κυρίως εργολάβο του έργου (Ενάγοντες) και στρέφεται εναντίον του εργοδότη του έργου (Εναγόμενοι). Επίδικο ζήτημα στην παρούσα αγωγή είναι κατά πόσο θα πρέπει ή όχι να πληρωθεί το ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10.
Οι Ενάγοντες προβάλλουν τη θέση ότι στις 17.12.13 ο επιβλέποντας αρχιτέκτονας του έργου εξέδωσε και τους παρέδωσε το ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 για το ποσό των €38.763,00 πλέον Φ.Π.Α., το οποίο παρόλο ότι δυνάμει των εγγράφων συμβολαίου ήταν πληρωτέο εντός 28 ημερών από την παράδοση του, δηλαδή μέχρι τις 15.01.14, εντούτοις δεν έχει μέχρι σήμερα πληρωθεί. Συνεπεία της παράλειψης πληρωμής του, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν ζημιές αντίστοιχες με το ποσό του εν λόγω πιστοποιητικού πλέον τόκου προς 4,25% ετησίως επί του ποσού αυτού από 15.01.14 μέχρι 05.06.14 και ακολούθως νόμιμο τόκο επικαλούμενοι τις πιο κάτω διαζευκτικές βάσεις αγωγής:
(α) ανάκτηση οφειλής λόγω συμβατικού χρέους,
(β) αποζημιώσεις λόγω παράβασης σύμβασης,
(γ) αποζημιώσεις λόγω σχέσης που προσομοιάζει με συμβατική,
(δ) αποζημιώσεις στη βάση αρχών αδικαιολόγητου πλουτισμού/δικαίου αποκατάστασης.
Οι Εναγόμενοι παραδέχονται την έκδοση του επίμαχου ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής ημερ. 17.12.13 από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα του έργου, πλην όμως ισχυρίζονται ότι το επίμαχο έγγραφο ανακλήθηκε και διορθώθηκε με την έκδοση του ενδιάμεσου πιστοποιητικού αρ.11. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη εκδοχή των Εναγομένων, κρίθηκε αναγκαία η διόρθωση του εν λόγω πιστοποιητικού επειδή:
(α) το συγκεκριμένο έγγραφο περιλαμβάνει πληρωμή επιπλέον εργασιών για τις οποίες ο επιβλέπον αρχιτέκτονας του έργου δεν εξασφάλισε την έγκριση των Εναγομένων κατόπιν μεταξύ τους προηγούμενης διαβούλευσης, όπως επικαλούνται ότι προβλέπεται από τον όρο 53.5 των Όρων του Συμβολαίου (Τόμος Β),
(β) το εν λόγω έγγραφο προνοεί πληρωμή μέρους υλικών (οπλισμός) που είχαν μεταφερθεί στο εργοτάξιο (επί τόπου),
(γ) με βάση το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.11 αν γινόταν πληρωμή του πιστοποιητικού πληρωμής αρ.10, οι Ενάγοντες θα ήταν υπερπληρωμένοι κατά €32.943 πλέον Φ.Π.Α.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι μετά την ετοιμασία του προσωρινού τελικού λογαριασμού διαπίστωσαν πως κανένα ποσό είναι πληρωτέο στους Ενάγοντες επειδή εκ πρώτης όψεως τους οφείλονται χρήματα περισσότερα του ποσού των €5.820 πλέον Φ.Π.Α. που φαίνεται να δικαιούνται με βάση το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.11. Οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι εκ πρώτης όψεως του οφείλεται ποσό €115.908 με το σκηνικό όμως των εκατέρωθεν απαιτήσεων να ξεκαθαρίζει όταν θα ετοιμαστεί ο τελικός λογαριασμός, πράγμα που μέχρι σήμερα δεν έγινε εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόντων.
Αγωγή Αρ. 144/15:
Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε στις 03.02.15 και περιλαμβάνει τους ίδιους διαδίκους. Εδώ, με βάση την υφιστάμενη δικογραφία, παρατηρώ ότι υπάρχουν διάφορα επίδικα θέματα που χρήζουν εξέτασης.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι τέτοιες διαφορές αφορούν το αν υπήρξε παράβαση σύμβασης και από ποιον, το ποιος ευθύνεται για τον τερματισμό της σύμβασης και για ποιους λόγους και πότε χρονικά αυτό συνέβηκε, για το αν υπήρξε καθυστέρηση στην εκτέλεση εργασιών και ποιος τυχόν ευθύνεται γι’ αυτό και για ποιους λόγους, εάν υπάρχουν ή όχι απλήρωτα ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής και σε τέτοια περίπτωση κατά πόσο χρήζουν πληρωμής, εάν υπήρξε εκτέλεση επιπρόσθετων και/ή τροποποιητικών εργασιών και σε τέτοια περίπτωση εάν προκύπτει επιπλέον πληρωμή μέσα από την κοστολόγηση τους, εάν υπήρξαν αυξήσεις εργατικών και υλικών κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατασκευής, ποιο το ύψος τους και ποιος πρέπει να τις επιβαρυνθεί, εάν δικαιολογείται ή όχι η επιδίκαση αποζημιώσεων συνεπεία ύπαρξης παράτασης χρόνου εκτέλεσης εργασιών, κατά όσο ορθά ή εσφαλμένα ρευστοποιήθηκε ποσό ύψους €394.088 ως μέρος των εγγυητικών επιστολών των Εναγόντων και εάν ή όχι οπλισμός που τυχόν παρέμεινε στο εργοτάξιο χρήζει ή όχι πληρωμής. Επίσης οι οικονομικές απαιτήσεις των Εναγομένων που αξιώνονται υπό τη μορφή ανταπαίτησης, όπως για παράδειγμα η πληρωμή υπολογισμένης αξίας οπλισμού, η επιστροφή συγκεκριμένου ποσού ως υπερπληρωμή και η αξίωση πληρωμής του υπολοίπου ποσού των εγγυητικών επιστολών των Εναγόντων, μπορούν να θεωρηθούν ως επιπλέον διαφορές των διαδίκων τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει και ακολούθως να αποφασίσει γι’ αυτές.
Είναι η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων στην έκθεση απαίτησης τους ότι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών στο έργο προκλήθηκε επιμήκυνση του χρόνου κατασκευής για λόγους που δεν ευθύνονται με αποτέλεσμα να αιτηθούν στον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου παράταση χρόνου που υπολόγισαν σε 212 ημέρες καθώς και σε αποζημιώσεις.
Παράλληλα επικαλούμενοι καθυστερήσεις και/ή μη πληρωμές σε ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής αρ.5, 7, 8 και 9 αλλά και κάλεσμα των Εναγομένων δυνάμει γραπτής ειδοποίησης τους ημερ. 26.09.13 προς τον σκοπό αυτό, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερ. 05.12.13 τερμάτισαν το συμβόλαιο του έργου. Ως αποτέλεσμα του τερματισμού του κυρίως συμβολαίου, περί τις 11.12.13 οι Ενάγοντες προχώρησαν σε τερματισμό των συμβολαίων υπεργολαβίας.
Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, το εργοτάξιο παραδόθηκε στους Εναγόμενους περί τις 02.05.14 και παρόλο που περί τις 10.11.14 οι Ενάγοντες υπέβαλαν στον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου αίτηση για υπολογισμό ποσών που κατέστησαν πληρωτέα ένεκα του τερματισμού και συμψηφισμό τους με άλλα ποσά, οι Εναγόμενοι μαζί με τους συμβούλους τους αρνήθηκαν να το πράξουν μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι εξαιτίας του τερματισμού του συμβολαίου, των λόγων που προκάλεσαν διατάραξη στην πρόοδο και καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών, ποσότητας οπλισμού που μεταφέρθηκε στο εργοτάξιο και η πληρωμή της αξίας της οποίας, σύμφωνα με τους ιδίους, εξακολουθεί να οφείλεται, ζητήματος αύξησης εργατικών και υλικών που θεωρούν ότι υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο των κατασκευαστικών εργασιών και της ρευστοποίησης μέρος των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής την ισχύ των οποίων ζητούν να ακυρωθεί, οι ίδιοι έχουν υποστεί ζημιές και έξοδα χρηματοδότησης συνολικού ύψους €1.379.941,87 που στη συνέχεια περιόρισαν σε €1.318.741,07, εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων από τους οποίους τις αξιώνουν.
Οι Εναγόμενοι στην έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους απορρίπτουν όλες τις θέσεις των Εναγόντων και ισχυρίζονται ότι οι τελευταίοι παρέλειψαν να υποβάλουν στον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου προσωρινό τελικό λογαριασμό του έργου ως όφειλαν, κατά παράβαση του όρου 60.5 του συμβολαίου. Επικαλούμενοι τους όρους 60.11 και 69.1 του συμβολαίου, οι Εναγόμενοι αναφέρουν ότι δικαιούνται στην είσπραξη ποσού €417.270 από τις εγγυητικές επιστολές προκαταβολής των Εναγόντων αλλά λόγω των παράνομων παραστάσεων εισέπραξε με επιφύλαξη ποσό €394.008 με το υπόλοιπο να το αξιώνει ανταπαιτητικώς. Παράλληλα ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες κωλύονται δια διαγωγής και εγγράφων αλλά και δυνάμει των όρων του συμβολαίου να αξιώνουν τερματισμό της ισχύς των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής.
Σε ότι αφορά την εγγυητική επιστολή προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών, δεν κατέστη δυνατή η ανάκτηση οποιουδήποτε ποσού.
Είναι ακόμη η δικογραφημένη θέση των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες κωλύονται να αξιώνουν πληρωμή της αξίας οπλισμού που κατά παράβαση του συμβολαίου μετέφεραν πρόωρα στο εργοτάξιο, χωρίς έτσι να έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής του. Σύμφωνα με τους Εναγόμενους, ποσότητα ίση με το 15% των 750 τόνων σιδήρου χρησιμοποιήθηκε από τους Ενάγοντες για δικούς τους σκοπούς ενώ η υπόλοιπη ποσότητα έπρεπε να είχε διατεθεί από τους Ενάγοντες για σκοπούς μείωσης της ζημιάς τους. Την ίδια στιγμή είναι η θέση των Εναγομένων ότι με βάση την επιστολή ημερ. 10.04.14 του επιμετρητή ποσοτήτων προς τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου, ποσότητα 750 τόνοι σιδήρου προς €530 ανά τόνο θα πρέπει να αφαιρεθεί από τις αξιώσεις των Εναγόντων.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το συμβόλαιο τερματίστηκε από τους ιδίους στη βάση του όρου 69(1)(γ) και κατ’ επέκταση ο όρος 60.11 είναι εφαρμόσιμος στην προκειμένη περίπτωση. Ο λόγος που προβάλλεται είναι η οικονομική κρίση του 2013 και οι συνέπειες που αυτή επέφερε στην κυπριακή οικονομία και στις εμπορικές συναλλαγές.
Επικαλούμενοι το τελικό πιστοποιητικό πληρωμής, οι Εναγόμενοι αναφέρουν ότι υπάρχει υπερπληρωμή στους Ενάγοντες ύψους €148.343,19.
Σε ότι αφορά το θέμα της παράτασης χρόνου, είναι η δικογραφημένη θέση των Εναγομένων ότι η κατ’ ισχυρισμό επιμήκυνση του χρόνου εκτέλεσης των εργασιών δεν παρέχει δικαίωμα στους Ενάγοντες σε αποζημιώσεις αφού οι λόγοι που προβάλλονται δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα της αγωγής. Σύμφωνα με τους Εναγόμενους, τέτοια αξίωση για αποζημιώσεις θα μπορούσε να είχε έρεισμα αν το έργο αποπερατωνόταν με καθυστέρηση και οι Εναγόμενοι ζητούσαν αποζημιώσεις λόγω καθυστέρησης στην παράδοση του έργου. Σε τέτοια περίπτωση οι Ενάγοντες θα μπορούσαν να προβάλουν λόγους που σχετίζονται με την επιμήκυνση προκειμένου να αποφύγουν τις αποζημιώσεις της καθυστέρησης. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Εναγόμενους, το έργο δεν αποπερατώθηκε για να μπορούν οι Ενάγοντες να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από την καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών.
Στη βάση των πιο πάνω, οι Εναγόμενοι ανταπαιτούν υπό τη μορφή δηλώσεων Δικαστηρίου ότι Δικαστηρίου ότι κατά παράβαση του συμβολαίου οι Ενάγοντες μετέφεραν πρόωρα μεγάλη ποσότητα σιδήρου στο εργοτάξιο και ότι οι ίδιοι δικαιούνται σε είσπραξη του υπολοίπου των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής των Εναγόντων.
Στο δικόγραφο τους οι Εναγόμενοι ακόμη ανταπαιτούν ποσό €337.785 που είναι η αξία του οπλισμού στο εργοτάξιο που θα μπορούσε να είχε διατεθεί και δεν έγινε, δηλαδή 750 τόνοι σιδήρου χ €530 ανά τόνο μείον 15% που διατέθηκε από τους Ενάγοντες, ποσό €23.000 που είναι το υπόλοιπο των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής των Εναγόντων και ποσό €172.522,00 που θεωρούν ότι υπερπληρώθηκαν οι Ενάγοντες και γι’ αυτό θα πρέπει να τους επιστραφεί. Πρόκειται για τις θεραπείες υπό τα σημεία (β), (δ) και (ε) της §56 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης.
Εναρκτήριες Αγορεύσεις:
Οι συνήγοροι των διαδίκων προέβηκαν σε εναρκτήριες αγορεύσεις. Μέσα από αυτές αναφέρθηκαν οι βάσεις απαίτησης και ανταπαίτησης που θα προωθηθούν καθώς επίσης η γραμμή υπεράσπισης που θα παρουσιαστεί στο Δικαστήριο από έκαστη πλευρά. Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκαν τα επίδικα νομικά και πραγματικά θέματα που θα εξεταστούν από το Δικαστήριο και οι εκδοχές των διαδίκων σε σχέση με αυτά.
Στο στάδιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι με δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγομένων δήλωσε πως δεν επιμένει στην προώθηση των συγκεκριμένων ποσών που περιέχονται στα σημεία (β), (δ) και (ε) της §56 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης και στα οποία έγινε αναφορά αμέσως προηγουμένως, αλλά στα ποσά αυτά που θα αποκρυσταλλωθούν μέσα από την διαμόρφωση του τελικού λογαριασμού στο Δικαστήριο υπό το φως του μαρτυρικού υλικού που θα προσκομιστεί (πρακτικά ημερ. 16.10.23, σελίδες 14-16).
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο αφού το πλήρες περιεχόμενο τους είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Κατά την εξέταση των επιδίκων νομικών και πραγματικών ζητημάτων εκεί και όπου κριθεί ότι απαιτείται θα γίνεται συγκεκριμένη αναφορά.
Προσαχθείσα Μαρτυρία:
Για την απόδειξη της απαίτησης τους και προβολή της υπεράσπισης τους στην ανταπαίτηση των Εναγομένων οι Ενάγοντες παρουσίασαν τρεις μάρτυρες. Προς υπεράσπιση τους και παράλληλα για σκοπούς τεκμηρίωσης της ανταπαίτησης τους οι Εναγόμενοι κάλεσαν ένα μάρτυρα.
Παράλληλα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατατέθηκαν 160 τεκμήρια.
Θα σκιαγραφήσω τώρα την ουσία της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον μου.
ΜΕ1 ήταν ο κύριος Γεώργιος Χαραλάμπους, πολιτικός μηχανικός στην υπηρεσία των Εναγόντων κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο. Μέρος της κυρίως εξέτασης του αποτέλεσε η γραπτή του δήλωση (Ένδειξη ‘Α’). Η κυρίως εξέταση του ολοκληρώθηκε με διευκρινίσεις και επεξηγήσεις του ιδίου για την εκδοχή των Εναγόντων μέσα από έγγραφα που άπτονται ορισμένων επιδίκων θεμάτων. Ακολούθησε η αντεξέταση του από την συνήγορο των Εναγομένων.
Συνοπτική καταγραφή του περιεχομένου της μαρτυρίας του περιλαμβάνει την αναφορά του ότι οι Ενάγοντες συνιστούν ομόρρυθμη εταιρεία (συνεταιρισμό) εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών, η οποία κοινοπραξία αποτελείται από δύο εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο ήταν εγγεγραμμένοι εργολήπτες. Όπως ακόμη είπε, οι Εναγόμενοι ανάθεσαν στους Ενάγοντες την ανέγερση του έργου δυνάμει συμβολαίου εργολαβίας ημερ. 09.12.11 και συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ.08.12.11 έναντι του ποσού των €9.784.979,56 πλέον Φ.Π.Α. Ημερομηνία έναρξης εργασιών του έργου ήταν η 16η Ιανουαρίου 2012. Οι πληρωμές θα γίνονταν με τη μέθοδο έκδοσης πιστοποιητικών πληρωμής από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό και επιμετρητή ποσοτήτων του έργου. Με την έναρξη των εργασιών και συγκεκριμένα με τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά αρ. 1 & 2 οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στους Ενάγοντες την προκαταβολή που δικαιούνταν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη εξόδων στο έργο όπως για προκράτηση υλικών, για συμφωνίες με υπεργολάβους και εκτέλεση προπαρασκευαστικών/προκαταρκτικών εργασιών. Ως μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων τους για σκοπούς εξασφάλισης της προκαταβολής που τους δόθηκε, οι Ενάγοντες εξέδωσαν και παρέδωσαν στους Εναγόμενους δύο εγγυητικές επιστολές προκαταβολής ύψους €278.180,00 η κάθε μία. Παράλληλα οι Εναγόμενοι διόρισαν υπεργολάβο για τις ηλεκτρολογικές εργασίες και υπεργολάβο για τις μηχανολογικές εργασίες του έργου.
Ο μάρτυρας κάνει αναφορά στις διάφορες πληρωμές που έγιναν υπό τη μορφή ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής. Ένα από αυτά ήταν το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 που εκδόθηκε στις 17.12.13 από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου για το ποσό των €38.763,00 πλέον Φ.Π.Α. Οι Ενάγοντες αξιώνουν την πληρωμή επί της οποίας επιπρόσθετα αξιώνουν προς 4,25% ετησίως από 15.01.14 μέχρι εξόφλησης. Σε σχέση με το ποσό αυτό, οι Εναγόμενοι υπέγραψαν τιμολόγιο στις 17.01.14 αλλά αρνήθηκαν να το πληρώσουν. Προς ενίσχυση της θέση του ο μάρτυρας παρέπεμψε στις επιστολές ημερ. 09.05.14 και 28.05.14. Ο μάρτυρας διαφώνησε με την ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού και αντικατάσταση του με την έκδοση του ενδιάμεσου πιστοποιητικού αρ.11, λέγοντας πως το πιστοποιητικό αρ.10 εσφαλμένα ανακλήθηκε και αυτό έγινε όχι από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου που είναι ο αρμόδιος ως ορίζει το συμβόλαιο αλλά από τον επιμετρητή ποσοτήτων. Το δε πιστοποιητικό αρ.11 ουδέποτε πληρώθηκε. Συνεπώς το συνολικό ποσό που οι Ενάγοντες εισέπραξαν για τις εργασίες του έργου ανέρχεται στα €2.879.378 και προέρχεται από την πληρωμή του ενδιάμεσου πιστοποιητικού αρ.9.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών προκλήθηκε επιμήκυνση του χρόνου για λόγους που ευθύνονται οι Εναγόμενοι. Ένεκα αυτού οι Ενάγοντες αιτήθηκαν παράταση χρόνου 212 ημερών και αποζημιώσεις. Ο μάρτυρας επίσης ανάφερε ότι οι Εναγόμενοι με γραπτή ειδοποίηση τους ημερ. 26.09.13 ενημέρωσαν τους Ενάγοντες ότι αδυνατούσαν να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, τους οποίους και κάλεσαν να τερματίσουν λόγω υπαιτιότητας τους. Με γραπτή ειδοποίηση τους ημερ. 05.12.13, οι Ενάγοντες τερμάτισαν το συμβόλαιο στις 19.12.13. Έπειτα τερμάτισαν και τις συμφωνίες υπεργολαβίας. Ο εν λόγω μάρτυρας υπέδειξε ότι από τον τερματισμό και την προαναφερόμενη καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών οι Ενάγοντες υπέστησαν ζημιές τις οποίες υπολόγισε σε €1.317.642,80. Σχετικό έγγραφο αίτησης παράτασης χρόνου και απαίτησης τέτοιων αποζημιώσεων κατατέθηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 110. Την ίδια στιγμή απέρριψε τη θέση των Εναγομένων ότι υπεβλήθηκε εκπρόθεσμα με βάση το συμβόλαιο.
Ένα από τα ζητήματα που ο μάρτυρας αναφέρθηκε ότι συμπεριλαμβάνονται στο κεφάλαιο αποζημιώσεων συνεπεία τερματισμού και παράτασης χρόνου είναι διαφυγόντα κέρδη. Για τον υπολογισμό τους παρέπεμψε στο Τεκμήριο 144 που είναι έκθεση η οποία, όπως ο ΜΕ1 είπε, ετοιμάστηκε από ανεξάρτητο λογιστικό οίκο. Εξηγώντας πρόχειρα τον υπολογισμό τους, ο μάρτυρας είπε λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος κερδών των δύο εταιρειών που συγκροτούν το συνεταιρισμό τα τελευταία τρία χρόνια πριν τη σύναψη του συμβολαίου.
Στρεφόμενος στα υλικά που παρέμειναν στο χώρο, ο μάρτυρας είπε ότι στο εργοτάξιο μεταφέρθηκε συνολική ποσότητα οπλισμού 1.729,246 τόνοι. Με βάση την μαρτυρία του μάρτυρα, ο οπλισμός που αφέθηκε στο εργοτάξιο έγινε αποδεκτός, παραλήφθηκε και κατακρατήθηκε από τους Εναγόμενους, πράγμα που επιβεβαίωσε ο επιμετρητής ποσοτήτων με επιστολές ημερ. 12.06.14 και 23.06.14. Από την ποσότητα που μεταφέρθηκε, τελικά παρέμειναν στο εργοτάξιο 772,541 τόνοι σιδήρου η οποία χρησιμοποιήθηκε στις εργασίες από άλλο εργολάβο. Προς υποστήριξη της αναφοράς του αυτής, ο μάρτυρας παρέπεμψε στην επιστολή του επιμετρητή ποσοτήτων ημερ.10.04.14 αλλά και στην Προκήρυξη Διαγωνισμού για Συμπληρωματικές και Σωστικές εργασίες λόγω Διακοπής Εργασιών στο Υπό Ανέγερση Νέο Δημοτικό Μέγαρο. Ποσότητα οπλισμού 772.541 τόνοι, όπως ο μάρτυρας είπε, χρησιμοποιήθηκε από τους Εναγόμενους στα πλαίσια κατασκευής της Σχολής Διοίκησης Τουρισμού Φιλοξενίας και Επιχειρηματικότητας του Τ.Ε.Π.Α.Κ. Προς ενίσχυση της εν λόγω αναφοράς του, ο μάρτυρας παρέπεμψε σε Δελτίο Ποσοτήτων Αρ.2 του Διαγωνισμού 24/2022 (σελίδα 7). Σύμφωνα με τον μάρτυρα, από την ποσότητα 855.230 κιλά σιδήρου που έχει τοποθετηθεί πληρώθηκε μόνο το 85% της αξίας τους. Κατά τον μάρτυρα το 15% της αξίας οπλισμού που διεκδικείται για πληρωμή ανέρχεται στα €411.764,35 [(855,230 τόνοι σιδήρου χ €530 ανά τόνο) μείον το ποσό που έχει πληρωθεί]. Ο μάρτυρας ανάφερε ότι οι μετρήσεις που σημειώνονται στην επιστολή ημερ. 25.02.14 έγιναν από τον ίδιο.
Περαιτέρω, όπως ο μάρτυρας επισημαίνει, οι Εναγόμενοι αυθαίρετα προχώρησαν με ρευστοποίηση μέρους των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής των Εναγόντων ύψους €394.088,00, ποσό το οποίο οι Ενάγοντες απαιτούν να τους επιστραφεί. Συνεπεία αυτής της εξέλιξης, ο μάρτυρας αναφέρει ότι οι Ενάγοντες υπέστηκαν έξοδα χρηματοδότησης ύψους €20.000, τα οποία διεκδικούν ως μέρος της απαίτησης τους μαζί με τόκο προς 9% ετησίως επί του συνολικού ποσού αυτού (€414.088,00) και με κεφαλαιοποίηση κάθε 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους από 26.03.15 μέχρι εξόφλησης.
Επιπλέον ο μάρτυρας επισήμανε ότι υπάρχουν αυξήσεις εργατικών και υλικών, τις οποίες είπε ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε πληρωμή και υπολόγισε σε €31.661,72.
Όλα τα πιο πάνω περιλαμβάνονται σε έγγραφο που ετοιμάστηκε από τον μάρτυρα μαζί με κάποιον Ανδρέα (Άντη) Σφήκα. Πρόκειται για το Τεκμήριο 110, στο οποίο επισυνάπτονται υποστηρικτικά έγγραφα. Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι κατά την ετοιμασία του συγκεκριμένου εγγράφου ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες δεν ήταν εις γνώση των Εναγόντων. Όπως είπε, αργότερα που περιήλθαν εις γνώση τους, ο ίδιος προέβηκε σε διορθωτικούς υπολογισμούς μέσα από τη γραπτή δήλωση του μειώνοντας το συνολικό ποσό.
Απορρίπτοντας όλες τις περί του αντιθέτου θέσεις που του υπεβλήθηκαν από την συνήγορο των Εναγομένων, ο μάρτυρας ανάφερε ότι το συνολικό ποσό που διεκδικείται ως ειδικές αποζημιώσεις για τις απώλειες και ζημιές που οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν ανέρχεται σε €904.653,07 πλέον Φ.Π.Α. πλέον τόκο προς 4,5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 19.12.13 μέχρι εξόφλησης ή διαδοχικά μέχρι 03.02.15 και νόμιμο τόκο από 04.02.15 μέχρι εξόφλησης, το οποίο έχει περιοριστεί σε σχέση μ’ αυτό που δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης της αγωγής αρ. 144/15 (§27) και μ’ αυτό που δηλώθηκε αρχικά στην γραπτή δήλωση του (§19), πλέον επιστροφή ποσού από την εξαργύρωση μέρους των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής των Εναγόντων μαζί με επικαλούμενα συνεπαγόμενα έξοδα ύψους €414.088,00 πλέον τόκο προς 9% ετησίως επί του συνολικού ποσού αυτού (€414.088,00) και με κεφαλαιοποίηση κάθε 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους από 26.03.15 μέχρι εξόφλησης, πλέον το ποσό που πιστοποιήθηκε στο πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 ημερ. 17.12.13 ύψους €38.763,00 πλέον Φ.Π.Α. πλέον τόκο προς 4,25% ετησίως επί του ποσού αυτού από 15.01.14 μέχρι εξόφλησης (αυτό που απαιτείται στην αγωγή αρ. 1243/14).
Επιπροσθέτως ο μάρτυρας σημείωσε ότι διεκδικούνται γενικές αποζημιώσεις καθώς και διάταγμα που να τερματίζει την ισχύ της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών ύψους €55.000 της Λαϊκής Τράπεζας με αρ. 51183/153/2012 που οι Εναγόμενοι δεν κατάφεραν να εξαργυρώσουν (§23 (ε) & (στ) γραπτής δήλωσης ΜΕ1).
Με βάση ακόμη τη μαρτυρία του μάρτυρα, στις 02.05.24 οι Ενάγοντες παρέδωσαν το εργοτάξιο στους Εναγόμενους, ενέργεια που στις 06.05.14 πιστοποιήθηκε από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου.
Ο μάρτυρας επιπροσθέτως επεξήγησε τους υπολογισμούς του στο έγγραφο του τελικού λογαριασμού και της έκθεσης απαίτησης παράτασης χρόνου και αποζημιώσεις που συνθέτουν το Τεκμήριο 110 με παραπομπή σε έγγραφα και στοιχεία που θεωρεί ότι υποστηρίζουν την ορθότητα τους. Επίσης ανέπτυξε τους λόγους που κατά τη γνώμη του οδήγησαν σε επιμήκυνση του χρόνου εκτέλεσης εργασιών και ανέλυσε τη χρονική διάρκεια της παράτασης που απαιτείται να εγκριθεί με βάση τους λόγους που έθεσε, επεξηγώντας το μέρος που συνδέεται με την διεκδίκηση αποζημιώσεων. Ακολούθως αντιπαρέβαλε δικούς του υπολογισμούς με τους υπολογισμούς του επιμετρητή ποσοτήτων που έγιναν για το ίδιο θέμα μέσα από το Τεκμήριο 132 λέγοντας πως οι θέσεις του τελευταίου χαρακτηρίζονται από ασάφειες και έλλειψη λογικής.
Επόμενος μάρτυρας για λογαριασμό των Εναγόντων ήταν ο κύριος Ανδρέας (Άντης) Σφήκας (ΜΕ2).
Στην κυρίως εξέταση του αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 110 (τελικός λογαριασμός των Εναγόντων που περιλαμβάνει, εκτός από την αξία εκτελεσθείσας εργασίας είτε αυτή προνοείτο από την αρχή στο συμβόλαιο είτε ήταν επιπρόσθετη, απαίτηση για παράταση χρόνου και απαιτήσεις επιπρόσθετων πληρωμών και αποζημιώσεων), στο οποίο έγγραφο, όπως είπε συνέβαλε στην ετοιμασία του μαζί με τον ΜΕ1. Ακόμη αναγνώρισε το Τεκμήριο 95 ως την απαίτηση του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών για οικονομικές αποζημιώσεις λόγω της διακοπής των εργασιών και αποχώρησης του από το έργο, το περιεχόμενο του οποίου επίσης υιοθέτησε αφού, όπως είπε, ο ίδιος το συνέταξε. Με βάση το έγγραφο αυτό διεκδικούνται αποζημιώσεις ύψους €177.382,60, οι οποίες όπως έχει σημειωθεί προηγουμένως, ενσωματώνονται στις απαιτήσεις των Εναγόντων.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας αυτός επεξήγησε συγκεκριμένες πτυχές που του ζητήθηκαν από το Τεκμήριο 110. Ανάμεσα σ’ άλλα, σχολίασε τι καλύπτει το ζήτημα «αυξήσεις εργατικών και υλικών» και με ποιο τρόπο υπολογίζεται το κονδύλι που τους αναλογεί. Όπως είπε, για τον υπολογισμό τους χρησιμοποιείται μία φόρμουλα η οποία «αποδίδει τη διαφορά μεταξύ της τιμής που υπήρχε κάποιο χρόνο πριν την προσφορά και της τιμής που υπάρχει όταν εκδίδεται ένα συγκεκριμένο πιστοποιητικό». Μέρος της εξίσωσης είναι η χρήση ενός ποσοστού που στην οικοδομική βιομηχανία έχει καθοριστεί να είναι 40%, το οποίο λαμβάνεται ως δεδομένο. Έπειτα ανάφερε τι σημαίνει η έννοια «μη εφαρμοσμένα υλικά» με ιδιαίτερη μνεία στο επίμαχο θέμα του επεξεργασμένου οπλισμού που δεν τοποθετήθηκε λόγω της διακοπής των εργασιών. Μέρος του σχολιασμού του αποτέλεσαν και οι εργασίες που οι Ενάγοντες θεωρούν ότι ήταν ‘επιπρόσθετες’ αυτών που προνοούσε το συμβόλαιο τους, μία εκ των οποίων υπέδειξε ότι είναι αυτές που ονόμασε «εργασίες απομάκρυνσης». Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ο μάρτυρας ανάφερε ότι η αναποφασιστικότητα που επέδειξαν οι Εναγόμενοι οδήγησε σε καθυστερημένη λήψη απόφασης οι Ενάγοντες να επιμηκύνουν την εργοδότηση του προσωπικού τους στο εργοτάξιο.
Άλλο σημείο της αντεξέτασης του εστιάστηκε στο ζήτημα της παράτασης χρόνου. Όπως είπε, η παράταση χρόνου που ζητείται υπολογίστηκε σε 75 εργάσιμες ημέρες που ισοδυναμεί με 15 εβδομάδες, δηλαδή 105 ημερολογιακές ημέρες. Με αναφορά στο Τεκμήριο 110, ο μάρτυρας εξήγησε τους λόγους που οι Ενάγοντες θεωρούν ότι δημιούργησαν καθυστέρηση στην πρόοδο των εργασιών ξεχωρίζοντας αυτούς που ευθύνονται για την πρόκληση ζημιών με αποτέλεσμα να αξιώνονται αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων έχει υπολογιστεί. Επ’ αυτού ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι για τις αιτίες που συνδέονται με απεργίες και ακραίες καιρικές συνθήκες κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει τα δικά του έξοδα επειδή πρόκειται για ουδέτερα συμβάντα. Την ίδια στιγμή απέρριψε τη θέση ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται σε παράταση χρόνου επειδή δεν εξαντλήθηκε η συμβατική περίοδος αποπεράτωσης του έργου λέγοντας πως εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι οι Ενάγοντες εξαιτίας των ενεργειών των Εναγομένων αποστερήθηκαν να λάβουν «γενικά έξοδα και κέρδος» από τη μη ολοκλήρωση του έργου, σε μία περίοδο όπου λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν υπήρχε εύκολη εξασφάλιση νέων έργων. Επίσης απέρριψε τη θέση ότι δεν διαταράχθηκε καθόλου το πρόγραμμα των Εναγόντων από την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών διότι αυτές γίνονταν παράλληλα με τις υπόλοιπες εργασίες, λέγοντας πως μόνο για τη λήψη απόφασης για τη μόνωση του τοίχου αντιστήριξης δαπανήθηκε χρόνος 6 μηνών προκαλώντας έτσι αναστάτωση του έργου. Όπως ακόμη ο μάρτυρας υπέδειξε, το πρόγραμμα εργασίας των διορισμένων υπεργολάβων αναγκαστικά ακολουθεί το πρόγραμμα εργασιών των Εναγόντων με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ο εν λόγω μάρτυρας διαφώνησε με τη θέση που του υπεβλήθηκε ότι ο τερματισμός του συμβολαίου δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των Εναγομένων αλλά σε γεγονότα εκτός του ελέγχου των δύο συμβαλλομένων μερών που κατέστησαν αδύνατη την εκτέλεση του έργου και από τους δύο. Επίσης διαφώνησε και με τη θέση ότι οι Ενάγοντες παρότρυναν τους Εναγόμενους να τερματίσουν το συμβόλαιο λόγω των γεγονότων που συνέβησαν, παραπέμποντας σε επιστολή ημερ. 23.07.13 των Εναγόντων προς τους Εναγόμενους (Τεκμήριο 34).
Περαιτέρω αναφέρθηκε στο μέρος της απαίτησης που αφορά αποζημιώσεις για διαφυγόν κέρδος επί των δικών του εργασιών και όχι επί των εργασιών των διορισμένων υπεργολάβων. Όπως είπε, για τον υπολογισμό τους χρησιμοποιήθηκε η φόρμουλα του Γενικού Ελεγκτή που υιοθετεί μία, κατά τη γνώμη του, απλή φιλοσοφία. Περιγράφοντας την είπε ότι ασχολείται με την αποδοτικότητα της επιχείρησης που αποτυπώνεται σε ποσοστό στις οικονομικές καταστάσεις της των τελευταίων 3 ετών. Με βάση την επικαλούμενη φιλοσοφία, η περίοδος αυτή είναι αρκετή για να αποδείξει την αποδοτικότητα της εταιρείας. Ο μάρτυρας σημείωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι οικονομικές καταστάσεις της κοινοπραξίας επειδή αυτή ήταν νεοσύστατη. Έτσι κρίθηκε αναγκαίο να είναι οι οικονομικές καταστάσεις των δύο εταιρειών που συγκροτούν την κοινοπραξία. Μέσα από αυτές υπολογίστηκε ποσοστό 10,71% που χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς υπολογισμού του διαφυγόντος κέρδους της κοινοπραξίας επί των δικών της εργασιών (Τεκμήριο 110, Παράρτημα 4, σελίδα 11, §1). Σε ερώτηση από που συνάγεται το επικαλούμενο ποσοστό 10,71% ο μάρτυρας παρέπεμψε στο λογιστή που ετοίμασε το Τεκμήριο 144 (έκθεση οικονομικών αποζημιώσεων από λογιστικό οίκο Provision International Accountants Ltd ημερ. 09.11.22).
Επιπροσθέτως ο μάρτυρας ανάφερε ότι οι Ενάγοντες ορθά διεκδικούν «έξοδα κεντρικών γραφείων και κέρδος» επί των εργασιών διορισμένων υπεργολάβων επειδή στερήθηκαν του δικαιώματος τους να ανακτήσουν αυτό το όφελος λόγω των οδηγιών τερματισμού. Όπως είπε, δεν αφορούν βοήθειες (γενικές ή ειδικές) στους διορισμένους υπεργολάβους αλλά έξοδα κεντρικών γραφείων και κέρδος επί των εργασιών των εν λόγω διορισμένων υπεργολάβων. Προς τούτο παρέπεμψε στο Τεκμήριο 110, Παράρτημα 4, σελίδα 11, §6.2.
Σε ερώτηση για το δηλωμένο ποσό προς πληρωμή που άπτεται του τελικού λογαριασμού, ο μάρτυρας αναγνώρισε ότι ενώ στην έντυπο του τελικού λογαριασμού και στην ανάλυση αυτού που ετοίμασαν οι Ενάγοντες σημειώνεται υπερπληρωμή των Εναγόντων κατά €148.343,19 (Τεκμήριο 110, Παράρτημα 1, σελίδες 1 & 2), στο έγγραφο απαίτησης παράτασης χρόνου και αποζημίωσης που σχετίζεται με τον τελικό λογαριασμό και αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 110 παρουσιάζεται ότι οι Ενάγοντες έχουν να λαμβάνουν για εκτελεσθείσα εργασία ποσό €131.296,70 (Τεκμήριο 110, Παράρτημα 4, σελίδα 9, §6).
Ένα άλλο σημείο για το οποίο αντεξετάστηκε ο μάρτυρας ήταν για την απαίτηση αποζημίωσης λόγω επικαλούμενη μείωσης παραγωγικότητας τόσο των Εναγόντων όσο και των διορισμένων υπεργολάβων. Απορρίπτοντας τη θέση των Εναγομένων ότι ουδεμία αποζημίωση δικαιούνται οι Ενάγοντες, ο μάρτυρας ανάφερε ότι το προσωπικό των Εναγόντων δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να απασχοληθεί σε άλλα έργα επειδή έπρεπε να παραμείνουν έτοιμοι ώστε ανά πάσα στιγμή να προχωρήσουν με το έργο αυτό. Αντίθετα είπε ότι το προσωπικό των διορισμένων υπεργολάβων υποαπασχολείτο μόνο κατά 20% επειδή το προσωπικό τους μπόρεσε να μετακινηθεί σε άλλα έργα.
Σε ότι αφορά το ποσό των €2.000 που απαιτείται, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι πρόκειται για την αμοιβή που ο ίδιος χρέωσε κάθε ένα από τους Ενάγοντες και αμφότερους διορισμένους υπεργολάβους για την ετοιμασία των εγγράφων απαίτησης τους.
Τελευταίος μάρτυρας στην υπόθεση των Εναγόντων ήταν ο κύριος Ιωάννης Πούγιουρος (ΜΕ3), ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του λογιστή και είναι μέτοχος σε λογιστικό οίκο.
Στην κυρίως εξέταση απλά του υποδείχτηκε ένα έγγραφο, το οποίο αναγνώρισε ως την έκθεση που ο ίδιος ετοίμασε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της. Πρόκειται για το Τεκμήριο 144.
Περίληψη της μαρτυρίας που έδωσε στο στάδιο της αντεξέτασης του περιλαμβάνει αναφορά του ότι περί τον Ιούλιο 2022 έλαβε οδηγίες από τους Ενάγοντες να ετοιμάσει το Τεκμήριο 144, προς τον σκοπό ετοιμασίας του οποίου έλαβε ελεγμένους λογαριασμούς της κοινοπραξίας, εισπράξεις και έξοδα από τις εργασίες που έγιναν, έξοδα διαχείρισης, έξοδα του εργοταξίου και των εργασιών που θα γίνονταν. Πέραν αυτού, του δόθηκαν μαθηματικά δεδομένα από το λογιστικό αρχείο της κοινοπραξίας. Επίσης για σκοπούς κατάρτισης της έκθεσης χρησιμοποίησε στοιχεία από το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 που ως εκδομένο θεώρησε ότι ήταν αποδεκτό από τα μέρη καθώς και τη φόρμουλα από το εγχειρίδιο της Κεντρικής Επιτροπής Αλλαγών και Απαιτήσεων (ΚΕΑΑ) για δημόσιες συμβάσεις που αφού μελέτησε αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να το χρησιμοποιούσε (Τεκμήριο 145). Τα δεδομένα αυτά που του δόθηκαν από το λογιστικό αρχείο της κοινοπραξίας, καταχωρίστηκαν σε λογιστικό πρόγραμμα του οίκου στον οποίον ο μάρτυρας εργάζεται και ακολούθως έτυχαν επεξεργασίας μέσω της εφαρμογής διεθνών προτύπων. Στα πλαίσια ετοιμασίας της έκθεσης υπολογίστηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ο δείκτης κερδοφορίας της κοινοπραξίας, η απώλεια κέρδους των Εναγόντων και οικονομικές αποζημιώσεις των διορισμένων υπεργολάβων.
Μοναδικός μάρτυρας των Εναγομένων ήταν ο κύριος Χρήστος Κωνσταντινίδης (ΜΥ), ο οποίος σήμερα είναι ο Δημοτικός Μηχανικός του Δήμου Πάφου. Κατά τον ουσιώδη, για τις παρούσες αγωγές, χρόνο ήταν λειτουργός τεχνικών υπηρεσιών με ειδικότητα την αρχιτεκτονική/πολεοδομία, στον οποίον είχαν αναθέσει καθήκοντα εκπροσώπου των Εναγομένων σε θέματα συντονισμού συμβάσεων υλοποίησης του έργου.
Βασικό μέρος της κυρίως εξέτασης αποτέλεσε γραπτή δήλωση του, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και κατάθεσε ως Ένδειξη ‘Β’. Στη δια ζώσης ένορκη μαρτυρία του, ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε δύο έγγραφα που επισυνάπτονται στη γραπτή του δήλωση, παρουσίασε επιπρόσθετα έγγραφα (Τεκμήρια 147 – 160) και παράθεσε διευκρινίσεις επί εγγράφων που του υποδείχτηκαν. Η παρουσία του στο Δικαστήριο ολοκληρώθηκε με την αντεξέταση του από τον συνήγορο των Εναγόντων.
Συνοψίζοντας το σύνολο της μαρτυρίας του μπορεί να λεχθεί η αναφορά του εν λόγω μάρτυρα κάτω από το δικό του φακό στα γεγονότα που περιβάλλουν την πορεία του έργου από την ανάθεση του μέχρι τον τερματισμό των εργασιών και την αποχώρηση των Εναγόντων από το εργοτάξιο, σε ενέργειες που έγιναν στο διάστημα εκείνο αλλά και μετέπειτα μέχρι που οι διαφορές των διαδίκων οδηγήθηκαν για επίλυση ενώπιον της δικαιοσύνης. Στα πλαίσια της μαρτυρίας του αυτής, ο ΜΥ υπέδειξε την εξήγηση της πλευράς των Εναγομένων ως προς το γιατί δεν λήφθηκε υπόψη το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10, γιατί εκδόθηκε το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.11 και γιατί αυτό δεν μπορούσε να πληρωθεί.
Επικαλούμενος τα δύο έγγραφα που συνοδεύουν τη γραπτή δήλωση του, ο μάρτυρας είπε ότι εκείνο που έκαμε ήταν να καταγράψει την εκτελεσθείσα αξία των διαφόρων ομάδων εργασίας ως αυτές αναλύονται στο δελτίο ποσοτήτων, για παράδειγμα προκαταρκτικά – εκσκαφές και χωματουργικά – εργασίες σκυροδέματος – αποχετεύσεις και υδρορροές – εξωτερικές εργασίες - υλικά επί τόπου – επιπλέον εργασίες, καταγράφοντας παρουσιάζοντας τις διαφορετικές θέσεις των Εναγόντων, του επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικού και των Εναγομένων σε ότι αφορά τον τελικό λογαριασμό του έργου. Περαιτέρω, βασιζόμενος στα ίδια έγγραφα, παρουσίασε τις διαφορετικές θέσεις των Εναγόντων, του επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικού και των Εναγομένων σε ότι αφορά τις πληρωμές και αποκοπές που έγιναν στο έργο. Εστιάζοντας στις θέσεις των Εναγομένων, ο μάρτυρας υπέδειξε ότι μετά την πληρωμή και του πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.9, το συνολικό ύψος της οποίας ανήλθε στα €2.879.378, διαπίστωσαν ότι οι Ενάγοντες είχαν υπερπληρωθεί κατά €411.509,08. Ωστόσο με την ανάκτηση εγγυητικών προκαταβολής κυρίως εργολάβου και διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εγκαταστάσεων συνολικού ύψους €525.803 (€394.088 Εναγόντων και €131.715 διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εγκαταστάσεων) και περαιτέρω με την δέσμευση επιπλέον ποσού €55.000 λόγω μη ανάκτησης εγγυητικής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων (€55.000), ο μάρτυρας ανάφερε ότι οι Εναγόμενοι οφείλουν ποσό €59.293,92 στους Ενάγοντες το οποίο θα πλήρωναν αν οι διάδικοι συμφωνούσαν σε φιλικό διακανονισμό.
Όπως ακόμη είπε, μία ουσιαστική διαφορά είναι τα υλικά επί τόπου και συγκεκριμένα ο οπλισμός. Με βάση τη μαρτυρία του, η θέση των Εναγομένων σε ότι αφορά την ποσότητα οπλισμού που έτυχε επεξεργασίας και χρησιμοποιήθηκε στο έργο και την ποσότητα που έτυχε επεξεργασίας αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε διαφέρει τόσο από αυτή των Εναγόντων αλλά και από αυτή του επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικού. Ο μάρτυρας σημείωσε ότι από τη συνολική ποσότητα 1.217.990Kg που είναι το σύνολο του οπλισμού που περιλήφθηκε στο δελτίο ποσοτήτων του έργου αφού αφαιρεθεί ποσότητα 824.505Kg που είναι αυτή η οποία χρησιμοποιήθηκε, η υπολειπόμενη ποσότητα οπλισμού 393.485Kg πολλαπλασιαζόμενη με 0,53 ανά κιλό που, σύμφωνα με τον μάρτυρα, είναι η αποδεκτή τιμή από τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου και από τους Ενάγοντες ως η τιμή αγοράς του οπλισμού εκείνη την περίοδο οδηγεί στο ποσό των €208.547.
Σε ότι αφορά δε την ποσότητα οπλισμού που δεν έτυχε επεξεργασίας και δε χρησιμοποιήθηκε, ο μάρτυρας επισήμανε ότι οι Εναγόμενοι δεν την αναγνωρίζουν ως υλικό επί τόπου επειδή, κατά τη γνώμη τους, αφίχθηκε πρόωρα. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η θέση των Εναγομένων αυτή στηρίζεται στο ότι η πρόοδος των εργασιών ήταν καθυστερημένη και γι’ αυτό η ποσότητα οπλισμού που θα έπρεπε να είχε αφιχθεί στο εργοτάξιο θα έπρεπε να ήταν μικρότερη από αυτή που τελικά ήλθε. Γι’ αυτήν την επιπρόσθετη ποσότητα οπλισμού δεν εξασφαλίστηκε έγκριση από τους Εναγόμενους, μέσω του επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικού, για να έλθει στο εργοτάξιο ως όφειλαν επικαλούμενος παράβαση του όρου 2.1. Η δε παραμονή του οπλισμού στο εργοτάξιο που υπήρχε ήταν εκτεθειμένη στις καιρικές συνθήκες αφού δεν βρισκόταν κάτω από στέγαστρο. Η επιμονή του επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικού να πιστοποιεί τα υλικά αυτά ήταν, κατά τη γνώμη του μάρτυρα, εσφαλμένη και ερχόταν σε αντίθεση με τον όρο 60,1 και γι’ αυτό οι Εναγόμενοι διαφώνησαν. Ωστόσο συμφώνησε με τη θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι μέχρι και τον τερματισμό του συμβολαίου οι Εναγόμενοι δεν απέστειλαν έγγραφο με το οποίο να διατύπωναν τη θέση τους για το τι έπρεπε να είχε γίνει με τον οπλισμό επί τόπου, παρόλο ότι οι Ενάγοντες προέβηκαν γραπτώς σε διάφορες εισηγήσεις σε σχέση με τον οπλισμό που δεν έτυχε επεξεργασίας και ούτε χρησιμοποιήθηκε αλλά βρισκόταν στο εργοτάξιο (Τεκμήριο 77). Ο μάρτυρας δεν αμφισβήτησε τη θέση των Εναγόντων ότι τέτοια ποσότητα οπλισμού ανερχόταν στα 85.823Kg και δεν έχει τιμολογηθεί και δεν είχε περιληφθεί σε πιστοποιητικό πληρωμής.
Ο μάρτυρας ακόμη συμφώνησε ότι μετρήσεις σχετικά με την επί τόπου ποσότητα οπλισμού στο εργοτάξιο πραγματοποιήθηκε από τον σύμβουλο επιμετρητή ποσοτήτων στις 20.06.14 (Τεκμήριο 98) ενώ οι Ενάγοντες είχαν παραδώσει το εργοτάξιο μαζί με τα επί τόπου υλικά στον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό από τις 02.05.14. Περαιτέρω είπε ότι η καταμέτρηση οπλισμού έγινε μετά την παραλαβή του εργοταξίου από τον νέο εργολάβο που επιλέγηκε, μέσα από διαδικασία προσφορών, για την εκτέλεση σωστικών εργασιών. Παράλληλα ο εν λόγω μάρτυρας αναγνώρισε ότι ο νέος εργολάβος χρησιμοποίησε μέρος του οπλισμού στο έργο. Επίσης ο μάρτυρας ανάφερε ότι μέρος του οπλισμού που έμεινε στο εργοτάξιο πωλήθηκε στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Χωρίς να είναι σίγουρος, θεωρώντας ότι τέτοια ποσότητα είναι 65 τόνοι σιδήρου. Ακόμη μέρος του οπλισμού που ήταν στο εργοτάξιο χρησιμοποιήθηκε κατά την ανέγερση του ΤΕΠΑΚ, χωρίς να αναφέρει ποια ήταν τέτοια ποσότητα (Τεκμήριο 140).
Στρεφόμενος στην πρόοδο των εργασιών, ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι οι εργασίες δεν προχωρούσαν με βάση το χρονοδιάγραμμα. Υποδεικνύοντας το κατασκευαστικό πρόγραμμα των εργασιών σε συνάρτηση με φωτογραφίες που λήφθηκαν από το εργοτάξιο, ο ΜΥ αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες εργασίες που σύμφωνα με τον ίδιο δεν είχαν ακόμη κατασκευαστεί (πρακτικά ημερ. 13.12.23, σελίδες 19-24).
Παρόλα αυτά ο μάρτυρας συμφώνησε με τη θέση του συνηγόρου των Εναγόντων ότι από τον Μάιο 2013 οι Εναγόμενοι ζήτησαν από τους πελάτες του να εκτελούν μόνο σωστικές εργασίες- μέχρι να αποφασίσουν για το ενδεχόμενο αναστολής εργασιών (Τεκμήριο 27). Επί τούτου μάλιστα αναγνώρισε ότι οι Εναγόμενοι ζήτησαν με επιστολή τους ημερ. 02.08.13 από τους Ενάγοντες επιβράδυνση των εργασιών μέχρι λήψεως από μέρους τους τελικής απόφασης, χωρίς να τερματίσουν το συμβόλαιο- (Τεκμήριο 38).
Ακολούθως, μέσα από σχετικές ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο χρόνο που εκδόθηκε και στο χρόνο που εξοφλήθηκε κάθε ένα από τα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής αρ.1-9. Σε ερώτηση γιατί οι Εναγόμενοι δεν πλήρωσαν το πιστοποιητικό αρ.11 ημερ. 24.03.15 (Τεκμήριο 129), ο μάρτυρας επικαλέστηκε τους λόγους που σημειώνονται στην επιστολή ημερ. 25.05.15 της δικηγόρου των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες (Τεκμήριο 130). Ερωτώμενος για το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 αν αυτό είχε εκδοθεί κανονικά, ήταν έγκυρο και πληρωτέο, ο μάρτυρας είπε ότι ήταν ένα πιστοποιητικό όπως όλα τα άλλα που είχαν εκδοθεί. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ο μάρτυρας είπε ότι οι Εναγόμενοι υπέγραψαν σχετικό τιμολόγιο που τους παραδόθηκε (Τεκμήριο 72).
Στη συνέχεια η μαρτυρία του μάρτυρα περιστράφηκε στον τελικό λογαριασμό του έργου. Σύμφωνα με τον ΜΥ, οι Εναγόμενοι, με εξαίρεση το ζήτημα του οπλισμού, αποδέχονται την εισήγηση του επιμετρητή ποσοτήτων ως προς τον τελικό λογαριασμό που πρέπει να έχει το έργο όπως αυτή αποτυπώνεται σε σχετικό έγγραφο που τους δόθηκε (Τεκμήρια 132 & 133), θεωρώντας ότι η εισήγηση του βρίσκει σύμφωνο και τον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό. Ειδικά για τα προκαταρκτικά, ο μάρτυρας ανάφερε ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται μέχρι την ημερομηνία που οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι επήλθε τερματισμός του συμβολαίου.
Τελευταίο κεφάλαιο της μαρτυρίας του μάρτυρα αφορούσε την απαίτηση των Εναγόντων να τους χορηγηθεί παράταση χρόνου 212 ημερών, για μέρος της οποίας διεκδικούνται επιπλέον αποζημιώσεις (Τεκμήριο 110 Παράρτημα 4). Σε σχέση με την πτυχή αυτή, ο μάρτυρας απέρριψε τις αξιώσεις των Εναγόντων και επανέλαβε τις θέσεις των Εναγομένων, οι οποίες διατυπώθηκαν στην γραπτή του δήλωση αλλά και στη δια ζώσης μαρτυρία του σχετικά με κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση στην πρόοδο εκτέλεσης εργασιών. Αναφορά σ’ αυτό έγινε προηγουμένως.
Τελικές Αγορεύσεις:
Αμφότερες πλευρές στις αγορεύσεις τους προσπάθησαν με εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μερών της προσκομισθείσας μαρτυρίας καθώς και με αναφορά σε όρους συμβολαίου και με παραπομπή σε νομολογία που θεωρούν ότι υποστηρίζουν την εκδοχή τους, να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους. Το περιεχόμενο τους είναι πολυσέλιδο δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Μεθοδολογία Δικαστικής Κρίσης:
Στο σημείο αυτό κρίνω χρήσιμο να αναφέρω ότι ο σχολιασμός και η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, η καταγραφή δεδομένων της υπόθεσης, η αναφορά στο περιεχόμενο των εμπεριστατωμένων αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εμπλεκομένων μερών και η κατάληξη σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία θα παραθέσω στη συνέχεια, γίνεται με τη σειρά η οποία κατά την κρίση μου αποτελεί την καλύτερη δομή της απόφασης μου (Adamos Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 CLR 40, 97). Όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη απόφαση Χρίστος Χριστοδουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 141/13, απόφαση ημερομηνίας 16.02.15 «Δεν υπάρχουν στερεότυπα στη δικαστική συγγραφή αποφάσεων. Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης».
Μη αμφισβητούμενα γεγονότα:
Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ σε γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής. Συγκεκριμένα:
1. Οι Ενάγοντες συνιστούν ομόρρυθμη εταιρεία (συνεταιρισμός – κοινοπραξία) που έχει εγγραφεί στις 02.12.11 στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών σύμφωνα με την νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας (μέρος εγγράφων Τεκμηρίου 1, Τεκμήριο 4,), αποτελούμενη από δύο ιδιωτικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να είναι εγγεγραμμένοι εργολήπτες βάση σχετικής ετήσιας άδειας που ήταν και συνεχίζει να είναι σε ισχύ και συνάμα της ισχύουσας νομοθεσίας, δυνάμει της οποίας μπορούσαν και δικαιούνταν να αναλάβουν από κοινού την ανέγερση του επίμαχου έργου (μέρος εγγράφων Τεκμηρίου 1).
2. Οι Εναγόμενοι συνιστούν οργανισμό δημοσίου δικαίου ευρύτερου δημοσίου τομέα που κατά τον ουσιώδη χρόνο αποτελούσε τον Αναθέτοντα Φορέα για την ανέγερση του έργου.
3. Δυνάμει εγγράφων συμβολαίου ημερ. 08.12.2011 που υπογράφηκε από εκπροσώπους των διαδίκων ως συμβαλλόμενα μέρη, οι Εναγόμενοι ανέθεσαν και οι Ενάγοντες ανέλαβαν την ανέγερση του επίμαχου έργου έναντι του συμφωνημένου ποσού των €9.784.979,86 πλέον ΦΠΑ.
4. Η μελέτη και επίβλεψη του έργου ανατέθηκε από τους Εναγόμενους σε ιδιωτικό αρχιτεκτονικό γραφείο, οι οποίοι όρισαν στο έργο ιδιώτες συμβούλους και συγκεκριμένα πολιτικό μηχανικό, μηχανολόγο μηχανικό, ηλεκτρολόγο μηχανικό και επιμετρητή ποσοτήτων.
5. Με βάση τα έγγραφα συμβολαίου ο χρόνος αποπεράτωσης των εργασιών ήταν 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης του έργου (μέρος εγγράφων Τεκμηρίου 1).
6. Οι πληρωμές στο έργο θα γίνονταν με την έκδοση πιστοποιητικών ενδιάμεσης πληρωμής από τον επιβλέπων αρχιτέκτονα / μηχανικό του έργου.
7. Δυνάμει συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 08.12.2011 που υπογράφηκε από τους ιδίους διαδίκους, η διάρκεια της περιόδου αποπεράτωσης του έργου παρατάθηκε από 24 σε 36 μήνες καθώς επίσης συμφωνήθηκε όπως οι Εναγόμενοι πληρώσουν στους Ενάγοντες το κατ’ αποκοπή ποσό των €100.000 πλέον Φ.Π.Α. που αφορά προκαταρκτικά έξοδα των Εναγόντων λόγω της παρατεταμένης παρουσίας τους στο εργοτάξιο για επιπρόσθετους 12 μήνες με το ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνεται στα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής που θα εκδίδονταν και να είναι πληρωτέο σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις των €8.333,33 πλέον Φ.Π.Α. αρχής γενομένης από τον 25ον μήνα της περιόδου εκτέλεσης του έργου (Τεκμήριο 8).
8. Για την εκτέλεση των ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων στο έργο οι Εναγόμενοι διόρισαν υπεργολάβο με τον οποίον συνήψαν συμφωνία υπεργολαβίας.
9. Για την εκτέλεση των μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων στο έργο οι Εναγόμενοι διόρισαν υπεργολάβο με τον οποίον συνήψαν συμφωνία υπεργολαβίας (Τεκμήριο 3).
10. Το συμφωνημένο ποσό υπεργολαβίας των ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων ήταν €550.000 ενώ των μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων ήταν €1.397.155.
11. Για τις ανάγκες του έργου οι Εναγόμενοι κατέβαλαν προκαταβολή τόσο στους Ενάγοντες όσο και στους δύο διορισμένους υπεργολάβους ίση με το 10% του καθαρού ποσού του συμβολαίου για τους Ενάγοντες και έκαστης συμφωνίας υπεργολαβίας αντίστοιχα για αμφοτέρους διορισμένους υπεργολάβους.
12. Συνεπεία της προκαταβολής που τους δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων τους, οι Ενάγοντες εξέδωσαν και παρέδωσαν στους Εναγόμενους δύο εγγυητικές επιστολές προκαταβολής της Τράπεζας Κύπρου αρ. [ ] και [ ] για το ποσό των €278.180,00 έκαστη (Τεκμήριο 7).
13. Συνεπεία της προκαταβολής που του δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων του, ο υπεργολάβος ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων έκδωσε και παρέδωσε στους Ενάγοντες και Εναγομένους εγγυητική επιστολή προκαταβολής της πρώην Λαϊκής Τράπεζας με αρ. 51183/153/2012 για το ποσό των €55.000,00 (Τεκμήρια 9 & 110).
14. Συνεπεία της προκαταβολής που του δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων του, ο υπεργολάβος μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων έκδωσε και παρέδωσε στους Ενάγοντες και Εναγομένους εγγυητική επιστολή προκαταβολής της της Τράπεζας Κύπρου με αρ. 0193-[ ] για το ποσό των €131.715,00 (Τεκμήρια 10 & 120).
15. Οι εργασίες στο έργο ξεκίνησαν τον Ιανουάριο 2012.
16. Στα πλαίσια εκτέλεσης των εργασιών στο έργο εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής αρ.1-9.
17. Συνεπεία οδηγιών του επιβλέποντα αρχιτέκτονα / μηχανικού που εκδόθηκαν αναφορικά με το έργο, οι Ενάγοντες εκτέλεσαν επιπρόσθετες εργασίες.
18. Την 01.03.13 δόθηκαν οδηγίες για αναστολή εργασιών, η άρση της οποίας έγινε στις 21.03.13.
19. Στις 02.08.13 ο επιβλέπον αρχιτέκτονας/μηχανικός έδωσε οδηγίες στους Ενάγοντες να εκτελούνται μόνο σωστικές εργασίες στο έργο, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ μέχρι τον τερματισμό του συμβολαίου.
20. Οι Εναγόμενοι με επιστολή τους ημερ. 26.09.2013 ανάφεραν στους Ενάγοντες ότι συνεπεία απρόβλεπτων συνθηκών αποφάσισαν τη διακοπή των εργασιών η οποία επιδόθηκε στους Ενάγοντες με ιδιώτη επιδότη στις 27.09.13 (Τεκμήριο 47).
21. Στις 17.12.13 ο επιβλέπον αρχιτέκτονας/μηχανικός εξέδωσε το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 για το ποσό των €38.763,00 πλέον Φ.Π.Α. (μέρος Τεκμηρίου 65).
22. Στις 17.01.14 οι Εναγόμενοι υπέγραψαν σχετικό τιμολόγιο σε σχέση με το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 αλλά αρνήθηκαν να το πληρώσουν (Τεκμήριο 72).
23. Οι εργασίες του έργου τελικά τερματίστηκαν και στις 02.05.14 οι Ενάγοντες αποχώρησαν από το χώρο ανέγερσης του έργου παραδίδοντας το εργοτάξιο μαζί με υλικά που βρίσκονταν επιτόπου στον επιβλέπον αρχιτέκτονα/μηχανικό του έργου, οι οποίοι τα παρέλαβαν και πιστοποίησαν την παράδοση στις 06.05.14 εκδίδοντας Πιστοποιητικό Τμηματικής Ολοκλήρωσης του έργου.
24. Μετά την αποχώρηση των Εναγόντων από το έργο, ανατέθηκε σε νέο εργολάβο, ο οποίος μέσα από διαδικασία προσφορών, επιλέγηκε για την εκτέλεση σωστικών εργασιών.
25. Μέρος του οπλισμού που βρισκόταν στο εργοτάξιο χρησιμοποιήθηκε από τον νέο εργολάβο για την εκτέλεση σωστικών εργασιών.
26. Οπλισμός που έμεινε στο εργοτάξιο πωλήθηκε στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού.
27. Οι Ενάγοντες εισέπραξαν από τους Εναγόμενους αναφορικά με την εκτέλεση των εργασιών του έργου, περιλαμβανομένων ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων, το συνολικό ποσό των €2.879.378,00 πλέον Φ.Π.Α. που είναι τα πιστοποιημένα και παράλληλα πληρωμένα ποσά μέχρι το εκδομένο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.9 ημερ. 04.09.13 συμπεριλαμβανομένου (μέρος Τεκμηρίου 43 & μέρος Τεκμηρίου 121).
28. Οι Εναγόμενοι ρευστοποίησαν ποσό €394.088,00 από τις δύο εγγυητικές επιστολές προκαταβολής των Εναγόντων.
29. Οι Εναγόμενοι δεν κατάφεραν να ρευστοποιήσουν την εγγυητική επιστολή προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων ύψους €55.000.
30. Προς τον σκοπό ανάκτησης του ποσού €55.000 από την εγγυητική επιστολή προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων, οι Εναγόμενοι καταχώρισαν την αγωγή αρ. 970/19 στο Ε.Δ. Πάφου εναντίον του συγκεκριμένου υπεργολάβου.
31. Οι Εναγόμενοι δέσμευσαν ποσό €55.000 από τους Ενάγοντες λόγω μη ανάκτησης της εγγυητικής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων.
32. Στις 10.11.14 οι Ενάγοντες υπέβαλαν αίτηση για ρύθμιση του τελικού ποσού του συμβολαίου (τελικό λογαριασμό του έργου) μαζί έγγραφο απαίτησης με το οποίο αιτούνται παράταση χρόνου 212 εργασίμων ημερών και αποζημιώσεις για 105 εργάσιμες ημέρες από αυτές (Τεκμήριο 110).
33. Στις 10.06.15 ο επιβλέπον αρχιτέκτονας/μηχανικός απέστειλε στους διάδικους προσχέδιο ρύθμισης του τελικού ποσού του συμβολαίου (τελικού λογαριασμού του έργου) που ετοίμασε ο σύμβουλος επιμετρητής ποσοτήτων με έγγραφο ημερ. 08.06.15, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης συνεπεία τερματισμού των εργασιών και αποχώρησης των Εναγόντων από το εργοτάξιο (Τεκμήρια 132 & 133).
Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Άλλα τέτοια γεγονότα που εντοπίζονται κατά την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού καταγράφονται και αποτελούν επίσης ευρήματα του Δικαστηρίου.
Στρέφω ευθύς την προσοχή μου στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Μέσα από την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού προκύπτουν ευρήματα τα οποία σε συνδυασμό με την νομική πτυχή που παρατίθεται και εφαρμόζεται στα περιστατικά και δεδομένα της παρούσας υπόθεσης οδηγούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας – Ευρήματα - Νομική Πτυχή - Συμπεράσματα:
Η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που παρουσιάζεται στη δίκη αποτελεί σημαντικό καθήκον του Δικαστηρίου. Πρόκειται για πολυσύνθετο και λεπτό έργο μεγάλης σημασίας που πρέπει να εκτελείται με προσοχή και επιμέλεια. Στην υπόθεση C & A Pelekanos Associates Ltd (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:
«Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.»
Κατά την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που προσήλθαν. Πρόκειται για άτομα που δήλωσαν ότι με κάποιον τρόπο είχαν ανάμιξη στα επίδικα θέματα της υπόθεσης αυτής. Κάποιοι κατέθεσαν ταυτόχρονα ως μάρτυρες γεγονότων και ως εμπειρογνώμονες ενώ κάποιοι έδωσαν ένορκη μαρτυρία μόνο υπό την ιδιότητα του πραγματογνώμονα. Ενόσω αυτοί κατέθεταν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν τις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, την πηγή της γνώσης τους, το καλό ή κακό μνημονικό τους, την παρουσία ή απουσία είτε ουσιαστικών αντιφάσεων είτε υπερβολών στην μαρτυρία τους και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα (Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676, Γεώργιος και Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339 και Κυριάκου ν. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 869).
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων έγινε με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Τα όσα αναφέρονται από τους μάρτυρες συναρτώνται, αντιπαραβάλλονται και συγκρίνονται με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου αλλά και με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών προκειμένου να διερευνηθεί η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165). Το δε μαρτυρικό υλικό δεν εξετάστηκε μικροσκοπικά ή αποσπασματικά αλλά αξιολογήθηκε ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση επί της ουσίας του.
Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας ατόμου που καταθέτει με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στο τομέα που καταθέτει. Ποιος μπορεί να θεωρηθεί πραγματογνώμονας και να καταθέσει στο Δικαστήριο υπό αυτή την ιδιότητα εξηγείται μέσα από την υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 162/2014 ημερομηνίας 02.05.17, στην οποίαν και παραπέμπω. Εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι όντως εμπειρογνώμονας στον τομέα που κλήθηκε να καταθέσει, προχωρεί να εξετάσει αν με τη μαρτυρία του έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να καταστήσει ικανό το Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει το Δικαστήριο αλλά απλώς το βοηθά και αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Με λίγα λόγια ο πραγματογνώμονας παρέχει στο Δικαστήριο την αναγκαία επιστημονική γνώση, ώστε να κατανοήσει, το ίδιο, δεδομένα επιστημονικού περιεχομένου, που έχουν τεθεί ενώπιον του, προκειμένου να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης (Α.Α.–Ι v. Δρ. Μιχάλη Χρυσοστόμου Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2014 ημερ. 14.12.23). Όπως ακόμη λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Matheson [1958] 2 All E.R. 87, το Δικαστήριο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα ή μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα (Πιττάλης v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814) νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη και το δικαστήριο να εξηγεί γιατί. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεμελιώνει επιστημονικώς τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά το πράττει συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών (Ευσταθίου v. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682).
Οι πιο πάνω αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας ενός πραγματογνώμονα συγκεφαλαιώνονται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννου v. Yiangos I Socratous & Sons Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2015 ημερ. 03.02.25. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα που ομιλεί από μόνο του:
«Είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε, και σε αυτή την περίπτωση, τις καλά εδραιωμένες αρχές στη βάση των οποίων προσεγγίζεται και αξιολογείται η μαρτυρία των ειδικών μαρτύρων. Οι τελευταίοι, δεν αξιολογούνται στη βάση άλλων αρχών από τις καθιερωμένες, ούτε αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό από τους υπόλοιπους μάρτυρες (βλ. Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1(B) A.A.Δ. 875). Κάτι τέτοιο θα ήταν παντελώς ασύμβατο με καλά καθιερωμένες αρχές (Cross on Evidence 5η έκδοση, σελ. 446, Republic v Chacholiades (1992) 1 ΑΑΔ σελ. 446 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1Γ ΑΑΔ 2298). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα, ενώ παράλληλα η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία οι ως άνω μάρτυρες που κατέθεσαν ως πραγματογνώμονες προσέγγισαν το έργο τους, αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης τους. (βλ. Μιτσιγιώργη και άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811). Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τις απόψεις ενός εμπειρογνώμονα έστω και αν αυτός δεν έχει αντεξεταστεί. Μπορεί δε να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα είτε εν όλω, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματα του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, (βλ. Vasilikos Cements Works ν. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389 και Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 746). Όπως άλλωστε υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παρ. 27-35, πλανάται ακόμα και σήμερα η υποψία ότι οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες πιθανόν να διάκεινται ευνοϊκά υπέρ του διαδίκου που τους καλεί να μαρτυρήσουν (βλ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 97 και Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 C.L.R. 1).»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]
Να αναφέρω από τώρα ότι έχω θέσει ενώπιον μου το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που έχει προσαχθεί, περιλαμβανομένου το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Έχω ακόμη θέσει ενώπιον μου τα γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των μερών είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους διαδίκους. Περαιτέρω έχω λάβει υπόψη μου τις εμπεριστατωμένες νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων, οι οποίες οφείλω να πω ότι επικεντρώθηκαν στα ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης. Να σημειωθεί επίσης ότι η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού έγινε έχοντας κατά νου όλες τις εισηγήσεις των μερών.
Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, πάντοτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.
Οι ΜΕ1 και ΜΥ κατέθεσαν τόσο ως μάρτυρες γεγονότων όσο και ως εμπειρογνώμονες. Συνεπώς η μαρτυρία τους διαχωρίζεται σε δύο ανεξάρτητες πτυχές. Η πρώτη πτυχή αφορά γεγονότα και είναι αυτά που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής. Χωρίς αμφιβολία τα αποδέχομαι. Έχω ήδη καταγράψει προηγουμένως τέτοια γεγονότα και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Όπως έχω ακόμη πει, τυχόν άλλα τέτοια γεγονότα που επίσης αποτελούν μέρος της πρώτης πτυχής της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΥ θα προβληθούν στη συνέχεια και γίνονται και αυτά αποδεκτά από το Δικαστήριο.
Το δεύτερο σκέλος της μαρτυρίας τους αφορά αναφορές που τις κατέθεσαν ενόρκως στο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Αμφότεροι δήλωσαν ότι είχαν εμπλοκή στο έργο υπό την επαγγελματική τους ταυτότητα.
Ανάμιξη στην υπόθεση είχαν και οι μάρτυρες ΜΕ2 και ΜΕ3. Αμφότεροι κατέθεσαν ενόρκως και αυτοί υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα. Η μαρτυρία τους είναι εξ’ ολοκλήρου επιστημονική.
Έχοντας πειστεί ότι όλοι οι μάρτυρες της υπόθεσης αυτής είναι εμπειρογνώμονες στο τομέα που έκαστος έχει καταθέσει, προχωρώ να αξιολογήσω την μαρτυρία τους καθοδηγούμενος από τις προαναφερόμενες αρχές της νομολογίας. Για σκοπούς καλύτερη αντίληψης του σκεπτικού της απόφασης, η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων και γενικά του επιστημονικού μαρτυρικού υλικού επί του οποίου αυτή βασίζεται, θα γίνεται σταδιακά και σε ενότητες. Κάθε επίδικο θέμα της υπόθεσης θα αποτελεί διαφορετική ενότητα με την οποίαν θα ασχοληθώ ξεχωριστά. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας καθενός εμπειρογνώμονα θα γίνεται κατά την ενασχόληση μου με το κάθε ένα επίδικο ζήτημα ξεχωριστά, αναλόγως της εμπλοκής που είχε ο κάθε ένας από αυτούς στο εν λόγω θέμα.
Πρώτα βεβαίως θα εξεταστεί κατά πόσο κάθε ένας από τους μάρτυρες δύναται να θεωρηθεί εμπειρογνώμονας στο πεδίο που κατέθεσε ενόρκως.
Ο ΜΕ1 στην μαρτυρία του σχολίασε τεχνικής φύσεως θέματα. Παρόλο ότι έχω αναφερθεί σ’ αυτήν, σημειώνω επιγραμματικά ότι η μαρτυρία του επεκτείνεται στον επί τόπου οπλισμό που αφίχθηκε και παρέμεινε στο εργοτάξιο σε ότι αφορά τον υπολογισμό της ποσότητας και αξίας του, επεξήγησε το έγγραφο απαίτησης των Εναγόντων που ο ίδιος ετοίμασε μαζί με τον ΜΕ2 για χορήγηση παράτασης χρόνου και αποζημίωσης, στον προσδιορισμό εργασιών που εκτελέστηκαν και θεωρούνται επιπρόσθετες του συμβολαίου και την κοστολόγηση τους, αναφέρθηκε στον καθορισμό της αύξησης εργατικών και υλικών καθώς επίσης τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του για να ετοιμάσει την εισήγηση των Εναγόντων σε ότι αφορά την τελική ρύθμιση του ποσού του συμβολαίου (τελικό λογαριασμό του έργου).
Ο ΜΕ1 δήλωσε ότι κατά τον ουσιώδη για τις αγωγές χρόνο ασκούσε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού. Εργάζεται σε εργοληπτική εταιρεία εγγεγραμμένη στο μητρώο εργολήπτη της που κατασκευάζει έργα της πολυπλοκότητας και μεγέθους όπως το επίμαχο. Αν τώρα ληφθεί υπόψη ότι τουλάχιστον ασκεί το επάγγελμα αυτό από το έτος 2011 όταν υπογράφτηκε το συμβόλαιο, προκύπτει ότι κατά το χρόνο της ένορκης μαρτυρίας του είχε τουλάχιστον 13 χρόνια επαγγελματική εμπειρία στην εργοληπτική βιομηχανία. Την ίδια στιγμή δεν παραγνωρίζω ότι τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα του μάρτυρα αυτού ουδέποτε αποτέλεσαν σημείο διαφωνίας. Κατ’ επέκταση μπορεί να λεχθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη του συγκεκριμένου μάρτυρα δεν αμφισβητείται. Η καθημερινή του τριβή- υπό την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού σε εργοληπτική εταιρεία έχει να κάνει, μεταξύ άλλων, με κοστολόγηση εργασιών, τιμολόγηση υλικών και εργατικών, απαιτήσεις για παράταση χρόνου και αποζημιώσεις για έξοδα που τυχόν επιβαρύνεται η εταιρεία στην οποίαν εργάζεται από ενδεχόμενη επιμήκυνση του χρόνου εκτέλεσης εργασιών και ετοιμασία εισήγησης ως προς τον τελικό λογαριασμό του έργου.
Τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά του προσόντα σε συνδυασμό με την εμπειρία που διαθέτει στον αντικείμενο της πολιτικής μηχανικής, στοιχεία που δεν έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά των Εναγόμενων, της επιτρέπουν να καταθέσει μαρτυρία για τα εξειδικευμένα ζητήματα που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα (Σιακόλα v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110), Yaacoub v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 72/13 ημερ. 19.03.14, Ακρίδας v. Eman (Buses) Ltd και άλλων (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 355).
Ο ΜΕ2 είναι αυτός που, όπως ήδη λέχθηκε, μαζί με τον ΜΕ1 ετοίμασαν το έγγραφο απαίτησης των Εναγόντων για χορήγηση παράτασης χρόνου και αποζημίωσης (Τεκμήριο 110). Η μαρτυρία του περιορίστηκε σε ανάλυση και επεξήγηση επί του συγκεκριμένου εγγράφου. Επίσης από τη μαρτυρία του διαφάνηκε ότι ετοίμασε παρόμοια έγγραφα απαίτησης και για τους δύο διορισμένους υπεργολάβους. Εφόσον η εμπειρογνωμοσύνη δεν αποτέλεσε λόγο διαφωνίας, δεν έχω λόγο να την αμφισβητήσω. Κατά συνέπεια, θεωρώ τον εν λόγω μάρτυρα αρμόδιο να καταθέσει για τα εξειδικευμένα ζητήματα που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα σε ότι βέβαια αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 110.
Ο ΜΕ3 ανάφερε ότι ασκεί το επάγγελμα του λογιστή εδώ και 20 έτη. Παράλληλα δήλωσε ότι είναι εγγεγραμμένος στο σύνδεσμο International Accountants με μεγάλη εμπειρία στους ελέγχους και διαδικασίες που παρακολουθούνται για έλεγχο. Είναι το άτομο που ετοίμασε έκθεση οικονομικών αποζημιώσεων των Εναγόντων για το έργο αναφερόμενος σε έξοδα διοίκησης και κέρδους, στην απώλεια παραγωγικότητας, σε ανάλυση οικονομικών αποτελεσμάτων των εταιρειών που συγκροτούν την κοινοπραξία, στην πραγματική κερδοφορία και στο πραγματικό κέρδος της κοινοπραξίας από τη σύναψη του συμβολαίου μέχρι τον τερματισμό του. Πρόκειται για το έγγραφο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 144. Η μαρτυρία του πηγάζει μέσα από το έγγραφο αυτό.
Τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά του προσόντα δεν έχουν αμφισβητηθεί. Εν πάση περιπτώσει, το αδιαμφισβήτητο πεδίο γνώσης του, όπως αυτό προκύπτει από τη φύση του επαγγέλματος του σε συνδυασμό με την μεγάλη επαγγελματική του εμπειρία που διαθέτει στον τομέα της λογιστικής και των οικονομικών, επιτρέπουν στο συγκεκριμένο μάρτυρα να καταθέσει μαρτυρία για τα εξειδικευμένα ζητήματα που εγείρονται στο έγγραφο που αυτός ετοίμασε υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα.
Ο ΜΥ1 δήλωσε πως είναι αρχιτέκτονας/μηχανικός, ο οποίος κατά τον ουσιώδη για τις αγωγές χρόνο κατείχε τη θέση Λειτουργού Τεχνικών Υπηρεσιών με ειδικότητα την αρχιτεκτονική/πολεοδομία. Από 01.03.23 μέχρι σήμερα είναι ο Δημοτικός Μηχανικός του Δήμου Πάφου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου ασκούσε καθήκοντα συντονισμού των συμβάσεων υλοποίησης του έργου. Το πεδίο της ένορκης μαρτυρίας του περιλαμβάνει σχολιασμό και επεξήγηση των τεχνικών θέσεων των Εναγόντων στα ίδια ζητήματα που ασχολήθηκε ο ΜΕ1 στη δική του μαρτυρία.
Τα προσόντα, η εμπειρία του και τα επαγγελματικά καθήκοντα του δεν αμφισβητούνται. Χωρίς δεύτερη σκέψη η εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα δεν αμφισβητείται. Σε κάθε περίπτωση η θέση και τα καθήκοντα του μάρτυρα σε συνδυασμό με τις ακαδημαϊκές του γνώσεις και τη μεγάλη του επαγγελματική εμπειρία, δεδομένα που δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους Ενάγοντες, του επιτρέπουν να καταθέσει για τα επιστημονικά κριτήρια που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα. Τα όσα έχω αναφέρει για τον ΜΕ1 στο ζήτημα αυτό, ισχύουν ακριβώς και για τον μάρτυρα αυτό.
Στο σκέλος της ένορκης μαρτυρίας του που περιέχει αναφορές υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, ο ΜΕ1 δημιούργησε γενικά θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Οι αναφορές του περιορίστηκαν στον τομέα της ενασχόλησης του και στις οποίες ο ίδιος είχε προσωπική εμπλοκή. Στις διάφορες ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν απαντούσε με σαφήνεια και επί της ουσίας τους χωρίς να είναι φλύαρος. Σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας του μου έδωσε την εντύπωση ότι απέφευγε να καταθέσει την εμπειρογνωμοσύνη ή ότι κατασκεύαζε μαρτυρία ή ότι προσπαθούσε να με παραπλανήσει. Αντίθετα, εκεί που δεν γνώριζε κάτι επειδή δεν ενέπιπτε στη σφαίρα της επαγγελματικής του γνώσης, το έλεγε ευθέως και αμέσως, στοιχείο που αναδεικνύει την ειλικρίνεια του ως μάρτυρα. Οι περισσότερες από τις απαντήσεις του ήταν επεξηγηματικές και υποστηρίζονται από πραγματική μαρτυρία. Το γεγονός της επιβεβαίωσης της από άλλο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου και της μη αντίκρουσης της από άλλη μαρτυρία, σε συνδυασμό με την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που θα έπληττε την αξιοπιστία της, είναι παράγοντες που της προσδίδουν αποδεικτική βαρύτητα και πειστικότητα (Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 820). Σε τελευταία ανάλυση, θα έλεγα ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν διαφωτιστική υπό την έννοια ότι με τις εμπεριστατωμένες επιστημονικές του αναφορές με βοήθησε να σχηματίσω τη δική μου ανεξάρτητη κρίση εφαρμόζοντας τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα η μαρτυρία του ΜΕ1 γίνεται αποδεκτή στο βαθμό και στην έκταση που σχολιάζεται στη συνέχεια, περιλαμβανομένου της Ένδειξης Α που αποτελεί μέρος της.
Ο ΜΕ2 καλόπιστα απάντησε στις ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν και με φιλότιμο τρόπο εξήγησε το ρόλο του στην υπόθεση αυτή. Ωστόσο για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια η μαρτυρία του δεν βοήθησε σε οτιδήποτε. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του ΜΕ2.
Ο ΜΕ3 είχε περιορισμένη ανάμιξη στην υπόθεση. Ήταν αυτός που αξιολόγησε συγκεκριμένες απαιτήσεις των Εναγόντων ετοιμάζοντας προς τούτο σχετική έκθεση (Τεκμήριο 144). Ο εν λόγω μάρτυρας έντιμα και ειλικρινά εξήγησε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου επισημαίνοντας τα δεδομένα που έλαβε από τους Ενάγοντες και με ποιο τρόπο τα χρησιμοποίησε για να καταλήξει στα δικά του επιστημονικά ευρήματα. Η μαρτυρία του ΜΕ3, αν και ενδιαφέρουσα, για τους λόγους που διαφαίνονται στη συνέχεια δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε. Κατά συνέπεια, της αποδίδω μηδενική βαρύτητα.
Ο ΜΥ ήταν άτομο που επίσης κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας στο Δικαστήριο. Θα πρέπει να λεχθεί ότι ως μάρτυρας δεν μου δημιούργησε καλή εντύπωση. Ήταν πρόχειρος και επιφανειακός στις τοποθετήσεις του. Σε κρίσιμες ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν ο ίδιο απέφευγε να απαντήσει επί της ουσίας. Προέβηκε σε αυθαίρετες ερμηνείες όρων συμβολαίου. Αναφέρθηκε σε σενάρια που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η μαρτυρία του είναι διάτρητη από ουσιώδεις αντιφάσεις. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει το Δικαστήριο με τοποθετήσεις που με κάθε σεβασμό στερούνται σοβαρότητας, με αναφορές που στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και με δηλώσεις που μόνο παραπλανητικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Επίσης προέβηκε σε συμπεράσματα που στερούνται επεξήγησης και δεν συνοδεύονται από σχετικές λεπτομέρειες ή δεν υποστηρίζονται από πραγματική μαρτυρία με αποτέλεσμα να καθίστανται αυθαίρετα. Παρόλο ότι κατέθετε υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα, η παρουσίαση της δικής του επιστημονικής μαρτυρίας ήταν μηδαμινή αφού συχνά βασιζόταν σε μαρτυρία άλλου εμπειρογνώμονα για να προβάλει τις θέσεις του. Προς επίρρωση των πιο πάνω αναφέρομαι στη συνέχεια σε διάφορες περιπτώσεις από τη μαρτυρία του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αξιοπιστία του ΜΥ ως εμπειρογνώμονα έχει υποστεί ανεπανόρθωτο ρήγμα εκμηδενίζοντας παράλληλα την πειστικότητα της μαρτυρίας του απέναντι στο Δικαστήριο. Δεν μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του ΜΥ και να καταλήξω με ασφάλεια σε οποιαδήποτε ευρήματα και συμπεράσματα. Ως εκ τούτου, δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ως ορθή, αληθή και αξιόπιστη, περιλαμβανομένου της Ένδειξης Β που αποτελεί μέρος της μαρτυρίας του.
Ακολούθως μέσα από τα επίδικα θέματα σχολιάζεται η μαρτυρία των μαρτύρων και καταδεικνύονται αυτά που ανάφερα πιο πάνω.
Η θέση των Εναγόμενων ότι το συμβόλαιο υπεγράφη κατά παράβαση του
άρθρου 64(1) του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85):
Στην τελική αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγομένων εγείρει θέμα νομιμότητας και εγκυρότητας τους συμβολαίου επειδή, όπως ισχυρίζεται, η εν λόγω σύμβαση κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 64(1) του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85) αφού, σύμφωνα με την ίδια, υπογράφηκε μόνο από τον τότε Δήμαρχο Πάφου και όχι και από δύο συμβούλους εξουσιοδοτημένους για τον σκοπό αυτό από το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση αυτή προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Συνεπώς δεν πρόκειται για δικογραφημένη θέση των Εναγομένων. Ως μη δικογραφημένη θέση που είναι δεν μπορεί να εξεταστεί. Εφόσον η αναφορά αυτή δεν είναι δικογραφημένη τότε δεν είναι επίδικο θέμα. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των επίδικων και μόνο θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη δικογραφία, χωρίς να επιτρέπεται η διεύρυνση των επιδίκων ζητημάτων από δική του πρωτοβουλία (Inter-Global (Financial Services Ltd) v. Πεππή και άλλης (2005) 1Α Α.Α.Δ. 213). Η εξέταση θεμάτων που δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα καθιστά εσφαλμένη τη δικαστική απόφαση (Καθητζιώτης v. Επιχειρήσεις Μέλιος και Παφίτης Λτδ (1997) 1Α Α.Α.Δ.252).
Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, για χάριν συζήτησης, παρατηρώ ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε που να αποδεικνύει ότι πράγματι στα έγγραφα συμβολαίου υπάρχει μόνο μία υπογραφή και ότι αυτή ανήκει στον τότε Δήμαρχο Πάφου. Σε κανένα μάρτυρα υπεβλήθηκε η θέση αυτή προκειμένου να τοποθετηθεί σε σχέση με το πραγματικό υπόβαθρο του εν λόγω ζητήματος.
Στη βάση των πιο πάνω, η εκ των υστέρων προβαλλόμενη θέση δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα για να χρήζει εξέτασης. Σε κάθε όμως περίπτωση στερείται πραγματικού υποβάθρου που θα την θεμελίωνε.
Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ.10:
Ένα από τα επίδικα θέματα αποτελεί το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι στις 17.12.13 εκδόθηκε το επίμαχο πιστοποιητικό πληρωμής για το ποσό των €38.763 πλέον Φ.Π.Α. Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι στις 17.01.14 οι Εναγόμενοι παρέλαβαν και προς τούτο υπέγραψαν το τιμολόγιο αρ. 0012 αλλά αρνήθηκαν να πληρώσουν το ποσό που αναγράφεται σ’ αυτό (€38.763).
Κατά την αντεξέταση του ο ΜΥ υπεραμύνθηκε της στάσης των Εναγομένων λέγοντας τα εξής:
«E. Στο Τεκμήριο 92, έχετέ το;
A. Ναι.
E. Εδώ λέτε ότι δεν θα πληρώσετε το πιστοποιητικό 10, γιατί ο Δήμος Πάφου έχει επιφυλάξεις αναφορικά με την ορθότητα του ενδιάμεσου πιστοποιητικού αυτού. Αυτή είναι η θέση σας;
A. Αυτή είναι η θέση μου και αυτή είναι η θέση μας και να συμπληρώσω σε σχέση με τα προηγούμενα που με διακόψατε ότι ναι αφού κάναμε την εσωτερική διαδικασία, ετοιμασίας του πιστοποιητικού πληρωμής αριθμός 10 και αφού παραλάβαμε το τιμολόγιο από την εργοληπτική εταιρεία, εντοπίσαμε ενώ το συγκεκριμένo πιστοποιητικό βρίσκετουν ακόμα στο τμήμα τεχνικών υπηρεσιών ότι μας διέφυγε ότι συγκεκριμένα ποσά που είχαν περιληφθεί στο συγκεκριμένο πιστοποιητικό αφορούσαν επιπλέον εργασίες, που όπως είπαμε σε διάφορες φορές κατά τη διάρκεια της εξέτασης, αφορούσαν εργασίες για τις οποίες οι μελετητές δεν είχαν κανένα δικαίωμα να περιλάβουν σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό πληρωμής αφού δεν είχαν προηγουμένως διαβουλευτεί και εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη. Όπως είπα και προηγουμένως με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 2.1 του τόμου Β των προνοιών του συμβολαίου. Οπότε και διακόπηκε η διαδικασία πληρωμής του συγκεκριμένου πιστοποιητικού.»
(πρακτικά ημερ. 21.12.23, σελίδα 30, γραμμές 1-17)
Τα πιο πάνω αφορούν την εξήγηση που δόθηκε από τον ΜΥ ως προς το γιατί δεν πληρώθηκε το ενδιάμεσο πιστοποιητικό αρ.10 και είναι η δικογραφημένη εκδοχή των Εναγομένων, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις δύο συνενωμένες αγωγές (§3 υπεράσπισης στην αγωγή αρ. 1243/14, §37 υπεράσπισης στην αγωγή αρ. 124/15). Εκείνο που τελικά προωθήθηκε στην ακρόαση ως η θέση των Εναγομένων στο ζήτημα αυτό από τον ΜΥ ήταν ότι η συμπερίληψη επιπλέον εργασίες στο επίμαχο πιστοποιητικό χωρίς την έγκριση τους δημιούργησε κίνδυνο υπερπληρωμής στους Ενάγοντες εφόσον πληρωνόταν το ποσό που σημειωνόταν σ’ αυτό.
Η πληρωμή των εργασιών που θα εκτελούνται θα γινόταν μηνιαίως. Αυτό προνοείται στο συμβόλαιο. Τα έγγραφα περιλαμβανομένου των όρων των εγγράφων συμβολαίου αναγνωρίζουν πιστοποιητικά ενδιάμεσης μορφής και πιστοποιητικό τελικής πληρωμής (όρος 60.8). Από τη στιγμή της έκδοσης πιστοποιητικού αρ.11 και με την εκκρεμότητα της τελικής ρύθμισης του ποσού συμβολαίου, το επίμαχο πιστοποιητικό έχει την έννοια και σημασία μιας ενδιάμεσης πληρωμής. Σαφώς και το εν λόγω έγγραφο δεν συνιστά πιστοποιητικό τελικής πληρωμής δυνάμει του όρου 60.8. Από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό, αμφότερα μέρη ασπάζονται την πιο πάνω αναφορά του Δικαστηρίου.
Δεν αμφισβητείται ότι οι πληρωμές στο έργο θα γίνονταν με την έκδοση πιστοποιητικών ενδιάμεσης πληρωμής. Συνδυασμένη μελέτη των όρων 60.2 και 1.1(α)(iv) του Μέρους Ι και του Μέρους ΙΙ καθιστά αντιληπτό ότι αρμόδιος για την έκδοση ενός τέτοιου πιστοποιητικού είναι μόνο ο επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Στην προκειμένη περίπτωση το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 εκδόθηκε από τον αρμόδιο και διαβιβάστηκε για πληρωμή στους Εναγόμενους. Συνεπώς η τοποθέτηση του ΜΥ ότι έκαναν «την εσωτερική διαδικασία ετοιμασίας του πιστοποιητικού πληρωμής αριθμός 10» ουδεμία σημασία μπορεί να έχει. Δεν υπήρχε ζήτημα ετοιμασίας του από τους Εναγόμενους. Στις 17.12.13 που ετοιμάστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες των όρων του συμβολαίου, υπογράφηκε από τον αρμόδιο και απευθυνόταν στους Ενάγοντες, το εν λόγω πιστοποιητικό είχε νομικά εκδοθεί (μέρος Τεκμηρίου 65).
Με την έκδοση του εκείνο που έπρεπε να γίνει ήταν η πληρωμή του ποσού που πιστοποιήθηκε εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος. Με βάση τον όρο 60.10, το ποσό που πιστοποιείται σε ένα πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής καθίσταται οφειλόμενο και οι Εναγόμενοι καλούνται να το πληρώσουν στους Ενάγοντες εντός 28 ημερών μετά που το εν λόγω πιστοποιητικό παραδοθεί σ’ αυτούς (Keating on Building Contracts, 7η έκδοση, σελίδα 128, §5-11). Αυτό σημαίνει ότι οι Εναγόμενοι είχαν στην διάθεση τους μέχρι 28 ημέρες από την ημερομηνία που τους διαβιβάστηκε για πληρωμή του ποσού που πιστοποιείται ως οφειλόμενο στο επίμαχο πιστοποιητικό ημερ. έκδοσης 17.12.13 από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Σε αντίθετη περίπτωση, χωρίς να επηρεάζονται άλλα συμβατικά δικαιώματα των Εναγόντων, το ποσό αυτό επιβαρύνεται με τόκο ως καθορίζεται στις πρόνοιες του όρου 60.10.
Η αναφορά του ΜΥ ότι ο λόγος που δεν υπήρξε συμμόρφωση με το επίμαχο πιστοποιητικό είναι επειδή σ’ αυτό περιέχονταν επιπλέον εργασίες για τις οποίες ο επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα δεν είχε προηγουμένως διαβουλευτεί με τους Εναγόμενους ώστε να εξασφαλίσει την έγκριση τους (Τεκμήριο 92), έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του συμβολαίου και γι’ αυτό, ως λανθασμένη που κρίνεται να είναι, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο ΜΥ επικαλέστηκε τον όρο 2.1 θεωρώντας ότι οι πρόνοιες αυτού παρέχουν δικαίωμα στους Εναγόμενους να μην πληρώσουν το ποσό του επίμαχου πιστοποιητικού για το λόγο που προέβαλαν. Εάν κάποιος μελετήσει με κοινή λογική τον όρο αυτό θα αντιληφθεί ότι η εν λόγω αναφορά του ΜΥ είναι εκτεθειμένη σε απόρριψη. Συγκεκριμένα ο εν λόγω όρος προνοεί ότι «οποιαδήποτε εκτίμηση, προσδιορισμός ή ενέργεια του Μηχανικού σχετικά με τα πιο πάνω κοινοποιηθεί στον Εργολάβο θα θεωρείται ότι έχει ληφθεί με την έγκριση του Εργοδότη…». Ερμηνεύοντας τον πιο πάνω όρο σε σχέση με το επίμαχο πιστοποιητικό, καθιστά σαφές ότι η έκδοση του θεωρείται ότι έγινε με την έγκριση των Εναγομένων. Εννοείται ότι ένα τέτοιο πιστοποιητικό, όπως το επίμαχο, δεν εκδίδεται προτού ληφθεί η έγκριση των Εναγομένων. Ωστόσο πουθενά στους όρους υπάρχει σημείωση ότι αν εκδοθεί τέτοιο πιστοποιητικό χωρίς τέτοια έγκριση, οι Εναγόμενοι δικαιούνται να μην πληρώσουν το ποσό που πιστοποιείται. Ο ρόλος των εκπροσώπων του εργοδότη (επιθεωρητής εργοταξίου και υπεύθυνος συντονιστής) στο θέμα της έκδοσης πιστοποιητικών ενδιάμεσης πληρωμής είναι καθαρά επικουρικός προς τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα που αναγνωρίζεται από τους όρους του συμβολαίου ως ο αρμόδιος και κατ’ επέκταση υπεύθυνος για την έκδοση τους. Προς επίρρωση του σκεπτικού, πέραν των πιο πάνω, παραπέμπω επιπρόσθετα στον όρο 72.1 και στο Μέρος ΙΙ όρων.
Συνεπώς η έκδοση του πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 εξυπακούει ότι ο επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα είχε εξασφαλίσει την έγκριση των Εναγομένων. Εάν όμως αυτό δεν συνέβηκε, ως είναι η θέση των Εναγομένων, τότε αυτό είναι θέμα μεταξύ του επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα και των Εναγομένων στη βάση της δικής τους σύμβασης παροχής υπηρεσιών και/ή στα πλαίσια επιμελούς εκτέλεσης επαγγελματικών καθηκόντων. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι λόγος που δικαιολογεί την μη πληρωμή του έστω αν αυτό θα οδηγούσε σε υπερπληρωμή των Εναγόντων ή ακόμη σε περαιτέρω υπερπληρωμή τους (ως αφήνεται να εννοηθεί με τα Τεκμήριο 117, 123 & 151).
Η άρνηση πληρωμής από τους Εναγόμενους δεν ισοδυναμεί με διαφωνία με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού πληρωμής αρ.10 που εκδόθηκε από επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Εκείνο που μπορούσε να γίνει, βάση συμβολαίου, από μέρους των Εναγομένων είναι να πληρωθεί και έπειτα, εφόσον διαφωνούν, να ακολουθήσουν τη διαδικασία επίλυσης διαφορών που περιγράφεται στον όρο 67 για σκοπούς τελικής ρύθμισης του ποσού συμβολαίου. Δεν ακολουθήθηκε ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών επειδή προφανώς δεν υπήρχε διαφωνία με την απόφαση του επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Κατ’ επέκταση δεν εκδηλώθηκε δυνάμει των προνοιών του συμβολαίου διαφωνία με το περιεχόμενο του επίμαχου πιστοποιητικού.
Η έννοια και σημασία ενός πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής στα πλαίσια ανέγερσης ενός εργοληπτικού έργου εξηγείται στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Keating on Building Contracts, 7η έκδοση, σελίδα 125, §5-10. Καταγράφω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Progress or interim certificates. These certificates are issued from time to time during the course of the work certifying that, in the opinion of the architect, work has been carried out, and, in some cases, materials supplied, to the value of £x.
“Certification may be a complex exercise involving an exercise of judgment and an investigation and assessment of potentially complex and voluminous material. An assessment by an engineer of the appropriate interim payment may have a margin of error either way …. At the interim stage it cannot always be a wholly exact exercise. It must include an element of assessment and judgement. Its purpose is not to produce a final determination of the remuneration to which the contractor is entitled but is to provide a fair system of monthly progress payments to be made to the contractor.” (Hobhouse J. in Secretary of State for Transport v. Birse-Farr Joint Venture (1993) 62 B.L.R.).
They are thus approximate estimates, made in some instances for the purpose of determining whether the employer is safe in making a payment in advance of the contract sum, (see Tharsis Sulphur and Copper Co. v. M’Elroy (1878) 2 App. Cas. 1040, HL; cf. Canterbury Pipe Lines v. Christchurch Drainage (1979) 16 B.L.R. 76 at 95 (New Zealand CA) in others whether he is under a duty to pay an instalment and, if so, how much he is to pay (see Standard Form of Building Contract, clause 30.1 at para. 18-394 et seq.). Such certificates are not normally binding upon the parties as to quality or amount and are subject to adjustment on completion (Lamprell v. Billericay Union (1849) 18 L.J.Ex. 282). They have been described as having “provisional validity” (Beaufort Developments v. Gilbert-Ash [1999]1 A.C. 266 at 276, HL).»
Στην υπόθεση Chr. Petrides Tradelinks Ltd v. Παντελής Κυριάκου και Υιοί Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. η πρωτόδικη απόφαση πως ο αρχιτέκτονας δεν είχε δικαίωμα αναστολής του πιστοποιητικού πληρωμής κρίθηκε ορθή από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Περαιτέρω στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Hudson’s Building and Engineering Contracts, 11η έκδοση, σελίδα 838, §6-167 σημειώνεται η δυνατότητα διόρθωσης λαθών που εντοπίζονται σε ένα πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής με την έκδοση άλλου μεταγενέστερα. Πανομοιότυπη αναφορά υπάρχει και στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Keating on Building Contracts, 7η έκδοση, σελίδες 621-622, §18-53 & §18-54. Αυτό που υποδεικνύεται είναι ότι όταν στους όρους του συμβολαίου προνοείται ρύθμιση του ποσού συμβολαίου και δυνατότητα αυξομείωσης ποσών, όπως εδώ με τις πρόνοιες του όρου 60.2, τότε το υπολογισμένο ποσό λαμβάνεται υπόψη στην έκδοση του επόμενου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής. Εφόσον δε εκδοθεί το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής, οποιαδήποτε αναπροσαρμογή ποσών γίνεται κατά την ετοιμασία του επόμενου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής.
Tα έγγραφα συμβολαίου δεν παρέχουν είτε εξουσία στον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα είτε δικαίωμα στους Εναγόμενους για ανάκληση ή ακύρωση του επίμαχου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής. Εκείνο που συμβατικά αναγνωρίζεται σε περίπτωση που διαπιστώνεται υπερπληρωμή στους Ενάγοντες, είναι διόρθωση και/ή αναθεώρηση με την έκδοση άλλου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής, στο οποίο γίνονται οι δέουσες λογιστικές τροποποιήσεις προς διόρθωση του λάθους που οδήγησε σε υπερπληρωμή. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω στον όρο 60.4. Στην πράξη σημαίνει ότι ο εργολάβος δεν θα πληρώνεται για εργασίες που εκτελεί στη συνέχεια μέχρι που η αξία τους καλύψει την υπερπληρωμή. Αυτό αποτυπώνεται λογιστικά στα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής που η έκδοση τους θα ακολουθήσει. Εάν βέβαια το λάθος εντοπιστεί προς το τέλος του κύκλου εργασιών του εργολάβου στο έργο, τότε τέτοια κάλυψη αναζητείται μέσω εγγυητικών επιστολής προκαταβολής, αναλόγως βέβαια αν αυτό δικαιολογείται από το στάδιο τερματισμού των εργασιών, και από της πιστής εκτέλεσης εργασιών.
Στην προκειμένη περίπτωση εκδόθηκε το πιστοποιητικό αρ.11. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 παραμένει απλήρωτο. Η δε έκδοση του πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.11 και κάθε άλλου αναγκαίου πιστοποιητικού πληρωμής λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο του εκδομένου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 και προβαίνει στις δέουσες λογιστικές διορθώσεις με τον τρόπο που έχω εξηγήσει προηγουμένως για σκοπούς ρύθμισης του ποσού συμβολαίου. Δεν έχω αντιληφθεί κάτι τέτοιο κατόπιν προσεκτικής ανάγνωσης του πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.11 ημερ. 24.03.15 (Τεκμήριο 129).
Εκείνο που εδώ ανορθόδοξα έγινε και κατά παράβαση των εγγράφων συμβολαίου, είναι να εκδοθεί στις 17.12.13 το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10, το οποίο αγνοήθηκε και δεν πληρώθηκε και μετά από ένα χρόνο και τρεις μήνες περίπου και συγκεκριμένα στις 24.03.15 να εκδοθεί το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.11 χωρίς να λαμβάνει υπόψη το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 ώστε να περιλαμβάνει τις ανάλογες λογιστικές τροποποιήσεις. Το γεγονός ότι οι εργασίες του έργου τερματίστηκαν στις 19.12.13 ουδεμία σημασία έχει. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι με τον τρόπο που εκδόθηκε το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.11 υπήρξε ανάκληση και έμμεση ακύρωση του πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10.
Το σκεπτικό του τρόπου έκδοσης του πιστοποιητικού αρ.11 (Τεκμήριο 129) σε σχέση με το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 ουδέποτε εξηγήθηκε στο Δικαστήριο. Ο επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα που το εξέδωσε δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για να δώσει σχετική μαρτυρία και να υποστεί τη βάσανο της αντεξέτασης. Εκείνο όμως που εξόφθαλμα φαίνεται είναι το Τεκμήριο 129 δεν περιέχει τις δέουσες λογιστικές διορθώσεις που θα έπρεπε. Το γεγονός αυτό εκμηδενίζει την οποιαδήποτε αξία και σημασία που μπορούσε να έχει. Κατά λογική προέκταση, αποδίδω μηδενική βαρύτητα στο Τεκμήριο 129 το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη.
Κατά την αντεξέταση του ο ΜΥ, ως εκ της θέσεως του, των ακαδημαϊκών προσόντων του και τη μεγάλη επαγγελματική εμπειρία που διαθέτει στον κατασκευαστικό τομέα, ερωτήθηκε εάν μπορούσε να υποδείξει οποιαδήποτε αναφορά είτε στο συμβόλαιο είτε σε βιβλιογραφία που να επιτρέπει ανάκληση εκδοθέντος πιστοποιητικού πληρωμής σε κατασκευαστικό έργο. Ωστόσο ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει επί της ουσίας τοποθετούμενος κατά τρόπο ασαφή και συγκεχυμένο. Αρχικά παρέπεμψε στον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα, έπειτα προέβηκε σε γενική αναφορά περί δυνατότητας διόρθωσης ενός πιστοποιητικού, η οποία βεβαίως δεν ήταν η ουσία της ερώτησης και ακολούθως επικαλέστηκε τον όρο 2.1 που δεν βοηθά τη θέση των Εναγομένων. Κατόπιν παρέμβασης του Δικαστηρίου υπό τη μορφή διευκρίνισης ο μάρτυρας τελικά έδωσε την προσωπική του άποψη, η οποία όμως δεν στηρίζεται σε επιστημονικά στοιχεία.
Προς επίρρωση των πιο πάνω παραπέμπω στις τοποθετήσεις του μάρτυρα επί του σημείου αυτού με αυτούσια καταγραφή τους από τα πρακτικά ημερ. 13.12.23 στις σελίδες 28-31:
«E. Αναφέρεσαι στο πιστοποιητικό 10 και ισχυρίζεσαι ότι αυτό ανακλήθηκε. Είσαι αρχιτέκτονας, έχεις εντοπίσει, μπορείς να μας υποδείξεις μάλλον οποιαδήποτε αναφορά, είτε στο συμβόλαιο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη έγκυρη πηγή, όπως βιβλιογραφία για παράδειγμα που να επιτρέπει ανάκληση πιστοποιητικού πληρωμής σε κατασκευαστικό έργο;
A. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι η ανάκληση του συγκεκριμένου πιστοποιητικού ή αλλιώς εάν θέλετε να το πούμε διόρθωση του σε μηδέν, έγινε από τους μελετητές του έργου.
E. Εγώ μίλησα γενικά, δεν μίλησα ειδικά για το πιστοποιητικό αριθμό 10, θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα πιο μετά. Γενικά, έχετε δει στο συμβόλαιο το συγκεκριμένο σε βιβλιογραφία ή σε οποιαδήποτε άλλη έγκυρη πηγή να υπάρχει δυνατότητα να ανακληθεί ένα πιστοποιητικό πληρωμής σε κατασκευαστικό συμβόλαιο;
A. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι υπάρχει η έννοια της διόρθωσης πιστοποιητικού σε οποιοδήποτε μετέπειτα πιστοποιητικό. Ενδεχομένως αυτό να συνάγεται από το περιεχόμενο της επιστολής των μελετητών, υπάρχουν δύο τρεις, αλλά δεν θυμούμαι τώρα το νούμερο των τεκμηρίων, με τις οποίες οι μελετητές δικαιολογούν για ποιον λόγο θεωρούσαν ότι αυτό το πιστοποιητικό δεν έπρεπε να πληρωθεί, άρα εν πολλοίς το διόρθωναν σε μηδέν ή σε κάτι κοντά στο μηδέν, οπότε και εμείς δεν έπρεπε να προχωρήσουμε στην πληρωμή του.
E. Μένω λίγο στην τελευταία φράση που είπατε. «Εμείς δεν έπρεπε να προχωρήσουμε στην πληρωμή του» και σας βάζω πάλι το ερώτημα σαν αρχιτέκτονας που είστε να μας πείτε, και μιλώ γενικά όχι ειδικά για το πιστοποιητικό. Εκδίδεται ένα πιστοποιητικό σήμερα, το συμβόλαιο λέει ότι αυτό το πιστοποιητικό πρέπει να πληρωθεί εντός Χ ημερών, ας πούμε 15. Μπορεί ο εργοδότης να πει δεν το πληρώνω στις 15 ημέρες, επειδή διαφωνώ και μπορεί να διορθωθεί αυτό το πιστοποιητικό σε μεταγενέστερο πιστοποιητικό; Υπάρχει τέτοια δυνατότητα;
A. Περιγραφή αυτής της ενέργειας ακριβώς όπως τη λέτε, δεν θυμούμαι να υπάρχει στους όρους του συμβολαίου. Αλλά σε άλλες παραγράφους του συμβολαίου που να ορίζει ότι οι εργασίες που θα περιλαμβάνονται στο οποιοδήποτε ενδιάμεσο πιστοποιητικό εάν αυτές αφορούν επιπλέον εργασίες ή κάτι το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο, πρέπει να έχει λάβει γνώση εκ των προτέρων ο εργοδότης ναι υπάρχει. Άρα να προσθέσω εάν μου επιτρέπετε. Εάν ο εργοδότης στη διάρκεια εξέτασης ενός πιστοποιητικού που υποβλήθηκε ενώπιόν του έχει διαπιστώσει ότι εντός του πιστοποιητικού υπάρχουν τέτοιες εργασίες, δεν σημαίνει κατά την άποψή μας ότι πρέπει να το αφήσει, να προωθηθεί ένα λάθος, δημιουργώντας ένα δεύτερο λάθος, δηλαδή μία υπερπληρωμή.
E. Αναφέρεστε στον όρο 2.1 τον γενικό όρο;
A. Δεν θυμούμαι τι λέει.
E. Ορίστε.
(Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 1, οι γενικοί όροι)
A. Επιτρέπετε μου να μετροφυλλήσω παρακάτω;
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Ναι, ναι μετροφυλλήστε όσο θέλετε.
Ο μάρτυρας συνεχίζει:
A. Στο Άρθρο 60.4‑‑
E. Λίγο πιο δυνατά.
A. Όχι δεν αναφερόμουν στο Άρθρο 2.1 που μου υποβάλλατε. Να πω άλλα Άρθρα, στο 60.4 αναφέρει ότι ο μηχανικός μπορεί να διορθώνει πιστοποιητικά με οποιοδήποτε μετέπειτα πιστοποιητικό. Και προσπαθώ να θυμηθώ τώρα το άρθρο... (Ο μάρτυρας το επιθεωρεί το Τεκμήριο 1) έχω την εντύπωση ότι το αναφέρνω και στη δήλωσή μου το συγκεκριμένo άρθρο, απλώς τώρα μου διαφεύγει από το μυαλό μου. Το συγκεκριμένο άρθρο που ψάχνω είναι ότι εάν υπάρχουν οποιεσδήποτε εργασίες πρέπει να ρωτείται ο εργοδότης.
E. Το 2.1, αυτό που σας έδωσα.
A. Μάλιστα, εδώ λέει ότι οφείλει να λαμβάνει προηγουμένως την έγκριση του εργοδότη, αλλά εγώ θυμούμαι και κάποιο άλλο άρθρο, αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να το εντοπίσω.
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Μάλιστα.
Ο κος Α. Γεωργιάδης συνεχίζει:
E. Αν ο μηχανικός δεν πάρει μία τέτοια έγκριση και βάλει στο πιστοποιητικό κάποιο ποσό χωρίς να προηγηθεί αυτή η έγκριση, ξέρετε ποια είναι η συνέπεια όσον αφορά στο πιστοποιητικό πληρωμής;
A. Να υπάρξει πληρωμή για μία εργασία, δηλαδή να απολεσθούν λεφτά από τον εργοδότη χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη έγκριση.
E. Άρα το πιστοποιητικό παραμένει πληρωτέο;
A. Πληρωτέο περιλαμβανόμενων και των εργασιών, για τις οποίες δεν έχει υπάρξει πρότερη διαβούλευση με τον εργοδότη, εν αυτό που με ρωτάτε;
E. Ναι ναι αυτό.
A. Θεωρώ ότι πρέπει να προηγηθεί η προηγούμενη διαδικασία και μετά να ενσωματωθούν στο πιστοποιητικό.
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Η ερώτηση είναι εάν δεν εξασφαλιστεί αυτή η έγκριση, παραμένει πληρωτέο το πιστοποιητικό;
Μάρτυρας: Κατά την άποψή μου χωρίς αυτές τις εργασίες.
Ο κος Α. Γεωργιάδης συνεχίζει:
E. Αυτή είναι η άποψή σας, όμως υποστηρίζεται αυτή η άποψη είτε από κάποιον όρο του συμβολαίου, είτε από βιβλιογραφία ή άλλη πηγή;
A. Ε ναι αλλά αφού για να καταλήξει να ενσωματωθεί στο οποιοδήποτε ενδιάμεσο πιστοποιητικό έπρεπε να προηγηθεί η διαδικασία που όριζε το συμβόλαιο, εφόσον δεν προηγήθηκε η εργασία πώλησης στο συμβόλαιο, σημαίνει ότι ήταν παράτυπο να ενσωματωθεί στο όποιο πιστοποιητικό. Αυτό καυτηριάζουμε. Πάει το μυαλό μου σε ποιο πιστοποιητικό αναφέρεστε, γιατί έγινε σε κάποιο πιστοποιητικό.»
Η απόδοση μηδενικής βαρύτητας στο Τεκμήριο 129 καθιστά κατανοητό ότι το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 είναι το τελευταίο πιστοποιητικό που εκδόθηκε και έχει την αξία που του αναλογεί.
Το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 συνοδεύτηκε από το τιμολόγιο υπ’ αρ. 0012 (Τεκμήριο 72). Το τιμολόγιο δεν αποτελεί ξεχωριστή βάση αγωγής και δεν έχει αυτοδύναμη αποδεικτική αξία (Ανδρέας Νεοκλέους & Σία v. Μάριος Αφαμής Γενικές Κατασκευές Λίμιτεδ (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1661). Το τιμολόγιο δεν συνιστά μαρτυρία για την εργασία η οποία έγινε, αλλά σημείωση γι' αυτή, η οποία συναρτάται με τη γνώση του γράφοντος γι' αυτά που κατέγραψε (Θεοδώρου v. Χριστάκη Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003) Α.Α.Δ. 1492). Στην προκειμένη περίπτωση ο ΜΕ1 στην μαρτυρία του συνέδεσε την έκδοση του τιμολογίου με την έκδοση του επίμαχου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής (§11 Ένδειξη ‘Α’). Κατ’ επέκταση το τιμολόγιο αποτελεί μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1. Ο ΜΕ1 συνέδεσε το εν λόγω τιμολόγιο με την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας που είχε πιστοποιηθεί από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Το επίμαχο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής εκδόθηκε και στις 17.01.14 οι Ενάγοντες εξέδωσαν σχετικό τιμολόγιο. Το τιμολόγιο αυτό παραδόθηκε στους Ενάγοντες την ίδια ημέρα, οι οποίοι το υπέγραψαν χωρίς διαμαρτυρία ή επιφύλαξη. Το περιεχόμενο του τιμολογίου επιβεβαιώνεται από το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 που εκδόθηκε στα πλαίσια της συμφωνίας εργολαβίας. Η ανεπιφύλακτη υπογραφή του τιμολογίου χωρίς οποιαδήποτε σημείωση περί του αντιθέτου επισφραγίζει τον εκμηδενισμό της προοπτικής αμφισβήτησης του ενώπιον αρμοδίου οργάνου και κατ’ επέκταση συνιστά έμπρακτη αποδοχή των Εναγομένων στην πληρωμή του ποσού που έχει πιστοποιηθεί στο επίμαχο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής και ταυτίζεται με το ποσό που σημειώνεται στο εν λόγω τιμολόγιο. Η εκ των υστέρων αποστολή αλληλογραφίας στους Ενάγοντες από τους Εναγόμενους (ενδεικτικά αναφέρω το Τεκμήριο 92) δεν διαφοροποιεί το σκηνικό. Συνεπώς οι Εναγόμενοι κωλύονται να προβάλουν υπεράσπιση σε σχέση με τη μη πληρωμή του.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα αποδέχομαι ως ορθή την θέση του ΜΕ1 ότι το ποσό που πιστοποιήθηκε στο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής ημερ. 17.12.13 έπρεπε να είχε πληρωθεί στα πλαίσια συμμόρφωσης με συμβατική υποχρέωση πληρωμής και/ή ως συμβατική οφειλή.
Σε ότι αφορά τόκο επί εκκρεμουσών πληρωμών σε απλήρωτα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής, το συμβόλαιο προνοεί την επιδίκαση τόκου. Σχετικός είναι ο όρος 60.10. Με βάση τον όρο αυτό, το ποσό που δεν έχει πληρωθεί επιβαρύνεται με τόκο υπερημερίας με το εκάστοτε καθοριζόμενο από τον Υπουργό Οικονομικών ή άλλο αρμόδιο διοικητικό όργανο επιτόκιο. Συνεπώς το ποσό που έχει πιστοποιηθεί από το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 και κατέστη οφειλόμενο αλλά δεν έχει πληρωθεί, επιβαρύνεται με τον συμφωνημένο τόκο. Επειδή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από αρμόδιο πρόσωπο που να παρουσιάζει και συνάμα να επεξηγεί το ύψος- αυτού του τόκου, επιδικάζεται νόμιμος τόκος επί του ποσού αυτού (€38.763 πλέον Φ.Π.Α.) από την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέο (με τη λήξη 28 ημερών από την ημερομηνία που το επίμαχο πιστοποιητικό διαβιβάστηκε στους Εναγόμενους που στην απουσία περί του αντιθέτου μαρτυρίας θεωρώ ότι έγινε την ίδια ημερομηνία που αυτό εκδόθηκε – 17.12.13), δηλαδή από 15.01.14 μέχρι εξόφλησης.
Τερματισμός Συμβολαίου:
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι εργασίες στο έργο έχουν τερματιστεί. Αμφότερα μέρη προέβηκαν σε τερματισμό του συμβολαίου. Το επίδικο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι ποιο συμβαλλόμενο μέρος έχει νόμιμα και έγκυρα τερματίσει το συμβόλαιο και βάση ποιου λόγου.
Η δικογραφημένη εκδοχή των Εναγομένων αποτυπώνεται στις §39 και §51 της υπεράσπισης & ανταπαίτησης στην αγωγή αρ.144/15. Συγκεκριμένα προβάλλεται η θέση ότι οι Εναγόμενοι έχουν τερματίσει το συμβόλαιο σύμφωνα με τον όρο 69.1(γ).
Ο όρος 69.1(γ) παρέχει δικαίωμα στους Ενάγοντες να λύσουν την εργοδότηση τους στην περίπτωση που τους επιδοθεί γραπτή ειδοποίηση από τους Εναγόμενους ότι για απρόβλεπτους οικονομικούς λόγους είναι αδύνατο γι’ αυτούς (τους Εναγόμενους) να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους.
Από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου παρατηρώ ότι στις 23.09.13 οι Εναγόμενοι αποφάσισαν τη διακοπή των εργασιών συνεπεία απρόβλεπτων οικονομικών συνθηκών που τον οδήγησαν σε δυσχερή οικονομική θέση και δεν του επέτρεπαν να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του με αποτέλεσμα στις 26.09.13 με επιστολή τους στους Ενάγοντες να ζητούν ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 69.1(γ) προχωρώντας σε λύση του συμβολαίου εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων (Τεκμήριο 47). Ακολούθως με επιστολή τους ημερ. 25.11.13 προς τους Ενάγοντες, την οποίαν ο ΜΥ ασπάζεται, οι Εναγόμενοι αναφέρουν τα εξής (Τεκμήριο 56):
«Ο Δήμος Πάφου θεωρεί ότι μετά την ειδοποίηση του ημερομηνίας 26.09.13 η οποία σας επιδόθηκε στις 27.09.13, το συμβόλαιο εργολαβίας σας λύθηκε και η λύση κατέστη ενεργός μετά την πάροδο 14 ημερών από τότε.»
Το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 47 & 56 δεν αμφισβητήθηκε ως γεγονός που συνέβηκε και ως εκ τούτου αποτελεί μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.
Επί της ουσίας οι Εναγόμενοι θεωρούν ότι με την επίδοση του Τεκμηρίου 47 στους Ενάγοντες το συμβόλαιο έχει λυθεί και η λύση ενεργοποιήθηκε μετά από 14 ημέρες. Με κάθε σεβασμό η εκτίμηση αυτή των Εναγομένων είναι νομικά εκτεθειμένη. Όπως κάποιος μπορεί να παρατηρήσει από απλή ανάγνωση του όρου 69.1(γ) επί του οποίου βασίζεται η προώθηση του Τεκμηρίου 47, η αποστολή του εν λόγω τεκμηρίου δεν συνιστά αυτόματα λύση του συμβολαίου που ενεργοποιείται έπειτα από 14 ημέρες. Ούτε βέβαια οι πρόνοιες του όρου αυτού εναποθέτουν στους ώμους των Εναγόντων υποχρέωση λύσης συμβολαίου. Εκείνο που παρέχουν είναι δικαίωμα. Η αποστολή του εγγράφου αυτού δίδει την ευκαιρία στους Ενάγοντες να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν οι ίδιοι με λύση της εργοδότησης τους ή όχι. Αν κρίνουν ότι θα το πράξουν τότε αποστέλλουν σχετική ειδοποίηση στους Εναγόμενους με κοινοποίηση στον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα και η λύση αυτή καθίσταται ενεργή 14 ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης.
Συνεπώς καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το Τεκμήριο 47 δεν συνιστά τερματισμό του συμβολαίου.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στο Τεκμήριο 56 γίνεται αναφορά για λύση του συμβολαίου επιπρόσθετα δυνάμει του όρου 66.1. Ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός δεν θα εξεταστεί επειδή δεν δικογραφείται. Αυτό σημαίνει ότι δεν καθίσταται επίδικο θέμα που χρήζει εξέτασης. Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση των επίδικων και μόνο θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη δικογραφία. Το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να διευρύνει τα επίδικα θέματα εξ ιδίας πρωτοβουλίας (Inter-Global (Financial Services Ltd) v. Πεππή και άλλης (2005) 1Α Α.Α.Δ. 213). Η εξέταση θεμάτων που δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα καθιστά εσφαλμένη τη δικαστική απόφαση (Καθητζιώτης v. Επιχειρήσεις Μέλιος και Παφίτης Λτδ (1997) 1Α Α.Α.Δ.252).
Στην προκειμένη περίπτωση υποδεικνύεται, μέσα από το σχετικό δικόγραφο, ότι ο τερματισμός του συμβολαίου έγινε κατ’ επίκληση του όρου 69.1(γ). Η προβαλλόμενη θέση περί τερματισμού είναι σαφής και συγκεκριμένη, χωρίς έτσι να παρέχεται ευχέρεια για παρέκκλιση. Είναι προφανές ότι η αναφορά στα γεγονότα του 2013 στην §51 της υπεράσπισης & ανταπαίτησης στην αγωγή αρ.144/15 που συνοδεύει τη δικογραφημένη θέση συμπληρώνει το σκεπτικό των Εναγομένων στην καταγεγραμμένη εκδοχή τους που βασίζεται στον όρο 69.1(γ). Επειδή δεν δικογραφείται η θέση των Εναγομένων για τερματισμό δυνάμει του όρου 66.1, μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου γραπτώς ή προφορικά ενόρκως από τον ΜΥ δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η δικογραφημένη θέση των Εναγομένων για τερματισμό του συμβολαίου ήταν γενική και εφόσον στην πορεία δεν ζητούνταν λεπτομέρειες εξειδίκευσης.
Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, η ενεργοποίηση των προνοιών του όρου 66.1 επιτυγχάνεται μέσα από κοινή πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Αυτό προφανώς προϋποθέτει μεταξύ τους διαβούλευση και λήψη κοινής απόφασης με ότι αυτό συνεπάγεται. Δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ ο όρος αυτός κατόπιν απόφασης ενός συμβαλλομένου μέρους και αυτή να συμπαρασύρει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος με τις συνέπειες που επιφέρει χωρίς αυτό να συγκατατίθεται. Είναι κοινό έδαφος και προς τούτο εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο βρίσκονταν σε δυσχερή οικονομική θέση που δεν τους επέτρεπε να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους ως αποτέλεσμα των σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων που είχε η οικονομία της Κύπρου με τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 και τις αποφάσεις που λήφθηκαν/περιορισμούς που τέθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα.
Δεν παραγνωρίζω ότι για τον ίδιο λόγο αντιμετώπιζαν και οι Ενάγοντες σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται από τους ίδιους τους Ενάγοντες αλλά και από τους Εναγόμενους και αντικατοπτρίζεται μέσα από μεταξύ τους αλληλογραφία. Ενδεικτικά θα αναφερθώ σε κάποια από αυτή με τα γεγονότα που περιέχονται να αποτελούν μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Παραπέμπω στην επιστολή ημερ. 21.03.23 των Εναγόντων (Τεκμήριο 20) στην οποίαν οι Ενάγοντες εκδήλωσαν πρόθεση διακοπής εργασιών σε μέρος του έργου επειδή τα αποθεματικά ρευστότητας τους σε μετρητά είχαν εξαντληθεί και δεν θα μπορούσαν να συναλλάσσονται με προμηθευτές υλικών που πλέον απαιτούσαν πληρωμή μόνο σε μετρητά χωρίς περίοδο πίστωσης. Σχετική ακόμη είναι η επιστολή ημερ.22.03.13 των Εναγόντων (Τεκμήριο 21). Επίσης με την επιστολή τους ημερ. 25.04.13 (Τεκμήριο 23) οι Ενάγοντες επικαλέστηκαν αδυναμία να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των τρέχων εξόδων του έργου λόγω παγοποίησης των κεφαλαίων τους. Παρόλα αυτά, οι Ενάγοντες δεν κατέφυγαν και ούτε συναίνεσαν σε ενεργοποίηση των προνοιών του όρου 66.1.
Η δικογραφημένη εκδοχή των Εναγόντων καταγράφεται στην §17 της έκθεσης απαίτησης στην αγωγή αρ.144/15, η οποία επικαλείται γνωστοποίηση τερματισμού του συμβολαίου με την επιστολή ημερ. 05.12.13, η οποία αναφέρει λύση των εργασιών στο έργο 14 ημέρες μετά την επίδοση της εν λόγω επιστολής (Τεκμήριο 59). Δεν αμφισβητείται η αυθημερόν επίδοση της επιστολής αυτής στους Εναγόμενους. Οι Ενάγοντες επικαλούνται τρεις λόγους που κατά την άποψη τους δικαιολογούν τερματισμό του συμβολαίου.
Πρώτος λόγος είναι σε σχέση με την γραπτή ειδοποίηση ημερ. 26.09.13 των Εναγόμενων (Τεκμήριο 47) στην οποίαν ζήτησαν ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 69.1(γ) προχωρώντας σε λύση του συμβολαίου εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων. Έχω ερμηνεύσει τις πρόνοιες του όρου αυτού προηγουμένως. Εναπόκειται στους Ενάγοντες να εκτιμήσουν την κατάσταση και να κρίνουν αν θα αποδεχτούν το αίτημα των Εναγομένων που τους διαβιβάστηκε μέσω του Τεκμηρίου 47. Το αίτημα των Εναγόμενων ουδέποτε αποσύρθηκε. Η εν λόγω επιστολή τους δεν ανακλήθηκε σε κανένα στάδιο του έργου αλλά παρέμεινε μέχρι την αποστολή του Τεκμηρίου 59. Συνεπώς με την αποστολή του εν λόγω τεκμηρίου, οι Ενάγοντες αποφάσισαν να αποδεχτούν τη γραπτή ειδοποίηση των Εναγομένων ημερ. 26.09.13 προχωρώντας με λύση της εργοδότησης τους στη βάση των προνοιών του όρου 69.1(γ). Να σημειωθεί ότι η εν λόγω επιστολή αποστάλθηκε στους Εναγόμενους με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα ως απαιτούν οι πρόνοιες του όρου 69.1. Περαιτέρω, η εν λόγω επιστολή αναφέρει ρητά ότι η λύση της εργοδότησης των Εναγόντων καθίσταται ενεργή 14 ημέρες μετά την επίδοση της στους Εναγόμενους, ως επίσης απαιτούν οι πρόνοιες του όρου 69.1.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρου 69.1(γ).
Ο δεύτερος λόγος αφορά σε ενέργεια των Εναγομένων να τερματίσουν το συμβόλαιο δυνάμει του όρου 66.1. Έχω ερμηνεύσει πιο πάνω τις πρόνοιες του όρου αυτού. Ουσιαστικά πρόκειται για μονομερή ενέργεια των Εναγομένων, οι οποίοι κατά τρόπο αυθαίρετο και αντισυμβατικό αποφάσισαν και για τους Ενάγοντες χωρίς να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση τους. Εφόσον συγκρούεται με τον συγκεκριμένο όρο, η προσπάθεια τους στερείται νομιμότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη ενέργεια των Εναγομένων προσκρούει στον πυρήνα του συμβολαίου. Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, η εν λόγω συμπεριφορά τους που στερείται νομιμότητας εκλαμβάνεται ως υπαναχώρηση από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και κατ’ επέκταση θεωρείται απάρνηση συμβολαίου από μέρους τους. Το γεγονός αυτό συνιστά ουσιώδης παράβαση του συμβολαίου από τους Εναγόμενους.
Επομένως, ορθά οι Εναγόμενοι τερμάτισαν το συμβόλαιο δυνάμει αυτού του λόγου.
Ο τρίτος λόγος αφορά σε ισχυρισμό των Εναγόντων για απλήρωτα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής αρ. 5, 7, 8 & 9. Οι Εναγόμενοι απορρίπτουν αυτή τη θέση.
Έχω αναφέρει προηγουμένως ότι το ποσό που πιστοποιείται σε ένα εκδομένο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής καθίσταται οφειλόμενο και οι Εναγόμενοι καλούνται να το πληρώσουν στους Ενάγοντες εντός 28 ημερών μετά που το εν λόγω πιστοποιητικό παραδοθεί σ’ αυτούς (όρος 60.10). Εξίσου σημαντικός είναι ο όρος 69.1, ο οποίος σημειώνει ότι:
«Σε περίπτωση που ο Εργοδότης:
(α) παραλείψει να καταβάλει στον Εργολάβο το ποσό που είναι οφειλόμενο σύμφωνα με οποιοδήποτε πιστοποιητικό πληρωμής εντός 56 ημερών μετά την πάροδο του χρόνου που αναφέρεται στο εδάφιο 60.10 ως χρονικό όριο για καταβολή της πληρωμής, αυτής υποκείμενης σε οποιαδήποτε μείωση που σύμφωνα με το Συμβόλαιο έχει δικαίωμα να εφαρμόσει ο Εργοδότης,
(β) …
(γ) …
ο Εργολάβος θα έχει δικαίωμα να λύσει την εργοδότηση του σύμφωνα με το Συμβόλαιο δίνοντας ειδοποίηση στον Εργοδότη, με κοινοποίηση στον Μηχανικό. Η λύση αυτή καθίσταται ενεργός 14 ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης.»
Για σκοπούς εξέτασης του λόγου αυτού, είναι σημαντικό να εντοπιστεί η ημερομηνία πληρωμής του καθενός επίμαχου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής και να συγκριθεί με την ημερομηνία έκδοσης του και αν ο χρόνος πληρωμής υπερβαίνει τις 56 ημέρες που προνοείται στον όρο 69.1(α), τότε οι Ενάγοντες δύναται να ενεργοποιήσουν τις πρόνοιες του. Από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό δεν έχω εντοπίσει στοιχεία που να μου υποδεικνύουν συγκεκριμένες ημερομηνίες πληρωμής εκάστου πιστοποιητικού ενδιάμεσης πληρωμής. Ο δε ΜΕ1 στην ένορκη μαρτυρία του- δεν ήταν σε θέση όχι μόνο να παραπέμψει το Δικαστήριο σε τέτοια στοιχεία αλλά ούτε καν να υποδείξει τέτοιες ημερομηνίες για οποιοδήποτε από αυτά τα πιστοποιητικά. Προς επίρρωση της αναφοράς αυτής παραπέμπω στα πρακτικά ημερ. 17.10.23 σελίδες 17-18. Περιορίστηκε σε αόριστες τοποθετήσεις μέσα από τη γραπτή μαρτυρία του (§7 Ένδειξη ‘Α’). Χωρίς δεύτερη σκέψη δεν μπορώ να στηριχτώ στη γενική και αόριστη του μαρτυρία στο συγκεκριμένο θέμα.
Ούτε ο ΜΥ στη δική του μαρτυρία παρουσίασε στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις αναφορές του. Στην αντεξέταση του απλά επανέλαβε δηλώσεις του από την κυρίως εξέταση του χωρίς την παρουσίαση συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία θα τις θεμελίωναν. Συνεπώς οι τοποθετήσεις του, όπως αυτές περιέχονται στη γραπτή δήλωση του (§10 Ένδειξη ‘Β’), παρέμειναν στη σφαίρα της θεωρίας χωρίς να υποστηρίζονται από οποιαδήποτε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να τις επαληθεύουν.
Να σημειωθεί ότι οι αναφορές του ΜΕ1 δεν ταυτίζονται με τις δηλώσεις του ΜΥ στο συγκεκριμένο θέμα. Εν πάση περιπτώσει, τα επίμαχα πιστοποιητικά ενδιάμεσης πληρωμής αρ. 5, 7, 8 & 9 αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στη αγωγή αρ. 3116/13 Ε.Δ. Πάφου που η εκδίκαση της ολοκληρώθηκε και ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν εξυπηρετεί σε οτιδήποτε περαιτέρω αναφορά στο θέμα αυτό. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκαν λεπτομέρειες για το αποτέλεσμα της αγωγής εκείνης και γι’ αυτό το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει οτιδήποτε για την εν λόγω υπόθεση.
Στη βάση των πιο πάνω, οι Ενάγοντες δεν κατάφεραν αν αποδείξουν ότι ο συγκεκριμένος λόγος τερματισμού είναι βάσιμος.
Συνοψίζοντας καταλήγω ότι οι Ενάγοντες με την επιστολή τους ημερ. 05.12.13 (Τεκμήριο 59) προς τους Εναγόμενους για τερματισμό των εργασιών του έργου για τους δύο λόγους που έχω αποδεχτεί και έχω εξηγήσει προηγουμένως εντός 14 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής στους Εναγόμενους. Η επιστολή αυτή επιδόθηκε την ίδια ημέρα στους Εναγόμενους, δηλαδή στις 05.12.13 (Τεκμήριο 61). Με βάση το περιεχόμενο της επιστολής, ο τερματισμός τέθηκε ισχύ στις 19.12.13.
Περαιτέρω δεν αμφισβητείται ότι οι Ενάγοντες:
(β) με ξεχωριστή επιστολή τους ημερ. 11.12.13 προς τον διορισμένο υπεργολάβο ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων με κοινοποίηση στον επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα και στους Εναγόμενους, οι Ενάγοντες προέβηκαν σε λύση της σύμβασης υπεργολαβίας δυνάμει του όρου 17.1 αυτής (μέρος Τεκμηρίου 62).
Με τον τερματισμό των εργασιών στο έργο το τελευταίο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής που εκδόθηκε είναι το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 ημερ. 17.12.13 (μέρος Τεκμηρίου 65).
Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.
Παράδοση κατοχής χώρου του Έργου:
Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων και προς τούτο εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες παρέδωσαν επίσημα κατοχή του χώρου στους Εναγόμενους και τα υλικά στο εργοτάξιο, μέσω του επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα, στις 02.05.14 οι οποίοι τα παρέλαβαν και πιστοποίησαν την παράδοση στις 06.05.14 εκδίδοντας Πιστοποιητικό Τμηματικής Ολοκλήρωσης του έργου. Με τον τρόπο αυτό οι Ενάγοντες αποχώρισαν επίσημα από το εργοτάξιο.
Επί του σημείου αυτού η θέση του ΜΥ ότι οι Εναγόμενοι παρέλαβαν το έργο από τον επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα στις 06.05.14, με κάθε σεβασμό, δεν έχει νομικό αντίκρισμα. Οι Ενάγοντες παρέδωσαν τις εργασίες του έργου και τα υλικά του εργοταξίου στον επίσημο αντιπρόσωπο των Εναγόμενων, οι οποίοι, ενεργώντας με την έγκριση των Εναγομένων, τις παρέλαβαν. Το τι ακολούθησε μεταξύ των Εναγόμενων και των συμβούλων του δεν έχει νομική σημασία.
Ανάκτηση Εγγυητικών Επιστολών Εναγόντων (Κυρίως Εργολάβου)
και Διορισμένων Υπεργολάβων Ηλεκτρολογικών & Μηχανολογικών
Εγκαταστάσεων από τους Εναγόμενους (Εργοδότης):
Στην κυπριακή εργοληπτική βιομηχανία αποτελεί όχι απλά σύνηθες πρακτική αλλά αναπόσπαστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών η παροχή εγγυητικής που εκδίδεται από τραπεζικό ίδρυμα ή πιστωτικό οργανισμό. Ένα είδος εγγυητικής που παρέχεται από εργολάβο σε εργοδότη αφορά την προκαταβολή που ο πρώτος λαμβάνει από τον δεύτερο αμέσως μετά την υπογραφή του συμβολαίου για σκοπούς λήψης προπαρασκευαστικών ενεργειών και εκτέλεσης ενεργειών στο έργο. Η υποχρέωση έκδοσης της βαρύνει τον εκάστοτε εργολάβο και ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων του.
Η εγγυητική είναι έγγραφο υψίστης εμπορικής πίστης. Είναι υπόσχεση πληρωμής αποτυπωμένη σε έγγραφο. Στο εμπόριο το έγγραφο αυτό θεωρείται μετρητά χρήματα που στις κατάλληλες περιπτώσεις πληρώνονται. Η χρήση του έχει χαρακτηριστεί ως οξυγόνο για το εμπόριο. Σκοπός της είναι η διασφάλιση της αξιοπιστίας και της εμπορικής πίστης, ανάμεσα σ’ άλλα, στην εργοληπτική αγορά. Είναι έγγραφο που έχει τη δική του αυτοτέλεια (αυτονομία και ανεξαρτησία) χωρίς έτσι η τίμηση του να εξαρτάται ή να επηρεάζεται από την ευρύτερο πλαίσιο της συμφωνίας των μερών. Σκοπός της εγγυητικής δεν είναι η διασφάλιση της συμφωνίας αλλά η διασφάλιση της αξιοπιστίας των συναλλαγών και της εμπορικής πίστης. Εφόσον ικανοποιηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις που περιέχονται στο έγγραφο, όσο τυπικοί και αν είναι, το τραπεζικό ή πιστωτικό ίδρυμα που το εξέδωσε υποχρεούται να πληρώσει το ποσό της εγγυητικής (Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πέγειας v. CAA Travel Media Ltd (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 837).
Η έννοια και σημασία της εγγυητικής εξηγείται στην υπόθεση Hellenic Bank Public Company Limited v. Alpha Panareti Public Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 1235 με αναφορά και σε άλλες υποθέσεις. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:
«Είναι δεδομένη η αυτοτέλεια της εγγυητικής επιστολής που εκδόθηκε στις 14.2.2001 και σε αυτό το ζήτημα συμφωνούν και τα δύο μέρη, (Δέστε σχετικά το σύγγραμμα των Pollock & Mulla: Indian Contract and Specific Relief Acts 13η έκδ. Επαναδημοσίευση 2000, Τόμος Β΄, σελ. 1777-1793, καθώς και την υπόθεση Edward Owen Engg Ltd v. Barclays Bank Intl Ltd [1978] 1 All E.R. 976). Μια εγγυητική επιστολή εκδιδόμενη από τραπεζικό ίδρυμα αποτελεί στη βάση σαφούς νομολογίας ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της και γι' αυτό τα Δικαστήρια σπανίως επεμβαίνουν με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων ώστε η εγγυητική να μην πληρωθεί ή να μην εκτελεσθεί.
Οι εγγυητικές θεωρούνται στο εμπόριο ουσιαστικά ως μετρητά χρήματα και στην απουσία ισχυρότατου λόγου προς το αντίθετο δεν νοείται η μη πληρωμή ή η μη εκτέλεση της εγγυητικής. Ως τέτοιος λόγος έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί μόνο η ύπαρξη δόλου που θα πρέπει να βαρύνει τον δικαιούχο της εγγυητικής και να είναι ταυτόχρονα και στη γνώση της τράπεζας. Έχει δε λεχθεί αυθεντικά από τη νομολογία ότι ο ισχυρισμός δόλου πρέπει όχι μόνο να τίθεται από τον ένα των διαδίκων, αλλά και να υποστηρίζεται από πλήρη και επαρκή στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να τον αξιολογήσει, έστω σε πρωταρχικό στάδιο, όταν ασχολείται με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, (Δέστε σχετικά τις υποθέσεις RD Harbottle (Mercantile) Ltd a.o. v. National Westminster Bank Ltd a.o. [1877] 2 All E.R. 862, Malas (trading as Hamzen Malas & Sons) v. British Imex Industries Ltd [1958] 2 Q.B.D. 127 και Themelhelp Ltd v. West a.o. [1995] 4 All E.R. 215).
…
Στη βάση της αυτοτέλειας της εγγυητικής αυτής επιστολής, οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν πλέον συμβαλλόμενα μέρη. Είναι δε σαφές από τη νομολογία που έχει προαναφερθεί, ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια εγγυητική επιστολή είναι ανεξάρτητες από τις μεταξύ των μερών ή των εμπορευομένων διαφορές, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Είναι γι' αυτό το λόγο που τα Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν στις εγγυητικές επιστολές, στην απουσία εμφανούς δόλου.»
Επίσης ο ρόλος και ο σκοπός της εγγυητικής σημειώνονται στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα ‘Mulla - Indian Contract and Specific Relief Acts’ σελίδες 1754-1755 κάτω από τον υπότιτλο ‘Performance Bond’. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο και καταγράφω αυτούσιο:
«The ‘performance bond’ loan was like a promissory note payable on demand (Edward Owen Engg Ltd v. Barclays Bank Intl Ltd [1978] 1 All ER 976]. Performance bonds fulfil a most useful role in international trade. If the seller defaults in making delivery, the buyer can operate the bond… The bond is given so that, on notice of default being given, the buyer can have his money in hand to meet his claim for damages for the seller’s non-performance of the contract… The courts must see that performance bonds are honoured (Cargill Intl SA v. Bangladesh Sugar and Food Inds Corp [1998] 2 All ER 406 (CA).»
Περαιτέρω στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα ‘Keating on Building Contracts’ 7η έκδοση §10-40 & §10-41 σελίδες 313-314 σημειώνονται τα εξής που αφορούν την εγγυητική πιστής εκτέλεσης στην εργοληπτική βιομηχανία:
«(b) Bonds
...
A bond is a promise by deed whereby the person giving the promise (the obligor or bondsman) promises to pay another person (the obligee) a sum of money. Ordinarily the bondsman only becomes obliged to make payment when called upon to do so. In the construction industry, the most common kind of bond is a performance bond entered into by a bank or insurance company at the behest of the contractor and in favour of the employer. In substance, the bondsman promises to pay up to the amount of the bond if the contractor fails to perform his contract. It is a matter of construction whether this amount to a quarantee of performance requiring proof of both breach and damage or to a promise to pay in circumstances which are less onerous to establish. Enforcing the bondsman’s liability is colloquially referred to as “calling the bond”. The bank of insurance company makes a charge to the contractor for giving the bond and will almost invariably obtain a counter-indemnity from the contractor or a parent or associated company. The requirement to procure a bond may be a stipulation of the construction contract which, subject to express words, may or may not be a condition. Where the bondsman is to be approved by the employer, it may be implied that such approval will not be unreasonably withheld.»
Υπάρχουν δύο μορφές εγγυητικής: η εγγυητική που η πραγματοποίηση της πληρωμή της εξαρτάται από ένα συγκεκριμένο γεγονός που καθορίζεται και εφόσον τεθούν συγκεκριμένα στοιχεία (conditional bond) και η εγγυητική που η πληρωμή της είναι ανέκκλητη με τον παροχέα να είναι υποχρεωμένος να τη τιμήσει απλά όταν του ζητηθεί από τον δικαιούχο (On-demand bond / unconditional bond). Το ποια ακριβώς είναι η μορφή της εγγυητικής που υπάρχει κάθε φορά καθορίζεται μέσα από το περιεχόμενο του εγγράφου.
Στην παρούσα υπόθεση αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων και προς τούτο ευρήματα του Δικαστηρίου τα εξής:
(α) για τις ανάγκες του έργου οι Εναγόμενοι κατέβαλαν προκαταβολή τόσο στους Ενάγοντες όσο και στους δύο διορισμένους υπεργολάβους ίση με το 10% του καθαρού ποσού του συμβολαίου για τους Ενάγοντες και εκάστης συμφωνίας υπεργολαβίας αντίστοιχα για αμφοτέρους διορισμένους υπεργολάβους,
(β) συνεπεία της προκαταβολής που τους δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων τους, οι Ενάγοντες εξέδωσαν και παρέδωσαν στους Εναγόμενους δύο εγγυητικές επιστολές προκαταβολής της Τράπεζας Κύπρου αρ. 00693-02-0020756 και 00193-02-0169627 για το ποσό των €278.180,00 έκαστη (Τεκμήριο 7),
(γ) συνεπεία της προκαταβολής που του δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων του, ο υπεργολάβος ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων έκδωσε και παρέδωσε στους Ενάγοντες και Εναγόμενους εγγυητική επιστολή προκαταβολής της πρώην Λαϊκής Τράπεζας με αρ. 51183/153/2012 για το ποσό των €55.000,00 (Τεκμήρια 9 & 110),
(δ) συνεπεία της προκαταβολής που του δόθηκε και στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων του, ο υπεργολάβος μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων έκδωσε και παρέδωσε στους Ενάγοντες και Εναγόμενους εγγυητική επιστολή προκαταβολής της της Τράπεζας Κύπρου με αρ. 0193-02-0184263 για το ποσό των €131.715,00 (Τεκμήρια 10 & 120).
Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων και προς τούτο εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι ρευστοποίησαν τα πιο κάτω ποσά από εγγυητικές επιστολές:
(α) στις 26.03.15 ποσό €394.088,00 που είναι μέρος των €556.360 που κάλυπταν συνολικά οι δύο εγγυητικές επιστολές προκαταβολής των Εναγόντων για ισάριθμο ποσό που δόθηκε ως προκαταβολή από τους Εναγόμενους στους Ενάγοντες με την υπογραφή του συμβολαίου,
(β) στις 05.02.15 ποσό €131.715 που είναι το σύνολο της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εγκαταστάσεων για ισάριθμο ποσό που του δόθηκε ως προκαταβολή από τους Εναγόμενους μέσω των Εναγόντων με την υπογραφή του συμβολαίου υπεργολαβίας. Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος υπεργολάβος ζητεί επιστροφή του ποσού αυτού με την αγωγή αρ. 2521/15 που καταχώρισε στο Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον των Εναγόντων και Εναγομένων. Εξ όσον δόθηκε η εντύπωση στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, η εκδίκαση της αγωγής αυτής εκκρεμεί μέχρι σήμερα.
Σε ότι αφορά τον διορισμένο υπεργολάβο ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, οι Εναγόμενοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ρευστοποιήσουν ποσό €55.000 που είναι το σύνολο της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής του συγκεκριμένου διορισμένου υπεργολάβου για ισάριθμο ποσό που του δόθηκε ως προκαταβολή από τους Εναγόμενους μέσω των Εναγόντων με την υπογραφή του συμβολαίου υπεργολαβίας. Να σημειωθεί ότι οι Εναγόμενοι καταχώρισαν την αγωγή αρ. 970/19 στο Ε.Δ. Πάφου με την οποίαν, μεταξύ άλλων, διεκδικούν ρευστοποίηση του πιο πάνω ποσού. Εξ όσον δόθηκε η εντύπωση στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, η εκδίκαση της αγωγής αυτής εκκρεμεί μέχρι σήμερα. Την ίδια στιγμή έχουν δεσμεύσει ισάριθμο ποσό από ποσά που οφείλονται στους Ενάγοντες. Όλα αυτά, ως κοινό έδαφος των διαδίκων που είναι, αποτελούν μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.
Εκείνο που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο οι Εναγόμενοι είχαν ή όχι δικαίωμα να προβούν σε ανάκτηση των εγγυητικών προκαταβολής. Θα εξετάσω κάθε μία περίπτωση ξεχωριστά.
Διορισμένος Υπεργολάβος Ηλεκτρολογικών Εγκαταστάσεων:
Η ύπαρξη ή όχι δικαιώματος ανάκτησης της εγγυητικής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων ύψους €55.000 από τους Εναγόμενους, αποτελεί επίδικο θέμα που θα εξεταστεί από το Ε.Δ. Πάφου (υπό διαφορετική σύνθεση) μέσα από την εκκρεμούσα αγωγή αρ. 970/19. Εφόσον οι Εναγόμενοι αξιώνουν το ποσό αυτό στην αγωγή αρ. 970/19, δεν μπορούν να διεκδικούν το ίδιο ποσό και μέσα από την παρούσα αγωγή δεσμεύοντας αντίστοιχο ποσό που οφείλεται στους Ενάγοντες.
Ως εκ τούτου, ποσό €55.000 θα πρέπει να πιστωθεί στους Ενάγοντες στα πλαίσια της τελικής ρύθμισης του ποσού του συμβολαίου.
Διορισμένος Υπεργολάβος Μηχανολογικών Εγκαταστάσεων:
Η ύπαρξη ή όχι δικαιώματος ανάκτησης της εγγυητικής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εγκαταστάσεων ύψους €131.715 από τους Εναγόμενους, αποτελεί επίδικο θέμα που θα εξεταστεί από το Ε.Δ. Λευκωσίας μέσα από την εκκρεμούσα αγωγή αρ. 2521/15. Ενόψει του γεγονότος αυτού, το ποσό που έχει ρευστοποιηθεί θα παραμείνει προσωρινά δεσμευμένο από τους Εναγόμενους και αναλόγως του τελεσίδικου αποτελέσματος στην αγωγή αρ. 2521/15 είτε θα επιστραφεί, μέσω των Εναγόντων, στον εν λόγω διορισμένο υπεργολάβο είτε θα παραμείνει για πάντα στην κατοχή των Εναγομένων.
Ενάγοντες:
Το συνολικό ποσό της εγγυητικής προκαταβολής ισοδυναμεί με το ποσό της προκαταβολικής πληρωμής που οι Ενάγοντες εισέπραξαν από τους Εναγόμενους για να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς που αφορούν το έργο, όπως για παράδειγμα κινητοποίηση, μελέτη, οργάνωση εργοταξίου και προγραμματισμό έναρξης κατασκευαστικών εργασιών. Επομένως καθίσταται αντιληπτό ότι σκοπός της συμβατικής υποχρέωσης των Εναγόντων να μεριμνήσουν για την έκδοση εγγυητικής προκαταβολής είναι για να διασφαλιστεί ότι οι Ενάγοντες θα δαπανήσουν τα χρήματα που θα εισπράξουν προκαταβολικά από τους Εναγόμενους προς όφελος του έργου που ανέλαβαν να εκτελέσουν.
Η παροχή προκαταβολής, για την οποίαν δόθηκαν οι δύο σχετικές εγγυητικές επιστολές, προνοείται συμβατικά με τον όρο 60.11. Η λογιστική ρύθμιση της προκαταβολής ώστε να συνάδει κάθε φορά με την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας και να αποφεύγεται υπερπληρωμή στους Ενάγοντες, θα γίνεται με αποκοπή από κάθε ενδιάμεσο πιστοποιητικό πληρωμής συγκεκριμένου ποσοστού από το ποσό που προορίζεται κάθε φορά στους Ενάγοντες μέχρι το συνολικό ποσό της αποκοπής φθάσει το συνολικό ποσό που δόθηκε ως προκαταβολή. Ειδικά στον όρο 60.11 σημειώνονται τα εξής:
«Η προκαταβολή πρέπει να αποπληρώνεται μέσω αφαίρεσης στα Πιστοποιητικά Ενδιάμεσης Πληρωμής, αρχής γενομένης από το πρώτο Πιστοποιητικό που εκδίδεται μετά που η συνολική πιστοποιημένη αξία των Μόνιμων Έργων και οποιονδήποτε άλλων εργασιών που περιλαμβάνονται στα Δελτία Ποσοτήτων (εξαιρουμένης της αφαίρεσης της κράτησης) θα υπερβεί το 30 τοις εκατό του Καθαρού Ποσού Συμβολαίου ΄όπως ορίζεται στο εδάφιο 52.3. Το ποσό που θα αφαιρείται από κάθε Πιστοποιητικό Ενδιάμεσης Πληρωμής» θα υπολογίζεται έτσι ώστε η αποπληρωμή σε ίσες μηνιαίες δόσεις …»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Η έννοια του «Καθαρού Συμβολαίου» παρέχεται στον όρο 52.3 και σημαίνει ‘το Ποσό Συμβολαίου αφαιρουμένων των Ποσών Προνοίας και Ποσών Βασικού Κόστους και του ποσού για εκτέλεση εργασιών με απολογισμό, εάν υπάρχουν …’.
Ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 1 που είναι τα Δελτία Ποσοτήτων και συγκεκριμένα στη σελίδα 102 αυτού, παρατηρώ ότι το συμφωνημένο ποσό συμβολαίου είναι €9.784.979,86 πλέον Φ.Π.Α. Αν από αυτό αφαιρέσουμε τα σημειούμενα ποσά αρχικού κόστους για διορισμένους υπεργολάβους ύψους €3.472.775, ποσά προνοίας ύψους €823.000 και εργασίες με ημερήσιο απολογισμό ύψους €13.383,75, καταλήγουμε ότι το Καθαρό Ποσό Συμβολαίου ανέρχεται στα €5.475.821,11.
Με βάση το πιστοποιητικό πληρωμής αρ.10 ημερ. 17.12.13, η αξία της εκτελεσθείσας εργασίας υπολογίστηκε σε €2.567.042,00. Σύμφωνα δε με τον εισηγούμενο τελικό λογαριασμό που οι Ενάγοντες ετοίμασαν, η αξία της εκτελεσθείσας εργασίας υπολογίστηκε σε €2.335.216,07. Χωρίς να εκλαμβάνεται η θέση είτε της μίας πλευράς είτε της άλλης ως δεδομένα ορθή, το ποσοστό εργασιών που εκτελέστηκε σε σύγκριση με το καθαρό ποσό συμβολαίου ανέρχεται σε 47% αν χρησιμοποιηθεί ο αριθμός του πιστοποιητικού πληρωμής αρ.11 και σε 43% αν χρησιμοποιηθεί ο αριθμός των Εναγόντων. Σ’ αμφότερες περιπτώσεις η έκταση της εκτελεσθείσας εργασίας υπερέβηκε του ποσοστού 30% που προνοείται συμβατικά με αποτέλεσμα ορθά, να γίνεται, μέσω των ενδιάμεσων πιστοποιητικών πληρωμής, αποκοπής από το ποσό προκαταβολής που δόθηκε.
Δεν αποτελεί σημείο αμφισβήτησης ότι ο τρόπος και το ποσό αποκοπής σε σχέση με την προκαταβολή. Ανατρέχοντας το πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 ημερ. 17.12.13 διαπιστώνω ότι το συνολικό ποσό που αποκόπηκε για σκοπούς της προκαταβολής ανέρχεται στα €162.272,00, πράγμα που αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου. Υπενθυμίζω ότι το ποσό της προκαταβολής που δόθηκε στους Ενάγοντες ανέρχεται στα €556.360,00. Με γνώμονα ότι όταν στις 19.12.13 οι Ενάγοντες τερμάτισαν τις εργασίες στο έργο, παρόλο ότι παρέδωσαν το εργοτάξιο στις 02.05.14, τους είχαν αποκοπεί μόνο €162.272,00 σημαίνει ότι από το συνολικό ποσό της προκαταβολής που είχαν πληρωθεί κρατούσαν περίσσευμα €394.088,00.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, καταλήγω ότι η κρίση των Εναγόντων να αποταθούν για ρευστοποίηση της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής ήταν ορθή. Αυτός είναι σκοπός της παροχής της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής.
Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής (Τεκμήριο 7). Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το λεκτικό που χρησιμοποιείται στο κείμενο της συγκεκριμένης εγγυητικής δεν μπορεί παρά να την κατατάξει στην κατηγορία «On-demand bond/unconditional bond». Το ρητό και σαφές περιεχόμενο που χρησιμοποιείται, όπως αυτό αυτούσια έχει τεθεί πιο πάνω, δεν αφήνει άλλη εξήγηση από το ότι πρόκειται για ανέκκλητη με τον παροχέα, σε κάθε περίπτωση, να είναι υποχρεωμένος να την τιμήσει απλά όταν του ζητηθεί από τον δικαιούχο εφόσον εκ πρώτης όψεως ισχύουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Η έννοια και σημασία μίας τέτοιας μορφής εγγυητικής εξηγείται στο πιο κάτω απόσπασμα από το αγγλικό νομικό σύγγραμμα ‘Keating on Building Contracts’ 7η έκδοση §10-44 - §10-47 σελίδες 317-317 που καταγράφεται αυτούσια:
«“On - demand bonds”. These are unconditional bonds obliging the bondsman to pay simply on demand. Problems that they rase include whether an employer who calls an on-demand bond has to account for the amount received, an if so to whom and upon what legal principle.
In Edward Owen v. Barclays Bank, contractors agreed with Libyan customers to supply and erect glass houses in Libya. There was to be a performance quarantee for 10 per cent of the contract price. The quarantee, given by an English bank, was payable “on demand without proof or conditions” There was no evidence of any default or breach of contract on the part of the contractor. It was held that, subject only to proof of fraud on the part of the contractor. It was held that, subject only to proof of fraud on the part of the employer, the bond could be enforced with the result that the contractor became liable upon his indemnity to the English bank. Lord Denning said that, in so far as such bond was enforceable without any breach at all, it bore the colour of a discount, which the contractor, if he were wise, would take into account when quoting his price. “These performance guarantees are virtually promissory notes payable on demand.” In the absence of fraud, the court will normally not grant an injunction restraining the enforcement of an on-demand bond, but the underlying contract cannot be entirely ignored. If the contractor had lawfully avoided the underlying contract or there was a failure of its consideration, the court might prevent a call on the bond.
Although the reference to a discount in Edward Owen v. Barclays Bank suggests that the employer would not be obliged to account, the decision concerned whether the bondsman had to pay, and did not address questions of subsequent account. It is submitted that, where in relation to a building contract a contractor has at the request of the employer procured an unconditional bond, the court may, depending on all the circumstances, be able to imply into the building contract a term that the employer should account to the contractor for the proceeds of the bond. There may in some circumstances alternatively be a collateral contract to equivalent effect. If this were correct, where the employer’s loss was either nil or less than the amount recovered under the bond, the contractor would be entitled to recover in part or in whole.
Release by employer.
Some bonds are expressly for fixed periods and others come to an end at stated times. e.g. on a particular date or at practical completion. Subject to the express provisions such as these, It is submitted that the typical bond, guaranteeing performance of the contract in accordance with its conditions, extends to any latent defects for which the contractor may be liable in accordance with those conditions. The bondsman’s liability therefore does not determine upon completion of the works save in so far as the contractor’s obligations end at that stage. Further, it is not thought that there is any implied right to require the employer to release the bondsman upon completion of the works.»
Από την πιο πάνω νομική προσέγγιση καθίσταται αντιληπτό ότι εφόσον πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που περιέχονται στην εγγυητική για την πληρωμή του ποσού της, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός όταν υπάρχει εμφανές δόλος που βαρύνει τον δικαιούχο της εγγυητικής και την ίδια στιγμή είναι εις γνώση του τραπεζικού οργανισμού που την έχει εκδώσει. Στην περίπτωση που η εγγυητική είναι τύπου on-demand bond / unconditional bond, ο δόλος στη βάση στοιχείων είναι ο κατ’ εξοχήν λόγος που δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου στην αποτροπή πληρωμής της, χωρίς όμως να αποκλείεται κάτι ανάλογο όταν ο εργολάβος (ανάδοχος) νόμιμα δεν εκτέλεσε συμβατικές υποχρεώσεις του.
Εδώ δεν υφίσταται ισχυρισμός ‘δόλου’. Ούτε αποτελεί σημείο αμφισβήτησης ότι οι Εναγόμενοι συμμορφώθηκαν με το περιεχόμενο των δύο πανομοιότυπων εγγράφων που τους επέτρεπαν να αιτηθούν ρευστοποίηση του ποσού στον τραπεζικό οργανισμό που τις εξέδωσε. Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων και για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, καταλήγω ότι ορθά η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε σε ρευστοποίηση ποσού €394.088,00 προς όφελος των Εναγόμενων.
Έξοδα Χρηματοδότησης:
Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι από τη ρευστοποίηση των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής υπέστηκαν €20.000 χρηματοδοτικά και τραπεζικά έξοδα, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι ζημιές που έχουν επωμιστεί και απαιτούν την επιδίκαση αντίστοιχης αποζημίωσης.
Ενόψει του σκεπτικού μου στο θέμα αυτό, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται επιδίκαση τέτοιας μορφής ζημιάς.
Τόκος και Κεφαλαιοποίηση:
Η απόρριψη επιδίκασης αποζημίωσης για τα επικαλούμενα χρηματοδοτικά και τραπεζικά έξοδα, συμπαρασύρει σε αποτυχία και τη θέση για χρέωση τόκου προς 9% ετησίως επί του αποδιδόμενου ποσού και κεφαλαιοποίηση του δύο φορές ετησίως από 26.03.15 μέχρι εξόφλησης. Διευκρινίζεται ότι η μη επιδίκαση τόκου αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα των εξόδων χρηματοδότησης που άπτεται το θέμα ρευστοποίησης μέρους των εγγυητικών επιστολών προκαταβολής. Εάν και εφόσον στη συνέχεια το Δικαστήριο καταλήξει ότι θα πρέπει να επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες, ασφαλώς και θα εξετάσει ζήτημα επιβάρυνσης του με τόκο.
Ρύθμιση Τελικού Ποσού Συμβολαίου:
Ο όρος 60.6 απαριθμεί τα στοιχεία που συγκροτούν τον τελικό λογαριασμό του έργου. Επίσης περιγράφει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί.
Με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, εάν ο επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα δεν μπορεί να υιοθετήσει οποιοδήποτε μέρος του προσχεδίου του τελικού λογαριασμού που του έχουν υποβάλει οι Ενάγοντες εντός της περιόδου που προνοείται, τότε ζητεί από τους Ενάγοντες επιπρόσθετα στοιχεία που θα τον βοηθήσουν. Αν μέσα από τη συζήτηση υπάρχει συμφωνία μεταξύ του επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα και των Εναγόντων τότε υποβάλλεται ο τελικός λογαριασμός με τις τυχόν αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί. Αν όμως μέσα από τη συζήτηση διαφανεί ότι υπάρχει διαφωνία και παρά τις προσπάθειες τους παραμείνει η διαφωνία, τότε ο επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα παραδίδει στους Εναγόμενους ένα πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής για τα μέρη του προσχεδίου του τελικού λογαριασμού, εάν υπάρχουν, για τα οποία δεν υπάρχει διαφωνία. Η διαφωνία διευθετείται σύμφωνα με τον όρο 67 ο οποίος παρέχει μηχανισμό επίλυσης διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση ο τελικός λογαριασμός του έργου δεν έχει συμφωνηθεί. Οι διαφορές των συμβαλλομένων μερών δεν εστιάζονται σε μία πτυχή του τελικού λογαριασμού αλλά σε διάφορες. Αναφέρομαι ξεχωριστά σε κάθε μία από αυτές στη συνέχεια. Παρά το ενσωματωμένο στις πρόνοιες του όρου 67 συνυποσχετικό παραπομπής διαφορών για επίλυση σε Διαιτησία δυνάμει του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4), τα μέρη επέλεξαν το Δικαστήριο ως τον τελικό κριτή για όλες τις διαφωνίες/διαφορές τους.
Ενόψει της εκκρεμούσας αγωγής αρ. 2521/15 στο Ε.Δ. Λευκωσίας, η ρύθμιση του τελικού ποσού συμβολαίου δεν συμπεριλαμβάνει εργασίες και απαιτήσεις του διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων. Αυτό επειδή τέτοιου είδους ζητήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης εκείνης.
Περαιτέρω η ρύθμιση του τελικού ποσού συμβολαίου δεν συμπεριλαμβάνει το ποσό της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 08.12.11 (Τεκμήριο 8) αφού ουδείς από τους διαδίκους ασχολείται με το ζήτημα αυτό.
Η θέση των Εναγομένων ότι το Τεκμήριο 110 έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα:
Το Τεκμήριο 110 αποτελεί τον τελικό λογαριασμό που εισηγείται ότι πρέπει να είναι για το έργο η πλευρά των Εναγόντων. Ετοιμάστηκε από τον ΜΕ1 και τον ΜΕ2 και φέρει ημερομηνία 30.09.14. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα με βάση τους όρους του συμβολαίου. Προφανώς έχουν κατά νου τον όρο 60.6 που αναφέρει ότι «Όχι αργότερα από 56 ημέρες μετά την έκδοση του Πιστοποιητικού Ευθύνης Ελαττωμάτων σύμφωνα με το εδάφιο 62.1, ο Εργολάβος οφείλει να υποβάλει στο Μηχανικό… ενός προσχεδίου του τελικού λογαριασμού συνοδευόμενου από υποστηρικτικά έγγραφα …»
Πράγματι προνοείται συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας ο εργολάβος καλείται να υποβάλει προσχέδιο του τελικού λογαριασμού που εισηγείται μαζί με όλα τα υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία που να τεκμηριώνουν το περιεχόμενο του. Ωστόσο συνδυασμένη μελέτη του όρου 60.6 με άλλους όρους του συμβολαίου και όχι απομονωμένη ερμηνεία του, καθιστά αντιληπτό ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Δεν μπορεί να υπάρξει αυστηρή και τυπολατρική προσέγγιση της προθεσμίας αυτής και τούτο για χάριν ολοκλήρωσης της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση ο τελικός λογαριασμός είναι προϊόν συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Αν η προθεσμία είναι αυστηρή τότε σημαίνει για όσα έργα δεν τηρηθεί δεν υπάρξει ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Εδώ ο σύμβουλος επιμετρητής ποσοτήτων ετοίμασε έγγραφο που το ονόμασε ‘τελικό λογαριασμό’ (Τεκμήριο 132), χωρίς κάτι τέτοιο να προνοείται αυστηρά από τους όρους του συμβολαίου. Αυστηρή προσέγγιση που δεν θα επέτρεπε εξέταση τόσο του εγγράφου των Εναγόντων όσο και του εγγράφου των Εναγόμενων, θα διατηρούσε αιώνια σε εκκρεμότητα τη διαδικασία. Αντίθετα μία πρακτική προσέγγιση, χωρίς να επηρεάζονται συμβατικά δικαιώματα και/ή ΄άλλα συμφέροντα είτε των Εναγόντων είτε των Εναγόμενων, θα επέτρεπε σύγκριση του εγγράφου των Εναγόμενων με το έγγραφο που ετοίμασαν προγενέστερα οι Ενάγοντες για τον ίδιο σκοπό (Τεκμήριο 110). Για χάριν ολοκλήρωσης της διαδικασίας, αμφότερα έργα μπορούν, μέσα από αξιολόγηση του περιεχομένου τους, να χρησιμοποιηθούν ως βάση διαπραγμάτευσης για σκοπούς συμφωνίας της ρύθμισης του τελικού ποσού του συμβολαίου. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο ΜΕ1 έδωσε δικαιολογία για το χρόνο που παρήλθε την οποίαν κρίνω ότι είναι λογική και συνάμα επαρκής εξηγώντας ότι δαπανήθηκε χρόνος για να εξασφαλιστούν έγγραφα και στοιχεία που απαιτούνταν για την ετοιμασία του περιεχομένου προσχεδίου του.
Κατά συνέπεια, ερμηνεύοντας τους όρους του συμβολαίου στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικά την επίμαχη φράση στον όρο 60.6, το Τεκμήριο 110 των Εναγόντων δεν μπορεί να εκληφθεί ότι υπεβλήθηκε εκπρόθεσμα και αυτόματα να αποκλειστεί η αξιολόγηση του περιεχομένου του.
Συνολικό ποσό που οι Ενάγοντες πληρώθηκαν για τις εργασίες του έργου:
Οι διάδικοι συμφωνούν ότι αναφορικά με την εκτέλεση εργασιών στο έργο οι Εναγόμενοι πλήρωσαν τους Ενάγοντες συνολικά €2.879.378,00 πλέον Φ.Π.Α. Το εν λόγω ποσό καλύπτει πληρωμές που έχουν πιστοποιηθεί και καταβληθεί μέχρι και το πιστοποιητικό αρ.9 ημερ. 04.09.13 συμπεριλαμβανομένου (Τεκμηρίου 43).
Αξία Συνολικής Εργασίας που εκτελέστηκε στο έργο μέχρι τον τερματισμό,
χωρίς να περιλαμβάνονται επιπλέον εργασίες:
Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που μου δόθηκε, οι Ενάγοντες, δια του ΜΕ1, υπολόγισαν την αξία της εργασίας που εκτελέστηκε μέχρι τις 19.12.13 που τέθηκε σε ισχύ ο τερματισμός του συμβολαίου σε €2.319.201,07. Προς τεκμηρίωση της θέσης τους κατατέθηκε το Τεκμήριο 110 που παρέχει ανάλυση της εργασίας που οι Ενάγοντες θεωρούν ότι εκτελέστηκε. Μελέτη εγγράφων του Τεκμηρίου 110 που ετοιμάστηκαν από τον ΜΕ1, καθιστά αντιληπτό ότι στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται επιπλέον εργασίες τις οποίες οι Ενάγοντες εκτίμησαν σε €100.979,51. Οι Εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ότι για την εκτέλεση τους δόθηκαν οδηγίες από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα, πλην όμως διαφωνούν με την εκτίμηση των Εναγόντων.
Για σκοπούς προσέγγισης του ζητήματος θα αφαιρέσω το επίμαχο ποσό που οι Ενάγοντες αποδίδουν στις επιπλέον εργασίες (€100.979,51). Με βάση την ανάλυση των Εναγόντων, η αξία της εργασίας που εκτελέστηκε μέχρι που τέθηκε σε ισχύ ο τερματισμός του συμβολαίου, αφού αφαιρεθεί το εκτιμημένο ποσό των επιπλέον εργασιών, ανέρχεται κατόπιν απλής μαθηματικής πράξης (€2.319.201,07 - €100.979,51), σε €2.218.221,56. Από τα υποστηρικτικά έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μου στο εν λόγο ποσό περιλαμβάνεται ποσό €6.520 για εκτελεσθείσα μηχανολογική εργασία και ποσό €9.495,00 για εκτελεσθείσα ηλεκτρολογική εργασία.
Να σημειωθεί ότι μέσα από την αντεξέταση του ΜΕ1 οι Εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν την ορθότητα του ποσού των €2.218.221,56. Ουδεμία ερώτηση τέθηκε στον ΜΕ1 σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ούτε κλήθηκε ο μάρτυρας από τους Εναγόμενους να δώσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις σε σχέση με το έγγραφο ανάλυσης της εκτελεσθείσας εργασίας. Η νομολογία υποδεικνύει ότι παράλειψη αντεξέτασης του ΜΕ1 στο συγκεκριμένο ζήτημα σημαίνει ότι η πλευρά των Εναγομένων αποδέχεται την εκδοχή των Εναγόντων σ’ αυτό (Πιριλλίδη v. Δήμου Λεμεσού Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015 ημερ. 11.12.17, Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527, αγγλικό νομικό σύγγραμμα ‘The Modern Law of Evidence’, Andrian Keane, 5η έκδοση, σελ. 177). Την ίδια στιγμή αξίζει να λεχθεί ότι το ποσό που οι Ενάγοντες έχουν υπολογίσει ως αξία της εκτελεσθείσας εργασίας συνάδει στη σφαίρα της λογικής με την αξία που υπολόγισε ο επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα στο πιστοποιητικό ενδιάμεσης πληρωμής αρ.10 ημερ. 17.12.13 που είναι το τελευταίο πιστοποιητικό που εκδόθηκε (17.12.13) κατά τον τερματισμό των εργασιών (19.12.13). Ειδικότερα εκτιμά την αξία εκτελεσθείσας εργασίας σε €2.567.042,00. Στον αριθμό όμως αυτό περιλαμβάνεται και αξία υλικών στο εργοτάξιο, η οποία δεν προσδιορίζεται, σε αντίθεση με το ποσό των Εναγόντων στο οποίο δεν περιέχεται αξία υλικών εργοταξίου.
Από πλευράς των Εναγομένων ο ΜΥ δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία που να καταδεικνύουν αντίθετη, από αυτή των Εναγόντων, θέση ως προς την αξία εκτελεσθείσας εργασίας κατά τον τερματισμό. Αν υπήρχε ένορκη μαρτυρία από τον επιβλέπον μηχανικός με ειδικότητα αρχιτέκτονα και/ή από τον σύμβουλο επιμετρητή ποσοτήτων, ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ουδείς όμως από αυτούς προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου. Η σύγκριση προτάσεων για σκοπούς τελικού λογαριασμού που επιχείρησε να πράξει ο ΜΥ καταγράφοντας διάφορα ποσά που παρουσιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις Εναγόντων, Εναγομένων και επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα (Παράρτημα Β, Πίνακας 2 Ένδειξη ‘Β’) χωρίς οποιαδήποτε από αυτά να συνοδεύονται από στοιχεία, δεν διαφωτίζουν το Δικαστήριο και κατ’ επέκταση δεν βοηθούν στην εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος. Ομοίως για το Παράρτημα Α, Πίνακας 1 Ένδειξη ‘Β’ που επίσης ετοιμάστηκε από τον ΜΥ, χωρίς ούτε αυτό να συνοδεύεται από υποστηρικτικά στοιχεία. Σε ερώτηση που του υπεβλήθηκε γιατί δεν πληρώνεται το ποσό των €59.293,07 που οι Εναγόμενοι σημειώνουν ως οφειλόμενο προς τους Ενάγοντες έδωσε την πιο κάτω απάντηση που απλά επιβεβαιώνει ότι τα επισυνημμένα στη γραπτή του δήλωση έγγραφα απλά καταγράφουν τη θέση των Εναγομένων για σκοπούς φιλικού διακανονισμού με τους Ενάγοντες (πρακτικά ημερ. 13.12.23, σελίδα 26, γραμμές 13-29):
«E. Στο έγγραφο με ένδειξη Β, την κατάθεση που καταχωρήσατε σήμερα, στην παράγραφο 58 καταλήγεις σε ένα ποσό, το οποίο λες ότι οφείλεται από τους Εναγόμενους στους Ενάγοντες. Η ερώτησή μου είναι γιατί οι Εναγόμενοι δεν πλήρωσαν στους Ενάγοντες έστω αυτό το ποσό μέχρι σήμερα;
A. … Καταρχήν έπρεπε να έχουμε τη θέση του εργολάβου, η οποία υποβλήθηκε το 2014. Έπρεπε να έχουμε ενώπιον μας τη θέση των μελετητών, η οποία υποβλήθηκε το 2015 και έκτοτε η πρώτη φορά που μπήκαμε στη διαδικασία να αξιολογήσουμε όλα αυτά τα στοιχεία, ήταν λόγω αυτής της δικαστικής διαδικασίας. Και προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα στη βάση του να μην αδικηθεί κανείς, κάναμε τους πίνακες που έχω επισυνάψει στη γραπτή μου δήλωση για να καταλήξουμε στο νούμερο που αναγράφεται στην παράγραφο 59 όπως λέτε. Αυτή είναι η θέση η δική μας. Εννοείται ότι εάν εγίνετουν προηγουμένως ο οποιοσδήποτε φιλικός διακανονισμός με τον εργολάβο χωρίς να προχωρήσουμε στη δικαστική διαδικασία, θα συμμορφώνετουν και θα καταβάλλετουν το όποιο πόσο. Αυτό είναι μία πρόταση από εμάς.»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Στη συνέχεια ο ΜΥ ακύρωσε τον ίδιο του τον εαυτό όταν αναίρεσε τους αριθμούς που εκπροσωπούν τις θέσεις των Εναγομένων αλλά και τους αριθμούς που εμφάνισε σαν θέσεις των μελετητών, ως αυτοί καταγράφονται στα προαναφερόμενα δύο παραρτήματα που ο ίδιος ετοίμασε, παρουσιάζοντας έτσι νέους διαφορετικούς αριθμούς οι οποίοι πηγάζουν μέσα από την υιοθέτηση εγγράφου τελικού λογαριασμού που ετοίμασε ο σύμβουλος επιμετρητής ποσοτήτων, με εξαίρεση το ζήτημα του οπλισμού στο οποίο διατήρησε τη διαφωνία των Εναγομένων με τους συμβούλους τους (Τεκμήριο 132). Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά ημερ. 21.12.23, σελίδα 26, γραμμές 27-30, το οποίο ομιλεί από μόνο του:
«E. Λοιπόν, εσείς από το Τεκμήριο 132 που είναι εισήγηση του επιμετρητή αποδέχεστε κάποια ζητήματα, ενώ κάποια όχι, σωστά;
A. Αποδεχόμαστε όλα, πλην το θέμα του οπλισμού που εξήγησα στην προηγούμενη συνεδρία.»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Ουδεμία εξήγηση δόθηκε για τη διαφορετικότητα των αριθμών που ο ΜΥ παρουσίασε ως θέσεις των μελετητών του μέσα από τα παραρτήματα που ο ίδιος ετοίμασε και επισυνάπτονται στη γραπτή του δήλωση και αυτών που αργότερα υιοθέτησε από το Τεκμήριο 132. Επίσης καμία εξήγηση δόθηκε για την ουσιώδη μεταστροφή αυτή του ΜΥ. Η απουσία δικαιολογίας από μέρους του ΜΥ αποτελεί πλήγμα στην αξιοπιστία του ως μάρτυρας.
Πέραν και ανεξαρτήτως όμως αυτού, η μαρτυρία του ΜΥ στο θέμα αυτό υιοθετεί μαρτυρία των μελετητών και/ή του συμβούλου επιμετρητή ποσοτήτων. Πρόκειται για εξ’ ακοής μαρτυρία, η οποία βέβαια δεν απορρίπτεται εκ προοιμίου. Ενόψει όμως της μη προσέλευσης του επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα αλλά και του συμβούλου επιμετρητή ποσοτήτων που είναι ο συντάκτης του Τεκμηρίου 132 στο Δικαστήριο για να επεξηγήσει το εν λόγω έγγραφο και να υποστεί τη βάσανο της αντεξέτασης, χωρίς να έχει παρουσιαστεί οποιοσδήποτε λόγος για τη μη κλήση τους, αποδίδω μηδενική βαρύτητα στο εν λόγω τεκμήριο .(Τεκμήριο 132). Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΥ στο εν λόγω θέμα που καταθέτει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, η οποία απλά υιοθετεί τη μαρτυρία άλλου εμπειρογνώμονα που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, δεν έχω κανένα επιχείρημα που να με εμποδίζει να αποδεχτώ τη μαρτυρία του ΜΕ1 στο συγκεκριμένο ζήτημα και παράλληλα να απορρίψω την μαρτυρία του ΜΥ στο ίδιο θέμα. Συνεπώς καταλήγω στο εύρημα ότι η αξία της εργασίας που εκτελέστηκε μέχρι που τέθηκε σε ισχύ ο τερματισμός του συμβολαίου ανέρχεται σε €2.218.221,56.
Επιπλέον Εργασίες:
Το συμβόλαιο επιτρέπει την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών ως τροποποιητική μορφή των υφιστάμενων. Ο όρος 51.1 είναι σχετικός. Επίσης σχετικός είναι ο όρος 55.1. Ο ΜΥ στη μαρτυρία του επικαλέστηκε τον συγκεκριμένο όρο προκειμένου να ισχυριστεί ότι οι αποφάσεις του συμβούλου επιμετρητή ποσοτήτων που σημειώνονται στο Τεκμήριο 132 και ο ίδιος ετοίμασε, κατέστησαν τελεσίδικες. Με λίγα λόγια ζήτησε όπως το συγκεκριμένο μέρος του εν λόγω εγγράφου γίνει αποδεκτό ως τελεσίδικο.
Με κάθε σεβασμό η θέση του ΜΥ στερείται βάσης. Το Τεκμήριο 110 που καταγράφει τις θέσεις των Εναγόντων στο συγκεκριμένο ζήτημα ετοιμάστηκε στις 30.09.14 ενώ το Τεκμήριο 132 που παρουσιάζει τις θέσεις των Εναγομένων ετοιμάστηκε στις 08.06.15, δηλαδή 8,5 μήνες αργότερα. Εφόσον οι θέσεις των Εναγομένων διαφέρουν από αυτές των Εναγόντων στο θέμα αυτό και δεν υπήρξε συμφωνία επί του τελικού λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων, έπεται ότι πρόκειται για διαφορά η οποία προέκυψε και επιλύεται με βάση τον μηχανισμό επίλυσης που το συμβόλαιο προβλέπει (όροι 60.5 & 67). Από τη στιγμή που αμφότερα μέρη κατέληξαν από κοινού στο Δικαστήριο, οι διαφορές τους θα επιλυθούν εδώ.
Ο ΜΕ1 περιέγραψε με λεπτομέρεια τις εργασίες που εκτέλεσε και θεωρεί ότι είναι επιπλέον. Ακολούθως υπέδειξε την ποσότητα κάθε είδους επιπρόσθετης εργασίας που ο ίδιος υπολόγισε ότι εκτελέστηκε και σε συνδυασμό με τη μονάδα μέτρησης που ανάφερε ότι ισχύει και χρησιμοποίησε, εκτίμησε την αξία κάθε είδους επιπρόσθετης εργασίας. Ο ΜΕ1 κατέληξε ότι η αξία της συνολικής επιπλέον εργασίας που εκτελέστηκε στο έργο ανέρχεται στα €100.979,51 (Τεκμήριο 110).
Ο ΜΕ1 ήταν σαφής και επεξηγηματικός στις εν λόγω τοποθετήσεις του, τις οποίες θεμελίωσε με υποστηρικτικά έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Να σημειωθεί ότι οι ποσότητες των επικαλούμενων επιπλέον εργασιών και οι μονάδες μέτρησης που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό της αξίας τους δεν αμφισβητήθηκαν από τους Εναγόμενους. Ο ΜΕ1 διαφώτισε το Δικαστήριο για όλες τις εργασίες αυτές που εκτελέστηκαν χωρίς να αντεξεταστεί επί της ουσίας τους. Ειδικότερα παρέμεινε αναντίλεκτη η πιο κάτω μαρτυρία του ΜΕ1 σχετικά με τις εργασίες αυτές:
(α) μόνωση διαφραγματικού τοίχου - €30.945. Το ποσό είχε συμφωνηθεί και τιμολογηθεί ως επιπρόσθετη εργασία. Παρέπεμψε δε στις οδηγίες ημερ. 26.10.12, 07.02.13 & 20.02.13,
(β) κατασκευή kicker - €5.990. Η εργασία αυτή δεν περιλαμβανόταν στο δελτίο ποσοτήτων γι’ αυτό οι Ενάγοντες αιτήθηκαν και εξασφάλισαν σχετική έγκριση για την εκτέλεση της,
(γ) διογκούμενη πολυουρεθάνη - €2.598. Η εργασία αυτή δεν περιλαμβανόταν στο δελτίο ποσοτήτων και κοστολογήθηκε με ξεχωριστή συμφωνία. Παρέπεμψε δε στην οδηγία ημερ. 08.03.13,
(δ) διαφραγματικός τοίχος - €49.934,92. Πρόκειται για εργασία που υπήρχε στο δελτίο ποσοτήτων αλλά με οδηγίες του επιβλέπον μηχανικού με ειδικότητα αρχιτέκτονα άλλαξε η δομή του λόγω συνοριακής διαφοράς που προέκυψε στην ανατολική πλευρά του κτιρίου,
(ε) μετακίνηση ιστών, σημαιών και ανθοδόχων - €430,50. Παρέπεμψε δε στην οδηγία ημερ. 14.03.12,
(στ) διάφορες εργασίες - €3.901,60. Παρέπεμψε δε στις οδηγίες ημερ. 08.06.12 & 12.06.12.
Για όλα τα πιο πάνω υπάρχουν έγγραφα που παρέχουν σχετική ανάλυση, επεξήγηση, ποσότητες και μονάδες μέτρησης. Προς περαιτέρω ενίσχυση υπάρχουν ακόμη γραπτές οδηγίες από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα και/ή εκ μέρους των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες για υλοποίηση τους. Ο ΜΕ1 επεξήγησε το σκεπτικό του υποστηρίζοντας το με έγγραφα, χωρίς να αντεξεταστεί επί της ουσίας για την ορθότητα τους. Δεν έχω αμφιβολία ότι τα πιο πάνω είναι εργασίες που εμπίπτουν στην έννοια της τροποποίησης υπό τη μορφή των επιπλέον εργασιών των ήδη υφιστάμενων.
Ωστόσο από τον σχετικό κατάλογο του Τεκμηρίου 132 δεν αποδέχομαι τις εργασίες απομάκρυνσης που έχουν κοστολογηθεί στα €5.100. Από την περιγραφή που παρέχεται, ήτοι αφορούν επιπλέον έξοδα που φαίνεται να υπέστηκαν οι Ενάγοντες από την αποχώρηση τους με τον επιπρόσθετο χρόνο που χρειάστηκε να παραμείνουν (από 17.03.14 - 02.05.14) λόγω της αδυναμίας των Εναγόμενων να λάβουν συγκεκριμένες αποφάσεις [1,5 μήνες χ €3.400 μισθοί], η φύση και το είδος της επικαλούμενης ενέργειας δεν συνιστά εργασία που εμπίπτει στην έννοια της τροποποίησης, όπως τα πιο πάνω, αλλά ζήτημα που θα μπορούσε να είχε συμπεριληφθεί στο έγγραφο των οικονομικών απαιτήσεων των Εναγόντων.
Περαιτέρω από τον κατάλογο των επικαλούμενων επιπρόσθετων εργασιών αφαιρώ το ζήτημα του επεξεργασμένου οπλισμού που έχει κοστολογηθεί σε €1.719,36 επειδή με το θέμα του οπλισμού θα ασχοληθώ ξεχωριστά στη συνέχεια.
Το ζήτημα των επιπλέον εργασιών άγγιξε στη μαρτυρία του ο ΜΥ. Παρέπεμψε στη σελίδα 49 του Τεκμηρίου 132 που καταγράφει τα ποσά που ενέκρινε ο σύμβουλος επιμετρητής ποσοτήτων. Ο ΜΥ τα υιοθέτησε χωρίς να είναι σε θέση να τα τεκμηριώσει και ούτε να επεξηγήσει το σκεπτικό του του σύμβουλου που ήταν αυτός που ετοίμασε το Τεκμήριο 132. Η σελίδα 49 είναι ένα φύλλο με εγκρίσεις ποσών μικρότερων από αυτών που αξιώνουν οι Ενάγοντες χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε επεξήγηση του σκεπτικού του επιμετρητή ποσοτήτων για να καταλήξει στα ποσά που αναφέρει. Ούτε συνοδεύονται από έγγραφα και στοιχεία που υποστηρίζουν την ορθότητα των ποσών που απλά καταγράφονται αριθμητικά και έτσι να δικαιολογούνται οι αποκοπές που έγιναν σε σχέση με τα ποσά των Εναγόντων.
Την ίδια στιγμή, όπως ήδη έχει λεχθεί προηγουμένως, δεν έχει δοθεί ένορκη μαρτυρία στο Δικαστήριο είτε από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα είτε από τον σύμβουλο επιμετρητή ποσοτήτων που είναι ο συντάκτης του Τεκμηρίου 132 ώστε να υπάρξει διαφώτιση για τα δεδομένα που υπήρχαν και χρησιμοποιήθηκαν για να υπάρξει κατάληξη στα ποσά που σημειώνονται στη σελίδα του Τεκμηρίου 132. Ο ΜΥ δεν μπορούσε να τοποθετηθεί ως προς τις διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ των ποσών που οι Ενάγοντες αξιώνουν και αυτών που σημειώνονται στη σελίδα 49 του Τεκμηρίου 132, αποφεύγοντας να απαντήσει επί της ουσίας ερώτησης της συνηγόρου των Εναγομένων. Προς επίρρωση αυτής της αναφοράς, παραπέμπω στα πρακτικά ημερ. 13.12.23, σελίδα 19 γραμμές 9-26:
«E. Μπορείτε να δείτε το Τεκμήριο 132 στη σελίδα 49; Είναι του επιμετρητή, που λέει για τις προσθέσεις εκεί. Το βρήκατε;
…
A. Μάλιστα, εδώ αποτελεί μέρος της θέσης των μελετητών για τον τελικό λογαριασμό του έργου η συγκεκριμένη σελίδα και αναφέρεται ειδικότερα στην αξιολόγηση των αρχιτεκτονικών οδηγιών. Υπάρχουν καταγεγραμμένες οι αρχιτεκτονικές οδηγίες. Υπάρχει στήλη όπου φαίνεται η απαίτηση του εργολάβου, η οποία είναι σύμφωνη με το δικό του το αίτημα στο Τεκμήριο 110, όπως είπαμε προηγουμένως, και υπάρχει και στήλη με την ονομασία QS όπου καταγράφεται η θέση των μελετητών μετά από την αξιολόγηση των υποβληθέντων από τον εργολάβο στοιχείων προς αυτούς. Απλώς να πω ότι γενικά για... αα να διευκρινίσω, κάποιες εκ των αρχιτεκτονικών οδηγιών φαίνεται να μην τις αναγνώρισαν οι μελετητές, οπότε δεν τις αξιολόγησα καθόλου. Η 7, 8 και 9 δεν υπάρχει η θέση τους δίπλα. Ενώ για τις 1 μέχρι 6 υπάρχει η αξιολόγηση, φαίνεται εν πολλοίς να είναι πολύ κοντά οι εκτιμήσεις τους πλην δύο, την 1 και την 6. Η 1 αφορά κατασκευή kicker και η άλλη αφορά το διαφραγματικό τοίχο. Η πρώτη φαίνεται να έχει διαφορά της τάξης των €4.000. Και η δεύτερη που είναι ο διαφραγματικός τοίχος που φαίνεται να είναι και η μεταξύ των, αλλά και η μεταξύ μας μεγαλύτερη διαφορά είναι ο διαφραγματικός τοίχος και η διαφορά είναι της τάξης των €33.500.
E. Γνωρίζεις εσύ γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά μεταξύ τους;
A. Φαίνεται ότι στην κατασκευή αυτού του τοίχου δόθηκαν οδηγίες στον εργολάβο που διαφοροποιούσαν τον τρόπο κατασκευής του τοίχου από όσο προβλέπετο και κοστολογήθηκε στο δελτίο ποσοτήτων, αλλά φαίνεται να είχε διαφοροποιηθεί και η επιτόπου κατάσταση μετά από την εκσκαφή. Οπότε αλλοιώθηκαν οι ποσότητες, τροποποιήθηκαν οι ποσότητες. Οπότε φαίνεται να έγιναν προσθέσεις και αφαιρέσεις. Η θέση των μελετητών είναι αυτή που βλέπουμε 16.331.
E. Έγιναν οι αφαιρέσεις;
A. Η θέση μας είναι σύμφωνη με αυτήν των μελετητών.»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Τα πιο πάνω είναι ένας επιπρόσθετος λόγος γιατί αποδίδω στο Τεκμήριο 132, περιλαμβανομένου της σελίδας 49 που είναι μέρος του, μηδενική βαρύτητα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η μαρτυρία του ΜΥ που απλά υιοθετεί το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Αντίθετα για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, η μαρτυρία του ΜΕ1 γίνεται αποδεκτή στο βαθμό και στην έκταση που έχει σχολιαστεί. Συνεπώς αποτελεί εύρημα μου ότι η αξία των επιπλέον εργασιών που έχουν εκτελεστεί στο έργο μέχρι τον τερματισμό (με εξαίρεση το ζήτημα του οπλισμού που εξετάζεται στη συνέχεια) ανέρχεται στα €93.800,02.
Οπλισμός:
Σε σχέση με το θέμα αυτό, διαφωτιστική κρίνεται η επιστολή δικηγόρου ημερ. 25.02.14 των Εναγόντων (Τεκμήριο 77), ο Πίνακας μη εφαρμοσμένων υλικών που ετοίμασε ο ΜΕ1 (μέρος Τεκμηρίου 110), η επιστολή δικηγόρου ημερ. 01.07.14 των Εναγόντων (Τεκμήριο 101), το μέρος της ένορκης μαρτυρίας του ΜΕ1 που αφορά το συγκεκριμένο θέμα και τα έγγραφα προκήρυξης διαγωνισμού συμπληρωματικών και σωστικών εργασιών στο επίμαχο έργο από άλλο εργολάβο και το Δελτίο Ποσοτήτων για τις Οικοδομικές Εργασίες της ανέγερσης των κτιριακών εγκαταστάσεων της Σχολής Διοίκησης Τουρισμού, Φιλοξενίας και Επιχειρηματικότητας του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στην Πάφο, Αρ. Διαγωνισμού: 24/2022 (Τεκμήρια 139 & 140), τα οποία παρουσίασε ο ΜΕ1 μέσα από την ένορκη μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πιο κάτω ποσότητες υπολογίστηκαν από τον ίδιο τον ΜΕ1, ο οποίος και τις επεξήγησε στο Δικαστήριο. Παράλληλα μέσα από την αντεξέταση του δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της μεθόδου που χρησιμοποίησε και των ποσοτήτων που ο ίδιος υπολόγισε.
Από την άλλη η μαρτυρία του ΜΥ δεν εμπνέει σιγουριά για να βασιστώ πάνω της ώστε να μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια σε ευρήματα. Για ακόμη μία φορά υιοθέτησε ποσότητες του σύμβουλου επιμετρητή ποσοτήτων χωρίς να υποστηρίζονται από στοιχεία και έγγραφα και δίχως ο ΜΥ να είναι σε θέση να μπορεί να επεξηγήσει τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε αλλά και το σκεπτικό των υπολογισμών που έγιναν από άλλο άτομο. Χωρίς δε να παρουσιαστεί οποιοσδήποτε λόγος, ο σύμβουλος επιμετρητής ποσοτήτων δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Το δε περιεχόμενο του Τεκμηρίου 101 που αποτελεί μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1, μέσα από την οποίαν αποδίδονται λάθη στον τρόπο μέτρησης με κίνδυνο τη δημιουργία επισφαλών αποτελεσμάτων, παρέμεινε αναντίλεκτο. Την ίδια στιγμή ο ΜΥ διαφώνησε με τις θέσεις των συμβούλων των Εναγόμενων και επικαλούμενος λάθη τους παρουσίασε διαφοροποιημένη θέση στο ζήτημα αυτό. Χωρίς να εκλαμβάνονται οι θέσεις των συμβούλων των Εναγόμενων ως ορθές, επαναλαμβάνω ότι αυτές δεσμεύουν τους Εναγόμενους. Προς τούτο παραπέμπω στους όρους του συμβολαίου στους οποίους έκανα αναφορά την προηγούμενη φορά.
Δεν διαφεύγουν της προσοχής μου οι θέσεις των Εναγόμενων ότι ο οπλισμός μεταφέρθηκε πρόωρα στο εργοτάξιο καθώς επίσης ότι ζήτησαν από τους Ενάγοντες να διαθέσουν τον οπλισμό προκειμένου να μειώσουν τη ζημιά τους, πράγμα που όμως αυτοί δεν έκαναν. Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, τα εν λόγω επιχειρήματα τους στερούνται βάσης. Οπλισμός παρέμεινε στο εργοτάξιο, το οποίο οι Ενάγοντες παρέδωσαν στους Εναγόμενους. Με την παραλαβή του εργοταξίου όλα τα υλικά που βρίσκονταν στο χώρο περιήλθαν στην κατοχή των Εναγομένων. Κανένα έγγραφο τέθηκε ενώπιον μου με το οποίο οι Εναγόμενοι και/ή οι σύμβουλοι τους καλούν τους Ενάγοντες να παραλάβουν τον οπλισμό που παρέμεινε στο εργοτάξιο. Αντίθετα μπορεί κάποιος να πει ότι η επιστολή ημερ. 12.06.14 του σύμβουλου επιμετρητή ποσοτήτων προς τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα και ειδικότερα η §4 αυτής ενισχύει το σκεπτικό του Δικαστηρίου (Τεκμήριο 96). Σημειώνονται τα εξής:
«Όσον αφορά το καθεστώς του οπλισμού ως υλικά επί τόπου επιβεβαιώνω ότι αυτά αποτελούν περιουσία του Εργοδότη εφ’ όσον το πλείστο μέρος του έχει περιληφθεί και πληρωθεί στον Εργολάβο στις ενδιάμεσες πιστοποιήσεις…»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου]
Μέσα από συνδυασμένη μελέτη του πιο πάνω μαρτυρικού που έχω αποδεχτεί, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:
(α) η συνολική ποσότητα οπλισμού που αγοράστηκε και μεταφέρθηκε στο εργοτάξιο ανέρχεται σε 1.729,246 τόνους σιδήρου αξίας €922.802,59 [με βάση τα διάφορα μεγέθη, τις διάφορες ποσότητες και μονάδες μέτρησης που καταγράφονται στον Πίνακα μη εφαρμοσμένων υλικών που ετοίμασε και επεξήγησε ο ΜΕ1 - μέρος Τεκμηρίου 110],
(β) ποσότητα οπλισμού που έτυχε επεξεργασίας και τοποθετήθηκε στο έργο και για την οποίαν έγινε πρόνοια σε πιστοποιητικά πληρωμής υπολογίστηκε σε 855,23 τόνους σιδήρου αξίας €455.837,86 (επίσης με βάση τα διάφορα μεγέθη, τις διάφορες ποσότητες και μονάδες μέτρησης που καταγράφονται στον Πίνακα μη εφαρμοσμένων υλικών που ετοίμασε και επεξήγησε ο ΜΕ1 - μέρος Τεκμηρίου 110) [855.230 χ €0,53 = €453.271,90],
(γ) ποσότητα οπλισμού που έτυχε επεξεργασίας αλλά δεν τοποθετήθηκε στο έργο υπολογίστηκε σε 15,95 τόνους σιδήρου,
(δ) ποσότητα οπλισμού που δεν έτυχε επεξεργασίας και δεν τοποθετήθηκε στο έργο αλλά παρέμεινε στο εργοτάξιο υπολογίστηκε σε 858,07 τόνοι σιδήρου [1.729,246 – 855,23 – 15,95],
(ε) από την ποσότητα 772,541 τόνοι σιδήρου (που είναι μέρος της ποσότητας 858,07 τόνους σιδήρου που δεν έτυχε επεξεργασίας και δεν τοποθετήθηκε στο έργο αλλά παρέμεινε στο εργοτάξιο) πληρώθηκε το 85% του κόστους αγοράς (€350.000,00 σε διάφορα πιστοποιητικά) και εκ συμφώνου η κυριότητα της εν λόγω ποσότητας περιήλθε στους Εναγόμενους,
(στ) υπόλοιπο ποσότητας που δεν έτυχε επεξεργασίας και δεν τοποθετήθηκε στο έργο αλλά παρέμεινε στο εργοτάξιο υπολογίστηκε σε 85,53 τόνους σιδήρου [858,07 - 772,541],
(ζ) ποσότητα 450 τόνοι σιδήρου από αυτήν που δεν έτυχε επεξεργασίας και δεν τοποθετήθηκε στο έργο αλλά τελικά παρέμεινε στο εργοτάξιο χρησιμοποιήθηκε από άλλο εργολάβο σε κτίριο του ΤΕΠΑΚ στην Πάφο,
(η) μέρος ποσότητας οπλισμού που τελικά παρέμεινε στο εργοτάξιο χρησιμοποιήθηκε στο έργο από άλλο εργολάβο.
Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι παραμένει προς πληρωμή:
(1) 772.541,00 κιλά σιδήρου (772,541 τόνοι σιδήρου) χ €0,55 (μέσος όρος από τις τιμές μονάδας που παρέχονται στον Πίνακα μη εφαρμοσμένων υλικών που ετοίμασε ο ΜΕ1 - μέρος Τεκμηρίου 110) χ 15% = €63.734,63
(2) 85.300,00 κιλά σιδήρου (85,30 τόνοι σιδήρου) χ €0,55 (μέσος όρος από τις τιμές μονάδας που παρέχονται στον Πίνακα μη εφαρμοσμένων υλικών που ετοίμασε ο ΜΕ1 - μέρος Τεκμηρίου 110) = €46.915,00
Το άθροισμα των δύο πιο πάνω ποσών ανέρχεται στα €110.649,63 [€63.734,63 + €46.915,00].
Περαιτέρω αποδέχομαι κονδύλι που έχει κοστολογηθεί €1.719,36 που αφορά επεξεργασμένο οπλισμό και έχει συμπεριληφθεί από τους Ενάγοντες στο έγγραφο με τις επιπρόσθετες εργασίες (μέρος Τεκμηρίου 110). Είχε αφαιρεθεί κατά την εξέταση των επιπλέον εργασιών και λαμβάνεται υπόψη εδώ. Πρόκειται για επιπλέον εργασία που έχει γίνει, που δεν αμφισβητήθηκε ότι πρόκειται για επιπλέον εργασία και η υπολογισμένη ποσότητα και η μονάδα μέτρησης δεν αντικρούστηκαν με μαρτυρία από μέρους των Εναγομένων που να είναι αξιόπιστη και συνάμα επαρκής.
Κατά συνέπεια, το συνολικό ποσό προς πληρωμή που αφορά το θέμα του οπλισμού ανέρχεται σε €112.368,99.
Διακυμάνσεις Κόστους Εργατικών και Υλικών:
Ο όρος 70 του συμβολαίου προνοεί αναπροσαρμογή του ποσού του συμβολαίου εξ αιτίας αύξησης ή μείωσης του κόστους των εργατικών και υλικών. Μέσα από τις διατάξεις του συγκεκριμένου όρου παρέχεται που φόρμουλα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αυξήσεων ή μειώσεων του κόστους των εργατικών και υλικών αντλώντας δεδομένα (δείκτες μεταβολής) από τη Στατιστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως μέρος της μαρτυρίας του, ο ΜΕ1 παρέθεσε έγγραφο με το οποίο καταδεικνύει πως έχει εφαρμόσει τα δεδομένα που άντλησε στην τυποποιημένη φόρμουλα που χρησιμοποίησε δυνάμει του όρου 70. Με βάση το έγγραφο αυτό (μέρος του Τεκμηρίου 110) υπάρχουν αυξήσεις στο κόστος των εργατικών και υλικών οι οποίες με τη χρήση του καθορισμένου από τη σύμβαση τύπου ανέρχεται στα €31.661,72. Να σημειωθεί ότι ο ΜΕ1 δεν αντεξετάστηκε για το σημείο αυτό.
Από την άλλη ο ΜΥ υιοθέτησε τον αριθμό που περιέχεται στο Τεκμήριο 132 που ετοιμάστηκε από άλλο εμπειρογνώμονα (σύμβουλο επιμετρητή ποσοτήτων του έργου) και ανέρχεται στα €33.089,33. Η εξ’ ακοής μαρτυρία του στερείται της δέουσας επεξήγησης.
Για τους ίδιους λόγους που έχω αναφέρει προηγουμένως σχετικά με την αξία της συνολικής εργασίας που εκτελέστηκε στο έργο μέχρι τον τερματισμό, δεν έχω κανένα επιχείρημα που να με εμποδίζει να αποδεχτώ τη μαρτυρία του ΜΕ1 στο συγκεκριμένο ζήτημα και παράλληλα να απορρίψω την μαρτυρία του ΜΥ στο ίδιο θέμα. Συνεπώς καταλήγω στο εύρημα ότι το κόστος των εργατικών και υλικών ανέρχεται σε €31.661,72.
Απαίτηση Εναγόντων για Παράταση Χρόνου και Αποζημιώσεις
(Παράρτημα 4 Τεκμηρίου 110):
Η θέση των Εναγόντων αποτυπώνεται στο Παράρτημα 4 του Τεκμηρίου 110. Συντάκτες του εγγράφου αυτού εμφανίζονται οι ΜΕ1 και ΜΕ2. Αν κάποιος μελετήσει το έγγραφο αυτό προσεκτικά θα αντιληφθεί ότι οι Ενάγοντες απαιτούν συνολική παράταση χρόνου 6,95 μηνών ή 212 ημερολογιακών ημερών (προτελευταία παράγραφος σελίδας 9). Με γνώμονα ότι ο αριθμός των εργάσιμων ημερών ανά εβδομάδα είναι 5 και των ημερολογιακών 7, γίνεται κατανοητό ότι 6,95 μήνες δεν μπορεί να είναι 212 ημερολογιακές ή εργάσιμες ημέρες. Όταν ακολούθως διαβάσει κάποιος τους λόγους επί των οποίων υπήρξε καθυστέρηση και απαιτείται η χορήγηση αντίστοιχης παράτασης χρόνου, αντιλαμβάνεται ότι το ύψος της παράτασης χρόνου ανέρχεται στις 212 εργάσιμες ημέρες.
Συνεπώς εκλαμβάνω ότι το αίτημα για παράταση χρόνου δεν είναι για 6,95 μήνες και ούτε για 212 ημερολογιακές ημέρες όπως προφανώς σημειώνονται λόγω τυπογραφικού λάθους, αλλά για 212 εργάσιμες ημέρες όπως προκύπτει από τις σελίδες 6-8, οι οποίες αναλύονται ως εξής:
(α) τροποποιητικές οδηγίες και/ή οδηγίες για επιπλέον εργασίες από επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα – 75 εργάσιμες ημέρες
(β) γενική απεργία εργατοϋπαλλήλων στην οικοδομική βιομηχανία – 17 εργάσιμες ημέρες
(γ) ακραίες καιρικές συνθήκες – 20 εργάσιμες ημέρες
(δ) οικονομικές συνθήκες, περιοριστικά μέτρα Κεντρικής Τράπεζας – 100 εργάσιμες ημέρες.
Όπως σημειώνεται στην προτελευταία παράγραφο της σελίδας 9, οι Ενάγοντες διεκδικούν οικονομικές αποζημιώσεις για μέρος της αιτούμενης περιόδου παράτασης χρόνου που ζητείται και συγκεκριμένα για 105 εργάσιμες ημέρες. Αντίστοιχα είναι 5,25 μήνες ή 157,50 ημερολογιακές ημέρες. Για την αιτούμενη περίοδο χορήγησης παράτασης χρόνου, οι Ενάγοντες διεκδικούν αποζημιώσεις τις οποίες υπολόγισαν σε €1.317.642,80.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση το εν λόγω έγγραφο θα αξιολογηθεί.
Η θέση των Εναγομένων, όπως αυτή υπεβλήθηκε κατά την αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2, είναι ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται καμία παράταση χρόνου επειδή οι εργασίες του έργου τερματίστηκαν πριν από την ολοκλήρωση του συμβατικού χρόνου αποπεράτωσης του έργου.
Το παράπονο των Εναγομένων είναι βάσιμο. Παράταση χρόνου χορηγείται, εφόσον βέβαια δικαιολογείται τέτοιο αίτημα, στην περίπτωση που ο εργολάβος δεν ολοκληρώσει τις εργασίες του έργου εντός του συμβατικού χρόνου αποπεράτωσης. Η έγκριση ενός τέτοιου αιτήματος παραπέμπει στη νομική δυνατότητα του εργολάβου να συνεχίσει να βρίσκεται στο έργο εκτελώντας εργασίες για το επιπρόσθετο χρονικό διάστημα που εγκριθεί νοουμένου και εφόσον δεν καταφέρει να ολοκληρώσει τις εργασίες εντός του συμβατικού χρόνου αποπεράτωσης. Ο όρος 44.1 πραγματεύεται τη δυνατότητα υποβολής και εξέτασης αιτήματος χορήγησης παράτασης χρόνου. Ο δε όρος 44.2 εναποθέτει συμβατική υποχρέωση στους ώμους του εργολάβου εντός 28 ημερών αφότου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η αιτία να υποβάλει αίτημα χορήγησης παράτασης χρόνου. Στην περίπτωση που το αίτημα εγκριθεί ενόσω η εκτέλεση των εργασιών βρίσκεται σε εξέλιξη, η έγκριση ισχύει νοουμένου ότι ο εργολάβος τελικά δεν καταφέρει να ολοκληρώσει τις εργασίες του έργου εντός του χρόνου που προνοεί το συμβόλαιο, παρά τις προσπάθειες που αυτός θα καταβάλει. Η αιτία σχετίζεται άμεσα με την πρόοδο των εργασιών, την απρόσκοπτη πορεία της οποίας ενδέχεται ουσιωδώς να επηρεάσει. Αυτό μόνο στο τέλος θα διαπιστωθεί και αφού αποβούν άκαρπες οι φιλότιμες προσπάθειες του εργολάβου να καλύψουν το ενδεχόμενο εντός του συμβατικού χρόνου αποπεράτωσης. Έτσι η παράταση χρόνου εφαρμόζεται εάν και εφόσον αυτή χρειαστεί. Με την λήξη της συμβατικής περιόδου εάν οι εργασίες του έργου δεν συμπληρωθούν, τότε τίθεται σε ισχύ η παράταση χρόνου που εγκρίθηκε προκειμένου ο εργολάβος να μπορέσει να τις ολοκληρώσει.
Στην παρούσα υπόθεση, με βάση το Παράρτημα του Συμβολαίου< χρόνος έναρξης ορίστηκε να είναι 14 ημέρες από τη λήψη της εντολής έναρξης από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα, η οποία προνοείτο να δοθεί 30 ημέρες από την υπογραφή του συμβολαίου (όρος 41.1). Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι το συμβόλαιο υπογράφηκε στις 08.12.11 και εφαρμόσουμε τα πιο πάνω, ο χρόνος έναρξης στο συγκεκριμένο έργο καθορίζεται περί τα μέσα Ιανουαρίου 2012. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι οι εργασίες του έργου ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο. Με βάση το συμβόλαιο, χρόνος αποπεράτωσης καθορίστηκε στους 24 μήνες, ο οποίος στη συνέχεια αναθεωρήθηκε στους 36 μήνες δυνάμει της συμπληρωματικής συμφωνίας των διαδίκων (όρος 43.1). Αυτός σημαίνει ότι οι εργασίες του έργου θα έπρεπε να ολοκληρώνονταν περί τα μέσα Ιανουαρίου 2015. Ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει αφού πρόκειται για απλή μαθηματική πράξη.
Παράλληλα αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εργασίες του έργου τερματίστηκαν στις 19.12.13. Αυτό έκδηλα καταδεικνύει ότι όταν οι εργασίες τερματίστηκαν δεν είχε συμπληρωθεί ο συμβατικός χρόνος αποπεράτωσης τους. Στη βάση του σκεπτικού που αναπτύχθηκε προηγουμένως, η απαίτηση των Εναγόντων για παράταση χρόνου οποιασδήποτε χρονικής διάρκειας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση παράτασης χρόνου συμπαρασύρει σε αποτυχία όλες τις αποζημιώσεις που απαιτούνται δυνάμει της επικαλούμενης καθυστέρησης με την οποίαν είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Τέτοια ζητήματα είναι τα επικαλούμενα «Γενικά Έξοδα & Κέρδος Κεντρικών Γραφείων - Διαφυγόντα Κέρδη», «Έξοδα Κεντρικών Γραφείων» και «Απώλεια Παραγωγικότητας».
Αντίθετα το «Κέρδος επί των εργασιών των διορισμένων υπεργολάβων» είναι θέμα που μπορεί να εξεταστεί επειδή παραπέμπει σε απώλεια συνεπεία του τερματισμού των εργασιών του έργου εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόμενων. Ωστόσο δεν διαχωρίζεται το ποσό που αναλογεί στο ζήτημα αυτό αλλά διεκδικείται μαζί με την πτυχή «»Έξοδα Κεντρικών Γραφείων» ως ενιαίο ποσό. Προσπάθησα από το Δελτίο Ποσοτήτων να εξετάσω το ενδεχόμενο διαχωρισμού, πλην όμως αυτό δεν ήταν δυνατό. Την ίδια στιγμή κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να με οδηγεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Συνεπώς δεν μπορώ να καταλήξω σε ποσό που να αφορά μόνο αυτό το θέμα.
Ένα άλλο σημείο που χρήζει εξέτασης είναι η αξίωση πληρωμής ποσού €2.000 ως έξοδα ετοιμασίας του εγγράφου απαίτησης (Τεκμήριο 110). Επ’ αυτού θα πρέπει να λεχθεί ότι παρόλο που στην ένορκη μαρτυρία του ο ΜΕ1 είπε ότι το εν λόγω έγγραφο ετοιμάστηκε από τον ίδιο και τον ΜΕ2, ο τελευταίος στη δική του ένορκη μαρτυρία παρουσίασε το αξιούμενο ποσό ως την αμοιβή του. Εκλαμβάνω ότι το ποσό αυτό αφορά πληρωμή των υπηρεσιών του ΜΕ2 για τη δική του συνεισφορά στην ετοιμασία του συγκεκριμένου εγγράφου.
Η νομολογία υποδεικνύει ότι ποσό, όπως αυτό, που συνιστά ειδική ζημιά για τους Ενάγοντες πρέπει να αποδεικνύεται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Βάσω Μιχαήλ v Ανδρέας Ονουφρίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1349, R.K.B. Leathergoods Limited v Βιργίνια Ευαγγέλου Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071). Εναπόκειται στον ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη και αποδεκτή μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά. Επομένως, η απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων κινείται πάντοτε σε αυστηρά πλαίσια και το βάρος απόδειξης τους το φέρει πάντοτε ο ενάγοντας (Παναγιώτη Παναγή v Σάββα Κακόψιτου (2001) 1 Α.Α.Δ. 839).
Έχω υπόψη μου τη θέση των Εναγόμενων με την οποίαν θεωρούν ότι δεν πρέπει να πληρώσουν το ποσό που αξιώνεται, το βάρος απόδειξης το φέρουν οι Ενάγοντες. Πέραν από την προφορική μαρτυρία του ΜΕ2 ότι η αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό αυτό που αξιώνεται, κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να θεμελιώνει τόσο την επικαλούμενη χρέωση όσο και το κατ’ ισχυρισμό ύψος αυτής. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στοιχεία που απαιτούνταν για την απόδειξη του ποσού αυτού είναι η έκδοση τιμολογίου από τον ΜΕ2 με υπογραφή των Εναγόντων, απόδειξη πληρωμής του ποσού αυτού εκδομένη και υπογραμμένη από τους Ενάγοντες και απόδειξη είσπραξης του ποσού αυτού εκδομένη και υπογραμμένη από τον ΜΕ2.
Η απουσία πραγματικής μαρτυρίας που θα θεμελίωναν την πληρωμή του ποσού αυτού, καθιστά τη συγκεκριμένη αξίωση έκθετη σε απόρριψη.
Άλλο σημείο προς εξέταση είναι τα ποσά που αφορούν την κοστολόγηση επιπλέον εργασιών που εκτελέστηκαν συνεπεία οδηγιών που εκδόθηκαν από τον επιβλέπον μηχανικό με ειδικότητα αρχιτέκτονα. Έχω ασχοληθεί με το θέμα αυτό προηγουμένως κατά την εξέταση των επιπρόσθετων εργασιών που εκτελέστηκαν στο έργο δυνάμει του όρου 51. Παραπέμπω στο θέμα αυτό χωρίς να χρειάζεται να αναφέρω οτιδήποτε άλλο.
Έγγραφο Απαίτησης Αποζημιώσεων του διορισμένου υπεργολάβου
ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων (Τεκμήριο 95):
Ομοίως και για τον ίδιο λόγο ως πιο πάνω, απορρίπτονται ως αβάσιμα το μέρος της απαίτησης για αποζημιώσεις του διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την επικαλούμενη καθυστέρηση (Τεκμήριο 95). Αυτό είναι το κονδύλι που αποδίδεται σε «Απώλεια Συνεισφοράς στα Γενικά Έξοδα και το Κέρδος».
Σε ότι αφορά το επικαλούμενο κόστος «Ετοιμασία σχεδίων κ.λ.π.», η πτυχή αυτή της απαίτησης είναι αόριστη και ασαφής. Δεν έχει εξηγηθεί και ούτε τεκμηριωθεί με πραγματικά στοιχεία γιατί η ενέργεια αυτή υπόκειται σε αποζημίωση. Επομένως το κονδύλι αυτό δεν γίνεται αποδεκτό για πληρωμή.
Αντίθετα η «Απώλεια λόγω Υποαπασχόλησης Προσωπικού Διοίκησης και Επίβλεψης Εργοταξίου και Εργατικού Δυναμικού» είναι ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί επειδή αφορά σε απώλεια που προέκυψε κατά την εκτέλεση των εργασιών του έργου. Το ποσό που διεκδικείται ανέρχεται σε €68.497,37. Ωστόσο το κονδύλι αυτό δεν συνοδεύεται από υποστηρικτικά έγγραφα που θα θεμελίωναν το είδος αυτό της απαίτησης του συγκεκριμένου υπεργολάβου. Ειδικότερα κατονομάζονται άτομα ως εργατικό δυναμικό και διοικητικό προσωπικό, πλην όμως δεν έχουν παρουσιαστεί στοιχεία, όπως για παράδειγμα ημερολόγιο εργοταξίου, έντυπα προσωπικού με τις ημερομηνίες και ώρες απασχόλησης τους, τα οποία θα μπορούσαν να αποδείξουν την εικόνα που αποδίδεται.
Με γνώμονα ότι η πλευρά των Εναγομένων αμφισβητεί ότι οφείλουν να πληρώσουν το ποσό που απαιτείται από τον συγκεκριμένο διορισμένο υπεργολάβο και οι Ενάγοντες, μέσω των οποίων η είσπραξη θα μπορούσε να γίνει, απέτυχαν να θεμελιώσουν το περιεχόμενο του εγγράφου απαίτησης, καταλήγω ότι το ποσό που διεκδικείται δεν γίνεται αποδεκτό για πληρωμή.
Έγγραφο Απαίτησης Αποζημιώσεων του διορισμένου υπεργολάβου
μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων (Τεκμήριο 99):
Εξ όσον έχω αντιληφθεί, αν ο διορισμένος υπεργολάβος μηχανολογικών εργασιών και εγκαταστάσεων δικαιούται ή όχι σε πληρωμή του ποσού που διεκδικεί μέσα από το έγγραφο απαίτησης του (Τεκμήριο 99), αποτελεί επίδικο θέμα που θα εξεταστεί από το Ε.Δ. Λευκωσίας μέσα από την εκκρεμούσα αγωγή αρ. 2521/15. Συνεπώς, εκκρεμούσας της εκδίκασης αγωγής οποιοδήποτε σχόλιο από μέρους μου περιττεύει.
Στη βάση των πιο πάνω και χωρίς το Δικαστήριο να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα, η ρύθμιση του τελικού ποσού του συμβολαίου προκύπτει να είναι η εξής:
· Εκτελεσθείσα εργασία μέχρι τον τερματισμό - €2.218.221,56
(χωρίς να περιλαμβάνονται επιπλέον εργασίες,
αλλά περιλαμβάνονται εκτελεσθείσα ηλεκτρολογική
εργασία αξίας €9.495,00 και εκτελεσθείσα
μηχανολογική εργασία αξίας €6.520)
· Επιπλέον εργασίες που εκτελέστηκαν στο έργο - €93.800,02
(στο οποίο δεν περιλαμβάνεται επεξεργασμένος
οπλισμός)
· Υλικά επί τόπου (οπλισμός):
(α) 15% αξίας σε ποσότητα οπλισμού - €63.734,63
772.541,00 τόνοι σιδήρου (μέρος
ποσότητας μη επεξεργασμένου οπλισμού
που δεν τοποθετήθηκε συνολικής
ποσότητας 858.064,00 τόνοι σιδήρου)
(β) ποσότητα 85.523,00 τόνοι σιδήρου μη - €46.915,00
επεξεργασμένου οπλισμού που παρέμεινε
στο εργοτάξιο (858.064,00 – 772.541,00)
(γ) επεξεργασμένος οπλισμός (επιπλέον εργασία) - €1.719,36
· Διακυμάνσεις κόστους Εργατικών & Υλικών - €31.661,72
· Απαίτηση για αποζημιώσεις λόγω παράτασης χρόνου - €0
(Εναγόντων, διορισμένου υπεργολάβου ηλεκτρολογικών
εργασιών και εγκαταστάσεων)
· Αποδέσμευση ποσού που ισούται με το ύψος της - €55.000
εγγυητικής επιστολής προκαταβολής διορισμένου
υπεργολάβου ηλεκτρολογικών εργασιών και
εγκαταστάσεων
· Μείον συνολικό ποσό πληρωμών - €2.879.378,00
Από την μαθηματική πράξη των πιο πάνω, διαπιστώνεται υπερπληρωμή ύψους €368.325,71.
Ενόψει της ρευστοποίησης εγγυητικής επιστολής προκαταβολής των Εναγόντων ύψους €394.088,00, οι Εναγόμενοι καλούνται να επιστρέψουν στους Ενάγοντες ποσό €25.762,29 δυνάμει των αρχών αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή βάση του δικαίου αποκατάστασης.
Την ίδια στιγμή επαναλαμβάνω ότι το ποσό των €131.715 που αφορά ρευστοποίηση της εγγυητικής προκαταβολής του διορισμένου υπεργολάβου μηχανολογικών εγκαταστάσεων παραμένει προσωρινά δεσμευμένο από τους Εναγόμενους και μετά την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στην αγωγή αρ. 2521/15 που θα ασχοληθεί ειδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, αναλόγως του αποτελέσματος, είτε να επιστραφεί, μέσω των Εναγόντων, στον εν λόγω διορισμένο υπεργολάβο είτε να παραμείνει για πάντα στην κατοχή των Εναγομένων.
Γενικές Αποζημιώσεις:
Η αξίωση για επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων λόγω παράβασης συμβολαίου δεν προωθήθηκε μέσα από την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής. Συνεπώς εκλαμβάνω ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Κατάληξη:
Προτού καταγραφεί το αποτέλεσμα των αγωγών υπ’ αριθμό 1243/14 και 144/15, θα πρέπει πρώτα αυτές να αποσυνενωθούν. Ως εκ τούτου, εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των εν λόγω δύο αγωγών.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω έχοντας κατά νου τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες στην αγωγή υπ’ αριθμό 1243/14 απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον των Εναγομένων στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων για το ποσό των €38.763 πλέον Φ.Π.Α. Το ποσό αυτό θα επιβαρύνεται με νόμιμο τόκο από 15.01.14 μέχρι εξόφλησης.
Περαιτέρω, υπό το φως όλων των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω έχοντας κατά νου τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες στην αγωγή υπ’ αριθμό 144/15 απέδειξαν μερικώς την απαίτηση τους εναντίον των Εναγομένων στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων:
(α) δήλωση με την οποίαν η ισχύς του συμβολαίου για την ανέγερση του επιδίκου έργου με συμβαλλόμενα μέρη τους Ενάγοντες και τους Εναγόμενους τερματίστηκε από τους Ενάγοντες εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων,
(β) πληρωμή ποσού €25.762,29 πλέον Φ.Π.Α. στο οποίο λήφθηκε υπόψη δέσμευση ποσού €55.000, που προέκυψε από αποκοπή πέραν του δεόντως.
Το πιο πάνω ποσό αυτό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής υπ’ αριθμό 144/15 μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης.
Αντίθετα οι Εναγόμενοι απέτυχαν να αποδείξουν την ανταπαίτηση τους στην αγωγή υπ’ αριθμό 144/15 στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, η οποία και απορρίπτεται ως ατεκμηρίωτη.
Σε σχέση με τα έξοδα της αγωγής, δεν διαπιστώνω να υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέκκλιση από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους (άρθρο 43 του Ν.14/60, Διαταγή 59 Κανονισμός 1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, Θρασυβούλου v. Arto Estates Limited (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, Ιωάννου και άλλη v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Ύψωνα-Λόφου (2009) 1Β Α.Α.Δ. 875 και Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2010 ημερ. 15.10.15). Δεν υπάρχει αποχρών λόγος που να δικαιολογεί αποστέρηση των εξόδων από τον επιτυχών διάδικο και να μην τα επωμιστεί ο αποτυχών διάδικος που ευθύνεται για την γενεσιουργό αιτία των εξόδων.
Ως εκ τούτου, τα έξοδα της αγωγής υπ’ αριθμό 1243/14, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 - €50.000, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων.
Επιπλέον, τα έξοδα της απαίτησης και ανταπαίτησης στην αγωγή υπ’ αριθμό 144/15, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 - €50.000, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων.
Ενόψει της συνεκδίκασης των δύο αγωγών, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων.
(Υπ.) ……..........................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο